4.2.25

Πιέρ ντε Ρονσάρ, Ιοσίφ Μπρόντσκι , Τζων Μίλτον, Άλφρεντ Τένισον.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα και καλή τύχη στους κατοίκους της Σαντορίνης, της Αμοργού και των υπολοίπων νησιών που κινδυνεύουν από έναν σεισμό. Ας ευχηθούμε να μην συμβεί το χειρότερο σενάριο. Επίσης σας εύχομαι καλές ακροάσεις σ' αυτά που σας έστειλα, pondcast και από τις εκπομπές του κ. Δαυίδ Ναχμία με τίτλο Τιμής Ένεκεν. Ας πάμε τώρα στο τραγικό θέμα των Τεμπών, η συγκέντρωση στο Σύνταγμα και στις άλλες πόλεις της Ελλάδας και πόλεων του εξωτερικού ήταν μεγαλειώδεις. Ακόμα και οι πλέον αισιόδοξοι δεν περίμεναν τόσο πολύ κόσμο. Αυτός ο κόσμος που κατέβηκε στους δρόμους και τις πλατείες δεν κατέβηκε για κάποιο κόμμα, κατέβηκε γιατί ένιωθε και νιώθει πως δεν θα αποδοθεί δικαιοσύνη αφού μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει από την πολιτεία τα δέοντα. Η δικαιοσύνη πως είναι δυνατόν να κρίνει δίκαια αφού δεν της έχουν προσκομίσει όλα τα στοιχεία; και μάλιστα αυτά που υπάρχουν τα έχουν αναδείξει οι συγγενείς των θυμάτων; Και το χειρότερο, σαν κερασάκι στην τούρτα βγήκε ο πρωθυπουργός και τι μας είπε; έκανα λάθος γιατί είχα λάθος πληροφόρηση! Κι αν έχετε κύριε Πρωθυπουργέ λάθος πληροφόρηση αύριο για κάποιο εθνικό θέμα θα μας πάρετε στον λαιμό σας;  Τί να πώ; Δεν είναι σοβαρά θέματα αυτά. Ας πάμε τώρα στο θέμα μας, σας εύχομαι καλή ανάγνωση.


Εάν μπορούσαμε το θάνατο να λαδώσουμε
Και τις ημέρες μας να παρατείνουμε με λεφτά
Τότε θα είχε νόημα τη ζωή να σκοτώσουμε,
Κυνηγώντας πλούτη, μουλωχτά.
Να έχει η ζωή με τη μοίρα την ίδια διαδρομή,
Και να πετάνε όσο θέλουν πάνω απ’ το χώμα,
Κι ο θάνατος, έστω και με πληρωμή,
Να μην παίρνει το πνεύμα απ’ το σώμα.
Μα δεν έχει το χρήμα αυτήν την ισχύ,
Και ούτε μια ώρα ζωής αγοράζεις.
Ποιο είναι το νόημα, και ποια η αρχή,
Αυτά τα παλιοπράματα να στοιβάζεις;
Όχι! Καλύτερα του βιβλίου τα πνευματικά ύψη,
Παρά το χρήμα, που μας αρρωσταίνει.
Απ’ τα βιβλία, κατανικώντας τη σήψη,
Η δεύτερη ζωή του ποιητή ανασταίνει.

Ιοσήφ Μπρόντσκι 

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΝ ΤΗΛΕΜΑΧΟ


Τηλέμαχέ μου,
ο τρωικός πόλεμος
τέλειωσε. Ποιος νίκησε – δε θυμούμαι.
Θα πρέπει να ΄ναι οι Έλληνες : Τόσους νεκρούς
ν΄ αφήσουνε στα ξένα μόνο οι Έλληνες μπορούν…

Ωστόσο της επιστροφής στην πατρίδα
ο δρόμος στάθηκε πολύ μακρύς,
σάμπως ο Ποσειδώνας, όσο εμείς εκεί
χάναμε το χρόνο μας, επέκτεινε το χώρο.

