Φίλες και Φίλοι καλησπέρα, μία φωτογραφία από το 1975; 1976; στάθηκε η αφορμή ώστε να επαναφέρω στη μνήμη μου την πιο κάτω ιστορία. Η φωτογραφία είναι στο υπασπιστήριο του Α' ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ που τότε ήταν στην Κοζάνη. Μία φωτογραφία χίλιες λέξεις που λέει και ο σοφός Διδάσκαλος, χάρη λοιπόν σ' αυτή τη φωτογραφία έκανα ένα υπέροχο ταξίδι στα συρτάρια της μνήμης κι εκεί βρήκα ξανά, Υπέροχους φίλους από την εποχή της θητείας μου. Μιας θητείας που τότε κρατούσε από 28 μήνες έως 32 χωρίς παράπτωμα, όταν σκέφτομαι τους 9 μήνες της σημερινής θητείας αναρωτιέμαι αν τα σημερινά παιδιά θα άντεχαν ή θα είχαμε ομαδικές αυτοκτονίες. Είχε και τα καλά της εκείνη η περίοδος, μας έδινε τον χρόνο να κτίσουμε υπέροχες και διαχρονικές φιλίες. Παναγιώτης, Ντίνος, Μανδραγόρας, Εμιρζάς, Γράβας, Γιάννης, Τρισμπιώτης είναι μερικοί φίλοι από εκείνη την εποχή. Δυστυχώς οι δύο εξ αυτών μας έχουν αποχαιρετήσει. Διαβάστε λοιπόν την ιστορία του λευκώματος. Ήταν το 2020 που συνέβη το γεγονός. Φίλες και φίλοι, αγαπητοί σύντροφοι της τέχνης και της ζωής· ζωγράφοι και ποιητές, περιπατητές και επικούρειοι, νεφελοταξιδευτές, οραματιστές και ουτοπιστές, καλή Ανάγνωση.
ΚΟΖΑΝΗ 1976
Η Ιστορία του Λευκώματος.
Την αφιερώνω στους φίλους του ιστολογίου, στους παλιούς, στους νέους, σε όσους το ταξίδι της ζωής το μοιράζονται με περιέργεια και ανοιχτή καρδιά· στη Γιώτα, στον Διδάσκαλο, στον Παπαγιώργη, στον πατέρα Ευθύμιο, στον καθηγητή Σεχίδη, στον Κώστα, στην Αλέκα, στην πανίσχυρη γραμματέα, στον Ηλία, στην Διοτίμα, στην Ελένη της Γερμανίας, στη Βάσω και στον Γιάννη, και στη Γοργόνα, την καθηγήτρια που μου είπε ένα πρωί, χαμογελώντας μέσα από το τηλέφωνο:«Πέπο, στας Σέρρας έχεις γίνει διάσημος. Τα κείμενά σου τα συζητώ με τα παιδιά στην τάξη».
Και κάπως έτσι ξεκινά αυτό το παράξενο, σχεδόν μεταφυσικό ταξίδι.
Το εύρημα
Από χρόνια περιδιάβαινα τα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Αναζητούσα γκραβούρες με σκηνές από την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, την παλιά Αθήνα.
Οι παλαιοπώλες με είχαν μάθει πια· ήξεραν τη μανία μου για την τέχνη και τα παλιά χαρτιά.
Ένα μεσημέρι, ο φίλος μου ο παλαιοπώλης μού πρότεινε να δω κάποια παλιά ημερολόγια, λευκώματα ξεχασμένων κοριτσιών. Δεν έδωσα σημασία. Την επόμενη φορά όμως επέμεινε, και σχεδόν για να του κάνω το χατίρι άρχισα να τα ξεφυλλίζω.
Ένα από αυτά είχε κάτι το ιδιαίτερο.
«Κοίτα τα γράμματα και τις ζωγραφιές», μου είπε ο Παλαιοπώλης.
Το άγγιξα – και ήταν σαν να πέρασε μέσα μου ένας μικρός ηλεκτρισμός. Μια λεπτή καλλιγραφία, σχέδια ευαίσθητα, στολισμένα με χρώματα που έμοιαζαν να ανασαίνουν. Χωρίς να το ξέρω ακόμη, είχα ήδη δεθεί μαζί του.
Ο παλαιοπώλης αρνήθηκε να πάρει χρήματα.
«Δώρο», μου είπε. «Εσύ θα το εκτιμήσεις όσο κανείς».
Το πήρα σπίτι· κι όταν το ξεφύλλισα προσεκτικά, είδα την υπογραφή:
Αμαρυλλίδα.
Και τότε κάτι μέσα μου ράγισε γλυκά.
Το όνομα αυτό – σαν άρωμα από αρχαία νύμφη, σαν ψίθυρος μέσα από δάσος φωτεινό – έβαλε φωτιά στη φαντασία μου. Ένιωσα μια απόκοσμη ανάγκη να γνωρίσω την κοπέλα που δημιούργησε αυτόν τον μικρό θησαυρό. Ήξερα όμως καλά: τα κορίτσια στα λευκώματα υπέγραφαν πάντα με ψευδώνυμο. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η ΟΚΡΑ ώστε να με βοηθούσε το αρμόδιο τμήμα να βρώ την κοπέλα, η ΟΚΡΑ δεν υπήρχε αλλά υπήρχαν οι οιωνοί που λέει και ο σοφός Γεώργιος.
Κανένα ίχνος, κανένας δρόμος για αναζήτηση.
Το λεύκωμα έγινε σύντομα κάτι παραπάνω από αντικείμενο. Ήταν ένας ψίθυρος από έναν άγνωστο κόσμο.
Η επιβεβαίωση των ειδικών
Η απορία μου για το πώς βρέθηκε στα χέρια του παλαιοπώλη έμεινε άλυτη· και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι.
Κάποια στιγμή έδειξα το λεύκωμα στον κορυφαίο φιλόλογο και συγγραφέα Ηλία Γιαννακόπουλο.
Το κράτησε στα χέρια του όπως κρατά κανείς ένα σπάνιο χειρόγραφο.
«Πέπο», μου είπε, «αυτό είναι θησαυρός».
Κι όταν ο Ηλίας Γιαννακόπουλος δίνει τέτοια κρίση, δεν έχεις λόγο να αμφιβάλλεις.
Για τις ζωγραφιές απευθύνθηκα στην Αφροδίτη της Πιάλειας, τη διεθνούς φήμης ζωγράφο.
Έμεινε σιωπηλή, με το βλέμμα καρφωμένο στις σελίδες.
«Επίκουρε… κρατάς κάτι μοναδικό».
Σαν να ζωντάνευε μπροστά της ένα παρελθόν που είχε χαθεί.
Το όνομα που μεγάλωνε μέσα μου
Τόσο που μια μέρα, πρότεινα στον φίλο μου τον Λευτέρη να δώσει αυτό το όνομα στην κόρη του. Εκείνος και η Βασιλική συμφώνησαν. Μα την ημέρα της βάφτισης, ο παπάς – σαν να έπαιζε κι αυτός ρόλο στο μυστήριο – άλλαξε την ιστορία και έδωσε το όνομα Μαρίλια.
Κάπως έτσι τελείωσε το πρώτο μέρος της περιπέτειας.
Ποια ήταν η Αμαρυλλίδα; Πόσο χρονών θα ήταν σήμερα;
Και μετά ήρθε εκείνο το καλοκαίρι.
Το ταξίδι στη Νάουσα – και η μοίρα που καραδοκούσε
Στα μέσα Αυγούστου μας επισκέφθηκε στο χωριό ο Δήμαρχος Μανδραγόρας με την ψαροντουφεκού σύζυγό του. Αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μαζί στον Άη Νικόλα της Νάουσας, ο Μανδραγόρας αν και νησιώτης, με καταγωγή από την Μυτιλήνη, προτιμάει τη Νάουσα από τον Μόλυβο!! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Εννοείται πως τους έδειξα κι αυτούς το λεύκωμα της Αμαρυλλίδας, και η πρώτη τους αντίδραση ήταν η κλασική: ενθουσιασμός και απορία για το πώς κατέληξε αυτό το υπέροχο λεύκωμα στο παλαιοπωλείο.
«Επίκουρε, πρέπει να ψάξεις να βρεις αυτήν την κοπέλα· θα είναι σημαντικό να της το παραδώσεις είπε η Νίκη».
Όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνοι εύχονταν να ήταν καλά στην υγεία της και να μπορούσα, με κάποιον μαγικό τρόπο, να τη βρω.
Εκείνο το ταξίδι στη Νάουσα έκρυβε τελικά πολλές χαρές και όμορφες εκπλήξεις.
Στη Σιάτιστα συναντήσαμε την αγαπημένη μας Στέλλα, φίλη από την εποχή του Μακρυγιάννη. Τότε ήταν φοιτήτρια· σήμερα είναι καθηγήτρια στη Σιάτιστα.
Στην Κοζάνη συναντήσαμε τον φίλο μας τον Γιάννη, φίλο από την εποχή της θητείας στο Α’ Σώμα Στρατού.
Στο πάρκο του Άη Νικόλα συναντήσαμε τη Μνημοσύνη, η οποία μας ξενάγησε στο πάρκο και ζήσαμε μαζί της μαγικές στιγμές.
Στη Βέροια συναντήσαμε τον στρατόφιλο Ντίνο Ράπτη, εκπληκτικό και διαχρονικό φίλο, και εξαιρετικό άνθρωπο.
Στην επιστροφή σταματήσαμε στο Βαρικό, όπου η Λένα – η σύζυγος του Γιάννη – μας υποδέχθηκε με απλόχερη φιλοξενία. Δεν γνωριζόμασταν καλά, μα ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που νιώθεις πως τους ξέρεις από παλιά.
Ευχαριστήσαμε την Λένα και επειδή δεν είχαμε αρκετό χρόνο ανανεώσαμε το ραντεβού για μια νέα συνάντηση στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι, όπου θα ερχόταν μαζί με τον Γιάννη.
Πράγματι, αυτό συνέβη στα τέλη Αυγούστου. Η Λένα είχε ακούσει και διαβάσει πάρα πολλά θετικά σχόλια για το Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι από τις δύο εγγονές της, που σπουδάζουν στην όμορφη πόλη των Τρικάλων, και θεώρησε πως ήταν μοναδική ευκαιρία να το επισκεφθεί.
Και όταν κάτι το θέλουμε πάρα πολύ, υπάρχουν στο σύμπαν αόρατες δυνάμεις που, αν είναι δίκαιο αυτό που θέλουμε, μας βοηθούν να το πραγματποιήσουμε, αυτό συνέβη και αυτή γη φορά.
Σαν ψέμα μού φαινόταν πως θα υποδεχόμουν στο Μαγευτικό τον φίλο μου τον Γιάννη και τη σύζυγό του.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
1976–2020.
42 χρόνια μετά…
Υποδεχθήκαμε τους φίλους με μεγάλη χαρά και το βράδυ συμφάγαμε στη διεθνούς φήμης ταβέρνα που υπάρχει στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι «Τα Χασαπάκια».
Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, το φεγγάρι λαμπερό και στολισμένο μας περίμενε πάνω από την «αυλή των θαυμάτων».
Καθίσαμε και, πίνοντας λίγο οίνο που είχα προμηθευτεί από τον κορυφαίο κρασοπαραγωγό Θανάση Τρικαλιώτη, αρχίσαμε να λέμε πολλά και διάφορα, κουβέντες ατελείωτες. Οι γυναίκες τα δικά τους, κι εμείς τα δικά μας.
Και τότε…
Έφτασε η στιγμή που η μοίρα άνοιξε την πόρτα της.
Η εξομολόγηση της Λένας
Μιλούσα με τον Γιάννη όταν άκουσα τυχαία τη λέξη «λεύκωμα».
Νόμιζα πως η Λαμπρινή διηγούνταν τη δική μας ιστορία.
Μα πριν προλάβω να μιλήσω, μου είπε:
«Επίκουρε, άκου τι λέει η Λένα…»
Η Λένα άρχισε να διηγείται στην Λαμπρινή την ιστορία του δικού της λευκώματος, που είχε χαθεί όταν ήταν μαθήτρια γυμνασίου.
«Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, όπως όλα τα κορίτσια, έτσι κι εγώ κρατούσα ημερολόγιο–λεύκωμα.
Είχα μια πολύ καλή φίλη· μοιραζόμασταν τα πάντα. Εκείνη γνώριζε τι έγραφα εγώ στο δικό μου λεύκωμα, κι εγώ τι έγραφε εκείνη στο δικό της.
Με τον καιρό άρχισα να διακρίνω στη φίλη μου κάποια σημάδια ζήλιας. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τον λόγο. Από κοινή μας φίλη έμαθα πως ο λόγος ήταν καλλιτεχνικός: ζήλευε που το δικό μου λεύκωμα ήταν καλύτερα στολισμένο με εικόνες. Τα δικά της γράμματα ήταν πιο καλλιγραφικά, αλλά υστερούσε στη ζωγραφική.
Μια μέρα, μετά από μια μονοήμερη εκδρομή, διαπίστωσα πως δεν έβρισκα το λεύκωμά μου. Ρώτησα την Κατερίνα και τα άλλα κορίτσια, αλλά όλες απάντησαν αρνητικά.
Όσο περνούσαν οι μέρες, η ελπίδα να το βρω χανόταν. Ήμουν απογοητευμένη. Ήταν κομμάτι της ζωής μου. Πέρασα μεγάλη στενοχώρια. Τόσο, που ενώ ήμουν άριστη μαθήτρια, εκείνη τη χρονιά είχα μεγάλη πτώση.
Ποτέ δεν μπόρεσα να ξεχάσω την απώλεια εκείνου του λευκώματος. Με βασάνιζαν δύο σκέψεις:
Α) το έχασα από αμέλειά μου;
Β) μου το έκλεψαν;
Όταν κατέληγα στη δεύτερη σκέψη, το μυαλό μου πήγαινε αυτόματα στην Κατερίνα. Προσπαθούσα όμως να διώξω αυτή τη σκέψη, γιατί δεν είχα αποδείξεις.
Εντωμεταξύ εγώ, [Επ'ικουρος] και η Λαμπρινή είχαμε παγώσει.
Η δική μου καρδιά χτυπούσε σαν τύμπανο ίσως τότε να απέκτησα την κολπική μαρμαρυγή.
Και τότε ρώτησα, σχεδόν ψιθυριστά, με φωνή που δεν αναγνώριζα:
«Λένα… με ποιο ψευδώνυμο υπέγραφες;»
Κι εκείνη είπε:
«Με το όνομα Αμαρυλλίδα».
Η στιγμή πάγωσε.
Ο αέρας λες και σταμάτησε να φυσά.
Για μερικά δευτερόλεπτα, ήμασταν όλοι ακίνητοι – σαν να στεκόμασταν μπροστά σε αποκάλυψη.
Η επιστροφή της Αμαρυλλίδας.
Παρακάλεσα τους φίλους μας να μας ακολουθήσουν στον Ξενώνα όπου είχαμε την βιβλιοθήκη.
Τα χέρια μου έτρεμαν όταν τράβηξα το λεύκωμα από το ράφι.
Όταν η Λένα – η Αμαρυλλίδα της νιότης – το αντίκρισε, η ψυχή της άνοιξε σαν ρόδο που αναγνωρίζει τον ήλιο του.
Γονάτισε σχεδόν από τη συγκίνηση· ευτυχώς που πρόλαβε ο Γιάννης να την κρατήσει.
Τα μάτια της πλημμύρισαν.
Άγγιξε το εξώφυλλο όπως αγγίζει κανείς παιδί που νόμιζε χαμένο.
Κι η φωνή της έσπασε:
«Σήμερα ξαναβρήκα το τρίτο μου παιδί…»
Κι έτσι, εκεί, σε μια μικρή βιβλιοθήκη στο Μαγευτικό Γοργογύρι, με έναν μαγικό τρόπο αποκαταστάθηκε η τάξη του κόσμου.
Σαν να είχε συνωμοτήσει ο χρόνος – κι η μοίρα μαζί του – για να επιστρέψει η Αμαρυλλίδα στο φως.
Επίλογος
Αργότερα, όταν η Λένα συναντήθηκε με την Κατερίνα, η παλιά της φίλη λύγισε και ζήτησε συγγνώμη.
Ομολόγησε πως εκείνη το είχε πάρει – μα δεν ήξερε πώς έφτασε στο παλαιοπωλείο.
Κάποιο αγόρι, κάποια σχέση, κάποια στιγμή… και το λεύκωμα χάθηκε από τα χέρια της.
Όμως τώρα, μετά από δεκαετίες, είχε επιστρέψει.
Στο Μαγευτικό, Υπέροχο και Πανέμορφο Γοργογύρι συμβαίνουν όντως πράγματα που μοιάζουν μαγικά.
Κι η Λένα – η Αμαρυλλίδα – κρατάει πλέον περισσότερο στην αγκαλιά της το λεύκωμα παρά τον Γιάννη.
Ελπίζω μόνο να μην το ξαναχάσει.
Γιατί οι ιστορίες που έχουν ήδη γραφτεί από τη μοίρα δεν πρέπει να επαναληφθούν.
Σας ευχαριστώ που διαβάσατε τούτη την ιστορία.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση, Επίκουρος ο Γοργογυραίος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου