26.11.25

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΟΥΤΣΙΑΜΠΑΣΙΑΚΟΥ - ΓΚΟΒΙΝΑ ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ. 26/11/2019

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, ημέρα μνήμης η σημερινή, ημέρα μνήμης σε ένα ιερό πρόσωπο που θα έλεγε και ο ποιητής, και προφανώς οι πιο πολλοί από εμάς αν όχι όλοι μας, φυσικά μιλάω για τη Μάνα. Η δική μου μητέρα μας αποχαιρέτησε σαν σήμερα 26/11/19 μα, πότε πέρασαν κιόλας 6 χρόνια; Ξεψύχησε στην αγκαλιά μου, ήταν εκεί επίσης, ο Αλέκος και η Λαμπρινή, εμείς της κλείσαμε τα ματάκια της, συγκλονιστικές στιγμές. Ήταν τυχερή η Μανούλα μας που ξεψύχησε στην αγκαλιά μας γιατί σήμερα πολλοί ηλικιωμένοι αφήνουν την τελευταία τους πνοή στα γηροκομεία. H μητέρα μου γεννήθηκε στη Μεσοχώρα Τρικάλων και λόγω του εμφυλίου αναγκάστηκαν να φύγουν από την Μεσοχώρα και να φθάσουν στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι. Εκεί γνώρισε τον πατέρα μου και απέκτησαν τρία αγόρια. Η μητέρα μου ήταν καλλιτέχνης, τα κεντήματά της και τα πλεκτά της ήταν αριστουργήματα της τέχνης, της άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα. Ήταν τυχερή που έζησε ανεπανάληπτες στιγμές στην αυλή μας με τις βραδιές ποίησης και με τόσες άλλες εκδηλώσεις πολιτισμού. Σε γενικές γραμμές είχε μία συναρπαστική ζωή.
Άραγε εκεί που πάμε, εννοώ στη χώρα των Μακάρων, πως μετράει ο χρόνος; υπάρχει χρόνος; Έχω  θέσει αυτό το ερώτημα [μέσω των ονείρων] πολλές φορές στην μητέρα μου, στον Πατέρα μου, στη νύφη μου την Ελένη, και στον δάσκαλο Θάνο Καρρά, αλλά μέχρι στιγμής δεν έχω πάρει απάντηση. Εσείς τι λέτε υπάρχει χρόνος στη χώρα των Μακάρων; Θα μου πείτε βέβαια πως το καλύτερο είναι να ρίξω μιά ματιά μόνος μου παρά να περιμένω το πότε θα φθάσει το αίτημά μου στην αρμόδια αρχή και μετά η αρμόδια αρχή να ενημερώσει π.χ. την μητέρα μου, είναι κι αυτή μία άποψη αλλά ας την αφήσουμε γι' αργότερα που θα έλεγε και ο Παπαγιώργης. Πρόσφατα ανακάλυψα έναν Τρικαλινό ποιητή, τον κ. Αλεξανδρή, το ποίημα που ακολουθεί και αναφέρεται στη Μάνα είναι δικό του. 


TΟ ΠΡΩΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ

Η μάνα μας, η Άγια, οικοκυρά κι αφέντρα,
πλατύφυλλο αγιόκλημα στου σπιτιού την αυλή
και άγνεστη ανατολή στο ανοιχτό το παραθύρι,
από τότε που κρατούσε τις μέρες στην ποδιά της
και μοίραζε πρωινά και δειλινά στη γειτονιά,
δεν ήξερε από προσχήματα και ψευδομαρτυρίες.


Έσκυβε πάνω από τους βιαστικούς καιρούς
με σκέψη δίστομη και λόγο ακονισμένο,
ώριμη ανάγκη της δύσκολης και αχάλκευτης ζωής
και ανέσυρε μέσα από θορύβους και σιωπές
την ερημιά και τα βαθύσκια κενά του κόσμου
χωρίς να φοβάται από ιερές γραφές και μνήμες.



Και στο κατόπι της, οι άγουρες περπατησιές μας
όρκοι ψυχής, ηρωισμοί και αστέγαστες θυσίες
στο επόμενο ξημέρωμα να έχει ο ήλιος χρώμα
από την ομορφιά και τη βία του αυθόρμητου,
από τη σοφία του θυμού, το πείσμα της ουτοπίας,
γιατί δεν νιώθαμε της εποχής τους μονολόγους.



Και σημαδεύαμε πιο κει ορόσημα κι αλήθειες,
ταπεινές ομολογίες ήθους και σεβασμού
με αμφισβητήσεις, ανατροπές και ρήξεις,
με μυήσεις σε αναδρομές και αποδράσεις,
στο χθες της άγιας μάνας μας να προλάβουμε
το δικό μας πρώτο πέταγμα, στο αύριο της χαράς.



Ζεστή φωλιά η αγκαλιά, γλυκόχαρη η ματιά της,
απαίδευτες οι φωνές και προσταγές οι συμβουλές,
φόβου τρέμουλο η γη και λίκνισμα ο ουρανός
να πλάσουμε στο πέταγμα χρυσό το ριζικό μας,
με αμανάτι την ευχή και τη δύναμη της αγάπης,
με το πέταγμα περπατησιά στ’ απέραντο του κόσμου.



Πολυφτέρουγα πουλιά στου ουρανού τις στράτες,
αφτέρουγοι άγγελοι στης μάνας τη δεσποσύνη,
τα χρόνια να προσπεράσουμε μεγάλοι να γενούμε,
τον κόσμο να γνωρίσουμε στη φρόνηση και τη βιάση,
να ‘ναι το πέταγμά μας τρέξιμο στης γης τις απλωσιές,
οι προσδοκίες σμίλεμα και τα όνειρα κατακτήσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

Υ.Γ. Μανούλα έχω ευχάριστα νέα, η Βασούλα μάνα, η εγγόνα σου γέννησε ένα όμορφο αγοράκι, τον Ίωνα, έγινα παππούς Μανούλα!!!







Γεια σου Μανούλα, σ' ευχαριστώ που ήσουν δίπλα μας και όταν χρειάστηκε μάζευες κάτω από τις φτερούγες σου τα εγγόνια σου μαζί με τον πατέρα. Μανούλα σήμερα, όταν ξυπνήσει ο Ίωνας θα του διαβάσω τα ποιήματά σου. Σύντομα Μανούλα θα εκδώσω κι εγώ τις δικές μου ποιητικές συλλογές. Υ.Γ. Ρωτούσα την μητέρα μου όταν την έβλεπα σκεφτική: Μανούλα τι σκέφτεσαι; Τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Κάποια άλλη στιγμή μου είπε: Πέπο όταν πεθάνω θα με θυμάσαι; Σε θυμάμαι Μανούλα, σε θυμάμαι και θα συνεχίσω να σε θυμάμαι για όσο θα ζω και για όσο δεν θα με προδώσει η μνήμη. Σε χαιρετώ Μανούλα.