Τογιοτόμι Χιντεγιόσι
Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι (豊臣 秀吉, 17 Μαρτίου 1537 - 18 Σεπτεμβρίου 1598) ήταν Ιάπωνας νταΐμιο και στρατηγός του Όντα Νομπουνάγκα, ως διάδοχος του οποίου ένωσε την Ιαπωνία. Αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές της ιαπωνικής ιστορίας, καθώς από πεζός στρατιώτης[α] κατάφερε να ανέλθει στη θέση του σαμουράι, ενώ άλλαξε ριζικά το πρόσωπο της Ιαπωνίας.Βιογραφία. Πρώτα χρόνια Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Χιντεγιόσι πριν από το 1570, οπότε και αρχίζει να αναφέρεται σε ιστορικά ντοκουμέντα. Ο ίδιος άρχισε να γράφει την αυτοβιογραφία του μετά το 1577, κάνοντας όμως λίγες αναφορές για το παρελθόν του. Ήταν ακαθόριστης καταγωγής, με τον πατέρα του να είναι απλός αγρότης. Σύμφωνα με την παράδοση γεννήθηκε στη Ναγκόγια και στάλθηκε σε νεαρή ηλικία να μελετήσει σε μονή, αλλά ο ίδιος απέρριψε τη ζωή αυτή. Με το όνομα Κινοσίτα Τοκιτσίρο (木下 藤吉郎) προσέφερε τις υπηρεσίες του σε διάφορους άρχοντες.
Υπό τον Όντα Νομπουνάγκα
Ο Χιντεγιόσι οδήγησε το 1570 τα στρατεύματα του αφέντη του, στη μάχη της Ανεγκάβα, όπου και νίκησε τις δυνάμεις των κλαν των Αζάι και των Ασακούρα. Το 1573, διορίστηκε νταΐμιο στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Όμι και εγκαταστάθηκε στη λίμνη Μπίβα. Το 1567 στάλθηκε να κατακτήσει την περιοχή Τσουγκόκου στα δυτικά.
Ο Χιντεγιόσι κυρίαρχος της Ιαπωνίας Μετά το 1582, ο Όντα Νομπουνάγκα έλεγχε ολόκληρη την κεντρική περιοχή του Χονσού, αλλά έπρεπε να υποτάξει και τους υπόλοιπους νταΐμιο. Για το λόγο αυτό το δυτικό μέτωπο ανατέθηκε στον Χιντεγιόσι, ο οποίος τώρα ήταν έμπιστος στρατηγός (αν και ο αφέντης του συνέχιζε να το αποκαλεί "πίθηκο"), ενώ ο έτερος στρατηγός, Τοκουγκάβα Ιεγιάσου, προέλασε ανατολικά στο Κάντο. Τότε όμως ο Όντα Νομπουνάγκα δολοφονήθηκε στο Κυότο, από ένα δικό του νταΐμιο τον Ακέτσι Μιτσουχίντε. Πιθανόν η προδοτική αυτή ενέργεια να έγινε με προτροπή του Χιντεγιόσι,[1] ο οποίος έσπευσε να επωφεληθεί της κατάστασης: ύστερα από οκτώ μέρες επέστρεψε στο Κυότο, φόνευσε τους δολοφόνους του Νομπουνάγκα στη μάχη του Γιαμαζάκι και ανέλαβε ο ίδιος τον έλεγχο της πρωτεύουσας. Ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου πρόβαλε συμβολική αντίσταση, αλλά τελικά υποτάχθηκε στον Χιντεγιόσι.
Η πρώτη ενέργειά του ήταν να επιβάλει το σεβασμό στους άρχοντες που συνέχιζαν να τον θεωρούν απλά ένα πετυχημένο χωρικό. Παρόλο που δεν υπήρχε σογκούν στην εξουσία, ο Χιντεγιόσι δεν απέβλεπε σε μια τέτοια θέση, εφόσον μάλιστα δεν μπορούσε να προβάλει κάποιο δικαίωμα γι' αυτήν. Έτσι, νομιμοποίησε την εξουσία του παίρνοντας τον τίτλο του κανπάκου,[γ] ενός από τα ανώτερα τελετουργικά αξιώματα της αυτοκρατορικής αυλής. Οπλισμένος με αυτόν τον εντυπωσιακό τίτλο αύξησε σταδιακά την ισχύ του, συνδυάζοντας τη δύναμη με την πειθώ. Το 1591 απέσπασε όρκους νομιμοφροσύνης απ' όλους τους νταΐμιο της Ιαπωνίας.
