Λίμνη Κερκίνη. Χειμώνας. Ατενίζω τη μυστηριώδη και απόκοσμη ομορφιά της. Το κρύο είναι διαπεραστικό, η ομίχλη πυκνή και γύρω-γύρω βουνά. Η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου με συνοδεύει, ενώ το βλέμμα μου μαγνητίζεται από το τοπίο που είχε επιλέξει ο σπουδαίος σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος για την ταινία του Το λιβάδι που δακρύζει. Επιστροφή στην Αθήνα. Περιγράφω τη σκηνή στην κορυφαία μουσικοσυνθέτρια. Η ίδια αφηγείται: «Θυμάμαι ότι περπατούσα στον απέραντο βυθό της τη χειμερινή περίοδο, που τα νερά είχαν τραβηχτεί πολύ μακριά, αφήνοντας μικρές λιμνούλες και ποταμάκια. Οι πρώτες φιγούρες διαγράφονταν στον ορίζοντα. Το ταξίδι της φαντασίας είχε ξεκινήσει. Ήξερα ακριβώς τα χρώματα που θ’ αναζητούσα. Βαθιά γήινα με τη λάμψη του νερού και του ήχου της σταγόνας. H νοσταλγία του ακορντεόν συνομιλεί με την επική ανάσα του γαλλικού κόρνου. H άρπα δίνει το υδάτινο στοιχείο, τα δάκρυα, την έννοια του παραμυθιού. O ήχος της πολίτικης λύρας ψιθυρίζει τη φράση της επιστροφής. Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα αυτές τις ψυχές, καθώς έρχονταν ν’ ακουμπήσουν τις ελπίδες τους στη νέα γη, στη γη των προγόνων τους. Ένα νέο αγόρι, κρατώντας ένα ακορντεόν, ζωντανεύει χρώματα και ρυθμούς».
Έτσι συνέλαβε το βασικό θέμα της μουσικής για την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Κι αυτός είναι γενικά ο τρόπος που η Ελένη Καραΐνδρου συνθέτει τις ελεγειακές της μουσικές. Τη συναντώ με αφορμή το σημαντικό βραβείο που απέσπασε φέτος ως τιμώμενο πρόσωπο στα World Soundtrack Awards του Φεστιβάλ της Γάνδης. Όλα αυτά τα χρόνια έχει διανύσει μια αξιοθαύμαστη διαδρομή, γεμάτη διακρίσεις και συναρπαστικές εμπειρίες. Και σ’ αυτό το δημιουργικό ταξίδι έρχεται τώρα να προστεθεί και το Lifetime Achievement Award, το κορυφαίο βραβείο για έναν κινηματογραφικό συνθέτη.
Έχουμε βαθύτατο πολιτιστικό έλλειμμα. Για την ακρίβεια, επικρατεί εδώ και πολλά χρόνια παντελής αδιαφορία. Νομίζω ότι δεν υπήρξε ποτέ εμπνευσμένη πολιτική όσον αφορά τον πολιτισμό στην Ελλάδα. Πότε αντιμετωπίστηκε σοβαρά και υπεύθυνα σε μια χώρα, της οποίας μάλιστα το μεγάλο κεφάλαιο είναι ο πολιτισμός;
«Στο πρόσωπό μου τιμήθηκε η Ελλάδα. Στη Γάνδη αισθάνθηκα ότι η χώρα μας είναι το επίκεντρο του πολιτισμού», λέει και ταυτόχρονα εκφράζει την απογοήτευσή της επειδή η σημαντική αυτή βράβευση δεν έλαβε τη δημοσιότητα που της άρμοζε. Και επισημαίνει: «Πραγματικά, δεν γνωρίζω γιατί στη χώρα μας το θέμα δεν δημοσιοποιήθηκε όπως και όσο θα έπρεπε. Αλλά στην Ελλάδα φαίνεται ότι συνήθως έχουμε πρόβλημα να δίνουμε τη σημασία που πρέπει, εκεί που πρέπει. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν είχαν ενημερωθεί οι αρμόδιοι για τη βράβευση, ειδικά για τις δύο συναυλίες που έδωσα στην κατάμεστη Όπερα της Γάνδης, όπου τιμήθηκαν και ακούστηκαν σπουδαίοι Έλληνες συνθέτες με τη συμμετοχή της Συμφωνικής των Βρυξελλών όπως και του εξαιρετικού μαέστρου Ντερκ Μπροσέ. Παρά τα εμπόδια της πανδημίας, έζησα μια πρωτόγνωρη και ονειρεμένη εμπειρία. Από την άλλη, επιστρέφοντας, παρατήρησα ότι εκ μέρους της επίσημης πολιτείας δεν είχε εκδοθεί καμία ανακοίνωση. Ξέρετε, αυτή η τιμή δεν ήταν σημαντική μόνο για μένα αλλά και συνολικά για τη χώρα μας. Τι να πω; Πιθανολογώ ότι αν είχα προσλάβει έναν άνθρωπο να μου κάνει δημόσιες σχέσεις ίσως να έπαιρνε μεγαλύτερη δημοσιότητα, αλλά αυτό δεν θα το κάνω ποτέ».
Όσον αφορά τη ρίζα του προβλήματος, υπογραμμίζει ότι αυτή εντοπίζεται στην πλήρη απουσία ενδιαφέροντος εκ μέρους της πολιτείας για την παιδεία και τον χώρο του πολιτισμού. «Έχουμε βαθύτατο πολιτιστικό έλλειμμα. Για την ακρίβεια, επικρατεί εδώ και πολλά χρόνια παντελής αδιαφορία. Νομίζω ότι δεν υπήρξε ποτέ εμπνευσμένη πολιτική όσον αφορά τον πολιτισμό στην Ελλάδα. Πότε αντιμετωπίστηκε σοβαρά και υπεύθυνα σε μια χώρα, της οποίας μάλιστα το μεγάλο κεφάλαιο είναι ο πολιτισμός; Αλλά θυμηθείτε τι είχε συμβεί όταν επέστρεψε ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, κρατώντας στα χέρια του το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Δεν πήγε κανείς να τον προϋπαντήσει στο αεροδρόμιο και τότε είπε στη γυναίκα του: “Μα γιατί μας μισούν;”.
Η συζήτηση οδηγείται αναπόφευκτα στην υγειονομική κρίση και όλο αυτό που ζούμε τα τελευταία δύο χρόνια. «Ζούμε μια πάρα πολύ οδυνηρή εποχή και ακόμα δεν γνωρίζουμε τις συνέπειες που θα έχει μελλοντικά. Είναι αδιανόητα τα νούμερα και οι αριθμοί που ακούμε καθημερινά και σκέφτομαι ότι έχουμε εθιστεί στον θάνατο, ενώ πρόκειται για ανθρώπινες ψυχές». Πόσο την έχει επηρεάσει; «Ευτυχώς, πριν έρθει ο κορωνοϊός είχα δεχτεί ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα από τον σκηνοθέτη Τέρενς Μάλικ, ο οποίος μου ζήτησε να υπογράψω τη μουσική για τη νέα του ταινία The Last Planet. Έτσι, κατά τη διάρκεια της πανδημίας είχα αφιερωθεί στην ετοιμασία του σάουντρακ για το φιλμ ενός από τους κορυφαίους σκηνοθέτες της εποχής μας και αξεπέραστου ποιητή της μεγάλης οθόνης. Ωστόσο, δεν σας κρύβω ότι ήταν μια δύσκολη περίοδος. Μοιάζει σαν η ανθρώπινη ζωή να μην έχει καμία αξία. Ποιος μπορεί να χαίρεται όταν όλα σιωπούν, όταν πόλεις και δρόμοι αδειάζουν, όταν άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους; Ξέρετε πόσοι καλλιτέχνες έχουν δυστυχήσει εν καιρώ πανδημίας; Εξαιρετικά ταλαντούχοι ηθοποιοί έχουν βιώσει μαύρες μέρες».
Μένοντας σε θέματα της επικαιρότητας, ζητώ τη γνώμη της για το ΜeΤoo, τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις αλλά και τη θέση της γυναίκας στην εποχή μας. Η ίδια έχει καταφέρει να κατακτήσει επάξια μια σημαντική θέση σε έναν χώρο ανδροκρατούμενο. Απαντά: «Στη δική μου πορεία δεν αντιμετώπισα ποτέ παρόμοια περιστατικά. Δουλεύοντας σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, φρόντιζα να επιβάλλομαι με τη δουλειά μου. Προετοιμαζόμουν πάρα πολύ και δεν άφηνα κανένα περιθώριο. Αυτή ήταν η άμυνά μου. Πάντως, παρακολουθώντας όλα αυτά που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, έμεινα άναυδη. Ένιωσα μια απέραντη θλίψη. Ευτυχώς, το αίσθημα της αλληλεγγύης λειτούργησε καταλυτικά ώστε να έρθουν στην επιφάνεια όλα αυτά τραύματα που κουβαλούσαν κάποιοι άνθρωποι και ως τώρα δεν μπορούσαν να τα δημοσιοποιήσουν».
Η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου εμπεριέχει την έννοια του ανθρώπου χωρίς φύλο. «Πιστεύω πολύ στον άνθρωπο και όχι στα φύλα. Ο άνθρωπος είναι ένας, δεν έχει να κάνει με το αν είσαι αρσενικό ή θηλυκό. Πάντοτε στη ζωή μου ήθελα να είμαι ελεύθερη, να πορεύομαι χωρίς παρωπίδες και να παραμένω ανοιχτόμυαλη», αναφέρει.
Καθισμένη στο σπίτι της στο Μετς, πίνοντας ένα ζεστό τσάι, ανατρέχει στο παρελθόν και θυμάται τη ζωή της. Γεννημένη σε ένα μικρό, ορεινό χωριό, το Τείχιο Φωκίδας, μου λέει πως ποτέ δεν έσβησαν από τη μνήμη της τα πρώτα ερεθίσματα που ήχησαν στα αυτιά της. «Η φύση απλωνόταν μπροστά μας. Αναπολώ συχνά τον δυνατό αέρα, τα τρεχούμενα νερά, τη σιωπή του χειμώνα, τα γαυγίσματα των σκύλων, τους ήχους από το δάσος, τη βροχή που χτυπούσε στις πλάκες, τα κελαηδίσματα των πουλιών, τις φλογέρες των βοσκών αλλά και το κλαρίνο που κυριαρχούσε στα υπαίθρια πανηγύρια του καλοκαιριού».
Έκτοτε τα ίχνη της ελληνικής παράδοσης ενσωματώθηκαν στη μουσική της, αφήνοντας μια μοναδική παρακαταθήκη και έναν χείμαρρο από νότες. Η Ελένη Καραΐνδρου παραμένει ένας φάρος του πολιτισμού. Οι αξεπέραστες, διαυγείς μουσικές της, οι υποβλητικές συνθέσεις, οι ανεξίτηλες μελωδίες και ένας υπέροχος συνδυασμός εγχόρδων, πνευστών και ακορντεόν είναι βασικά χαρακτηριστικά του έργου της. Μια μουσική ανοιχτών οριζόντων και έντονης εσωτερικής γαλήνης που αγγίζει τις πιο μύχιες χορδές της ψυχής μας. Μελαγχολική και συνάμα λυτρωτική.
Για εκείνη, η επιτυχημένη πορεία της ότι ήταν θέμα συγκυριών. «Νομίζω ότι συνέβαλαν τα πάντα. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα θυμάμαι τις πρώτες μουσικές που ακούγονταν από το διπλανό σινεμά. Πάντοτε ήθελα να παίζω ωραίο πιάνο και να με αγαπούν αυτοί που με άκουγαν. Μάλιστα, στην εφηβεία μου ήμουν περήφανη και ευτυχής που ένας συμμαθητής μου στο ωδείο ανέβαινε από τον Πειραιά και στηνόταν κάτω από τα παράθυρα για να μ’ ακούσει να παίζω πιάνο. Εγώ του σιγοτραγουδούσα το “Βαλς του χωρισμού”: (Τραγουδά)… “Σε λίγο η νύχτα θα σβήσει, το φως θα απλωθεί μες στη γη, μα η αγάπη μας θα ’ναι στη δύση, την ώρα που ο ήλιος θα βγει. Απόψε κλαίνε τα βιολιά, τ’ όνειρο μας που πεθαίνει, γι’ αυτό ας βρούμε λησμονιά, μες στου βαλς την αγκαλιά”. Ήταν η πρώτη μου μεγάλη αγάπη, αλλά, δυστυχώς, έφυγε από τη ζωή σε μικρή ηλικία. Επίσης, θυμάμαι το γραμμόφωνο της γειτόνισσας αλλά και την εσωτερική μου ανάγκη να παίζω στο πιάνο όσες μελωδίες άκουγα. Συγχρόνως, το γεγονός ότι έχασα τη μητέρα μου όταν ήμουν επτά ετών επέδρασε σημαντικά στην ψυχοσύνθεσή μου. Ένιωθα τη μουσική και τα μαθήματα πιάνου ως εκτόνωση συναισθημάτων».
Τη μουσική της την έχουν χαρακτηρίσει λιτή, ήρεμη, αφαιρετική, ποιητική, μοναχική και νοσταλγική. Η ρυθμολογία που επιλέγει στηρίζεται στις πολλές παύσεις, τα ανοίγματα, τα προσωπικά στοιχεία και τις επιβλητικές ενορχηστρώσεις. Πηγή έμπνευσης, ακόμα και σήμερα, μπορεί να γίνει ένας λυγμός, μια πνοή, ένας ψίθυρος, ένα βλέμμα, ένα δάκρυ, μια ανάμνηση ή ένα συναίσθημα. «Η μουσική είναι το επίκεντρο της ζωής μου και έχει φωτίσει πνευματικά όλα μου τα χρόνια», λέει και διαπιστώνουμε ότι το έργο της στον κινηματογράφο, το θέατρο, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο είναι τεράστιο. Από το 1975 έχει συνεργαστεί με κορυφαίους Έλληνες και ξένους δημιουργούς, όπως οι Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Μάνφρεντ Άιχερ, Γιαν Γκαρμπάρεκ, Ζιλ Ντασέν, Λευτέρης Βογιατζής, Δημήτρης Μαυρίκιος, Τώνια Μαρκετάκη, Μαργκαρέτε φον Τρότα, Κρις Μαρκέρ, ενώ σπουδαίοι μαέστροι, όπως ο Dennis Russel Davis, ο Αλέξανδρος Μυράτ και ο Λουκάς Καρυτινός, έχουν διευθύνει τα έργα της. Φυσικά, δεν παραλείπει να ξεχωρίζει τη μεγαλύτερη συνάντηση, η οποία την έχει σημαδέψει όσο καμία άλλη, αφού μιλάμε για τον σύντροφο της ζωής της, τον σκηνοθέτη Αντώνη Αντύπα.
Είναι γεγονός ότι η Ελένη Καραΐνδρου έχει συνθέσει τη μουσική για αλησμόνητες ταινίες όπως το Ταξίδι στα Κύθηρα, ο Μελισσοκόμος, το Μια αιωνιότητα και μια μέρα, το Βλέμμα του Οδυσσέα, η Σκόνη του χρόνου, το Λιβάδι που δακρύζει, η Ρόζα, το Μετέωρο βήμα του πελαργού, η Περιπλάνηση. Φυσικά, έχει ντύσει μελωδικά αμέτρητα θεατρικά έργα που άφησαν εποχή (Συμφορά από το πολύ μυαλό, Ο γυάλινος κόσμος, Ο Γλάρος) και έχει κάνει σπάνιες ηχογραφήσεις, όπως εκείνη με τη Μαρία Φαραντούρη για τη «Μεγάλη Αγρύπνια», όπου ο Γιάννης Τσαρούχης φιλοτέχνησε το εξώφυλλο, ζωγραφίζοντας έναν άγρυπνο έφηβο.
Η συνεργασία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο υπήρξε σταθμός, η αφορμή για ένα μοναδικό ταξίδι αυτογνωσίας Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πνευματική συγγένεια, αφού τους ένωνε μια κοινή αισθητική κατεύθυνση. Στο σημείο αυτό αναφέρει: «Η πρώτη μου συνεργασία με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο ήταν το Ταξίδι στα Κύθηρα, ένα ταξίδι στο ανέφικτο. Οι ταινίες του ήταν πάντα μια ωδή στην ανθρώπινη ύπαρξη, ένας ποιητικός στοχασμός», υπογραμμίζει και προσθέτει: «Επίσης, με τον Μάνφρεντ Άιχερ μας ενώνει η οπτική μας απέναντι στον άνθρωπο. Τον θυμάμαι να μου λέει κάποτε για το Ταξίδι στα Κύθηρα ότι τον είχε συγκινήσει το σημείο που ακούγεται ένα σόλο βιολί. Ήταν το σόλο που έγραψα για τη σκηνή όπου ο Κατράκης ανεβαίνει στη σχεδία και χάνεται στο πέλαγος. Τον είχε συγκινήσει ο τρόπος που το έπαιξε ο μουσικός, ο οποίος ήταν πολύ απλός, χωρίς βιμπράτο και έβγαζε μια εσωτερικότητα».
Η Ελένη Καραΐνδρου έχει δοκιμαστεί σε όλα τα είδη μουσικής. Μυστηριακοί, υπόκωφοι ήχοι, ευάλωτα μελωδικά θέματα και συνθέσεις που φλέγονται από νοσταλγία. Τη στιγμή που χαζεύω το πιάνο με τις παρτιτούρες, στο οποίο κάθεται κάθε μέρα, μου λέει: «Μου αρέσει, όταν δημιουργώ, να γίνομαι κοινωνός συναισθημάτων. Η φύση της μουσικής μου ακολουθεί το μοτίβο της βιωμένης ευτυχίας. Θέλω ο ακροατής να αισθανθεί και να επιστρέψει πάλι σε κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, το οποίο ευτύχησε να ζήσει στον μέγιστο βαθμό του. Κι ύστερα να βυθιστεί στις αναμνήσεις και να σκεφτεί γιατί το έχασε για πάντα. Διότι η μουσική σε κάνει να δακρύζεις και ταυτόχρονα να λυτρώνεσαι. Μόνο έτσι ανατέμνεις τον κόσμο με ελπίδα».
Την τρομάζει το τέλος και η φθορά του χρόνου; «Όχι, δεν με απασχολούν τα γηρατειά, οι ρυτίδες ή ο θάνατος. Φθαρτά και πεπερασμένα όντα είμαστε. Αυτό που με φοβίσει, όμως, είναι η ανημποριά», δηλώνει με ένα ελαφρύ χαμόγελο.
Η ώρα περνά, το αττικό φως χάνεται στον ορίζοντα και απολαμβάνουμε από το μπαλκόνι της τη νυχτερινή όψη της Αθήνας. Λίγο πριν την αποχαιρετήσω, συνειδητοποιώ ότι η γυναίκα που έχω μπροστά μου και κάποτε κολλούσε στο δωμάτιό της φράσεις του Μπετόβεν έχει δώσει συναυλίες στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου, έχει συνεργαστεί με τις μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες και έχει γνωρίσει στον υπερθετικό βαθμό τη φήμη και τη δόξα. «Έχω ζήσει τα πάντα. Συγκινήσεις, εμπόδια, δυσκολίες, φιλοφρονήσεις, απώλειες, λάθη, επιτυχίες. Πλέον έχω μια υπέροχη οικογένεια, τον σύζυγό μου, τον γιο μου αλλά και τα δύο μου εγγόνια. Αισθάνομαι μια απέραντη πληρότητα. Και εξακολουθώ να νιώθω ελεύθερη».
Φεύγοντας, περπατώ στα σοκάκια της όμορφης γειτονιάς της και σκέφτομαι ακόμα κάποιες σκόρπιες φράσεις της. «Η νοσταλγία είναι το ισχυρότερο συναίσθημα, γιατί αυτό κρατά ζωντανή την ανθρώπινη μνήμη», ενώ «μελαγχολία δεν σημαίνει κατάθλιψη παρά νοσταλγία για κάτι όμορφο και στοχασμός». Αναμφίβολα, η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου συνεχίζει να φωτίζει αδιάκοπα αθέατες πλευρές της ζωής και να αποτελεί ένα ταξίδι στην αιωνιότητα, διαλύοντας με τις μελωδίες της τη σκόνη του χρόνου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.