Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.11.23

Ο Πατέρας και ο ρόλος της συμβολικής «Πατροκτονίας». Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος συγγραφέας. *Επιστημονική επιμέλεια Ορέστη Γιαννακόπουλου, Ψυχιάτρου-Ψυχοθεραπευτή

 *Επιστημονική επιμέλεια Ορέστη Γιαννακόπουλου, Ψυχιάτρου-Ψυχοθεραπευτή

 

**Λίγες σκέψεις απότοκες της ανάγνωσης των δύο βιβλίων του Ψυχαναλυτή Massimo Recalcati«Τι απομένει από τον πατέρα;» και «Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου» (Εκδόσεις, Κέλευθος).

        

      «Δεν είναι πια τα παιδιά που ζητούν να αναγνωριστούν από τους γονείς τους, αλλά είναι οι γονείς που ζητούν να αναγνωριστούν από τα παιδιά τους» (Massimo Recalcati (M.R), «Τι απομένει από τον πατέρα;», Εκδόσεις «Κέλευθος»)

Συχνά όταν θέλουμε να προβάλουμε εμφαντικά τη μεγάλη προσφορά κάποιου σε έναν τομέα καταφεύγουμε στη χρήση μιας στερεότυπης φράσης, όπως: «Ο Ηρόδοτος θεωρείται ο πατέρας της Ιστορίας» ή «Ο Φρόιντ θεωρείται ο πατέρας της Ψυχολογίας».

   

 Θα παραβλέψω το στοιχείο της στερεοτυπικής υποβάθμισης της Μητέρας – Γυναίκας και θα εστιάσω μόνο στην έννοια του πατέρα που τόσο στην μυθολογία όσο και στην ψυχολογία κατέχει εξέχουσα θέση με πολλαπλά σημαινόμενα. Κι αυτό γιατί ο Πατέρας ως σύμβολο παραπέμπει σε ένα πλήθος άλλων επί μέρους συμβολισμών που διαμορφώνουν και οριοθετούν τη ζωή του ανθρώπου αλλά και των κοινωνιών στην ιστορική τους πορεία. Ο Πατέρας – γεννήτορας, ο Πατέρας – εξουσία, ο Πατέρας – αυταρχικότητα, ο Πατέρας – διαταγή, ο Πατέρας – δύναμη, ο Πατέρας – ασφάλεια, ο Πατέρας – υποταγή…Ο Pater Familias

Οι παραπάνω λεκτικοί – και όχι μόνον – χαρακτηρισμοί δεν εμπεριέχουν μόνον  τον διαχρονικό ρόλο του «Πατέρα» ως συμβόλου στις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα έπρεπε να λειτουργούν και να συμπεριφέρονται τα άλλα μέλη της οικογένειας. Το πλαίσιο αυτό ιστορικά επέβαλε τόσο την άκριτη υποταγή στην εξουσία του «Πατέρα», αλλά και την ανάγκη αποδόμησης αυτής της εξουσίας για την αυτόνομη πορεία της νέας γενιάς. Ιστορικά αυτή η δεύτερη συμπεριφορά εκφράστηκε – συμβολικά ή και κυριολεκτικά – με τον όρο Πατροκτονία.

Το «Έγκλημα της Πατροκτονίας»

  Ο Φρόιντ ως πρωταρχικός εισηγητής του όρου στην Ψυχολογία θεωρεί την πατροκτονία ως το πρωταρχικό έγκλημα της ανθρωπότητας και του ατόμου και ιδιαίτερα του αγοριού. Ιδιαίτερα ο Φρόιντ στο έργο του «Τοτέμ και Ταμπού» (1912-13) αναφέρει πως τα μέρη (αδέλφια) των πρωτόγονων κοινωνιών συνασπίστηκαν για να θανατώσουν τον τυραννικό πατέρα τους με στόχο να του αποσπάσουν την εξουσία.

  Σε συμβολικό επίπεδο η Πατροκτονία υποδηλώνει την αμφιθυμική σχέση του αγοριού με τον πατέρα. Το αγόρι – υιός νιώθει ταυτόχρονα ένα μίσος προς τον πατέρα (από τον οποίο σφοδρά επιθυμεί να αποδεσμευθεί) αφού τον βλέπει ως αντίπαλο και ανταγωνιστή αλλά νιώθει, όμως, κι ένα σεβασμό – θαυμασμό προς αυτόν – ως δύναμη. Έτσι ο Πατέρας για το αγόρι γίνεται αντικείμενο μίμησης. Αυτή η αμφιθυμία συναισθημάτων ορίζει και το πλαίσιο ωρίμανσης του αρσενικού και ευθέως παραπέμπει στη γνωστή θεωρία του Φρόιντ, το «Οιδιπόδειο σύμπλεγμα» (Πατροκτονία-Αιμομιξία).

 

  

      Όντας – σύμφωνα πάντα με τον Φρόιντ – η πατροκτονία προϋπόθεση αλλά και ένδειξη ωρίμανσης ενέπνευσε πολλούς λογοτέχνες. Ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, ο «Άμλετ» του Σαίξπηρ και «Οι αδελφοί Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι θεωρούνται από τον Φρόιντ ως τα λογοτεχνικά αριστουργήματα που πραγματεύονται το θέμα της πατροκτονίας.

     Μία γρήγορη περιήγηση στο χώρο της μυθολογίας θα μάς αποκάλυπτε το ρόλο της πατροκτονίας ως δομικού στοιχείου και αποφασιστικού παράγοντα στη δημιουργία – γέννηση του ανθρώπινου γένους και όχι μόνο. Τον «πρωτόγεννο» θεό, τον Ουρανό, τον σκληρό και δεσποτικό πατέρα  ευνούχισε ο γιος του ο Κρόνος. Την ίδια τύχη, όμως, είχε και ο Κρόνος αφού ο γιος του, ο Δίας, τον έριξε στα Τάρταρα. Αλλά και ο Δίας με τη σειρά του είχε την ίδια τύχη, αφού ο Προμηθέας δωρίζοντας τη φωτιά στους ανθρώπους, τους βοήθησε να καταργήσουν το δωδεκάθεο του Ολύμπου.

Η «Πατροκτονία» ως προϋπόθεση εξέλιξης

Το «έγκλημα της Πατροκτονίας» είναι εμφανές σε πολλά επίπεδα της κοινωνικής ζωής, του πολιτισμού και της πολιτικής. Μπορεί κάποιες φορές να προκαλεί την παραδοσιακή μας ηθική και τα στεγανά μας στερεότυπα, αλλά σε μια προοπτική χρόνου επωάζει τις νέες μορφές κοινωνικών σχέσεων, το νέο πνεύμα στην Τέχνη και στην ανανέωση της Πολιτικής.

 Όταν ένα άτομο, μία κοινωνία ή ένα σύστημα μένει σταθερό στη θαλπωρή και στην ασφάλεια του «ανήκειν» και φοβάται τη φυγή, την περιπλάνηση και τον αποχωρισμό τότε στην πορεία του χρόνου θα αποστεωθεί και θα παρακμάσει.

  Είναι ανάγκη, λοιπόν, οι νέοι στο χαοτικό περιβάλλον που ζουν να βρουν το δικό τους βηματισμό, να κραυγάσουν τα δικά τους όνειρα και να απαλλαγούν από τα δεσμά μιας παρηκμασμένης και αποτυχημένης εξουσίας. Αυτό θα επιτευχθεί μόνον, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, με τη διάπραξη της «πατροκτονίας» προβάλλοντας με καθαρή φωνή τα δικά τους προτάγματα και όνειρα.

 Επειδή η φύση απεχθάνεται το κενό – όπως κατά κόρον διατυπώνεται πανταχόθεν – είναι ανάγκη οι νέοι να απεγκλωβιστούν από τους κανόνες ενός παρωχημένου αξιακού συστήματος και να διατυπώσουν ένα δικό τους, έστω κι αν αυτό έχει τις ατέλειές του ή κινείται στο επίπεδο του Ιδεατού και του Ευκταίου.

 

 

   Αν οι νέοι μένουν στην άγονη μίμηση – λατρεία του Πατέρα – αφέντη, τότε δεν πετυχαίνουν τίποτε περισσότερο παρά να συντηρούν το κακέκτυπο της Πατριαρχίας που για πολλούς βρήκε διέξοδο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη λατρεία του Πατέρα – Φύρερ, του Πατέρα – Ντούτσε ή και του Πατερούλη – Στάλιν. ΄

   Σχετικά με αυτό γράφει ο Massimo Recalcati  (R.M): “Ο Φασισμός, ο Ναζισμός, ο Σταλινισμός ζωντάνεψαν την παραληρηματική και σαρωτική φαντασίωση για έναν τρελό και αιμοσταγή πατέρα…Ο εικοστός αιώνας υπήρξε ο αιώνας της τρέλας των μαζών” («Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου»).

Αντίθετα για πολλούς ο Μάης του ’68 αποτέλεσε για πολλούς ένα sui generis αμάρτημα Πατροκτονίας, αφού αμφισβήτησε πολλά «δεδομένα» του πολιτισμού μας. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη θέση πως το κίνημα του ’68 στη Γαλλία υπήρξε μία γόνιμη περίοδος του πολιτισμού μας, ακόμη και με τις υπερβολές του και τις ουτοπικές του διεκδικήσεις;

                            Η γενιά του  “Τηλέμαχου”

Πολλοί επισημαίνουν πως στην εποχή μας δεν κυριαρχεί μόνο το παραδοσιακό “Χάσμα Γενεών” που συνοδεύεται από τις διαφορές και τη σύγκρουσή τους, αλλά και μία “Σύγχυση Γενεών”. Γονείς και παιδιά-έφηβοι μοιάζουν να παραδέρνουν σε ένα πέλαγος, στα ίδια κύματα αναζητώντας όχι μόνον την ταυτότητά τους αλλά και το ρόλο τους σε μία κοινωνία που ευνοεί τόσο την τάση για την αιώνια νεότητα όσο και την συμμόρφωση στις επιταγές της μάζας.

 


 “Ζούμε την εποχή της αμετάκλητης δύσης του πατέρα, ζούμε όμως και την εποχή του Τηλέμαχου”

   Την εποχή αυτή της σύγχυσης των ρόλων και της επίμονης αναζήτησης ενός νοήματος ζωής ο Massimo Recalcati την αναπτύσσει διεξοδικά με τον ευρηματικό τίτλο «Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου».

     Σχετικά γράφει:

     “Με τον όρο «σύμπλεγμα του Τηλέμαχου» επιχειρώ να προσεγγίσω την καινούρια μορφή δυσφορίας των νέων και να αναγνώσω διαφορετικά τη σχέση γονιών και παιδιών σε μία εποχή κατά την οποία η συμβολική εξουσία του πατέρα έχει χάσει το εκτόπισμά της, εξέλειψε, έδυσε αμετάκλητα...Ωστόσο από την πολιτισμένη κοινωνία, από το χώρο της πολιτικής και του πολιτισμού, αναδύεται όλο και πιο επίμονο, το πρωτόγνωρο και πιεστικό αίτημα για Πατέρα”.

  Ειδικότερα ο συγγραφέας για να αποδώσει με σαφήνεια τόσο τις παρενέργειες από την εξάχνωση του Πατέρα όσο και την ψυχολογία-ζητούμενα των σύγχρονων νέων καταφεύγει στη χρήση αρχαιοελληνικών προσώπων-συμβόλων από την μυθολογία. Τα πρόσωπα-σύμβολα αυτά αισθητοποιούν και τη μετάβαση από τη μία εποχή σε μία άλλη με ό,τι αυτό συνεπάγεται και στις σχέσεις και το ρόλο των δύο γενεών.

     Τα σύμβολα αυτά είναι ο Οιδίποδας , ο Νάρκισσος και ο Τηλέμαχος. Σχετικά ο συγγραφέας επισημαίνει:

“Η δυσφορία του Οιδίποδα πηγάζει από τη μέχρι θανάτου μάχη με τον πατέρα και το έγκλημά του συνίσταται στην πατροκτονία και στην αιμομιξία. Η δυσφορία του Νάρκισσου δημιουργείται μέσα σ’ έναν αυτοκτονικό καθρέφτη. Αλλά για τον Τηλέμαχο η δυσφορία είναι ότι ζει σ’ έναν κόσμο όπου το ανθρώπινο νόημα του Νόμου του λόγου έχει παραβιαστεί ,έχει υποστεί βλάβη, έχει ευτελιστεί”.

 

  

     Κάθε πρόσωπο αποτυπώνει και σκιαγραφεί με μεταφορικό τρόπο μέσα από το λόγο του μύθου την αιώνια διαπάλη των δύο γενεών και τον τρόπο με τον οποίο η νέα γενιά αναζητά το δικό της δρόμο σε σχέση πάντα με την κληρονομιά των γονέων και ιδιαίτερα του πατέρα ως συμβόλου.

     “Σε αντίθεση με τον Οιδίποδα, που πέφτει ανάσκελα τυφλωμένος, και προς τον Νάρκισσο, που έχει μάτια μόνο για την εικόνα του, ο Τηλέμαχος κοιτάζει το πέλαγος…Σε αντίθεση με τον Οιδίποδα, ο Τηλέμαχος δεν βιώνει τον πατέρα ως εμπόδιο, δεν βρίσκεται σε σύγκρουση με τον πατέρα…Ο Τηλέμαχος στρέφεται προς τον απόντα πατέρα, με την ελπίδα να τον συναντήσει…”.(“Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου”).

    Ο σύγχρονος νέος-Τηλέμαχος, δηλαδή, πασχίζει να “ανακαλύψει καινούρια νοήματα του κόσμου, καινούριους κόσμους νοήματος”. 

                             

                                      Ο «Πατέρας» σήμερα

  Αν, ωστόσο, ο Πατέρας ως σύμβολο κατέχει δεσπόζοντα ρόλο τόσο στη μυθολογία όσο και στην ψυχολογία (Φρόϊντ, Λακάν…) τι θα μπορούσαμε να πούμε για τη θέση και το ρόλο του Πατέρα στη σύγχρονη οικογένεια και την κοινωνία; Μπορούμε να διαπιστώσουμε και να αποδεχτούμε πως ακόμη και σήμερα ο Πατέρας ως σύμβολο και η ιδεατή εικόνα του κυβερνά και διαμορφώνει τη λειτουργία της οικογένειας και της κοινωνίας; Μετά το ιστορικό «Ο θεός απέθανε» μπορούμε να διακηρύξουμε και το ανάλογο «Ο πατέρας πέθανε»;

  Πριν, όμως, αρχίσουν οι θρήνοι για το χαμένο βασίλειο του Πατέρα και την αποδόμηση της εξουσίας του, καλό θα είναι να γνωρίζουμε πως κανένας άνθρωπος δεν είναι η «αιτία αυτού που είναι» (ens causa sui), αλλά είναι προϊόν και κάποιων κληρονομικών καταβολών. Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει την κληρονομιά του πατέρα, όποια μορφή κι αν αυτή έχει. Εξάλλου «ο καθένας από εμάς προέρχεται από έναν ορίζοντα που δεν έχει επιλέξει και που τον έχει καθορίσει», (M.R.).

 


   Οι φόβοι από το κενό του πατέρα μεγαλώνουν και εντείνονται αφού η μεταβλητότητα του περιβάλλοντος και το χαοτικό στοιχείο του ενδυναμώνουν και τρέφουν τις ανασφάλειές μας. Ο Λακάν θεωρούσε πως πριν αποκηρύξουμε τον Πατέρα είναι ανάγκη να νιώθουμε σίγουροι πως δεν κινδυνεύουμε από την απουσία του. Να αποδεχτούμε πως ο Πατέρας δεν αρκεί από μόνος του να μάς προφυλάξει από κάθε απειλή και μελλοντικό κίνδυνο. Γι’ αυτό προτείνει πριν την Πατροκτονία να μάθουμε ως άτομα, οικογένεια και κοινωνία να αξιοποιήσουμε σωστά την κληρονομιά του.

       «Για να υπάρξεις χωρίς τον πατέρα πρέπει πρώτα να μάθεις να τον αξιοποιείς»

 Είναι, λοιπόν, αναγκαία μία συμβολική πατροκτονία για την ωρίμανση και την απελευθέρωση του αγοριού, όπως απαραίτητη είναι και η σωστή και δημιουργική αξιοποίηση της κληρονομιάς του. Αν, ωστόσο, το πένθος για το θάνατο του Πατέρα δεν ολοκληρωθεί, τότε το αγόρι θα αισθάνεται ανολοκλήρωτοδεσμευμένο και ανελεύθερο, αφού συνεχώς «ως υποκείμενο θα συμπιέζεται κάτω από τη βαριά σκιά του Ιδεώδους Πατέρα», (M.R.).

Ο οικογενειακός δεσμός

Όσοι επισημαίνουν τη δυσλειτουργία της σύγχρονης οικογένειας και εξαιτίας της απουσίας – αποδόμησης της εξουσίας του παραδοσιακού Πατέρα, αναρωτιούνται ποιο πρέπει να είναι το αντίβαρο αυτής της απουσίας και της αποδόμησης. Κι αυτό γιατί «η σύγχρονη οικογένεια δείχνει να είναι χωρίς κέντρο βάρους, αποκεντρωμένη, χαώδης, χωρίς πυρήνα και επιρρεπής στους διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης», (M.R.).

 


   Η σύγχρονη ψυχολογία θεωρεί πως η σημερινή οικογένεια με τα βασικά της υποστυλώματα, του Πατέρα και της Μητέρας, λειτουργεί ή θα πρέπει να λειτουργεί με έναν διαφορετικό τρόπο. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με τις νέες αντιλήψεις η οικογένεια δεν σφυρηλατεί μόνο τον «δεσμό» μεταξύ των μελών της, αλλά επιτελεί κι έναν πιο σύνθετο ρόλο, συχνά αντικρουόμενο κι αντιφατικό.

  Επίσης, η οικογένεια οφείλει να αποτελεί ταυτόχρονα ένα πλαίσιο εσωτερίκευσης κανόνων, αλλά ταυτόχρονα και ένα ασφαλές λιμάνι όπου το παιδί (πλοίο) θα μπορεί να φεύγει οπότε θέλει, να ταξιδεύει , να εξερευνά, να μαθαίνει, γνωρίζοντας ότι το λιμάνι θα είναι πάντα εκεί να επιστρέψει, να ξαποστάσει, να ξαναπάρει δυνάμεις και να νιώσει ασφάλεια.

 Σχετικά ο M.R. επισημαίνει στο βιβλίο του «Τι απομένει από τον πατέρα;»:

«Ο οικογενειακός δεσμός είναι σπίτι, συμμαχία, ρίζες. Απαντά στην απαίτηση του «ανήκειν» που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο ον. Ωστόσο, η απαίτηση αυτή συνοδεύεται πάντα από την εξίσου δυνατή απαίτηση της περιήγησης, της ώθησης σε αυτό που δεν έχουμε ακόμα δει, γνωρίσει, βιώσει. Ανήκειν και περιπλάνηση ορίζουν τους δύο πόλους της ανθρώπινης υποκειμενικότητας».

Η παραπάνω θέση του M.R. υπονοεί πως η οικογένεια θα πρέπει να επιτελεί έναν αντιφατικό ρόλο. Από τη μία πλευρά να εξασφαλίζει το αίσθημα της σιγουριάς – ασφάλειας μέσα από το «ανήκειν» κι από την άλλη να καλλιεργεί την επιθυμία για το «ταξίδι», την απομάκρυνση και την απόκτηση νέων εμπειριών. Γιατί για το νέο και ιδιαίτερα για το αγόρι είναι αναγκαίο τόσο το αίσθημα του «ανήκειν» και η μίμηση του Πατέρα – αφέντη όσο και η ανάγκη αποχωρισμού από αυτόν μέσα από μία συμβολική πατροκτονία.

 


   Ενδιαφέρουσες είναι οι θέσεις του M.R. για το δίπολο του οικογενειακού δεσμού: «Ανήκειν και περιπλάνηση είναι οι δυο όψεις που δίνουν ζωή στον οικογενειακό δεσμό. Κατά τον Μπίον πρόκειται για τη διαλεκτική ανάμεσα σε «κοινωνισμό» (συμμετοχή στην κουλτούρα της ομάδας) και «ναρκισσισμό» (διαφοροποίηση από την ομάδα συμμετοχής). Η ασθένεια κάθε δεσμού προκύπτει από τη ρήξη αυτής της διαλεκτικής. Θα έχουμε τότε ή τον κομφορμισμό ως αποτέλεσμα της κυριαρχίας του κοινωνισμού πάνω στον ναρκισσισμό ή την εγκατάλειψη ως αποτέλεσμα της μονόπλευρης κυριαρχίας του ναρκισσισμού πάνω στον κοινωνισμό».

Η υγιής αντιμαχία του κοινωνισμού και του ναρκισσισμού στα πλαίσια ενός οικογενειακού δεσμού λειτουργεί θετικά στην επιθυμία και αξίωση του νέου/αγοριού να διαφοροποιηθεί από τα γονεϊκά πρότυπα και να χαράξει το δικό του δρόμο προς την ολοκλήρωση. Πολλές φορές αυτή η αντιμαχία διακονώντας την ανάγκη του νέου για μία Ταυτότητα μπορεί να επωάζει τη σύγκρουση. Αυτή, όμως, η σύγκρουση συνιστά κάτι το υγιές. Κι αυτό γιατί πέραν όλων των άλλων θετικών που έχει λειτουργεί ως ανάχωμα στην εκδήλωση της βίας.

Για τον M.R. «όταν η σύγκρουση αναγνωρίζεται και αντιμετωπίζεται με κριτικό πνεύμα μπορεί να γίνει μοχλός μεταμόρφωσης και ανάπτυξης».

Εξάλλου η διαδοχή των γενεών και το χάσμα των γενεών εμπεριέχουν αυτή τη σύγκρουση που δρα απελευθερωτικά και βοηθά αποτελεσματικά στην τελική ισορροπία του συστήματος. Κι αυτό γιατί η σύγκρουση κατά βάθος συνιστά μία αναγνώριση και αποδοχή της «Ετερότητας» του Άλλου, στοιχείο που αποκλείει την εξωτερίκευση της καταστροφικής βίας. Ο Ηράκλειτος φαίνεται να δικαιώνεται με τη θεωρία που περί συνύπαρξης των αντιθέτων σε μία ζωογόνο αντιπαλότητα «Παλίντονος Αρμονία».

                                                   Επιμύθιο

     Η πρόοδος, η εξέλιξη και η ανανέωση προϋποθέτουν και ένα ελάχιστο όριο ασέβειας σε κάποια «αγάλματα» του παρελθόντος. Ο άκριτος σεβασμός στα «αγάλματα» δεν είναι πάντα και υγιές στοιχείο. Ο λόγος του Ζαρατούστρα (Νίτσε) είναι πάντα επίκαιρος και διδακτικός:

       «Με σέβεστε: Τι θα γίνει, όμως, αν μία μέρα ανατραπεί ο σεβασμός σας; Φυλαχτείτε μη σάς καταπλακώσει κανένα άγαλμα» («Τάδε έφη Ζαρατούστρα»).

   Ο πατέρας, ίσως και ο αυστηρός πατέρας, ο πατέρας-δύναμη, είναι το Υπερεγώ (τα πρέπει, η συνείδηση) που δίνει τους κανόνες χωρίς να στερεί από το γιο τη θέληση για ανατροπή και ζωή. Αν το παιδί υπακούσει τυφλά και ολοκληρωτικά στους κανόνες του πατέρα χάνει την επιθυμία και τη θέληση για απόλαυση της ζωής. Αν τον σκοτώσει, όμως, χάνει την ανθρωπιά του (κοινωνικότητα ,ανήκειν, πνευματικότητα) καθώς γίνεται έρμαιο των παρορμήσεων και των ενστίκτων (id, η αρχή της απόλαυσης, το ένστικτο της επιβίωσης και της ηδονής που μάς κρατά ζωντανούς).

  Η προτιμητέα λύση είναι η εσωτερίκευση εκείνων των κανόνων που εξυπηρετούν αυτό που θέλουμε, η προσαρμογή όσων δεν μάς ταιριάζουν και η απόρριψη όλων εκείνων που είναι μη λειτουργικά για τους σκοπούς μας.

 


   Γι αυτό ο M.R προβάλλει εμφαντικά το σύμβολο του Τηλέμαχου, ως του αντιπροσωπευτικού και προτιμητέου τύπου παιδιού της εποχής μας:

   “Ο Τηλέμαχος είναι η εικόνα του σωστού παιδιού. Δεν είναι ο γιος που θέλει να βγάλει από τη μέση τον πατέρα, σκοτώνοντάς τον. Δεν είναι ο γιος που υπακούει παθητικά τον πατέρα. Είναι ο γιος που ερμηνεύει την κληρονομιά ως ανάκτηση. Δεν αρνείται όπως ο Οιδίποδας τον πατέρα, αλλά ωστόσο δεν υποτάσσεται σ’ αυτόν. Ο Τηλέμαχος είναι ικανός να επαναφέρει μία συμβολική συμφωνία μεταξύ των γενεών. Τα παιδιά μας χρειάζονται να συναντήσουν πατεράδες που αποτελούν οι ίδιοι μαρτυρία της επιθυμίας. Όχι τον πατέρα-αφέντη, τον πατέρα με τη ράβδο. Αυτή η μορφή πατέρα έχει δύσει οριστικά. Ο Τηλέμαχος είναι ο γιος που δεν περιορίζεται στο να περιμένει την επιστροφή του πατέρα. Είναι ο γιος που επιχειρεί με τόλμη το ταξίδι του...Είναι το πολιτικό καθήκον των νέων γενεών” (απόσπασμα από συνέντευξη του συγγραφέα).

  Στις ρωγμές της σύγχρονης οικογένειας συγκαταλέγεται και το άγχος των γονέων να γίνουν αποδεκτοί από τα παιδιά τους. Έχουμε, δηλαδή, μία ασυμμετρία γενεαλογική και κάτι νεοφανές από αυτό που γνωρίζαμε. Ο διαπαιδαγωγητικός ρόλος των γονέων, Πατέρα και Μητέρας, εξακολουθεί να είναι σημαντικός.

  Μπορεί ο πατέρας-σύμβολο να αμφισβητείται, ωστόσο, το αίτημα για έναν πατέρα που θα διακονεί την αγωνία των νέων για ένα νόημα ζωής μέσα από τη δική του εμπειρία-μαρτυρία του προσωπικού του βίου παραμένει πάντα επιτακτικό. Για το αίτημα αυτό γράφει  R.M στο βιβλίο του “Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου”:

        “Το αίτημα για πατέρα δεν αφορά πλέον πρότυπα, δόγματα, μυθικούς και αήττητους ήρωες, ακλόνητες ιεραρχίες, δυναστική και πειθαρχική εξουσία, αλλά για πράξεις, επιλογές και πάθη, που μπορούν να γίνουν μαρτυρία για το πώς μπορεί κανείς να σταθεί στον σημερινό κόσμο με επιθυμία και ταυτόχρονα με ευθύνη”.

 

       

          Πέραν όλων των άλλων οι σύγχρονοι νέοι καλούνται να υπερβούν ή να συνθέσουν σε μία εύθραυστη ενότητα τις δύο παραδοσιακές πρακτικές (που παραπέμπουν και σε αντίστοιχες πολιτικές ιδεολογίες και πρακτικές), τα δύο άκρα. Σχετικά με αυτήν την προσπάθεια των νέων γράφει ο Massimo Recalcati στο έργο του «Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου»:

       “Το πέρασμα στην εφηβεία ταλαντεύεται συχνά μεταξύ αυτών των δύο άκρων. Eξιδανικευτική λατρεία του παρελθόντος, κομφορμιστική ταύτιση με τα οικογενειακά πρότυπα ή βίαιη, αντιθετική ρήξη με το παρελθόν, άρνηση του χρέους και μονομερής διεκδίκηση της επίπλαστης αυτονομίας. Αυτό το δεύτερο άκρο μοιάζει να χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την εποχή μας, ως εποχή ελευθερίας απόλυτης και χωρίς όρια”.

 

 


21.11.23

Το “Forest Park” των Τρικάλων και η Αισθητική της Γλώσσας. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 “Η αισθητική είναι η Ηθική του Μέλλοντος”

          Στις διαπροσωπικές και  κοινωνικές μας σχέσεις, όπως και στην επαφή μας με την πραγματικότητα (φυσική και κοινωνική), πέραν όλων των άλλων στοιχείων που χρησιμοποιούμε για την κατανόηση και αξιολόγηση των συνανθρώπων μας αλλά και της πραγματικότητας κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει και η Α ι σ θ η τ ι κ ή.

                                

                                               Η έννοια της Αισθητικής

        Η αισθητική ως κλάδος της Φιλοσοφίας και ως το τέταρτο στοιχείο της (Ηθική, Γνωσιολογία, Μεταφυσική) πασχίζει-όχι πάντα με ευκολία και πειστικά-να ορίσει την έννοια του Ωραίου. Ο ορισμός του ωραίου, του κάλλους και της ομορφιάς γενικότερα αποτελούσε ανέκαθεν το δήλιον  πρόβλημα των Φιλοσόφων και όχι μόνον. Κι αυτό γιατί η ομορφιά συνιστά ένα άκρως υποκειμενικό βίωμα ή θέμα και δεν μπορεί να αποδειχτεί λογικά.

         Γνωστή εξάλλου είναι και η θέση ερώτημα πως «η ομορφιά βρίσκεται στα μάτια ή στο αντικείμενο;». Αυτό από μόνο του υποδηλώνει σαφέστατα και τον υποκειμενικό χαρακτήρα του Ωραίου-Ομορφιάς αλλά και το άσκοπο και το ατελέσφορο των συζητήσεων για τον ακριβή προσδιορισμό τους. Συμπληρωματικά θα μπορούσε κάποιος να προβάλει  και το λατινικό απόφθεγμα ως ακαταμάχητο πειστήριο για τη ματαιότητα των προσπαθειών να οριστεί επακριβώς και με τρόπο πειστικό και γενικά αποδεκτό το περιεχόμενο του Ωραίου, της Ομορφιάς και του Κάλλους.

      De gustibus et coloribus non est disputandum” (σε θέματα γεύσης και χρωμάτων δεν μπορεί να υπάρξει ουδείς λόγος).

                                        Σχέση Αισθητικής και Ηθικής

        Όσοι παρακάμπτουν την αισθητική, ως αναζήτηση του Ωραίου, λησμονούν πως, σύμφωνα και με τον Σωκράτη, το Καλόν, το Ωραίον, και το Κάλλος ταυτίζονται με το Αγαθόν, έτσι που όλα μαζί να επωάζουν το Ωφέλιμον. Δηλαδή, για την αρχαία φιλοσοφική σκέψη η Αισθητική (το ωραίο, το κάλλος) και η Ηθική (το αγαθόν) συνιστούν τις δυο εκφάνσεις της Ωφελιμότητας.

      Ίσως κάποιοι και δικαιολογημένα να αντιτίθενται στην παραπάνω άποψη του Σωκράτη και ιδιαίτερα στη σχέση Ωραίου + Αγαθού με το Ωφέλιμον. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος διαχρονικά επιδιώκει το Ωφέλιμον ως αναγκαίο στοιχείο της υλικής του επιβίωσης αφού η υλική του υπόσταση κυριαρχεί έναντι των άλλων υποστάσεων.

       

          Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να μην εστιάσει στη σχέση μεταξύ της Αισθητικής και της Ηθικής. Σύμφωνα, δηλαδή, με την αντίληψη αυτή το Ωραίο, το Όμορφο, το Κάλλος δρουν ηθικοποιητικά στον άνθρωπο και τον καθιστούν ενάρετο πολίτη. Εξάλλου το ιδανικό των αρχαίων Ελλήνων ήταν «ο καλός καγαθός πολίτης».

          Με άλλα λόγια η Ηθική αποβλέπει στην αποφυγή του κακού και στην επιδίωξη του καλού. Από την άλλη πλευρά η Αισθητική αποσκοπεί στην απόλαυση (Ψυχική, πνευματική…). Τούτων, όμως, δοθέντων εύκολα μπορούμε να εικάσουμε και να διαπιστώσουμε πως μέσα στο Ωραίο υπάρχει και κάποιο  Ήθος, όπως και σε κάθε Ήθος- Ηθικό (αλήθεια) υπάρχει η ομορφιά. Κι αυτό γιατί κανείς δεν διανοείται να εκλάβει και να αποδεχτεί κάτι ως Ωραίο που μέσα του όμως ενυπάρχει το ανήθικο και το αντίθετο.

         Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό πως το Ωραίο με όλα τα γνωρίσματά του επηρεάζει ηθικά την ψυχή του ανθρώπου, τον εξαγνίζει, τον λυτρώνει, τον απελευθερώνει από τα γήϊνα και γενικότερα τον ηθικοποιεί και συντείνει στην τελείωσή του ως μιας πολυδιάστατης οντότητας. Η αισθητική κάθαρση, η εσωτερική τέρψη και η πνευματική ανάταση συνδράμουν θετικά και στην Ηθική αρτίωση του ανθρώπου.

         Με οδηγό όλες τις παραπάνω παραδοχές μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε την αλήθεια που υποδηλώνει η θέση του Νίτσε πως «Η Αισθητική είναι η Ηθική του μέλλοντος».

        Αν κάποιος προσπαθήσει να  αναζητήσει και να καταγράψει όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν το περιεχόμενο της αισθητικής εύκολα θα μπορέσει μεταξύ των άλλων να συμπεριλάβει και τα παρακάτω, όπως τα καταγράφει και ο Ιάσων Ευαγγέλου στο βιβλίο του «Αισθητική και Τέχνη» (Εκδόσεις Σαββάλα):

       “Η καθαρή και ακριβής έκφραση, η αρχιτεκτονική της μορφής και της ουσίας, η αρμονία και ο ρυθμός, η ισορροπία των μερών, η αναλογία των σχέσεων, η συμμετρία, η τάξη των σχημάτων και η ελευθερία των αναζητήσεων, η ευρηματικότητα του σπάνιου και του εκλεκτού, η αποκάλυψη της ανθρώπινης ευαισθησίας…).  


                                              Η Αισθητική της Γλώσσας

       Πολλά από τα παραπάνω στοιχεία υφαίνουν και την Αισθητική της Γλώσσας. Στοιχεία που καθιστούν τη Γλώσσα-Λέξεις χρήσιμο εργαλείο για την ηθική κοινωνικοποίηση του ανθρώπου και ιδιαίτερα των νέων.

        Μπορούμε, όμως, να μιλάμε  για «Αισθητική της Γλώσσας»; Μπορούμε να υποστηρίξουμε πως και οι λέξεις εμπεριέχουν στο σώμα τους το στοιχείο-γνώρισμα της αισθητικής, όπως ένα ποίημα, ένα άγαλμα ή ένας ζωγραφικός πίνακας;

          H Γλώσσα-Λέξεις συνιστούν από τη φύση τους μία αισθητική δημιουργία και η λειτουργία τους εμπεριέχει πολλά στοιχεία αισθητικής. Κι αυτό γιατί στη Γλώσσα και στις Λέξεις μας αποκρυσταλλώνονται και αντανακλώνται οι πεποιθήσεις μιας κοινωνίας, οι αξίες της, η ηθική της, τα πρότυπα, τα ιδανικά, τα οράματα, τα προτάγματα και η γενικότερη βιοθεωρία της.

      Ο λαός θεωρεί πως «Η Γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Αυτή η παραδοχή από μόνη της μάς υποχρεώνει να δηλώσουμε πως οι λέξεις που χρησιμοποιούμε δεν είναι και τόσο αθώες. Κι αυτό γιατί με τη βοήθειά τους ορίζουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και ζούμε την πραγματικότητα (Φυσική και Κοινωνική).

      Η Γλώσσα, δηλαδή, δεν είναι ουδέτερη, ούτε μόνον εργαλείο κοινοποίησης των σκέψεων και  των συναισθημάτων μας. Η ίδια η Γλώσσα και οι Λέξεις είναι πηγές και φορείς νοημάτων. Διαμορφώνουν και ορίζουν το περιεχόμενο και την ποιότητα των νοημάτων μας.          

      Σε ένα άλλο επίπεδο-σύμφωνα και με τη γνώμη των ειδικών και των γλωσσολόγων-η Γλώσσα-Λέξεις διαμορφώνουν την ίδια την πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος τίποτε δεν μπορεί να αντιληφθεί και να ορίσει λογικά χωρίς τη συνδρομή των λέξεων. Χωρίς, δηλαδή, τη λέξη και το «όνομα» δεν υπάρχει και το αντικείμενο, η πραγματικότητα γενικότερα.

        Ο άνθρωπος, επομένως, υπάρχει και νοηματοδοτεί τη ζωή του με τη βοήθεια των λέξεων. Κατανοεί, ερμηνεύει την πραγματικότητα με εργαλείο τη Γλώσσα-Λέξη. Χρησιμοποιώντας άλλες λέξεις αντιλαμβάνεται και ορίζει την πραγματικότητα με άλλον τρόπο.

        Από όλα τα παραπάνω, λοιπόν, προκύπτει αβίαστα ως συμπέρασμα πως οι λέξεις που χρησιμοποιούμε τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό μας λόγο  αποκαλύπτουν και την Αισθητική μας. Μία κακή εκφορά των σκέψεών μας και μία κακή γραπτή διατύπωση των νοημάτων και της θέλησής μας υποδηλώνει άτομο με απουσία αισθητικής. 

                    

         Μερικοί δε στην αδυναμία τους να αλλάξουν την πραγματικότητα και να ελέγξουν τους όρους που διέπουν τη ζωή τους αλλάζουν τις λέξεις. Τέτοια είναι η δύναμη των Λέξεων, όπως και η Αισθητική τους. Σχετικά με αυτό τόνισε ο Γάλλος Πολιτικός Jean Jaures:

       “Όταν οι άνθρωποι δεν μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, αλλάζουν τις λέξεις”. 

       Για πολλούς ανώτερο κριτήριο αξιολόγησης ενός ανθρώπου είναι και η αισθητική των λέξεων που χρησιμοποιεί. Μπορεί αυτό να φαντάζει κάπως περίεργο, αλλά συνιστά μία πραγματικότητα. Ενδεικτική είναι εξήγηση που έδωσε ο Ελύτης για τον τρόπο με τον οποίο διάλεξε το ψευδώνυμο «Ελύτης»:

        “Οι λέξεις που ξεκινούσαν από «ελ» μού ασκούσαν πάντα μία μαγεία. Ελλάδα, Ελευθερία, Ελπίδα και μία Ελένη που ερωτεύτηκα”.

                                         Οι ξενόγλωσσες πινακίδες

         Επομένως, αν όλα συνηγορούν στην αξία της Αισθητικής της Γλώσσας μας και των Λέξεων που χρησιμοποιούμε πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε την κατά κόρον χρήση επιγραφών και πινακίδων με ξένους όρους; Αν όλοι οι ποιητές και διανοούμενοι  διακηρύσσουν την αισθητική της Ελληνικής Γλώσσας, εμείς πώς μπορούμε και επιλέγουμε σε δημόσιους χώρους τη χρήση πινακίδων με ξενικούς όρους;

      Ενδεικτική είναι η θέση του Άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνα για την αισθητική της Ελληνικής Γλώσσας:

      “…μια προνομιούχο μουσικότητα και γονιμότητα γλώσσα, που δίνει πνοή στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων”.

                         


                                        Το Forest  Park των Τρικάλων

         Ποια, λοιπόν, αισθητική και σκοπιμότητα επέβαλε τη χρήση του όρου Forest Park σε γνωστό χώρο αναψυχής των Τρικάλων; Πώς μπορούμε και με ποια επιχειρήματα να αποδομήσουμε τη θέση του μέγιστου Wittgenstein που διακήρυξε πως:

                     “Στο έσχατο βάθος η αισθητική και η ηθική συμπίπτουν”.

          κ. Δήμαρχε

     Αποτελεί στοιχείο δημοκρατικότητας και «Πολιτικής Αισθητικής» της λειτουργίας της δημοτικής αρχής όταν τείνετε ευήκοον ους σε επισημάνσεις συμπολιτών σας που στοχεύουν αποκλειστικά και μόνον στην υπεράσπιση της Ελληνικής Γλώσσας.

      Είναι στοιχείο προσωπικής ευαισθησίας όταν ως άτομο μπορείτε να διακρίνετε σε κάποια δημοσιεύματα συμπολιτών σας την αγωνία τους για την Αισθητική και απότοκη Ηθική που ενυπάρχει στο σώμα της Γλώσσας μας.

           Εξάλλου, αν το ξενόγλωσσο Forest Park δεν προσδίδει «προστιθέμενη αξία» στο χώρο, προς τι η χρήση του;

    

            O Andre Breton στην υπερβολή του είπε και μία αλήθεια για τη δύναμη της Λέξης:

        “Μια λέξη και όλα σώζονται. Μία λέξη και όλα χάνονται”.  

      Και πώς μπορούμε κ. Δήμαρχε να ακυρώσουμε και να «πληγώσουμε» τον ποιητή μας Γ. Σεφέρη που λαμβάνοντας το Βραβείο Νόμπελ (1963) είπε:

   «Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα…».