ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Το ρόδο, το κρίνο, τον ήλιο, τ' αηδόνι/
Με πόθο αγαπούσα που εντός μας φουντώνει/
Τώρα πια δεν τ' αγαπώ, γιατί ανήκει η καρδιά μου/
Στη Μία, τη γλυκιά κοπέλα των ονείρων μου
την μελιστάλαχτη Δολέντσια/
Αυτή είν' η πηγή κάθε αγάπης η μόνη/
Και ρόδο και κρίνο και ήλιος κι αηδόνι.
Σηκώθηκε ψηλά η Σελήνη,/
Τα κύματα λαμποκοπούν/
Κρατώ στην αγκαλιά μου την Δολέντσια/
Κι οι δυό καρδιές τρέλα χτυπούν.
Με τα μαλλιά της γυρωθέ μου/
Κοιτώ τ' αστραφτερά νερά/
"Τι ακούς στο βουητό του ανέμου;/
Τολμώ και την ρωτώ.".
"Δεν είν' το βουητό τ' ανέμου/
Σκοπός Σειρήνων είν' που ηχεί/
Κι ο έρωτας μου για σένα Πεπέ/
για σένα που κάθε στιγμή φουντώνει./
Τη γη οι ηλιαχτίδες οι στερνές φωτίζουν/
Ομίχλη τα νερά σκέπει απαλά/
Που ως να ν' γεμάτα μυστικά βουΐζουν/
Μιά αχλύ ανεβαίνει πιο ψηλά.
Ο άνεμος τη θάλασσα σηκώνει/
Κι από το κύμα βγαίνει αερικό/
Δίπλα μου κάθεται κι αχ πως φουσκώνει/
Το στήθος τής Δολέντσιας μες στο πέπλο το λευκό!
Η θάλασσα βουερή στα βράχια σπάει/
Κι οι γλάροι κράζουν χαρωπά/
"Πόσο άγρια και τρελά η καρδιά χτυπάει/
Στα στήθια σου, όμορφη Δολέντσια".
Σε χαιρετώ με σεβασμό κ.ο.μ.
Επίκουρος ο Γοργογυραίος.
===========================
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΟΛΑ από Ιάπωνες ποιητές.
Πριν ανοίξουν τα λουλούδια/
Κοιτάω συχνά να δω αν άνοιξαν/
Και σαν ανοίγουνε φοβάμαι/
Μήπως βρέξει ή άνεμος φυσήξει/
Και την ομορφιά τους αδυνατίσει.
Σαν ανοίξουν τα λουλούδια/
Δε με νοιάζει πια ή βροχή και ο άνεμος/
Μόνη μου έγνοια μήπως και δεν έρθεις εσύ Λόλα/
Κάτω από τα λουλούδια να μεθύσεις.
Liu Yin (1249 - 1293) ΙΑΠΩΝΙΑ
Η αύρα του ποταμού μού είπε να τραγουδήσω/
Το φεγγάρι του βουνού μ' εκάλεσε να πιω μαζί του.
Κι εγώ τους είπα μόνος δεν έρχομαι/
Να πάρεις και την Λόλα είπαν οι Μούσες/
Θα έχετε τον ουρανό για πάπλωμα και την γη μαξιλάρι/
Ο Πεπέ άκουσε τις Μούσες και πήγε.
Yang Wan-Li (1124-1206)
Του Φεγγαριού η λάμψη
σιγά σιγά χάνεται --
που να πηγαίνει άραγε;/
Ακόμη μία φορά κοιτάω στα μάτια τα λουλούδια
και σηκώνω στην υγειά τής Λόλας το ποτήρι μου.
Όλη την ημέρα τα ρωτώ, τα λουλούδια όμως δεν μου απαντάνε:
Για ποιόν μαραίνεστε και πέφτετε;
Για ποιόν ανθίζετε;
Και τα λουλούδια τότε, μου απαντάνε:
Για σένα, και για όσους το αξίζουν Mr Pepo!!!
Yen Yun (950- 990)
Σας χαιρετώ με σεβασμό κ.ο.μ. Επίκουρος ο Γοργογυραίος.
===========================
ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΟΛΑ.
Πάρε με Λόλα στα όνειρα σου απόψε να χαθώ /
στα σπλάχνα της καρδιάς σου να χωθώ /
κι όταν θα λάμπει ένα αστέρι μακρινό /
θα έρχομαι κοντά σου να ξαγρυπνώ/
Μέσα στο όνειρο το δικό σου θα ζω.
Όπως η έρημος διψά για νερό /
Έτσι κι εγώ διψασμένος στους ωκεανούς
των ματιών σου θα ξεδιψώ/
Πάρε με Λόλα να γίνω εξερευνητής του κορμιού σου/
Πάρε με πάνω στα φτερά σου να πετώ κι ας χαθώ!!
Πάρε με Λόλα στην αγκαλιά σου!!!
Επικούρειος Πέπος.
===========================
Yang Wan-Li (1124-1206)
Του Φεγγαριού η λάμψη
σιγά σιγά χάνεται --
που να πηγαίνει άραγε;/
Ακόμη μία φορά κοιτάω στα μάτια τα λουλούδια
και σηκώνω στην υγειά τής Λόλας το ποτήρι μου.
Όλη την ημέρα τα ρωτώ, τα λουλούδια όμως δεν μου απαντάνε:
Για ποιόν μαραίνεστε και πέφτετε;
Για ποιόν ανθίζετε;
Και τα λουλούδια τότε, μου απαντάνε:
Για σένα, και για όσους το αξίζουν Mr Pepo!!!
Yen Yun (950- 990)
Σας χαιρετώ με σεβασμό κ.ο.μ. Επίκουρος ο Γοργογυραίος.
===========================
ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΟΛΑ.
Πάρε με Λόλα στα όνειρα σου απόψε να χαθώ /
στα σπλάχνα της καρδιάς σου να χωθώ /
κι όταν θα λάμπει ένα αστέρι μακρινό /
θα έρχομαι κοντά σου να ξαγρυπνώ/
Μέσα στο όνειρο το δικό σου θα ζω.
Όπως η έρημος διψά για νερό /
Έτσι κι εγώ διψασμένος στους ωκεανούς
των ματιών σου θα ξεδιψώ/
Πάρε με Λόλα να γίνω εξερευνητής του κορμιού σου/
Πάρε με πάνω στα φτερά σου να πετώ κι ας χαθώ!!
Πάρε με Λόλα στην αγκαλιά σου!!!
Επικούρειος Πέπος.
===========================
Ακόμη ένα ποίημα για την Λόλα, το τέταρτο.
Ω! 'σεις αηδόνια της ψυχής μου/
Που 'χετε στήσει τις φωλιές σας/
Στα πανύψηλα δέντρα του Κερκέτιου όρους/
Αφιερώστε σήμερα/
όλες τις μελωδίες σας στην ακριβή μου Λόλα.
Σκοπός απαλός φτερουγίζει/
Μέσα στην ψυχή μου/
Μαζί με τα όνειρα μου πέτα,/
Πέτα ψυχή μου./
Και βρες έναν κήπο όπου τ' άνθη/
Τρέμουν στον αέρα/
Κι αν δεις ένα ρόδο,/
Από μένα τον Επίκουρο πες του καλημέρα.
Κι αν τα τριαντάφυλλα σπίθες πετούν/
Μην ανησυχείς/
Οι άνθρωποι δεν τις πιστεύουν/
Και για ποίηση ποτέ τους δεν μιλούν.
Αφιερωμένο στην Λόλα για ειδικούς λόγους.
===========================
Ένα ακόμη ποίημα για την Λόλα, το πέμπτο.
- Ω πόσο ωραία είσαι Λόλα όταν σκάβεις τον κήπο/
- με το θυκούλι στα χέρια σου σαν τον Ποσειδώνα/
- τα δυό σου μάτια σαν λαμπερά αστέρια/
- και στα μαλλιά σου ανάμεσα, λογιάζω περιστέρια/
- με κάθε σου κίνηση η γη αναγαλιάζει/
- και στωικά αποδέχεται την κάθε σου λισγαριά/
- τα μάγουλά σου ροδοκόκκινα φαντάζουν σαν μήλα του Πηλίου/
- προτού βραδιάσει θα τόχεις οργώσει όλο το χωράφι/
- και δεν θα μπορεί κανείς, ούτε και ο Γκοτζιό να βρει σε σε ψεγάδι/
- γιατί το χώμα τώρα πια έτσι αφράτο που το έκανες/
- θα είναι σαν μια ζωγραφιά/
- και η θεία Αγορίτσα πολύ θα το χαρεί.
Το πιο πάνω ποίημα ανήκει στον Επικούρειο Πέπο
και κοσμεί την συλλογή με τίτλο "Μάνα Γη".
===========================
Κι αυτό το ποίημα είναι αφιερωμένο στην Λόλα, το έκτο.
Κάποτε, ελπίζω αργά, που στη φωτιά/
Κοντά θα ' χέις καθίσει Λόλα/
Γριούλα, αναπολώντας και γνέθοντας μαλλί/
Θα απαγγέλεις στίχους μου μουρμουρίζοντας/
Και εκστατικά με πολύ συγκίνηση θα λες:
"Τον καιρό που ήμουν μαζί με τον Πέπο/
Ο Πέπος μ' είχε εξυμνήσει στα ποιήματά του/
Αποκαλώντας με Μούσα του!
Στα βάθη της θάλασσας, και στην κορυφή του Κερκετίου/
Η στάχτη μου σκορπισμένη θ' αφήνει την ψυχή μου ελεύθερη/
Να επιστρέφει Λόλα στα μέρη που είχαμε μαζί επισκεφθεί/
Εσύ γριούλα πια, κοντά στη θράκα του τζακιού/
Ανακαθισμένη και με τον Ίωνα αγκαλιά/
Θα συλλογάσαι τις όμορφες στιγμές/
Που ζήσαμε μαζί σε θαυμαστούς καιρούς/
Θα του διαβάζεις τα ποιήματα μου και τις μυθοπλασίες μου/
Με λόγια που θα πετούν όπως τα πουλιά/
Κι αυτός θα σε ρωτάει: ποιος τα έγραψε γιαγιά
Αυτά τα τόσο όμορφα και βιωματικά ποιήματα/
Και τις αληθινές ιστορίες για τον Κερκέτη και τον Κεφαλοπόταμο;
Κάποτε, ελπίζω αργά, που στη φωτιά/
Κοντά θα ' χέις καθίσει Λόλα/
Γριούλα, αναπολώντας και γνέθοντας μαλλί/
Θα απαγγέλεις στίχους μου μουρμουρίζοντας/
Και εκστατικά με πολύ συγκίνηση θα λες:
"Τον καιρό που ήμουν μαζί με τον Πέπο/
Ο Πέπος μ' είχε εξυμνήσει στα ποιήματά του/
Αποκαλώντας με Μούσα του!
Στα βάθη της θάλασσας, και στην κορυφή του Κερκετίου/
Η στάχτη μου σκορπισμένη θ' αφήνει την ψυχή μου ελεύθερη/
Να επιστρέφει Λόλα στα μέρη που είχαμε μαζί επισκεφθεί/
Εσύ γριούλα πια, κοντά στη θράκα του τζακιού/
Ανακαθισμένη και με τον Ίωνα αγκαλιά/
Θα συλλογάσαι τις όμορφες στιγμές/
Που ζήσαμε μαζί σε θαυμαστούς καιρούς/
Θα του διαβάζεις τα ποιήματα μου και τις μυθοπλασίες μου/
Με λόγια που θα πετούν όπως τα πουλιά/
Κι αυτός θα σε ρωτάει: ποιος τα έγραψε γιαγιά
Αυτά τα τόσο όμορφα και βιωματικά ποιήματα/
Και τις αληθινές ιστορίες για τον Κερκέτη και τον Κεφαλοπόταμο;
Τότε εσύ Λόλα θα τους δείχνεις τον αμφορέα/
Που θα έχει μέσα την στάχτη μου και θα τους λες/
Ένας άνεμος, ένας Ουτοπιστής, ο Πέπος, που τον έλεγαν
πότε Πούφ, πότε δάσκαλο,
πότε Πεπέ, πότε Καραβίδα, πότε Φούτζι Τόμο Κάζου
και κάποιες φορές Σπύρο!
Και τότε ο Ίωνας θα σου φωνάζει/
Μα γιαγιά αυτός είναι ο παππούς μου!
Ναι πουλάκι μου, ο παππούς σου ήταν/
Αυτός έγραψε όλα αυτά τα ποιήματα/
και τις αληθινές ιστορίες, για σένα και για μένα.
============================
Ένα ακόμη ποίημα, το Έβδομο, για την Λόλα.
============================
Ένα ακόμη ποίημα, το Έβδομο, για την Λόλα.
Στην Λόλα την Υπέροχη, την Μοναδική,
Με την γλυκιά, της Λόλας την ματιά/
Πρασίνισαν ο κάμπος και η ρεματιά/
Και του χειμώνα πάει ο χιονιάς/
Στα όρη να αποδημήσει πιά.
Κι ενώ από εκεί στέλνει ο χιονιάς/
Κύματα ψύχους, παγωνιάς/
Στο Μαγευτικό και Πανέμορφο χωριό/
Τα διώχνει η Λόλα μονομιάς/
Με την γλυκιά της την Ματιά.
Επίκουρος ο Γοργογυραίος.