Δε γνωρίζω το που βρίσκομαι,
τι βρίσκεται μπροστά μου. Κάποιο βρόμικο νησί,
θάμνοι, χτίσματα, γρούξιμο χοίρων,
πυκνοβλαστημένος κήπος, κάποια βασίλισσα,
χόρτα και πέτρες… 

Γλυκέ Τηλέμαχε,
όλα τα νησιά μοιάζουνε μεταξύ τους
όταν ταξιδεύεις καιρό πολύ και το μυαλό
αρχίζει να ξεχνά, τα κύματα μετρώντας,
το μάτι ενοχλημένο απ΄ τον ορίζοντα, δακρύζει
κι η σάρκα του νερού φράζει την ακοή.

Δε θυμάμαι, πώς τέλειωσε ο πόλεμος
και πόσων χρόνων είσαι τώρα δε θυμάμαι.
Μεγάλωνε, Τηλέμαχέ μου, μεγάλωνε.
Μόνο οι θεοί γνωρίζουν αν ποτέ θα ιδωθούμε.


Δεν είσαι πια εκείνο το παιδί
που μπροστά του τους ταύρους συγκρατούσα.
Αν δεν ήτανε ο Παλαμήδης, θα ζούσαμε μαζί.
Όμως μπορεί και να ΄χε δίκιο. Χωρίς εμένα
από τα Οιδιπόδεια πάθη γλίτωσες,
κι είναι Τηλέμαχέ μου, αθώα τα όνειρά σου.

1972
Μετάφραση : Γιώργος Μολέσκης.
=====================
ΙΘΑΚΗ

Να επιστρέφεις εδώ, είκοσι χρόνια μετά,
να ψάχνεις το χνάρι σου στην άμμο με πόδια γυμνά.
Κι όταν το γάβγισμα του σκύλου σ΄ όλο το μόλο αντηχεί,
να μην πεις πως χαίρεται, αλλά πως έχει εξαγριωθεί.

Τα καταϊδρωμένα σου κουρέλια πέτα απ΄ το κορμί,
η δούλα είναι νεκρή ν΄ αναγνωρίσει την ουλή.
Κι αυτήν , που όπως λένε, σε πρόσμενε πιστή,
δεν τη βρίσκεις πουθενά, γιατί σ΄ όλους έχει δοθεί.

Ο γιος σου μεγάλωσε, βγήκε στη θάλασσα κι αυτός,
και σε κοιτάζει σάμπως να ΄σαι ένας απόκληρος.
Τη γλώσσα που γύρω σου μιλούν και να μπορείς
να καταλάβεις, άδικος κόπος να προσπαθείς.

Είτε το μάτι σου γεμάτο απ΄ το γαλάζιο, είτε σε νησί
λάθος έχεις φτάσει, είναι το βλέμμα σου όλο αποστροφή:
Ένα κομμάτι γης, που το κύμα θα χτυπήσει
να το κάνει δεν μπορεί τον ορίζοντα να λησμονήσει.
1993
Μετάφραση : Γιώργος Μολέσκης.
=====================

ΤΖΟΝ ΜΙΛΤΟΝ

Αυτή μου έδωσε τον απαγορευμένο καρπό κι εγώ τον έφαγα.

Αυτός που ελεύθερα διακηρύσσει πως το έργο σου είναι καλό και δεν φοβάται να δηλώσει ότι μπορούσε να ήταν και καλύτερο, σου δίνει την καλύτερη απόδειξη της πίστης και της φιλίας προς εσένα.
Η αλήθεια είναι τόσο αδύνατο να βρωμιστεί από ακάθαρτα χέρια, όσο και η ηλιαχτίδα.
Η ειρήνη έχει τις δικές της νίκες, όχι λιγότερο δοξασμένες απ' αυτές του πολέμου.
Η εμπιστοσύνη μεταδίδει ένα θαυματουργό αίσθημα. Δημιουργεί το αίσθημα της ασφάλειας, την άγνοια του κινδύνου και την τάση για ευγενικές προσπάθειες.
Η ματιά των γυναικών εκφράζει ό,τι αποσιωπά η γλώσσα.
Η νευρική γυναίκα μοιάζει σαν πηγή θολή, γεμάτη λάσπες, βρωμερή και άθλια στην όψη.
Η παιδική ηλικία δείχνει τον άνθρωπο, όπως το πρωί τη μέρα.
Η σκέψη πως μπορείς να εκδικηθείς, φέρνει γλυκιά ικανοποίηση, πικραίνεσαι όμως ύστερα από λίγο, μόλις σκεφτείς πως μπορεί να σου την ανταποδώσουν με αντεκδίκηση.
Μία γλώσσα είναι αρκετή για τη γυναίκα.
Σε μια κοινωνία χωρίς ισότητα, τι αρμονία αλήθεια και ομορφιά μπορεί να επικρατήσει;
Τι άλλον μπορούν οι πόλεμοι, παρά αδιάκοπους πολέμους να γεννήσουν;

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ του Τένισον περιέχεται στη συλλογή του Ποιήματα (1842), που είναι επηρεασμένη από το κλίμα του ρομαντισμού. Ο Άγγλος ποιητής βασίστηκε σε κάποια μεθομηρική παράδοση σχετικά με τη ζωή του Οδυσσέα, που την ακολούθησαν οι συγγραφείς Πλίνιος, Σολίνο και Δάντης. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή ο Οδυσσέας μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη ρίχτηκε σε νέες περιπέτειες. Συγκέντρωσε τους συντρόφους του που απόμειναν, αρμάτωσε ένα καράβι και ξεκίνησε πλέοντας προς τη Δύση. Αφού πέρασαν το Γιβραλτάρ, έπλεαν δυτικότερα στον ωκεανό ως τη στιγμή που ένας ανεμοσίφουνας άρπαξε και βούλιαξε το καράβι πνίγοντας όλο το πλήρωμα. Παραθέτουμε από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη λίγους στίχους, όπου ο Οδυσσέας εμψυχώνει τους συντρόφους του να συνεχίσουν το ταξίδι, για να δούμε τη βασική πηγή της έμπνευσης του Τένισον:

— Αδέλφια μου, που από εκατό
κιντύνους, κράζω, φτάσατε στη δύση
στην τόσο πια μικρή που μένει αγρύπνια
του νου και του κορμιού, μην αρνηθείτε,
τον ήλιο ακολουθώντας, να γνωρίστε,
στα πέρατα, τη γης χωρίς ανθρώπους.
Το ευγενικό σας σπέρμα μην προδώστε·
σεις δεν πλαστήκατε σα ζα να ζείτε,
μα γνώση κι αρετή ν' ακολουθάτε!
(Κόλαση, Άσμα ΚΣΤ΄, στ. 112-120, μτφρ. Ν. Καζαντζακη)

Το ποίημα του Τένισον έχει τη μορφή ενός μονολόγου του Οδυσσέα. Ο ήρωας έχει επιστρέψει στην Ιθάκη, αλλά η πατρίδα του δεν μπορεί πια να τον κρατήσει. Οραματίζεται, στα λίγα χρόνια που του απομένουν ακόμη να ζήσει, καινούριες περιπέτειες και εμπειρίες.
Τι αξίζει, αν στην ατάραχη γωνιά μου
σαν οκνός βασιλιάς στέκω στο πλάγι
γριάς συντρόφισσας και σωστά μοιράζω
το δίκιο στους ανίδεους ανθρώπους,
5
που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν! Δεν μπορώ να πάψω
να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια·
θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Εχάρηκα πολλά, πολλά έχω πάθει
10
μονάχος μου ή με όσους μ' αγαπούσαν
πότε σε ξένη γη, πότε στα μάκρη
σκοτεινού πολυκύμαντου πελάγου.
Τ' όνομά μου εδιαλάλησεν η φήμη
κι η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
15
πάντα γρικάει κι ας έμαθα κι ας είδα
σε άλλες χώρες πώς ζουν, πώς κυβερνάνε.
Κι εγώ στερνός δεν είμαι, αφού με σέβας
με δέχτηκαν παντού κι έχω γνωρίσει
της μάχης το μεθύσι, πολεμώντας
20
με τους όμοιους μου μόνο μες στους κάμπους
τους βοερούς κι ανεμόδαρτους της Τροίας.
Κι είμαι εγώ καθετί που μου 'χει τύχει,
κι ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω τώρα μοιάζει
με αψιδωτή στοά, που ανάμεσό της
25
φαίνεται κόσμος άγνωστος, μα πάντα
σαν σιμώσω τα σύνορα ξεφεύγουν...
Είναι άγνωμος ο πόθος που γυρεύει
να βρει τέλος κι ανάπαψη σαν όπλο,
που δεν αστράφτει πλια κι απορριγμένο
30
σκουριάζει. Όχι, δε ζει όποιος αναπνέει
μονάχα. Δεν αξίζει στριμωγμένοι
οι άνθρωποι να 'ναι ο ένας κοντά στον άλλο.
Κι αν τώρα ζωή λίγη μου απομένει,
μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
35
απ' την αιώνια τη σιγή ν' αρπάξεις,
πολλά πράγματα νέα θα ιδείς, θα μάθεις!...
Θα ήμουν δειλός, αν ήθελα για λίγο
καιρό, που ακόμα θα χαρώ τον ήλιο,
προσεχτικά να ζήσω μετρημένα,
40
αφού ο πόθος φλογίζει την ψυχή μου
ν' ακλουθήσω τη γνώση σαν αστέρι
πέρα απ' τα ουράνια, εκεί που ο νους δε φτάνει.
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
τώρα στο γιο μου, τον αγαπημένο
45
Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
με φρόνηση σιγά σιγά ημερώνει
τ' άγριο πλήθος, γλυκότροπα του δείχνει
εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Κι είναι άσπιλος, πιστός στο κοινό χρέος
50
και στο στήθος θερμήν αγάπη κρύβει,
τους θεούς, που πιστεύουμε, λατρεύει
κι εγώ σαν φύγω μένει αυτός. Κι οι δυο μας
κάνουμε το έργο, που ποθεί η ψυχή μας.
Στο λιμάνι εκεί κάτου το καράβι
55
με πανιά φουσκωμένα περιμένει...
κι η θάλασσα η πλατιά πέρα μαυρίζει...
Ω ναύτες, που με ανδρεία ψυχή μαζί μου
στις έγνοιες, στους αγώνες και στους κόπους
δειχτήκατε με χαμόγελο πάντα,
60
μ' ελεύθερη καρδιά και περηφάνια,
κι αν έλαμπαν τα ουράνια ή κι αν βροντούσαν
είμαστε γέροι, αλλά δεν απολείπουν
από τα γερατειά το χρέος και η δόξα.
Όλα τα κόβει ο θάνατος. Μα τώρα,
65
πριν φτάσει εμείς να κάμουμε μπορούμε,
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων,
που ακόμη και στους θεούς αντισταθήκαν.
Στους βράχους φέγγουν λύχνοι από τα σπίτια,
η μέρα σβει και το φεγγάρι βγαίνει
70
κι ολόγυρα μυριόφωνο μουγκρίζει
το πέλαγος. Ελάτε, ω φίλοι, τώρα
δεν είναι αργά για κείνους που ζητούνε
νέους κόσμους. Σπρώχτε, σύντροφοι, το πλοίο
στ' ανοιχτά και καθίστε στην αράδα.
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου