Σαπφώ, του Karl Agricola. |
Προς άμουση ποιήτρια
Νεκρή, θα κείτεσαι στο χώμα. Μνήμη
δική σου ο μέλλοντας καιρός δεν θα φυλάξει.
Στης Πιερίας τα ρόδα εσύ μερίδιο δεν έχεις.
Ανώνυμη θα τριγυρνάς και μες στον Άδη,
σαν θα πετάξεις στις αχνές σκιές των πεθαμένων.
Επιθαλάμιο
Έτσι και το γλυκόμηλο που ροδοκοκκινίζει
στην άκρη-άκρη το κλωνί, στο πιο ψηλό κλαράκι,
κι οι τρυγητές το ξέχασαν — όχι, δεν το ξεχάσαν:
μόνο που δεν μπορούσανε τόσο ψηλά να φτάσουν.
Ερωτική αντιζηλία
Μου φαίνεται ίσος με θεό πως είναι
κείνος ο άντρας που απέναντί σου
κάθεται, και που τη γλυκιά φωνή σου
σκύβει ν’ ακούσει
κι αυτό το γέλιο σου που ανάβει πόθους. Μα εμένα
μέσα στα στήθια σπαρταρά η καρδιά μου: λίγο
μονάχα αν σε κοιτάξω, τότε αμέσως
σβήνει η φωνή μου,
βουβαίνεται η γλώσσα τσακισμένη· νιώθω
κάτω απ’ το δέρμα μου μια σιγανή να τρέχει
φλόγα· τα μάτια μου δεν βλέπουν·
βουίζουνε τ’ αφτιά μου·
με περιλούζει κρύος ιδρώτας· με κυριεύει
ολόκληρη ένα τρέμουλο· στην όψη
γίνομαι πιο χλωρή κι απ’ το χορτάρι· λίγο ακόμα
και θα μου βγει η ψυχή, νομίζω.
Μα όλα πρέπει να τ’ αντέξω. . .
Προσευχή στην Αφροδίτη
Θεά που καθίζεις σε θρόνο περίτεχνο,
του Διός θυγατέρα, Αφροδίτη, που υφαίνεις πλεκτάνες,
σε ικετεύω, με πίκρες και βάσανα μην τυραννάς,
δέσποινα, την ψυχή μου,
αλλά εδώ φανερώσου, αν κι άλλοτε άκουσες
τη φωνή μου, κι ας ήσουν μακριά μου,
και το σπίτι τ’ ολόχρυσο του πατέρα σου άφησες
για νά ’ρθεις σε μένα.
Το αμάξι σου έζεψες, και σπουργίτια πανέμορφα
απ’ τα ουράνια σε φέρανε σχίζοντας
τον αιθέρα, με βία τις φτερούγες χτυπώντας επάνω
απ’ το μαύρο το χώμα,
κι έτσι φτάσαν αμέσως. Κι εσύ, παμμακάριστη,
μ’ ένα γέλιο ν’ ανθίζει στο αθάνατο
πρόσωπό σου, με ρώτησες σαν τι να ’παθα πάλι
και γιατί πάλι εδώ σε φωνάζω
και σαν τι λαχταρά η τρελή μου ψυχή να πετύχει.
«Ποιαν θέλεις να κάνω αυτή τη φορά
στην καρδιά της να σε καλωσορίσει; Σαπφώ μου,
ποια σ’ αδίκησε πάλι;
Κι αν φεύγει μακριά σου, σε λίγο θα σε κυνηγήσει·
αν τα δώρα σου δεν καταδέχεται, ωστόσο
θα σου δώσει δικά της· κι αν δεν σ’ αγαπάει, σε λίγο
κι άθελά της θα σε αγαπήσει.»
Ω έλα και τώρα, θεά, λύτρωσέ με απ’ τις έγνοιες
τις σκληρότατες· κι όσα η ψυχή μου
λαχταρά να γινούν, κάμε συ ν’ αληθέψουν· και στάσου
στο πλάι μου σύμμαχος. Έλα!
Μετάφραση: Βάιος Λιαπής.
===============
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ |
Στη φίλη μου
Ὅλα τὰ ἄνθη τ᾿ ἀγαπῶ
μεθῶ στὸ ἄρωμά των
τὸ βλέμμα νὰ βυθίζεται
ποθῶ στὰ χρώματά των.
Ὑπάρχει ὅμως ἓν λεπτὸν
πολὺ εὐῶδες ἄνθος
ποὺ δὲν μαραίνεται ποτὲ
καὶ τ᾿ ἀγαπῶ μὲ πάθος.
Αὐτὸ δὲ θάλλει στοὺς ἀγροὺς
στοὺς κήπους δὲν ὑπάρχει
καὶ τὰ ἁβρά του πέταλα
ὁ ἥλιος δὲν θάλπει.
Ἔδαφος ἔχει δι᾿ αὐτὸ ἡ τρυφερὰ καρδία
μὲ θέρμη ἀπαράμιλλον καὶ λέγεται Φιλία!
====================
Θέλω να γράψω ένα ποίημα. Κατερίνα Αγγελάκη- Ρούκ
Θέλω να γράψω ένα ποίημα.
αυτή που δεν έζησε ποτέ κανείς
αφού ο καθένας
στη δική του βρέθηκε φυλακισμένος
αιώνες τεντώνοντας τα χέρια προς τα έξω.
Την πραγματικότητα
που ίσως γνωρίζουν οι πεθαμένοι
εκεί στις βαθιές χαράδρες
της ανυπαρξίας
όπου κανένα σαρκικό παραμύθι
δεν πείθει
κι άχρωμα μούρα
πέφτουν σ’ αναίσθητα σώματα.
Την πραγματικότητα
που αν σ’ άγγιζε ποτέ
θ’ αναγνώριζες αμέσως σαν τη μόνη αλήθεια
έξω απ’ της δικής σου επιβίωσης
τις φαντασιώσεις.
Θα ’ταν ζεστή άραγε, θα ’χε του πελάγου τη μυρωδιά
ή αμετάκλητη χωρίς να δωρίζει
ούτε μια ώρα προθεσμία;
Θα ’θελα να γράψω ένα ποίημα
για μια πραγματικότητα
που δεν θα με είχε περιλάβει
αλλά τρομάζουν οι στίχοι…
Ούτε το σκέφτονται
ούτε προσπαθούν.
Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα.
Πηγή: https://thepoetsiloved.wordpress.com/
================================
Η θάλασσα του Σκαραμαγκά είναι δεμένη,
πηχτή. Από τα πετρελαιοφόρα
βγαίνει μαύρος καπνός ακινησίας.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Η διαδρομή ξεχειλώνει κρεμασμένη στο βλέμμα.
Λερώνει τους απάνω δρόμους ένα βρώμικο σύννεφο,
η καθαρή ψυχή κάτω αναβάλλεται πάλι.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Το άλογο θα μείνει δεμένο στο δέντρο.
Στο μυαλό μου πολλοί τέτοιοι κόμποι,
πολλά τέτοια δεσίματα.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
Στου αυτοκινήτου τον καθρέφτη
κοιτάζεται ένα ξεροπήγαδο.
Στη γη εδώ – εκεί κάτι φρεσκοσκαμμένο.
Η ίδια φροντίδα
για τους νεκρούς και για τους σπόρους.
Η γη αναρριγεί.
Ας πούμε πως υπάρχεις.
φθινόπωρο,
σ’ έναν άνεμο ράθυμο κάθισε
και μ’ ακολούθησε επίμονα.
Το πήρα
και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αντίγραφο,
ίσως σαν ένα «ευχαριστώ»
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο...
Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετεινές προθέσεις σου
απέναντί μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου