Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

18.12.24

O ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ, Ο ΠΕΠΕ ΚΑΙ Ο ΦΟΥΤΖΙ ΤΟΜΟ ΚΑΖΟΥ. Για πρώτη φορά μαζί στο filomatheia.blogspot.com

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, σήμερα θα σας παρουσιάσω έναν διπλό συμπατριώτη! γιατί διπλό θα αναρωτηθεί κάποιος; γιατί ο Λευκάδιος ήταν Έλληνας, Ιρλανδός και Ιάπωνας!!!!! και θα συνεχίσει ο καλόπιστος αναγνώστης και από που ως που εσύ Επικούρειε Πέπο είσαι Ιάπωνας; αυτή η απορία θα σας λυθεί αμέσως μόλις διαβάσετε το καταπληκτικό βιβλίο του ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ με τίτλο ''Το Νορβηγικό Δάσος'' και θα συνεχίσει ο αναγνώστης, και που κολλάει το βιβλίο με την Γιαπωνέζικη καταγωγή σας Επικούρειε Πέπο; Αγαπητή Κέλλυ οφείλω να σας ενημερώσω πως στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν Ιαπωνέζος και είχα το όνομα Πεπέ!!!!!! Ακριβώς αυτό αναφέρει το βιβλίο και επειδή ο φίλος μου ο Πλάτωνας [Γκοτζιό] είναι καχύποπτος και θ' αρχίσει να ρωτάει πως και τι! θα σας διηγηθώ την πιο κάτω ιστορία η οποία ήρθε στο φως χάρη στον ερχομό σ' αυτόν το κόσμο ενός κοριτσιού, σας μιλάω για την Κοντεσίνα Ηρώ. Ω!!!!!!! του θαύματος η Κοντεσίνα με το που μπόρεσε να πει τις πρώτες λεξούλες άρχισε να με αποκαλεί -και συνεχίζει- Πεπέ!!!!! και επειδή οι σοφοί προγονοί μας έλεγαν ''αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις'' άρχισα κι εγώ να ψάχνω το γιατί, χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια για να μάθω το γιατί. Στη σελίδα 114 λοιπόν του βιβλίου ''Το Νορβηγικό Δάσος'' εκεί βρήκα την απάντηση στο γιατί η Κοντεσίνα Ηρώ με αποκάλεσε από την πρώτη στιγμή Πεπέ, εκεί σ' αυτή τη σελίδα ξεκινάει η λύση του μυστηρίου χάρη λοιπόν στην Κοντεσίνα Ηρώ και κατόπιν στον συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι βρήκα τις ρίζες της προηγούμενης ζωής μου, τότε κατάλαβα κάτι που με απασχολούσε χρόνια, συνήθως όλος ο κόσμος όταν διαβάζει μια εφημερίδα, η ένα βιβλίο ξεκινούν από την πρώτη σελίδα, σωστά; Εγώ ξεκίναγα πάντα από την τελευταία σελίδα!!! αυτό το κάνουν μόνο οι Ιάπωνες έτσι σιγά σιγά άρχισαν να μου λύνονται πολλές απορίες σε σχέση με κάποιες συμπεριφορές και προτιμήσεις. Και βέβαια να μη ξεχνάμε και την κορυφαία στιγμή της επίσκεψης μου στην Ιαπωνία τότε που γνώρισα τη Νεραϊδοφεγγαρολουσμένη Μούσα Μiyoko san και τον καρπό αυτής της ανεπανάληπτης σχέσης την λατρευτή μας Θάλασσα. Να γιατί σας μίλησα στην αρχή για το διπλός συμπατριώτης με τον Λευκάδιο Χέρν. Εις ό,τι με αφορά εννοείται πως πιστεύω απόλυτα την πρώτη ιστορία που αφηγείται ο Λευκάδιος, άλλωστε μια τέτοια συγκλονιστική ιστορία έζησα κι εγώ ένα βράδυ που έμεινα κλεισμένος στο Μουσείο της Ακρόπολης και σίγουρα κάποια στιγμή θα σας την παρουσιάσω, απλά επειδή είναι αρκετά μεγάλη και για να τη γράψω θα περάσει χρόνος περιμένω την Περσεφόνη-Δήμητρα να επιστρέψει από την Κέρκυρα ώστε να ξεκινήσουμε την πληκτρολόγηση της. Παρακαλώ απολαύστε τώρα τον Λευκάδιο Χέρν. Σας χαιρετώ ohayo anone! με σεβασμό και εκτίμηση ο Επικούρειος Πέπος-Πεπέ-Fuji Tomo Kazu-Poof o Eλληνοϊαπωνέζος.

Είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα από το έργο του Λευκάδιου Χερν. Η ιστορία φέρει τον τίτλο το κορίτσι του πορτραίτου και ανήκει στα κείμενα που έγραψε ο Χερν στην Ιαπωνία κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του. Στα κείμενά του αυτά ο Λευκάδιος Χερν διασώζει τον απόηχο του Βουδισμού στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων της Ιαπωνίας.
Στο κορίτσι του πορτραίτου ένας σπουδαστής που κατοικεί στο Κυότο, στην ιστορική πρωτεύουσα της Ιαπωνίας και κέντρο του Βουδισμού, ερωτεύεται το ζωγραφισμένο πρόσωπο μίας νεαρής κοπέλας.

Suzuki Harunobu, Καλλονή που επισκέπτεται ένα ναό μία βροχερή νύχτα. Περίοδος Έντο, 18ος αιώνας. Εθνικό Μουσείο του Τόκυο. Ο Λευκάδιος Χερν επινοεί έναν γέρο Ιάπωνα αφηγητή, δια της "φωνής" του οποίου ακούμε την ιστορία για το κορίτσι του πορτραίτου. Από την εισαγωγή της ιστορίας μαθαίνουμε ότι στα κινέζικα και ιαπωνικά βιβλία υπάρχουν ιστορίες για θαυμάσιους πίνακες που μαγεύουν όσους τους κοιτάζουν.... Το είχα πάθει κι εγώ στο Παρίσι, κάποια στιγμή θα διηγηθώ αυτή την συγκλονιστική ιστορία. Πρόκειται για εξαίσιες ζωγραφιές λουλουδιών, πουλιών ή ανθρώπων από πινέλο φημισμένων καλλιτεχνών...Σύμφωνα με την παράδοση οι απεικονιζόμενες μορφές βγαίνουν κάποιες φορές από το χαρτί ή το μεταξωτό όπου είναι ζωγραφισμένες, ζωντανεύουν, αρχίζουν να κινούνται και προβαίνουν σε πράξεις...Μετά από αυτή την εισαγωγή, ο γέρο Ιάπωνας αφηγητής αρχίζει να διηγείται την ιστορία ενός τέτοιου φημισμένου πορτραίτου.
Ένας νεαρός σπουδαστής με το όνομα Τοκκέι, που ζούσε στο Κυότο, ένα βράδυ καθώς επέστρεφε στο σπίτι του, είδε στη βιτρίνα ενός παλαιοπωλείου ένα παλιό απλό χάρτινο χώρισμα όπου επάνω του ήταν ζωγραφισμένο το ολόσωμο πορτραίτο μίας νεαρής κοπέλας. Επειδή ο παλαιοπώλης δε ζητούσε κανένα σπουδαίο ποσό, ο Τοκκέι αγόρασε τον πίνακα και επέστρεψε στο σπίτι του.
Διαβάζουμε από την ιστορία του Χερν: "...Στη μοναξιά του στενού δωματίου του, ξανακοίταξε προσεκτικά το χώρισμα. Το πορτραίτο του φάνηκε ακόμη πιο γοητευτικό... Ο Τοκκέι πείστηκε πως το άγνωστο μοντέλο υπήρξε αληθινά τόσο όμορφο, όσο η εικόνα του στο χαρτί, μια κι εκείνη η εικόνα έμοιαζε ζωντανή έτοιμη ν' απαντήσει σ' όποιον της μιλούσε. Όσο κοιτούσε με πάθος την όμορφη εικόνα, ο Τοκκέι άρχισε σιγά σιγά να μαγεύεται, να κατακτιέται από τη γοητεία που ανέδυε εκείνο το κομμάτι ζωγραφισμένου χαρτιού.
-Υπήρξε άραγε πραγματικά τόσο θελκτικό πλάσμα; ψιθύριζε συνεχώς. Αχ! θα' δινα ευχαρίστως και τη ζωή μου, ακόμη και χίλια χρόνια ζωής αν τα διέθετα, να την κρατήσω έστω και μερικές στιγμές στην αγκαλιά μου. Έτσι έγινε κι ο Τοκκέι ερωτεύτηκε το πορτραίτο. Το ερωτεύτηκε τόσο πολύ που κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε ποτέ ν' αγαπήσει γυναίκα άλλη από την άγνωστη που απεικονιζόταν στο χώρισμα... Κάθε μέρα το πάθος του τον κατακτούσε. Δεν έτρωγε καθόλου, δεν μπορούσε πια να κοιμηθεί. Το μυαλό του αρνούνταν να καταβάλλει την οποιαδήποτε προσοχή στις σπουδές, που παλιότερα του ήταν τόσο αγαπητές. Περνούσε ώρες ολόκληρες μπροστά στο πορτραίτο...".
...Ο Τοκκέι, λοιπόν, μας λέει ο αφηγητής, έπεσε άρρωστος από έρωτα. Ευτυχώς, όμως, είχε φίλο έναν γέρο σοφό, ο οποίος, όταν έμαθε για την ασθένεια του Τοκκέι, τον επισκέφθηκε στο σπίτι του. Ο "αξιοσέβαστος εκείνος γέρος" αντίκρισε το χώρισμα με το πορτραίτο και κατάλαβα αμέσως τι συνέβη, γιατί γνώριζε για αυτές τις μαγικές ζωγραφιές. Έτσι, συμβούλευσε τον Τοκκέι να ακολουθήσει μία παραδοσιακή τελετουργία για να ζωντανέψει την κοπέλα του πορτραίτου και να την βγάλει από το ζωγραφισμένο χαρτί. Του είπε να της δώσει ένα όνομα και κάθε μέρα να στέκεται μπροστά στον πίνακα, να σκέφτεται μόνο αυτήν τη γυναίκα-πράγμα που δεν ήταν καθόλου δύσκολο για τον Τοκκέι, γιατί έτσι και αλλιώς μόνο αυτήν σκεφτόταν συνεχώς μέρα και νύχτα-και να την αποκαλεί με το όνομά της μέχρι να του απαντήσει. Όταν η κοπέλα του απαντήσει, τότε να της προσφέρει μία κούπα κρασί που θα αγοράσει από διαφορετικούς εμπόρους και αυτή θα κατέβει από τον πίνακα και θα δεχτεί να πιει το κρασί...Πράγματι, ο Τοκκέι ακολούθησε τις συμβουλές του γέρου φίλου του, αλλά ο Ιάπωνας αφηγητής ξέχασε να μας πει το όνομα που έδωσε στην κοπέλα. Πάντως, κάποια στιγμή ένα βράδυ, επιτέλους, το κορίτσι του πορτραίτου απάντησε στο κάλεσμα του ονόματός της από τον ερωτευμένο Τοκκέι. Και όταν ο Τοκκέι της πρόσφερε την κούπα με το κρασί, εκείνη κατέβηκε με χάρη από το χαρτί, περπάτησε στις ψάθες που κάλυπταν το πάτωμα του δωματίου και γονάτισε μπροστά του για να πάρει την κούπα. Στη συνέχεια, του χαμογέλασε και τον ρώτησε:
Διαβάζουμε κατά λέξη από την ιστορία του Λευκάδιου Χερν.

"- Πώς μπορείτε να μ' αγαπάτε τόσο; Σ' αυτό το σημείο ο Ιάπωνας αφηγητής προσθέτει: Ήταν πολύ ομορφότερη απ' το πορτραίτο της. Ήταν όμορφη ως την άκρη των νυχιών της. Όμορφη επίσης στο χαρακτήρα και την καρδιά, πιο όμορφη από όλες τις γυναίκες του κόσμου. Δεν μας λέει όμως τι απάντησε ο Τοκκέι. Έτσι την απάντηση οφείλουμε να τη φανταστούμε εμείς οι ίδιοι.
-Δεν θα με βαρεθεί τε όμως κάποτε; ρώτησε η νεαρή κοπέλα.
-Ποτέ όσο ζω! διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
-Ύστερα όμως; επέμεινε εκείνη. Η Ιαπωνίδα δεν αρκείται σε έρωτα που κρατάει μόνο μία ζωή.
-Ας υποσχεθούμε ο ένας στον άλλο έρωτα που θα κρατήσει εφτά ζωές, την παρακάλεσε ο Τοκκέι.
-Αν ποτέ γίνεται κακός μαζί μου, θα ξαναγυρίσω στον πίνακα. Και γελούσε με γοητευτικό νάζι.
Υποσχέθηκαν λοιπόν ο ένας στον άλλο εφτά ζωές και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως ο Τοκκέι υπήρξε θαυμάσιος σύζυγος, γιατί η γυναίκα του δεν γύρισε ποτέ στον πίνακά της. Η θέση που είχε κάποτε σ' αυτόν έμεινε για πάντα κενή.
Και καταλήγει ο Ιάπωνας αφηγητής:
Πόσο σπάνια όμως συμβαίνουν παρόμοια πράγματα στο δικό μας κόσμο!".
Έτσι, τελειώνει αυτή η μαγευτική ιστορία του Λευκάδιου Χερν, μία ιστορία της Ιαπωνικής παράδοσης από τη γραφίδα ενός Δυτικού που γοητεύτηκε από την Ιαπωνία και την παράδοσή της.

