Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

27.3.21

Ο Μακρόν μάς διδάσκει τη φιλοσοφία μας. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι φιλέλληνες. Ευτυχώς που υπάρχει και ο Ηλίας Γιαννακόπουλος για να μας ανοίγει τα μάτια. Ευχαριστούμε Δάσκαλε.

      «Υπάρχει ένα απόφθεγμα της αρχαιότητας που καθόρισε την πορεία σας;»(Ν. Αλιάγας)

-     «Όχι, δεν έχω μόνο ένα απόφθεγμα. Όταν θέλω να ηρεμήσω, καταφεύγω στην Παρμενίδεια ισορροπία. Επίσης υπάρχει κάτι στον Αριστοτέλη που αγαπώ πολύ, το οποίο κατά βάση σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε αυτό που έπρεπε να είμαστε και αυτό δεν είναι μια μορφή τετελεσμένου. Σημαίνει ότι υπάρχει κάτι ήδη στην ουσία της κατάστασης ενός ατόμου που υπάρχει ήδη εκεί και ότι τα γεγονότα αποκαλύπτονται σταδιακά αλλά εκτυλίσσονται στο βάθος». (Εμανουέλ Μακρόν)

 

Υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρεις αν πρέπει να αισθάνεσαι περήφανος που είσαι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων ή να νιώθεις άγχος και αμηχανία από το βάρος της πνευματικής τους κληρονομιάς. Πώς να σηκώσεις το βάρος μιας τέτοιας παρακαταθήκης χωρίς να βουλιάξεις στον ωκεανό του παρελθόντος; Κάπως έτσι ένιωθε και ο Σεφέρης μέσα από την καταβύθισή του στο αρχαιοελληνικό παρελθόν.

«Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες

πέτρες

Τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα

Τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα»

Η συνέντευξη

Τις παραπάνω σκέψεις προκάλεσε η συνέντευξη του Γάλλου προέδρου σε Έλληνα δημοσιογράφο επ’ ευκαιρία των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Η βαθυγνωσία του σχετικά με την Ελληνική φιλοσοφία και η άνεση με την οποία διατύπωνε τις απόψεις του για θέματα δύσκολα και έννοιες νοηματικά σύνθετες μάς γέμισε με ενοχές για τη δική μας αρχαιογνωσία. Συχνά αναρωτήθηκα πόσοι από τους δικούς μας πολιτικούς θα μπορούσαν να αναπτύξουν βασικές έννοιες και θέσεις της φιλοσοφίας μας και πόσοι θα μπορούσαν και θα έπρεπε να διαπαιδαγωγούν σε κάθε ομιλία τους – και όχι μόνο στους πανηγυρικούς – τους πολίτες και ιδιαίτερα τη νέα γενιά με τα υψηλά νοήματα και τις ρηξικέλευθες συλλήψεις των αρχαίων φιλοσόφων;

Νοήματα και συλλήψεις για την ουσία του «Όντος», τη δημοκρατία, την πολιτική, την ηθική, το «είναι», το ωραίο, το εφικτό της ελευθερίας, την κοινωνία

Η Παρμενίδειος Ισορροπία

Η αναφορά του Μακρόν στην «Παρμενίδειο Ισορροπία» προκάλεσε κατάπληξη τόσο ως προς την επιλογή του φιλοσόφου όσο και ως προς την αιτία της επιλογής της συγκεκριμένης θεωρίας του Ελεάτη φιλοσόφου,(«όταν θέλω να ηρεμήσω»).

Ο Παρμενίδης θεωρούσε πως η ισορροπία του σύμπαντος εξασφαλίζεται μέσα από μία ανώνυμη θεά – η προσωποποίηση της ανώτατης δύναμης, της «ανάγκης» - που επιβάλλει την αρμονία και την σταθερότητα του κόσμου «Εν δε μέσω τούτων δαίμων, η τα πάντα κυβερνά». Η κοσμική τάξη, δηλαδή, επιτυγχάνεται μέσα από την ισότητα των αντίθετων στοιχείων (φως – σκότος). Ο Παρμενίδης αρνείται την κίνηση των στοιχείων και κατ’ ακολουθία την αλλαγή, δομικό στοιχείο της Ηρακλείτειας φιλοσοφίας.

Μπορεί ο Ηράκλειτος να θεμελίωσε την ισορροπία του κόσμου στην συνεχή αλλαγή και στη σύνθεση των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», μπορεί ο Πλάτων να κατηγόρησε τον Παρμενίδη και τους Ελεάτες ως «ακινητούντες τον κόσμον» («οι του όλου στασιώται»), ο Παρμενίδης, όμως, πεισματικά δήλωνε πως η κίνηση και η αλλαγή είναι φαινομενική, μία απάτη των αισθήσεών μας. Για τον Παρμενίδη ο κατ’ αίσθησιν κόσμος συνιστά μία παραποιημένη – κίβδηλη εικόνα του «Είναι».

Για τον Ελεάτη φιλόσοφο υπάρχει μόνο το «ον», ενώ το «μη ον» δεν υπάρχει («το μηδέν ουκ έστιν»). Το «ον», το «είναι» γι’ αυτόν είναι ακίνητο, αμετάβλητο, τέλειο, ομοιόμορφο, αδιαίρετο, άφθαρτο, αιώνιο, ένα συνεχές παρόν που ισορροπεί. Αν ο Ηράκλειτος έβλεπε την ισορροπία ως προϊόν της συνεχούς αλλαγής «ην αεί και έστιν και έσται» (οι τρεις διαστάσεις του χρόνου), ο Παρμενίδης επίμονα διακήρυττε την πλάνη της αλλαγής τονίζοντας πως «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστίν». Το «ον» - «είναι» είναι μία συνεχής παρουσία.

Έτσι, λοιπόν, ο Παρμενίδης υπερβαίνοντας την πλάνη της Ηρακλείτειας κίνησης και αλλαγής «θεμελίωσε» την κοσμική τάξη – ισορροπία στην ενότητα των στοιχείων και στην σταθερότητά τους.

«Τουτόν τ’ εν ταυτώ τε μένον καθ’ εαυτό τε κείται/

χούτως έμπεδον αύθι μένει∙ κρατερή γαρ Ανάγκη

πείρατος εν δεσμοίσιν έχει, το μιν αμφίς  εέργει»1

Η Τελεολογία και η Εντελέχεια

Αλλά εκείνο που προκάλεσε το ενδιαφέρον του Γάλλου προέδρου από την αρχαία φιλοσοφική σκέψη ήταν η θεωρία του Αριστοτέλη περί Τελεολογίας και Εντελέχειας. Η τελολογική αντίληψη για τον κόσμο, σε συνδυασμό με την «εντελέχεια» αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της Αριστοτέλειας φιλοσοφίας για την ερμηνεία της βαρύτερης ουσίας του όντος.

Ο Αριστοτέλης – σε αντίθεση με τον Πλάτωνα – προτάσσει αντί της Ιδέας, την «ουσία»,εγγενή και όχι ανεξάρτητη των πραγμάτων. Θεωρεί, δηλαδή, πως η ουσία συνίσταται από το «γίγνεσθαι» της ύλης, που τείνει προς την μορφή του πράγματος. Έχουμε μία μετάβαση από τον «ιδεοκεντρισμό» του Πλάτωνα στον «ρεαλισμό» του Αριστοτέλη. 

 

 

Ο Αριστοτέλης διαβλέπει μία νομοτέλεια στο σύμπαν, έναν ιδιότυπο ντετερμινισμό από τον οποίο διέπονται οι φυσικοί νόμοι και τα όντα. Είναι η γνωστή τελολογική αντίληψη σύμφωνα με την οποία όλα διακονούν ένα «τέλος» - σκοπό. Είναι η διαδικασία της εντελέχειας σύμφωνα με την οποία εκπληρώνεται ο σκοπός της ύλης.

Σύμφωνα, λοιπόν, με την Τελολογική θεωρία ο κόσμος, τα όντα και τα φαινόμενα υπακούουν αυστηρά σε μία προκαθορισμένη σκοπιμότητα. Σύμφωνα με αυτήν ο σκοπός ταυτίζεται εν μέρει με την αιτία. Όλες, δηλαδή, οι αλλαγές και οι εξελίξεις ενός όντος (έμβιου και άβιου) υπακούουν και ρυθμίζονται από ένα σκοπό ή αιτία. Κάθε ον, δηλαδή, εμπεριέχει το «εν δυνάμει» και το «εν ενεργεία», («Να γίνουμε αυτό που πρέπει να είμαστε», Μακρόν).

 
 
  
 
 
Τα πράγματα – σύμφωνα πάντα με την τελολογική αντίληψη του Αριστοτέλη – δεν είναι απλά μόνο το υλικό στοιχείο, η ύλη από την οποία αποτελούνται. Είναι περισσότερο η δομή και η μορφή που τα χαρακτηρίζει. Δηλαδή, ένα πράγμα είναι ό,τι είναι δυνάμει της μορφής του. Η μορφή, βέβαια, είναι η αιτία ώστε κάτι να είναι αυτό που είναι («Εν ενεργεία») - (π.χ. Ο μαθητής της Γ’ Λυκείου είναι ένας εν ενεργεία μαθητής και ένας εν δυνάμει φοιτητής…). Η μορφή είναι η εξήγηση των πραγμάτων, («κι αυτό δεν είναι μία μορφή τετελεσμένου», Μακρόν).

Στη διαδικασία από το «εν δυνάμει» στο «εν ενεργεία» ο Αριστοτέλης διέκρινε τέσσερα αίτια: Το υλικό, το ποιητικό, το τυπικό, το τελικό αίτιο. Ίσως σε κάποιο στάδιο κάποια αίτια να ταυτίζονται. Σημαντικό, όμως, είναι να αποδεχτούμε πως σε κάθε πράγμα το πιο ουσιώδες είναι αυτό που κάνει και για ποιον σκοπό υπάρχει ή κατευθύνεται (εντελέχεια). Μία πορεία από το «πρώτο κινούν» (ακίνητο) στο τέλος (τελική μορφή – απώτατος σκοπός).

Σύμφωνα με την αριστοτελική εντελέχεια ένα ον (έμβιο ή άβιο) μεταβαίνει από μία «εν δυνάμει» κατάσταση (άμορφη ύλη) σε μία τελική μορφή – κατάσταση που συνιστά και την όντως πραγματικότητα και ταυτίζεται με την αυτοολοκλήρωση και αυτοπραγμάτωση - (Ένα άμορφο μάρμαρο δυνητικά μπορεί να πάρει την τελική του μορφή και να γίνει άγαλμα), («και ότι τα γεγονότα αποκαλύπτονται σταδιακά αλλά εκτυλίσσονται στο βάθος», Μακρόν).

Επιμύθιο

Ο Γάλλος πρόεδρος διαποτισμένος από την φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων και ιδιαίτερα του Αριστοτέλη διακήρυξε την ανάγκη να γίνουμε ως άτομα, κοινωνία, ανθρωπότητα, αυτό που «έπρεπε να είμαστε». Το μόνο που έλειπε από την απάντηση του Μακρόν ήταν οι δυσερμήνευτες και σημασιολογικά σύνθετες λέξεις Τελολογία και Εντελέχεια. Δυστυχώς για την φιλοσοφική σκέψη και την Ελλάδα ο γνωστός δημοσιογράφος δεν βοήθησε στην διατύπωση και ανάδειξη αυτών των σημαντικών θεωριών. Θα ήταν μία μοναδική ευκαιρία για τον Ελληνικό λαό να γνωρίσει τις δύο αυτές έννοιες, έστω και με τους υπότιτλους στην τηλεόραση. Κι αυτό γιατί:

«Αναγκαίον άρα την ουσίαν είναι ως είδος σώματος φυσικού δυνάμει ζωήν έχοντος, η δ’ ουσία εντελέχεια, τοιούτου άρα σώματος εντελέχεια»2

(Αριστοτέλης, «Περί ψυχής», Β, 412α, 20-22)

Όταν, όμως, ο Γάλλος πρόεδρος για να «ηρεμήσει» επιλέγει τον Παρμενίδη και για να γνωρίσει την βαθύτερη ουσία του ανθρώπου και του σύμπαντος επιλέγει τον Αριστοτέλη, εμείς ως Έλληνες – απόγονοι των παραπάνω φιλοσόφων τι πρέπει να επιλέγουμε;

Και τι θα ήταν ο κόσμος χωρίς τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη;

 

Σημειώσεις:

1.  Το ίδιο μένοντας, στο ίδιο μέρος, στον εαυτό του κείται/ κι έτσι σταθερό θα παραμένει. Γιατί η παντοδύναμη Ανάγκη/ το κρατάει δέσμιο, στα όρια μέσα που το περικλείουν./ Δεν είναι άρα θεμιτό να θεωρείται ατελές, το ον/ τίποτα δεν του λείπει – αλλιώς όλα θα του έλειπαν.

2.  Αναγκαίως άρα η ψυχή είναι ουσία, ήτοι είναι είδος σώματος φυσικού, το οποίο ακριβώς έχει δυνάμει ζωήν. Αλλά η ουσία είναι εντελέχεια. Η ψυχή λοιπόν είναι εντελέχεια σώματος.

­­Χρήσιμα άρθρα:

1.  Οι μεγάλες συγκρούσεις: Ηράκλειτος vs  Παρμενίδης

2.  Οι μεγάλες συγκρούσεις: Πλάτων vs  Αριστοτέλης

*** Από το βιβλίο «ΙΔΕΟπολις», Ηλία Γιαννακόπουλου

 

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Λάθε βιώσας: Ζήσε αθόρυβα. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Είναι ορθό, λοιπόν, για έναν άνθρωπο να μελετά εκείνα που αποφέρουν ευτυχία, αφού, όταν υπάρχει ευτυχία έχουμε τα πάντα, κι όταν αυτή λείπει κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε»

(Επίκουρος)

Στις μέρες μας και στον αστερισμό του Facebook, του Instagram και του Twitter η ευτυχία και η αυτοεπιβεβαίωση είναι συνάρτηση των Like και των Followers.

  Η υπερέκθεση της προσωπικής μας ζωής και η δημοσιοποίηση πτυχών της καθημερινότητάς μας υπόρρητα δηλώνει την αγωνία μας για ευτυχία μέσα από την αναγνωρισιμότητα. Όσοι περισσότεροι μας γνωρίζουν και όσα περισσότερα γνωρίζουν από τη ζωή μας τόσο περισσότεροι δρόμοι ανοίγουν για την ευτυχία μας.

Η ευτυχία ως ζητούμενο

  Μοιραία αυτή η τάση μάς οδηγεί σε γενικότερες απόψεις για τη φύση και το περιεχόμενο της ευτυχίας, αλλά και τον τρόπο κατάκτησή της όπως αυτή καταγράφηκε ιστορικά και μέσα από τις θέσεις αρχαίων φιλοσόφων.

  Η αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και το πεπερασμένο αυτής στιγμάτισε την πορεία του ανθρώπου και χρωμάτισε με έντονο τρόπο τον πολιτισμό του. Το άτομο, μοναχικός διαβάτης δίπλα σε ένα πλήθος συνανθρώπων, στην αέναη προσπάθειά του να ξεπεράσει την ατέλειά του και το φόβο του θανάτου αναζητά στιγμές αποφόρτισης όλων των βασανιστικών αισθημάτων του.

  Νιώθει, δηλαδή, βαθιά την ανάγκη να δώσει πειστικές απαντήσεις στα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα και να βιώσει μέσα από αυτές το αίσθημα του κυρίαρχου. Η αναζήτηση, λοιπόν, της δύναμης και της σιγουριάς τον οδηγεί ενίοτε σε μια κατάσταση εσωτερικής ισορροπίας και ευεξίας. Αυτή η κατάσταση, ωστόσο, δεν έχει μόνιμο χαρακτήρα και φαντάζει ως κινούμενος στόχος. Εννοιολογικά ορίζεται ως ευτυχία και ο νοηματικός της προσδιορισμός από τη φύση του είναι δυσχερής.

Ο Αριστοτέλης για την ευτυχία

  

Εκείνο, όμως, που διαχρονικά προβλημάτισε τους φιλοσόφους ήταν ο τρόπος κατάκτησής της. Πρώτος ο Αριστοτέλης διακήρυξε πως απώτατος στόχος κάθε ανθρώπινης πράξης είναι η ευδαιμονία. Για το Σταγειρίτη φιλόσοφο η «ευδαιμονία» συνίσταται στην ομορφιά και την τελειότητα της ύπαρξης καθεαυτήν. Η καθεαυτή, δηλαδή, ευδαιμονία του ανθρώπου είναι η αρετή. Αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας, αφού ο άνθρωπος ωθείται από τη φυσική ορμή του να σχηματίσει κοινωνίες («άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον»).

Ο ενάρετος, επομένως, άνθρωπος μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα στην κοινωνία και ιδιαίτερα στην τέλεια κοινωνία, την πόλη – κράτος. Ο Αριστοτέλης, δηλαδή, έδωσε στην Ευτυχία κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Η ευδαιμονία και η αυτοεκπλήρωση δεν μπορούν να βιωθούν έξω από την κοινωνία και μόνο με την προσωπική απομόνωση. Σε κάθε βίωμα ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης ανιχνεύει κοινωνικό και πολιτικό χρώμα. Γι’ αυτό και βασικό στοιχείο της πολιτικής του φιλοσοφίας είναι η ιδέα ότι η αποστολή του κράτους είναι να καθιστά δυνατή την ανάπτυξη και την ευδαιμονία του πολίτη.

«Λάθε βιώσας» και Επίκουρος

  Στην αριστοτελική, όμως, θεώρηση της ευδαιμονίας – ευτυχίας αντιτάχτηκαν οι φιλόσοφοι των Ελληνιστικών χρόνων (Κυνικοί, Σκεπτικοί, Επικούρειος, Στωϊκοί). Οι παραπάνω φιλόσοφοι ανέδειξαν τον προσωπικό χαρακτήρα της ευτυχίας που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από διαδικασίες αποφυγής των δοκιμασιών της ζωής. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.). Οι αιτίες αυτής της διαφοροποίησης βρίσκονται στην κατάρρευση της πόλης – κράτους και στην αδυναμία του πολίτη να αντλήσει την ευδαιμονία του από την ασφάλεια που παραδοσιακά του παρείχε η πολιτεία με τους θεσμούς και τους νόμους της.


  Αυτήν την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας των πόλεων – κρατών την ακολούθησε ο προσωπικός δρόμος της επιβίωσης και της νοηματοδότησης της ύπαρξης. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο φυσικό ήταν να αναδειχθεί ως πρότυπο ζωής και ατομική αξία ο άνθρωπος – ιδιώτης. Η ανεξαρτησία και η ευτυχία συναρτάται πλέον από την απομάκρυνση από την πολιτική δράση. Στην θέση της πολιτικής μπαίνει πλέον ο κοσμοπολιτισμός, αφού και οι γενικότερες συνθήκες ευνοούσαν κάτι τέτοιο.

«Πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά της καθημερινότητας και της πολιτικής»

(Επίκουρος)

  Σε μια εποχή, λοιπόν, κατά την οποία η δημόσια ζωή ήταν απρόβλεπτη και ρευστή ο Επίκουρος πρότεινε την αναζήτηση της ευδαιμονίας στην προσωπική τους ζωή. Για τον Επίκουρο η ηδονή αποτελεί τον τελικό σκοπό της πράξης κάθε ανθρώπου. Τελικός σκοπός δεν είναι η θετική ηδονή, αλλά η αποφυγή του πόνου (άλγος). Κατεξοχήν, όμως, εκείνο που πρότεινε ο Επίκουρος ως αναγκαία προϋπόθεση για την πραγμάτωση της ευδαιμονίας ήταν η αποχή από την πολιτική. Η συμπύκνωση αυτής της θέσης βρήκε έκφραση στο γνωστό «Λάθε βιώσας» (ζήσε απαρατήρητος).

Η εμβληματική αυτή θέση – φράση εμπεριέχει την αποδέσμευση του ατόμου από προγενέστερα ιδανικά και αξίες, όπως η επιδίωξη της υστεροφημίας. Για τον Επίκουρο η ευτυχία καθίσταται εφικτή όχι μόνο μέσα από την απελευθέρωση του ανθρώπου από το φόβο του θανάτου αλλά κι από τον εκούσιο εγκλεισμό του στον προσωπικό χώρο. Με άλλα λόγια το «Λάθε βιώσας» προκρίνει μια απόδραση από την πολιτική και την πόλη.

«Αν και η προστασία από τους ανθρώπους επιτυγχάνεται, ως ένα βαθμό, χάρη σε μια σταθερή δύναμη και στον πλούτο, πραγματική ασφάλεια έχει κανείς όταν αυτή απορρέει από την ήσυχη ζωή και την απομάκρυνση από το πλήθος»

(Επίκουρος)

Η ευτυχία και η «κόλαση των άλλων»

Η θέση του Επίκουρου «Λάθε βιώσας» βρήκε δικαίωση σε μια άλλη εμβληματική φράση του Ζαν Πωλ Σαρτρ «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Η κοινωνία και οι «άλλοι» στενεύουν την ελευθερία του ανθρώπου, περιορίζουν την αυτονομία του και υποσκάπτουν την αυτοβουλία και το αυτεξούσιό του. Η καθημερινότητα και ο κοινωνικός συγχρωτισμός δημιουργούν ανελεύθερες συμβάσεις που αποδομούν τα βάθρα της εσωτερικής πληρότητας, δηλαδή, της ευτυχίας «πρέπει να απαλλάξουμε τον εαυτό μας από τα δεσμά της καθημερινότητας και της πολιτικής», (Επίκουρος).

Ο «άνθρωπος» σύμφωνα με το Επικούρειο σύνθημα «Λάθε βιώσας» προηγείται οντολογικά και αξιολογικά του «πολίτη». Γιατί δεν μπορείς να είσαι ελεύθερος, άρα και ευτυχισμένος όταν η ζωή σου εξαρτάται από τη γνώμη των πολλών και από την εξουσία του ενός (πολιτικού ηγεμόνα). Βέβαια, ο Επίκουρος δεν πρόβαλε ως κοινωνική αρετή τον ατομικισμό, όπως λανθασμένα υποστηρίχθηκε, αλλά διεκδίκησε το δικαίωμα να υπάρχει ο άνθρωπος ανεξάρτητος από το άγχος να αρέσει στους πολλούς κι από το φόβο της εξουσίας των πολιτικών.

«Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους πολλούς. Αφενός δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς κι αφετέρου, τα όσα ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από τη δική τους αντίληψη»

( Επίκουρος)

  Η επικούρεια ευδαιμονία αρνείται την ευτυχία και την ασφάλεια της αγέλης που επιβάλλουν οι κοινωνικές συμβάσεις μέσα από τους ισοπεδωτικούς μηχανισμούς της ομοιομορφίας. Για τον Επίκουρο το πρόσωπο του ανθρώπου στην πόλη χάνεται και εκείνο που κυριαρχεί είναι η ανωνυμία και η επιθυμία για υποταγή. Τα ομοιόμορφα ανθρωπάκια του Γαϊτη και το σκηνικό που κατέγραψε ο Όργουελ («1984») δικαιώνουν πανηγυρικά το «λάθε βιώσας». Γιατί ο μαζάνθρωπος δεν είναι ούτε πολίτης, ούτε άνθρωπος.

  Βέβαια η Επικούρεια Ηθική του βίου, όπως εκφράστηκε από το «Λάθε βιώσας», συνιστούσε πράγμα αδιανόητο για τους Έλληνες της κλασικής εποχής, όπου η συμμετοχή στα κοινά αποτελούσε κοινωνική αξία και ατομική αρετή. Το «Λάθε βιώσας» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την άποψη του Περικλή για τον «απράγμονα». Ειδικότερα, ο Περικλής στον Επιτάφιό του θεωρούσε επιβεβλημένη τη συμμετοχή του ατόμου στα κοινά και αποδοκίμαζε εμφαντικά την πολιτική απάθεια:«Ένι τε τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια….˙ μόνοι γαρ τον τε μηδέν των δε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν». Για τον κλασικό άνθρωπο η πολιτική συμμετοχή συνιστούσε χρέος και όχι μόνο δικαίωμα. Η ιδιώτευση και η αποχή από τα κοινά ήταν κατακριτέα ως στάση ζωής και επέφερε τιμωρία «άτιμον είναι».

Επιμύθιο

  Δυο κόσμοι, λοιπόν, διαφορετικοί, αφού εξέφρασαν νέες ανάγκες ζωής που επέβαλαν τα νέα πολιτικά δεδομένα της Ελληνιστικής περιόδου. Εξάλλου, τα ερωτήματα για την ευτυχία, την πολιτική, την κοινωνία και την Ηθική τίθενται καθημερινά και χρήζουν απαντήσεων που να αποτυπώνουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Μπορεί η ζωή μας να είναι μέσα στο πλήθος αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα αυτοκαταργηθούμε ως ατομικές οντότητες που αναζητούν μέσα από προσωπικές στρατηγικές και διαδρομές την ευδαιμονία.

«Το ευδαίμον και το μακάριον ου χρημάτων πλήθος ουδέ πραγμάτων όγκος, ουδ’ αρχαί τινές έχουσιν, ουδέ δυνάμεις, αλλά αλυπία και πραότης παθών και διάθεσις ψυχής το κατά φύσιν ορίζουσα»

(Επίκουρος)

­

***Το άρθρο αποτελεί διασκευή από κείμενο του βιβλίου του Ηλία Γιαννακόπουλου «ΙΔΕΟπολις».

Σημειώσεις:

1.  «Και μπορούν οι ίδιοι να ασχολούνται ταυτόχρονα τόσο με τις ιδιωτικές τους υποθέσεις όσο και με τις δημόσιες… Γιατί μόνον εμείς αυτόν που δεν συμμετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε ήσυχο, αλλά άχρηστο», (ελεύθερη μετάφραση).

2.  Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τις φέρνουν ούτε το πλήθος των χρωμάτων ούτε ο όγκος των πραγμάτων, ούτε οι εξουσίες, ούτε οι δυνάμεις, αλλά η απουσία λύπης και η πραότητα και η διάθεση της ψυχής, όπως ορίζει η φύση.

 

 

ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΠΟΛΕΜΗ ''ΣΤΗΝ ΠΑΡΓΑ ΠΙΣΩ'' ένα συγκλονιστικό ποίημα για την τραγική ιστορία των κατοίκων της Πάργας.

  Ιωάννη  Πολέμη  «ΣΤΗΝ ΠΑΡΓΑ ΠΙΣΩ»


Και μ΄ όλο το τρισκότοδο τους γνώρισα απ΄ αλάργα

στη στράτα και στα ξώστρατα, που παν κατά την Πάργα.

Δεν ήταν ούτε δέκα, ούδ΄ εκατόν. Καθείς στο χέρι εκράτει
κι΄ από ΄να σάκκον τρίχινο, κι΄ οι σάκκοι ήταν γεμάτοι.

Κι΄ εκείνοι σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι γάμου,
λες κι΄ είχαν όλοι τους φτερά και δεν πατούσαν χάμου.
-Κι΄ αν είστε και φαντάσματα μπορώ να σας ρωτήσω.
    Που πάτε τόσο βιαστικά?

-Πάμε στην Πάργα πίσω.
-Και μες΄ στους σάκκους τι έχετε κρυμμένα, βρυκολάκοι,
-Με πεθαμένων κόκκαλα γεμάτοι είν΄ όλοι οι σάκκοι.
Διαβάτη δεν τα γνώρισες  τ΄Αλή-Πασά τα χρόνια.
Σταλμένος απ΄ τα Τάρταρα τα μαύρα καταχθόνια,
σα να βουλήθηκε απ΄ τη γη κάθε καλό να λείψει,
έσπερνε το ξολόθρεμα, το χαλασμό, τη θλίψη.

Τότε στα χέρια του έπεσε κι΄ η Πάργα, η παινεμένη.
Μα η Πάργα κιαν  σκλαβώθηκε, ψυχή δεν απομένει.
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά και νιοι και γέροι κι΄ όλοι
αφήνοντας παντέρημη τη σκλαβωμένη πόλη,
εξεκινήσαμε μαζί να βρούμε αλλού πατρίδα.

Πως το θυμούμαι! Συμφορές πολλές στον κόσμο είδα
και γνώρισα στη ζήση μου, καμμιά όμως σαν εκείνη,
Μια είν΄ η πατρίδα καθενός, δεύτερη δεν θα γίνει!...

Πριν ξεκινήσουμε μαζί τη νύχτα με φανάρια
στο κοιμητήρι επήγαμε κρατώντας τα΄ αξινάρια,
κι΄ απ΄ άκρη ως άκρη σκάβοντας το κάναμε χωράφι
κι΄ ανοίξαμε τα μνήματα κι΄ έγιναν λάκκοι οι τάφοι,
και πήραμε τα κόκαλα και τους σταυρούς ακόμα,
για να μη μείνει τίποτα στο σκλαβωμένο χώμα.

Και φύγαμε. Περνά καιρός και εμείς αγάλι-αγάλι
πεθαίναμε κι η μια γενιά κληρονομάει την άλλη.
Ως ότου χθες μεσάνυχτα, κράζοντας πέρα ως πέρα
μια σάλπιγγα ετρικύμησε τον ξάστερον αγέρα
σαν τα΄ Αρχαγγέλου η σάλπιγγα για την στερνή την κρίση.
Τα κόκαλα, που λευτεριά τους είχαμε χαρίσει
κι΄ ανήσυχα, ανυπόμονα την ώρα καρτερούσαν,
(γιατί στην έρμη ξενιτιά την Πάργα ελαχταρούσαν)
πήραν φωνή, κι΄ ανάκραζαν, φωνή βαθειά μεγάλη:
-«Η Πάργα ξεσκλαβώθηκε, πηγαίνετέ μας πίσω πάλι».


25 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 200 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ [ΠΡΟΕΔΡΟΣ] 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ.

 Γιέ μου.

Γιε μου, είν’ ο πόνος μου αβάσταχτος καλέ μου

που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς

Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς

Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου
σ’ έναν δρόμο λασπωμένο
θα ’σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό

Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πώς πονώ

Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου
οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά

Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά.

ΕΠΕΙΔΗ Σ' ΑΓΑΠΩ

Επειδή σ’ αγαπώ
ως και οι πέτρες ανθίζουν στη γλάστρα
επειδή σ’ αγαπώ
το φεγγάρι φιλιέται με τ’ άστρα
επειδή σ’ αγαπώ
σ’ αγαπώ γράφω σ’ όλους τους στίχους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαγρυπνώ στης καρδιάς σου τους ήχους

Επειδή σ’ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ’ αγαπώ

Επειδή σ’ αγαπώ
τα λαμπιόνια του ο ήλιος ανάβει
επειδή σ’ αγαπώ
το κρεβάτι μας είναι καράβι
επειδή σ’ αγαπώ
το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει
επειδή σ’ αγαπώ
τούτη η λέξη ποτέ δε παλιώνει

Επειδή σ’ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ’ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ’ αγαπώ.

ΑΠΟΝΗ ΖΩΗ

Άπονη ζωή μας πέταξες στου δρόμου την άκρη μας αδίκησες 
ούτε μια στιγμή δεν ήρθες να μας διώξεις το δάκρυ μας κυνήγησες 
το κρίμα μας βαρύ μας γέννησες φτωχούς με την καρδιά πικρή γεμάτη στεναγμούς Άπονη ζωή δεν θέλαμε παλάτια κι αστέρια να μας χάριζες μια μπουκιά ψωμί για μας τα ορφανά περιστέρια ας χαλάλιζες μας έδειρε ο βοριάς μας ήπιε η βροχή το αίμα της καρδιάς γιατί είμαστε φτωχοί.

Ο ΔΡΟΜΟΣ

Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
κάποιος την έγραψε στον τοίχο με μπογιά
ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία
κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά

Κι ύστερα πέρασε ο καιρός κι η ιστορία
πέρασε εύκολα απ’ τη μνήμη στην καρδιά
Ο τοίχος έγραφε «μοναδική ευκαιρία
εντός πωλούνται πάσης φύσεως υλικά»

Τις Κυριακές από νωρίς στα καφενεία
κι ύστερα γήπεδο, στοιχήματα, καβγάς
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία
είπανε όμως πως την έγραψαν παιδιά.

ΚΑΝΤΖΑ 24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Φρίντριχ Νίτσε, Μπρεχτ.

 ΜΠΡΕΧΤ

Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει

 

Ποιος έχτισε τη  Θήβα την εφτάπυλη;

Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.

Οι βασιλιάδες κουβαλήσαν τα αγκωνάρια;

Και τη χιλιοκαταστρεμένη Βαβυλώνα

Ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές; Σε τι χαμόσπιτα

Της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;

Τη νύχτα που το Σινικό Τείχος αποτελειώσαν

Πού πήγανε οι χτίστες; Η μεγάλη Ρώμη

Είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;

Πάνω σε ποιους θριαμβεύσανε οι καίσαρες;

Το Βυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο μόνο

Παλάτια είχε για τους κατοίκους του;

Ακόμη και στη μυθική Ατλαντίδα

Τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα

τ’ αφεντικά βουλιάζοντας με ουρλιαχτά

τους σκλάβους τους καλούσαν.

 

Ο νεαρός Αλέξανδρος υπόταξε τις Ινδίες

Μοναχός του;

Ο Καίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.

Δεν είχε ούτε ένα μάγειρα μαζί του;

Ο Φίλιππος της Ισπανίας έκλαψε όταν η αρμάδα του

Βυθίστηκε. Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;

Ο Μέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον εφτάχρονο τον πόλεμο.

Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;

 

Κάθε σελίδα και μια νίκη.

Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;

Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άνδρας.

Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;

 

Πόσες και πόσες ιστορίες.

Πόσες και πόσες απορίες;

 

Μπρεχτ, Πρόσωπα/ιδέες,εκδ. Πλέθρον


Ο Μοναχικός– Φρίντριχ Νίτσε


“Σιχαίνομαι ν’ ακολουθώ, σιχαίνομαι και να καθοδηγώ.

Να υπακούω; Όχι! Και να κυβερνώ; Ούτε και τούτο!

Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό του, φόβο δεν προκαλεί.

Και μόνον όποιος φόβο προκαλεί, μπορεί να οδηγήσει άλλους.

Σιχαίνομαι ακόμα και να καθοδηγώ τον εαυτό μου!

Μ’ αρέσει, όπως στα ζώα του δάσους και της θάλασσας,

να χάνομαι για λίγο.

Nα κάθομαι ανακούρκουδα σε μια ερημιά

και να στοχάζομαι,

να ξαναφέρνω πάλι πίσω τον εαυτό μου από μακριά,

πλανεύοντάς τον για να γυρίσει ξανά σ’ εμένα.”

Σβήσε τα μάτια μου – Ράινερ Μαρία Ρίλκε.


“Σβήσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ’ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.”

Η θάλασσα – Ντίνος Χριστιανόπουλος


“Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.”