Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.3.21

Οι μεγάλες συγκρούσεις: Πλάτων vs Αριστοτέλης. Ηλίας Γιαννακόπουλος συγγραφέας - φιλόλογος.

 1.    «Τας ιδέας νοείσθαι μεν, οράσθαι δ’ ου»1

(Πλάτων)

2.  «Άνευ αιτίου ουδέν έστιν»2

(Αριστοτέλης)

Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου οι νόμοι και το δίκαιο της «αγοράς» τείνουν να αυτονομηθούν οι οικονομολόγοι με την ανοχή, αν όχι την αρωγή, των κοινωνιολόγων φιλοδοξούν να αναδείξουν την «οικονομία» ως το πρώτο κινούν του ανθρώπινου πολιτισμού. Στην αντίπερα όχθη οι επιστήμονες και ιδιαίτερα οι φυσικοί και αστρονόμοι αποκωδικοποιούν τα μυστικά του σύμπαντος και φιλοδοξούν να δώσουν μια πειστική απάντηση για το σημείο μηδέν της αρχής του κόσμου.

Τα τελευταία ευρήματα – σωματίδιο του Θεού και τα βαρυτικά κύματα – φαίνεται να δικαιώνουν τις προσπάθειές τους. Αυτή η αφανής διαπάλη των οικονομολόγων και φυσικών επιστημόνων είναι μια από τις πολλές εκφράσεις των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων του παρελθόντος που καθόρισαν απόλυτα τη μορφή του σύγχρονου (υλικού – πνευματικού) κόσμου.  

Πρωτεργάτες αυτών των «μεγάλων συγκρούσεων» υπήρξαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Κοινό, ωστόσο, σημείο όλων αυτών ήταν η προσπάθειά τους να αποδεσμευτούν από τα θεολογικά δεσμά του παρελθόντος και να δομήσουν ένα σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας πάνω στη βάση της ανθρώπινης λογικής. Η επιστήμη – στα πρώτα της βήματα – συγκρούστηκε με τα στερεότυπα των θεολογικών – κοσμογονικών μύθων.

Ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας με περισσότερη τόλμη από όλους αμφισβήτησαν την ύπαρξη των θεών και το ρόλο τους στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Η σύγκρουση αυτή προκάλεσε την εξορία κάποιων ή το κάψιμο των βιβλίων τους. Η δεύτερη σύγκρουση για τη φύση του «όντος» δίχασε τους Ίωνες φιλοσόφους (Ηράκλειτος..) και τους Ελεάτες (Παρμενίδης). Ο Εμπεδοκλής και ο Δημόκριτος προσπάθησαν να συνθέσουν τις διαφορές Ιώνων και Ελεατών προωθώντας έτσι το διάλογο αλλά και τα λογικά αδιέξοδα. Συνεχιστές της φιλοσοφικής πορείας ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης που η σκέψη τους σημάδεψε ανεξίτηλα την επιστήμη και το υπόβαθρο του σύγχρονου κόσμου.

Ο Πλάτων και ο κόσμος των «Ιδεών»

«Το αεί ον, αθάνατον και ωσαύτως έχον»3

Ο Πλάτωνας θητεύοντας στην «αυλή» του Σωκράτη και καταγράφοντας τη διδασκαλία του προσπάθησε να δώσει απαντήσεις αλλά και να βγει από τα αδιέξοδά της Ιωνικής και Ελεατικής σχολής (Ηράκλειτος vs  Παρμενίδης). Ειδικότερα, ο Πλάτων βρίσκεται πιο κοντά στις θέσεις του Παρμενίδη και προσπάθησε με τα έργα του («Τίμαιος») να λύσει το πρόβλημα της σχέσης Ιδέας και Πραγματικότητας. Η θεωρία της «μέθεξης» δίνει προβάδισμα στην αιώνια, ακίνητη και αμετάβλητη ιδέα που κάνει τον αισθητό κόσμο ωχρή απομίμηση. Το «Όν» του Παρμενίδη αποτέλεσε το υπόβαθρο της θεωρίας των Ιδεών του Πλάτωνα. Όπως το Παρμενίδειο ον, έτσι και οι Ιδέες έχουν αυθεντική ύπαρξη, συλλαμβάνονται με τη νόηση, είναι αιώνιες, αγέννητες κι άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες. Η διαφορά των Πλατωνικών Ιδεών με το ον του Παρμενίδη είναι ότι αυτές είναι πολλές.

 

 

Για τον Πλάτωνα τα «όντως όντα», τα αληθινά όντα, δηλαδή οι ιδέες είναι μόνο τα αρχέτυπα των αισθητών όντων. Οι ιδέες είναι αιώνιες οντότητες – οι κατοπινοί τις ταύτισαν με τις έννοιες – με πραγματική υπόσταση, έξω από κάθε σωματικότητα και ανεξάρτητες από την ανθρώπινη σκέψη. Οι ιδέες είναι ακίνητες˙ εκείνο που αλλάζει είναι ο αισθητός κόσμος που συνιστά το «απείκασμα» των ιδεών.

Έτσι, ο Πλάτωνας βρήκε τη διέξοδο από τη διαπάλη του Ηράκλειτου (κίνηση – μεταβολή) και του Παρμενίδη (το αγέννητον και ακίνητο ον). Στο θέμα της κατανόησης του κόσμου και των ιδεών ο Πλάτωνας βρέθηκε πιο κοντά στον Παρμενίδη, αφού θεωρεί πως αυτές δεν κατανοούνται με τις αισθήσεις αλλά μόνο με τη βοήθεια της σκέψης. Το λευκό χρώμα ενός αντικειμένου το αντιλαμβανόμαστε έτσι, γιατί «μετέχει» στην ιδέα της «λευκότητας».

  Αυτός ο δυϊσμός του κόσμου του Πλάτωνα – οι αιώνιες Ιδέες και ο κίβδηλος αισθητός κόσμος – αποτέλεσε το βάθρο πάνω στο οποίο τέθηκαν οι βασικές παράμετροι της γνωσιολογίας. Ο αισθητός κόσμος (υλική πραγματικότητα) είναι ο κόσμος της αίσθησης και της ανθρώπινης «δόξας» - γνώμης. Αντίθετα, ο κόσμος των Ιδεών είναι ο κόσμος της νόησης και της αλήθειας (α + λήθη). Ο μύθος του σπηλαίου καταγράφει με γλαφυρότητα και πρωτότυπο τρόπο τόσο την πλάνη των ανθρώπινων αισθήσεων όσο και τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμος, τις Ιδέες.  

Για πολλούς μελετητές του Πλάτωνα «οι πλατωνικές Ιδέες προέκυψαν από την ανάγκη να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των σοφιστών….Ο Πλάτων προτίμησε να διχοτομήσει την πραγματικότητα σε δυο ανεξάρτητα βασίλεια, παρά να αφήσει να πλανάται η σύγχυση φιλοσοφίας και σοφιστών», (Β. Κάλφας – Γ. Ζωγραφίδης).

Ο Αριστοτέλης και η Εντελέχεια

«Διότι μερικά από τα μη όντα υπάρχουν δυνάμει∙ δεν υπάρχουν πραγματικά, επειδή δεν υπάρχουν εντελεχεία»

Ωστόσο, τα δυο αυτά ανεξάρτητα βασίλεια (αισθητός κόσμος – ιδέες) απέρριψε ο Αριστοτέλης που με τις θεωρίες του προχώρησε σε μια sui generis «πατροκτονία», αφού ο Πλάτωνας υπήρξε δάσκαλός του. Για τον Αριστοτέλη, η ουσία της πραγματικότητας, η αληθινή πραγματικότητα δεν βρίσκεται έξω και πάνω από τον αισθητό κόσμο αλλά είναι ενσωματωμένη σε αυτόν. Ο άκρατος Ιδεαλισμός του Πλάτωνα δεν έγινε δεκτός από τον Αριστοτέλη, που ως εκπρόσωπος της τυπικής λογικής φάνηκε περισσότερο πραγματιστής. Γι’ αυτό πρόβαλε με έμφαση τη θέση πως οι μόνες αυθύπαρκτες οντότητες, οι μόνες ουσίες, είναι τα ατομικά, αισθητά πρόσωπα και πράγματα. Γι’ αυτόν οι Πλατωνικές Ιδέες δεν αποτελούν ξεχωριστό βασίλειο του «Όντος, αλλά απλώς ιδιότητες των πραγμάτων».

 

 

  Ο Αριστοτέλης με μεθοδικότητα και με αρωγό την εμπειρία προσπάθησε να οριοθετήσει την «ουσία» του όντος. Σύμφωνα με τη θεωρία του η ουσία ενός αντικειμένου έγκειται στη μορφή του και όχι στην «ύλη» από την οποία αποτελείται. Η ουσία, δηλαδή, δεν είναι τα υλικά, συστατικά στοιχεία. Στον Αριστοτέλη η Πλατωνική Ιδέα μετασχηματίζεται σε «μορφή». Κάθε ατομική ουσία είναι σύνθεση «μορφής» και «ύλης». Το τραπέζι, π.χ. πρώτα είναι μορφή και μετά ή λιγότερο από το υλικό στοιχείο με το οποίο είναι κατασκευασμένο (ξύλινο, σιδερένιο, πλαστικό…). Αυτή η σύνθεση – συνδυασμός Ύλης και Μορφής υπακούουν σε ένα γενικό νόμο της φύσης, ένα σκοπό. Η τελολογική αντίληψη για τον κόσμο σε συνδυασμό με την «Εντελέχεια» αποτελούν τους βασικούς πυλώνες για την ερμηνεία της ουσίας του Αριστοτελικού όντος.

  Η επίδραση του Αριστοτέλη στους αιώνες που ακολούθησαν ήταν καταλυτική και για τη φιλοσοφία των Νέων Χρόνων. Για αιώνες ήταν η αναμφισβήτητη αυθεντία. Αυτό, ίσως, νάρκωσε τις νέες ιδέες κι εμπόδισε κάπως την πρόοδο της επιστήμης. Ωστόσο, η προσφορά του στη Λογική ήταν σημαντική, στοιχείο που ανάγκασε κάποιον νεότερο Ευρωπαίο διανοούμενο να πει πως «η Ελλάδα δεν χρωστά τίποτε σε κανέναν˙ κάθε φορά που στο λόγο μας χρησιμοποιούμε το «άρα» θα πρέπει να πληρώνουμε πνευματικά δικαιώματα στη χώρα που γέννησε τον Αριστοτέλη».

Επιμύθιο

Με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη τελειώνει η δεύτερη μεγάλη σύγκρουση δυο γιγάντων της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, όπως ανάγλυφα εικονοποιήθηκε στον πίνακα η «Σχολή των Αθηνών». Η διαφορετική φορά των χεριών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη δεν αποκάλυπτε μόνο τη συγκεκριμένη διαφωνία για τον αληθινό κόσμο αλλά και τη γενικότερη πάλη δυο αντίστοιχων κόσμων.

 

 

«Φίλος μεν Πλάτων, Φιλτάτη δε αλήθεια»

(Αριστοτέλης)

  Ωστόσο, οι «μυθικές»μορφές του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη αλλά και του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη  δώσαν το περίγραμμα μιας σύγκρουσης για το «ον»και την κίνηση. Η ασταμάτητη αλλαγή (Ηράκλειτος), το Παρμενίδειο «ον»οι πλατωνικές Ιδέες και οι θέσεις του Αριστοτέλη για την «ουσία» των όντων συνθέτουν μέσα από τη διαφορετικότητά τους τη γέννηση και την ωρίμανση της φιλοσοφικής σκέψης.

 

***ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

­1«Τις ιδέες μπορούμε να τις σκεφτούμε, αλλά όχι να τις δούμε».

­2«Δεν υπάρχει τίποτα, χωρίς αιτία».

­3«Ιδέες είναι αυτό που πάντοτε υπάρχει, που είναι αθάνατο, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση».

Οι μεγάλες συγκρούσεις: Ηράκλειτος vs Παρμενίδης. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Ο ήλιος, καθάπερ ο Ηράκλειτος φησί, νέος εφ’ ημέρη εστίν»1

(Ηράκλειτος)

«Ως ουκ έστιν τε και ως χρεών έστι μη είναι»2

(Παρμενίδης)

Το περιεχόμενο και η μορφή του ανθρώπινου πολιτισμού καθορίστηκαν όχι τόσο από τις απαντήσεις που δόθηκαν στα μεγάλα ερωτήματα (αρχή του κόσμου, το εφικτόν της γνώσης, η ύπαρξη του Θείου) αλλά από τις μεγάλες «συγκρούσεις» φιλοσόφων και επιστημόνων. Συγκρούσεις που ανέδειξαν την αγωνία του ανθρώπινου όντος να προσδιοριστεί σε σχέση με το περιβάλλον του. Οι συγκρούσεις αυτές άλλοτε εκφράστηκαν σε βίαιες κοινωνικές – πολιτικές ανακατατάξεις κι άλλοτε παρέμειναν σε καθαρά θεωρητικό – πνευματικό επίπεδο. Όσο κι αν οι πρώτες κατέχουν προνομιούχα θέση στο ενδιαφέρον των μελετητών (ιστορικών, κοινωνιολόγων…) δεν πρέπει να υποτιμάται και ο ρόλος των δεύτερων, γιατί αυτές προετοίμασαν το έδαφος για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της πνευματικής δουλείας και του πρωτογονισμού.

 

Ειδικότερα οι «μεγάλες συγκρούσεις» αφορούν την προσπάθεια να οριστεί εκείνο το στοιχείο που συνιστά την αρχή του κόσμου αλλά και εκείνο το στοιχείο που καθορίζει τη βαθύτερη δομή και μορφή του κόσμου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της φύσης των πραγμάτων (rerum natura) πυροδότησε όχι μόνο απλές διαμάχες αλλά και «γιγαντομαχίες» περί της ουσίας των όντων. Και όλα αυτά γιατί η «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί»(Ηράκλειτος). Για να επιτευχθεί, λοιπόν, η αποκωδικοποίηση των αφανών διαδρομών της βαθύτερης ουσίας του όντος και του κόσμου απαιτήθηκε ο ορθολογισμός, η διαίσθηση και η παρατήρηση.

Χρειάστηκε μια πνευματική επανάσταση, ένα πέρασμα από το «Μύθο στο Λόγο» και μια απόρριψη των κοσμογονικών μύθων που συντηρούσαν το πνευματικό σκότος και εμπόδιζαν την κριτική σκέψη. Πρωταγωνιστές των μεγάλων αυτών συγκρούσεων υπήρξαν οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης αλλά και ο Πλάτων με τον Αριστοτέλη αποτελούν ιστορικά τα πιο εμβληματικά ζεύγη αυτών των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων που καθόρισαν καταλυτικά την επιστημονική πρόοδο και την πνευματική πορεία του ανθρώπου.

Ηράκλειτος vs Παρμενίδης

Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης έζησαν την ίδια εποχή αλλά είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι συναντήθηκαν (540 – 480 π.Χ./ 515 – 440 π.Χ.). Ωστόσο, οι μεταγενέστεροι μελετητές τους κατέταξαν στα άκρα ενός δίπολου πνευματικού αγώνα. Ο «αγώνας» είχε ως αντικείμενο τον ορισμό του «είναι»του «όντος» αλλά και το ακανθώδες θέμα της αλλαγής. Ο μεν Ηράκλειτος αντιπροσωπεύει την Ιωνική σχολή που τάσσεται υπέρ της πολλαπλότητας του κόσμου, ενώ ο Παρμενίδης εκφράζει με τη σκέψη του την Ελεατική σχολή που προβάλλει ως αξίωμα την ακινησία και το μονισμό του όντος. Οι πλουραλιστές (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής) πίστευαν ότι τα πάντα είναι γέννημα της κοσμικής «ροής» και της κίνησης, ενώ οι μονιστές (Παρμενίδης, Μέλισσος..) θεωρούσαν ότι ο κόσμος διέπεται από σταθερότητα και ενότητα.

Ηράκλειτος: Ο φιλόσοφος της αλλαγής

«Μεταβάλλον αναπαύεται»3

Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος επιχειρηματολογεί υπέρ της διαρκούς ροής των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος, επίσης, καταδεικνύει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και καταφάσκει υπέρ της σταθερότητας του όντος. Ο Ηράκλειτος εμπιστευόταν περισσότερο τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης ενώ ο Παρμενίδης πίστευε πως η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο με τη βοήθεια της σκέψης (έννοιες….).

 

  Ειδικότερα, η σκέψη του Ηράκλειτου κινήθηκε πάνω σε δυο βασικούς άξονες: Α. Στην αφανή «ενότητα» των όντων και Β. στο αέναο «γίγνεσθαι» των πάντων. Και τα δυο βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση και ισορροπούν ακολουθώντας το «λόγο» και το «μέτρο». Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα «ην αεί και εστίν και έσται» .Αντί ο Ηράκλειτος να πει πως ο κόσμος είναι αιώνιος χρησιμοποιεί και τους τρεις χρόνους του ρήματος κι έτσι μας φανερώνει τη σχέση του κόσμου με το χρόνο. Εδώ βρίσκεται μια από τις θεμελιώδεις αντιθέσεις του Παρμενίδη προς τον Ηράκλειτο, αφού ο πρώτος δεν αναγνωρίζει ούτε τον Παρατατικό ούτε το Μέλλοντα. Το ον είναι αιώνιο, επειδή υπάρχει «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν», (Παρμενίδης).

  Ωστόσο, ο Εφέσιος φιλόσοφος καθιερώθηκε ως ο εκφραστής της αέναης κίνησης του κόσμου μέσα από την εμβληματική θέση «Τα πάντα ρεί, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει», ή με το παράδειγμα του ποταμού «δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης». Βέβαια το σημαντικότερο δεν ήταν η θέση περί της αιωνίου αλλαγής αλλά η επισήμανση της βασικής αιτίας που προκαλεί αυτήν. Το βασικό αίτιο για το σκοτεινό φιλόσοφο ήταν η πάλη των αντιθέτων. Ο «πόλεμος», ο «κεραυνός» και η «έρις»είναι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ηράκλειτος για να αποδώσει την ενότητα των αντιθέσεων που πυροδοτούν την κίνηση και την αλλαγή. Η αλλαγή, όμως, και η κίνηση υπακούουν στο «λόγο» και στο «μέτρο» που λειτουργούν ως ρυθμιστικοί κανόνες του σύμπαντος «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι  εξευρήσουσιν»4

 

Παρμενίδης: Ο φιλόσοφος της ακινησίας

«Έστι γαρ είναι μηδέν δ’ ουκ έστιν»5

Σε όλα τα παραπάνω αντιτάσσεται η φιλοσοφία του Παρμενίδη. Στον αέναως κινούμενο κόσμο του Ηράκλειτου έρχεται ο στατικός αναλλοίωτοςάχρονος κόσμος του Ελεάτη φιλοσόφου. Ο Παρμενίδης, δηλαδή, δέχτηκε τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του όντος – όπως υποστήριξε ο Ηράκλειτος, απέρριπτε, όμως, την κίνηση και τη μεταβλητότητά του. Απέκλειε την αρχή και το τέλος, τη γένεση και το θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβλητότητα, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος. Και όλα αυτά γιατί «ως αγένητον εόν και ανώλεθρον εστιν, ούλον μουνογενές τε και ατρεμές ηδέ τέλειον. Ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν ομού παν εν, συνεχές»6. Ο Παρμενίδης αρνείται την κίνηση και την αλλαγή μέσα από ένα διλημματικό ερώτημα «Πως μπορεί ένα πράγμα να αλλάζει χωρίς να χάνει την ταυτότητά του;».  


  Μια άλλη αντίθεση που διακρίνει τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου προς εκείνη του Παρμενίδη είναι και η εμμονή του δεύτερου στην «αλήθεια» που απορρέει από τη νόηση και όχι από τις αισθήσεις και τη «δόξα». Για τον Παρμενίδη «το γαρ αυτό νοείν εστιν τε και είναι». Το «μη ον»δεν μπορείς ούτε να το γνωρίσεις, γιατί δεν είναι γνώσιμο , ούτε και να το ονομάσεις. Για τον Παρμενίδη το κενό είναι το «μηδέν», το τίποτε. Και αφού το «μηδέν ουκ έστιν», τότε και το κενό δεν μπορεί να υπάρχει.

Επιμύθιο

Με τον παραπάνω τρόπο – κάπως σχηματικά – έχει προχωρήσει η αρχαία σκέψη (η πρώτη μεγάλη σύγκρουση): Από τον Ιωνικό Υλισμό και τη διαλεκτική του Ηράκλειτου στη στατική θεώρηση του Παρμενίδη. Αργότερα ο Εμπεδοκλής συνδύασε και τις δυο φιλοσοφικές θεωρήσεις (ριζώματα/φιλότης και νείκος), όπως και ο Δημόκριτος με τη θεωρία του για τα «άτομα» (Το παρμενίδειο ον) και το «κενό» (αιτιολόγησε την κίνηση – Ηράκλειτος). Σε κάποιο σημείο αυτής της διαπάλης (Ιώνων και Ελεατών) θα εμφανιστεί ένα άλλο ζεύγος αντιπάλων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ο ακίνητος κόσμος του Παρμενίδη αλλά ο κόσμος του Ηράκλειτου. Η σκέψη μας, όμως, και όλο το νοητικό μας οικοδόμημα, ως πνευματικών όντων, έχει Παρμενίδεια  βάθρα.

  Άρα η επιστήμη θα δικαιώσει το «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι»7 του Παρμενίδη ή  τη θέση του Ηράκλειτου «και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών»8;

 

 ***ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

­1«Ο ήλιος, όπως λέει και ο Ηράκλειτος, κάθε μέρα είναι καινούργιος».

­2«Πως το είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει».

­3«Στην αλλαγή βρίσκουν τα πράγματα ανάπαυση».

­4«Ο ήλιος δεν θα υπερβεί το μέτρο∙ διαφορετικά οι Ερινύες οι βοηθοί της δικαιοσύνης θα τον βρουν».

­5«Γιατί το Είναι υπάρχει, το μηδέν όμως δεν υπάρχει».

­6«Το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλα μαζί, ένα, συνεχές».

­7«Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το Ον υπάρχει».

­8«Ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια – την σύγκρουση και την ανάγκη».