Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.12.25

[ΒΙΒΛΙΟ] ΜΙΑ ΠΕΙΡΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ Ο ΣΚΛΗΡΟΤΡΑΧΗΛΟΣ ΠΕΙΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΝΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΛΥΜΝΟΥ. 17/12/25

Φίλες και φίλοι, καλημέρα. Μεγάλη μέρα η σημερινή γιατί πήρα το οκ από την κόρη του πειρατή για την ανάληψη του κόστους της έκδοσης σε βιβλίο της πιο κάτω αληθινής - συγκλονιστικής ιστορίας του πιο σκληροτράχηλου πειρατή της Μυτιλήνης και της Καλύμνου, του περιβόητου Μανδραγόρα. Σύντομα το βιβλίο θα τυπωθεί και θα έχετε την ευκαιρία να γνωρίσετε από κοντά τον πειρατή στην παρουσίαση του βιβλίου που θα γίνει σε ένα από τα δύο λημέρια που ξεκουράζετε αγναντεύοντας τη θάλασσα. 

Μανδραγόρας και Νίκη.
Η σημερινή ανάρτηση είναι —τρόπον τινά— αφιερωμένη σε όλους τους πειρατές. Διαβάστε πιο κάτω και θα καταλάβετε τι εννοώ.

Πριν από λίγους μήνες, αρχές καλοκαιριού θα πρέπει να ήταν, έλαβα ένα e‑mail από μία φίλη του ιστολογίου της Λ.Ο.Γ, όπου, μεταξύ άλλων, μου έγραφε τα εξής:


«Αγαπητέ διαχειριστή του ιστολογίου της Λογοτεχνικής Ομάδας Γοργογυρίου, διαβάζω τα κείμενά σας εδώ και αρκετά χρόνια. Οφείλω να ομολογήσω πως σας κατατάσσω μέσα στα τρία καλύτερα sites που διαβάζω: Α’) ΙΔΕΟπόλις Β’) FILOmatheia Γ’) ΡΑΔΙΟκεφαλοπόταμος.

Παρατήρησα πως έχετε μεγάλο ταλέντο στην αφήγηση αληθινών ιστοριών. Αυτός είναι και ο λόγος που επικοινωνώ μαζί σας. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω —με το αζημίωτο φυσικά— να παρουσιάσετε την ιστορία του πατέρα μου και της μητέρας μου. Είναι, κατά την άποψή μου, ίσως η πιο συγκλονιστική ιστορία αγάπης ενός πειρατή και μιας Νησιωτοπούλας.

Εγώ θα σας στείλω την ιστορία όπως την έχω ακούσει από τους γονείς μου, από τη γιαγιά μου και από τους γέροντες του νησιού, που έχουν να μολογάνε ακόμη για την ιστορία του Μανδραγόρα. 
Αυτή βέβαια είναι η δική μου εκτίμηση. Θα ήθελα να αφιερώσετε, σας παρακαλώ, λίγο από τον πολύτιμο χρόνο σας ώστε να διαβάσετε αυτά που θα σας στείλω και, αν βρείτε κι εσείς πως αξίζει τον κόπο ένας διεθνούς φήμης ιστοριογράφος, όπως εσείς, να ασχοληθεί, πράξτε παρακαλώ τα δέοντα.

Όπως σας είπα, είμαι διαθέσιμη να πληρώσω όσο όσο, αρκεί να υπάρξει φιλολογική επιμέλεια και η ανάλογη έρευνα εκ μέρους σας. Απλώς θα ήθελα να σας παρακαλέσω, αν είναι δυνατόν, να κάνετε την ανάρτηση μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου, για λόγους που θα διαβάσετε στο κείμενο.

Σας ευχαριστώ και ελπίζω να δεχθείτε την πρότασή μου».

Φίλες και φίλοι, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν το οικονομικό όφελος που με οδήγησε στο να δεχθώ να καταγράψω την ιστορία των γονιών αυτής της κοπέλας — κάθε άλλο. Ήταν η περιέργεια που έχω για τις πειρατικές ιστορίες. Από την άλλη, βέβαια, σκέφτηκα και το εξής: το καλοκαίρι στο χωριό τα έξοδα ανεβαίνουν, γιατί σχεδόν κάθε μέρα η καλή μας φίλη, η Αφροδίτη, έχει και μία διαφορετική γαστρονομική πρόταση. Οπότε καλό θα ήταν να υπάρχει και η σχετική οικονομική άνεση, γιατί πόσες φορές να κεράσει και ο Γκοτζιό και η Φαίη;

Έκανα και μία δεύτερη σκέψη: με αφορμή αυτή την ιστορία θα έφερνα ξανά στο μυαλό μου τις όμορφες εποχές της πειρατείας, τότε που ήμουν στο πειρατικό του καπετάν Φατούργου. Όλα αυτά με τσίγκλισαν ώστε να αποδεχθώ την πρόταση και τελικά σήμερα σας παρουσιάζω αυτή τη συγκλονιστική ιστορία.

Υ.Γ. Τελικά, η κόρη του Μανδραγόρα είναι πολύ ανοιχτοχέρα και δεν λυπήθηκε το χρήμα. Ήδη στα μέσα του καλοκαιριού έστειλε το πρώτο αξιοσέβαστο τσεκ και αύριο θα καταθέσει και τα υπόλοιπα. Μπράβο της — θα με αποζημιώσει, όπως είπε στον σύζυγό της, με την καλύτερη αμοιβή. Να είναι καλά η κοπέλα και να συνεχίσει να είναι ανοιχτοχέρα, γιατί το χρήμα πρέπει να γυρίζει για να μην μυρίζει.

Βασικά, αυτό που με εξίταρε ήταν όταν άκουσα τη φράση «πειρατική ιστορία». Τότε ένιωσα την αδρεναλίνη μου να ανεβαίνει στα ύψη. Κάποια άλλη στιγμή θα σας διηγηθώ και τη δική μου θαλασσινή ιστορία, τότε που για ένα διάστημα ταξίδευα ως Μαρκόνης.

Την ίδια μέρα επικοινώνησα με την κόρη του πειρατή, η οποία —ειρήσθω εν παρόδω— έχει ένα καταπληκτικό όνομα. Μπράβο στον νονό της που της έδωσε αυτό το γλυκύτατο όνομα: Μαριάνθη! Της ανακοίνωσα, λοιπόν, πως αποδέχομαι την πρότασή της και της ζήτησα να μου στείλει τα χειρόγραφα. Εκείνη, όμως, μαζί με τα χειρόγραφα έστειλε και μία πενταψήφια επιταγή.

Φίλες και φίλοι, όταν ήρθαν στα χέρια μου τα χειρόγραφα, δεν πίστευα στα μάτια μου με αυτά που διάβαζα. Επικοινώνησα τρεις φορές με την κόρη του πειρατή για να τη ρωτήσω αν όντως ήταν αλήθεια όλα όσα έγραφε. Να σκεφτείτε πως αναγκάστηκα να επισκεφθώ το νησί της Καλύμνου για να επιβεβαιώσω όσα διάβαζα, γιατί δεν ήθελα να γράψω κάτι για το οποίο δεν ήμουν σίγουρος εκατό τοις εκατό. Όλοι οι άνθρωποι που συνάντησα στο νησί γνώριζαν αυτή την ιστορία και, ως εκ τούτου, δεν είχα πλέον ενδοιασμούς να δημοσιεύσω την πιο συγκλονιστική πειρατική ιστορία του τελευταίου αιώνα.

Όλοι οι πειρατές, την ημέρα της 29ης Απριλίου, τη γιορτάζουν παγκοσμίως για να τιμήσουν τον αρχιπειρατή Μανδραγόρα τον Α΄.

Σαν σήμερα, λοιπόν, 29 Απριλίου, έγινε η μεγαλύτερη απαγωγή στο νησί της Καλύμνου. Ο τότε φοβερός και τρομερός πειρατής με το όνομα Μανδραγόρας, με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, έκανε την απαγωγή του αιώνα.

Φόβος και τρόμος ήταν αυτός ο σκληροτράχηλος πειρατής με το ασκέρι του. Εκτός από τα υλικά αγαθά που άρπαζε από τους νησιώτες, άρπαζε και όποια κοπέλα του γούσταρε — ειδικά αυτές που είχαν μεγάλα βυζιά. Ήταν η αδυναμία του. Αφού τις κρατούσε κάμποσο καιρό στο πειρατικό καΐκι, στο οποίο είχε δώσει το όνομα «Καρχαρίας», και κάνανε τόνατάλλο —και όχι μόνο—, τις επέστρεφε πίσω στο νησί.

Εκείνη τη χρονιά, το 1979, σε ένα γιουρούσι που είχε κάνει στην Κάλυμνο, του γυάλισε στο μάτι η πιο τσαχπίνα του νησιού. Η κοπέλα ήταν μεν χαμηλοβλεπούσα, λόγω της μητέρας της που ήταν πολύ αυστηρών αρχών, αλλά όταν έβρισκε ευκαιρία έκανε τα σκέρτσα της. Παρ’ όλο που η μητέρα της δεν την πολυέβγαζε έξω από το σπίτι, γιατί πάντα είχε τον φόβο του πειρατή, εκείνος την εντόπισε μια μέρα στο πανηγύρι του χωριού και αποφάσισε —επειδή ήταν καιρός επιτέλους να βρει μια μόνιμη σύζυγο— πως αυτή η κοπέλα ήταν η καταλληλότερη.

Το μόνο πρόβλημα που υπήρχε ήταν η μητέρα της κοπέλας, γιατί είχε ακούσει από κάποιους νησιώτες πως την προόριζε για κάποιον μεγαλέμπορα με είδη υγιεινής. Αυτό, βέβαια, δεν τον πολυπείραζε, γιατί αν αποφάσιζε να την κουρσέψει, δεν μπορούσε να του αντισταθεί ολόκληρος στρατός.

Στις 29 Απριλίου του σωτηρίου έτους 1979 αποφάσισε να κουρσέψει το νησί της Καλύμνου και παράλληλα να απαγάγει την κοπέλα, που το όνομά της ήταν Νίκη. Μάλιστα, αυτός ο τρομερός πειρατής έλεγε χαριτολογώντας πως η Νίκη θα γίνει δική του.

Η μάνα της κοπέλας, επειδή είχε τους φόβους της, έβλεπε πως η κόρη της σιγά σιγά όλο και ομόρφαινε και πως το ματάκι της είχε αρχίσει να παίζει δεξιά κι αριστερά. Σκέφτηκε, λοιπόν —επειδή ήταν θεούσα— να την κλείσει σε κάποιο μοναστήρι. Μετά όμως το καλοσκέφτηκε, γιατί είχε ακούσει πως τα κορίτσια που πήγαιναν στο μοναστήρι, εκτός από προσευχές, ο ηγούμενος τις έβαζε να κάνουν πολλές μετάνοιες και… πάρτι με ούζα. Οπότε είπε μέσα της:
«Καλύτερα με τον πειρατή ή με τον ηγούμενο; Κι ο πειρατής κακό χειρόβολο, κι ο γούμενος κακό δεμάτι».

Εκείνη, βέβαια, είχε στο μυαλό της άλλα για την κόρη της. Είχε ακούσει για κάποιον μεγαλέμπορα από άλλο νησί, που γύριζε το Αιγαίο για να βρει την κατάλληλη κοπέλα να νυμφευθεί, και ήλπιζε πως όταν θα αντίκριζε την κόρη της θα τον θάμπωνε η ομορφιά και η τσαχπινιά της.

Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, που ο Μανδραγόρας όρμησε στο νησί με τους πειρατές του, έδωσε τις εξής εντολές: Α) Να μην πλησιάσει κανείς στο σπίτι δίπλα στην εκκλησία. Β) Να μην πειράξουν τους νησιώτες· να πάρουν μόνο τα απαραίτητα και να αποσυρθούν. Γ) Στον υπασπιστή του, έναν ψηλό και γεροδεμένο που τον αποκαλούσαν Στράτο, έδωσε εντολή να απαγάγει έναν παπά, γιατί σκόπευε πάνω στο πειρατικό να τελέσει το μυστήριο του γάμου, αν όλα πήγαιναν καλά.

Πράγματι έτσι έγινε. Ο ίδιος, με άλλους δύο πειρατές, πήγε στο σπίτι της κοπέλας για να την απαγάγει. Η μάνα της, όμως, την είχε κρύψει μέσα στο αποξηραμένο πηγάδι που είχαν στην αυλή και της είπε να μην βγάλει κιχ. Ο Μανδραγόρας πήρε στην αρχή με το καλό τη μητέρα για να του πει πού βρισκόταν η κόρη, αλλά εκείνη —σκληρό καρύδι— δεν ομολόγησε.

Ο πειρατής σκέφτηκε να τη βασανίσει, αλλά δεν ήθελε να δημιουργήσει κακή εντύπωση στη μέλλουσα πεθερά του. Έβαλε, λοιπόν, τους πειρατές να ψάξουν όλο το σπίτι. Κάποια στιγμή, ενώ βρισκόταν κοντά στο πηγάδι με τη μητέρα της κοπέλας και της εξηγούσε πως την κόρη την ήθελε για καλό σκοπό και όχι μόνο για τόνατάλλο, εκείνη του είπε:

«Εγώ την κόρη μου θέλω να την παντρέψω με νοικοκύρη και όχι με κάποιον σαν του λόγου σου. Είσαι ανάξιος για την κόρη μου!»

Ο πειρατής, για μια στιγμή, σκέφτηκε να τραβήξει το σπαθί του και να της κόψει το κεφάλι, αλλά συγκρατήθηκε· δεν ήθελε να στεναχωρήσει την κοπέλα. Εκείνη, απτόητη, συνέχισε:

«Σε ξέρουμε καλά εσένα, τι μουρντάρης είσαι. Παίρνεις τα κορίτσια, περνάς καλά και μετά τις φέρνεις πίσω στο νησί γκαστρωμένες».

Τότε ο πειρατής πήρε τον λόγο:

«Καλύτερα γκαστρωμένες από μένα παρά από τον ηγούμενο. Τουλάχιστον τα παιδιά που θα βγουν από μένα θα είναι πειρατές και καπεταναίοι. Αν ήταν εδώ τώρα η κόρη σου και τη ρωτούσες με ποιον θα ήθελε να κάνει τόνατάλλο, τι λες πως θα έλεγε; Με τον ηγούμενο ή με μένα;»

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια φωνή μέσα από το ξεροπήγαδο:

«Με σένα! Με σένα!»

Η κόρη ήταν τσαχπινογαργαλιάρα και σκέφτηκε πως, επειδή της άρεσε πολύ η θάλασσα, η καλύτερη επιλογή ήταν να πάει κοντά στον Μανδραγόρα και ό,τι ήθελε προκύψει. Όσο για τον μεγαλέμπορα που της έλεγε η μητέρα της, σκέφτηκε πως αν τον έπαιρνε, μια ζωή θα κουβαλούσε είδη υγιεινής και λέβητες — και αυτό δεν το ήθελε με τίποτα. Εκείνη ήταν γεννημένη για τη θάλασσα. Ήθελε να γίνει πειρατής.

Άμεσα ο
Μανδραγόρας κάλεσε τους άνδρες του και έβγαλαν την κοπέλα από το πηγάδι. Πράγματι ήταν πολύ όμορφη και ερωτική. Δεν ήταν πολύ ψηλή, αλλά αυτό δεν τον ενοχλούσε — σκέφτηκε πως μπορούσε να είναι και πλεονέκτημα. Όταν έδωσε στη μητέρα της ένα μικρό σακουλάκι με χρυσό, εκείνη στην αρχή έκανε πως δεν το ήθελε, αλλά τελικά το πήρε.

Όταν έφτασαν στο πειρατικό, βρισκόταν ήδη εκεί ο παπάς, ο οποίος τέλεσε το μυστήριο του γάμου. Στην πορεία, ο Μανδραγόρας, αφού διαπίστωσε πως η κοπέλα ήταν τζετ σε όλα της —και ειδικότερα στο τόνατάλλο— αποφάσισε να σταματήσει την πειρατεία και να αποσυρθεί σε κάποιο μέρος της Αττικής.

Αργότερα, η περιοχή πήρε το όνομά του και από Μανδραγόρας ονομάστηκε Μάνδρα. Είναι η σημερινή Μάνδρα.

Φίλες και φίλοι, ας ευχηθούμε όλοι μαζί να έχουν καλή υγεία η Νίκη, ο Μανδραγόρας και οι απόγονοί τους. Γιατί ξέχασα να σας πω πως η κοπέλα χάρισε στον Μανδραγόρα τρία παιδιά: δύο γιους και μία κόρη.

Αυτή είναι η αληθινή ιστορία του Μανδραγόρα και της Νίκης της Καλύμνου.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Και έτσι, φίλες και φίλοι, η πειρατική ιστορία του Μανδραγόρα και της Νίκης δεν έμεινε μόνο στις αφηγήσεις των γερόντων, στα πειράγματα των καφενείων και στα ψιθυρίσματα των πανηγυριών. Έγινε οικογενειακή μνήμη, έγινε θρύλος και, τελικά, έγινε γραπτός λόγος.

Ο
Μανδραγόρας άφησε τη θάλασσα, αλλά η θάλασσα δεν τον άφησε ποτέ. Την κουβαλούσε στο βλέμμα, στο περπάτημα, στη φωνή του. Η Νίκη, από κορίτσι του νησιού, έγινε συντρόφισσα ζωής, καπετάνισσα της καθημερινότητας και μάνα πειρατών χωρίς καράβι αλλά με ψυχή θαλασσινή.

Οι ιστορίες σαν κι αυτήν δεν ζητούν να τις πιστέψεις όλες λέξη προς λέξη. Ζητούν κάτι πιο απλό και πιο δύσκολο: να τις ακούσεις με ανοιχτή καρδιά. Γιατί μέσα τους κρύβεται εκείνη η παλιά αλήθεια — πως ο έρωτας, όπως και η θάλασσα, δεν μπαίνει σε κανόνες, δεν φοβάται απειλές και δεν λογαριάζει στεριές.

Κι αν σήμερα, κάπου στη Μάνδρα ή στην Κάλυμνο, ακούσεις ένα γέλιο λίγο πιο τρανταχτό ή δεις ένα βλέμμα να γυαλίζει σαν αλμύρα, ίσως —λέω ίσως— να περνά ακόμη από εκεί το ίχνος ενός παλιού πειρατή και της γυναίκας που διάλεξε να τον ακολουθήσει.

Γιατί οι αληθινές πειρατικές ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ. Απλώς αλλάζουν λιμάνι.

Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση 
Επίκουρος ο Γοργογυραίος.

Υ.Γ.
Έχω ευχάριστα νέα, τα παιδιά του Μανδραγόρα ανέλαβαν το κόστος της έκδοσης σε βιβλίο αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας για να την έχουν τα εγγόνια του Μανδραγόρα, πριν λίγο μίλησα με την κόρη του πειρατή και μου είπε πως είναι μεγάλη της τιμή να αναλάβει μόνη της το κόστος της έκδοσης. Ελπίζω να μην παρεξηγηθούν τ' αδέρφια της, το σωστό βέβαια είναι να αναλάβουν το κόστος της έκδοσης και οι τρεις ώστε να έχουν να λένε στα παιδιά τους πως έπραξαν τα δέοντα. 

9.12.25

[ΒΙΒΛΙΟ] 9 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ Σ-ΑΝΝΑ [SANNA η πρώτη κόρη του Πεπέ] λόγω της ημέρας.

Αθήνα Ιανουάριος 1975

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί αναγνώστες του ιστολογίου της Λ.Ο.Γ. σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση. Μετά από επιθυμία αρκετών φίλων που πληροφορήθηκαν για την πρώτη κόρη μου, και ήθελαν να μάθουν το τι ακριβώς συνέβη εκείνη την περίοδο, αποφάσισα να επαναφέρω λοιπόν στο προσκήνιο την ανάρτηση που είχα κάνει τότε ώστε να πληροφορηθούν από πρώτο χέρι τα τεκταινόμενα. Εγώ, ο Πέπος, που τότε δεν γνώριζα ακόμα πως είμαι και Επίκουρος, βρισκόμουν στο ατελιέ του δασκάλου μου στην ζωγραφική του
Γιώργου Σαββάκη προκειμένου να τον αποχαιρετήσω γιατί σε λίγες μέρες θα έπρεπε να παρουσιαστώ στο κέντρο εκπαίδευσης προκειμένου να υπηρετήσω την θητεία μου που τότε ήταν 28 μήνες, δηλαδή μία ζωή, πήγαινες στο στρατό και σε ξεχνούσε ο κόσμος.

Εκείνη την σημαδιακή ηλιόλουστη ημέρα, οι Αλκυονίδες μέρες ήταν παρούσες και ο κόσμος τις απολάμβανε με βόλτα στην συνοικία των Θεών (Πλάκα) και στην Ακρόπολη. Μεταξύ αυτών ήταν αρκετοί τουρίστες και πολλά σχολεία από το εξωτερικό, παιδιά της τρίτης λυκείου και όχι μόνο.

Ο φίλος μου και δάσκαλος μου Γιώργος Σαββάκης προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έκανε και πορτραίτα και σε κάποιους ενδιαφερόμενους που περνούσαν από το δρόμο που υπήρχε το ατελιέ.

Το ατελιέ του Σαββάκη ήταν στα σκαλάκια της οδού Θέσπιδος που οδηγούσαν στον βράχο της Ακροπόλεως. Εκείνο το πρωινό, ήταν κατά τις 10:00 ανέβαιναν περίπου 30 παιδιά από κάποια Σκανδιναβική χώρα, μετά μάθαμε πως ήταν από την Φινλανδία. Τρία κορίτσια και ένα αγόρι εξέφρασαν το ενδιαφέρον να τους φιλοτεχνήσει ο δάσκαλος το πορτραίτο.

Αρχικά έφτιαξε του αγοριού, στην πορεία της πρώτης κοπέλας, εγώ εν το μεταξύ δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από την δεύτερη κοπέλα. Ήταν τόσο πολύ όμορφη, με σγουρά μακριά μαλλιά και πράσινα μάτια που ένιωσα την καρδιά μου να θέλει να σπάσει να γίνει χίλια κομμάτια!! Το παρατήρησε ο δάσκαλος και όταν ήρθε η σειρά της συγκεκριμένης κοπέλας για το πορτραίτο ζήτησε να πάρω εγώ τη θέση του!!!

Εγώ του εξήγησα πως δεν ήμουν σε θέση να το κάνω γιατί έτρεμε το χέρι μου, αυτός επέμενε και κουτσά στραβά ξεκίνησα να κάνω τις πρώτες μολυβιές. Το πορτραίτο το ολοκλήρωσα με την βοήθεια του δασκάλου και όταν ήρθε η ώρα της πληρωμής κατάφερα να μιλήσω και να της πω πως το πορτραίτο είναι δώρο από μένα. Τόλμησα μάλιστα να της ζητήσω το όνομα και να της πω πως την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισα!!! Είχε προσέξει το όνομά μου (Pepos) που είχα υπογράψει στο έργο και μου είπε: Ευχαριστώ πολύ Pepos και συνέχισε λέγοντας:

Όταν επιστρέψουμε από την Ακρόπολη, θα ζητήσω από την υπεύθυνη καθηγήτρια να μου επιτρέψει να κάνουμε μία βόλτα μαζί αν θέλεις!!

Όταν το άκουσα αυτό αυθόρμητα αγκάλιασα την Ritha και τον δάσκαλό μου από την ευτυχία μου, της είπα πως θα την περιμένω εκεί, αν χρειαστεί θα βγάλω και ρίζες!! Πέρασαν περίπου δύο ώρες που εμένα μου φάνηκαν 200 χρόνια και όταν την αντίκρισα να έρχεται, έφθασα κοντά της με μια ανθοδέσμη που είχα φροντίσει να αγοράσω πιο πριν, χωρίς καν να πατάω στη γη!! Ήταν φοβερό, έφθασα κοντά της περπατώντας στον αέρα!!

Αφού χαιρετήσαμε τον δάσκαλο πλησιάσαμε την υπεύθυνη καθηγήτρια όπου της έδωσα τα στοιχεία μου και το τηλέφωνο μου. Για λίγο συνομίλησε και με τον δάσκαλό μου ώστε να πάρει περαιτέρω πληροφορίες γιατί ήταν υπεύθυνη για τα παιδιά. 'Όταν έπιασα το χέρι της Rithas και ξεκινήσαμε την βόλτα έπλεα σε πελάγη ευτυχίας, εκείνη τη στιγμή ήμουν ο πιο ευτυχισμένος εικοσάχρονος του πλανήτη.

Την ξενάγησα στην συνοικία των Θεών και ειδικότερα στ' Αναφιώτικα και φυσικά καθίσαμε για φαγητό στην ταβέρνα η Σπηλιά του Σωκράτη. Κατά τις 15:00 όπως είχα υποσχεθεί στην υπεύθυνη επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο Philippos, το γεγονός πως ήμασταν πίσω στην ώρα μας το εκτίμησε δεόντως η καθηγήτριά της και όταν ρώτησα αν θα μπορούσα να περάσω να την πάρω στις οκτώ δεν μας έφερε καμία αντίρρηση. Ακριβώς στις 20:00 ήμουν εκεί, πήρα την Ritha από το χέρι και αρχικά την πήγα στον Διόνυσο για παγωτό και μετά στην Δώρα Στράτου όπου παρακολουθήσαμε παραδοσιακούς χορούς. Επειδή συμμετείχε και η ίδια στην πατρίδα της σε σύλλογο του σχολείου με παραδοσιακούς χορούς της άρεσε πάρα πολύ. Κατά τις 23:30 όπως είχα υποσχεθεί στην καθηγήτρια επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Πριν φθάσουμε, στο ξενοδοχείο και συγκεκριμένα έξω από το Ηρώδειο, της πήρα το πρώτο φιλί!!!

Από εκείνη τι στιγμή και μετά ήταν αδύνατον να συγκεντρωθούν οι αισθήσεις μου, ήταν όλες φευγάτες!!! Σε μία μίνι σύσκεψη που έκανε με την καθηγήτριά της κατάφερε να την πείσει ώστε το ερχόμενο πρωί να περάσω να την πάρω στις 09:00 για να την πάω στον Λυκαβηττό. Άγνωστο γιατί η δασκάλα της με είχε συμπαθήσει, οι δε φίλες της άρχισαν να με συμπαθούν και αυτές. Όταν μάλιστα είπα στην Ritha να προσκαλέσει τις τρεις κολλητές της φίλες το βράδυ να μας συνοδεύσουν στην ντισκοτέκ "Καρυάτιδες" πέταξαν από τη χαρά τους. Εννοείται πως εγώ δεν είχα μάτια παρά μόνο για την Ritha. Εννοείται επίσης πως εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι, το πρωί στις 09:00 ήμουν στο ξενοδοχείο, η Ritha με περίμενε και όταν μου είπε πως το βράδυ δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου γιατί ανυπομονούσε να βρεθούμε μ' έστειλε στα ουράνια. Εκείνη τη στιγμή λόγω ευτυχίας μ' επισκέφθηκε η εσωτερική άτακτη φωνούλα και μου είπε: πράξε τα δέοντα!!! Πάντα η άτακτη φωνούλα μιλούσε με γρίφους, αυτή τη φορά κατάλαβα αμέσως τι ήθελε να πει και αφού ζήτησα συγγνώμη τους είπα πως θα επιστρέψω σε πέντε λεπτά. Πράγματι επέστρεψα σύντομα κρατώντας δύο ανθοδέσμες, μία για την Ritha και μία για την δασκάλα της!! Όταν έδωσα την ανθοδέσμη στην δασκάλα της δεν μπορώ να σας περιγράψω τη χαρά και την συγκίνησή της.

Φεύγοντας από το ξενοδοχείο με την Ritha στο πίσω κάθισμα της βέσπας άρχισα να καταλαβαίνω πως δεν της ήμουν αδιάφορος. Από το αγκάλιασμα διέκρινα πως ένας μεγάλος έρωτας βρήκε ανταπόκριση. Φθάσαμε στον Λυκαβηττό και με το τρενάκι ανεβήκαμε στην κορυφή, κατά την διαδρομή είχα σταματήσει σε τέσσερα ανθοπωλεία για να της προσφέρω από μία ανθοδέσμη!! Αυτή η πράξη την συγκλόνισε, το αγκάλιασμα γινόταν όλο και πιο έντονο. Καθίσαμε για φαγητό στο εστιατόριο που υπήρχε στον Λυκαβηττό και πήρα την απόφαση να της πω πως την είχα ερωτευτεί και πως το μυαλό μου ήταν συνέχεια σ' εκείνη. Μου είπε πως κι εκείνη νιώθει την ίδια έλξη και πως θα ήθελε να της δώσω λίγο χρόνο ώστε να είναι σίγουρη. Θα έμεναν ακόμα 4 μέρες στην Αθήνα, θεώρησα πως ήταν η στιγμή να της αναφέρω τα περί στρατού. Της εξήγησα πως την Δευτέρα, βρισκόμασταν ήδη στο Σάββατο, θα έπρεπε να παρουσιαστώ και πως για 40 μέρες θα ήμουν εσώκλειστος. Αυτό δεν της πολυάρεσε γιατί σήμαινε πως θα ήμασταν μαζί εκείνη την ημέρα και την επόμενη που ήταν Κυριακή. Της έδωσα την ταχυδρομική διεύθυνση, τότε εμένα στην οδό Τυμφρηστού, στην πλατεία Κυνοσάργους μαζί με τον αδερφό μου τον Βασίλη και την νύφη μου την Ελένη. Έχει σημασία που το αναφέρω αυτό γιατί ο αδερφός μου υπήρξε σημαντικός αρνητικός παράγοντας στην επικοινωνία μου αργότερα με την Ritha. Ας το αφήσουμε όμως αυτό το θέμα για αργότερα και ας επιστρέψουμε στον Λυκαβηττό, μετά το φαγητό πριν επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο περάσαμε από το ατελιέ του δασκάλου μου προκειμένου να μας κάνει αυτός τα πορτραίτα μας, ήταν δική της η επιθυμία και κράτησε αυτόν τον πίνακα για πάντα κοντά της. Από την Σάννα έμαθα το πόσο περίοπτη θέση κατείχε αυτός ο πίνακας με τα δύο πορτραίτα στο σπίτι τους και ειδικότερα στη ζωή της Rithas.

Ο δάσκαλος μετά χαράς φιλοτέχνησε τα πορτραίτα μας και επειδή κατάλαβε πως υπήρχε αμοιβαία ερωτική έλξη αποχώρησε διακριτικά λέγοντας πως είχε κάποιο ραντεβού και θα έλειπε για τρεις ώρες. Κατάλαβα πως ο Σαββάκης έλεγε ψέματα και πως ο λόγος που έφευγε ήταν για να μας αφήσει μόνους για τα περαιτέρω αν προέκυπταν. Ωραίος ο δάσκαλος, τα ίδια έκανα κι εγώ αργότερα με τον Πλάτωνα αλλά αυτός δεν εκτίμησε τον δικό του δάσκαλο. Το ατελιέ ήταν ας πούμε ένα σπίτι με δύο δωμάτια εκ των οποίων το ένα ήταν για την αποθήκευση των πινάκων και το άλλο για ύπνο. Το σαλόνι που ήταν πολύ φωτεινό ήταν το εργαστήριο. Άρχισα να της κάνω ξανά το πορτραίτο, ήταν και η τελευταία φορά που φιλοτέχνησα πορτραίτο γιατί λόγω της τροπής που πήρε η υπόθεση εν άγνοια μου και εν αγνοία της Rithas δεν θέλησα να ξαναπιάσω παλέτα και πινέλα στα χέρια μου. Για να μην λέω πολλά όταν τελείωσα το πορτραίτο της έγινε αυτό που επιθυμούσαμε και οι δύο, βρεθήκαμε στο καλό δωμάτιο όπου ζήσαμε ανείπωτες στιγμές ερωτικής ευτυχίας. Όταν ο δάσκαλος επέστρεψε μετά από τρεις ώρες εμείς είχαμε φύγει ήδη για το ξενοδοχείο.

Πριν φθάσουμε στο ξενοδοχείο πέρασα από το ανθοπωλείο που υπήρχε στην Βεΐκου και αγόρασα μία τεράστια ανθοδέσμη με 18 υπέροχα κόκκινα τριαντάφυλλα. Η Ritha ήταν 18 χρόνων και ήταν η πρώτη της φορά, αν με ρωτήσει κάποια/κάποιος αν ήταν συνειδητή η πράξη της μη προφύλαξης θα του απαντήσω ευθέως: Ναι ήταν συνειδητή γιατί νιώθαμε και οι δύο τα ίδια συναισθήματα και όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων δεν το μετανιώσαμε ποτέ. Αν μάλιστα κρίνουμε εκ του αποτελέσματος νιώθουμε απόλυτα δικαιωμένοι.

Το βράδυ του Σαββάτου πέρασα και πήρα την Ritha και τις φίλες της και πήγαμε στην ντισκοτέκ Καρυάτιδες όπου περάσαμε πολύ όμορφα και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο στις 02:30 όλα τα κορίτσια ήταν ξετρελαμένα κι εγώ εντελώς φευγάτος. Κάτι οικονομίες που είχα για τον στρατό άρχισαν να εξανεμίζονται αλλά εμένα ουδόλως με απασχολούσε αυτό το θέμα. Απασχολούσε όμως τον Βασιλάκη και γι' αυτό άρχισε να ανησυχεί. Εγώ έκανα πως άκουγα το κήρυγμά του στωικά αλλά εγώ ήμουν αλλού, όποιος έχει ζήσει μεγάλους έρωτες μόνο αυτός/η μπορούν να με καταλάβουν.

Την επόμενη μέρα πέρασα από το ξενοδοχείο στις 10:30 ξανά με δύο ανθοδέσμες και πήρα την Ritha για να πάμε στο Σούνιο. Επιστρέψαμε αργά το απόγευμα και πήγαμε κατευθείαν στο ατελιέ.

Ο δάσκαλος μας είπε πάλι πως είχε ένα ενδιαφέρον ραντεβού και θα έλειπε λίγες ώρες. Φίλε και δάσκαλε Γιώργο Σαββάκη όπου και αν βρίσκεται η ψυχούλα σου σ' ευχαριστώ πολύ, ήσουν μοναδικός καλλιτέχνης, άνθρωπος, φίλος. Το βράδυ έξω από το ξενοδοχείο αφού ανταλλάξαμε ξανά τις ταχυδρομικές μας διευθύνσεις και όρκους αγάπης ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού. Εδώ θα πρέπει να αναφέρω κάτι που έχει σημασία, όσο περνούσε η ώρα και δεν επέστρεφα στο σπίτι ο αδερφός μου καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα γιατί φοβόταν πως την επόμενη μέρα δεν θα παρουσιαζόμουνα στο κέντρο εκπαίδευσης με αποτέλεσμα να με θεωρήσουν λιποτάκτη!!! Εν μέρη είχε δίκιο γιατί μου πέρασε πολλές φορές από το μυαλό να μην παρουσιαστώ και να φύγω μαζί της. Στις 23:30 έφυγα από την αγκαλιά της με κρύα καρδιά εδώ φθάνει στο τέλος το πρώτο σκέλος αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας αγάπης, θα ακολουθήσει το δεύτερο μέρος το οποίο ίσως να είναι ακόμα πιο συγκλονιστικό.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Κατ' αρχάς πριν συνεχίσω τις αποκαλύψεις για την πιο συγκλονιστική ιστορία κεραυνοβόλου έρωτα να αναφέρω κάποια σχόλια.


Α) πατέρας Ευθύμιος:

Συγκινημένος επικοινώνησε μαζί μου και μου έδωσε την ευλογία του, με παρακάλεσε επειδή αύριο το βράδυ θα αναχωρήσει για την Λήμνο αν είναι δυνατόν να μπορέσει να πληροφορηθεί την συνέχεια απόψε!! Έχω μεγάλη αγωνία μου είπε να μάθω ποιος ήταν ο ρόλος του αδερφού σου και το πότε έμαθες την αλήθεια.

Β) Διευθυντής ΔΕΔΑΔΕ Τρικάλων:

Δάσκαλε συγχαρητήρια!! Σε θαυμάζω για το αποτέλεσμα, πες μας μόνο να ξέρουμε τι άλλο να περιμένουμε και αν χρειαστεί να κάνεις τα χαρτιά για πολύτεκνος!! Ωραίος ο διευθυντής και πρακτικός.

Γ) Πλάτωνας:

Μπορεί να μην σε αποκαλώ δάσκαλο φωναχτά αλλά ξέρεις πως από μέσα μου έτσι σε αποκαλώ, πως να ξεχάσω αφού κοντά σε σένα έκανα τα πρώτα μου βήματα; Εσύ ήσουν αυτός που με παρότρυνες που να ορμάω και που απλώς να κοιτάζω.

Δ) Πριγκιπέσσα:

Η Πριγκιπέσσα των Φαρσάλων ως καχύποπτη έχει την εντύπωση πως αυτή η ιστορία αφορά το υπό έκδοση νέο μου βιβλίο. Παρ' ό,τι της εξήγησα αυτή επιμένει πως αφορά το νέο μου μυθιστόρημα. Όταν βέβαια είδε τις φωτογραφίες άρχισε να μιλάει Φαρσαλινά και δεν την καταλάβαινα.

Ε) Θεόφραστος:

Δάσκαλε τα νέα έχουν φθάσει και στην Γερμανία, χθες με πήρε ο Λούις και ο Λαμπρακιάς και άρχισαν να με ρωτάνε αν έμαθα τα νέα για τον δάσκαλο!!

Πάμε τώρα στην συνέχεια της υπόθεσης.
Κ.Ε.Β.Ο.Π.
Την επόμενη μέρα παρουσιάστηκα κανονικά στο κέντρο εκπαίδευσης, φεύγοντας από το σπίτι ο Βασιλάκης άρχισε το κήρυγμα. Να προσέχεις, να είσαι υπάκουος, και προς θεού μη σου περάσει από το μυαλό να φύγεις πριν την ορκωμοσία γιατί θα περάσεις στρατοδικείο!! Φοβόταν πως λόγω της Rithas θα το έσκαγα, είχε καταλάβει πως ήμουν με τα μπούνια ερωτευμένος. Παρουσιάστηκα και δεν θυμάμαι στις πόσες βδομάδες; επέτρεψαν το επισκεπτήριο, εγώ ήμουν γεμάτος αγωνία να παραλάβω τα γράμματα της Rithas, εγώ εντωμεταξύ της έγραφα κάθε μέρα από ένα γράμμα, 365 μέρες ο χρόνος 365 γράμματα εγώ. Όταν ήρθε στο επισκεπτήριο ο αδερφός μου και η νύφη μου και τους ρώτησα που είναι τα γράμματα με κοιτούσαν παράξενα, ποια γράμματα με ρώτησαν;

Πήγα να τρελαθώ, δεν είχε πάει κανένα γράμμα στο σπίτι!! Υπέθεσα πως κάτι θα είχε συμβεί στο ταχυδρομείο και του είπα να πάει την επόμενη στο ταχυδρομείο και όταν ξανάρθει να μ' ενημερώσει.

Την επόμενη Κυριακή είχε πάλι επισκεπτήριο και περίμενα πως και πως να έρθουν για να μάθω τι έγινε με τα γράμματα. Με το που τους είδα οι πρώτες λέξεις που τους είπα ήταν που είναι τα γράμματα; Το λόγο πήρε ο Βασιλάκης και μου είπε πως δεν είχε έρθει κανένα γράμμα και αναρωτήθηκε μήπως δεν είχα γράψει σωστά την διεύθυνση. Κοίταξα στα μάτια τη νύφη μου η οποία δεν έλεγα ποτέ ψέματα και κατάλαβα πως δεν υπήρχαν αλήθεια γράμματα!! Τον παρακάλεσα να ρωτήσει τον ταχυδρόμο μήπως κατά λάθος τα άφηνε κάπου αλλού οπότε να το ελέγξει. Μου υποσχέθηκε πως θα το έκανε, εμένα όμως άρχισαν να με τρώνε τα φίδια.

Τότε ήταν που έφαγα την πρώτη καμπάνα, σε λίγες μέρες πλησίαζε η ορκωμοσία και ο επιλοχίας με ενημέρωσε πως δεν θα ήμουν εξοδούχος!! Με είχαν τιμωρήσει με 10 μέρες στέρηση εξόδου. Για να μην τα πολυλογώ βγήκα για πρώτη φορά στις 50 μέρες, απίστευτο κι όμως αληθινό. 50 μέρες χωρίς γράμμα, ήμουν στα όρια της κατάθλιψης. Προς στιγμήν σκέφτηκα να το σκάσω και να πάω Φινλανδία, ο αδερφός μου το κατάλαβε και συνέταξε κάποια επιστολή την οποία θα καταθέταμε στο ταχυδρομείο για να ελέγξουν το θέμα των επιστολών. Αυτή η επιστολή εννοείται πως δεν έφθασε ποτέ στο ταχυδρομείο αφού αυτός που θα την πήγαινε ήταν αυτός που είχε δημιουργήσει το θέμα. Οι λίγες μέρες της άδειας πέρασαν και επέστρεψα στο κέντρο εκπαίδευσης όπου η κατάσταση λόγω της επιστράτευσης που είχε προηγηθεί με την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο ήταν πολύ δύσκολη. Εγώ συνέχιζα βέβαια να της στέλνω κάθε μέρα και ένα γράμμα αλλά απάντηση στο σπίτι δεν πήγαινε. Εκτός και αν πήγαινε και δεν έφθανε παρά μόνο στα χέρια του αδερφού μου. Αυτό βέβαια δεν μου περνούσε τότε από το μυαλό μου.

Μετά από 5 μήνες σκληρής εκπαίδευσης πήρα μετάθεση για την Φλώρινα. Όταν έφυγα για Φλώρινα έφυγα με χάλια ψυχολογία, ένα τεράστιο γιατί υπήρχε μέσα μου και δεν υπήρχε απάντηση. Μετά την Φλώρινα στην Κοζάνη και μετά την Κοζάνη στην Λάρισα και στο Πεντάγωνο. Τα χρόνια εντωμεταξύ περνούσαν κι εγώ είχα στείλει συνολικά 910 επιστολές και δυστυχώς έβαζα πάντα την διεύθυνση Τυμφρηστού 16 Νέος Κόσμος. Μετά από σχεδόν 30 μήνες απολύθηκα αλλά δεν τόλμησα να φύγω για την Φινλανδία.

Δεν το έκανα γιατί θεωρούσα πως δεν υπήρχε λόγος πια, με είχε ξεχάσει, δυστυχώς δεν σκέφτηκα ο βλαξ κάτι πολύ απλό, γιατί τα γράμματα μου δεν τα επέστρεφαν αφού δεν υπάρχει παραλήπτης;

Άμα είσαι θολωμένος το μυαλό δεν λειτουργεί σωστά. Τρία χρόνια μετά την απόλυση μου γνώρισα την Λαμπρινή και αυτό λειτούργησε ως φάρμακο και η ζωή μου πήρε νέα πορεία. Έλα όμως που κάποια πράγματα δεν τα ορίζουμε εμείς και να τι έγινε πριν περίπου έναν χρόνο. Ο ανιψιός μου ο Ηγέτης (Νίκος) αποφάσισε να απογαλακτιστεί και νοίκιασε καινούριο σπίτι. Ως εκ τούτου αποφάσισε να πάρει μαζί του και όλα τα δικά του πράγματα, ανάμεσα σε όλα που πήρε ήταν και κάτι κούτες με τα βιβλία του από το λύκειο. Όλα καλά και ωραία, τα πήρε, τα πήγε στο καινούργιο σπίτι και κάποια στιγμή αποφάσισε να ανοίξει τις κούτες για να δει τι θα κρατήσει και τι θα πετάξει. Στις πρώτες δύο κούτες όλα πήγαν καλά, πέταξε πολλά πράγματα, όταν όμως έφθασε στην τρίτη κούτα έμεινε άφωνος!!

Τρίτο μέρος.

Απ' έξω η κούτα έγραφε: ΒΙΒΛΙΑ ΝΙΚΟΣ στο περιεχόμενο υπήρχαν μόνο δύο βιβλία πάνω πάνω!! Και όλα τα υπόλοιπα ήταν γράμματα με παραλήπτη εμένα. Ο Ηγέτης τα έχασε, όταν έπιασε τα γράμματα στα χέρια του και είδε πως όλα, μα όλα 900 περίπου ήταν όλα κλειστά μουγκάθηκε!! Του είχα διηγηθεί πιο παλιά την ιστορία και γνώριζε τη σχέση που είχα τότε με την Ritha. Βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση γιατί κατάλαβε πως τα γράμματα τελικά που δεν είχαν φθάσει ποτέ στα δικά μου χέρια η αιτία ήταν ο πατέρας του. Και τώρα; Τι να έκανε τώρα;


Τηλεφώνησε στον πατέρα του και τον ενημέρωσε πως είχε βρει τα γράμματα που είχε κρύψει, ο ίδιος έπεσε από τα σύννεφα γιατί νόμιζε πως τα είχε πετάξει σε κάποια μετακόμιση που είχαν κάνει. Αρχικά του εξήγησε πως αυτό που έκανε, το έκανε για δικό μου καλό γιατί είχε διαπιστώσει πως εγώ είχα σκοπό να φύγω για την Φινλανδία, ήμουν πολύ ερωτευμένος και φοβόταν πως δεν θα πήγαινα ούτε στον στρατό οπότε θα ήμουν λιποτάκτης και μάλιστα σε περίοδο επιστράτευσης που σήμαινε πως θα σάπιζα στη φυλακή. Ζήτησε μάλιστα από τον Ηγέτη να καταστρέψει τα γράμματα έστω και τώρα γιατί φοβόταν τις συνέπειες. Ο Ηγέτης είχε διαβάσει κάποια γράμματα και γνώριζε για την ύπαρξη της κόρης, δεν ήταν σίγουρος αν αυτό το γνώριζε ο πατέρας του γι' αυτό τον ρώτησε αν γνώριζε για την ύπαρξη της Σάννας. Ο πατέρας του εξεπλάγην από αυτή την πληροφορία και τον διαβεβαίωσε πως δεν το γνώριζε γιατί δεν είχε ανοίξει κανένα γράμμα. Ο Ηγέτης ήταν σε δύσκολη θέση γιατί κατάλαβε πως αυτό που έκανε ο πατέρας του ήταν απαράδεκτο, όταν του το επισήμανε επικαλέστηκε την δύσκολη κατάσταση που θα βρισκόμουν και πως ότι έκανε το έκανε για το καλό μου. Στην ερώτηση του Ηγέτη και τι θα πεις όταν βρεθείς με την κόρη του Πούφ δεν είπε τίποτα, ίσως αργά να κατάλαβε τι είχε κάνει αλλά δεν το παραδέχθηκε ποτέ. Είχε κολλήσει στις συνέπειες του στρατού.

Ο Ηγέτης φυσικά και δεν συμφώνησε με την ιδέα του πατέρα του να καταστρέψουν τα γράμματα και του είπε πως θα σκεφτεί πως θα χειριστεί το θέμα.

Ως ηγέτης που είναι σκέφτηκε να ανοίξει όλα τα γράμματα για να δει το περιεχόμενο. Αν διαπίστωνε πως η κοπέλα μετά την αναχώρηση από την Αθήνα είχε φτιάξει τη ζωή της δεν θα μου έλεγε τίποτα. Έλα όμως που η Ritha μιλούσε για εγκυμοσύνη, και σε κάποια άλλα γράμματα για ένα χαριτωμένο και Πανέμορφο κορίτσι που έφερε στον κόσμο εννέα μήνες μετά την αναχώρηση!!!

Όταν ο Ηγέτης με πήρε τηλέφωνο και ζήτησε να βρεθούμε μόνο οι δυο μας, κατάλαβα πως κάτι σοβαρό συμβαίνει, αλλά δεν φαντάστηκα ποτέ αυτά που θα αντίκριζαν τα μάτια μου. Όταν του είπα να βρεθούμε στο Μουσείο μου το ξεκόψει λέγοντας: σε περιμένω στο σπίτι, κανόνισε να είσαι μόνος σου. Είπα στην Λαμπρινή πως έχω ένα ραντεβού με τον εκδότη μου και αναχώρησα για το Γκάζι. Όταν έφθασα ήμουν γεμάτος αγωνία, προς στιγμήν σκέφτηκα πως ήθελε να μου πει πως επιτέλους αποφάσισε να νυμφευθεί και πως επιθυμούσε να γνωρίσω την κοπέλα. Αμ δε!! Όταν μου άνοιξε την πόρτα κατάλαβα πως κάτι πιο σοβαρό συμβαίνει και η αγωνία μου χτύπησε κόκκινο, το κατάλαβε ο Ηγέτης και προς στιγμήν σκέφτηκε να μην μου πει τίποτα. Κατάλαβε πως εγώ δεν θα έφευγα από εκεί χωρίς να μάθω την αλήθεια και άρχισε να μου εξιστορεί το τι είχε ανακαλύψει.

Ήταν Σάββατο, βρέθηκα εκεί στις 10:00 το πρωί και έφυγα στις 23:00 το βράδυ πελαγωμένος, αν ο αδερφός μου δεν ήταν στο χωριό θα τον είχα τουφεκίσει. Το θέμα που τέθηκε ήταν αν θα έπρεπε να μάθει σ' αυτή τη φάση την αλήθεια η Λαμπρινή και η Βασιλική. Αποφασίσαμε να μην πούμε τίποτα προς ώρας και βλέποντας και κάνοντας. Αποφασίσαμε επίσης να πάει ο Νίκος να συναντήσει την Ritha, να μάθει ποια ήταν η κατάσταση της ίδιας και του κοριτσιού, να της εξηγήσει το τι είχε συμβεί και να συλλέξει όποιες πληροφορίες μπορούσε για την κόρη που όπως έγραφε η Ritha στο γράμμα τής είχε δώσει το όνομα Sanna!!

Πράγματι ο Ηγέτης ταξίδεψε στην Φινλανδία δήθεν για επαγγελματικό ταξίδι και συναντήθηκε με την Ritha. Την αναζήτησε στο πατρικό της, εκεί που έστελνα τα γράμματα και οι γονείς της την κάλεσαν στο σπίτι. Φανταστείτε την έκπληξή της όταν έμαθε το τι είχε συμβεί. Εξήγησε στον Ηγέτη πως είχε παντρευτεί και πως είχε εκτός από την Sanna και δύο αγόρια, τον Pekka και τον Mikko. Η Sanna είχε παντρευτεί και είχε ένα αγοράκι 12 ετών!! Το όνομά του ήταν Frans και το όνομα του συζύγου της jurky!! Έμαθε ο Ηγέτης πως η Sanna γνώριζε όλη την ιστορία και ρώτησε την Ritha αν θα μπορούσε να την δει. Ο Ηγέτης καιγόταν από περιέργεια να γνωρίσει την νέα του ξαδέρφη. Όταν η Ritha ενημέρωσε την Sanna για το ποιος ήταν στο σπίτι και πως θα ήθελε να την γνωρίσει δεν το σκέφτηκε καθόλου, σε λίγη ώρα έφθασε κι αυτή. Επειδή ήταν ώρα για μεσημεριανό κάλεσαν τον Ηγέτη να πάνε για φαγητό και να συζητήσουν περαιτέρω την υπόθεση. Ο Ηγέτης τούς εξήγησε την όλη κατάσταση και επειδή η Sanna εξέφρασε την έντονη επιθυμία να γνωρίσει τον βιολογικό της πατέρα, την αδερφή της και την Λαμπρινή ζήτησε λίγο χρόνο ώστε να προετοιμάσει το έδαφος. Ρώτησε τη Sanna αν θα ήθελε να μιλήσει μαζί μου, εκείνη την περίοδο η Λαμπρινή βρισκόταν στα Τρίκαλα γιατί ο πατέρας της ήταν στο νοσοκομείο κι έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα να μιλήσω άνετα. Ο Ηγέτης το γνώριζε αυτό και με κάλεσε στο σταθερό, τώρα ό,τι και να σας πω δεν θα μπορέσω να σας περιγράψω τα συναισθήματα εκείνης της συνομιλίας.

Όλο αυτό το διάστημα υπήρχε μία επικοινωνία μέσω email αλλά δεν είχα αποφασίσει ακόμα να εξηγήσω στα κορίτσια την όλη ιστορία. Τον περασμένο μήνα [Μάιος του 2022] η Sanna πληροφορήθηκε από τον Ηγέτη την περιπέτεια της Λαμπρινής και το γεγονός πως στις 22 Ιουνίου θα πρέπει να χειρουργηθεί και προς τιμήν της πήρε την εξής απόφαση. Ενημέρωσε τον Ηγέτη πως ζήτησε από το υπουργείο εξωτερικών της χώρας της όπου και εργάζεται στο διπλωματικό σώμα, να την στείλουν στην πρεσβεία της Φινλανδίας στην Ελλάδα προκειμένου να είναι εδώ για να συμπαρασταθεί στην Λαμπρινή κυρίως, στην αδερφή της και στον πατέρα της. Είπε μάλιστα στον Ηγέτη πως φθάνει στις 13 Ιουνίου στην Αθήνα και πως είχε αποστείλει και ενημερωτικό email σε μένα. Ο Ηγέτης μας αναζήτησε την ημέρα του Αγίου Πνεύματος αλλά λείπαμε στην Νεμέα. Βρέθηκε όμως με την Μελισσάνθη και της εξήγησε όλα όσα είχαν προηγηθεί. Εξεπλάγην ευχάριστα που άκουσε την ξαδέρφη του να του λέει, κάτι είχα μυριστεί αλλά δεν φανταζόμουν πως θα αποκτούσα και αδερφή, είμαι όμως πολύ χαρούμενη, θα την περιμένουμε με ανοιχτές αγκαλιές!!! Επικοινώνησαν μάλιστα τηλεφωνικά και έτσι έγινε η πρώτη γνωριμία των δύο κοριτσιών.

Την επόμενη που επιστρέψαμε από το Λουτράκι και τη Νεμέα, όπου είχαμε επισκεφθεί το Μουσείο μαζί με τον Μανδραγόρα και την σύζυγό του, μας περίμενε στο σπίτι ο Ηγέτης. Με τον δικό του γλαφυρό τρόπο άρχισε να εξηγεί στην Λαμπρινή όλη την ιστορία που ξεκίνησε πριν 47!! χρόνια. Όταν της έδειξε το email όπου η Sanna ρητά δήλωνε πως θέλει να βρίσκεται κοντά της μαζί με την αδερφή της όταν θα χειρουργηθεί, η Λαμπρινή λύγισε, δάκρυα χαράς έτρεχαν από τα μάτια της. Το βράδυ στις 20:00 κλείναμε στην αγκαλιά μας το νέο μέλος της οικογένειας. Εισέπραξε αμέσως την αγάπη όλων μας και ήταν σαν να μην είχε λήψη ποτέ.

Αυτή είναι η συγκλονιστική ιστορία της κόρης που ήρθε από το παρελθόν και ομόρφυνε περαιτέρω τη ζωή μας. Έμεινε μαζί μας έναν μήνα και ζήσαμε καταπληκτικά όμορφες και συγκινητικές στιγμές. Τα ερχόμενα Χριστούγεννα ετοιμαζόμαστε να υποδεχθούμε τον μικρό Frans [15 ετών] δηλαδή τον πρώτο εγγονό γιατί όπως γνωρίζετε υπάρχει ήδη και ο Ίωνας.

Επίλογος

Η ζωή πολλές φορές κρύβει εκπλήξεις που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Αυτό που ξεκίνησε ως ένας κεραυνοβόλος έρωτας στην Αθήνα πριν 47 χρόνια, εξελίχθηκε σε μια οικογενειακή ιστορία που ένωσε γενιές και απέδειξε ότι η αγάπη δεν χάνεται, παρά τις δυσκολίες, τις παρεμβολές και τα χρόνια που περνούν.

Η Ritha, η Sanna και τα υπόλοιπα παιδιά έγιναν η ζωντανή επιβεβαίωση πως οι σχέσεις, οι δεσμοί και οι καρδιές που αγαπούν ειλικρινά, βρίσκουν πάντα τρόπο να επανενωθούν. Η αναμονή, η υπομονή και η πίστη στον έρωτα μετατράπηκαν τελικά σε δικαίωση και σε μια νέα αρχή.

Και τώρα, η αγκαλιά της οικογένειας μεγάλωσε, τα δάκρυα λύπης αντικαταστάθηκαν από δάκρυα χαράς, και η ιστορία ενός νεανικού έρωτα έγινε η ιστορία μιας ζωντανής, πολυσύνθετης οικογένειας που συνεχίζει να γράφει το δικό της παραμύθι, γεμάτο αγάπη, αφοσίωση και ελπίδα για το μέλλον.

Σχόλια

1. Δύναμη του συναισθήματος: Η ιστορία αναδεικνύει τον κεραυνοβόλο έρωτα και τη διαχρονική αξία της αμοιβαίας αγάπης, ακόμα και μέσα από εμπόδια και παρεμβολές τρίτων.

2. Δραματικές ανατροπές: Η αποκάλυψη της ύπαρξης της Sanna και η καθυστέρηση των επιστολών δημιουργούν ένταση και κρατούν τον αναγνώστη σε αγωνία.

3. Η σημασία των μικρών πράξεων: Τα γράμματα, οι ανθοδέσμες και τα πορτραίτα λειτουργούν σαν συμβολικά στοιχεία που συνδέουν τους χαρακτήρες και ενισχύουν την αφήγηση.

4. Ανθρώπινη αδυναμία και συγχώρεση: Η ιστορία του Βασιλάκη που εμπόδισε τα γράμματα να φθάσουν στον αδερφό του δείχνει πως ακόμη και η κακή πρόθεση μπορεί να ερμηνευθεί μέσα από φόβο και ανησυχία. Το τέλος επιβεβαιώνει πως η συγχώρεση και η κατανόηση μπορούν να γιατρέψουν παλιά τραύματα.

5. Συμβολισμός του χρόνου: Η αφήγηση εκτείνεται σε δεκαετίες, αποδεικνύοντας πως η αγάπη και οι δεσμοί δεν χάνουν την αξία τους με το πέρασμα του χρόνου, και ότι η αλήθεια τελικά φέρνει δικαίωση.

Ακολουθεί το ποίημα.
Κι έτσι ο χρόνος, που μοιάζει με ποτάμι,
έφερε πίσω ό,τι η καρδιά δεν ξεχνά.
Ο έρωτας που γεννήθηκε στην Αθήνα,
σμίγει τώρα σε αγκαλιές γεμάτες φως.

Η Sanna, η Ritha, τα παιδιά της αγάπης,
ζωντανεύουν μνήμες που κοιμούνταν στα γράμματα.
Κάθε δάκρυ, κάθε χαρά, κάθε σιωπηλή προσμονή,
βρίσκει τέλος στην οικογένεια που μεγαλώνει.

Η ζωή δεν ξεχνά όσους αγαπούν αληθινά,
κι ό,τι φαινόταν χαμένο, ανθίζει ξανά.
Κι εμείς, μάρτυρες της ιστορίας,
μαθαίνουμε πως η αγάπη πάντα βρίσκει δρόμο.




ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΑΙ ΣΑΝΝΑ
ΣΑΝΝΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΚΗ.

7.12.25

[ΒΙΒΛΙΟ] ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΥ ΠΕΠΟΥ ΣΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΠΙΑΛΕΙΑΣ. Μία συζήτηση με τα εκθέματα του Μουσείου

Φίλες και φίλοι, αγαπητοί Μουσειολόγοι και επισκέπτες των Μουσείων του τόπου μας — και γενικότερα — καλημέρα και καλησπέρα γιατί σε κάποιες χώρες ξημερώνει και σε κάποιες νυχτώνει, όπως και στους ανθρώπους, κάποιοι έχουν μεσάνυχτα και κάποιοι ξημερώματα που λέει και το άσμα. Σήμερα το πρωί -με συνοδεία του ελικοπτέρου της ΟΚΡΑ, [για λόγους ασφαλείας λόγω των κινητοποιήσεων των αγροτών], αναχώρησε για την Γερμανία ο σοφός Διδάσκαλος προκειμένου να δημιουργήσει εξ αρχής τον βραχίονα της ΟΚΡΑ στην Γερμανία γιατί είχαμε πολλά προβλήματα εκεί μιας και ο Γιώργος ο Μπαμπλιάς δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του λόγω φόρτου εργασίας. Σκέφτηκε η Λόλα πως με κάποιον τρόπο έπρεπε να αποχαιρετήσουμε τον Διδάσκαλο κι εγώ σκέφτηκα επίσης, πως η ανάρτηση που είχα κάνει στο παρελθόν σχετικά με την επίσκεψή μου στο δικό του δημιούργημα, το ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΠΙΑΛΕΙΑΣ θα ήταν ο καλύτερος αποχαιρετισμός. Επίσης, σαν σήμερα κάναμε τα εγκαίνια στην ΑΜΒΡΟΣΙΑ το καλύτερο μεζεδοπωλείο της Αθήνας και όχι μόνο.

Πάμε λοιπόν.
Εδώ και πολλές βδομάδες θέλω να σας διηγηθώ μια απίστευτη ιστορία που έζησα στο Λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας, αλλά δίσταζα. Σκεφτόμουν αν θα με πιστεύατε, γιατί είναι μία ιστορία από αυτές που σε κάνουν να πεις:

«Γίνονται αυτά τα πράγματα; Μήπως ο Επίκουρος νομίζει πως τα έζησε και όλα αυτά απλά τα φαντάστηκε;»

Ίσως κι εγώ, αν ήμουν στη θέση σας, να έκανα τις ίδιες σκέψεις.

Όμως σας ορκίζομαι στους δώδεκα πλανήτες πως ό,τι θα διαβάσετε είναι αλήθεια και μόνο αλήθεια. Πήρα την απόφαση να σας την κοινοποιήσω μετά από παρέμβαση της Κλειώς, της Μούσας — προστάτιδας της Ιστορίας.

Σας ευχαριστώ για τον κόπο που θα κάνετε.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.


Πριν ένα χρόνο περίπου, μαζί με τη Λόλα, είχαμε επισκεφτεί το Λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας, μετά από πρόσκληση του δημιουργού του Μουσείου, του Διδασκάλου κ. Δημήτρη Παπαγιαννόπουλου. Ειλικρινά θαύμασα τα εκθέματα και παράλληλα την απαράμιλλη έκθεσή τους· ένιωθες πως βρισκόσουν σε ένα οργανωμένο, προσεγμένο Μουσείο.

Πάντα, όταν επισκέπτομαι κάποιο Μουσείο, προσπαθώ να ξεχάσω τον παρόντα χρόνο και, με κάποιον μαγικό τρόπο — από τους πολλούς που μου είχε μάθει η γιαγιά της γιαγιάς μου — να μεταφερθώ στην εποχή των αντικειμένων. Στον χρόνο του ζωγράφου, του τεχνίτη, του ανθρώπου της εποχής όπου αναφέρονται τα εκθέματα.

Αυτό βέβαια δεν είναι εύκολο, ειδικά όταν δεν είμαι μόνος. Για να το πετύχεις πρέπει να «βγεις» από το σώμα σου και να βρεθείς στο παρελθόν. Όταν είμαι μόνος μου, μπορώ να πω πως σε γενικές γραμμές το καταφέρνω.

Εκείνη την ημέρα, όμως, όπως προείπα, ήταν μαζί μου η Λόλα, ο Διδάσκαλος και κάποιοι άλλοι επισκέπτες.

Κάποια στιγμή, που είχα μείνει για λίγο μόνος μου στην αριστερή αίθουσα, άκουσα μια γυναικεία φωνή να μου λέει:

«Επίκουρε, έλα το βράδυ που κλείνει το Μουσείο να σε ξεναγήσω!»

Τρόμαξα.

Φοβήθηκα μήπως έχω παραισθήσεις. Κοίταξα γύρω μου μήπως ήταν η Λόλα ή κάποια άλλη κοπέλα και διαπίστωσα πως ήμουν ολομόναχος. Μόνο μια κούκλα παραδοσιακά ντυμένη υπήρχε — όμορφη, αλλά ψεύτικη.

Έκλεισα για λίγο τα μάτια, προσπαθώντας να μεταφερθώ στο παρελθόν με τον τρόπο που μου είχε μάθει η προγιαγιά, αλλά πριν προλάβω να ολοκληρώσω τα λόγια, άκουσα πάλι τη φωνή:

«Επίκουρε, να έρθεις βράδυ. Κατά προτίμηση Κυριακή βράδυ. Θα έχω φροντίσει να είναι ανοιχτή η πόρτα. Απλά θα πρέπει εκείνο το βράδυ να μείνεις εδώ μαζί μας για να σε ξεναγήσω!»

Τόλμησα να ρωτήσω:

«Και γιατί εμένα και όχι κάποιον άλλο;»

Και άκουσα την απάντηση:

«Γνωρίζεις πολύ καλά, Επίκουρε, πως μόνο εσύ έχεις τον τρόπο να ταξιδεύεις στο παρελθόν. Όταν θα είσαι έτοιμος, θα σε περιμένω.»

Δεν πρόλαβα να ρωτήσω κάτι ακόμη, γιατί άκουσα τη Λόλα:

«Επίκουρε, με ποιον μιλάς; Άρχισες πάλι τα παλαβά σου;»

Κάθε φορά που βρισκόμαστε σε Μουσείο κάτι σε πιάνει· ή μιλάς μόνος σου ή δεν μας ακούς.

Την κοίταξα για λίγο κι έπειτα γύρισα το βλέμμα μου προς την κούκλα και είπα ψιθυριστά:

«Εντάξει.»

Εκείνη — η κούκλα — κατάλαβε τι εννοούσα. Η Λόλα νόμισε ότι το «εντάξει» ήταν για εκείνη. Ευτυχώς, γιατί θα άρχιζε πάλι τη μουρμούρα.

Πήγαμε στη διπλανή αίθουσα, όπου ο σοφός και δημιουργικός Διδάσκαλος μάς παρουσίασε όλα τα εκθέματα και μας εξήγησε τον τρόπο που τα βρήκε. Κάποια στιγμή, καθώς ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε, έβαλε το κλειδί στην πόρτα για να κλειδώσει.

Τότε, τον ρώτησα όσο πιο αθώα μπορούσα:

«Διδάσκαλε, αν υποθέσουμε πως κάποιος κλειστεί κατά λάθος μέσα, θα μπορέσει να βγει;»

Και μου απάντησε:

«Όχι φίλε Πέπο. Αλλά έχουμε φροντίσει να υπάρχει ένα κλειδί στον τοίχο, εσωτερικά. Είμαστε προμηθείς, αν και ποτέ δεν χρειάστηκε.»

Εγώ από μέσα μου σκέφτηκα:

«Ποτέ μη λες ποτέ, Διδάσκαλε…»

Πριν τον χαιρετήσω, τον ρώτησα:

«Την κούκλα — την παραδοσιακά ντυμένη — της έχετε δώσει κάποιο όνομα;»

Και απάντησε:

«Βεβαίως Πέπο. Τη λένε Πιάλεια — το όνομα της όμορφης κόρης του Πίαλου.»

Τότε κατάλαβα ότι η φωνή που άκουσα ήταν η φωνή της Πιάλειας.

Β’ ΜΕΡΟΣ
Από εκείνη τη στιγμή και μετά άρχισα να ψάχνω κάποια δικαιολογία που θα έπρεπε να ξεφουρνίσω στη Λόλα για τη βραδινή μου απουσία της ερχόμενης Κυριακής. Δύσκολη η εξίσωση. Αρχικά σκέφτηκα να της πω πως ένα βράδυ θα μείνω μόνος μου στο βουνό για να θυμηθώ τα χρόνια του στρατού. Μετά μου πέρασε από το μυαλό να συνεννοηθώ με τον Γκοτζίλα, ώστε να με πάρει τηλέφωνο την Κυριακή στις 23:30 και να πει πως τάχα δεν ένιωθε καλά και πως έπρεπε να τον πάω στο νοσοκομείο στα Τρίκαλα. Μία τρίτη σκέψη ήταν εκείνη που τελικά επικράτησε ως η πιο λογικοφανής: θα έλεγα στη Λόλα πως επειδή θέλω να γράψω ένα δοκίμιο περί φύσεως, πρέπει ένα βράδυ να παραμείνω στο δάσος μόνος μου έως το πρωί.

Η Λόλα σκέφτηκε πως ίσως αυτό το δοκίμιο να ήταν μια δυνατή έμπνευση και πως ήταν ευκαιρία να γράψω επιτέλους κάτι σημαντικό, κάτι που θα τραβούσε την προσοχή του συγγραφέα Ηλία Γιαννακόπουλου. Είχε ακούσει από την Αφροδίτη, τη σύζυγο του Ηλία, πως όταν ο συγγραφέας θέλει να γράψει αριστούργημα, αναζητά απομόνωση. Έχοντας αυτή την εικόνα στο μυαλό της, η Λόλα δεν έφερε καμία αντίρρηση. Μόνο μου είπε:

— Πάρε μαζί σου και το υπηρεσιακό πιστόλι, ώστε αν σου επιτεθεί η αρκούδα ή τ’ αγριογούρουνα, να μπορέσεις να αμυνθείς. Πρόσεχε: χρήση μόνο αν κινδυνεύεις. Και για καλό και για κακό πάρε και μερικές στράκα στρούκες, να τις ρίξεις προληπτικά αν σε πλησιάσουν τ’ αγριογούρουνα.

Αμέσως σκέφτηκα πόσο εύκολο ήταν τελικά να πείσω τη Λόλα, κι αυτό με γέμισε χαρά. Τώρα έπρεπε να καταστρώσω το σχέδιο για τη νυχτερινή επίσκεψη στο Μουσείο της Πιάλειας.

Σάββατο βράδυ, μαζί με φίλους είχαμε πάει στο Chef [ΑΛΩΝΙΑ] για γουρνοπούλα ψητή. Κατά τις 23:45 που φύγαμε, εγώ προσποιήθηκα πως είχα κάποια βλάβη στο αυτοκίνητο και θα περίμενα εκεί να έρθει ο Γκοτζίλας, για να δούμε τι θα κάνουμε. Αυτό σήμαινε πως οι φίλοι μας έπρεπε να πάρουν μαζί τους, στο δικό τους αυτοκίνητο, και τη Λόλα. Όλα έγιναν όπως τα περίμενα: οι φίλοι μας, μαζί με τη Λόλα και τη Φαίη, έφυγαν κι εγώ έμεινα εκεί τάχα να περιμένω τον Γκοτζίλα. Μόλις χάθηκαν στο βάθος του δρόμου, ξεκίνησα κι εγώ για το Μουσείο.

Ευτυχώς το Μουσείο ήταν σε απόμερο σημείο και δεν υπήρχε κίνδυνος να γίνω αντιληπτός. Για καλό και για κακό, άφησα πιο κάτω το αυτοκίνητό μου και έφτασα στο Μουσείο στις 00:05, βράδυ Σαββάτου προς Κυριακή. Γεμάτος αγωνία στάθηκα μπροστά στην πόρτα. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου πριν χτυπήσω. Άρχισα να αμφιβάλλω αν τελικά είχα ακούσει πραγματικά τη φωνή της Πιάλειας ή αν όλη αυτή η ιστορία ήταν παιχνίδι της αχαλίνωτης φαντασίας μου.

Ευτυχώς δεν κράτησε πολύ. Μόλις ένιωσα να με ζώνουν οι αμφιβολίες, φώναξα τρεις φορές:

— ΟΚΡΑ! ΟΚΡΑ! ΟΚΡΑ!

Και αμέσως ανέκτησα την αυτοπεποίθησή μου. Θυμήθηκα πως είμαι ο CEO της ΟΚΡΑ, και ως εκ τούτου… έπρεπε να προχωρήσω.

Χτύπησα δύο φορές και, την ώρα που ετοιμαζόμουν να χτυπήσω τρίτη, άκουσα το κλειδί να γυρίζει. Σε χρόνο τσίου-τσίου είπα τα λόγια που μου είχε μάθει η γιαγιά της γιαγιάς μου. Όταν άνοιξε η πόρτα, αντίκρισα την όμορφη Πιάλεια να με καλωσορίζει με ένα πλατύ χαμόγελο που μου θύμισε το χαμόγελο της Αφροδίτης.

— Τελικά τα κατάφερες, μου είπε. Είναι όπως λένε και οι Μούσες: αν κάτι το θέλεις πάρα πολύ, θα βρεθεί τρόπος να το πραγματοποιήσεις. Καλώς όρισες, Επίκουρε.

Την ευχαρίστησα για την υποδοχή και της είπα πως ήμουν γεμάτος περιέργεια για να ξεκινήσουμε την ξενάγηση.

— Πάμε λοιπόν, Επίκουρε, είπε. Ας ξεκινήσουμε από την κυρία που κρατάει το βελονάκι και κοντεύει να τελειώσει το όμορφο κέντημα.

Μόλις αντίκρισα τη γυναίκα που κεντούσε, έμεινα ενεός. Ήταν η μητέρα μου.

— Μάνα… Μανούλα… εσύ εδώ; Πώς βρέθηκες από το Μαγευτικό στο Μουσείο της Πιάλειας;

— Καλώς όρισες, γιόκα μου. Άκουσα από τις Μούσες πως θα ερχόσουν απόψε για να σε ξεναγήσει η Πιάλεια, και ζήτησα να είμαι κι εγώ εδώ, στο τμήμα των κεντημάτων. Στο Μουσείο ο φίλος σου ο Διδάσκαλος έχει σε περίοπτη θέση εμάς τις κεντίστρες. Προχώρα όμως, γιόκα μου. Η Πιάλεια έχει για σένα πολλές ακόμα εκπλήξεις.

Αποχαιρέτησα τη Μανούλα και ακολούθησα την Πιάλεια, που με πήγε σε μια κυρία με βελόνες για πλέξιμο. Ήταν η θεία μου η Μαρία, η κοκέτα της οικογένειας.

— Ανιψιέ, θυμάσαι που σε ρωτούσα “μ’ αγαπάς; Άμα πεθάνω, θα με θυμάσαι;”

— Όλα τα θυμάμαι, θεία μου, όλα. Και πάντα σε μνημονεύουμε με τη Λόλα. Μα πες μου, πώς βρέθηκες εδώ;

— Με κάλεσε η μητέρα σου. Αυτή μεσολάβησε στις Μούσες, λόγω της μεγάλης αγάπης που είχες για μένα. Οι βελόνες που κρατώ είναι οι ίδιες μ’ αυτές που σου είχα πλέξει το εγκώμιο του ποιητή! Πήγαινε τώρα, έχεις πολλά ακόμη να δεις.

Αποχαιρέτησα και τη θεία Μαρία και σκέφτηκα πόσο σοφός ήταν ο Διδάσκαλος που έβαλε στο Μουσείο τα βελονάκια, τις βελόνες και τα εργαλεία των γυναικών που, κοπέλες, σύζυγοι, μάνες και γιαγιάδες, ζωγράφιζαν δημιουργώντας κεντήματα και πλεκτά. Ανάμεσά τους η μητέρα μου και η θεία μου.

Η Πιάλεια κατάλαβε πόσο συγκινημένος ήμουν και με πήρε από το χέρι για να πάμε στον αργαλειό, στη ρόκα, στην ανέμη, στο τσικρίκι, στη σαΐτα, στο αδράχτι, στο σφοντίλι, στην κοσιά, στο δρεπάνι, στα χάλκινα τετζερέδια, στην παλάντζα, στο καντάρι, στο αλέτρι, στο πλαστίρι, στην πυροστιά, στη γάστρα και σε πολλά ακόμη αντικείμενα.

Συνομίλησα με τη γιαγιά Τσιβώ που έγνεθε το πρόβειο μαλλί στη ρόκα, με τη θεία Ελένη, μητέρα του Βύρωνα, που ύφαινε στον αργαλειό τις μοναδικές φλοκάτες που προίκισε τις κόρες της, και με τη θεία Μιχάληνα (Βασιλική) στο τσικρίκι για το στρίψιμο του νήματος.

Όπως μου εξήγησε η Μιχάληνα, στην ανέμη έβαζαν το νήμα από το τυλιγάδι. Το τσικρίκι ήταν μια ρόδα που γύριζε με το χέρι γύρω από έναν άξονα, και μετέδιδε την κίνηση στο μασούρι ώστε να τυλίγεται η κλωστή. Τα μασούρια μετά πήγαιναν στον αργαλειό.

Κάποια στιγμή πήγαμε στα ανδρικά εργαλεία: την κοσιά, το δρεπάνι, το φραγκόφιαρο, το μιστρύ. Κι εκεί, τσουπ, βλέπω τον πατέρα μου με την κοσιά, τον θείο Γιάννη με το φραγκόφιαρο, τον θείο Ηλία με το μιστρύ και το θκουλί, και τον κουμπάρο Μπούλη με μια μπάλα τριφύλλι.

Αφού μου έδωσαν τις απαραίτητες πληροφορίες για τα εργαλεία, άρχισαν τις ερωτήσεις: τι κάνουν τα παιδιά τους, οι γυναίκες τους, τα εγγόνια τους, οι φίλοι τους, οι συγγενείς και οι συγχωριανοί τους. Κάποιος –δεν θυμάμαι ποιος– με ρώτησε ποιον έχουμε πρωθυπουργό.

Όταν τους είπα «Μητσοτάκη», απόρησαν οι τέσσερις:

— Μα αυτός δεν είχε πεθάνει; Αναστήθηκε; Και γιατί αναστήθηκε μόνο αυτός και όχι κι εμείς;

Τους εξήγησα πως ήταν ο γιος του. Και πως σε 20–30 χρόνια πάλι κάποιος Μητσοτάκης, Καραμανλής ή Παπανδρέου θα είναι πρωθυπουργός. Κούνησαν το κεφάλι:

— Δεν υπάρχει σωτηρία…


Αποχαιρέτησα όλους και μίλησα ιδιαίτερα με τον πατέρα μου. Ήξερα τι θα με ρωτήσει και έκανα τάχα πως κοιτούσα κάτι εργαλεία. Ο πατέρας, όπως πάντα, δεν ήθελε να με φέρει σε δύσκολη θέση. Του είπα μόνο δύο λέξεις:

— Καμία αλλαγή… [Ευτυχώς έναν χρόνο αργότερα του είπα καλά νέα από την μεγάλη του εγγονή και χάρηκε πάρα πολύ].

Ήθελε να μάθει αν τα εγγόνια του έκαναν παιδιά.

Η Πιάλεια με οδήγησε προς την έξοδο. Ήταν ώρα να αναχωρήσω. Άλλη μια επίσκεψη σε Μουσείο, αυτή τη φορά στο ιστορικό και πνευματικό Μουσείο της Πιάλειας, έλαβε τέλος.
Την ευχαρίστησα θερμά για την ξενάγηση και που είχε φροντίσει να δω τόσα αγαπημένα πρόσωπα. Εκείνη, γεμάτη χαρά, μου είπε:

— Μην ξεχνάς, Επίκουρε, πως εσύ έχεις γράψει για μένα την πιο όμορφη και αληθινή ιστορία. Είναι μεγάλη τιμή για μένα και σου είμαι ευγνώμων.

Φτάνοντας στην πόρτα, νοερά ευχαρίστησα τη γιαγιά της γιαγιάς μου και, λέγοντας τα λόγια της επιστροφής, βρέθηκα στον προαύλιο χώρο του Μουσείου. Περπάτησα γρήγορα ως το αυτοκίνητο· φοβόμουν μήπως περάσει ο Διδάσκαλος, δει το αυτοκίνητο και αρχίσει να με αναζητά.

Ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Σε είκοσι λεπτά ήμουν σπίτι. Η Λόλα με περίμενε με ανοιχτές αγκάλες και με ζεστό τραχανά δικής μας παραγωγής. Με ρώτησε αν άξιζε ο κόπος και αν ήμουν πλέον έτοιμος να γράψω το δοκίμιο περί φύσεως. Μου πρότεινε μάλιστα, αν χρειαστώ, να ζητήσω λίγη βοήθεια από τον φίλο μας τον Ηλία.

Αναρωτιέμαι τι θα γίνει σήμερα—λίγους μήνες μετά—όταν η Λόλα μάθει την αλήθεια για εκείνη τη νύχτα που πέρασα με την Πιάλεια στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας. Ελπίζω να δείξει επιείκεια και κατανόηση.

Επίλογος
Φίλες και φίλοι, εσείς μην περιμένετε κάποιον μαγικό τρόπο για να βρεθείτε στο λαογραφικό Μουσείο της Πιάλειας. Ούτε λόγια μυστικά, ούτε πόρτες που ανοίγουν με ψιθύρους. Αρκεί ένα απλό βήμα της καρδιάς: να θελήσετε να πάτε.

Γιατί η γνώση δεν αποκαλύπτεται μόνο σε όσους αναζητούν το θαυμαστό, αλλά και σε όσους τιμούν το απλό, το καθημερινό, το αληθινό. Εκεί κρύβεται η σοφία των παλιών – στις ρόκες, στα τσικρίκια, στις κοσιές και στα τετζερέδια, στα χέρια που δούλεψαν και στα στόματα που αφηγήθηκαν τον κόσμο όπως τον έζησαν.

Κι αν κάτι διδάσκει ο Επίκουρος, είναι πως η ευδαιμονία γεννιέται όταν η μνήμη, η χαρά και η φιλία συναντιούνται χωρίς φόβο και χωρίς υπερβολή. Ένα Μουσείο, ένα χαμόγελο, μια ιστορία αρκούν για να θυμηθεί ο άνθρωπος ότι είναι θνητός, αλλά μπορεί να ζει σαν να είναι αιώνιος—μέσα από την αγάπη, την καλοσύνη και τη μνήμη όσων προηγήθηκαν.

Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση,
Επίκουρος ο Γοργογυραίος
Έρρωσθε και Ευδαιμονείτε.
Υ.Γ. Τελευταίας στιγμής, τα μέλη της ΟΚΡΑ έφθασαν στην Γερμανία με ασφάλεια.

6.12.25

ΕΝΑΣ ΜΑΘΗΤΗΣ [ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΠΡΕΝΤΑΣ] ΕΝΑΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ [ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΟΥΠΗΣ] ΚΑΙ ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, κάποιοι από εσάς που όταν ξυπνάτε η πρώτη σας έγνοια είναι να διαβάσετε το νέο άρθρο που έγραψε ο φίλος της σοφίας κ. Ηλίας Γιαννακόπουλος στο ΙΔΕΟπολις, και μετά να δείτε τι έχει αναρτήσει ο CEO της ΟΚΡΑ στο ιστολόγιο της Λ.Ο.Γ. σίγουρα θα θυμόσαστε πως είχα αναφέρει σε κάποια ανάρτηση που είχα κάνει για τον ποιητή κ. Στέφανο Ντάκο πως στο μέλλον θα ήθελα να σας παρουσιάσω έναν πολυτάλαντο νέο από την Φιλύρα Τρικάλων. Ήρθε η ώρα λοιπόν. Το όνομα αυτού ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΠΡΕΝΤΑΣ. Η αφορμή μου δόθηκε από την κουβέντα που είχα λίγο πριν τα μεσάνυχτα με τον σοφό Διδάσκαλο από την ιστορική και πνευματική Πιάλεια. Ο Διδάσκαλος μου μίλησε για μία επιστολή του ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΡΕΝΤΑ προς τον δάσκαλό του, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Διδάσκαλος μου μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον ΘΑΝΑΣΗ. Ο ΘΑΝΑΣΗΣ πριν μερικά χρόνια είχε εκδώσει ένα βιβλίο σχετικά με το Γενεαολογικό  δένδρο των απανταχού Φιλυριωτών. Σ' εκείνη την εκδήλωση είχα τη χαρά και την τιμή να τον γνωρίσω κι εγώ, στην πορεία τον συνάντησα και στις μουσικές του δραστηριότητες στην διεθνούς φήμης ταβέρνα ''Τ' ΑΛΩΝΙΑ''. Άρπαξα λοιπόν την ευκαιρία που μου έδωσε ο Διδάσκαλος, [Δημήτρης Παπαγιαννόπουλος] και σας παρουσιάζω μέσα σε λίγες γραμμές τον πολυτάλαντο ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΡΕΝΤΑ.

Ο Θανάσης Μπρέντας συνδέεται στενά με τη Φιλύρα των Τρικάλων (πρώην Μπρίντι), ένα χωριό που έχει έντονη πολιτιστική ζωή, ειδικά σε παραδοσιακές μουσικές εκδηλώσεις, όπως φαίνεται από την παρουσία μουσικών συγκροτημάτων όπως "Οι Κυρατζήδες", ενώ ο ίδιος έχει συνδεθεί με την τοπική παράδοση και μουσική σκηνή, πιθανόν ως μουσικός, διοργανωτής ή εκπρόσωπος της κοινότητας, δίνοντας έμφαση στη διατήρηση της παραδοσιακής μουσικής και των εθίμων του χωριού, όπως αναφέρεται σε σχετικές ανακοινώσεις του Πολιτιστικού Συλλόγου Φιλύρας. 
Μουσικές Εκδηλώσεις: Η Φιλύρα διοργανώνει συχνά εκδηλώσεις με παραδοσιακή μουσική, προσελκύοντας συγκροτήματα πανελλήνιας εμβέλειας, και ο Μπρέντας έχει σημαντικό ρόλο σε αυτές τις διοργανώσεις.

"Οι πρόγονοί μας βρίσκονται μέσα μας "

“Κι όμως, οι πρόγονοί μας βρίσκονται μέσα μας, σαν συνιστώσες σε ένα μεγάλο μωσα'ι'κό που είναι ο εαυτός μας, τα αμέτρητα αυτά χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές που δεν εξηγούνται, όμως μας έρχονται κατευθείαν από τους προηγούμενούς μας. Δεν είναι μόνο τα μάτια, το ύψος, οι προδιαθέσεις που έχουμε. Είναι ακόμα και οι πόθοι, τα ένστικτα, οι ανασφάλειες και οι φοβίες που μας κληροδοτούν οι πρόγονοί μας με την μορφή γενετικής πληροφορίας, αυτό που κάποιοι επιστήμονες καλούν ψυχικό DNA, και που αναλόγως θα μεγαλώσουμε, θα παλέψουμε, ή και θα εξαλείψουμε, αφού μεταλλασσόμαστε οι ίδιοι μέρα με τη μέρα αλλά και γενιά με την γενιά. Η ζωή είναι εξέλιξη, και η βάση βρίσκεται στους προγόνους μας που κατάφεραν να επιβιώσουν πρώτα, να αναπαραχθούν έπειτα και να παράξουν τον πολιτισμό που βρήκαμε εμείς έτοιμο, πολλές φορές όχι και τόσο ευγνώμονες προς αυτό. Κανείς μας δεν είναι αυτοδημιούργητος, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν είμαστε υπεύθυνοι για την πορεία που χαράζουμε, κάθε άλλο”.(Φιλυριωτών Γενεαολογία, Θανάσης Μπρέντας).

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΑΝΤΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΡΕΝΤΑ

Όχι, δεν είναι ποτέ δημόσιο το πένθος και ο πόνος. Και ούτε τα συλλυπητήρια γεμίζουν στο ελάχιστο το δυσαναπλήρωτο κενό...

Όμως θέλω να το φωνάξω-να το πω δυνατά, πως ουδείς αυθύπαρκτος και πως για αυτό που είμαστε εργαστήκαν κάποιοι αφανείς ήρωες, που η αόρατη δύναμή τους καθορίζει την πορεία στη ζωή μας και κάποια αόρατη δύναμή μας διαγράφει τις αποφάσεις μας.

Ήσουν άστεγος και μοίρασες το κατάλυμά σου μαζί μου...
Ήσουν άπορος και μοίρασες το λιγοστό φαγητό σου μαζί μου...
Μου μετέδωσες απλόχερα την σοφία μιας ζωής τόσο ιδιαίτερης...
Με πήγες πρώτη φορά στη όπερα.
Με έγραψες στην βυζαντινή χορωδία.
Μου νίκησες τους φόβους και μαζί ταξιδέψαμε σε ανατολή και δύση.
Δεν είχες οικογένεια και με έκανες γιο σου.

Σου αφήνω αυτούς τους στίχους μου:
"Εκεί που πας, να με προσέχεις
κι όταν τον κόσμο αυτόν κοιτάς
να' ναι χαρά αυτό που βλέπεις
να' ναι γιορτή εκεί που πας"

Αντίο αγαπημένε φίλε,
αντίο δάσκαλε, αντίο πνευματικέ πατέρα,
αντίο Γιώργο Κουρούπη. 
Δεν πρόλαβα να σε αποχαιρετήσω, έφυγες τόσο απρόσμενα και γρήγορα. Ο Θεός να συγχωρέσει όσους σε αδίκησαν.
Θα αφήσω το όνομα και την ζωή σου αθάνατο, το υπόσχομαι.
Ο μαθητής σου
Θανάσης.

Σχόλιο του Διδασκάλου κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ
Αγαπητέ Θανάση, συλλυπούμαι πραγματικά για την απώλεια του δικού σου δασκάλου, του δικού σου φίλου, του δικού σου πνευματικού πατέρα και ανθρώπου. Αντιλαμβάνομαι ότι το κόψιμο της ρίζας του δέντρου που σε στήριξε και σου χάριζε τον ίσκιο του, είναι ένα πολύ βαρύ πλήγμα. Όμως με την βοήθειά του απέκτησες τις δικές σου ισχυρές ρίζες που θα σε στηρίζουν. Και να ξέρεις πως αυτή είναι η αιώνια δική του ικανοποίηση, ακόμη και στους ουρανούς που βρίσκεται.
Αιωνία του η μνήμη!

Σχόλιο του Επικούρειου Πέπου.
Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα Δάσκαλοι, και κυρίως μαθητές που δεν ξεχνούν του σημαντικούς Δασκάλους. Είχα την τύχη κι εγώ να γνωρίσω μία σημαντική Δασκάλα και έναν εξίσου σημαντικό Δάσκαλο. Αξιώθηκα να τους τιμήσω και τους δύο εν ζωή. Εύγε ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΡΕΝΤΑ. 
Διδάσκαλε σ' ευχαριστώ που μ' έκανες κοινωνό αυτής της γεμάτη ευγνωμοσύνη επιστολής.
Υ.Γ.
Τυχερός ο μαθητής που είχε αυτόν τον Δάσκαλο, τυχερός και ο Δάσκαλος που είχε τέτοιον μαθητή.

 

2.12.25

[ΒΙΒΛΙΟ] Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΛΕΥΚΩΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ''ΑΜΑΡΥΛΛΙΔΑ''. Από τον Παρατηρητή και Συλλέκτη Ωραίων Στιγμών Επικούρειο Πέπο.

ΚΟΖΑΝΗ 1976
Φίλες και Φίλοι καλησπέρα, μία φωτογραφία από το 1975; 1976; στάθηκε η αφορμή ώστε να επαναφέρω στη μνήμη μου την πιο κάτω ιστορία. Η φωτογραφία είναι στο υπασπιστήριο  του Α' ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΡΑΤΟΥ που τότε ήταν στην Κοζάνη. Μία φωτογραφία χίλιες λέξεις που λέει και ο σοφός Διδάσκαλος, χάρη λοιπόν σ' αυτή τη φωτογραφία έκανα ένα υπέροχο ταξίδι στα συρτάρια της μνήμης κι εκεί βρήκα ξανά, Υπέροχους φίλους από την εποχή της θητείας μου. Μιας θητείας που τότε κρατούσε από 28 μήνες έως 32 χωρίς παράπτωμα, όταν σκέφτομαι τους 9 μήνες της σημερινής θητείας αναρωτιέμαι αν τα σημερινά παιδιά θα άντεχαν ή θα είχαμε ομαδικές αυτοκτονίες. Είχε και τα καλά της εκείνη η περίοδος, μας έδινε τον χρόνο να κτίσουμε υπέροχες και διαχρονικές φιλίες. Παναγιώτης, Ντίνος, Μανδραγόρας, Εμιρζάς, Γράβας, Γιάννης, Τρισμπιώτης είναι μερικοί φίλοι από εκείνη την εποχή. Δυστυχώς οι δύο εξ αυτών μας έχουν αποχαιρετήσει. Διαβάστε λοιπόν την ιστορία του λευκώματος. Ήταν το 2020 που συνέβη το γεγονός. Φίλες και φίλοι, αγαπητοί σύντροφοι της τέχνης και της ζωής· ζωγράφοι και ποιητές, περιπατητές και επικούρειοι, νεφελοταξιδευτές, οραματιστές και ουτοπιστές, καλή Ανάγνωση.

Η Ιστορία του Λευκώματος.

Την αφιερώνω στους φίλους του ιστολογίου, στους παλιούς, στους νέους, σε όσους το ταξίδι της ζωής το μοιράζονται με περιέργεια και ανοιχτή καρδιά· στη Γιώτα, στον Διδάσκαλο, στον Παπαγιώργη, στον πατέρα Ευθύμιο, στον καθηγητή Σεχίδη, στον Κώστα, στην Αλέκα, στην πανίσχυρη γραμματέα, στον Ηλία, στην Διοτίμα, στην Ελένη της Γερμανίας, στη Βάσω και στον Γιάννη,  και στη Γοργόνα, την καθηγήτρια που μου είπε ένα πρωί, χαμογελώντας μέσα από το τηλέφωνο:

«Πέπο, στας Σέρρας έχεις γίνει διάσημος. Τα κείμενά σου τα συζητώ με τα παιδιά στην τάξη».

Και κάπως έτσι ξεκινά αυτό το παράξενο, σχεδόν μεταφυσικό ταξίδι.

Το εύρημα

Από χρόνια περιδιάβαινα τα παλαιοπωλεία στο Μοναστηράκι. Αναζητούσα γκραβούρες με σκηνές από την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, την παλιά Αθήνα.
Οι παλαιοπώλες με είχαν μάθει πια· ήξεραν τη μανία μου για την τέχνη και τα παλιά χαρτιά.
Ένα μεσημέρι, ο φίλος μου ο παλαιοπώλης μού πρότεινε να δω κάποια παλιά ημερολόγια, λευκώματα ξεχασμένων κοριτσιών. Δεν έδωσα σημασία. Την επόμενη φορά όμως επέμεινε, και σχεδόν για να του κάνω το χατίρι άρχισα να τα ξεφυλλίζω.

Ένα από αυτά είχε κάτι το ιδιαίτερο.

«Κοίτα τα γράμματα και τις ζωγραφιές», μου είπε ο Παλαιοπώλης.


Το άγγιξα – και ήταν σαν να πέρασε μέσα μου ένας μικρός ηλεκτρισμός. Μια λεπτή καλλιγραφία, σχέδια ευαίσθητα, στολισμένα με χρώματα που έμοιαζαν να ανασαίνουν. Χωρίς να το ξέρω ακόμη, είχα ήδη δεθεί μαζί του.

Ο παλαιοπώλης αρνήθηκε να πάρει χρήματα.

«Δώρο», μου είπε. «Εσύ θα το εκτιμήσεις όσο κανείς».


Το πήρα σπίτι· κι όταν το ξεφύλλισα προσεκτικά, είδα την υπογραφή:

Αμαρυλλίδα.
Και τότε κάτι μέσα μου ράγισε γλυκά.
Το όνομα αυτό – σαν άρωμα από αρχαία νύμφη, σαν ψίθυρος μέσα από δάσος φωτεινό – έβαλε φωτιά στη φαντασία μου. Ένιωσα μια απόκοσμη ανάγκη να γνωρίσω την κοπέλα που δημιούργησε αυτόν τον μικρό θησαυρό. Ήξερα όμως καλά: τα κορίτσια στα λευκώματα υπέγραφαν πάντα με ψευδώνυμο. Τότε δεν υπήρχε ακόμα η ΟΚΡΑ ώστε να με βοηθούσε το αρμόδιο τμήμα να βρώ την κοπέλα, η ΟΚΡΑ δεν υπήρχε αλλά υπήρχαν οι οιωνοί που λέει και ο σοφός Γεώργιος.

Κανένα ίχνος, κανένας δρόμος για αναζήτηση.

Το λεύκωμα έγινε σύντομα κάτι παραπάνω από αντικείμενο. Ήταν ένας ψίθυρος από έναν άγνωστο κόσμο.

Η επιβεβαίωση των ειδικών

Η απορία μου για το πώς βρέθηκε στα χέρια του παλαιοπώλη έμεινε άλυτη· και ίσως να ήταν καλύτερα έτσι.
Κάποια στιγμή έδειξα το λεύκωμα στον κορυφαίο φιλόλογο και συγγραφέα Ηλία Γιαννακόπουλο.
Το κράτησε στα χέρια του όπως κρατά κανείς ένα σπάνιο χειρόγραφο.

«Πέπο», μου είπε, «αυτό είναι θησαυρός».

Κι όταν ο Ηλίας Γιαννακόπουλος δίνει τέτοια κρίση, δεν έχεις λόγο να αμφιβάλλεις.
Για τις ζωγραφιές απευθύνθηκα στην Αφροδίτη της Πιάλειας, τη διεθνούς φήμης ζωγράφο.
Έμεινε σιωπηλή, με το βλέμμα καρφωμένο στις σελίδες.


«Επίκουρε… κρατάς κάτι μοναδικό».

Σαν να ζωντάνευε μπροστά της ένα παρελθόν που είχε χαθεί.
Το όνομα που μεγάλωνε μέσα μου

Το όνομα Αμαρυλλίδα δεν έφυγε ποτέ από τη σκέψη μου.

Τόσο που μια μέρα, πρότεινα στον φίλο μου τον Λευτέρη να δώσει αυτό το όνομα στην κόρη του. Εκείνος και η Βασιλική συμφώνησαν. Μα την ημέρα της βάφτισης, ο παπάς – σαν να έπαιζε κι αυτός ρόλο στο μυστήριο – άλλαξε την ιστορία και έδωσε το όνομα Μαρίλια.

Κάπως έτσι τελείωσε το πρώτο μέρος της περιπέτειας.

Το λεύκωμα παρέμεινε για χρόνια στη βιβλιοθήκη μου, στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι σαν ένα άσβεστο ερώτημα:

Ποια ήταν η Αμαρυλλίδα; Πόσο χρονών θα ήταν σήμερα;

Και μετά ήρθε εκείνο το καλοκαίρι.

Το ταξίδι στη Νάουσα – και η μοίρα που καραδοκούσε


Στα μέσα Αυγούστου μας επισκέφθηκε στο χωριό ο Δήμαρχος Μανδραγόρας με την ψαροντουφεκού σύζυγό του. Αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε μαζί στον Άη Νικόλα της Νάουσας, ο Μανδραγόρας αν και νησιώτης, με καταγωγή από την Μυτιλήνη, προτιμάει τη Νάουσα από τον Μόλυβο!! Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
Εννοείται πως τους έδειξα κι αυτούς το λεύκωμα της Αμαρυλλίδας, και η πρώτη τους αντίδραση ήταν η κλασική: ενθουσιασμός και απορία για το πώς κατέληξε αυτό το υπέροχο λεύκωμα στο παλαιοπωλείο.

«Επίκουρε, πρέπει να ψάξεις να βρεις αυτήν την κοπέλα· θα είναι σημαντικό να της το παραδώσεις είπε η Νίκη».
Όπως κι εγώ, έτσι κι εκείνοι εύχονταν να ήταν καλά στην υγεία της και να μπορούσα, με κάποιον μαγικό τρόπο, να τη βρω.

Εκείνο το ταξίδι στη Νάουσα έκρυβε τελικά πολλές χαρές και όμορφες εκπλήξεις.

Στη Σιάτιστα συναντήσαμε την αγαπημένη μας Στέλλα, φίλη από την εποχή του Μακρυγιάννη. Τότε ήταν φοιτήτρια· σήμερα είναι καθηγήτρια στη Σιάτιστα.

Στην Κοζάνη συναντήσαμε τον φίλο μας τον Γιάννη, φίλο από την εποχή της θητείας στο Α’ Σώμα Στρατού.

Στο πάρκο του Άη Νικόλα συναντήσαμε τη Μνημοσύνη, η οποία μας ξενάγησε στο πάρκο και ζήσαμε μαζί της μαγικές στιγμές.

Στη Βέροια συναντήσαμε τον στρατόφιλο Ντίνο Ράπτη, εκπληκτικό και διαχρονικό φίλο, και εξαιρετικό άνθρωπο.


Στην επιστροφή σταματήσαμε στο Βαρικό, όπου η Λένα – η σύζυγος του Γιάννη – μας υποδέχθηκε με απλόχερη φιλοξενία. Δεν γνωριζόμασταν καλά, μα ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που νιώθεις πως τους ξέρεις από παλιά.
Ευχαριστήσαμε την Λένα και επειδή δεν είχαμε αρκετό χρόνο ανανεώσαμε το ραντεβού για μια νέα συνάντηση στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι, όπου θα ερχόταν μαζί με τον Γιάννη.

Πράγματι, αυτό συνέβη στα τέλη Αυγούστου. Η Λένα είχε ακούσει και διαβάσει πάρα πολλά θετικά σχόλια για το Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι από τις δύο εγγονές της, που σπουδάζουν στην όμορφη πόλη των Τρικάλων, και θεώρησε πως ήταν μοναδική ευκαιρία να το επισκεφθεί.
Και όταν κάτι το θέλουμε πάρα πολύ, υπάρχουν στο σύμπαν αόρατες δυνάμεις που, αν είναι δίκαιο αυτό που θέλουμε, μας βοηθούν να το πραγματποιήσουμε, αυτό συνέβη και αυτή γη φορά.
Σαν ψέμα μού φαινόταν πως θα υποδεχόμουν στο Μαγευτικό τον φίλο μου τον Γιάννη και τη σύζυγό του.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
1976–2020.
42 χρόνια μετά…

Υποδεχθήκαμε τους φίλους με μεγάλη χαρά και το βράδυ συμφάγαμε στη διεθνούς φήμης ταβέρνα που υπάρχει στο Μαγευτικό και Πανέμορφο Γοργογύρι «Τα Χασαπάκια».

Όταν επιστρέψαμε στο σπίτι, το φεγγάρι λαμπερό και στολισμένο μας περίμενε πάνω από την «αυλή των θαυμάτων».
Καθίσαμε και, πίνοντας λίγο οίνο που είχα προμηθευτεί από τον κορυφαίο κρασοπαραγωγό Θανάση Τρικαλιώτη, αρχίσαμε να λέμε πολλά και διάφορα, κουβέντες ατελείωτες. Οι γυναίκες τα δικά τους, κι εμείς τα δικά μας.
Και τότε…
Έφτασε η στιγμή που η μοίρα άνοιξε την πόρτα της.


Η εξομολόγηση της Λένας

Μιλούσα με τον Γιάννη όταν άκουσα τυχαία τη λέξη «λεύκωμα».
Νόμιζα πως η Λαμπρινή διηγούνταν τη δική μας ιστορία.
Μα πριν προλάβω να μιλήσω, μου είπε:

«Επίκουρε, άκου τι λέει η Λένα…»

Η Λένα άρχισε να διηγείται  στην Λαμπρινή την ιστορία του δικού της λευκώματος, που είχε χαθεί όταν ήταν μαθήτρια γυμνασίου.

«Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, όπως όλα τα κορίτσια, έτσι κι εγώ κρατούσα ημερολόγιο–λεύκωμα.

Είχα μια πολύ καλή φίλη· μοιραζόμασταν τα πάντα. Εκείνη γνώριζε τι έγραφα εγώ στο δικό μου λεύκωμα, κι εγώ τι έγραφε εκείνη στο δικό της.

Με τον καιρό άρχισα να διακρίνω στη φίλη μου κάποια σημάδια ζήλιας. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τον λόγο. Από κοινή μας φίλη έμαθα πως ο λόγος ήταν καλλιτεχνικός: ζήλευε που το δικό μου λεύκωμα ήταν καλύτερα στολισμένο με εικόνες. Τα δικά της γράμματα ήταν πιο καλλιγραφικά, αλλά υστερούσε στη ζωγραφική.
Μια μέρα, μετά από μια μονοήμερη εκδρομή, διαπίστωσα πως δεν έβρισκα το λεύκωμά μου. Ρώτησα την Κατερίνα και τα άλλα κορίτσια, αλλά όλες απάντησαν αρνητικά.

Όσο περνούσαν οι μέρες, η ελπίδα να το βρω χανόταν. Ήμουν απογοητευμένη. Ήταν κομμάτι της ζωής μου. Πέρασα μεγάλη στενοχώρια. Τόσο, που ενώ ήμουν άριστη μαθήτρια, εκείνη τη χρονιά είχα μεγάλη πτώση.
Ποτέ δεν μπόρεσα να ξεχάσω την απώλεια εκείνου του λευκώματος. Με βασάνιζαν δύο σκέψεις:

Α) το έχασα από αμέλειά μου;

Β) μου το έκλεψαν;


Όταν κατέληγα στη δεύτερη σκέψη, το μυαλό μου πήγαινε αυτόματα στην Κατερίνα. Προσπαθούσα όμως να διώξω αυτή τη σκέψη, γιατί δεν είχα αποδείξεις.

Εντωμεταξύ εγώ, [Επ'ικουρος] και η Λαμπρινή είχαμε παγώσει.

Η δική μου καρδιά χτυπούσε σαν τύμπανο  ίσως τότε να απέκτησα την κολπική μαρμαρυγή.

Και τότε ρώτησα, σχεδόν ψιθυριστά, με φωνή που δεν αναγνώριζα:
«Λένα… με ποιο ψευδώνυμο υπέγραφες;»


Κι εκείνη είπε:

«Με το όνομα Αμαρυλλίδα».

Η στιγμή πάγωσε.


Ο αέρας λες και σταμάτησε να φυσά.

Για μερικά δευτερόλεπτα, ήμασταν όλοι ακίνητοι – σαν να στεκόμασταν μπροστά σε αποκάλυψη.


Η επιστροφή της Αμαρυλλίδας.

Παρακάλεσα τους φίλους μας να μας ακολουθήσουν στον Ξενώνα όπου είχαμε την βιβλιοθήκη.
Τα χέρια μου έτρεμαν όταν τράβηξα το λεύκωμα από το ράφι.

Όταν η Λένα – η Αμαρυλλίδα της νιότης – το αντίκρισε, η ψυχή της άνοιξε σαν ρόδο που αναγνωρίζει τον ήλιο του.

Γονάτισε σχεδόν από τη συγκίνηση· ευτυχώς που πρόλαβε ο Γιάννης να την κρατήσει.

Τα μάτια της πλημμύρισαν.

Άγγιξε το εξώφυλλο όπως αγγίζει κανείς παιδί που νόμιζε χαμένο.

Κι η φωνή της έσπασε:

«Σήμερα ξαναβρήκα το τρίτο μου παιδί…»

Κι έτσι, εκεί, σε μια μικρή βιβλιοθήκη στο Μαγευτικό Γοργογύρι, με έναν μαγικό τρόπο αποκαταστάθηκε η τάξη του κόσμου.
Σαν να είχε συνωμοτήσει ο χρόνος – κι η μοίρα μαζί του – για να επιστρέψει η Αμαρυλλίδα στο φως.

Επίλογος

Αργότερα, όταν η Λένα συναντήθηκε με την Κατερίνα, η παλιά της φίλη λύγισε και ζήτησε συγγνώμη.

Ομολόγησε πως εκείνη το είχε πάρει – μα δεν ήξερε πώς έφτασε στο παλαιοπωλείο.

Κάποιο αγόρι, κάποια σχέση, κάποια στιγμή… και το λεύκωμα χάθηκε από τα χέρια της.

Όμως τώρα, μετά από δεκαετίες, είχε επιστρέψει.

Στο Μαγευτικό, Υπέροχο και Πανέμορφο Γοργογύρι συμβαίνουν όντως πράγματα που μοιάζουν μαγικά.

Κι η Λένα – η Αμαρυλλίδα – κρατάει πλέον περισσότερο στην αγκαλιά της το λεύκωμα παρά τον Γιάννη.

Ελπίζω μόνο να μην το ξαναχάσει.

Γιατί οι ιστορίες που έχουν ήδη γραφτεί από τη μοίρα δεν πρέπει να επαναληφθούν.

Σας ευχαριστώ που διαβάσατε τούτη την ιστορία.

Σας χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια διάθεση, Επίκουρος ο Γοργογυραίος.