Ο συγγραφέας Πάτρικ Λευκάδιος Χερν συμπεριλαμβάνεται στον αρκετά μακρύ κατάλογο των Δυτικών που, "διωγμένοι" από τον ορθολογισμό του ευρωπαϊκού πολιτισμού και έχοντας κουρασθεί από τη μάλλον ανιαρή σταδιοδρομία τους, αναζήτησαν τα χαμένα όνειρα και τη νοηματοδότηση της ζωής τους στη μακρινή μυστηριώδη και άγνωστη Ανατολή. Ο Λευκάδιος περιπλανήθηκε από τα νησιά του Ιονίου πελάγους όπου ξεκίνησε η ζωή του στην Ιρλανδία, τη Γαλλία, την Αγγλία, τις ΗΠΑ, τη Μαρτινίκα για να φθάσει έως την Ιαπωνία όπου έζησε τα δεκατέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ασπαστεί το Βουδισμό και λαμβάνοντας την ιαπωνική υπηκοότητα και το ιαπωνικό όνομα Γιάκομο Κοϊζούμι. Η μετάλλαξη του Χερν σε Δυτικό Ιάπωνα ήταν η κατάληξη μίας επώδυνης διαδρομής που ξεκίνησε από την Ανατολική Μεσόγειο για να πάει στη Δύση έως την Αμερική και να επιστέψει στα ανατολικά, στο απώτατο σημείο της μακρινής Ανατολής, την Ιαπωνία.
Η Δύση γνώρισε την Ιαπωνία και τον πολιτισμό της μέσα από το βλέμμα ενός Δυτικού, ενός δικού της, αλλά και η Ιαπωνία γνώρισε τον εαυτό της μέσα από το βλέμμα ενός ξένου που την είχε αγαπήσει, ενός Δυτικού, του Λευκάδιου Χερν.Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε από Ιρλανδό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα το 1850 στη Λευκάδα από όπου φαίνεται ότι έλαβε το όνομα Λευκάδιος. Ο πατέρας του, Κάρολος Χερν, βρέθηκε τυχαία στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, γιατί υπηρετούσε ως αξιωματικός του βρετανικού στρατού. Ήταν στρατιωτικός χειρουργός του βρετανικού σώματος στρατού από το Δουβλίνο στα Επτάνησα. Εκεί, λοιπόν, γνώρισε τη Ρόζα Κασιμάτη, κόρη ευγενούς οικογένειας από τα Κύθηρα (ανήκουν στα Επτάνησα), την οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, αλλά γρήγορα αναγκάστηκε να την αφήσει μόνη μ' ένα μικρό παιδί στο πατρικό της σπίτι στα Κύθηρα, γιατί πήρε μετάθεση σε μία μακρινότερη βρετανική αποικία, τις Ινδίες. Ο Λευκάδιος ήταν, επομένως, ο καρπός ερωτικού ενθουσιασμού, ενός αιφνίδιου έρωτα δύο μάλλον αταίριαστων πολιτισμικά ανθρώπων που οι συνθήκες χώρισαν νωρίς.

Δύο χρόνια μετά την αναχώρηση του Ιρλανδού αξιωματικού για την Ανατολή, ο Λευκάδιος και η μητέρα του έφυγαν από τα Ιόνια νησιά για τη Δύση, για να ταξιδέψουν στο νησί της καταγωγής του πατέρα του, την Ιρλανδία. Ένα ταξίδι πραγματικά δύσκολο και μακρινό για μια νεαρή κοπέλα και το παιδί της στα μέσα του 19ου αιώνα! Πέρασαν πρώτα από το Παρίσι όπου ζούσε ο αδελφός του πατέρα, ο οποίος ήταν ζωγράφος. Ο θείος του Λευκάδιου τους συνόδεψε από το Παρίσι έως το Δουβλίνο.
Το Δουβλίνο, όμως, δεν έγινε ποτέ το τέλος της διαδρομής τόσο της νεαρής Ρόζας όσο και του παιδιού της. Η Ρόζα, η μητέρα του Λευκάδιου, δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί στο σκοτεινό και υγρό Δουβλίνο, αισθανόταν ξένη και φαίνεται ότι δεν έγινε θερμά αποδεκτή από τους συγγενείς του άνδρα της. Το μόνο συγγενικό πρόσωπο που έδειξε συμπάθεια απέναντι στη νεαρή Ελληνίδα από το Ιόνιο ήταν η Σάρα Μπρέναν, μια θεία του Λευκάδιου, στο σπίτι της οποίας βρήκαν καταφύγιο η μητέρα με το παιδί της. Η κατάσταση στην Ιρλανδία για τη μητέρα του Λευκάδιου δε βελτιώθηκε ακόμα και όταν γύρισε ο άνδρα της από τις Ινδίες. Ο έρωτας του Ιρλανδού αξιωματικού σύντομα εξαφανίστηκε και η σχέσεις του ζευγαριού έγιναν ψυχρές. Η Ρόζα, έγκυος στον τρίτο γιο τους (ο πρώτος είχε πεθάνει στα Επτάνησα όταν ήταν βρέφος, ο δεύτερος ήταν ο Λευκάδιος) και με διαταραγμένο το νευρικό της σύστημα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στα Επτάνησα, ενώ ο άλλοτε αγαπημένος της σύζυγος βρήκε νομικό τρόπο να ακυρώσει το γάμο τους. Ο μικρός Λευκάδιος έμεινε στην Ιρλανδία.
Ο Λευκάδιος Χερν πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια μακριά από τη μητρική αγάπη και στοργή και χωρίς το ενδιαφέρον του πατέρα, βιώνοντας απέραντη μοναξιά και ζώντας απομονωμένος στο σπίτι της φανατικά καθολικής άτεκνης θείας του Σάρας Μπρέναν, η οποία είχε αναλάβει την κηδεμονία του. Σχεδίαζε να αναθρέψει τον ανεψιό της σύμφωνα με τις αρχές του Καθολικισμού και να του κληροδοτήσει την περιουσία της. Δεν του πρόσφερε, όμως, την αγάπη που εκείνος πάντα λαχταρούσε. Ο Λευκάδιος μεγάλωσε στο καταθλιπτικό μεγάλο σπίτι της θείας του. Ο ίδιος σημειώνει ότι κανένας σ' εκείνο το αυστηρό σπίτι και τη βαριά ατμόσφαιρα δεν τον φώναζε με το όνομά του, όλοι τον αποκαλούσαν "το Παιδί". Ήταν, λοιπόν, ένα παιδί χωρίς όνομα, φοβισμένο και μόνο. Τα βράδια τρόμαζε στο σκοτεινό και γεμάτο σκιες δωμάτιό του, φοβόταν και φώναζε...Στην αρχή μια υπηρέτρια έτρεχε να δει τι συμβαίνει, αργότερα δόθηκε εντολή κανείς να μην ενδιαφέρεται για το τρομαγμένο παιδί...Κανείς δεν έτρεχε να τον σφίγξει στην αγκαλιά του και να απομακρύνει το φόβο του. "Ο φόβος μου έσφιγγε την καρδιά", γράφει αργότερα σ΄ένα κείμενό του, όταν θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Ιρλανδία.
Όταν ο Λευκάδιος έφθασε στη σχολική ηλικία, η θεία του προσέλαβε δάσκαλο για να του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Ήταν έξυπνος μαθητής και μάθαινε γρήγορα. Η βιβλιοθήκη του σπιτιού έγινε το καταφύγιό του, τα βιβλία ανακούφιζαν τη μοναξιά του... κόσμοι πολλοί και διαφορετικοί ανοίγονταν στα μάτια του παιδιού. Η καταθλιπτική ατμόσφαιρα του σπιτιού έγινε ελαφρότερη.
Η θεία Σάρα Μπρέναν, όμως, άρχισε να δείχνει την εύνοιά της σε κάποιον άλλο συγγενικό πρόσωπο, ένα μακρινό συγγενή του άνδρα της στον οποίο ανέθεσε τη διαχείριση της περιουσίας. Ο Λευκάδιος είχε αρχίσει να την απογοητεύει. Την ενοχλούσε ότι διάβαζε πολλά βιβλία και πίστευε ότι δε θα γινόταν καλός Καθολικός. Ο διαχειριστής της περιουσίας της τον έστειλε στην ιερατική Σχολή του Γαλλικού Κολλεγίου του Υβενό στη Ρουέν. Εκεί έμαθε καλά τη γαλλική γλώσσα. Στη συνέχεια τον έστειλαν να συνεχίσει τις σπουδές του σ' ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο στην πόλη Ουσό της Αγγλίας. Εκεί έδειξε πολύ καλές επιδόσεις στη γλώσσα και την έκθεση. Άρχισε να αποκτά αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Δυστυχώς, όμως, έπαθε κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού ατύχημα, με αποτέλεσμα να χάσει οριστικά το ένα μάτι του. Εκτός από αυτή την ατυχία, η ζωή του άλλαξε οριστικά και από ένα άλλο σημαντικό συμβάν. Η θεία του έχασε σχεδόν όλη την περιουσία της, γιατί χρεωκόπησε ο ευνοούμενος διαχειριστής της. Ο Λευκάδιος βρέθηκε να ζει πάμφτωχος στο Λονδίνο. Τελικά, ο διαχειριστής της περιουσίας της θείας, μόλις ανάκαμψε οικονομικά, του έδωσε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη...
Ο νεαρός Λευκάδιος, μόνος και δυστυχισμένος, ταξίδεψε προς τη Δύση. Στην αρχή η ζωή του στις ΗΠΑ ήταν πολύ δύσκολη. Έζησε κάτω από άθλιες συνθήκες φτώχειας για κάποιο διάστημα στη Νέα Υόρκη, δουλεύοντας στο λιμάνι όπου τον βοηθούσαν διάφοροι Ιρλανδοί εργάτες. Στη συνέχεια έφυγε για το Σινσινάττι, όπου συνάντησε τον τυπογράφο Χ. Γουώτκιν που του πρόσφερε βοήθεια και υποστήριξη. Χάρη σ' αυτόν βρήκε εργασία σε μία εφημερίδα και κατόρθωσε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, καλύπτοντας το αστυνομικό δελτίο. Άρχισε να αποκτά τη φήμη καλού δημοσιογράφου και να αναγνωρίζεται από την τοπική κοινωνία. Σε μια εποχή που επικρατούσαν η δουλεία και φυλετικές διακρίσεις, ο Λευκάδιος έκανε υπέρβαση και συζούσε με μια νεαρή μιγάδα, την οποία φαίνεται ότι είχε παντρευτεί. Εξαιτίας αυτής της ενέργειάς του έχασε τη δουλειά του.
Κάποια στιγμή εγκατέλειψε το Σινσινάττι και εγκαταστάθηκε στην κοσμοπολίτικη Νέα Ορλεάνη όπου εργάστηκε σε διάφορα έντυπα και απέκτησε μεγάλη φήμη για τα γραπτά του. Έγινε, επίσης, γνωστός και για τις εξαιρετικές μεταφράσεις της γαλλικής λογοτεχνίας. Παρά το ότι είχε καταξιωθεί ως δημοσιογράφος, ένιωθε πάντα ανικανοποίητος και απομονωμένος. Την ίδια εποχή σε επιστολές του και σε διάφορα κείμενά του άρχισε να εκφράζει τη διάθεσή του για φυγή και μακρινά ταξίδια για να γνωρίσει άλλους πολιτισμούς.
Στη συνέχεια έφυγε από τη Νέα Ορλεάνη για τη Νέα Υόρκη και από εκεί για τις Γαλλικές Αντίλλες, τη Μαρτινίκα, όπου έζησε για δύο χρόνια, γράφοντας κείμενα και δημοσιεύοντάς τα σε περιοδικά της Νέας Υόρκης. Στην απλή νησιωτική κοινωνία της Μαρτινίκα φαίνεται ότι αισθανόταν ελεύθερος και ευτυχισμένος. Το 1890 δέχτηκε με ενδιαφέρον την πρόταση ενός αμερικανικού περιοδικού να ταξιδέψει στην Ιαπωνία και να γράψει ανταποκρίσεις από αυτή τη μυστηριώδη χώρα της Ανατολής που τότε έδειχνε ότι προσπαθούσε να "ανοίξει" προς το Δυτικό Κόσμο. Το 1890 έφυγε από το λιμάνι του Βανκούβερ για τη Γιοκαχάμα. Ταξιδεύοντας προς τα δυτικά, θα έφθανε στην Ανατολή της Ανατολής, στα νησιά της Ιαπωνίας όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα και θα ζήσει τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του.
Ήταν κόρη παλιάς οικογένειας Σαμουράι, των Κοϊζούμι. Την περίοδο αυτή η παλιά κοινωνική τάξη των Σαμουράι είχε ξεπέσει. Το όνομα της οικογένειας της γυναίκας του, Κοϊζούμι, έλαβε ο Χερν όταν του δόθηκε η ιαπωνική υπηκοότητα. Ο Λευκάδιος βρήκε στην παραδοσιακή οικογένεια της γυναίκας του την ασφάλεια, τη στοργή και τη ζεστασιά που ο ίδιος είχε στερηθεί, αφού ποτέ δε γνώρισε αληθινές οικογενειακές σχέσεις. Ο ίδιος θαύμαζε την ιαπωνική παράδοση και απαγόρευσε στη γυναίκα του να μάθει αγγλικά. "Είναι πραγματικά κόρη της παλιάς Ιαπωνίας και πρέπει πάση θυσία να παραμείνει έτσι¨, έγραψε σε επιστολή του στον Τσάμπερλαιν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκυο που τον υποστήριζε και τον βοηθούσε ως το τέλος της ζωής του. Είχε επίσης και την υποστήριξη ενός Ιάπωνα ανώτατου υπαλλήλου του Υπουργείου Παιδείας, τον οποίο γνώριζε από τις ΗΠΑ, όταν ο τελευταίος είχε επισκεφθεί τη Διεθνή Έκθεση της Νέας Ορλεάνης.
Το ταξίδι στην Ιαπωνία ήρθε στην κατάλληλη στιγμή για τη ζωή του μοναχικού Λευκάδιου. Ο κόσμος και ο πολιτισμός της άγνωστης χώρας ήταν αληθινή "αποκάλυψη" και του έδωσε το νόημα που αναζητούσε, τον προορισμό που έψαχνε. Μαγεύτηκε από τη χώρα και τους ανθρώπους της και από την πρώτη στιγμή προσέγγισε τον ιαπωνικό πολιτισμό με αγάπη, σεβασμό και κατανόηση. Η ιαπωνική παράδοση τον γοήτευσε πραγματικά και με τα κείμενά του-πολλά διηγήματα αλλά και δοκίμια- διέσωσε παλιές λαϊκές αφηγήσεις και ιστορίες της Ιαπωνίας μέσα από το βλέμμα ενός Δυτικού που όμως είχε αρνηθεί τον εκσυγχρονισμό και τον ορθολογισμό του Δυτικού πολιτισμού. Ο Χερν αποφάσισε να μείνει στην Ιαπωνία σε μία περίοδο (στην ιαπωνική ιστορία ονομάζεται περίοδος Μέιτζι) κατά την οποία η χώρα περνούσε σε φάση κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα άλλαζαν εντυπωσιακά την παραδοσιακή φεουδαρχική κοινωνική συγκρότηση και θα οδηγούσαν στον εκσυγχρονισμό και την εκβιομηχάνιση...Η παραδοσιακή κλειστή Ιαπωνία στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα μεταμορφωνόταν σε ισχυρή οικονομική δύναμη και επιχειρούσε να αποκτήσει σχέσεις με τη Δύση. Η εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας άρχισε να γίνεται απαραίτητο προσόν.
Έτσι, ήταν εύκολο για τον Χερν να βρει δουλειά ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας. Για αυτό, βρήκε εύκολα θέση ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη βορειοδυτική Ιαπωνία. Μετά από την πόλη Ματσούε, εγκαταστάθηκε στην πόλη Κουμαμότο όπου εργάστηκε ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας σ' ένα μεγάλο κρατικό κολέγιο. Η πόλη, όμως, αυτή, που ήταν ένα μεγάλη σύγχρονο αστικό κέντρο, φαίνεται ότι δεν άρεσε στον Λευκάδιο που είχε μαγευτεί από την παραδοσιακή παλιά Ιαπωνία.
Το 1894 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην παραλιακή πόλη Κόμπε, στο νησί Χονσού. Εκεί τελείωσε και το δεύτερο βιβλίο του "Πέρα από την Ανατολή". Ένα χρόνο αργότερα θα τελειώσει και το τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο "Καρδιά", το υλικό του οποίου, όπως και των επόμενων, προέρχεται από ιστορίες της μεσαιωνικής Ιαπωνίας που του άρεσε να συγκεντρώνει και να καταγράφει. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το "Καϊντάν", το οποίο θεωρείται ως το καλύτερο.
Από το 1897 εγκαταστάθηκε στο Τόκυο όπου του είχε δοθεί η έδρα του καθηγητή της αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο. Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκαν οι διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο, οι οποίες θεωρούνται από τις πιο συναρπαστικές παρουσιάσεις της αγγλικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Την περίοδο του Τόκυο έγραψε και τα υπόλοιπα βιβλία του για την Ιαπωνία, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στη Δύση, γιατί υπήρχε ενδιαφέρον για τη μακρινή άγνωστη χώρα της Ανατολής που τότε άρχιζε να γίνεται μεγάλη δύναμη.
Ο Χερν είχε μεγάλη επιρροή και επίδραση στους μαθητές και τους φοιτητές του, πολλοί από τους οποίους αργότερα απέκτησαν σημαντικές θέσεις στην Ιαπωνία. Μιλούσε με αγάπη για τη χώρα τους και την παράδοσή της και τους έκανε να αισθάνονται υπερήφανοι για τον ιαπωνικό πολιτισμό. Έτσι, οι μαθητές του πάντα τον υποστήριζαν και χάρη σ' αυτούς θα αναγνωρισθεί η αξία και θα διαδοθεί η φήμη του έργου του μετά από τον ξαφνικό του θάνατο το 1904 (πέθανε από πνευμονικό οίδημα).


Μία από τις ανθολογίες διηγημάτων του Λευκάδιου Χερν που έχουν μεταφρασθεί στα ελληνικά από τον Σωτήρη Χαλικιά. Στο βιβλίο ο Χαλικιάς έχει γράψει και μία εξαιρετική εισαγωγή για τη ζωή και το έργο του.
Η προτομή του Λευκάδιου Χερν στον "Κήπο των ποιητών" στη Λευκάδα. Βρίσκεται δίπλα στις προτομές του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού. Ο Ελληνοϊαπωνικός Σύνδεσμος είχε ήδη τοποθετήσει στη Λευκάδα μία αναμνηστική πλάκα από το 1933. Τότε έγινε και μία τελετή προς τιμήν του Λευκάδιου συγγραφέα.
Επιμέλεια ανάρτησης : Επικούρειος Πέπος-FUJI TOMO KAZU

ΧΙΛΩΝΑΣ Ο ΣΟΦΟΣ ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ. Ακούστε τον κάτι ξέρει παραπάνω από εμάς.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνομιλητές, έστω νοερά, σας καλημεροκαλησπερίζω και σας εύχομαι καλά Καρκατζάλια που λέμε στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι. Η σημερινή ανάρτηση είναι αν μη τι άλλο διδακτική γιατί με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας νομίζω πως θα πρέπει να σκύψουμε ξανά στις κλασικές πηγές γνώσης και συμπεριφορών. Ελπίζω να βρείτε ενδιαφέρουσα την πιο κάτω ανάρτηση, ο Χίλωνας τον οποίο συνάντησα στην συνοικία των Θεών ήταν πολύ λυπημένος με τις συμπεριφορές των νεοελλήνων και με παρακάλεσε μιας και ο σοφός διδάσκαλος της Πιάλειας απουσιάζει, να σας παρουσιάσω εγώ τις σοφές ρήσεις του. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς.

"Λεν ότι αυτός ρώτησε και τον Αίσωπο τι κάνει ο Δίας· εκείνος του απάντησε:
“ταπεινώνει τα ψηλά και υψώνει τα ταπεινά”. Όταν τον ρώτησαν σε τι διαφέρουν
όσοι έχουν εκπαιδευτεί από τους απαίδευτους, είπε: “στις καλές ελπίδες”.
Όταν τον ρώτησαν τι είναι δύσκολο, είπε:
“να κρατάει μυστικά τα απόρρητα,
να διαθέτει καλά τον ελεύθερο χρόνο του και να μπορεί να σιωπά, όταν τον αδικούν”

Συμβούλευε και τα ακόλουθα:
“Να συγκρατεί κάποιος τη γλώσσα του, προπάντων σ᾽ ένα συμπόσιο.
Να μην κακολογεί τους διπλανούς του· αλλιώς θα ακούσει πράγματα που θα τον λυπήσουν.
Να μην απειλεί κανέναν· διότι αυτή είναι γυναικεία συμπεριφορά.
Να σπεύδει γρηγορότερα στις ατυχίες των φίλων παρά στις ευτυχίες τους.
Να κάνει γάμο μικροέξοδο.
Να μην κακολογεί έναν που έχει πεθάνει.
Να τιμά τα γεράματα.
Να προφυλάγει τον εαυτό του.
Να προτιμά πιο πολύ μια ζημία παρά ένα κέρδος που ντροπιάζει· διότι η ζημιά μας λυπεί μια φορά, ενώ το δεύτερο για πάντα.
Να μην κοροϊδεύει έναν που ατυχεί. Όταν είναι δυνατός, να είναι πράος, ώστε όσοι είναι κοντά του να τον σέβονται παρά να τον φοβούνται.
Να μαθαίνει να διοικεί καλά το σπίτι του. Η γλώσσα του να μην τρέχει πιο γρήγορα από το νου του.
Να συγκρατεί το θυμό του.
Να μην επιθυμεί τα αδύνατα.
Να μη βιάζεται στο δρόμο.
Όταν μιλά, να μην κουνά το χέρι του· διότι αυτό είναι ένδειξη τρέλας.

Να υπακούει στους νόμους, να είναι ήρεμος”.
Λεν ότι κάποτε, όταν ήταν πια γέρος, είπε ότι δεν ξέρει να έχει κάνει στη ζωή του κάτι παράνομο, αμφιβάλλει ωστόσο για μια περίπτωση. Όταν δηλαδή κάποτε δίκαζε μια δίκη φίλου του σύμφωνα με τον νόμο, έπεισε τον φίλο του να τον καταδικάσει, για να τηρήσει και τα δυο, και τον νόμο και τον φίλο του.
Απόκτησε πολύ μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες, όταν μίλησε προειδοποιητικά για τα Κύθηρα, το νησί της Λακωνικής. Όταν δηλαδή πληροφορήθηκε τη φυσική κατάστασή της, είπε:
“Μακάρι να μην είχε δημιουργηθεί ή, μια που δημιουργήθηκε, να είχε καταποντισθεί”.
Το πρόβλεψε καλά.
Διότι ο Δημάρατος, που ήταν εξορισμένος από τους Λακεδαιμόνιους, συμβούλεψε τον Ξέρξη να συγκεντρώσει τα πλοία του στο νησί· και θα είχε κυριευτεί η Ελλάδα, αν είχει πεισθεί ο Ξέρξης.

Και αργότερα ο Νικίας κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο κατέκτησε το νησί, εγκατέστησε σ᾽ αυτό φρουρά από Αθηναίους και προκάλεσε πάρα πολλά κακά στους Λακεδαιμόνιους.
Ήταν βραχύλογος· γι᾽ αυτό και ο Μιλήσιος Αρισταγόρας αυτόν τον τρόπο τον χαρακτηρίζει “χιλώνειο”.
Ήταν γιος του Βράγχου, που έχτισε το ιερό στις Βραγχίδες. Ήταν γέροντας κατά την πεντηκοστή δεύτερη Ολυμπιάδα, όταν ήταν στην ακμή του ο “λογοποιός” Αίσωπος. Πέθανε, όπως λέει ο Έρμιππος, στην Πίσα, αφού φίλησε το γιο του Ολυμπιονίκη στο αγώνισμα της πυγμαχίας. Αυτό το έπαθε από υπερβολική χαρά και από την αδυναμία της πολύχρονης ζωής του.
Και όλοι όσοι ήταν στην εορταστική συνέλευση τον ξεπροβόδισαν πολύ τιμημένα..."
( οι Σπαρτιάτες ανήγειραν και άγαλμα προς τιμή του, με το επίγραμμα «Τόνδε δορυστέφανος Σπάρτα Χίλων, εφύτευσεν, ός των Επτά Σοφών, πρώτος, έφυ Σοφός» [περ. «Η πολεμόχαρη Σπάρτη γέννησε αυτόν εδώ τον Χίλωνα, που ήταν ο πρώτος, δηλαδή ο μεγαλύτερος, Σοφός από τους επτά Σοφούς»].
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΩΝ ΚΑΡΚΑΤΖΑΛΑΙΩΝ ΣΤΟ ΜΑΓΕΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΝΕΜΟΡΦΟ ΓΟΡΓΟΓΥΡΙ Διοτίμα, Αντιόπη, Μελισσάνθη, Δολέντσια, Πεπέ.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί επισκέπτες του ιστολογίου μας καλησπέρα, επειδή η σημερινή βραδιά είναι το σήμα κατατεθέν των Καρκατζαλέων, λόγω της πρώτης Κουδονοκυπροκρουσίας που έχει καθιερωθεί εδώ και 200 χρόνια και που τηρείτε απαρεγκλίτως μέχρι και σήμερα, σας στέλνω λίγες πληροφορίες για το έθιμο των ΚΑΡΚΑΤΖΑΛΕΩΝ. Κάθε βράδυ στις 18 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ συγκεντρώνονται όλοι οι υποψήφιοι καρκατζαλέοι στον λόφο του ΝΤΑΛΑΓΙΩΡΓΟΥ και ελέγχουν τον ήχο των κυπριών και των κουδουνιών, ειρήσθω εν παρόδω να σας πώ πως το κάθε κυπρί ζυγίζει από 15 μέχρι και 30 κιλά τα μεγάλα και 10 κιλά οι κουδούνες. Όπως καταλαβαίνεται δεν είναι παίξε γέλασε η συμμετοχή στην πρώτη ομάδα. Η ιστορία που θα διαβάσετε πιο κάτω έχει να κάνει με τον αρχικαρκάτζαλο Φ.Ν. τον πρεσβύτερο γιατί τώρα συνεχίζει ο εγγονός του. 
Καρκάτζαλοι Γοργογυρίου όσοι μπορείτε, φροντίστε την πρωτοχρονιά να παραβρεθείτε στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι για να γευτείτε το πανάρχαιο έθιμο των Καρκατζαλαίων που στο ΜκΠΓ συνεχίζεται από τους νεότερους. Αν πρέπει να μνημονεύσουμε κάποιους από τους μεγάλους Καρκατζαλαίους σίγουρα θα πρέπει να σταθούμε στον Κυρ Φώτη Ντάκουλα γιατί η περίπτωσή του παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για τον εξής λόγο. Ο κυρ Φώτης έγινε Καρκάτζαλος από αγάπη! κυρ Φώτης σε ηλικία 18 ετών ερωτεύτηκε την αδερφή του Τρανού!!!!!!! ο οποίος Τρανός ήταν ο φόβος και ο Τρόμος για όσους γλυκοκοίταζαν την χαμηλοβλεπούσα στρουμπουλή και νοστιμούλα αδερφή του, ο νεαρός τότε Φώτης προβληματίστηκε πάρα πολύ γιατί το τσακίρικο βλέμμα της Βίκυς, Φώτεινα την αποκαλούν σήμερα, -έτσι αποκαλούσαν τότε την αδερφή του Τρανού, αργότερα το άλλαξε σε Βασιλική- σε κάποιο πάρτι που την είχε πρωτοαντικρίσει του είχε -με νόημα- υποσχεθεί πολλά, από τότε που την πρωτοαντίκρισε δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στις κτηνοτροφικές του σπουδές, οι σπουδές του ήταν στη σχολή της Γεωπονίας λόγω του ότι ο τσιφλικάς πατέρας του τον προόριζε για Αρχιτσέλιγκα. 

Αυτό λοιπόν το τσελιγκόπουλο λόγω του ότι ο Τρανός όπως προείπα την αδερφή του την είχε υπό περιορισμό σκαρφίστηκε πολλούς τρόπους προκειμένου να πλησιάζει τον κεραυνοβόλο ερωτά του αλλά πάντα έβρισκε μπροστά του τον Τρανό, μια φορά μάλιστα που τόλμησε να πλησιάσει στό σπίτι τους τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη, το τσελιγκόπουλο είχε δωροδοκήσει τον πιο μικρό αδερφό της αγαπημένης του, τον Θωμά με δυο αρνιά και είχαν συμφωνήσει όταν θα ήταν αυτός βάρδια προς φύλαξη της αδερφής να κάνει τάχαμου-τάχαμου τα στραβά μάτια και να τους αφήσει για λίγο στην κουζίνα μόνους για τόνατάλλο, έλα όμως που ο Τρανός κάτι μυρίστηκε και άλλαξε τη βάρδια την τελευταία στιγμή με αποτέλεσμα ο μικρός αδερφός να μη μπορέσει να ειδοποιήση τον ερωτοχτυπημένο, και ο κυρ Φώτης αντί να βρει στην κουζίνα την χαμηλοβλεπούσα Βίκυ-Βασιλική αντίκρισε τον Τρανό με την καραμπίνα!!!!!!!!!! ούτε κατάλαβε για πότε πήδηξε τον φράχτη με τα παλιούρια το τσελιγκόπουλο, μάλιστα κάποια σκάγια τον βρήκαν στον πισινό του και όταν πήγε στο σπίτι η αδερφή του η Αλεξάνδρα του έβαζε όλο το βράδυ κομπρέσες στον ποπό του, της είχε πει ψέματα πως ειχε πέσει τάχα πάνω σε μια τρακάδα με αγκάθια. 

Από εκείνη την ημέρα δεν ξανατόλμησε να περάσει από τη γειτονιά της αγαπημένης του. Ένας φίλος του ο Νικόλαος Πατούκας του είπε πως ο μόνος τρόπος για να πλησιάσει την κοπέλα ήταν ένας και μοναδικός, έπρεπε να ντυθεί Καρκάτζαλος!!!!!! αυτό βέβαια είχε κάποιες δυσκολίες γιατί ως Καρκάτζαλος θα μπορούσε να βρεθεί κοντά στον ερωτά του μόνο την ημέρα της πρωτοχρονιάς!!! από την άλλη σκέφτηκε πως απ' την αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι!!!!!!! εξάλλού τα σκάγια στον ποπό του του θύμιζαν πως ο άλλος τρόπος ήταν επικίνδυνος. Αύτος ήταν ο λόγος που ο κυρ Φώτης επέλλεξε να γίνει Καρκάτζαλος, αν και όταν το έμαθαν οι γονείς του, επειδή ήταν ευγενείς, με πολλούς τίτλους τον κατσάδιασαν, τον προόριζαν για κάποια αρχοντοπούλα της περιοχής με μεγάλη προίκα και μαγάλη τρύπα-σπίτι, ναι μεν η Βίκυ ήταν καλό και σεμνό κορίτσι αλλά αυτό δεν αρκούσε γιατί δεν είχε τίτλούς ευγενείας και αρκετά μεγάλη περιουσία, ήταν βέβαια μορφωμένο κορίτσι με σπουδές στην κλασική μουσική και ειδικότερα στο Πιάνο, αυτό όμως δεν αρκούσε για τους γονείς του κυρ Φώτη, ήθελαν χωράφια και χρυσές λίρες. Το τσελιγκόπουλο όμως ήταν ανένδοτο, η αυτήν η θ'αυτοκτονήσω!!!!!!!!!!!! Οι γονείς του κατάλαβαν πως αυτό που τους είπε το εννοούσε και έδωσαν τη συγκαταθεσή τους. Εκείνος που έδωσε τη συγκαταθεσή του με κρύα καρδιά ήταν ο μεγάλος αδερφός της Βίκυς, δηλαδή ο Τρανός γιατί θα του έπαιρνε ο γαμπρός του όλα τα χωράφια, τις πάππιες, τα γιδοπρόγατα, και το μαντρί. 

Όταν τον ρώτησε κάποια στιγμή ο μικρός του αδερφός γιατί δεν τον ''πάει'' τον Φώτη του απάντησε: Eίναι μουρντάρης προικοθύρας, και κριάρι!! έχει σχέσεις και με άλλα κορίτσια!!!!!! που σε όλα τάζει γάμο. Τελικά ο κυρ Φώτης νυμφέφθηκε την αγαπημένη του και ζουν αυτοί καλά κι εμείς χειρότερα. Ακόμα και σήμερα την έχει στα ώπα ώπα, την προσέχει στα μάτια και δεν την αφήνει να πιάσει ούτε ένα ποτήρι νερό. Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία του κυρ Φώτη, και αυτός ήταν ο λόγος που τον ώθησε στο να γίνει Καρκάτζαλος. Ένα άλλο περιστατικό που έχει σχέση με τα Καρκατζάλια είναι η απαγωγή ενος Καρκάτζαλου από τις καλότχιες!!!!!!!!! συγκεκριμμένα πρόκειται για τον Σαρούχο, κάποια χρονιά που είχε ντυθεί κι αυτός Καρκάτζαλος με τον ξαδερφό του τον Βύρωνα, τον Γκουσγκούνη, και τον Ζάγαρο ενώ περνούσαν το ρέμμα της Τζίκενας έχασαν τον Σαρούχο!!!!!!!!! έψαξαν δεξιά αριστερά πουθενά ο Σαρούχος, μετά από τρεις μέρες τον βρήκαν στα στάλια να παίζει κοντσίνα με τον θείο του τον κυρ Φώτη, όταν τον ρώτησαν τι είχε συμβεί τους είπε την ιστορία με τις καλότχιες, αυτή την ιστορία τη γνώριζαν όλοι στο χωριό γατί ο πρώτος που είχαν απαγάγει οι καλότχιες ήταν ο Αμερικάνος. Το πιο κάτω άρθρο που ακολουθεί είναι δανικό από το ιστολόγιο της Λογοτεχνικής Ομάδας Γοργογυρίου. Φίλες και Φίλοι σας χαιρετώ, με σεβασμό ο Επικούρειος Πέπος-Fuji Tomo Kazu.

Έθιμα, συνήθειες και μυρωδιές Πρωτοχρονιάς.

Μύθοι , καλικάντζαροι και τέρατα σε όλης της γης τα πέρατα.

Ένα έθιμο τόσο παλιό αλλά πάντα επίκαιρο. Όσοι παραβρέθηκαν την τελευταία μέρα του χρόνου στην κεντρική πλατεία των Τρικάλων και στον Μύλο των Ξωτικών πήραν μια γεύση από τους καρκατζαλαίους του Γοργογυρίου.
Τα Καρκατζάλια επισκέφθηκαν αυτούς τους δύο χώρους και έδωσαν μια ξεχωριστή νότα χαράς στους παρευρισκόμενους. Το έθιμο όπως προείπα είναι πολύ παλιό, οι σημερινοί 40άρηδες θυμούνται τους παππούδες τους να ντύνονται Καρκάτζαλοι και έτσι το έθιμο έφθασε ως τις μέρες μας. πολλά από τα παιδιά 23-35 χρόνων που σήμερα ανήκουν στα λεγόμενα ¨μεγάλα¨ σαν μικρά παιδιά πιθανόν να ήταν για αυτά μεγάλος φόβος, την εποχή εκείνη. Θα αναφερθώ σε μια ιστορία ενός παιδιού που σήμερα είναι μέλος της ομάδας των μεγάλων, του Φ.Ν. που μου την διηγήθηκε ο πατέρας του ο Κ.Ν. , να πω εδώ πως ο Φ.Ν. ανήκει σε οικογένεια Καρακατζαλαίων γιατί ο προπάππος τους, ο παππούς του, ο πατέρας του και πρόσφατα και η αδελφή του πατέρα του αλλά και ο ίδιος συνεχίζει την παράδοση.

Μάλιστα η κουδούνα που είχε ο Φ.Ν. είναι η ίδια που είχε και ο παππούς του. Σχετικά με αυτή την κουδούνα υπάρχει ολόκληρη ιεροτελεστία παραλαβής και παράδοσης. Πριν αρχίσουν τα Καρκατζάλια, δηλαδή στο στάδιο της προετοιμασίας ο εγγονός επισκέπτεται τον παππού του 7 φορές και του λέει: παππού είμαι ο συνεχιστής της παράδοσης και θέλω να μου παραδόσεις την κουδούνα για 7 ημέρες! Σε κάθε επίσκεψη ο εγγονός ζητάει από τον παππού να του διηγηθεί μια ιστορία με Καρκατζάλια.

Στην έβδομη ιστορία η οποία λαμβάνει χώρα την τελευταία ημέρα του χρόνου ο παππούς πείθεται από τον εγγονό πως πρέπει να του παραδώσει την κουδούνα-κειμήλιο παράλληλα του δίνει και την ευχή του για καλός Καρκάτζαλος

Κατόπιν ο εγγονός κάνει την τελευταία πρόβα, αφού κάνει πρώτα το απαραίτητο τελετουργικό μπροστά στον καθρέφτη και θεωρεί τον εαυτό τους άξιο συνεχιστή.Θα επιστρέψω όμως στον Φ.Ν. τζούνιορ που όταν ήταν μικρός 8 χρόνων και αντίκρισε τα Καρκατζάλια από τον φόβο τους κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι των γονιών του και δεν έβγαινε με τίποτα. Αναγκάστηκαν οι γονείς του να μεταφέρουν το κρεβάτι προκειμένου μετά από ώρες να τον βγάλουν. Αυτή είναι μια από τις πολλές ιστορίες που ακούς για τα Καρκατζάλια Γοργογυρίου.

Μια άλλη συγκλονιστική είναι η πιο κάτω. Κάποια χρονιά οι Κλαρίνας, Καραβίδας, Σαρούχος, Βαρελάς, Τσιγαρίδας, Καρλαύτης, Γαρέφω, Καπνιάς αποφάσισαν και αυτοί να πάνε Καρκάτζαλοι, αφού έκαναν την κατάλληλη προετοιμασία, δεν έβρισκαν κυπριά και κουδούνες για αυτό αποφάσισαν ένα βράδυ να πάνε στο κοπάδι του Χ.Π. για να βγάλουν τα κυπριά από τα κριάρια του κοπαδιού. Για κακή τους τύχη τους πήρε είδηση το τσοπανόσκυλο και τους πετσόκοψε, ο μόνος που κατάφερε να γλυτώσει ήταν ο Τσιγαρίδας γιατί έλεγε στον σκύλο «φάτους-φάτους», ο σκύλος νόμιζε πως ο Τσιγαρίδας ήταν ο Χ.Π. και κυνηγώντας τους άλλους εκείνος την γλύτωσε.

Όπως σας είπα αυτές είναι 2 από τις πάμπολλες ιστορίες που ίσως αρκετές να είναι και λίγο υπερβολικές αλλά σίγουρα είναι αληθοφανείς. Μ’ αυτά και μ’ αυτά θα έρθω στα Καρκατζάλια του 2012. Η συμμετοχή ήταν ίσως η μεγαλύτερη των τελευταίων χρόνων. Το γκρουπ των μεγάλων ήταν περίπου 30 άτομα και των δόκιμων 25. Όπως θα δείτε και στις φωτογραφίες και τα βίντεο ήταν όλοι τους άψογα ντυμένοι. Θα μου επιτρέψετε όμως να σταθώ στην έκπληξη αυτής της χρονιάς. Με πρόταση του Μάνατζερ της Ο.ΚΡ.Α, F.T.K. πέντε από τα μέλη αποφάσισαν να πάνε Καρκάτζαλοι!!!!

Τα μέλη ήταν, Πέπος, Αμβροσία, Μελισσάνθη, Αντιόπη, Ζάν Ντ’ Άρκ. Σε συνεργασία με την Ο.ΚΡ.Α Γοργογυρίου και χωρίς να διαρρεύσει το μυστικό άρχισε ο πυρετός της προετοιμασίας, μάσκες, μπουραζάνια, κοντοκάπια, περούκες, μπότες, κυπριά, κουδούνες, μουστάκες κλπ. Με την βοήθεια του φροντιστή Θ.Ν. και την αρωγή της Κ.Ν. και του Κ.Τ. άρχισε το όνειρο να παίρνει σάρκα και οστά. Με πρόταση επίσης του Μάνατζερ αποφασίσαμε σε κάθε σπίτι που θα επισκεπτόμαστε να τους δίνουμε καραμέλες τσάρλεστον και πέντε φατσούλες, το σύνθημα μας να είναι NO MONEY, NO HONEY!!.

Πράγματι στις 09:30 τα μέλη μαζεύτηκαν στο αρχηγείο και με την βοήθεια της ενδυματολόγου Mrs. Louloukas άρχισε η προετοιμασία της μεταμόρφωσης. Με την βοήθεια της αισθητικού Ελ.Γκ. αρχίσαμε να αλλάζουμε όψη. Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Στις 10:30 η νταλίκα με οδηγό τον Κ.Τ. παρέλαβε τους Καρκατζαλαίους αφού πρώτα ο φροντιστής Θ.Ν. έλεγξε την περιοχή ώστε να μην τους δούνε την ώρα της επιβίβασης.

Ο Κ.Τ. πήγε τα πέντε Καρκατζάλια στην περιοχή τυροκομείο και αποχώρησε. Η ομάδα αφού έκανε το σχετικό ζντό φωνάζοντας ΟΚΡΑ αποφάσισε να επισκεφθεί πρώτα το σπίτι του βιομήχανου Κ.Γ. ο ίδιος έλειπε και μας υποδέχθηκαν η σύζυγος, η κόρη και η εγγονή. Όλοι ξεκίνησαν και τελείωσαν πολύ καλά. Ήταν μια μοναδική και out of the box εμπειρία η οποία ενθουσίασε τα μέλη και όλους όσους επισκεφθήκαμε.

Ευχαριστούμε όλους όσους βοήθησαν ώστε το όνειρο να γίνει πραγματικότητα, ευχαριστούμε επίσης όσους επισκεφθήκαμε, για την φιλοξενία τους και κυρίως ευχαριστούμε τα 2 γκρουπ δόκιμων και μεγάλων για την συμμετοχή τους και για την ωραία ατμόσφαιρα που παρουσίασαν.

Τους ευχαριστούμε επίσης για την επίσκεψη στην Αυλή των θαυμάτων όπου έγινε ένα ειδικό τελετουργικό με βεγγαλικά και καπνογόνα με διευθυντή ορχήστρας τον οικοδεσπότη.
Όλα ήταν μαγικά. Επιτέλους χαρήκαμε λίγο με τους Καρκάτζαλους του χωριού γιατί οι Καρκατζαλαίοι της πολιτικής, μας έχουν μαυρίσει την ψυχή μας, δυστυχώς και με δική μας ευθύνη.
Υ.Γ. αν Θ.Θ. του χρόνου ήμαστε καλά και ήμαστε στο χωριό θα γίνει μεγάλο γλέντι στην Αυλή των θαυμάτων με γουρουνόπουλα, λουκάνικα, κοκκορομεζέδες, πρασοτηγανιές και ντόπιο νέκταρ που έπιναν οι Θεοί του Ολύμπου το οποίο παρασκευάζει ο Θεόφραστος - Μάκης Ντάκουλας με ειδική συνταγή.






Σας ευχόμαστε Καλή Χρονιά και Καλές αντοχές

Επιμέλεια : POOF-PEPE

Α] ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Β] WALT WHITMAN και Γ] EMILY NTIKINSON ένα μικρό αφιέρωμα στην κοπέλα της φωτογραφίας.

''Τότε η ανθρώπινη καρδιά άρχισε να βρίσκει πολυποίκιλες εκφράσεις για τη χαρά που προκαλεί η ομορφιά των λουλουδιών, για το θαυμασμό που προκαλεί το κελάηδημα των πουλιών, για την απαλή χαρμολύπη όταν διαβάζουμε ποίηση, και για τη λυπηρή συμπάθεια που προκαλεί η σύντομη ζωή της πρωινής δροσιάς. Έτσι όπως είναι αναγκαίο να κάνουμε το πρώτο βήμα για ένα μακρινό μας στόχο κι ύστερα να πάμε μήνες και χρόνια μακριά, έτσι όπως από το μόριο της σκόνης βαλμένο σε άλλο και σε άλλο μόριο γίνονται τα ψηλά βουνά, τόσο ψηλά που οι κορφές τους χάνονται μέσα στα σύννεφα, που κινούνται στον ουρανό, έτσι σιγά-σιγά πλήθυναν και οι στίχοι μας. Ριγούσαν πάντα οι καρδιές των ποιητών, όταν την ώρα των ανοιξιάτικων πρωινών θαύμαζαν τα κύματα των λουλουδιών, ή όταν τα φθινοπωριάτικα βράδια άκουγαν τον ψίθυρο των φύλλων που έπεφταν, ή όταν αντίκριζαν μελιστάλαχτους κι ερωτικούς οφθαλμούς''. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς. Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. 

Και τώρα λίγα Ιαπωνικά Ποιήματα.

Το φεγγαρόφωτο στα πόδια
του κρεβατιού/ 
μοιάζει παγωνιά που έπεσε
στο πάτωμα/ 
Σηκώνω το κεφάλι κι αντικρίζω
το λαμπρό φεγγάρι/ 
Το χαμηλώνω κι ονειρεύομαι πως
είμαι στην αγκαλιά σου.
(ΛΙ ΠΟ)

Αν ήξερα πως θα 'κρουαν τα γεράματα/
Θα σφάλιζα την πόρτα/ 
Και θα φώναζα.
Κανείς!
F.T.K.

Θα 'θελα να τον έκρυβα/ 
Όμως τόσο ξάστερος/
Δείχνει στην όψη μου ο έρωτας/ 
Που με ρωτούν οι άνθρωποι
Μα, δε σκέφτεσαι τον κόσμο?
ΤΑ'Ι'ΡΑ-ΝΟ ΚΑΜΕΜΟΡΙ

Φέγγος αστραπής/ 
Στο ζόφο λάμπει/
Φωνή ερωδιού/ 
Κορυδαλλός
Ολημέρα τραγουδάει/ 
Και δε σώνεται η μέρα'

Κοπελούδα/ 
Τόσο λιγνή/ 
Με χυλό κι έρωτα
Όταν ένα πουλί περνά/ 
Σαν το φεγγάρι/ 
Ένας έρωτας σβήνει στο νερό.
MATSOUO MPASAOO

Απόψε φέγγει το φεγγάρι/ 
όπως εκείνη τη βραδιά
όπως και τότε είναι/ 
Αύγουστος ξανά.
Μονάχα εγώ δεν είμαι/ 
αυτό που ήμουν τότε,
μονάχα εγώ δεν είμαι/ 
όπως ήμουν εκείνη τη φορά.
Αριουάρε-Νο-Ναριχίρα

Οι άνθρωποι μιλούν για μας/ 
λένε κρυφά, πως σ' αγαπώ,
κρυφά πως μ' αγαπάς/ 
Δεν ξέρω για σένα-
μα εγώ έχω καημό στα στήθια
Αριουάρα-Νο-Μοτοκάτα

Στις όχθες του Κεφαλοπόταμου/ 
μαζί μ' ένα αερικό/
έσκυψε ο Pepe να πιει λίγο νερό/
μα ένας αέρας με μανία αρπάζει το αερικό,
και τώρα ο Pepe την αναζητά στα όνειρά του.
Fuji Tomo Kazu

Για σένα και μόνο πήγα/ 
στο ανοιξιάτικο λιβάδι/
για να συνάξω των πρώτων/ 
μπουμπουκιών το χάδι/
Νίνα-Νο-Μικάντο

Ψηλά μέσα στα σύννεφα/ 
ένα χρυσάνθεμο άσπρο/
Η μήπως έλαμψε με άσπρο/ 
φως ένα άστρο?
Φ-Νο-Τοσιηγιούκι

Μου είπε: Θα 'ρθω/ 
αμέσως μόλις θα μπορώ/ 
Κι εγώ ακόμα περιμένω/
σήμερα πια δεν απορώ για το πόσο/ 
μακρές είναι οι νύχτες του Δεκέμβρη.
Σο-σέϊ

Είναι μάταιο να γράφεις πάνω στο νερό που ρέει./ 
Τα γράμματα θ' αρχίσουν το χορό. 
Κι ακόμα ματαιότερο να γράφεις/ 
πάνω σε μια καρδιά που δεν θέλει πια
να σ' αγαπά. Fuji Tomo Kazu

Eσένα τόσο πολύ σε σκέφτομαι/ 
που στον ύπνο μου έβλεπα τη μορφή σου.
Αν το 'ξερα πως ήταν όνειρο/ 
δεν θα 'θελα ποτέ να με ξυπνήσουν.
Όνο-Νο-Κοματσιή

Αν τύχει και κάποιος σας ρωτήσει/ 
που είναι τώρα ο Πεπέ, να του πείτε την αλήθεια.
Στον Κεφαλοπόταμο κάνει τον ψαρά,/ 
μαζεύει αλάτι, βγάζει φύκια, και
γράφει ποιήματα πάνω στο νερό.
Fuji Tomo Kazu.
Επιμέλεια Ανάρτησης: Επικούρειος Πέπος.
===================

ΣΥΝΕΧΙΖΩ με WALT WHITMAN και EMILY NTIKINSON
Προς εσένα παλιά αγάπη!/Εσύ ασύγκριτη, παθιασμένη, 
παλιά αγάπη/ Εσύ αυστηρή, ανελέητη, 
γλυκιά αιτία
Αξέχαστη στο διάβα του χρόνου/  Για σένα αυτές οι ωδές
Για σένα όλες οι απαγγελίες/  των ποιημάτων στην Αυλή των
θαυμάτων. Όλα περιστρέφονται γύρω από 'σένα.
WALT WHITMAN
====================
Περιμένω να φανείς!
Έλεγα μόλις χθες/ Σε κάποιον γνώριμό σου
Πως ήταν για να 'ρθεις./  Δε σπάζει με την πέτρα η καρδιά
Ούτε και με Ραβδί-/ Παρά, με της ματιά σου το μαστίγιο
Που μόνο εγώ έχω δει.
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
=======================
Tο νερό, μαθαίνεται απ' τη δίψα.
Η στεριά-από το αρμένισμα στα Πέλαγα.
Η Έκσταση-απ' την οδύνη.
Η Ειρήνη, απ' των πολέμων της το χρονικό.
Η Αγάπη, απ' του τάφου το ανάγλυφο.
Ο Έρωτας από τις κρυφές ματιές.
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
=======================
Πεπέ, Να έχεις του νούφαρου τα πόδια
Να έχεις το φτέρωμα πουλιού
Γιατί είσαι από μέρη ξακουσμένα
Που δεν τα έχω καν στο νου.
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
======================
Διαλέγει τη δική της συντροφιά η ζωή-
Μετά- κλείνει την πόρτα-
Κανένας άλλος μην προβάλει-
κι αλλοίμονο  αν έχει κάνει λάθος.
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
=====================
Της έδειξα τα μυστικά-φιλιά του πρωινού-
και το σκοινί, τις νύχτες ν' ανεβαίνεις-
Από τότε τα χείλη της συνέχεια νοσταλγώ-
Και τώρα κομμάτια έχω κάνει τη ζωή μου.
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
=====================
Lola Όταν χαμογελάς, εγκάρδιο φέγγος
Επάνω στην Κοιλάδα απλώνει-
Θαρρείς η φλόγα ενός βεζούβιου
που αφήνει τη χαρά του να φανεί.
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
=====================
Αν εμποδίσω να ραγίσει μια Καρδιά./ 
Μάταια δε θα ζω
Αν στάξω λάδι στην πληγή./ 
Η αν θα σβήσω έναν Καημό
Η αν συντρέξω ένα αδύναμο πουλάκι./ 
Για τη φωλιά να βρει τον γυρισμό
Μάταια δε θα ζω.
ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
=====================

17.12.24

ΕΝΑΣ ΣΠΑΝΙΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ, ΕΝΑΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ. Ένα μικρό αφιέρωμα σε όλες τις Δασκάλες και τους Δασκάλους της καρδιάς μας.

Ο καρδιολόγος, συνθέτης και συγγραφέας Θανάσης Δρίτσας μας συστήνει τον καρδιολόγο και συγγραφέα-λογοτέχνη Νικήτα Κακκαβά­­.

Στον χώρο της ιατρικής συναντά κανείς «βαρετούς» συνήθως συναδέλφους χωρίς κανένα άλλο ενδιαφέρον για δημιουργικές παραμέτρους της ζωής πλην μιας αυστηρά πρακτικής-τεχνικής προσέγγισης όχι μόνον στο ιατρικό επάγγελμα αλλά και στα περί «των Ανθρώπων και της Ζωής» πνευματικά ζητήματα (άλλωστε και η έκφραση «ιατρικό λειτούργημα» έχει χάσει το νόημα της στις μέρες μας αφού ξενίζει ακόμη και τον ίδιο τον γιατρό). Έτσι οι σπάνιες συναντήσεις με φωτεινές προσωπικότητες νέων (μάχιμων) γιατρών όπως ο Νικήτας Κακκαβάς με κάνουν να πιστεύω ότι υπάρχει ακόμη πνευματική μαγιά και ζωντανό υλικό το οποίο παραμένει κρυμμένο ενώ ο «διακριτικός» τυμβωρύχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το φέρει στο φως προς κοινή ωφέλεια. Ο Νικήτας Κακκαβάς γράφει λογοτεχνία και ομολογώ ότι ο χαρισματικός του λόγος με έχει εντυπωσιάσει σε ότι δικό του έχω διαβάσει μέχρι σήμερα. Η γλώσσα του Κακκαβά είναι ζωντανή, γλαφυρή, βαθειά ποιητική και παράλληλα μουσική. Οι ιστορίες του είναι ευανάγνωστες. Ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθεί την αφήγηση με μιαν ανάσα. Οι ιστορίες του ενώ αρχικά αναδεικνύουν την επιφάνεια των δεδομένων (τον φαινοτυπικό δηλαδή χαρακτήρα των ηρώων του) στη συνέχεια προχωρούν βαθύτερα στον πυρήνα της ύπαρξης τους. Ο Νικήτας Κακκαβάς γεννήθηκε στη Φλώρινα το 1971 με καταγωγή από το Αμύνταιο και την Αρκαδία. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην Καρδιολογία. Είναι παντρεμένος και έχει δυο γιούς. Ασκεί την καρδιολογία μέσα από το ιδιωτικό του ιατρείο στην Φλώρινα. Με τη λογοτεχνική συγγραφή ασχολείται ερασιτεχνικά από τα φοιτητικά του χρόνια.

Ο καρδιολόγος Νικήτας Κακκαβάς μα συστήνει έναν ιδανικό δάσκαλο, τον κ. Άγγελο Πατσιά.
Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο 1
(άλλως «Φουρφούρας Web TV vs Φούφoτων των παραθύρων της κανονικής ΤV»)
γράφει ο Νικήτας Π. Κακκαβάς
Καρδιολόγος
Υπάρχει πάντα στην παιδική μας ηλικία μια στιγμή που ανοίγει μια πόρτα και μπαίνει το μέλλον.
Graham Green, Βρετανός συγγραφέας
Όποιος μεγάλωσε στη φυλακή, τη φυλακή θυμάται.

Όποιος μεγάλωσε στο παλάτι, το παλάτι θυμάται.
Ινδική παροιμία
Σε κάθε σχολείο ανάμεσα στους δέκα-είκοσι δασκάλους υπάρχει και ένας που ξεχωρίζει. Ένας δάσκαλος που τον θυμόμαστε για χρόνια μετά, μέχρι τα γεράματα μας, με αγάπη και αληθινή συγκίνηση. Ένας δάσκαλος που κατάφερε να τρυπώσει στο άβατο της παιδικής μας ψυχής και έφερε ένα εντελώς νέο φως. Και χάρη σ' αυτό το «Δεύτε λάβετε φως» - φως μικρού κεριού ή ολόλαμπρου ήλιου δεν έχει σημασία - μέσα στην κυνικότητα και στην αδιάφορη καθημερινότητα του ενήλικα, που μοιραία όλοι μεταμορφωθήκαμε, διασώζεται και αχνοφέγγει ακόμα ό,τι καλό διαθέτουμε εντός μας.
Σε ένα μικρό χωρίο του ορεινού Ρεθύμνου, τον Φουρφουρά, οι γιοί και οι κόρες των 560 μόλις κατοίκων του δέχτηκαν την ευεργεσία μιας αναπάντεχης τύχης. 
Χωρίς να το ξέρει, κάποιος βαριεστημένος δημόσιος υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας σφράγισε πριν από λίγα χρόνια τον διορισμό στο χωρίο τους ενός τέτοιου ξεχωριστού δασκάλου, του Άγγελου Πατσιά.
Ο νεαρός δάσκαλος δεν είδε αυτόν τον διορισμό του στην άκρη του πουθενά σαν μια καταναγκαστική προσγείωση, σαν δυσάρεστο πάρεργο εν όψει μιας ευνοϊκότερης μετάθεσης ή σαν μια ευκαιρία για ατελείωτη ραστώνη. Αντιθέτως! Διέθεσε και διαθέτει μέχρι σήμερα ό,τι φωτεινότερο κρύβει η ψυχή του. Μακριά από κάθε λογική κέρδους - βλέπε αντιπαροχή υπό την μορφή μισθού, προσωπικής προβολής και ό,τι παρόμοιο σκεφθεί ο κακοπροαίρετος νους μας - άνοιξε στους ολιγάριθμους μαθητές του την αυλαία ενός εντελώς καινούργιου κόσμου, χαρίζοντας τους την σπάνια ευκαιρία να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι.
Και τι δεν έκανε ο ευφάνταστος αυτός δάσκαλος! Και πρώτα από όλα έγκαιρα πήρε την ορθή και γενναία απόφαση να αποδράσει από τα ασφυκτικά όρια του γραφειοκρατικού «Εβδομαδιαίου Προγράμματος» που ορίζει το Υπουργείο Παιδείας. Στο δικό του σχολείο αποφάσισε πως κράτος και εξουσία θα είχαν οι ανάγκες και οι νόμοι της παιδικής ηλικίας και όχι το στενάχωρο πλαίσιο του νομοθέτη. Έβαλε τα τυχερά Φουρφουργιανάκια στις φτερούγες του και ξεκίνησαν όλοι μαζί την πτήση τους προς τον ευαίσθητο ουρανό της Φαντασίας – ή προς τον φανταστικό ουρανό της Ευαισθησίας, αν προτιμάτε.
Μέσα στα λίγα χρόνια που ο Άγγελος Πατσιάς είναι δάσκαλος στο 4θέσιο Δημοτικό σχολείο Φουρφουρά πραγματοποίησε ένα μικρό θαύμα. Δεν στάθηκε στις ανεπάρκειες της ελληνικού κράτους, αγνόησε τις αβελτηρίες της δημόσιας παιδείας, υπερπήδησε κάθε βολική δικαιολογία προκει-μένου να αρκεστεί στο νόμο της ήσσονος προσπάθειας. Οργάνωσε το παλιό σχολείο του χωριού, μεταμορφώνοντας το από ένα εγκαταλειμμένο οίκημα σε σχολείο του 21ου αιώνα. «Σχολείο της φύσης και των χρωμάτων» το ονόμασε και βάλθηκε να το φτιάξει. Ζωγράφισε φωτει-νούς και έγχρωμους τους τοίχους, πλούτισε την βιβλιοθήκη του, έφερε υπο-λογιστές. Μα πάνω από όλα αποφάσισε να μάθει στα παιδιά αληθινά «γράμ-ματα», παναπεί να ξυπνήσει εντός τους τον αχόρταγο προσανατολισμό προς το Καλό και το Ωραίο. Για αυτό και βάλθηκε να μάθει τα παιδιά να τραγουδούν, να νοιώθουν την ποίηση, να παίζουν θέατρο, να χορεύουν - μέχρι και «μάχη χορευτικών συγκροτημάτων» διοργάνωσε ο αθεόφοβος! Οργάνωσε τους μικρούς του μαθητές για καλλιεργούν μποστάνια και να φτιάξουν το δικό τους κοτέτσι. Κατόπιν τους έμαθε να πουλάνε την παραγωγή τους - αυγά, καρπούζια και λαχανικά - προκειμένου να εξασφαλίσουν χρήματα για τα έξοδα του σχολείου. Κανονικό πρότυπο αυτοδιαχείρισης δηλαδή.
Διαβάζω στο Διαδίκτυο την άποψη του για την εκπαίδευση. «Η εκπαίδευση», λέει ο Άγγελος Πατσιάς, «κρύβεται στα απλά πράγματα. Εγώ αυτό που έκανα είναι να πειραματίζομαι». Και συνεχίζει: «Δεν θέλει φόβο στον πειραματισμό και μάλλον αυτό είναι το πιο σημαντικό. Πάντα όμως να έχουμε ως γνώμονα ότι τα παιδιά δεν θα ζημιωθούν από τους πειραματισμούς. Λάθη θα γίνουν, τα παιδιά δείχνουν κατανόηση. Ο δάσκαλος δεν είναι θεός. Είναι κάτι το οποίο κινείται ανάμεσά τους πολλές ώρες την ημέρα και ο ένας μαθαίνει από τον άλλο».

Τέλος, μεταξύ των πολλών άλλων, o Άγγελος Πατσιάς δημιούργησε, κλέβοντας ώρα από τον «εξωσχολικό» του χρόνο, μια διαδικτυακή εκπαιδευτική τηλεόραση για τα παιδιά. Την Φουρφουρά Web TV!
Η Φουρφουρά Web TV δεν είναι απλά μια ακόμη διαδικτυακή τηλεόραση ανάμεσα στις χιλιάδες που μπορεί να βρει κανείς σήμερα στο Ίντερνετ. Είναι κάτι πολύ περισσότερο: αποτελεί έναν δίαυλο επαφής και επικοινωνίας των παιδιών με την υπόλοιπη Κρήτη, με την Ελλάδα και – γιατί όχι; - με όλο τον κόσμο. Μέσα από αυτήν τα παιδιά αυτοσχεδιάζουν, δημιουργούν, αλλά επίσης λύνουν τις απορίες τους, μαθαίνουν εξ αποστάσεως… Πάνω από όλα τα παιδιά το διασκεδάζουν. Αρκεί να επισκεφτεί κανείς τον σχετικό διαδικτυακό τόπο – site επί το … ελληνικότερον - για να διαπιστώσει, ότι όσα γράφω είναι αλήθεια μέχρι κεραίας.
Ας είμαστε ειλικρινείς. Ο κόσμος μας λειτουργεί με γνώμονα την ανισότητα στα όνειρα και τις προοπτικές των ανθρώπων καμιά δημοκρατία και δικαιοσύνη δεν λειτουργεί. Έχεις αναρωτηθεί, άραγε αναγνώστη μου, τι είδους ισονομία ορίζει ο Θεός, η Τύχη, το Κισμέτ, η φυσική επιλογή, το Κάρμα - ή έστω ό,τι πιστεύει ο καθένας - ανάμεσα στο παιδάκι που γεννιέται σε μια εύπορη αστική οικογένεια στα προάστια της Αθήνας και στα παιδιά ενός μεροκαματιάρη αγρότη ή κτηνοτρόφου σε κάποιο απομονωμένο χωρίο των συνόρων;
Τα παιδιά του Φουρφουρά γεννήθηκαν με τα σύνορα τους κατ’ αρχήν κλειστά στην αποδημία των ονείρων και της ίσης ευκαιρίας. Αναλογιστείτε τα δεδομένα και προβλέψτε τις δυνατότητες: ένα ορεινό χωριό 500 ανθρώπων που στην πλειονότητα είναι υπερήλικες χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, λασπόδρομοι, το Ρέθυμνο χιλιόμετρα μακριά και στη γλώσσα του χωρίου πολλές λέξεις, όπως «κινηματογράφος», «θέατρο», «συναυλία», «λεωφόρος» κ.ά., χωρίς αντίκρισμα. Τα παιδιά του Φουρφουρά έπρεπε να τρέξουν, αμέσως αφότου γεννήθηκαν, αν ήθελαν να «προλάβουν» τους συνομηλίκους τους των πόλεων. Βλέπεις οι τελευταίοι είχαν όλον τον χρόνο, πρώτα να μπουσουλήσουν, μετά να σηκωθούν στα δυο τους πόδια και να μάθουν με την ησυχία τους να περπατούν. Κι όμως η παρουσία ενός μόνου ανθρώπου, του δάσκαλου Άγγελου Πατσιά, έφτασε να ανατρέψει την προδιαγεγραμμένη μοίρα των παιδιών, κατάφερε να ανοίξει ρωγμές στην απομόνωση τους και να εγγράψει οριστικά στην καρδιά τους στέρεες παρακαταθήκες για το μέλλον. Με άλλα λόγια, ο εμπνευσμένος δάσκαλος μπόρεσε να ακυρώσει τα βαρίδια της καταγωγής και να αποκαταστήσει μια κάποια πιο δίκαια κανοναρχία στην πτήση της ζωής τους.
Μα γιατί τα γράφω όλα αυτά; Δεν ξέρω και εγώ στ’ αλήθεια, αναγνώστη μου. Ίσως να ματαιοπονώ γράφοντας τούτες τις σκέψεις, για να διεκδικήσω φρούδες απαντήσεις σε μάταιες απορίες. Φερ’ ειπείν σε τούτα τα χρόνια της δημόσιας ρητορείας και της ιδιωτικής ιστορίας, όπου όλα τριγύρω είναι «ωραία κιόλας ερείπια»2, τι μπορούμε να λογαριάσουμε για Πράξη; Κι ακόμη: ποια Πράξη, μέσα σε τούτο το ετοιμόρροπο σκηνικό μες στο οποίο περιφέρουμε κομπάρσο τη ζωή μας, μπορεί να σταθεί όρθια σαν αλεξικέραυνο;
Ζούμε στα χρόνια, που το τιποτένιο κάνει μεγάλο σαματά. «Πάμε ΠΟΥΘΕΝΑ, να δούμε ΚΑΝΕΝΑΝ για να πούμε ΤΙΠΟΤΑ», είναι το σλόγκαν της νέας εποχής. Η βιαστική πλειοψηφία, που ξεχαρμανιάζει μπροστά στους ήρωες της lifestyle υποκατάστατης πραγματικότητας, έχει τυφλά και κωφά τα αισθητήρια της για τέτοιες λογής Πράξεις, όπως τούτο το ευαίσθητο δασκαλίκι του νεαρού Άγγελου. Μοιάζει για αυτούς αποκοτιά, γραφικότητα, καπρίτσιο ή τέλος πάντων μια ασήμαντη και δυσδιάκριτη ψηφίδα στο οπτικό τους πεδίο. Στο βάθος ίσως και να την αγνοούν, επειδή γίνονται ενοχλητικοί όσοι επιμένουν ακόμα να θυμίζουν πως είμαστε φτιαγμένοι για να γίνουμε Άνθρωποι ...

Εκπληκτικέ Άγγελε Πατσιά, αν μπορούσε η φωνή μου να φτάσει μεμιάς από εδώ τον παγωμένο βορρά της Ελλάδας μέχρι τον Φουρφουρά της ορεινής Ρεθυμνίας, θα ήθελα να σου φωνάξω αληθινέ μου Δάσκαλε, για ό,τι κάνεις, τα λόγια του Ποιητή:
«Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο».
Υ.Γ1. Λίγους μήνες πριν πεθάνει ρώτησαν σε μια τηλεοπτική συνέντευξη τον Γιώργο Ζαμπέτα τι θυμάται από την ζωή του. Ο θυμόσοφος μάγκας, ρούφηξε το τσιγάρο του, ζύγισε το ζάρι της μνήμης και απάντησε στον έκπληκτο δημοσιογράφο: «Εξόν από την μάνα και τα παιδιά μας, τι νομίζεις ότι θα θυμόμαστε ρε; Κανά καλό δάσκαλο, την πρώτη γκομενίτσα και κανένα μερακλίδικο τραγούδι…».
Υ.Γ2. Ότι σταδιακά μεταλλασσόμαστε από οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων σε ένα σαθρό, αλλοπρόσαλλο, ετοιμόρροπο και χωρίς ευδιάκριτο αξιακό σύστημα συνονθύλευμα τυχαίων συνοδοιπόρων, φαίνεται και από την αντιμετώπιση που επιφυλάσσει η πλειοψηφία στους δασκάλους. «Τεμπέληδες που κάθονται τρεις μήνες το χρόνο», «δασκαλάκοι», «μίζεροι» και άλλα τέτοια παρόμοια συνηθίζουν για τους δασκάλους αρκετοί. Κάποιοι μάλιστα προχωρούν ακόμη παραπέρα: αποκαθηλώνουν τον δάσκαλο στα μάτια του μικρού παιδιού τους με την παραμικρή ευκαιρία. Διόλου δεν αντιλαμβάνονται το κακό που κάνουν στην αθώα παιδική ψυχή των σπλάγχνων τους (υπέρ των οποίων a propo ισχυρίζονται πως κόπτονται και πασχίζουν). Μιας και στο παιδί πρώτα οικοδομείς το εναλλακτικό και ύστερα γκρεμίζεις το υπάρχον. Τακτική μπουλντόζας και αντιπαροχής δεν χωράει στη ψυχή των παιδιών μας! Ψιλά γράμματα θα μου πεις αναγνώστη μου. Όμως, στις λεπτομέρειες παίζεται το παιχνίδι της ζωής…
Το πρώτο ολισθηρό βήμα για την αμορφωσιά και την απανθρωπιά της κοινωνίας - και ό,τι αυτές συνεπάγονται - είναι η αντιφατική στάση που τηρούμε έναντι των δασκάλων – και κατ’ επέκταση της Παιδείας. Από τη μια, τους εμπιστευόμαστε ό,τι πιο πολύτιμο, εύθραυστο και σπάνιο αξιωθήκαμε ποτέ να αποκτήσουμε: τη ψυχή των παιδιών μας. Επιπλέον, με κάθε ευκαιρία αναγνωρίζουμε τη σπουδαιότητα του λειτουργήματος τους. Από την άλλη, παραμένουμε πεισματικά και εξαρχής προκατειλημμένοι και απαξιωτικοί μαζί τους. Σκεφθείτε μοναχά πόσες φορές έχετε ακούσει ή και ξεστομίσει την ατάκα «τι ξέρει τώρα ο δασκαλάκος;».
Επιτρέψτε μου να πω – όχι ότι χρειάζονται αυτόκλητους υπερασπιστές οι δάσκαλοι - πως ενίοτε ξέρει πολλά περισσότερα από πολλούς τριγύρω μας που τους έχει αποχαυνώσει η lifestyle παρέλαση της τηλεόρασης.
Είναι σίγουρο πως δεν αξίζουν όλοι οι «δάσκαλοι» να λέγονται δάσκαλοι, όπως δεν αξίζει λ.χ. να λέγονται γιατροί όλοι οι «γιατροί», δικαστές όλοι οι «δικαστές» και εν τέλει όλοι οι «άνθρωποι» άνθρωποι. Χωρίς αμφιβολία στην εκπαιδευτική κοινότητα λαθροβιώνουν αρκετοί που δεν έχουν αντιληφθεί στο ελάχιστο πόσο σπουδαίος είναι ο ρόλος τους και ποια επίδραση μπορεί να έχει διαχρονικά η παρουσία τους στους ανθρώπους, την αγωγή των οποίων τους εμπιστεύονται οι γονείς και η κοινωνία. Ωστόσο, αναπόφευκτα παιδεία και σχολείο δεν έχουν νόημα χωρίς τον δάσκαλο, όπως δεν νοείται δικαιοσύνη και δικαστήριο χωρίς τον δικαστή ή υγεία και νοσοκομείο χωρίς τον γιατρό.
Μόνο αν η κοινωνία και οι εκάστοτε Εξουσίες αναγνωρίσουν με ολοφάνερο και ανυπόκριτο τρόπο την αξία του δασκάλου, υπάρχει ελπίδα η εκπαιδευτική κοινότητα να βρει το θάρρος και την αποφασιστικότητα να ξεφορτωθεί από τέτοιους λογής λαθρεπιβάτες. Εν τέλει χρειάζονται και κάποια υπομόχλιο συμπαράσταση οι δάσκαλοι για να εννοήσουν, να προστατέψουν και να αναδείξουν το κύρος της ευθύνης να είσαι δάσκαλος.
Οι δάσκαλοι – και ιδίως οι νέοι δάσκαλοι, τα είκοσι οχτώ χρονών αγόρια και κορίτσια που βλέπω περιτριγυρισμένα από τα πολύβουα μελίσσια των παιδίων στις αυλές των δημοτικών σχολείων - πρέπει να πάψουν να ακροβατούν στο τεντωμένο σκοινί μιας τέτοιας αντίφασης: από τη μια λειτουργοί, από την άλλη απαξιωμένοι από την κοινωνία και νεόπτωχοι με 900 ευρώ μισθό από το Κράτος. Γιατί αν «όλα έχουν παιχτεί, προτού γίνουμε δώδεκα χρονών», όπως σοφά διαισθάνθηκε ο Γάλλος ποιητής Charles Péguy, τότε ο δάσκαλος είναι κάτι περισσότερο από αυτό για το οποίο τον προορίζει η προκρούστεια γραφειοκρατική αντίληψη του Υπουργείου Παιδείας. Είναι τυχαίο που ο Πλάτωνας στην Ιδανική Πολιτεία του ιεράρχησε πρώτο τον Δάσκαλο στην κορυφή της κοινωνίας;
Υ.Γ3. Θερμή παράκληση να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της Φουρφούρα Web TB (http://fourfourastv.blogspot.com). Προσπαθήστε να στείλετε με κάθε τρόπο (e-mail στη διεύθυνση του angelpats@gmail.com, συγχαρητήρια επιστολή στο σχολείο του χωριού κλπ) σ' αυτόν τον άνθρωπο ένα μήνυμα συμπαράστασης, ένα μικρό μπράβο, μια ευχή. Το αξίζει! Ο ίδιος - σεμνός καθώς φαίνεται - δεν επιδίωξε ποτέ του την προβολή. Ωστόσο, την αξίζει όσο κανείς άλλος! Ιδίως αυτές τις στιγμές όπου η κατήφεια και η απαισιοδοξία που γέννησε η οικονομική κρίση σκιάζουν το μικρό του άστρο στον ουρανό μας.
1 Μανόλης Αναγνωστάκης από το ποίημα «Όταν αποχαιρέτησα». Ιδέα από ένα κείμενο του Θανάση Τριαρίδη.
2 Οδυσσέας Ελύτης από το «Άξιον Εστί»
Αναρτήθηκε από Σταμάτης Κυρζόπουλος

Ευγένιος Τριβιζάς : «Το σχολείο θέλει χιούμορ και φαντασία».

Συνέντευξη στον Γιώργο Κιούση Είναι εξερευνητής, εφευρέτης, ταχυδακτυλουργός και ζογκλέρ μελάτων αυγών. Έχει ανακαλύψει το Νησί των Πυροτεχνημάτων, τη Φρουτοπία, το Κουνουπακιστάν, το Πιπερού, τη Χώρα των Χαμένων Χαρταετών, το Γαλαξία των Λεξεων και την Πολιτεία με όλα τα Χρώματα εκτός από το Ροζ.
Ο Ευγένιος ζει στο Νησί των Πυροτεχνημάτων με τον παπαγάλο του τη Σύνθια, τον άσπρο ελέφαντα τον Πουκιπόν, τον Οράτιο το αόρατο πράσινο καγκουρό, τον Πελέ τον ταχυδρομικό πελεκάνο, τον Παντελή τον απότομο ιπποπόταμο και τη Λιλή την παρδαλή λεοπάρδαλη. Κάθε τόσο μαζί με τους φίλους του τον κάπτεν- Βαρθολομαίο Μπορφίν και τον Αλέξη Πτωτιστή ταξιδεύουν στα πέρατα του κόσμου, σώζουνε πριγκίπισσες από δράκους και δράκους από πρίγκιπες και προσπαθούν να βρούνε το χαμένο όγδοο χρώμα του ουράνιου τόξου.Τι καλύτερο για τη νέα σχολική χρονιά από τη φαντασία και την έμπνευση του Ευγένιου Τριβιζά.
– Τι κάνει ο δάσκαλος όταν βλέπει ορθογραφικά λάθη;
«Σκέφτεται ότι σοβαρότερα από τα ορθογραφικά είναι τα λάθη της ζωής και από αυτά πρέπει να προφυλάξει κυρίως τους μαθητές του».
– Το πιο πολύτιμο δώρο για τα παιδιά;
«Ο χρόνος που τους αφιερώνουμε».
– Γιατί βαριούνται τα παιδιά στην τάξη;
«Επειδή τα μαθήματα είναι ως επί το πλείστον κουραστικά και βαρετά. Η διαδικασία της μάθησης θα μπορούσε να γίνει πολύ πιο ελκυστική αν μπολιαζόταν με χιούμορ και φαντασία».
– Το μάθημα των Θρησκευτικών πώς θα το ξεκινούσατε;
«Ο Θεός να βάλει το χέρι του».
– Τι συμβαίνει όταν πεθαίνει η παιδικότητα;
«Δεν πεθαίνει. Κρύβεται ντροπιασμένη ή φοβισμένη και περιμένει τη στιγμή που θα απαλλαγούμε από την έπαρση της σοβαροφάνειας».
– Σε τι έχουμε αλλάξει από την εποχή που ήμασταν παιδιά;
«Οταν ήμασταν παιδιά, ψάχναμε με τις ώρες για να βρούμε τετράφυλλα τριφύλλια. Τώρα που μεγαλώσαμε, ψάχνουμε με τις ώρες για να βρούμε ταξί. Οταν ήμασταν παιδιά, ελπίζαμε να γίνει ένα θαύμα και να πέσει στα χέρια μας ένα πεφταστέρι. Τώρα που μεγαλώσαμε, ελπίζουμε να γίνει ένα θαύμα και να μας πέσει η πίεση».
– Σε μια σχολική κασετίνα τι υλικά θα βάζατε;
«Μια γόμα που σβήνει τα δάκρυα και μια ξύστρα για ουρανοξύστες».
– Πού έχει φτάσει το σκορ στην αναμέτρηση του «Πανχελωνιακού εναντίον της Λαγουδένιας Λαίλαπας»;
«Ο Πανχελωνιακός εξακολουθεί να θριαμβεύει. Η ιστορία του θρυλικού ματς με τη Λαγουδένια Λαίλαπα θα κυκλοφορήσει σύντομα σε νέα εμπλουτισμένη έκδοση από τις εκδόσεις Καλέντη».
– Πότε τα φύκια μεταμορφώνονται σε μεταξωτές κορδέλες;
«Οταν τα μαζεύουν το ηλιοβασίλεμα ερωτευμένες γοργόνες για να στολίσουν τα μαλλιά τους».
– Γιατί δεν δίνουν Οσκαρ στους πολιτικούς;
«Για να μην επισύρουν την προσοχή του κοινού στο υποκριτικό τους ταλέντο».
– Τους «Δραπέτες της σκακιέρας» σε ποιους θα τους αφιερώνατε;
«Σε όλους αυτούς που αρνούνται να γίνουν ρομπότ ή πιόνια».
– Και σε ποιον θα αφιερώνατε το «Αν σου πέσει ένα βουβάλι στο κεφάλι», το τελευταίο σας βιβλίο στη σειρά «Παραμύθια Ντορεμύθια»;
«Σε όσους λαχταρούν να ξαναβρούν τη χαμένη τους αισιοδοξία. Γι’ αυτό άλλωστε έχει τον υπότιτλο «Το βιβλίο της αισιοδοξίας»».
– Αν ήταν παραμύθι η κρίση, πώς θα τελείωνε;
«Ζήσανε αυτοί καλά και εμείς χειρότερα».
-Τελικά ποιο είναι το επάγγελμά σας; Εφευρέτης, ταχυδακτυλουργός ή ζογκλέρμελάτων αβγών;
«Το μόνο σίγουρο είναι ότι γράφω παραμύθια. Και μέσα από αυτά αλλάζω ειδικότητες».
-Από τα λεγόμενά σας λοιπόν συγγραφέας δεν είναι ένα ακόμη επάγγελμα;
«Μα και βέβαια όχι. Και έτσι θα έπρεπε να ήταν όλα τα επαγγέλματα. Δεν πρέπει να βλέπουμε τη δουλειά ως αγγαρεία αλλά ως ικανοποίηση».
–Πόσες χώρες έχετε ανακαλύψει;
«Γύρω στις 484. Η πιο γνωστή από όλες η Φρουτοπία. Το Αβγανιστάν, το Κουφέιτ, το Νησί των Πυροτεχνημάτων, καθώς και το Ανω και Κάτω Βόλτα. Στο Ανω μένουν αυτοί που έχουν πάρει την κάτω βόλτα και αντίστροφα».
-Η πιο γνωστή εφεύρεσή σας;
«Ο γαργαλιός. Ενα μηχάνημα που σε γαργαλάει όταν είσαι λυπημένος και σε κάνει να γελάς».
-Μια εφεύρεση που θα έλυνε τα χέρια των Αθηναίων;
«Ο ταξιμαγνήτης. Οποιος τον κρατάει τα ταξί αισθάνονται μια ακαταμάχητη έλξη προς το μέρος του».
-Και η τελευταία σας εφεύρεση;
«Το ελαφρύδι».
-Μας διευκρινίζετε για τι ακριβώς πρόκειται;
«Το αντίθετο από το βαρύδι. Τα κάνει όλα ανάλαφρα. Ξέρετε, ταξιδεύω πολύ συχνά· βάζω λοιπόν ένα – δύο ελαφρύδια στη βαλίτσα μου και τη σηκώνω με μεγάλη ευκολία».
-Ποιο μέσο χρησιμοποιείται συνήθως στις μετακινήσεις σας;
«Το ιπτάμενο κρουασάν».
-Με τι γράφετε τα βιβλία σας;
«Με φτερό παγονιού βουτηγμένο σε μελάνι ασημένιας σουπιάς».
-Όλοι κρύβουμε ένα παιδί μέσα μας;
Οταν η παιδικότητα πεθαίνει, το πτώμα της το αποκαλούμε «ενηλικίωση» είχε κάποιος σχολιάσει. Το τραγικό είναι ότι συχνά χάνουμε την παιδικότητά μας χωρίς να αποκτήσουμε ωριμότητα. Ευτυχώς ποτέ δεν είναι αργά να απαλλαγούμε από τις παρωπίδες τις σοβαροφάνειας και να ξαναγίνουμε παιδιά. Να ξαναβρούμε δηλαδή τη φρεσκάδα της ματιάς, την πίστη ότι πάντα υπάρχει ελπίδα, ότι μπορούμε να νικήσουμε τους δράκους που μας απειλούν και τους γίγαντες που μας δυναστεύουν. Κι αυτό επειδή οι αναμνήσεις, τα σκιρτήματα, τα πρωτόγνωρα συναισθήματα της παιδικής μας ηλικίας δεν είναι πουκάμισο φιδιού το οποίο αποβάλλουμε όταν ενηλικιωνόμαστε, αλλά ένας θησαυρός που μας συνοδεύει σε όλη μας τη ζωή. Μπορεί τον θησαυρό να τον έχουμε παραμελήσει, αγνοήσει ή λησμονήσει, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν εξακολουθεί να υπάρχει και να περιμένει τη στιγμή που θα τον ξαναβρούμε.
Πηγή: http://www.presspublica.gr/

16.12.24

Edith Hamilton – Αθάνατη Ελλάδα. Η επιλογή έγινε από τον Ετεοκλή και τον Πολυνίκη.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, αρκετοί φίλοι και φίλες με ρωτούν κάποιες φορές αν έχω να τους προτείνω κάποιο πολύ καλό βιβλίο, σήμερα θα σας μιλήσω για δύο βιβλία.
Α] ΑΘΑΝΑΤΗ ΕΛΛΑΔΑ και Β] ΟΙ ΑΓΡΙΟΚΥΚΝΟΙ. Πάμε λοιπόν στην Αθάνατη Ελλάδα.  Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση Επίκουρος ο Γοργογυραίος. Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε όσο είναι ακόμα νωρίς.

Πεντακόσια χρόνια πριν από το Χριστό, σε μια μικρή πόλη, στις ακραίες παρυφές τού τότε πολιτισμένου και κατασταλαγμένου κόσμου, μια καινούρια, παράξενη δύναμη άρχισε να έρχεται στο φως.
Κάτι είχε ξυπνήσει μέσα στο νου των ανθρώπων πού ζούσαν εκεί κι αυτό το κάτι θα ’μενε πια γραμμένο στην μορφή του κόσμου ολόκληρου, κι ούτε οι αιώνες ούτε οι αλλαγές πού φέρνει η ιστορία θα είχαν τη δύναμη να σβήσουν τα βαθιά του σημάδια.

Αν είμαστε σήμερα διαφορετικοί, κι αν νιώθουμε διαφορετικά, το χρωστάμε σ’ ότι δημιουργούσε επί ένα δυο αιώνες εκείνη η μικρή πολιτεία, —- πάνε δυο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια τώρα.
Ήτανε κρίσιμη η στιγμή.
Πολιτισμοί παλιοί, ισχυροί, είχανε εκλείψει και χαθεί, κι η σκιά τς άγνοιας πλανιότανε πάνω απ’ τη γη. ο κόσμος πορευότανε ξανά προς μια εποχή άγρια, και σκοτεινή, και βάρβαρη…
Κι όμως στο κέντρο αυτής τής σκοτεινιάς, μια μικρή Ιστία πνευματική φούντωνε σιγά σιγά και σπίθιζε: στην πόλη των ’Αθηνών ένας καινούριος πολιτισμός γεννιότανε, πού η Ανθρωπότητα ως τότε δεν είχε ξαναδεί.

Πώς έγινε αυτό;
Έχει σημασία για μας να το γνωρίσουμε.
Αυτό πού ανακάλυψαν οι Έλληνες, κι ο τρόπος με τον όποιο το ανακάλυψαν, κι ο τρόπος με τον όποιο έφεραν στο φως έναν καινούριο κόσμο μέσα από τα χαλάσματα ενός παλιού πού μόλις είχε γκρεμιστεί, μπορεί να είναι χρήσιμο και σέ μας πού είδαμε χτες έναν ολόκληρο κόσμο να καταρρέει μέσα σε δυο δεκαετίες.
Πραγματικά.
Στο χάος και στη σύγχυση τού σύγχρονου καιρού μας αξίζει να μελετήσουμε πολύ σοβαρά πώς οι Έλληνες κατόρθωσαν να πετύχουν μια τέτοια διαύγεια στη σκέψη τους και μια τέτοια σταθερή τελείωση της τέχνης πού δημιούργησαν.
Άλλες είναι βέβαια οι συνθήκες πού τότε αντιμετώπιζαν, μα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου πώς όσο κι αν αλλάζει το φλούδι τής ζωής η ουσία της μένει ίδια και πώς ένα είναι το βιβλίο πού πρέπει να διαβάζουμε αν θέλουμε σωστά ν’ αποφοιτήσουμε απ’ το σχολείο τής ανθρώπινης εμπειρίας: ο Άνθρωπος.
Τα μεγάλα βιβλία, παλιά και σημερινά, δεν είναι παρά το απόσταγμα τής γνώσης τής ανθρώπινης καρδιάς, και τα μεγάλα έργα δεν είναι παρά η επίτευξη μιας ισορροπίας στη σύγκρουση ανάμεσα στις επιταγές τού εξωτερικού και τού εσωτερικού μας κόσμου.
Κρίμα.
Απ’ όσα έφτιαξαν οι Έλληνες λίγα έχουν φτάσει ως εμάς και δεν έχουμε τρόπο να εξακριβώσουμε αν είναι κιόλας ότι καλύτερο είχαν δημιουργήσει. Στους μεγάλους σπασμούς τής ιστορίας οπού επικρατεί μονάχα ο νόμος τού Δυνατού δεν υπάρχει κι άλλος ένας νόμος να πού διασφαλίζει την επιβίωση τού ωραίου.
Μα όσα λίγα διατήρησαν για χάρη μας οι ιδιοτροπίες των καιρών και οι συντυχιές των περιστάσεων μοιάζει να δίνουν το μέτρο τής υψηλότερης στάθμης στην οποία είναι δυνατόν ποτέ να αναχθεί το κάθε τι πού άγγιξε ο Ελληνικός πολιτισμός.

Την γλυπτική τους, τίποτα δεν την συναγωνίζεται.
Την αρχιτεκτονική τους, κανένας δεν την ξεπέρασε.
Την γραμματεία τους, ποιος θα την φτάσει;
Τί έχει απομείνει απ’ όλον τούτο τον τεράστιο αισθητικό πλούτο;
Γκρεμίστηκαν τα κτίρια, παραμορφώθηκαν τα Αγάλματα, έσβησαν οι ζωγραφιές κι απ’ τα γραφτά λίγα έχουν σωθεί.
Κι όμως. Πάνω σ’ αυτά τα συντρίμμια των όσων προ υπήρξανε, ο κόσμος έμαθε να κτίζει, γιατί επί δύο χιλιάδες χρόνια δεν είχε τίποτα καλύτερο. Τούτα τα λιγοστά κατάλοιπα της πανώριας Ελληνικής οικοδομής στάθηκαν έμπνευση και πρόκληση στον άνθρωπο κι είναι ακόμα ότι πιο πολύτιμο κατέχει ο Δυτικός πολιτισμός.
‘Ότι έφτιαξαν οι Έλληνες το έχει υιοθετήσει πια ολόκληρη η άνθρωπό της, και δεν υπάρχει σήμερα κανένας πού να αρνείται στο Ελληνικό πνεύμα την πλήρη δικαίωσή του.
Εκείνο όμως πού δεν είναι τόσο γνωστό και πού συχνά παραγνωρίζουμε, είναι οι αιτίες πού οδήγησαν σ’ αυτές τις επιτεύξεις. Συνηθίσαμε, στον καιρό μας, να μιλάμε για το Ελληνικό θαύμα και να θεωρούμε την ξαφνική άνθιση τού Ελληνικού πνεύματος σαν κάτι πού δεν έχει ρίζες πουθενά και πού δεν μπορούμε να το αποδώσουμε σε καμιάν αίτια. οι ανθρωπολόγοι μάλιστα προσπαθούνε να μας μεταφέρουνε με το στανιό πίσω σέ κείνα τ’ άγρια δάση οπού έχει την προέλευσή του κάθε τι το ανθρώπινο και να μας πείσουν πώς εκεί γεννήθηκε και κάθε τι το Ελληνικό.
Μ’ άλλο είναι ο σπόρος και άλλο το λουλούδι.
Η τραγωδία, λένε, τι άλλο είναι παρά συνέχεια πρωτόγονων ιεροτελεστιών χαμένων στα βάθη των αιώνων; Μα να είναι τάχα μόνον αυτό; Κανένας ως τώρα δεν πρόσφερε μίαν ιστορική γεφύρωση ανάμεσα σ’ εκείνες τις άγριες τελετές και στο συγκροτημένο οικοδόμημα τής πραγματικής Ελληνικής Τραγωδίας, ενώ υπάρχει αυτή η γέφυρα, και υπάρχει και η ερμηνεία. ’Αποφεύγουμε απλώς την ευθύνη παρουσιάζοντας την Τραγωδία σαν ένα θαύμα απρόσμενο. Η πνευματική και αισθητική δραστηριότης πού μέσα σ’ ελάχιστα χρόνια έκανε την ’Αττική εποχή να μην συγκρίνεται με καμιάν άλλη εποχή στην ιστορία δεν είναι ανεξήγητη…

Σήμερα όλοι συμφωνούμε πώς η Ελλάδα ανήκει στον κόσμο τον Αρχαίο. Κάθε φορά πού ο ιστορικός πάει να τραβήξει μια γραμμή ανάμεσα στον κόσμο τον παλιό και τον κόσμο τον καινούριο, τοποθετεί τούς “Έλληνες στον κόσμο τον παλιό, γιατί εκεί, λέει, ανήκουν.
Κι εκεί βέβαια ανήκουν χρονικά, αλλά, μονάχα από πλευράς αριθμήσεως τον αιώνων. Αν κοιτάξουμε βαθύτερα μέσα στον καθρέφτη του καιρού θα δούμε ευθύς τη διαφορά.
Αυτός ο «αρχαίος κόσμος» αλήθεια,—ως το σημείο, φυσικά, πού μπορούμε να τον αναπλάσουν —έχει παντού τα ίδια χαρακτηριστικά. στην Αίγυπτο, στην Κρήτη, στην Μεσοποταμία, όσο μπορούμε να μαντέψουμε απ’ τα θρύψαλα, ίδιες ήταν οι συνθήκες τής ζωής.
Ένας μονάρχης, δεσποτικός, πού κυβερνούσε το λαό του σύμφωνα με τα κέφια του και τα κρυφά του πάθη. “Ένας λαός κατατρεγμένος, υποταγμένος, εξαθλιωμένος. και μια μεγάλη ιερατική ομάδα προνομιούχων πού χειρίζεται αποκλειστικά κάθε τι με το πνεύμα και τη σκέψη.
Αυτός είναι ο τύπος ενός κράτους πού ακόμα και σήμερα ονομάζουμε Ασιατικό. Διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες χωρίς να χάση κανένα από τα χαρακτηριστικά του, και μονάχα στα τελευταία χρόνια παρουσιάζει, τουλάχιστον εξωτερικά, δείγματα προσπάθειας να συμμορφωθεί προς τίς επιταγές τού σύγχρονου πολιτισμού.
Μα κατά βάθος η Ανατολή ποτέ της δεν αλλάζει. Από τ’ αρχαία χρόνια ως σήμερα στάθηκε πάντα φοβισμένη και διατακτική σέ κάθε εξέλιξη και σέ κάθε γόνιμη αλλαγή.
Πως να σύνδεσης λοιπόν τούς Έλληνες με μια τέτοια νοοτροπία ;
Οι Έλληνες φτιάξανε κάτι εντελώς νέο και πρωτότυπο.
Ήταν οι πρώτοι Δυτικοί, οι δημιουργοί μιας νοοτροπίας πού σήμερα είναι πια η δική μας.
Αυτή ήταν η βασική Ελληνική συνεισφορά κι’ αυτή είναι και σήμερα η θέση τής Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο μας.
Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την Ρώμη.
Δεν ήταν βέβαια υποταγμένη, η Ρώμη, στο πνεύμα το ανατολικό κι ήταν φορές πού άνθρωποι υπεύθυνοι επαναστατούσαν και θεωρούσαν ανόητους τούς διαλογισμούς των σοφών τής Ανατολής. «Τί έστιν αλήθεια;» ρώτησε με περιφρόνηση ο Πιλάτος.
Αλλά εξίσου απομακρυσμένη ήταν η Ρώμη κι από το πνεύμα. το Ελληνικό. Οι επιστήμες,—τα μαθηματικά, η φιλοσοφία,— η αέναη έρευνα των μυστικών του κόσμου και των τρόπων με τούς όποιους πορεύεται,—σταμάτησαν επι αιώνες όταν η ηγεσία πέρασε από τούς Έλληνες στους Ρωμαίους.
Η δήθεν Ελληνορωμαϊκή «κλασσική παράδοση» στην όποια συχνά αναφερόμαστε και στην, όποια αποδίδουμε τα ίδια χαρακτηριστικά είναι μια ψευδαίσθηση. η Αθήνα και η Ρώμη είχαν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους.

Εκείνο πού διακρίνει τον σύγχρονο κόσμο μας απ’ τον παλιό και πού χωρίζει τη Δύση από την Ανατολή είναι η υπεροχή του νου στις σχέσεις των ανθρώπων, κι αυτό στην Ελλάδα μόνο γεννήθηκε και ανάμεσα στους Έλληνες μόνον διατηρήθηκε, απ’ όλους τούς λαούς τού αρχαίου κόσμου. Σέ μια ανθρωπότητα όπου επικρατούσε ο παραλογισμός, αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι τού λόγου, οι πρώτοι αληθινά πνευματικοί άνθρωποι πού φάνηκαν στη γη.
Μας είναι δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε τι μεγάλη σημασία είχε αυτή η καινοτομία.
Ο κόσμος μες στον όποιο ζούμε μας φαίνεται κάπως λογικός και καταληπτός, κι έχουμε πια ένα πλήθος συγκεκριμένα στοιχεία για το κάθε τι πού μας τριγυρίζει.
Τώρα πού βρήκαμε τον τρόπο να εντάσσουμε τις τρομακτικές φυσικές δυνάμεις στην εξυπηρέτηση δικών μας σκοπών η κυριότερη προσπάθειά μας είναι να εντείνουμε την επικυριαρχία μας πάνω στον υλικό κόσμο.
Δεν πλανιόμαστε πάνω απ’ την γη με τα φτερά τής φαντασίας, ούτε βυθιζόμαστε μέσα στον εσωτερικό μας κόσμο με τα μάτια τής ψυχής. Παρατηρούμε απλώς τι γίνεται γύρω μας και βγάζουμε τα συμπεράσματά μας με το μέσο τής λογικής.
Η δραστηριότης μας είναι κυρίως νοητική. η κοινωνία μέσα την όποια ζούμε είναι μια κοινωνία βασισμένη στη λογική. τα συναισθήματα και τα δράματα έχουν τη θέση τους μονάχα όταν εναρμονίζονται προς τα έλλογο αυτό κοινωνικό μας πλέγμα.
Μα δεν ήταν τέτοιος ο κόσμος μέσα στον όποιο πρωτοβρέθηκαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Ακόμα και σήμερα αυτά πού λέμε για τον κόσμο μας εφαρμόζονται μονάχα σ’ ένα περιορισμένο γεωγραφικό χώρο και δεν περιλαμβάνουν τις απέραντες εκτάσεις και τούς απειράριθμους πληθυσμούς τής ’Ανατολής.
Εκεί ισχύει αυτό πού ίσχυε πάντα, η υπεροχή του ψυχικού στοιχείου. Ότι δεν συμβαίνει μέσα στον άνθρωπο θεωρείται ασήμαντο και ανάξιο τής προσοχής των αληθινά σοφών. Η παρατηρητικό της για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, για τα πραγματικά περιστατικά τού έξω κόσμου, δεν εκτιμάται στην Ανατολή.
Ο κόσμος, λοιπόν, μέσα στον όποιο πρωτοεμφανίστηκε η Ελλάς ήταν ένας κόσμος όπου ο νους είχε την τελευταία θέση. Ότι άξιζε και ότι επικρατούσε ως τότε ήταν το άγνωστο, το απύθμενο, κείνο πού βλέπει μόνο η ψυχή.
Αλλά τον ψυχικό κόσμο δεν τον βλέπει κανένας, ούτε τον ακούει, ούτε τον αγγίζει. τον ζει μονάχα, κι ούτε τον μοιράζεται με τον άλλον. Ίσως οι άγιοι η οι ήρωες να μπορούν να τον αποδώσουνε μ’ ένα λόγο η με ένα τραγούδι, η με μια ζωγραφιά, κι αυτό μονάχα αν είναι οι ίδιοι καλλιτέχνες.
Νους και ψυχή μαζί είναι ότι μας διακρίνουν απ’ τον άλλον κόσμο, τον ζωικό. Αυτά είναι πού δίνουν στον άνθρωπο την δυνατότητα να μάθει την Αλήθεια, μα και να πεθάνει για χάρη της. Δύσκολα χωρίζονται και δύσκολα απομονώνονται, γιατί και τα δυο μαζί είναι εκείνα πού (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα) «δίνουν στο άμορφο μορφή».
Κι όμως διακρίνονται.
Όταν ο Άγιος Παύλος λέει πώς τα όσα βλέπουμε είναι πρόσκαιρα και τα όσα δεν βλέπουμε είναι αιώνια, διαχωρίζει τα σύνορα τού νου πού ασχολείται με τα απτά και τα ορατά από τα όρια τής ψυχής πού ζει μέσα στ’ αόρατα και τα υπερκόσμια.

Όταν η Ελλάδα ανακάλυψε τη δύναμη του νου, η υπόλοιπη ανθρωπότης ήταν γυρισμένη κι αντίκριζε τα ψυχικά ερέβη. Τότε, για μια στιγμή, η Δύση κι η Ανατολή στην Ελλάδα σμίξανε: η τάση προς τον ρασιοναλισμό πού θα γινότανε με τον καιρό το έμβλημα τής Δύσης και η βαθιά ψυχική κληρονομιά τής ανατολής ενώθηκαν.
Τί μεγάλη σημασία είχε μια τέτοια ένωση, τι καταπληκτική δημιουργική ώθηση είναι η διαύγεια του νου συνταιριαγμένη με την δύναμη την ψυχική, μπορεί κανένας να το νιώσει αν σκεφτεί τι συνέβαινε στην Ανθρωπότητα προτού φανεί η Ελλάδα, μ’ άλλους λόγους, τι συμβαίνει κάθε φορά πού υπάρχει ψυχική δύναμη, μα το μυαλό, παράλληλα, τηρείται σε μίαν απόσταση και μια ακινησία.
Edith Hamilton – Αθάνατη Ελλάδα: η ελληνική συνεισφορά στον δυτικό κόσμο.
Αντικλείδι , http://antikleidi.com