Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.5.16

Αρβελέρ: «Η Ελλάδα δεν γνώρισε Διαφωτισμό. Ποιός φταίει; Θα το πω, η εκκλησία»

Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ έχοντας αφιερώσει τη ζωή της στη μελέτη του Βυζαντίου μιλάει για την ελληνική ιστορική συνέχεια και τη διαλεκτική ανάμεσα στην πολιτική εμβέλεια του Βυζαντίου και τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας.
Θα έχετε παρατηρήσει πως υπάρχει ένας διχασμός στον ψυχισμό των Ελλήνων για το που ανήκουν. Αντί να αγκαλιάσουμε την ιστορία μας φαίνεται ότι μας βαραίνει τόσο πολύ που προσπαθούμε να ξεφύγουμε από αυτή αφήνοντας όμως αναπάντητο το ερώτημα για το που ανήκουμε στο χώρο και στον χρόνο.

Καλά αρχίζουμε, (γέλια) γιατί το ανήκειν είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί τους Έλληνες και δεν το λέει κανένας τελικά. Ο Καραμανλής «ανήκομεν εις τη Δύσην», ο Ζουράρις τα ανατολικά του, οι Έλληνες στο μεταίχμιον, μετέωροι. Άρα λοιπόν το ανήκειν είναι το μεγάλο πρόβλημα. Αλλά πριν από το ανήκειν υπάρχει το είναι και στο είναι δεν απαντάει πια κανείς. Γιατί δεν είσαι αυτό που είσαι, δεν είσαι αυτό που κάνεις, είσαι αυτό που έχεις . Απ' αυτήν τη στιγμή, όταν είσαι αυτό που έχεις, δεν ξέρεις τι είσαι.
Ο Χάιντεγκερ λέει ότι ο Λόγος είναι η σκέπη του Είναι και εμείς αυτή τη στιγμή, νομίζω, ότι έχουμε αγλωσσία.
Όχι, δεν είναι αγλωσσία, είναι πανγλωσσία. Ο καθένας λέει ότι να ΄ναι και είναι σύμφωνος με τον εαυτό του. Όλοι μιλάνε και κανείς δεν ακούει. Υπάρχει μια γενική κώφευσις, κουφαμάρα να το πούμε πολύ απλά, η οποία κάνει να είναι αυτός ο κόσμος σε μια αδράνεια νοητική.
Όμως και εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα, η διερεύνηση της ταυτότητας οδηγεί σε σύγκρουση ακόμη και με φίλους. Το Βυζάντιο δεν υπάρχει, εμείς δεν έχουμε καμία σχέση με την αρχαιότητα και στο ερώτημα τί είμαστε, ποιοι είμαστε, η απάντηση πλέον που κυριαρχεί είναι «είμαστε άνθρωποι».
Ναι, διότι σε αυτή τη συζήτηση επιστρατεύεις το παρελθόν που διαλέγεις και τι διαλέγεις; Διαλέγεις αυτό που λέμε στα πολύ καλά ελληνικά self esteem history. Ποτέ την άλλη. Από τη στιγμή που επιλέγεις αυτό το παρελθόν σημαίνει ότι δεν είσαι βέβαιος για το μέλλον, γιατί αν ήσουν βέβαιος για το μέλλον δεν θα έχεις ανάγκη να λες ότι δώσαμε τα φώτα στον κόσμο και να μην αναρωτιέσαι ποιος σου έδωσε τον ηλεκτρισμό.
Ναι και αρκετοί λένε ότι δώσαμε τα φώτα στον κόσμο και δεν καταφέραμε κάτι άλλο γιατί μέσα στην ιστορία χαθήκαμε, υπήρξε ένα Βυζάντιο και μια ορθοδοξία και ένας ανατολικός ασκητισμός που μας καθήλωσε την ώρα που υπήρχε ένας διαφωτισμός και εξέλιξη.
Το θέμα είναι ότι η Ελλάδα δεν γνώρισε Διαφωτισμό. Ποιος φταίει; Θα το πω, η εκκλησία. Αφόρισαν σχεδόν τον Βολταίρο και όλους αυτούς, ο μόνος διαφωτιστής στην Ελλάδα ήταν ο Ρήγας Φερραίος. Όταν τον σκότωσαν και αυτόν, ε… να μην τα λέω η εκκλησία δεν θρήνησε τον Ρήγα.

Εντάξει, αλλά υπάρχει και ένας αντίλογος για την εκκλησία. Για παράδειγμα, εάν διασώθηκαν γραπτά της ελληνικής γραμματείας και η γλώσσα ακόμη, διασώθηκαν μέσω της εκκλησίας.
Από ποια εκκλησία; Να τα βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Δύο μεγάλα ψέματα διδάσκουμε, και εδώ και σε όλη τη Ευρώπη. Το πρώτο είναι ότι η αρχαία γραμματεία σώθηκε από τους Άραβες. Αν είναι αλήθεια αυτό. τότε θέτω την εξής ερώτηση. Πού είναι ο αραβικός Όμηρος; Πού είναι ο αραβικός Θουκυδίδης; Πού είναι ο αραβικός Σοφοκλής, ο Ευριπίδης κτλ; Άρα τι κάναν οι Άραβες; Αυτό που έκαναν οι Άραβες, οι χριστιανοί των αραβικών χωρών, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, μετέφρασαν το Όργανο του Αριστοτέλη, τον Πτολεμαίο, τους γεωγράφους και λοιπά. Και αυτό για διοικητικούς λόγους. Όπως είχαν και αυτοί μία αχανή αυτοκρατορία, με το χαλιφάτο της Βαγδάτης κυρίως, αναγκάστηκαν να έχουν ένα εγχειρίδιο διοικητικό και το έκαναν.
Αλλά και ο Αριστοτέλης ο αραβικός δεν είναι ο Αριστοτέλης ο τελειωτικός με τη μορφή που τον ξέρουμε σήμερα. Και όλα αυτά σωθήκανε μέσα από τα σκριπτόρια, δηλαδή τα αντιγραφικά εργαστήρια των μοναστηριών της Κωνσταντινούπολης. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι αλήθεια ότι τα έσωσε η εκκλησία. Αυτή που τα έσωσε ήταν η Αυτοκρατορία και είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος στις αρχές του 10ου αιώνα μαζεύει όλα τα έγγραφα από τα ελληνικά κείμενα, από τα μοναστήρια και αλλού για να κάνει την πρώτη εγκυκλοπαίδεια. Και πράγματι καταφέρνει και κάνει την πρώτη εγκυκλοπαίδεια. Όλο το φοιτηταριό της εποχής κάνει τις πρώτες συνόψεις, τα συντάγματα κτλ. Εάν δεν υπήρχαν αυτοί, δεν θα είχαμε τίποτα.
Άλλωστε, διατείνομαι ότι επειδή έχουμε τα fragmenta ιστορικών και άλλα, όταν τους μάζεψε ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος έκαναν μια εγκυκλοπαίδεια κατά θέματα, δηλαδή ήταν μια εγκυκλοπαίδεια με 55 θέματα πάνω κάτω περί κυνηγίου, περί ιατρικής και άλλων θεμάτων και αυτοί που την έφτιαχναν είχαν τα θέματα και επιλεκτικά ψαλίδιζαν. Αυτό διατείνομαι, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω. Όπως και να έχει, ακόμη και αυτά που λέμε αραβικά κείμενα είναι κατά κάποιο τρόπο βυζαντινής προέλευσης.
«Δύο μεγάλα ψέματα διδάσκουμε, και εδώ και σε όλη τη Ευρώπη. Το πρώτο είναι ότι η αρχαία γραμματεία σώθηκε από τους Άραβες. Το δεύτερο ψέμα είναι ότι χάρη στη τη φυγή των Κωνσταντινοπολιτών, έπειτα από την Άλωση της Πόλης το 1453, έγινε η Αναγέννηση» Πώς σχολιάζετε το επιχείρημα ότι το Βυζάντιο ήταν σκοταδισμός και ευθύνεται για το χαμό του ελληνικού πολιτισμού ή ότι ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές;
Προσέξτε να μην περνάμε τους αιώνες σαν είναι καθημερινότητα. Βρισκόμαστε ακόμα στον έκτο αιώνα, περίπου στο 527 όταν ακόμα υπάρχουν ειδωλολάτρες στην αυτοκρατορία. Η τελευταία καταδίωξη. ο διωγμός των ειδωλολατρών, του Δωδεκάθεου, διότι ουδέποτε ήταν ειδωλολάτρες οι αρχαίοι. Η μεγάλη επικοινωνιακή επιτυχία των Χριστιανών είναι να κολλήσουν τη ρετσινιά του ειδωλολάτρη στην αρχαία θρησκεία που δεν είχε καμία σχέση με τα είδωλα.

Στη νεαρά ο Ιουστιανός γράφει «οι τα μισαρά των Ελλήνων πρεσβεύοντες»…Ποιοι είναι οι Έλληνες; Η λέξη Έλληνας στα βυζαντινά σημαίνει ειδωλολάτρης, Τέλος πάντων, οι Έλληνες δεν έχουν δικαίωμα ούτε να διδάξουν, είναι, πώς να το πούμε, ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Ο Ιουστινιανός κλείνει την νεοπλατωνίζουσα σχολή των Αθηνών, αλλά ούτε καίει ούτε καταστρέφει και τότε φεύγουν οι καθηγητές και πάνε στην Περσία. Από εκεί αρχίζει ο μεταφραστικός ζήλος, πρώτα στα συριακά και μετά, όπως οι Άραβες φτάνουν τον έβδομο πια αιώνα στη Δαμασκό και έχουν καταλάβει όλη αυτή την περιοχή, αρχίζει και η πρώτη μετάφραση που γίνεται τελική στη Βαγδάτη, δηλαδή έναν αιώνα ακόμη μετά.
Εκείνο που δεν δέχονται πια οι Αραβες είναι όταν ο Ομάρ καταλαμβάνει την Αλεξάνδρεια γύρω στο 647, καίει την βιβλιοθήκη για να ζεστάνουν τα λουτρά. Όταν έγιναν τα εγκαίνια της νέας βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και πήγαν οι Ρωμιοί αυτά τα κείμενα τα βυζαντινά, οι Άραβες τους διώξανε και τελικά επέστρεψαν πίσω χωρίς το συγκεκριμένο ιστορικό κείμενο.
Το δεύτερο ψέμα είναι ότι χάρη στη τη φυγή των Κωνσταντινοπολιτών, έπειτα από την Άλωση της Πόλης το 1453, έγινε η Αναγέννηση. Αυτό λοιπόν να το αφήσουμε λίγο στο βεστιάριο, γιατί αυτοί οι οποίοι φύγανε, βρήκανε Τσιμαμπούε, βρήκανε Φραντζέλικο, βρήκανε Τζιότο βρήκανε Ντάντε. Αυτά λοιπόν είναι τα ψέματα που λέμε. Ότι δηλαδή οι Άραβες έκαναν τη διάσωση της ελληνικής γραμματείας και οι βυζαντινοί έκαναν την Αναγέννηση της Δύσης. Αυτά είναι τα δύο μεγάλα ψέματα. Άλλο εάν οι βυζαντινοί φέραν φεύγοντας τη γνώση της αρχαίας γλώσσας. Γραμματική, συντακτικά λεξικά είναι από τους φυγάδες, αλλά εάν δεν ήταν ο Γουτεμβέργιος και η ανανέωση πραγμάτων και γραμμάτων στη Δύση δεν θα έφερναν την αλλαγή οι πέντε που έφυγαν από την Πόλη και οι οποίοι χαθήκαν και για το Γένος και για την Ορθοδοξία. Να μην ξεχνάμε ότι ο Βησαρριώνας κόντεψε να γίνει και Πάπας. Έγινε καρδινάλιος και όλα τα βιβλία του, τα οποία μετέφερε στη Δύση τα άφησε στη βιβλιοθήκη της Βενετιάς. Είναι η πρώτη μαγιά για την Μαρκιανή βιβλιοθήκη της Βενετίας.
«Η μεγάλη επικοινωνιακή επιτυχία των Χριστιανών είναι να κολλήσουν τη ρετσινιά του ειδωλολάτρη στην αρχαία θρησκεία που δεν είχε καμία σχέση με τα είδωλα»
Πότε αρχίζει να υπάρχει συνείδηση της ελληνικότητας στο Βυζάντιο, αν υπάρχει;
Ουδέποτε το όνομα Έλλην ξαναβρήκε όλη του την αίγλη, αλλά το Ρωμηός, Ρωμαίος, σήμαινε Έλληνας το γένος και τη γλώσσα, η οποία γλώσσα ήταν γραικική και τα ήθη ρωμαϊκά. Όταν πάει να παντρευτεί μία πριγκίπισσα δυτική έναν μέλλοντα αυτοκράτορα του Βυζαντίου, είμαστε στον ένατο αιώνα, εκεί λέει: “Στέλνουμε έναν Πρωτοσπαθάριο για να της μάθει τη γραικική γλώσσα και ήθη ρωμαϊκά. Αυτά είναι τα βυζαντινά. Πότε όμως οι βυζαντινοί αποκτούν τη συνείδηση της ελληνικής συνέχειας; Έχω μία απόδειξη αδιάψευστη. Αυτό λοιπόν συμβαίνει όταν οι βυζαντινοί αρχίζουν και λένε ότι οι Τούρκοι είναι Πέρσες Αχαιμενίδες. Και ερωτώ τι σχέση έχουν οι Τουρκομάνοι, Αηδίνογλου, Μεντεσέ, Καραμανλήδες, Οθωμανοί κτλ με τους Πέρσες. Δεν έχουν καμία σχέση.

Προσπαθούν να αποδείξουν ότι, όπως οι μαραθωνομάχοι και οι σαλαμινομάχοι έδιωξαν και κατάφεραν να απωθήσουν τους Πέρσες, έτσι θα κάνουνε και αυτοί. Οπότε αναγνωρίζουν κατά κάποιο τρόπο τη συνέχεια. Όταν ο Μανουήλ ο Παλαιολόγος, είμαστε αρχές του 15ου αιώνα τώρα, θέλει να ζητήσει κάποια βοήθεια απ΄ έξω ο Γεμιστός ο Πλήθων του λέει: «μη διστάσεις να ζητήσεις ότι θέλεις, γιατί αυτό θα είναι αντίδωρο απ' όσα έχουμε δώσει».
Και άλλωστε, για να γυρίσω τώρα πίσω στους αιώνες, ήδη όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης θέλει να επαναφέρει την αρχαία θρησκεία και ονομάζει τους χριστιανούς Γαλιλαίους απαγορεύοντάς τους να χρησιμοποιήσουν ως και την ελληνική γλώσσα, διότι γλώσσα της διανοίας και του άλλου πράγματος, τότε ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός του στέλνει την περίφημη διατριβή «τίνος το ελληνίζειν» και αποδεικνύει ότι τα πάντα, τα πάντα, τα έχουν παραλάβει και οι χριστιανοί από τους αρχαίους, πλην ενός - της παιδεραστίας. Το ότι έχουμε κάποια συνέχεια, η οποία οπωσδήποτε είναι γλωσσική αλλά και διανοητική, εάν θέλετε, φαίνεται και όταν ο Μέγας Βασίλειος λέει στους νέους: «να διαβάζετε τα αρχαία κείμενα». Τότε οπωσδήποτε γλωσσικά είμαστε μέσα στην εξέλιξη. Και όταν οι βυζαντινοί μιλούν για δημοτική, τα γεωγραφικά κείμενα, η λιτή γλώσσα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η δημοτική. Για να μη μιλήσουμε για τα νοταριακά, για τα έγγραφα των πωλήσεων που είναι γραμμένα στην απλοϊκή δημοτική γλώσσα που μιλούσε ο Μακρυγιάννης και που μιλάμε, που λέει ο λόγος, μέχρι τα σήμερα.
«Ουδέποτε το όνομα Έλλην ξαναβρήκε όλη του την αίγλη, αλλά το Ρωμηός, Ρωμαίος, σήμαινε Έλληνας το γένος και τη γλώσσα, η οποία γλώσσα ήταν γραικική και τα ήθη ρωμαϊκά» Δηλαδή, πώς αντιλαμβάνονταν την ελληνικότητα τους τότε;
Η ελληνικότητα είναι πρώτα απ΄όλα ελληνογλωσσία και ελληνοφωνία, έπειτα μια συνείδηση συνέχειας ιστορικής, αλλά αυτοί που το κάνουν λέγονται Ρωμιοί. Μάλιστα υπάρχουν ένα σωρό κείμενα που μιλούν για καθαρούς Ρωμαίους, γιατί αυτοί που ήτανε στα σύνορα και οι οποίοι στα μεν βόρεια έχουνε επαφή με τους Σλάβους, στα δε ασιατικά με τους Άραβες, είναι μιξοέλληνες ή μιξοβάρβαροι, ενώ οι καθαροί Έλληνες, οι καθαροί Ρωμαίοι είναι αυτοί της Πόλης. Οπότε ελληνοφωνία από τη μια μεριά και συνείδηση της ιστορικής συνέχειας, αυτά τα δύο κάνουν κατά κάποιο τρόπο μία πτυχή της ταυτότητας της βυζαντινής η οποία όμως πάνω από όλα είναι -και το υπογραμμίζω- η συνείδηση έθνους χριστιανών. Το λέει ο ίδιος ο Λέων ο 6ος στα τακτικά του ότι «αγωνιζόμεθα υπέρ των αλυτρώτων αδελφών ως έθνος χριστιανών» οπότε χριστιανοί ελληνόφωνοι με ρωμαϊκή καταβολή όσον αφορά τα διοικητικά πράγματα.

Αυτή είναι η ρωμιοσύνη την οποία αποποιηθήκαμε μολονότι είναι σύγκαιρη της ιστορίας. Όπως γράφει και ο Μιχαηλίδης ο ποιητής ο Κύπριος την αποποιηθήκαμε, γιατί όπως δεν ελευθερώσαμε την κοιτίδα του γένους, την Πόλη, είπαμε κάνοντας πρωτεύουσα ένα λασποχώρι τότε το 1830, ότι είμαστε απόγονοι του Περικλή και έκτοτε ούτε ένα κείμενο βυζαντινό δεν διδάσκεται στα σχολειά. Όλοι ξέρουν το Έρως ανίκατε μάχαν και τα λοιπά αλλά κανένας δεν ξέρει τι εστί Άννα Κομνηνή, τι εστί Ατταλειάτης, τι εστί Προκόπιος και τα λοιπά και τα λοιπά…
Μα και όταν μας ιδρύουν το κράτος προσπάθησαν να εξαλείψουν τα 1000 χρόνια Βυζαντίου και ο Κοραής πήγε να φτιάξει μια άλλη γλώσσα καθαρή. Πίστεψαν πως για να γίνουμε Έλληνες θα πρέπει να γίνουμε πρώτα Δυτικοί.
Αποφεύγω ως ιστορικός να λέω ποιο ήταν το σκεπτικό τους, Δεν ξέρουμε τίποτα. Το μόνο που ξέρουμε από τον Κοραή είναι ότι είπε πως με το να θεωρούν οι Έλληνες τον εαυτό τους απόγονο του Μιλτιάδη και του Λεωνίδα θεωρούν ότι 400 χρόνια ήταν αιχμάλωτοι και όχι δούλοι. Έχουμε αυτή την η ρετσινιά των 400 χρόνων. Aυτά τα 400 χρόνια βάζουν σε παρένθεση και όπως δεν έχουν και την Πόλη, δεν ξέρουν το Βυζάντιο, γιατί Κωσταντίνουπολη ίσον Βυζάντιο. Ή την ξέρεις ή δεν την ξέρεις. Οι Ρουμάνοι έχουν κάνει την αγιοποίηση της Κωσταντίνουπόλης. Eάν πάτε στο Κουμόρο, στο Βορονέτς, θα δείτε ότι έχουν την άλωση της Κωσταντινουπόλεως ως εικόνα. Ο μόνος ο οποίος κάνει ακριβώς την ίδια προσπάθεια είναι ο Μακρυγιάννης. Όταν παραγγέλνει τους 23 πίνακες για τις μάχες της απελευθέρωσης στον Παναγιώτη Ζωγράφο, τί του λέει; Ο πρώτος πίνακας είναι η Άλωση της Πόλης. Άρα από εκεί αρχίζουμε, από την Άλωση της Πόλης γινόμαστε οι νεοέλληνες και ο Μακρυγιάννης το ξέρει καλύτερα από τον καθένα.
Να ακόμη ένα πρόβλημα: η ίδρυση το ελληνικού κράτους αφήνει πολλούς Έλληνες απ΄έξω. Και έχουμε και μια Μικρά Ασία…
Μια στιγμή, μια στιγμή, εδώ είναι το μεγάλο πρόβλημα. Η αρχαία ιστορία αθηνειάζει, η νεοτάτη ιστορία πελοποννησιάζει, η δε μεσαιωνική ιστορία βυζαντινίζει. Δηλαδή τι θέλω να πω, δεν υπάρχει διασπορά τότε, υπάρχει ρήξη της οργανικής συνέχειας του ελληνισμού. Δηλαδή απελευθερώνεται ένα μικρό κομμάτι του ελληνισμού, τα κατωτικά που λέγαν οι βυζαντινοί. Οπότε ο ελληνισμός δεν ταυτίζεται με τον ελλαδισμό και αυτή η μη ταύτιση του ελληνισμού με τον ελλαδισμό, αν μπορώ να το πω έτσι και κυρίως των πρώτων χρόνων της απελευθέρωσης δημιουργεί δύο πράγματα: πρώτον, τη Μεγάλη Ιδέα και δεύτερον, τον πόλεμο υπέρ αλυτρώτων και τις χαμένες πατρίδες. Και αυτές οι χαμένες πατρίδες… η εμφάνιση του συγκεκριμένου όρου για πρώτη φορά είναι από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, όταν φτάνει στην Πόλη το 1261 ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση από τους Φράγκους και την ξαναχτίζει και κάνει τότε τον αετό δικέφαλο. Δεν ήταν ποτέ ο βυζαντινός αετός δικέφαλος, για να βλέπει και Ανατολή και Δύση, τότε λέει «θα ανακτήσουμε τας χαμένα πατρίδας», όπως έγινε με την Πόλη την οποία άλλωστε είχαμε χάσει, «εξαιτίας των δικών μας αμαρτιών» που λέει και ο Λάσκαρης. Οπότε είχαμε την ίδρυση της Μεγάλης Ιδέας και μετά τη συνεχή συρρίκνωση του βυζαντινού ελληνισμού. Η τελευταία συρρίκνωση βέβαια είναι το 1922, η οποία συρρίκνωση είναι και το τέλος ακριβώς της Μεγάλης Ιδέας.
«Η αρχαία ιστορία αθηνειάζει, η νεοτάτη ιστορία πελοποννησιάζει, η δε μεσαιωνική ιστορία βυζαντινίζει»
Έχουμε τουλάχιστον δύο ημερομηνίες ορόσημα, 1204 και 1453 και όπως υποστηρίζουν αρκετοί ιστορικοί φαίνεται πως υπάρχει μια σύγκρουση μεταξύ αυτού που ονομάζουμε Δύση και ελληνισμού και πως ο Δυτικός πολιτισμός δημιουργήθηκε contra graecorum.
Ε, δεν τα αφήνουμε αυτά…Πάντα στο επίκεντρο εμείς; (γέλια) Όταν το 476 καταστρέφεται το δυτικό ρωμαϊκό κράτος τί γίνεται; Αρχίζουν Γότθοι, Βησιτγότθοι, Φράγκοι, Σάξονες και άλλοι και κάνουν τις επιδρομές τους. Κάποια στιγμή η μόνη εξουσία η οποία είναι ενοποιός εις τη Δύση είναι ο Πάπας, είναι η θρησκεία. Αυτή η θρησκεία είναι που κάνει και τους μεγάλους πολέμους, όταν κάνει τις σταυροφορίες και φτάνει μέχρι την Αίγυπτο και παρακάτω. Περίμενε και εκείνος ο κακομοίρης ο Αλέξιος ο Κομνηνός να έρθουν οι σταυροφόροι για να απελευθερώσει την Νίκαια και ένα σωρό πόλεις που είχαν πάρει οι Τούρκοι. Ευτυχώς τις ελευθερώσανε και του τις δώσανε. Να τα αφήσουμε αυτά. Το μόνο είναι ότι η Δύση εκμεταλλεύθηκε πάντοτε την Ανατολή, πάντοτε. Και όπως λέω συχνά η Ανατολή της Δύσης είναι η Δύση της Ανατολής.

Πώς όμως μας εκμεταλλεύθηκαν. Είναι λίγο σαν να λέμε μας εκβίασαν. Δηλαδή οι Νορμανδοί έχουν πάρει την Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο,την Κεφαλλονιά, το Φισκάρδο, μέχρι το 1185 έχουν πάρει τη Θεσσαλονίκη, έχουν καταστρέψει Θήβες, πράγματα θάματα. Και οι βυζαντινοί κάνουν τις συμμαχίες με τους Βενετούς γιατί οι βενετσιάνοι δεν θέλουν να αποκλειστούν, καθώς οι Νορμανδοί έχοντας το Δυρράχιο και έχοντας και το Μπάρι, ήλεγχαν την κάθοδο των βενετσιάνων στη Μεσόγειο. Όμως, έχουν συμφέρον οι βενετσιάνοι να βοηθήσουν τους βυζαντινούς, προκειμένου να διώξουν τους Νορμανδούς από την ανατολική ακτή. Τότε είναι που αρχίζουν τα περίφημα προνόμια που δίνουν οι βυζαντινοί σε όλη την Ιταλία. Είναι μια εποχή όπου υπάρχει οικονομική και στρατιωτική υποδούλωση. Ξέρετε, το σχίσμα του 1054 δεν το είχε καταλάβει ψυχή και αν δεν υπήρχε ένα κείμενο, ένα μόνο, δηλαδή ο Επιτάφιος του Ψελλού, για τον Μιχαήλ τον Κηρουλάριο τον πατριάρχη, δεν θα ξέραμε ότι είχε γίνει σχίσμα. Αργότερα αρχίζουν να τονίζονται οι διαφορές όπως με τους ιερείς, π.χ. εάν έχουν γένια ή δεν έχουν κτλ.
Στην άλωση όμως τι γίνεται; Γιατί υποστηρίζεται πως επιλέχθηκε ο Τούρκος…
Όχι, όχι, όχι! Εδώ τώρα θα κάνουμε μεγάλη δουλειά! Όταν αρχίζουν οι Τούρκοι να καταλαμβάνουν την Μικρά Ασία, είμαστε στον 14ο αιώνα. Έχουμε το 1391 ακόμη τη Φιλαδέλφεια ελεύθερη. Η Φιλαδέλφεια η οποία είναι μεταξύ της Σμύρνης και της Κιουτάχειας, είναι ένα ελεύθερο σχεδόν κρατίδιο με τον Θεόληπτο τον μητροπολίτη της και δίνει κάτι φόρους στους Τούρκους οι οποίοι έχουν κατακλύσει όλη την αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί είναι λιγότερο ισχυροί απ΄όλους και γιατί γίνονται ισχυροί; Γιατί είναι απέναντι από την Πόλη και μπορούν και περνούν απέναντι. Όμως δεν είναι αυτοί που έχουν περάσει πρώτοι απέναντι. Πρώτοι είναι οι Γιαξή.
Το 1321 υπάρχει η μαρτυρία ενός βυζαντινού που πάει από την Πόλη να δει τον πεθερό του στα Γανοχώρια και στη διαδρομή βλέπει κατεστραμμένες εκκλησίες από τους Τούρκους. Όμως ποιοι είναι αυτοί οι Τούρκοι, εφόσον οι Οθωμανοί περάσαν απέναντι το 1355 όταν έγινε ο σεισμός της Καλλίπολης. Είναι οι Γιαξήδες (Γιαξή) οι οποίοι περνούν μαζί με τους Καταλανούς, που έχουν πάρει την Έφεσο, αυτούς δηλαδή που έχουν έχουν φέρει οι βυζαντινοί εναντίον των Τούρκων. Τα κάνουν δηλαδή οι Καταλανοί πλακάκια με τους Τούρκους και έτσι οι Τούρκοι πάνε προς τα πάνω και οι Καταλανοί φτάνουν μέχρι την Αθήνα και κάνουν καταλανικό κράτος. Οπότε η μέριμνα των βυζαντινών εκείνη την εποχή είναι η άμυνα εναντίον των Τούρκων, όμως δεν τα καταφέρνουν. Κάνουν παρά φύσιν συμμαχίες.

Αλλά όταν επί Μανουήλ Παλαιολόγου γίνεται η μεγάλη εκστρατεία εναντίον της Πόλης, ο Ιωάννης, ο γιος του Μανουήλ, ζητά από τον πατέρα του να κάνουνε αντίσταση εναντίον των Τούρκων. Απαντά α ο Μανουήλ: «ού χρείαν έχομεν αυτοκράτορος αλλά οικονόμου», δηλαδή μας χρειάζεται οικονόμος και όχι αυτοκράτορας. Έχει έχει γίνει η συρρίκνωση της συρρίκνωσης, τους έχει μείνει μόνο η Πόλη και αυτή πως… Έχουν κατέβει οι Βλάχοι και τα αλβανικά φύλα προς τη Θεσσαλία, ο Μυστράς είναι αποκομμένος, η Τραπεζούντα έχει τη δική της αρχή, η Νίκαια έχει καταστραφεί από τους Τουρκομάνους. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα και η μόνη αντίσταση που γίνεται είναι, θα λέγαμε, νοητική.
Ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος καταλαβαίνει ένα πράγμα, ότι αν δεν τον βοηθήσει η Δύση δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Έτσι, για να πετύχει την βοήθεια της Δύσης, κάνει την Ένωση, με αποτέλεσμα ο Γεννάδιος Σχολάριος και οι ανθενωτικοί να προβούν σε ανάθεμα. Τοιχοκολλούν ανάθεμα εναντίον του Κωνσταντίνου, όταν αυτός βρίσκεται στις επάλξεις του Αγίου Ρωμανού. Δίπλα του βρίσκεται ο Τζουστινιάνι ένας Γενοβέζος καθολικός με 800 άντρες και ο Ισίδωρος Μητροπολίτης του Κιέβου, Έλληνας ο οποίος έχει γίνει καθολικός και έχει σταλεί από τον Πάπα. Ο Τζουστινιάνι σκοτώνεται και ο Κωνσταντίνος φωνάζει «δεν θα βρεθεί κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;».
Πού είναι η εκκλησία, πού είναι η εκκλησία; Και ο Νοταράς, ο αρχηγός του στόλου, λέει το περίφημο: «προτιμώ καφτάνι Τούρκου πάρα παπική τιάρα». Και όταν ο Μωάμεθ μπαίνει στην πόλη και επί τρεις ημέρες ψάχνει να βρει που είναι κρυμμένοι οι στρατιώτες, γιατί δεν έχει καταλάβει ότι τέτοια αντίσταση γίνεται από τους πέντε που έχουν σκοτωθεί εκεί πάνω στις επάλξεις, αυτό που κάνει είναι να χρίσει τον Σχολάριο αρχηγό του Μιλιέτ! Δηλαδή όλης της ορθοδοξίας, Βούλγαρους, Σέρβους κτλ, και τί κάνει η εκκλησία; Σώζει τα βακούφια δηλαδή την περιουσία της. Πείτε μου, πού είναι η αυτοκρατορική περιουσία;
«H Δύση εκμεταλλεύθηκε πάντοτε την Ανατολή, πάντοτε. Και όπως λέω συχνά η Ανατολή της Δύσης είναι η Δύση της Ανατολής»
Δηλαδή ο ρόλος της εκκλησίας είναι τόσο αρνητικός;
Να καταλάβουμε γιατί η εκκλησία έχει το δικέφαλο αετό, από πού και ως πού, ποιος κληρονομεί το δικέφαλο αετό, είναι άγιος ο αετός; Όχι, είναι η εξουσία η βυζαντινή και όλα αυτά με τη σύμφωνη γνώμη των Τούρκων. Αλλά κατάφερε η εκκλησία δύο πράγματα: πρώτον να πει αυτό που που σας έλεγα πριν για το Διαφωτισμό και δεύτερον να μιλήσει για κρυφά σχολειά. Ποια κρυφά σχολειά; Όταν έχουμε τόσες βιβλιοθήκες, τόσους σοφούς, όταν έχουμε έγγραφα της εποχής που λένε για τα σχολειά που υπήρχαν …αν τα βάλουμε κάτω θα δούμε ότι δεν είναι τα σχολεία της Πόλης και της Σμύρνης μονάχα, αλλά είναι και τα ρουμελιώτικα σχολειά και πολλά άλλα. Ποιά κρυφά σχολεία; Ίσως να υπήρχαν περιοχές όπου ο αγάς να αντιδρούσε και να εμπόδιζε τη λειτουργία τους και σε αυτή την περίπτωση πηγαίνανε τα παιδιά τους, όπως και οι βυζαντινοί, στα μοναστήρια για να μάθουν γράμματα. Αλλά να μην μιλάμε για το κρυφό σχολειό και το μοναστήρι που έσωσε την Ελλάδα, όλα αυτά είναι υπερβολές.
Υπάρχει και υποστηρίζεται η άποψη ότι η Δύση δεν βοήθησε, ότι ήταν ανθελληνική.
Τι ανθελληνική, όταν έπεσε η Πόλη μέχρι και ο Πάπας δάκρυσε. Ένας Πολωνός έγραψε πως «έγινε η χριστιανοσύνη μονόφθαλμος». Επίσης έχουνε κάνει τόσες σταυροφορίες εναντίον των Τούρκων (Contra Turkum) και άλλωστε δεν έχουνε και τα μέσα, μη ξεχνάτε ότι η μια δύναμη μετριέται με την άλλη.
Εξακολουθώ να νομίζω ότι υπάρχει κάποια κάποια κόντρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ακόμη και πριν μερικά χρόνια όταν ξεκίνησαν τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μουσείου δεν συμπεριέλαβαν το Βυζάντιο και, εάν δεν απατώμαι, άλλαξε η στάση τους έπειτα από δική σας παρέμβαση.
Εντάξει, αυτό τελείωσε, έπειτα από το βιβλίο μου έγινε μεγάλος ντόρος και ξέρετε είναι το μοναδικό βιβλίο που έχω γράψει στα εγγλέζικα, «The making of Europe». Το έστειλα τότε σε όλους τους ευρωβουλευτές. Υπεύθυνος της επιστημονικής επιτροπής του Μουσείου της Ευρώπης στις Βρυξέλλες ήταν ο Ελί Μπαρναβί, ο οποίος είναι πολύ καλός επιστήμονας εβραϊκής καταγωγής και ο όποιος, τέλος πάντων, έβγαλε έξω και τους Άραβες και ήθελε να ξεκινά η Ευρώπη από τον Καρλομάγνο. Όμως μετά το βιβλίο μου και την κινητοποίηση που υπήρξε, αυτά τελείωσαν.
«Αν δεν υπήρχε η Ευρώπη, δεν θα υπήρχαν οι διανοούμενοι οι οποίοι κάνανε τη Φιλική Εταιρεία και όλοι αυτοί που κατάφεραν στη συνέχεια να ορθοποδήσει ο τόπος. Είμαστε αυτό που μας συμφέρει. Έχουμε καταντήσει να κάνουμε την ιστορία με λέξεις που μας συμφέρουν»
Γιατί υπάρχει αυτός ο φόβος και η αντιπαλότητα του Έλληνα με τον Ευρωπαίο, γιατί αυτή η καχυποψία. Θέλουμε να είμαστε στην ΕΕ και από την άλλη αντιδρούμε…
Είναι το αντιλατινικόν μίσος. Δηλαδή από το 1204 και μετά αρχίζει η Πόλις να μη λέγεται πια νέα Ρώμη, είμαστε ανθενωτικοί αν θέλετε ορθόδοξοι, η ορθοδοξία διατηρεί όλο το αντί λατινικό, αντιδυτικό, αντί προτεσταντικό μίσος. Έρχεται ο Πάπας εδώ και δεν τον αφήνουν να πάει στον Άθω, άγρια πράγματα δηλαδή. Το μεγάλο διαζύγιο λοιπόν είναι το 1204. Αλλά να ξέρετε ότι αν δεν υπήρχε η Ευρώπη, δεν θα υπήρχαν οι διανοούμενοι οι οποίοι κάνανε τη Φιλική Εταιρεία και όλοι αυτοί που κατάφεραν στη συνέχεια να ορθοποδήσει ο τόπος. Είμαστε αυτό που μας συμφέρει. Έχουμε καταντήσει να κάνουμε την ιστορία με λέξεις που μας συμφέρουν. Δεν μας βοηθάνε οι Ευρωπαίοι, μας εκμεταλλεύονται, δεν είναι η τρόικα, είναι οι θεσμοί, δεν είναι το μνημόνιο, είναι το πρόγραμμα, δεν είναι φόροι, είναι τα ισοδύναμα. Αυτά είναι πράγματα που μας βάζουν πάντα εναντίον του φταίχτη και ποιος είναι για εμάς ο φταίχτης; Είναι πάντα η μεγαλύτερη δύναμη, πάντοτε αυτοί από τους οποίους εξαρτόμαστε και ξεχάσαμε ότι, εάν δεν ήταν οι φιλέλληνες, οι μεγάλες δυνάμεις, δεν θα υπήρχε από το 1830 η Αθήνα αλλά ίσως να ήταν ο Ιμπραήμ ακόμη εδώ…
Σήμερα υπάρχει πρόταση που να μας βοηθά να ξεφύγουμε από αυτή τη μειονεξία που έχουμε; Επαναφέρω και πάλι το ερώτημα: πώς μπορούμε να βρούμε την ταυτότητά μας;
Απλώς να γίνουμε αυτό που είμαστε.

Τι είμαστε;
Είμαστε η δουλειά μας, τι κάνουμε, όχι τι κάναν οι άλλοι για μας, ούτε τι κάνει ο διπλανός μας. «καθείς εφ' ω ετάχθη».
Το γεγονός ότι είσαστε Ελληνίδα σας βοήθησε στη σταδιοδρομία σας;
Για να γίνω καθηγήτρια στη Σορβόννη πριν το 1967, έπρεπε να κάνω 123 επισκέψεις σε όλους καθηγητάδες. Ο τότε κοσμήτορας της Σορβόννης μου λέει:«κυρία Αρβελέρ πείτε τους ότι είσαστε Ελληνίδα» και τον ρωτάω για ποιο λόγο. Αυτό που μου απάντησε ήταν: «για να μη σας πάρουνε για Ρουμάνα ή κάποια άλλη εθνικότητα». Άρα ήταν ένα πλεονέκτημα. Άλλο ζήτημα τι έγινε μετά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισα ήταν ότι ήμουν γυναίκα. Όπως και να έχει, περνούν τα χρόνια και γίνομαι πρύτανης και καγκελάριος των Παρισίων, δηλαδή όλων των πανεπιστημίων και με ρωτάει ο Πάπας, ο οποίος ήταν Πολωνός, πόσοι Πολωνοί φοιτούν στη Γαλλία,τι κάνουν κτλ. Οπότε λέω εγώ στα παιδιά, άντε βρε παιδιά βρείτε πόσοι ξένοι είναι, τι κάνουν και πάει λέγοντας. Και αρχίζουν και φτάνουμε και στους Έλληνες και μου λένε ότι είναι τελευταίοι και μην ακούσω το άλλο ψέμα ότι είμαστε οι καλύτεροι της παρέας.
«Βρε παιδιά, τελευταίοι; Ξεχάσατε ότι είμαι Ελληνίδα; »«Το μόνο κομπλιμέντο που μπορούσαμε να σας κάνουμε μου είπαν». Τριάντα χρόνια μετά σ΄ένα ταξί μέσα ο οδηγός, ο ταξάτορας λέει πως πρέπει να βοηθήσουμε τους Ισπανούς που έχουν πρόβλημα ,όχι σαν τους Έλληνες. «Βρε συ του λέω και εγώ Ελληνίδα είμαι…» «Α, μα εσείς είσαστε η εξαίρεση».
Πώς θα ξεφύγουμε από αυτό;
Ακούστε, εγώ κράτησα την προφορά μου στα γαλλικά, ούτε να κάνω τη Γαλλίδα ούτε τίποτα…Είμαι πρύτανης όλων των πανεπιστημίων και μου τηλεφωνούν ένα βράδυ Κυριακής από το Παρίσι έξι, το μεγαλύτερο τεχνολογικό Πανεπιστήμιο, ότι είναι αναρχικοί σε μια αίθουσα και σπάνε τα πάντα. Τους λέω «πέστε μου πού ακριβώς» και τηλεφωνώ στον αρχηγό της γαλλικής αστυνομίας, όχι του Παρισιού αλλά στον επικεφαλής όλης της γαλλικής αστυνομίας και του λέω: «Θα πάτε στο τάδε μέρος και δεν θα τους διώξετε, θα τους συλλάβετε, θα τους περάσετε από αυτόφωρο και θα τους κλείσετε μέσα» και μου λέει «κυρία Αρβελέρ ευτυχώς που κρατήσετε την προφορά σας γιατί έτσι ξέρουμε ότι είστε εσείς που τηλεφωνείτε και είμαστε σίγουροι ότι αύριο θα μας δώσετε και τη διαταγή γραπτώς». Πήγαν τους πιάσανε και δεν κουνάει ψυχή πλέον. Φυλακή, όχι σαχλαμάρες.
«Είμαστε η δουλειά μας, τι κάνουμε, όχι τι κάναν οι άλλοι για μας, ούτε τι κάνει ο διπλανός μας. «καθείς εφ' ω ετάχθη».» Έχετε ελπίδα για τον τόπο;
Μεγάλη…Θα σας πω γιατί (γελάει) θα το πω... Υπάρχουν τα νέα παιδιά, αυτά τα νέα παιδιά, ούτε ιστορία ξέρουν, ούτε θέλουν να ξέρουν, οπότε αυτοί θα αρχίσουν από την αρχή, γιατί αυτός ο τόπος πρέπει τώρα να αρχίσει από την αρχή. Και όπως υπάρχει μια γενιά ολόκληρη, που δεν έχει καμία σχέση με τα προηγούμενα για πολλούς λόγους, είτε επειδή είναι εναντίον των γονιών τους, είτε επειδή είναι υπέρ της τεχνολογίας, είτε επειδή δεν ξέρουν τίποτα και λένε ότι τα ξέρουν όλα, ε αυτοί δεν μπορεί να πάνε χαμένοι. Στην καινούργια εποχή κάτι θα κάνουνε.
Η γαλλίδα εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος, η Νατάσα Πολονύ μιλάει για αυτά τα παιδιά που μπορεί να έχουν πτυχία, να μιλάνε γλώσσες και να μην ξέρουν ιστορία και άλλα βασικά πράγματα και τους αποκαλεί μορφωμένους βάρβαρους.
Ναι, αλλά δείτε όταν ανακαλύφθηκε η τυπογραφία, είχαν πει το ίδιο και για αυτούς που τύπωναν βιβλία και δεν τα έκαναν χειρόγραφα. Αυτό δεν με νοιάζει. Μια μέρα μου λένε οι Σαρακατσαναίοι εδώ, «Εμείς έχουμε την αρχαία γλώσσα ακόμη» και τους απαντώ «Απόδειξη ότι δεν έχετε προοδεύσει».
Κάπου έχετε πει ότι οι φοιτητές σας κάθε 29η Μαΐου σας έστελναν συλλυπητήρια μηνύματα για την πτώση της Πόλης…
Ναι! Ναι! Και εδώ όταν ρωτώ παιδιά τι έγινε στις 29 Μαΐου… Ξέρετε τι άκουσα κάποτε; «Γιορτάζουμε την πτώση της Πόλης». Μου είπε «Γιορτάζουμε την πτώση της Πόλης». Ο μόνος που ήξερε και μου είπε «Γιορτάζουμε».
Μα αυτό που μου λέτε τώρα δεν έρχεται σε αντίθεση με αυτά που μου λέγατε πριν για τα νέα παιδιά για τη νεολαία; Δεν σας πληγώνει αυτό;
Εμένα με πληγώνει, αλλά αυτόν όχι (γελάει)! Ήταν περήφανος που ήξερε τι έγινε.
Θα μας πάνε μπροστά αυτοί;
Δεν είναι το θέμα να μας πάνε μπροστά, αλλά να μας πάνε αλλού. Γιατί μπροστά; Μπροστά από πού; Την έννοια της προόδου να τη σταματήσουμε είναι αντιιστορική. Αλλού, αλλά ζωντανοί και όρθιοι και όπως λέω καμιά φορά: «Παιδιά κοιτάξτε να είστε ορθοί και όρθιοι με τα πόδια στη γη και τα μάτια στον ουρανό και είμαστε Ρωμιοί γιατί είμαστε η μόνη αυτοκρατορία που έκανε ο ελληνισμός και την απαρνήθηκε για ένα μικρό ελλαδισμό».
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ (γενν. 29 Αυγούστου 1926) είναι Ελληνίδα βυζαντινολόγος ιστορικός. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης το 1967 και η πρώτη γυναίκα πρύτανις του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στην 700 χρόνων ιστορία του, το 1976. Στη συνέχεια ανακηρύχθηκε πρύτανης του πανεπιστημίου της Ευρώπης. Επίσης Πρόεδρος της Επιτροπής Ηθικής του Εθνικού Κέντρου για την Επιστημονική Έρευνα (Γαλλία), του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου των Δελφών (Ελλάδα) και Επίτιμη Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Βυζαντινών Σπουδών. Διετέλεσε Πρόεδρος του Πανεπιστημίου Παρισίων, Πρύτανις των Πανεπιστημίων των Παρισίων, και Πρόεδρος του Κέντρου Georges Pompidou-Beaubourg.

Αλεξάντρ Πούσκιν, ο εθνικός ποιητής της Ρωσίας.

«Ο Πούσκιν ήταν για όλους τους ποιητές σαν μια ποιητική φλόγα που έπεσε απ’ τα ουράνια και από την οποία σαν κεράκια άναψαν άλλοι αυτοφυείς ποιητές. Γύρω του διαμορφώθηκε ολόκληρος αστερισμός» είπε ο διάσημος Ρώσος συγγραφέας Nikolai Gogol για τον Αλεξάντρ Πούσκιν, τον ποιητή ο οποίος μέσα στη σύντομη ζωή του δημιούργησε έργα που άλλαξαν δραματικά την πορεία της ρωσικής λογοτεχνίας.
Ο Aleksandr Sergeyevich Pushkin, γόνος παλαιότατης αριστοκρατικής οικογένειας, γεννήθηκε στη Μόσχα στις 26 Μαΐου του 1799. Από μικρός επέδειξε ισχυρή κλίση προς τη λογοτεχνία, πιάνοντας την πένα από παιδί, ενώ γνωρίζεται με σπουδαίες προσωπικότητες των τεχνών και των γραμμάτων στο σπίτι του, το οποίο αποτελεί εστία συγκέντρωσης προσωπικοτήτων της εποχής.
Είναι μόλις 15 ετών όταν δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα, ενώ με την αποφοίτησή του από το Αυτοκρατορικό Λύκειο είναι ήδη ευρέως γνωστός για το ταλέντο του στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Η πρόσφατη Γαλλική Επανάσταση εμπνέει το νεαρό Πούσκιν, ο οποίος προσηλώνεται στα φιλελεύθερα ιδεώδη και τον ουμανισμό.
Σε ηλικία 20 περίπου ετών γνωρίζει το έργο του Λόρδου Βύρωνα ενώ σταδιακά αναδεικνύεται ως ο εκπρόσωπος των ριζοσπαστικών λογοτεχνών, κάτι που προκαλεί τη σύγκρουσή του με την κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα, εξορίζεται από την πρωτεύουσα και βρίσκεται στον Καύκασο, την Κριμαία, την Καμένκα και το Τσισνάου, όπου έγινε μέλος της μασονικής στοάς αλλά και της ελληνικής Φιλικής Εταιρίας, με σκοπό την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό.
Όταν ξέσπασε η επανάσταση, ο Πούσκιν κρατούσε ημερολόγιο με τα σημαντικότερα γεγονότα του ελληνικού αγώνα, ενώ συνέθεσε και αρκετά ποιήματα. Τα χρόνια αυτά γράφει τον «Αιχμάλωτο του Καυκάσου», ενώ στη συνέχεια μετά από νέα σύγκρουση με το τσαρικό καθεστώς, εξορίζεται στο κτήμα της μητέρας του, όπου αναγκάζεται να παραμείνει για δυο χρόνια.
Στα χρόνια αυτά της εξορίας έγραψε το δράμα «Μπόρις Γκουντούνοφ», το όποιο όμως δεν θα κατορθώσει να δημοσιεύσει πριν από το 1830, λόγω της λογοκρισίας την οποία υφίσταται ακόμα και μετά την χάρη που λαμβάνει από τον τσάρο Νικόλαο τον Α’. Το πρωτότυπο του δράματος ωστόσο, χωρίς λογοκριτικές επεμβάσεις δεν δημοσιεύθηκε πριν από το 2007.
Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, θαυμαστής του «Γκουντούνοφ», έγραψε αργότερα: «Θα μπορούσαν να γραφούν ολόκληρα βιβλία πάνω στους χαρακτήρες του έργου αυτού, που ο Πούσκιν άντλησε από τη ρωσική γη, που πρώτος αυτός ανακάλυψε, λάξεψε και έθεσε μπροστά στα μάτια μας, για τώρα και για πάντα, μέσα στην αδιαφιλονίκητα σεμνή και μεγαλόπρεπη μαζί ψυχική ομορφιά τους».
Στις 18 Φλεβάρη 1831 παντρεύεται την διάσημη καλλονή της εποχής, Natalia Goncharova. Το 1833 δημοσιεύεται η έμμετρη του σύνθεσή του «Ευγένιος Ονέγκιν», έργο το οποίο αποδεικνύεται προφητικό αφού ο ποιητής θα έχει το ίδιο τέλος με αυτό του διάσημου ήρωά του. Ο κορυφαίος Ρώσος κριτικός της εποχής Vissarion Belinsky χαρακτηρίζει τον «Ευγένιο Ονέγκιν» «εγκυκλοπαίδεια της ρωσικής ζωής και καθρέφτη της εθνικής συνείδησης στην πρώτη της αφύπνιση». Ο ίδιος ο Πούσκιν αποκαλεί την αισθητική αντίληψή του που αποτυπώνεται στον «Ονέγκιν» ρομαντικό ρεαλισμό και τον εαυτό του «ποιητή της πραγματικότητας».
Στις 29 Γενάρη 1837, ο Πούσκιν τραυματίζεται θανάσιμα σε μονομαχία με τον Ζορζ ντ' Αντές και δυο μέρες αργότερα πεθαίνει, είδηση που προκαλεί μεγάλη συγκίνηση σε ολόκληρη τη χώρα. Ο ποιητής Mikhail Lermontov συνθέτει την ωδή «Ο θάνατος του ποιητή», η οποία, ειρωνικά, προφητεύει και τον δικό του θάνατο, επίσης σε μονομαχία.
Ο Αλεξάντρ Πούσκιν άφησε πίσω του περί τα 800 λυρικά και αφηγηματικά ποιήματα, πολιτικά κείμενα και δοκίμια, τα περισσότερα από τα οποία δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον εξαιτίας της τσαρικής λογοκρισίας. Χαρακτηρίζεται ο θεμελιωτής της νέας ρωσικής λογοτεχνίας και τιμάται ως ο εθνικός ποιητής της Ρωσίας. «Άδειος, είν' όποιος προσπαθεί να γεμίσει από τον εαυτό του» Αλεξάντρ Πούσκιν.

9.4.16

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ Ο ΠΟΛΩΝΟΣ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Είχε συνειδητά αποκλείσει το υπερφυσικό στοιχείο από το έργο του, γιατί -όπως έλεγε- αν το δεχόταν, θα ήταν σαν να ομολογούσε ότι η καθημερινότητα δεν είναι θαυμαστή.
Στην πραγματικότητα, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας επέλεξε να μυθιστοριογραφήσει εκτενώς τη ζωή ακριβώς επειδή τη θεωρούσε ποιητική. Και, βέβαια, πολύ πριν γράψει για κόσμους εξωτικούς, μυστηριώδεις και απρόβλεπτους, επεδίωξε και ως ένα βαθμό κατάφερε να τους γνωρίσει μέσα από τα ατελείωτα ταξίδια του και την εγγενή τάση του προς την περιπέτεια, τις συγκινήσεις, τη συνεχή φυγή.

O Tζόζεφ Κόνραντ (1857- 1925) γεννήθηκε στην Oυκρανία από Πολωνούς γονείς. Η παιδική του ηλικία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη: Tο 1864 χάνει τη μητέρα του και τέσσερα χρόνια μετά τον πατέρα του και την κηδεμονία του αναλαμβάνουν -στην Kρακοβία- κάποιοι συγγενείς.
O μικρός Tζόζεφ δεν θα αργήσει να δείξει σημάδια ξεχωριστής ευφυΐας: μαθαίνει να μιλάει απταίστως γαλλικά, ενώ μέσα από τις πολωνικές μεταφράσεις διαβάζει τους κλασικούς. Λίγο αργότερα ανακαλύπτει τα περιπετειώδη αναγνώσματα και κυρίως τους «Εργάτες της Θάλασσας» του Bίκτορος Oυγκώ.
Eιδικά αυτό το τελευταίο έμελλε να επηρεάσει βαθιά τον ψυχισμό του και να τον γεμίσει όνειρα για τη θαλασσινή ζωή και περιπέτεια. Μάλιστα, αυτήν την τάση του να γνωρίσει εξωτικά μέρη και άγνωστους πολιτισμούς θα την εκδηλώσει από νωρίς και έτσι, μόλις στα δεκαέξι του, μεταβαίνει στο λιμάνι της Mασσαλίας για να γίνει ναυτικός.
H αρχή μιας μυθιστορηματικής ζωής μόλις ξεκινούσε, μιας ζωής γεμάτης ακραίες εμπειρίες- μεταξύ των οποίων, ένα ναυάγιο, λαθρεμπόριο όπλων, μια απόπειρα αυτοκτονίας, μία μονομαχία για τα μάτια μιας γυναίκας, αλλά και απίστευτες περιπέτειες στους ωκεανούς και στα λιμάνια που ξεμπάρκαρε.
Tο 1886 γίνεται Bρετανός υπήκοος και καπετάνιος και το 1894, ύστερα από είκοσι χρόνια στη θάλασσα, θα εγκατασταθεί στην Aγγλία όπου παντρεύεται, αποκτά δύο παιδιά και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο γράψιμο.
Tο σίγουρο είναι ότι το κοσμοπολίτικο πνεύμα του έβρισκε πάντα τον τρόπο να συνδέει τον ρεαλισμό με έναν ρομαντικό αισθηματισμό. Aλίμονο, όμως: ένας ρομαντισμός διαποτισμένος με αμείλικτη ειρωνεία για την τάση του ανθρώπου να αυταπατάται.
Oι συνθήκες, πια, είναι ευνοϊκές για τον επίδοξο συγγραφέα που έχει βρει τη χρονική άνεση να γράφει απερίσπαστος -στα αγγλικά- και να μετουσιώνει τις εμπειρίες μιας ζωής σε τέχνη. Δεν θα αργήσει, λοιπόν, να ολοκληρώσει το σημαντικότερο ίσως έργο του: την «Kαρδιά του Σκότους».
Bασισμένη στις δικές του εμπειρίες ως καπετάνιου στον ποταμό του Kονγκό, η υπόθεση αποτελεί ένα εκπληκτικό μείγμα συμβολικών αντιστοιχιών και χειροπιαστών λεπτομερειών που καθηλώνουν.
Eδώ οι «σκοτεινές» δυνάμεις της Aφρικής θα εκμηδενίσουν έναν αρχικά πολιτισμένο, καλλιεργημένο και ικανό άνθρωπο, τον Kουρτς, ο οποίος αδυνατούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στη διάβρωση του κακού.
Το βιβλίο αποτελεί μία συνταρακτική περιδιάβαση στα σκοτάδια του εγώ, ένα εσωτερικό δραματικό ταξίδι όπου επικρατούν η σύγχυση, η γοητεία, η ενοχή και -πάνω απ’ όλα- η παρακμή.
O Kόνραντ αφηγείται το καταστροφικό ταξίδι ενός ναυτικού, του Mάρλοου- στον ποταμό που γνώριζε ο συγγραφέας από πρώτο χέρι. Kατά τη διάρκεια του ταξιδιού συναντάει τον Kουρτς τον οποίο οι ιθαγενείς λατρεύουν σαν θεό και οι αποικιοκράτες τον απεχθάνονται.
O ίδιος ο Kουρτς είναι ένας αλλοπαρμένος «φύλαρχος», χαμένος στα βάθη της ζούγκλας αλλά και της ψυχής του, καταδικασμένος να ζει στον τρόμο ενός αλλόκοτου πνευματικού πυρετού.
O Mάρλοου τον παίρνει στο ποταμόπλοιό του για το ταξίδι της επιστροφής, με αποτέλεσμα μία από τις καλύτερες αλληγορίες που γράφτηκαν ποτέ υπό τη μορφή μυθιστορήματος.
Πρόκειται για το έργο ενός πρώιμου μοντερνιστή, με καινοτομίες που είναι -δίχως άλλο- εντυπωσιακές: πολλαπλές γωνίες αφήγησης, επιδέξιες διακοπές στην χρονική αλληλουχία και εκπληκτική εικονογραφική δεινότητα.
Σε κάθε περίπτωση, και τα υπόλοιπα βιβλία του όπως «O Nέγρος του Nάρκισσου», «Λόρδος Tζιμ», «O τυφώνας», «Nοστρόμο», «O μυστικός πράκτωρ», «H τύχη» -όλα κομμάτια μιας συναρπαστικής εκφραστικής περιπέτειας- αν και βασίζονται στις θαλασσινές του δοκιμασίες και τα εξωτικά μέρη που είχε επισκεφτεί, στην ουσία μεταμόρφωσαν το περιπετειώδες μυθιστόρημα σε μία λεπταίσθητη διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Και όλα αυτά υπό το καθεστώς ασυνήθιστων δυσχερειών και γενικευμένης φθοράς. Aλλωστε και ο ίδιος ο Kόνραντ, παρ’ όλη την επιτυχία του, όταν πέθανε -το 1925- ήταν φτωχός και βασανισμένος, απαισιόδοξος και πτοημένος: όπως ακριβώς, δηλαδή, θα ταίριαζε στον συγγραφέα που αποτύπωσε υποδειγματικά, όσο ελάχιστοι, την -ούτως ή άλλως- παράξενη γοητεία της παρακμής...
Πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ 

Γιαν Κοχανόφσκι. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Ο Γιαν Κοχανόφσκι (πολωνικά: Jan Kochanowski, 1530 - 22 Αυγούστου 1584) ήταν Πολωνός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Είναι ο θεμελιωτής της εθνικής πολωνικής λογοτεχνίας και θεωρείται από πολλούς ο σπουδαιότερος σλαβόφωνος ποιητής της Αναγέννησης.
Βιογραφία
Ο Γιαν Κοχανόφσκι γεννήθηκε στο χωριό Σιτσίνα, κοντά στην πόλη Ράντομ (Radom) της κεντροανατολικής Πολωνίας το 1530. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Κρακοβίας και της Καινιξβέργης (σήμερα Καλίνινγκραντ), καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία. Μιλούσε άπταιστα λατινικά και έγινε γνωστός για τις ερωτικές ελεγείες του, που συνέθετε στη λατινική γλώσσα. Συνειδητοποίησε όμως τη μεγάλη σημασία της εθνικής του γλώσσας στα γράμματα κι άρχισε έκτοτε να γράφει στα πολωνικά λυρικά ποιήματα και θεατρικά έργα, αντλώντας την έμπνευσή του από την λατινική γραμματεία. Χάρις στον Γιαν Κοχανόφσκι, η πολωνική γλώσσα εκτοπίζει εφεξής την λατινική.
Το 1575, ο Κοχανόφσκι παντρεύεται την Dorota Podlodowska, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου γνωρίστηκε με τον ποιητή Πιερ ντε Ρονσάρ (Pierre de Ronsard, 1524 - 1585). Πέθανε, πιθανότατα από καρδιακή προσβολή, στην πόλη Λούμπλιν (Lublin) της Πολωνίας στις 22 Αυγούστου 1584, σε ηλικία μόνο 54 ετών.
Στο χωριό Czarnolas, 100 χλμ νοτιοανατολικά της Βαρσοβίας, βρίσκεται και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο το σπίτι, όπου έζησε ο Κοχανόφσκι (Muzeum Jana Kochanowskiego). Μπροστά στο Μουσείο, έχει στηθεί ένα επιβλητικό μπρούτζινο άγαλμα του Κοχανόφσκι, με τη μακριά γενειάδα του και το γούνινο μακρύ παλτό του, φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Μ. Welter.
Ένα άλλο μνημείο με τη μαρμάρινη προτομή του Κοχανόφσκι (19ος αι.), ανάμεσα σε πολύχρωμες τοιχογραφίες με κόκκινα και ροζέ τριαντάφυλλα σε σχέδια του Στανίσλαβ Βισπιάνσκι, υπάρχει και στην Εκκλησία των Φραγκισκανών στην Κρακοβία, που έχει φιλοτεχνηθεί από τον Πολωνό γλύπτη Η. Κosowski (βλ. ένθετη εικόνα).
Τα Έργα Η τραγωδία που έγραψε ο Κοχανόφσκι σε στίχους στην πολωνική γλώσσα, "Η Αποπομπή των Ελλήνων Πρέσβεων" (πολων. "Odprawa posłów greckich", αγγλ. μτφ. "The Dismissal of the Greek Envoys"), αποτελεί το αριστούργημα του πολωνικού θεάτρου. Το έργο παίχτηκε στο Θέατρο της Αυλής στη Βαρσοβία το 1578.
Η υπόθεση του έργου είναι παρμένη από την Ιλιάδα του Ομήρου και ιστορεί ένα περιστατικό του Τρωικού Πολέμου. Οι Έλληνες πρέσβεις Μενέλαος και Οδυσσέας φθάνουν στην Τροία και ζητούν από τους Τρώες να τους παραδώσουν την ωραία Ελένη, που απήγαγε ο Πάρις, ο γιος του βασιλιά Πριάμου.

Ο Αντήνωρ, ο σοφός σύμβουλος των Τρώων, αποδοκίμασε την αρπαγή της Ελένης και συμβούλευσε τους Τρώες να παραδώσουν στους Ατρείδες την Ελένη και τους θησαυρούς της. Βλέπει την Ελένη ως αιτία του κακού και πως δεν μπορεί να κινδυνεύσει η χώρα χάριν της ωραίας Ελληνίδας.
Ο Πάρις επιμένει, ότι η Ελένη πρέπει να κρατηθεί στην Τροία και δωροδοκώντας το συμβούλιο των δημογερόντων, αποσπά μιαν απόφαση, ώστε η Ελένη να μη παραδοθεί στους Έλληνες. Οι Έλληνες πρέσβεις εκφράζουν τη θλίψη τους για την εσπευσμένη και άδικη απόφαση των Τρώων και αναχωρούν για την Ελλάδα.
Η Τροία απειλείται τώρα από την εισβολή των Ελλήνων. Η Κασσάνδρα, η κόρη του Πριάμου, προλέγει τον πόλεμο. Ο Αντήνωρ συμβουλεύει να ετοιμάζεται ο λαός για τα χειρότερα. Όμως ο βασιλιάς Πρίαμος δεν σταθμίζει σωστά την κρισιμότητα της κατάστασης και δεν παίρνει στα σοβαρά τις συμβουλές. Ένας αγγελιαφόρος φέρνει τη φοβερή για τους Τρώες είδηση, ότι τα ελληνικά πλοία πλησιάζουν στις ακτές της Τροίας.
Ο Κοχανόφσκι έγραψε το δράμα αυτό, θέλοντας να αφυπνίσει τους ιθύνοντες της χώρας του, να ανυψώσει το φρόνημα του λαού και να προειδοποιήσει για τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η πατρίδα του, αν δεν παραμερισθούν οι εσωτερικές έριδες και οι πολιτικές διαμάχες.
Ιδιαίτερη όμως θέση στην πολωνική λογοτεχνία κατέχουν και οι "Θρήνοι" (στο πρωτότυπο Threny), που έγραψε ο Κοχανόφσκι με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο της κόρης του Ούρσουλα, η οποία πέθανε σε ηλικία μόλις τριών ετών. Το έργο είναι εμπνευσμένο και διανθισμένο με τα χαρακτηριστικά στοιχεία των "θρηνωδιών" της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας. Δημοσιεύτηκε το 1580.

Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Της Τιτικας Δημητρουλια Θα ακούσει η Μόσχα να μιλούν για μένα, και οι Τάταροι / και οι κάθε λογής κάτοικοι του κόσμου\\ οι Αγγλοι, / ο Γερμανός και ο ανδρείος Ισπανός θα με γνωρίζουν / κι όσοι νερό πίνουν από τον Τίβερη τον βαθύ». Τον 15ο και τον 16ο αιώνα, οι ευρωπαϊκές γλώσσες αποκτούσαν τους τίτλους ευγενείας τους μέσω της ποίησης. Και οι ποιητές που θεμελίωναν τις εθνικές γλώσσες με την ποίησή τους, όπως ο Πολωνός ουμανιστής Γιαν Κοχανόφσκι (1530-1584) στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λόγια, είχαν απόλυτη συνείδηση της μεγαλοσύνης του έργου και της προσφοράς τους. Κατά το παράδειγμα της Πλειάδας και του Πιερ Ρονσάρ τον οποίο γνώρισε στο Παρίσι, στο ρεύμα του πετραρχισμού που επί χρόνια πολλά εξακολουθούσε να καθορίζει τον ευρωπαϊκό λυρισμό, ο Κοχανόφσκι, αυλικός που στη συνέχεια αποσύρεται μακριά από τη βουή του κόσμου χωρίς ποτέ να αποκοπεί ωστόσο από αυτόν, θα γράψει στα λατινικά, αλλά και στα πολωνικά, ποιήματα επικά και λυρικά και θα αναγνωριστεί ως ιδρυτική μορφή της πολωνικής και της σλαβικής λογοτεχνίας - που παραμένουν δυστυχώς σχετικά άγνωστες στη χώρα μας.

Πριν από λίγες μέρες, ο ακούραστος Δημήτρης Χουλιαράκης μάς παρέδωσε στα ελληνικά τους «Θρήνους» του Κοχανόφσκι (εκδ. Γαβριηλίδη), το σημαντικότερο έργο του (1580) πλάι στα «Τραγούδια» που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Δεκαεννιά ποιήματα στα οποία κατά το ουμανιστικό ιδεώδες το χριστιανικό στοιχείο συναιρείται με την κλασική αρχαιότητα, οι «Θρήνοι» αποτελούν πρωτοπορία για την εποχή για έναν ακόμα λόγο, πέραν δηλαδή του ότι γράφτηκαν στα πολωνικά: ο ποιητής θρηνεί την κορούλα του, Ούρσουλα, που πέθανε σε ηλικία μόλις δυόμισι ετών - και λίγο αργότερα την ακολούθησε η αδελφή της Χάνα. Ετσι, έρχεται σε ρήξη με την καθεστηκυία ποιητική τάξη, που θεωρούσε ότι οι θρήνοι και τα εγκώμια ταιριάζουν μόνο στους επιφανείς.
Σπουδαίος ποιητής, ο Κοχανόφσκι γράφει ένα θρήνο στέρεα δομημένο πάνω σε μυθικές και βιβλικές αναφορές και μέσα από τη θαυμάσια μετάφραση του Χουλιαράκη περνά ανεπιτήδευτος και αυθεντικός ο σπαραγμός του πατέρα - θυμίζοντάς μας μάλιστα κάποιες στιγμές ποικιλοτρόπως τον παλαμικό «Τάφο». Η γνησιότητα του αισθήματος και η απλότητα της έκφρασης αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, όπως στο σημείο που η μητέρα του λέει για την κόρη του ότι «δίπλα σε άγγελους και πνεύματα αιώνια / φέγγει γλυκά σαν τον Αυγερινό». Με αφορμή όμως το προσωπικό βίωμα, το οποίο αναβαθμίζει, ο Κοχανόφσκι διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνθήκης. Ετσι, το πένθος εντάσσεται στη γενικότερη απορία περί των ανθρωπίνων, με τρόπο που αναφέρεται ευθέως στον Πετράρχη: η παρηγοριά που έρχεται στον ποιητή στο τέλος μέσα από το όνειρο στο οποίο του παρουσιάζονται οι νεκρές του αγαπημένες, η μητέρα και η κορούλα του, παραπέμπει στο σονέτο CCCLIX του «Canzoniere», όταν η Λάουρα παρηγορεί τον Πετράρχη και τον καλεί να έχει εμπιστοσύνη στον Θεό. Αντίστοιχα, η μητέρα του Κοχανόφσκι τον καλεί και τις συμφορές σαν άνθρωπος να υπομένει: «Τέτοια είναι της Τύχης η δύναμη, ακριβέ μου / που αντί να κλαιγόμαστε πως κάτι μας στερεί, / χάρη να της χρωστάμε θα 'πρεπε γι' αυτό που μας αφήνει».
Αυτές τις ώρες που η κρίση σε όλους μας κάτι στερεί, ας της χρωστάμε χάρη γι' αυτό που μας αφήνει, την ποίηση που συνεχίζει να μας ενώνει.

Χένρικ Σιενκιέβιτς. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Ο Χένρικ Άνταμ Αλεξάντερ Πίους Σιενκιέβιτς (Henryk Adam Aleksander Pius Sienkiewicz) (5 Μαΐου 1846 - 15 Νοεμβρίου 1916) ήταν Πολωνός μυθιστοριογράφος, ένας εκ των διακεκριμένων συγγραφέων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Κέρδισε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1905 "λόγω της εξαιρετικής αξίας του ως επικός συγγραφέας."

Γεννημένος σε μία φτωχή οικογένεια ευγενών στο χωριό Wola Okrzejska της υπό ρωσικό έλεγχο Πολωνίας, ο Σιενκιέβιτς έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα που διαδραματίζονταν την εποχή της Πολωνικής Δημοκρατίας ή Κοινοπολιτείας. Η οικογένειά του είχε μακρινή καταγωγή από τους Τατάρους.
Τα έργα του διακρίνονται για την αρνητική απεικόνιση των Τευτόνων Ιπποτών στο μυθιστόρημα Τεύτονες Ιππότες, γεγονός αξιοσημείωτο καθώς ένα σημαντικό μέρος του αναγνωστικού του κοινού ζούσε κάτω από τη γερμανική κατοχή. Αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί με τη θετική απεικόνιση των Γερμανών μισθοφόρων στο Δια Πυρός και Σιδήρου. Πολλά από τα μυθιστορήματά του δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες σε εφημερίδες και ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να κυκλοφορούν σε έντυπη μορφή. Στην Πολωνία είναι περισσότερο γνωστός για τα ιστορικά του μυθιστορήματα "Δια Πυρός και Σιδήρου", "Ο Κατακλυσμός" και "Παν Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι" (Η Τριλογία), που διαδραματίζονται το 17ο αιώνα στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, ενώ διεθνώς είναι περισσότερο γνωστός για το "Κβο Βάντις", που διαδραματίζεται στη Ρώμη του Νέρωνα. Το "Κβο Βάντις" έχει γυριστεί αρκετές φορές σε ταινία, με πιο γνωστή αυτή του 1951.
Ο Σιενκιέβιτς ήταν σχολαστικός στην προσπάθειά του να αναδημιουργήσει την ιστορική γλώσσα. Για παράδειγμα, στην Τριλογία είχε τους χαρακτήρες του να χρησιμοποιούν την πολωνική γλώσσα όπως φανταζόταν ότι ομιλείτο το 17ο αιώνα (στην πραγματικότητα έμοιαζε πολύ περισσότερο με τα πολωνικά του 19ου αιώνα). Στο μυθιστόρημα Τεύτονες Ιππότες, είχε τους χαρακτήρες του να μιλάνε μία παραλλαγή των μεσαιωνικών Πολωνικών την οποία αναδημιούργησε εν μέρει χρησιμοποιώντας αρχαϊκές εκφράσεις που ήταν τότε ακόμα κοινές στα όρη της Νότιας Πολωνίας.Η ζωή του
Χένρικ Σιενκιέβιτς
Ο Σιενκιέβιτς γεννήθηκε στη Wola Okrzejska, ένα χωριό της ανατολικής Πολωνίας, που εκείνη την εποχή αποτελούσε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ήταν μία φτωχή οικογένεια ευγενών που από τη μεριά του πατέρα του κρατούσε από τους Τατάρους που είχαν εγκατασταθεί στη Λιθουανία[2]. Η οικογένειά του χρησιμοποιούσε το οικόσημο των Oszyk. Οι γονείς του ήταν ο Józef Sienkiewicz (1813–1896) και η Stefania (το γένος Cieciszowska), (1820–1873). Η Wola Okrzejska ανήκε στη Felicjana Cieciszowska, γιαγιά του συγγραφέα (από τη μεριά της μητέρας του). Ο Σιενκιέβιτς βαπτίστηκε στο κοντινό χωριό Okrzeja σε μία εκκλησία που είχε ιδρύσει η προγιαγιά του. Η οικογένειά του μετακόμισε αρκετές φορές και τελικά εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία το 1861.
Τα παιδικά του χρόνια ο Σιενκιέβιτς τα πέρασε πολύ κοντά στη φύση. Έτσι αναπτύχθηκε μέσα του η αγάπη για τη γη της πατρίδας του, η οποία διαφαίνεται αργότερα σε όλα του σχεδόν τα βιβλία. Το 1858 ξεκίνησε να πηγαίνει σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Βαρσοβία. Δεν έπαιρνε πολύ καλούς βαθμούς αλλά ήταν καλός στις ελεύθερες τέχνες. Ένα γεγονός που συνέβη όταν ήταν ακόμα έφηβος τον επηρέασε πολύ και στάθηκε αφορμή να πάρει η σταδιοδρομία του τον δρόμο που πήρε. Μόλις είχε κλείσει τα 17 του χρόνια όταν στη σκλαβωμένη Πολωνία ξέσπασε το 1863 μία μικρή επανάσταση που βάσταξε ένα μόλις χρόνο. Υπήρξε όμως αρκετή για να επηρεάσει το νεαρό Σιένκεβιτς τόσο στα αισθήματά του όσο και στο γράψιμό του. Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης εκείνη την εποχή, ο Σιενκιέβιτς σε ηλικία 19 ετών έπιασε δουλειά ως δάσκαλος σε μία οικογένεια στο Πλονσκ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε πιθανότατα το πρώτο του μυθιστόρημα, Ofiara (Θύμα), και τελείωσε τα μαθήματά του στο σχολείο παίρνοντας το απολυτήριο του σχολείου το 1866. Σύμφωνα με τις επιθυμίες των γονιών του, πέρασε τις εξετάσεις για το ιατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Μετά από λίγο καιρό τα παράτησε για να σπουδάσει νομική και μετά κατέληξε στο Ινστιτούτο Φιλολογίας και Ιστορίας, όπου απέκτησε βαθιά γνώση της λογοτεχνίας και των παλαιών πολωνικών. Το 1867 έκανε την πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια γράφοντας το ομοιοκατάληκτο έργο Sielanka Młodości, το οποίο έστειλε για δημοσίευση στο εβδομαδιαίο έντυπο Tygodnik Ilustrowany αλλά απορρίφθηκε. Το 1869 ο Σιενκιέβιτς έκανε το ντεμπούτο του ως δημοσιογράφος. Το Przegląd Tygodniowy δημοσίευσε την κριτική του σε ένα θεατρικό έργο και το Tygodnik Ilustrowany δημοσίευσε το δοκίμιό του για τον Mikołaj Sęp-Sarzyński. Ο Σιενκιέβιτς έγραψε επίσης για τα έντυπα Gazeta Polska και Niwa με το ψευδώνυμο Litwos. Το 1873 άρχισε να γράφει στη Gazeta Polska τη στήλη "Bez tytułu" (Χωρίς Τίτλο) και το 1875 τη σειρά "Chwila obecna" (Η Παρούσα Στιγμή), ενώ το 1874 ανέλαβε το λογοτεχνικό κομμάτι του Niwa.
Έγραψε το μυθιστόρημα Na marne (Επί Ματαίω, 1871) και στη συνέχεια τα Humoreski z teki Woroszyłły, Stary Sługa (1875), Hania (1876) και Selim Mirza (1877). Τα τρία τελευταία έργα αναφέρονται ως η Μικρή Τριλογία. Ο Σιενκιέβιτς επισκέφθηκε επίσης τη συγγραφέα Jadwiga Łuszczewska (γνωστή ως "Διοτίμα") και την ηθοποιό Helena Modrzejewska, των οποίων οι δείπνοι ήταν πολύ δημοφιλείς.
Το 1876 πήγε στις Η.Π.Α. μαζί με την Helena Modrzejewska. Έμεινε για αρκετό καιρό στην Καλιφόρνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε το Listy z podróży (Γράμματα Από Ένα Ταξίδι), το οποίο δημοσιεύθηκε στην Gazeta Polska και έτυχε ευρείας αναγνώρισης. Έγραψε επίσης το Szkice węglem (Σχέδια με Κάρβουνο) το 1877. Το ταξίδι στις Η.Π.Α. τον ενέπνευσε να γράψει τα έργα: Komedia z pomyłek (Μια Κωμωδία Παρεξηγήσεων, 1878), Przez stepy (1879), W krainie złota (1880), Za chlebem (Για Ψωμί, 1880), Latarnik (Φαροφύλακας,1881), Wspomnienia z Maripozy (1882), και Sachem (1883).
Το 1878 ο Χένρικ Σιενκιέβιτς επέστρεψε στην Ευρώπη. Πρώτα έμεινε στο Λονδίνο και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι για ένα χρόνο. Στη Γαλλία είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί με μία νέα τάση στη λογοτεχνία, το νατουραλισμό. Στο άρθρο "Z Paryża" (Από το Παρίσι), που έγραψε το 1879, εξέφρασε θετική γνώμη γι' αυτήν την τάση. Δήλωσε ότι "για ένα μυθιστόρημα, ο νατουραλισμός ήταν στην πραγματικότητα ένα λαμπρό, απαραίτητο και ίσως το μόνο βήμα προς τα εμπρός". Δύο χρόνια αργότερα άλλαξε γνώμη και τήρησε πιο επικριτική τάση έναντι αυτού του κινήματος. Εξέφρασε τις απόψεις του σχετικά με το νατουραλισμό και τη συγγραφή σε γενικές γραμμές στα παρακάτω δημοσιευμένα έργα: O naturaliźmie w powieści (Ο Νατουραλισμός στο Μυθιστόρημα, 1881), O powieści historycznej (Ιστορικό Μυθιστόρημα, 1889), και Listy o Zoli (Γράμματα σχετικά με τον Ζολά, 1893).
Η παραμονή του στην Αμερική και η δημοσίευση των επιστολών του στις πολωνικές εφημερίδες είχε ως αποτέλεσμα την εθνική αναγνώριση και ενδιαφέρον. Ο Bolesław Prus στο άρθρο του με τίτλο "Co p. Sienkiewicz wyrabia z piękniejszą połową Warszawy", που δημοσιεύθηκε στην Kurier Warszawski το 1880, αποτύπωσε πολύ καλά τη δημοτικότητα του συγγραφέα: "Όταν επέστρεψε από την Αμερική, σχεδόν κάθε κυρία περνούσε τους ψηλούς και όμορφους άνδρες για τον Σιενκιέβιτς. (...) Τελικά, όταν παρατήρησα ότι κάθε άνδρας είχε μαλλιά σαν του Σιενκιέβιτς και όλοι οι νέοι άνδρες, ένας προς έναν, άφησαν ένα βασιλικό γένι και προσπάθησαν να έχουν ένα αγαλματένιο και μελαψό πρόσωπο, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να τον συναντήσω προσωπικά. (...) Από τη γωνία όπου κάθομαι, μπορώ να δω ότι ο χώρος είναι γεμάτος σχεδόν αποκλειστικά από το ωραίο φύλο. Μερικοί άνδρες, οι οποίοι ήταν εκεί για να διασκεδάσουν τις κυρίες ή για να γράψουν αναφορές, πέρασαν τόσο χρόνο στην παρέα των γυναικών ώστε άρχισαν να μιλούν στο θηλυκό γένος.
Το 1879, ο Σιενκιέβιτς έδωσε μία διάλεξη στο Λβιβ με τίτλο "Z Nowego Jorku do Kalifornii" (Από τη Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια). Έγραψε επίσης το θεατρικό έργο Na jedną kartę (Μία Μόνο Σελίδα), το οποίο ανέβηκε στο Λβιβ και στη Βαρσοβία (1879-1881). Το 1880, στο ξενοδοχείο Bazar στο Πόζναν, ανάγνωσε το μυθιστόρημα Za chlebem (Για Ψωμί), και την ίδια χρονιά έγραψε την ιστορική νουβέλα Niewola tatarska (Οι Αιχμάλωτοι των Τατάρων) και άρχισε να δουλεύει πάνω σ' ένα άλλο ιστορικό μυθιστόρημα, το Ogniem i Mieczem (Δια Πυρός και Σιδήρου).
Στις 18 Αυγούστου 1881 παντρεύτηκε τη Maria Szetkiewicz, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: τον Henryk Józef και την Jadwiga Maria. Ωστόσο ο γάμος δεν κράτησε πολύ, επειδή η σύζυγός του πέθανε στις 18 Αυγούστου 1885.
Το 1882 ο Σιενκιέβιτς συνεργάστηκε με την ημερήσια συντηρητική εφημερίδα Słowo ως αρχισυντάκτης. Στην εφημερίδα αυτή δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, από τις 2 Μαΐου 1883 έως την 1η Μαρτίου 1884, το Δια Πυρός και Σιδήρου. Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε ταυτόχρονα και στην εφημερίδα της Κρακοβίας, Czas.
Το Δια Πυρός και Σιδήρου έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους αναγνώστες (όπως και τα επόμενα δύο έργα της Τριλογίας). Πολλοί αναγνώστες έγραψαν στον Σιενκιέβιτς, ζητώντας πληροφορίες για τις επόμενες περιπέτειες των αγαπημένων τους χαρακτήρων. Το 1879 ένας δρόμος στο Ζμπάραζ της Ουκρανίας (ένα από τα μέρη όπου λαμβάνει χώρα η πλοκή του Δια Πυρός και Σιδήρου) πήρε το όνομα του Σιενκιέβιτς. Το 1900 οι πολίτες της πόλης δεν επέτρεψαν οικοδομικές εργασίες στα εδάφη της εκκλησίας, πιστεύοντας ότι ήταν ο τόπος όπου θάφτηκε ο Λόνγκιν (ένας από τους φανταστικούς χαρακτήρες του Δια Πυρός και Σιδήρου). Το μυθιστόρημα έχει επίσης προσαρμοστεί για τη σκηνή. Το 1884 ο Jacek Malczewski πραγματοποίησε έκθεση ζωντανών πινάκων εμπνευσμένων από το Δια Πυρός και Σιδήρου. Το μυθιστόρημα δέχθηκε και αρνητικές κριτικές καθώς επισημάνθηκε, όχι άδικα, ότι μερικά από τα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα έχουν διαστρεβλωθεί.
Ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε να γράφει το δεύτερο μέρος της Τριλογίας του, με τίτλο Potop (Ο Κατακλυσμός). Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο τίτλος παραπέμπει στη μάζα των ανθρώπων που προσπαθούσαν να σταματήσουν τη σουηδική εισβολή. Ο Κατακλυσμός δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Słowo από τις 23 Δεκεμβρίου 1884 έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1886. Το μυθιστόρημα έγινε γρήγορα best-seller και εδραίωσε τη θέση του Σιενκιέβιτς στην κοινωνία. Ενώ ο Σιενκιέβιτς έγραφε τον Κατακλυσμό, η σύζυγός του, Maria Szetkiewicz, πέθανε από φυματίωση και γι' αυτό ήταν μία δύσκολη εποχή για τον συγγραφέα. Μετά το θάνατο της Μαρίας, ο Σιενκιέβιτς πήγε στην Κωνσταντινούπολη (μέσω Βουκουρεστίου και Βάρνας) απ' όπου έγραφε αναφορές. Μετά την επιστροφή του στη Βαρσοβία, έκανε την εμφάνισή του το τρίτο μέρος της Τριλογίας, ο Pan Wołodyjowski (Παν Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι). Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε στη Słowo από το Μάιο του 1887 έως το Μάιο του 1888 και γυρίστηκε σε ταινία το 1968.
Η Τριλογία έκανε τον Χένρικ Σιενκιέβιτς τον πιο πολυδιαβασμένο και γνωστό Πολωνό μυθιστοριογράφο. Ο συγγραφέας Stefan Żeromski έγραψε στα Ημερολόγιά του: "Στην περιοχή του Σάντομιερζ έγινα ο ίδιος μάρτυρας του γεγονότος ότι όλοι, ακόμα κι εκείνοι που συνήθως δεν διαβάζουν, ρωτούσαν για τον Κατακλυσμό". Ο Σιενκιέβιτς έλαβε, ως αναγνώριση των επιτευγμάτων του, 15.000 ρούβλια από έναν άγνωστο θαυμαστή, ο οποίος υπέγραψε ως Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι (όνομα χαρακτήρα της Τριλογίας). Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε αυτά τα χρήματα για να ανοίξει ένα ταμείο υποτροφιών (στο όνομα της συζύγου του), που απευθυνόταν σε καλλιτέχνες που έπασχαν από φυματίωση.
Το 1888 ο Σιενκιέβιτς πήγε στην Ισπανία. Το 1890 συμμετείχε στη διοργάνωση του Έτους του Μιτσκιέβιτς. Στα τέλη του 1890 πήγε στην Αφρική, γεγονός που απέφερε τη συγγραφή του Listy z Afryki (Γράμματα από την Αφρική). Το 1891 εκδόθηκε σε βιβλίο το μυθιστόρημα Bez dogmatu (Χωρίς Δόγμα), που είναι μία ψυχολογική έρευνα της ζωής του 19ου αιώνα. Νωρίτερα, από το 1889 έως το 1890, το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη Słowo. Το 1892 ο Σιενκιέβιτς υπέγραψε συμφωνία για άλλο ένα μυθιστόρημα, το Rodzina Połanieckich (Τα Παιδιά του Δρόμου), το οποίο τυπώθηκε σε βιβλίο το 1895 και είχε κι αυτό ψυχολογικό περιεχόμενο.
Το 1893 ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε προετοιμασίες για το επόμενο μυθιστόρημά του, το Quo Vadis (Κβο Βάντις, στα ελληνικά σημαίνει "που πηγαίνεις"). Η περίοδος εκείνη συνδέθηκε με την εντατική δουλειά του σε διάφορα μυθιστορήματα. Η Maria Romanowska, θετή κόρη ενός πλούσιου από την Οδησσό ονόματι Wołodkowicz, μπήκε στη ζωή του συγγραφέα και στις 11 Νοεμβρίου 1893 παντρεύτηκαν, αλλά σύντομα η νύφη άφησε τον συγγραφέα και ο Σιενκιέβιτς έλαβε την παπική έγκριση για τη διάλυση του γάμου.
Το καλοκαίρι του 1894, στο Ζακόπανε, ο Σιενκιέβιτς παρουσίασε κάποια αποσπάσματα από το νέο του μυθιστόρημα Krzyżacy (Τεύτονες Ιππότες), το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1960. Το Φεβρουάριο του 1895 έγραψε τα πρώτα κεφάλαια του Κβο Βάντις, για τα οποία είχε συλλέξει υλικό από το 1893, με θέμα τις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού, όταν στη Ρώμη βασίλευε ο Νέρων. Το μυθιστόρημα άρχισε να δημοσιεύεται το Μάρτιο του 1895 σε διάφορες πολωνικές εφημερίδες: Gazeta Polska στη Βαρσοβία, Czas στην Κρακοβία και Dziennik Poznański στο Πόζναν. Η δημοσίευση σταμάτησε στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1896 και γρήγορα ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματος σε βιβλίο. Το μυθιστόρημα έγινε εξαιρετικά δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα αραβικά και στα ιαπωνικά. Η δημοτικότητα του Κβο Βάντις εκείνη την εποχή υποστηρίχθηκε και από το γεγονός ότι στα άλογα που συμμετείχαν στο Grand Prix στο Παρίσι δόθηκαν ονόματα χαρακτήρων από το βιβλίο. Το μυθιστόρημα επανειλημμένα μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή και στον κινηματογράφο.
Το 1900 το πολωνικό κράτος δώρισε στον Σιενκιέβιτς ένα κτήμα ως αναγνώριση του καλλιτεχνικού του έργου. Την ίδια χρονιά, του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας.
Ο Σιενκιέβιτς αναμείχθηκε σε διάφορα κοινωνικά θέματα. Το 1901 έκανε μία έκκληση για τα παιδιά στη Βζέσνια. Το 1906 κάλεσε τους συμπατριώτες του στις Η.Π.Α. να βοηθήσουν τον κόσμο που πεινούσε στο Βασίλειο της Πολωνίας.
Εν τω μεταξύ, το 1904, παντρεύτηκε την ανιψιά του, Maria Babska, και το 1905 κέρδισε βραβείο Νόμπελ για τα επιτεύγματά του ως επικός συγγραφέας. Συχνά λέγεται λανθασμένα ότι ο Σιενκιέβιτς έλαβε βραβείο Νόμπελ για το Κβο Βάντις ενώ στην πραγματικότητα το έλαβε "για την εξαιρετική αξία του ως επικός συγγραφέας", αν και το Κβο Βάντις τού έφερε ίσως την ευρύτερη διεθνή αναγνώριση[3]. Στην ομιλία του κατά τη διάρκεια της απονομής, ο Σιενκιέβιτς είπε ότι η τιμή ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη για έναν γιο της Πολωνίας, λέγοντας: "Ανακοινώθηκε ο θάνατός της -αλλά εδώ είναι μία απόδειξη ότι ζει ακόμα. Ανακοινώθηκε η ήττα της - και εδώ είναι η απόδειξη ότι είναι νικήτρια."
Στη συνέχεια έγραψε το μυθιστόρημα Na polu chwały (Στο Πεδίο της Δόξας), το οποίο προοριζόταν ως η αρχή μίας τριλογίας. Το 1910 ένα άλλο μυθιστόρημα, με τίτλο W pustyni i w puszczy (Στην Ερημιά και τον Αγριότοπο), δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Kurier Warszawski.
Μετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σιενκιέβιτς έφυγε για την Ελβετία, όπου μαζί με τον πιανίστα και μετέπειτα πρωθυπουργό της Πολωνίας, Ιγνάτιο Παντερέφσκι, ίδρυσαν μία επιτροπή αρωγής των θυμάτων του πολέμου. Στις 15 Νοεμβρίου 1916 ο Χένρικ Σιενκιέβιτς απεβίωσε στο Βεβέ της Ελβετίας όπου και θάφτηκε. Το 1924, αφού η Πολωνία ανέκτησε την ανεξαρτησία της, οι στάχτες του συγγραφέα επαναπατρίστηκαν στη Βαρσοβία και τοποθετήθηκαν στην κρύπτη του Καθεδρικού Ναού.
Ο Σιενκιέβιτς ήταν ιππότης της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής.
Κριτική Ο Χένρικ Σιενκιέβιτς είδε τη χώρα του να δυστυχεί και να στενάζει κάτω από το βάρος του κατακτητή, και τα βιβλία του ήταν ένας αντίλαλος της απεγνωσμένης φωνής της ξεχασμένης Πολωνίας. Ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας του και ακούστηκε σε όλο τον κόσμο. Τα έργα του διαβάστηκαν παντού και συνέτειναν όχι μόνο στο να γίνει ο ίδιος διάσημος αλλά και να θυμηθεί ο κόσμος πως υπήρχε ακόμα μία Πολωνία.
Ο Σιενκιέβιτς βρίσκεται στην πρώτη σειρά των Ευρωπαίων μυθιστοριογράφων ως αυθεντία στο ιστορικό αισθηματικό διήγημα. Ήταν επίσης από τους πρώτους Πολωνούς συγγραφείς που καταπιάστηκε με βουκολικά θέματα. Είχε μεγάλη ευστροφία στο γράψιμό του και τα κατάφερνε εξίσου περίφημα με τα μικρά ή μεγάλα διηγήματα, και τα κοινωνικά ή ιστορικά μυθιστορήματα. Επίσης, τα γράμματα που έστειλε από την Αμερική και την Αφρική συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα καλύτερα ταξιδιωτικά βιβλία.
Οι πατριωτικές προσπάθειες του Σιενκιέβιτς τον έκαναν να κερδίσει μία εξέχουσα θέση στις καρδιές των συμπατριωτών του. Αυτόν διάλεξαν για αντιπρόσωπό τους και μοναδικό εκφραστή των εθνικών τους πόθων, όταν η Πολωνία ήταν κάτω από την κυριαρχία της Ρωσίας, Πρωσίας και Αυστρίας. Με ανοιχτές επιστολές έκανε έκκληση σ' όλο τον κόσμο να βοηθήσουν την πατρίδα του που υπέφερε τα πάνδεινα από τους δυνάστες της, και απευθυνόταν σε όλες τις κυβερνήσεις της Ευρώπης και τους μεγάλους πολιτικούς ζητώντας τους να σταματήσουν τις αδικίες και τα μαρτύρια που διαπράττονταν στην Πολωνία[4].Πηγή: BΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΑΝΤΑΜ ΜΙΤΣΚΙΕΒΙΤΣ από τον Παντελή Μπουκάλα

Ο Άνταμ Μπέρναρντ Μιτσκιέβιτς (Adam Bernard Mickiewicz, Ζαόσιε, Νάβαχρουντακ, Ρωσική Αυτοκρατορία, 24 Δεκεμβρίου 1798Κωνσταντινούπολη, 26 Νοεμβρίου 1855) ήταν Πολωνός συγγραφέας και εθνικός ποιητής της Πολωνίας. 
Τα πρώτα χρόνια

Γιος του αριστοκράτη Μικολάι Μιτσκιέβιτς, δικηγόρου από το Νόβγκοροντ, μιας μικρής πόλης στη σημερινή Λευκορωσία κατοικημένης κυρίως από Πολωνούς, κατεχομένης τότε από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Σχολείο των Δομινικανών και μετά φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Βίλνιους. Το 1817 συμμετείχε στη δημιουργία της πατριωτικής οργάνωσης των Φιλαρέτων, όπου έγραψε και το ποίημα «Ωδή στη νεότητα» το 1820. Μετά το πέρας των σπουδών του εργάστηκε ως δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο του Κάουνας (18191823). Το 1822 γράφει το έργο "Οι Πρόγονοι" (Dziady), ένα είδος ρομαντικού δράματος, όπου συνδυάζει τη λαϊκή παράδοση και μια έμμονη προσήλωση στην υπόθεση της πολωνικής εθνικής απελευθέρωσης.
Το 1823 διώχτηκε για τη συμμετοχή του στους «Φιλαρέτους» και αναγκάστηκε σε εξορία από την Πολωνία στη Ρωσία και συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη. Το 1829 στην Πετρούπολη ήρθε σε επαφή με εκπροσώπους του κινήματος των Δεκεμβριστών και συγκεκριμένα με τους Κονσταντίν Ρίλεβ και Αλεξάντερ Μπεστούζεβ. Στην Αγία Πετρούπολη γνωρίστηκε και με το μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλεξάντερ Σεργκιέβιτς Πούσκιν. Το 1829 έφυγε από τη Ρωσία.
Από την εξορία μέχρι το θάνατό του Μετά από μια περιπλάνηση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ο Μιτσκιέβιτς εγκαταστάθηκε το 1832 στη Γαλλία, όπου ήρθε σε επαφή με Πολωνούς πατριώτες που ζούσαν εξόριστοι στο Παρίσι, καταδιωκόμενοι από το τσαρικό καθεστώς για τη συμμετοχή τους στην Εξέγερση του 1831. Από το 1839 και για ένα χρόνο δίδαξε λατινικά στη Λοζάνη, ενώ την ίδια περίοδο ασχολήθηκε με τη συγγραφή πολιτικών κειμένων. Το 1840 διορίζεται καθηγητής Σλαβικής Φιλολογίας στο Γαλλικό Κολέγιο του Παρισιού. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με τον Αντζέι Τοβιάνσκι (Andrezej Towianski), Πολωνό φιλόσοφο, μυστικιστή και ψευδοπροφήτη.Οι σχέσεις με τον Τοβιάνσκι έγιναν η αιτία απόλυσής του από το Κολέγιο το 1845.
Μνημείο του Άνταμ Μιτσκιέβιτς στην Κρακοβία Ιούλιος 2010
Το 1855 ο Μιτσκιέβιτς αφήνει το Παρίσι. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό τη δημιουργία Λεγεώνων για να βοηθήσει τους Γάλλους και τους Άγγλους που μάχονταν εναντίον της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Κατά την παραμονή του στην οθωμανική πρωτεύουσα ασθένησε από χολέρα. Τα τελευταία του λόγια που μας μεταφέρει ο φίλος του Σλουζάλσκι ήταν: «Είθε να αγαπούν αλλήλους για πάντα». Η σωρός του Μιτσκιέβιτς μεταφέρθηκε αρχικά από την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι και το 1890 στην Κρακοβία, όπου φυλάσσεται σε ειδική κρύπτη στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Στανισλάου και Βεγκεσλάου στο κάστρο Βάβελ, όπου αναπαύονται και οι βασιλείς της πατρίδας του της περιόδου της Πολωνο-Λιθουανικής Συμπολιτείας. Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς!
Θα πρέπει να ’πιασε στο βλέμμα μου ή στον τόνο της φωνής μου κάτι σαν επιφύλαξη ή δυσπιστία, κι έδωσε την απάντησή του επιθετικά κι απότομα· άλλη φορά, κοντά ένα μήνα που δούλευε στο σπίτι, σοβάδες, μπογιές, μερεμέτια, δεν είχε μιλήσει έτσι.
Παιδευόμουν με τις διορθώσεις κάποιου βιβλίου –ποιο, δεν θυμάμαι. Τρεις φορές αναφερόταν το όνομα του ποιητή, τρεις και οι εκδοχές της γραφής του στα ελληνικά, είναι γνωστός άλλωστε ο δαίμονας αυτός των μεταφραστηρίων, γνωστός κι επίμονος. Μίτσκεβιτς, Μίτσκιεβις και Μίκιεβιτς λοιπόν, αυτές τις εκδοχές πρόσφερε η μεταφραστική γραφίδα, αναποφάσιστη ή απλώς νωχελική. Και πώς ν’ αποφασίσεις τώρα, ποιον τρόπο άλλον να βρεις για να διαλέξεις εκτός από το κορόνα-γράμματα.
Ο Στέφανος, ο μάστορας, δεν έχει τρία ονόματα. Δύο μόνο, Στεπάν — το δικό του, του τόπου του. Και Στέφανος — το καινούργιο, της ξενιτιάς, ν’ ακούγεται οικείο στ’ αυτιά μας, να μην ξενίζει, κατά την εξελληνιστική συνήθεια που κατά κάποιον τρόπο ανταποκρίνεται στη συνήθεια των ξενιτεμένων Ελλήνων να μικραίνουν ή να εξαγγλίζουν το δικό τους όνομα.
«Πώς τον λένε τον εθνικό σας ποιητή;», τον ρώτησα με τα πολλά, με τη σκέψη πως ένας αυτήκοος μάρτυρας είναι ασφαλέστερος από μια εγκυκλοπαίδεια, που τα λήμματά της για ξένους, μάλλον ξένα θα ’ναι κι αυτά, μεταφρασμένα. Να υπέθεσε ότι τσεκάριζα τις γνώσεις του; Να πίστεψε πως ήθελα να τον τσιγκλήσω άλλη μια φορά για τη γλώσσα του και τα σύμφωνά της που δεν εκτελωνίζονται και δεν περνούν τα σύνορά μας, όπως είχα κάνει δυο βδομάδες πριν, όταν είχαμε πέσει σε κουβέντα για το πώς λέγεται στ’ αλήθεια ο Κριστόφ Βαζέχα του Παναθηναϊκού, πώς έγινε Βαζέχα ο Warzycha; Να θύμωσε στην ιδέα ότι τον ρωτάω βέβαιος κατά βάθος πως δεν θα λάβω απάντηση; Ό,τι και να ’ταν, μου απάντησε με τον ίδιο περήφανο θυμό που θ’ απαντούσε και κάποιος από μας αν τον ρωτούσε ξένος για το όνομα του εθνικού μας ποιητή.
— Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς! Τόσα βιβλία εδώ, δεν τον λένε;
Ντροπιάστηκα. Ντροπιάστηκα που κάτι πάνω μου του έδωσε την εντύπωση πως τον είχα υποτιμήσει. Κάτι αυθόρμητο, υποθέτω, αλλά το ξέρουμε δα πόσο άγριος φυλετιστής είναι ο αυθορμητισμός. «Αυθόρμητα», υποθέτουμε ότι ένας μπογιατζής (Έλληνας ή ξένος, η αλήθεια είναι ότι εδώ δεν χωρούν διαφορές) είναι μόνο μπογιατζής, γεννημένος μπογιατζήςς. «Αυθόρμητα» επίσης, και για να τηρούνται οι αποστάσεις, το πάνω και το κάτω, το μέσα και το έξω, εμείς οι ένδημοι δεν μαθαίνουμε ούτε μισή λέξη από τη γλώσσα των ξένων που μπαίνουν στη δούλεψή μας περιστασιακά, για μισό ή έναν μήνα, ή και μόνιμα σχεδόν· ένα «μιρουφπάσιμ» μοναχά μπορώ να ανακαλέσω, τον αλβανικό χαιρετισμό, αλλά κι αυτόν τον δανείστηκα από τον κινηματογράφο, δεν τον απέσπασα από τις τόσες μου επαφές με Αλβανούς, δεν ζήτησα να μου τον πούν και να τον μάθω. Ο μικρός πάντως έχει φέρει από τα γηπεδάκια της γειτονιάς κι από την αυλή του σχολείου κάμποσες ξένες λέξεις· «κοσμητικές» είναι οι περισσότερες, από αυτές που βγαίνουν πάνω στην τσαντίλα ή στο πείραγμα, αλλά είναι ένα βήμα. Κι οι ξένοι μας άλλωστε, με τα «κοσμητικά» μας αρχίζουν να μετέχουν στην παιδεία μας, είτε καλοπληρωμένοι ποδοσφαιριστές είναι είτε ανειδίκευτοι της οικοδομής.
Άνοιξα λοιπόν τα βιβλία, εγκυκλοπαίδειες και ανθολογίες (κι εκεί ο ίδιος διχασμός στην απόδοση του ονόματος, ο ίδιος δαίμονας), αυτοτιμωρητικά μάλλον παρά για να επιβεβαιώσω την ορθή απόδοση του ονόματος ή για να φρεσκάρω τα λίγα, τα ελάχιστα που θυμόμουν για τον Άνταμ Μπέρναρντ Μίτσκιεβιτς, πως δηλαδή υπήρξε τέκνο του Διαφωτισμού κι αυτός, ο μεγαλύτερος ρομαντικός ποιητής της Πολωνίας και πρωτεργάτης της ιδέας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της πατρίδας του. Ντροπή πάνω στην ντροπή, συνειδητοποίησα πως όφειλα να θυμάμαι περισσότερα, και μόνο λόγω μιας ευλογημένης σύμπτωσης: Ο Μίτσικιεβιτς, γιος ευγενούς που είχε πτωχεύσει, γεννήθηκε το 1798, τη χρονιά δηλαδή που γεννήθηκε και ο δικός μας εθνικός ποιητής, ο δικός μας κόντες. Και πέθανε το 1855, από τη χολέρα που τον χτύπησε στην Κωνσταντινούπολη, στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Διονύσιος Σολωμός.
Στίχους πολλούς δικούς του, μεταφρασμένους στα ελληνικά, δεν βρήκα. Λίγοι είναι, μαζί με το ποίημα «Η Λιτανεία των προσφύγων», μεταφρασμένο από τον Τάκη Μπαρλά. Τους έδειξα στον Στεπάν, στον Γιούρι, στον Γιάτσεκ, στον Κριστόφ, στον Άνταμ, κάπως σαν αίτηση συγγνώμης:

«Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Όλων των στρατιωτών θυμήσου το αίμα, που πέσανε στον πόλεμο για την ελευθερία και την πίστη.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Θυμήσου τις πληγές, τα δάκρυα και τους πόνους όλων των αιχμαλώτων, όλων των εξορίστων και των Πολωνών προσφύγων.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Δώσε μας τον παγκόσμιο πόλεμο για την ελευθερία των λαών.
Δεόμεθά σου, Κύριε.»
Κύριε;
Παντελής Μπουκάλας, «Η λιτανεία των προσφύγων», περ. Η λέξη, τχ. 184 (Απρ.-Ιούν. 2005) 194-195