Ακόμα και όταν ο Χιντεγιόσι είχε θέσει υπό έλεγχο ολόκληρη την Ιαπωνία, η αντίσταση προς το καθεστώς του συνεχιζόταν, καθώς κατά τα προηγούμενα χρόνια αναρχίας πολλοί χωρικοί συνήθισαν να μην πληρώνουν φόρους και να ζουν αυτόνομα. Οι διαμαρτυρίες τους καταπνίγηκαν το 1588, όταν διατάχθηκε η κατάσχεση όλων των όπλων των χωρικών και των μοναχών-πολεμιστών, που είχαν επιζήσει από τις σφαγές του Νομπουνάγκα. Μετά από το γεγονός αυτό, που ονομάστηκε "Κυνήγι των Σπαθιών", μονάχα οι σαμουράι μπορούσαν να φέρουν όπλα. Ο Χιντεγιόσι παρηγορούσε τους υπηκόους του, με την υπόσχεση ότι θα έλιωνε τα κατασχεθέντα σπαθιά για να κατασκευάσει ένα μεγάλο άγαλμα του Βούδα,[2] κάτι που όντως έγινε.
Παρακμή και θάνατος Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Χιντεγιόσι δεν ήταν ο πανούργος και συνετός στρατηγός που είχε ανέλθει στην εξουσία. Έχοντας προφανώς προσβληθεί από σύφιλη[ε][3] έβλεπε παντού εχθρούς και βασανιζόταν από το φόβο της προδοσίας. Διοχέτευσε όλη την ενεργητικότητά του στις εκστρατείες κατά της Κορέας, καθώς και στην αγάπη του για τον δευτερότοκο ανήλικο γιο του Χιντεγιόρι, τον οποίο προόριζε για διάδοχο.
Ο Σεν νο Ρικυού, ίσως ο σημαντικότερος δάσκαλος του τσαγιού στην ιαπωνική ιστορία, κατηγορήθηκε για προδοσία και εξωθήθηκε στο σεπούκου, το 1591.
Το 1595, ο ανιψιός του Χινεγιόσι, Τογιοτόμι Χιντετσούγκου, επίσης εξωθήθηκε στο σεπούκου, ενώ όσα μέλη της οικογένειάς του δεν τον ακολούθησαν, σφαγιάστηκαν στο Κυότο.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 1597, ο Χιντεγιόσι διέταξε τη θανάτωση 26 Χριστιανών, που έγιναν αργότερα γνωστοί ως οι "26 Μάρτυρες της Ιαπωνίας", για να παραδειγματίσει όσους ήθελαν ν' ασπαστούν το Χριστιανισμό. Ανάμεσά τους, εκτός των 16 προσήλυτων Γιαπωνέζων, υπήρξαν πέντε Ευρωπαίοι και ένας Μεξικανός Φραγκισκανοί, καθώς και τρεις Ιησουίτες Γιαπωνέζοι. Σταυρώθηκαν δημοσίως στο Ναγκασάκι.
Τον ίδιο χρόνο, έγινε μια δεύτερη εισβολή στην Κορέα και στάλθηκαν 141.100 στρατιώτες για αντίποινα. Μολονότι ο κορεατικός στρατός ήταν καλύτερα οπλισμένος και είχε ξανά ενισχύσεις από τους Μινγκ, το 1598 διαφαινόταν ιαπωνική νίκη. Το φθινόπωρο όμως, ο Χιντεγιόσι ήταν ετοιμοθάνατος. Στις τελευταίες διαυγείς στιγμές του, διόρισε τον Τοκουγκάβα Ιεγιάσου προστάτη του γιου του. Παράλληλα, όρισε ένα Συμβούλιο Προκρίτων, αποτελούμενο από τους πέντε ισχυρότερους νταΐμιο του, ώστε να ασκεί την εξουσία μέχρι να ενηλικιωθεί ο Χιντεγιόρι. Πέθανε στις 18 Σεπτεμβρίου 1598, κάτι που το συμβούλιο κράτησε μυστικό, ενώ έσπευσε να απομακρύνει το στρατό από την Κορέα και να συνάψει ειρήνη με την Κίνα. Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι πέθανε αφήνοντας την Ιαπωνία στα πρόθυρα ενός -σύντομου όπως θ' αποδεικνυόταν- πολέμου για την εξουσία, απ' τον οποίο νικητής θα έβγαινε ο Τοκουγκάβα Ιεγιάσου.
ΚληρονομιάΈργο Ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι άλλαξε άρδην το πρόσωπο της Ιαπωνίας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της ιδιοκτησίας γης, με στόχο να κάνει την Ιαπωνία μια χώρα σταθερή και να μειώσει στο ελάχιστο τις πιθανότητες εμφυλίου πολέμου ή ανταρσίας. Για το σκοπό αυτό, διέταξε την απογραφή των κτημάτων σε όλη την επικράτεια και επέβαλε ένα λογικό και ομοιόμορφο φορολογικό σύστημα.[2] Όσοι νταΐμιο έγιναν εκούσια υποτελείς του ανταμείφθηκαν με κτήματα, που όμως ήταν πάντοτε επισφαλή.
Παράλληλα, κατά τα χρόνια του Χιντεγιόσι προωθήθηκε το εμπόριο. Καταργήθηκαν οι συντεχνίες των πόλεων, που είχαν δημιουργήσει τοπικά μονοπώλια, ενώ ενθαρρύνθηκαν και ξένοι έμποροι. Πράγματι, στην Ιαπωνία κατέφτασαν Κινέζοι, Πορτογάλοι και Ισπανοί έμποροι.
Με την απαγόρευση της οπλοφορίας των απλών ανθρώπων, ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, άλλαξε την ιαπωνική κοινωνία. Καθιερώθηκε μια αυστηρά ιεραρχημένη κοινωνική δομή, η οποία κράτησε για 300 χρόνια. Το 1590 απαγόρευσε τη δουλεία, παρόλο που μορφές καταναγκαστικής εργασίας συνέχισαν να υπάρχουν.
Η προσπάθεια του Τογιοτόμι Χιντεγίοσι για μια βαθιά αλλαγή συνοψίζεται στην παρακάτω φράση του, που εμφανίζεται σε γράμμα προς τη σύζυγό του:
“ | Επιθυμώ να κάνω ένδοξες
πράξεις και είμαι έτοιμος για μια μακρά πολιορκία, με διατάξεις και
χρυσό και άργυρο σε αφθονία, έτσι ώστε να επιστρέψω θριαμβευτής και να
αφήσω ένα μεγάλο όνομα από πίσω μου. Επιθυμώ να το καταλάβετε και να το
πείτε σε όλους. |
” |
Κάστρο της Οσάκα
Το Κάστρο της Οσάκα που υπάρχει και είναι επισκέψιμο σήμερα, αποτελεί ανακατασκευή του αυθεντικού
Οι οχυρωματικοί τάφροι είχαν πλάτος σχεδόν 100 μέτρα.[1] Τα τείχη ήταν από συμπαγή λιθοδομή, ενώ οι πύλες τους είχαν ενισχυθεί με ογκόλιθους διαστάσεων 6 επί 9 μέτρα.[1] Στο κέντρο υψωνόταν ο οκταώροφος πύργος με τους ασπρισμένους τοίχους και τις χρυσές του στέγες.[1] Εκεί, μέσα στην πολυτέλεια, ζούσε ο Χιντεγιόσι, περιβαλλόμενος από λαμπρά τεχνουργήματα, σε δωμάτια των οποίων οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με χρυσάφι.[
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου