Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.1.22

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κώστας Βάρναλης - Ποιήματα

Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884 - Αθήνα 1974): ποιητής,

πεζογράφος καὶ δοκιμιογράφος μὲ διαλεκτικὴ ὑλιστικὴ ὀπτικὴ τῆς τέχνης.

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. 

Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι.

 Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

 

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου.

Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό. Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι• ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό. 

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά! 

Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή. 

Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά. 

Kαι ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα. 

Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ. 

Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό! 

Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ. 

Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός! 

Δούλεβε για να στουμπώσει όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τι, να ζητάς την αρετή!

– Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! – Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! – Aντραλίζομαι!… Πεινώ!… – Σουτ! Θα φας στον ουρανό! K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ’ εγώ, του θεού τ’αβασταγό! 

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ! 

Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν’ η ζωή), η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!… 

Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά. Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: – «Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών! 

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί! 

Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!…» Mα με την κουβέντ’ αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί. Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια:

 – «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. 

Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί. 

Mη χτυπάς τον αδερφό σου – τον αφέντη τον κουφό σου! 

Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό. 

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! 

Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ’ έχ’ η πλάση πρασινίσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».


Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι)

Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.

Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς

μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»

«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»


Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.

Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.

Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-

ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.


Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...

Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.

Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;

Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!


Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,

ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!

Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει

καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.


Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,

τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν

κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,

νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!


Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει

(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)

σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει

κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!


Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .

καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .

νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,

τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.


Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,

μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,

(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι

ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ

τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,

ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,

ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.


Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι

καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια

καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,

τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.


Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,

γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .

Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,

λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.


Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,

ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.

Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,

δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!


Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,

ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.

Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.

Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.


Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου

στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!

Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)

δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!


Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .

Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη

κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,

τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.


Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα

σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»

Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!

Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα.



Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει»

Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω

ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ

στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω

ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.


Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας

μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ

χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας

ἥλιος χωρὶς μαντύ.


Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,

τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ

καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι

ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.


Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου

τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ

τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου

νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.


Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους

ὡς μέσα στὸ νερὸ

τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους

νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.


Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου

μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ

καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,

πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.


Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,

στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους

καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,

μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ....


Ὀρέστης

Σέλινα τὰ μαλλιά σου μυρωμένα,

λύσε τα νὰ φανεῖς, ὡς εἶσαι, ὡραῖος,

καὶ διῶξε ἀπὸ τὸ νοῦ σου πιὰ τὸ χρέος

τοῦ μεγάλου χρησμοῦ, μιὰ καὶ κανένα

τρόπο δὲν ἔχεις ἄλλονε! Καὶ μ᾿ ἕνα

χαμόγελον ἰδὲς πῶς σ᾿ ἔφερ᾿ ἕως

στοῦ Ἄργους τὴν πύλη ὁ δρόμος σου ὁ μοιραῖος

τὸ σπλάχνο ν᾿ ἀφανίσεις ποὺ σ᾿ ἐγέννα.

Κανεὶς δὲ σὲ θυμᾶτ᾿ ἐδῶ. Κι ἐσὺ ὅμοια

τὸν ἑαυτό σου ξέχανέ τον, κι ἄμε

στῆς χρυσῆς πολιτείας τὰ σταυροδρόμια

καὶ τὸ ἔργο σου σὰ νὰ ᾿ταν ἄλλος κάμε.

Ἔτσι κι ἀλλιῶς, θὰ παίρνει σε ἀπὸ πίσου

γιὰ τὸ αἷμα τῆς μητρός σου γιὰ ἡ ντροπή σου.


Οἱ μοιραῖοι

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,

μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,

(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)

ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,

ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,

νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.


Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο

καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,

ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο

τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!

Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται

ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!


(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα

καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,

ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα

γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,

λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,

χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)


Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ

τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα

στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,

στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη

κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.


-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!

--Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!

-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!

--Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!

«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα

δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.


Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,

σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα

ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:

δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!

προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!


Καλή ανάγνωση και καλή αυτογνωσία.

Σε χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια προσέγγιση Επικούρειος Πέπος ο Γοργογυραίος.


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Κάψε, σκάψε, θάψε Δημήτρης Νανούρης.

Αποτίοντας τιμή στον Κωστή Παλαμά, που γεννήθηκε τέτοιες μέρες το 1859, υπενθυμίζω ορισμένα από τα πάντα επίκαιρα «Σατιρικά γυμνάσματα», στα οποία καυτηριάζει με προφητική οξυδέρκεια τις αιώνιες παθογένειες του λαού και του τόπου:

Στ' ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου, και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι/ κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου./ Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,/ ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,/ οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,/ κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες/ και της γραμματικής οι μανταρίνοι/ και της πολιτικής οι φασουλήδες,/ ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!/ –Αμάν! Αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου!–/ Βυζαντινοί - Γασμούλοι - Λεβαντίνοι./ Ρωμαίικο, νά! Με γεια σου, με χαρά σου.

Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους. Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν/ όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους./ Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν./ Νά το ρουσφέτι νά κι η ελληνικούρα,/ τ’ άρματά τους. Με κείνα μάς χαλάσαν./ Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα./ Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος./ Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα./ Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος/ κάθε λογής τζουτζέδων και πιερότων/ κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος/ μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.

Προγόνους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,/ όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,/ όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,/ όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,/ του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,/ τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,/ Ομηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,/ καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,/ Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες./ Ολα φκιάσ’ τα γκιουβέτσι και σαλάτα,/ νά και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,/ και τα βιολιά, και ρίξου τους και φάτα./ Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.

Ιδεολόγοι και νιτερεσολόγοι/ κι όσους μεθάνε της ζωής οι χάρες/ κι εσείς με του ασκητή το κομπολόγι/ κι εσείς, τραγουδιστές με τις κιθάρες/ κι εσείς που τη ζωή κατάρα κλαίτε/ κι εσείς με των παθών τις λιγωμάρες/ κι εσείς που σε νερά γαλήνης πλέτε/ των «όλα αλλάζουν» οι διαλαλητάδες/ κι όσοι στο γυρισμό των ίδιων καίτε/ λιβάνι, κι όσοι καταφρονητάδες/ των όχλων κι εσείς οι άθεοι κι όσοι θρήσκοι/ κι εσείς, των προλετάριων οι λαμπάδες/ κι όλοι, υπεράνθρωποι, άνθρωποι, ανθρωπίσκοι!

Γυναίκα, αν θες αντρίκεια να δουλέψεις/ για τον ξεσκλαβωμό σου, δε σε φτάνει/ να κάψεις, να σκορπίσεις, να ξοδέψεις/ το χρυσάφι, τη σμύρνα, το λιβάνι/ στο νέο βωμό. Μέσα σου πρώτα κάψε/ το τριπλό ξόανο που τους δούλους κάνει:/ Συνήθεια, Κέρδος, Πρόληψη. Και σκάψε/ και του παλιού καιρού τα παραμύθια/ κι ας είν’ όμορφα, μια για πάντα θάψε./ Α! τα μεστά καμαρωτά σου στήθια/ βραχνάς τα πνίγει, πνίχ’ τον, πολεμίστρα/ για την Αγάπη και για την Αλήθεια./ Πάντα μαζί σου κι η Ομορφιά η μεθύστρα.

Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι./ Ο λαός είναι τίποτε και είν’ όλα/ είναι του εκδικητή το γιαταγάνι/ κι είν’ η μαϊμού η ξαδιάντροπη, η μαριόλα/ και η ρίζα και η κορφή, ο στερνός κι ο πρώτος/ κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα/ κι ο αρχαίος Αθηναίος κι ο Οτεντότος./ Στο τραγούδι του αηδόνι αναστενάζει,/ στο θυμό του της αστραπής ο κρότος./ Σαν τρώει τα σπλάχνα του λαού μαράζι,/ κανείς πλαστουργός ήρωας, κανείς θεός./ Η δόξα, όπου κι αρχόντοι και βαστάζοι/ με μια σφραγίδα σφραγισμένοι: Λαός.

Πηγή: meteoros@efsyn.gr

ΓΛΩΣΣΟδρόμιον ."Τα φαινόμενα απατούν…" Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Ακτίς αελίου, το κάλ/λιστον επταπύλω φανέν/ Θήβα των πρότερον φάος,/ εφάνθης ποτ’…».(Σοφοκλής, «Αντιγόνη»)

Ο Σοφοκλής δια στόματος Χορού χαιρετίζει το φως (φάος) του ήλιου και το θεωρεί το πιο όμορφο για την επτάπυλη Θήβα. Η παρουσία τριών τύπων του ρήματος φαίνομαι είναι καταλυτική (φάοςφανένεφάνθης).

«Τα δε αντίκ’ εις το φως φανεί κακά/ εκόντα κουκ άκοντα»

(Σοφοκλής, «Οιδίπους Τύραννος»)

Ο Εξάγγελος προοικονομεί την αποκάλυψη των ανοσιουργημάτων του Οιδίποδα που διέπραξε αγνοώντας την ταυτότητά του (φωςφανεί).

«Και έθετο αυτούς ο θεός εν τω στερεώματι του ουρανού, ώστε φαίνειν επί της γης».(Γένεσις, 1,17)

Στη «Γένεση» περιγράφεται ο τρόπος δημιουργίας του σύμπαντος και των δύο μεγάλων αστεριών, του Ήλιου και της Σελήνης, για να φωτίζουν την Γη.

Το πλήθος των ρηματικών τύπων και των παραγώγων του (ουσιαστικών και επιθέτων ή επιρρημάτων) φαίνω-ομαι κοσμεί τον αρχαίο λόγο όσο και τον νεοελληνικό. Ετυμολογικά το ρήμα φαίνω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bha (λάμπω, φωτίζω) με προσθήκη του έρρινου προσφύματος -ν- και αργότερα του ενεστωτικού επιθήματος -jω-. Έτσι από το θέμα *φαν-σχηματίστηκαν οι περισσότεροι τύποι του φαίνω-ομαι.

«Οι Φαναριώτες κατείχαν σημαντικά αξιώματα στην κρατική διοίκηση κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Το Φανάρι διέψευσε τις πληροφορίες για ασθένεια του πατριάρχη. Η διαρκής Ιερά Σύνοδος τάχτηκε αναφανδόν υπέρ της συνέχισης του διαλόγου με το οικουμενικό πατριαρχείο. Το ιερό φως των Αγίων Τόπων θα διέλθει από τις νησιωτικές περιοχές της χώρας μας».

Οι λέξεις Φαναριώτεςφανάριαναφανδόν και φως έλκουν την καταγωγή τους από το ρήμα φαίνω-ομαι. Η πρωτογενής μορφή του ρήματος ήταν: Φα-ν-j(είμαι, γίνομαι αντιληπτός με την όραση). Οι παράγωγες λέξεις του φαίνομαι που κυριαρχούν στο λόγο μας είναι: φάσηφάσμαφαινόμενοέμφασηαφάνειααπόφασηφαντασίαεμφάνισηαφανήςπροφανήςεμφανήςδιαφάνειαπεριφανήςφαινομενικόςάφαντοςφαεινόςαποφασιστικόςφάντασμαφανερόςφανόςφανοποιείον.

Το πλήθος των λέξεων – παραγώγων του φαίνω-ομαι καταδεικνύει την αξία και τον ρόλο του στον εμπλουτισμό της επικοινωνίας μας.

α.«Η στρατιωτική άσκηση θα διεξαχθεί σε τρεις φάσεις»β.«Το υπουργικό συμβούλιο εξήτασε όλο το φάσμα των τελευταίων εξελίξεων»γ.«Ο φασματικός χαρακτήρας της σύγχρονης ελευθερίας είναι προϊόν των ψευδαισθήσεων που γεννά η ικανοποίηση των καταναλωτικών μας αναγκών»δ.«Η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού τροπαίου βγήκε από την ποδοσφαιρική αφάνεια της τελευταίας δεκαετίας»ε.«Η φαντασία συνιστά το βασικό πυλώνα της καλλιτεχνικής δημιουργίας»στ.«Η εμφάνιση της ομάδας ήταν αποκαρδιωτική»ζ.«Η επιχείρηση έκλεισε προφανώς για λόγους οικονομικούς»η.«Η απόφαση της κυβέρνησης για διαφάνεια στα δημόσια έργα είναι αμετάκλητη»θ.«Τα έντονα καιρικά φαινόμενα των τελευταίων χρόνων προβληματίζουν τους μετεωρολόγους»ι.«Οι φαεινές ιδέες των συμβούλων παρέσυραν το διοικητή του οργανισμού σε λανθασμένες ενέργειες»ια.«Η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα κάθε εχθρική εισβολή»ιβ.«Σύμφωνα με απόφαση της Νομαρχίας τα φανοποιεία θα μείνουν κλειστά το απόγευμα της Τρίτης»ιγ.«Ο κακοποιός μετά τη διάπραξη του εγκλήματος έγινε άφαντος»ιδ.«Έγιναν πλέον φανεροί οι στόχοι των Αμερικανών με την εισβολή τους στο Ιράκ»ιε.«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: Το φάντασμα του κομμουνισμού» (Κομμουνιστικό μανιφέστο).

Εκτός από την κυριολεκτική του σημασία το φαίνομαι απαντάται και με άλλες σημασίες, όπως αυτές αναδύονται από τα παραδείγματα: α.«Έλα πιο κοντά, δεν φαίνεσαι από τόσο μακριά» (κυριολεκτική), β.«Η επιχείρηση φαίνεται πως πάει καλά» (δίνει την εντύπωση), γ.«Δεν φάνηκες αντάξιος της εμπιστοσύνης μου» (αποδείχτηκες), δ.«Αφού δεν τηλεφώνησε, φαίνεται πως απουσιάζει» (είναι πιθανόν), ε.«Από τα λεγόμενά του φαίνεται πως είναι αμετανόητος» (συνάγεται), στ.«Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται»ζ.«Είσαι και φαίνεσαι»η.«Έτσι μου φαίνεται»θ.«Σαν όνειρο μου φαίνεται», ι. «Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται».

Τα «φαινόμενα»

Η ουσιαστικοποιημένη μετοχή στην πορεία του χρόνου έλαβε πολλές σημασίες κι ενσωματώθηκε σε πολλά πεδία της γλωσσικής αλλά και πνευματικής μας επικοινωνίας. Στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, όπου αναζητείται η ουσία των όντων (οι «ιδέες»),τα «φαινόμενα» αντιπαρατίθενται με την αληθινή ουσία του κόσμου.."Tα ουν εμοί φαινόμενα ούτω φαίνεται"

                          Ωστόσο τα «φαινόμενα απατούν».

Η φαινομενολογία

Η φαινομενολογία αποτελεί ένα φιλοσοφικό κίνημα που βασίζεται στην διερεύνηση των φαινομένων. Δηλαδή εκείνων των πραγμάτων που γίνονται αντιληπτά ενσυνείδητα, με τις αισθήσεις και όχι με μηχανισμούς που βρίσκονται έξω από τα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας. Πατέρας αυτής της φιλοσοφικής σχολής θεωρείται ο Χούσερλ.

«Θειότατον φαίνεται»

Ο Ηρόδοτος αποδίδει κάποια γεγονότα του Πελ/κού πολέμου στην θεϊκή παρέμβαση.«Τούτο μοι θειότατον φαίνεται γενέσθαι»

Ο Οιδίποδας

Η τραγωδία του Οιδίποδα συνίσταται στο γεγονός ότι διαπράττει ανοσιουργήματα για να αποφύγει την μοίρα του προκαλώντας, όμως, ταυτόχρονα το ριζικό του. Γι’ αυτό ομολογεί, μετά την αποκάλυψη, πόσο δυστυχισμένος είναι, κι ας φαίνεται σε κάποιους δίκαιος.

«φαίνη δίκαιος, δρων δ’ εφευρίσκη κακά…/ Ει δ’ αν φανείς δύστηνος, ως εγώ ‘φάνην»»

(φαίνεσαι δίκαιος, αλλά κάνεις αδικίες/ Κι αν, δυστυχισμένος σαν εφάνηκα, καθώς φάνηκα τότε…, «Οιδίπους επί Κολωνώ»)

­Στη στήλη αυτή "ΓΛΩΣΣΟδρόμιον"  θα ανιχνεύονται οι σημασίες των λέξεων καθώς και οι υπόγειες διαδρομές της γλώσσας μας.

ΓΛΩΣΣΟδρόμιον: Ο γέγονε, γέγονε… Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «και αν ποταμοίο ρέεθρα/ Ωκεανού, ος περ γένεσις πάντεσσι τέτυκται»

(Ιλιάδα, Ξ, 245-46)

Ο Όμηρος δια στόματος Ύπνου σε μια αποστροφή του προς την Ήρα προβαίνει σε μία διαπίστωση – καθολικά αποδεκτή – πως όλα κατάγονται από το νερό – Ωκεανό (γένεσις).

«ουκ αν έμοι γε ελπομένω τα γένοιτο».(Οδύσσεια, Γ, 228)

Ο Τηλέμαχος απογοητευμένος από τις πληροφορίες για τον γυρισμό του πατέρα του Οδυσσέα απορρίπτει κάθε λόγο παρηγοριάς και δεν ελπίζει τίποτα (γένοιτο).

«Δαρείου και Παρυσάτιδος γίγνονται παίδες δύο»

Οι προβεβηκότες τη ηλικία (ηλικιωμένοι) και όσοι μίσησαν τα αρχαία Ελληνικά ταύτισαν την εφηβεία τους με την παραπάνω φράση που είναι η αρχή του έργου του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις».

Το ρήμα γίγνομαι με τους διάφορους τύπους και χρήσεις του κυριαρχεί στο λόγο μας από την Ομηρική εποχή «βαδίζοντας»ετυμολογικά και σημασιολογικά με το ρήμα γεννώ με τα πολλά παράγωγα, όπως: νεογνός, γενεά, γένεσις, γενέτειρα, γένεθλον, γενήτωρ. Η ριζική – αρχική του σημασία είναι έρχομαι σε κατάσταση ύπαρξης – στη ζωή/ γεννιέμαι/ παράγομαι… (*γίγνομαι… γε-γένομαι, ρίζα *γεν-).

α.«Πολλά στοιχεία της παράδοσής μας μεταβιβάζονται από γενεά σε γενεά χωρίς διακοπή»β.«Το γένος των Ελλήνων μπορεί να υπερηφανεύεται για την πλούσια παράδοσή του»γ.«Η γενέθλια ελληνική γη δίδαξε στους κατοίκους της τη λιτότητα, το μέτρο και την αγάπη προς την ελευθερία»δ.«Γενεσιουργός αιτία του Ελληνικού πολιτισμού υπήρξε επίσης η διαρκής αμφισβήτηση και η αναζήτηση νέων μορφών σκέψης και ζωής»ε.«Δεν συνιστά, λοιπόν, προγονοπληξία η λατρεία του παρελθόντος, όταν αυτό μπορεί να διδάσκει ακόμη».

Τα άλλα θέματα – ρίζες του γίγνομαι είναι τα: *γν-*γον-*γενν-. Από αυτά προέρχεται ένα πλήθος ουσιαστικών και επιθέτων. Έτσι όλα τα παράγωγα από όλα τα θέματα – ρίζες συγκροτούν ένα σώμα που εμπλουτίζει το λόγο μας.

Οι λέξεις που προέρχονται από τη ρίζα *γεν-του αρχαϊκού γίγνομαι είναι πολλές, όπως: γενεάγένοςγένεσηγονιόςγόνοςγονίδιογόνιμοςγνήσιοςγονικόςγονεύςγενετήργενετήγενιάγενετικήγενετήσιος.

α.«Η γένεση ενός έργου τέχνης προϋποθέτει ένα τράνταγμα ψυχής και μία ανάταση του νου»β.«Ήταν τυφλός εκ γενετής»γ.«Η αβίαστη εξωτερίκευση της γενετήσιας ορμής προσβάλλει την κοινωνική ηθική»δ.«Από την αστυνομία διετάχθη έλεγχος του γενετικού κώδικα του συλληφθέντος»ε.«Η Κρήτη υπήρξε η γενέτειρα του Καζαντζάκη»στ. «Το σπίτι μου είναι προϊόν γονικής παροχής»ζ.«Η δημοκρατία αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια της φιλοσοφικής σκέψης»η.«Ο βραβευθείς ποιητής υπήρξε γόνος αρχοντικής οικογένειας»θ.«Κάθε γονιός φροντίζει για το μέλλον του παιδιού»ι.«Η επιθετικότητα του ανθρώπου είναι εγγεγραμμένη στα γονίδιά (gonidium) του»ια.«Οι γραφολόγοι της εισαγγελίας εξέτασαν τη γνησιότητα του εγγράφου».

Πλήθος, επίσης, σύνθετων λέξεων πλημμυρίζουν το λόγο μας αναδεικνύοντας την κυρίαρχη θέση των παράγωγων εννοιών του γίγνομαι. Μερικές από αυτές είναι: γενεαλογίαγενάρχηςσυγγένειαοικογένειαγενεσιουργόςαπόγονοςπαθογόνοςρυπογόνοςάγονοςνεογνόγενέθλιοςαγέννητοςπρογενέστεροςενδογενήςπρωτογενήςευγένειαγηγενήςεξωγενήςπαλιγγενεσίαπρογόνιπρογονοπληξίαα.«Ο Αβραάμ υπήρξε ο γενάρχης των Εβραίων»β.«Η έξαρση της βίας αποτελεί στοιχείο της κοινωνικής παθογένειας»γ.«Το εργοστάσιο πλαστικών καταδικάστηκε για τις ρυπογόνες ουσίες που εξέπεμπε»δ.«Ο θάλαμος των νεογνών χρειάζεται ανακαίνιση»ε.«Τα αίτια του φανατισμού είναι ενδογενή»στ.«Η πρωτογενής παραγωγή αποτελεί τη βάση μιας υγιούς οικονομίας»ζ.«Η ευγονική ως μέθοδος εφαρμόστηκε από το Χίτλερ»η.«Ο γηγενής πληθυσμός αντιμετώπισε με εχθρότητα την παρουσία πολλών μεταναστών στη χώρα μας»θ.«Η λειτουργία των Μ.Μ.Ε. ανήκει στους εξωγενείς παράγοντες που συντηρούν τα κοινωνικά στερεότυπα»ι.«Ο εορτασμός της εθνικής παλιγγενεσίας ενισχύει το αίσθημα πατριωτισμού των Ελλήνων».

Για πολλούς μελετητές η λέξη γενναίος παράγεται από τη ρίζα *γεν-το γίγνομαι (γενναίος).

Συχνές, επίσης, είναι στο λόγο μας οι φράσεις: α.«Ο γέγονεγέγονε»β.«Καλά τώρα, κουβέντα να γίνεται»γ.«Μην κάνεις έτσι, δεν έγινε και τίποτα»δ.«Τι έγινε και χάθηκες;»ε.«Άφησέ τον, δεν ξέρει τι του γίνεται»στ.«Φύγε μακριά, εδώ γίνεται της τρελής»ζ.«Μόλις τα άκουσα όλα αυτά έγινα έξω φρενών»η.«Μην τρώτε φρούτα που δεν είναι γινομένα»θ.«Πώς έγινε αυτό και δεν το πρόσεξα;»ι.«Τώρα μιληθείτε, γιατί το αίμα νερό δεν γίνεται…».

Είναι γεγονός

Η ουσιαστικοποιημένη μετοχή γεγονός (*γέγονα) χρησιμοποιείται με πολλαπλές σημασίες και αποτελεί αδιαμφισβήτητο στοιχείο της πραγματικότητας: Είναι γεγονός πια η ελευθερία μας/ Τα γεγονότα μάς διαψεύδουν/ Βρέθηκα προ τετελεσμένων γεγονότων

«Εν τω γίγνεσθαι»

Το απαρέμφατο «γίγνεσθαι» αν και αρχαιοπρεπές παραδόθηκε στο λόγο μας και υποδηλώνει την εξέλιξη και τη διαρκή κίνηση, όπως: Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα εν τω γίγνεσθαι/ Το κοσμικό γίγνεσθαι αποτυπώνει την ύπαρξη των συμπαντικών νόμων/ Τα οικονομικά μεγέθη επηρεάζουν και το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Στη «Θεογονία» του Ησιόδου με τη χρήση του εγένοντο περιγράφεται η δημιουργία του κόσμου. Ανάλογη αναφορά γίνεται και στο κεφάλαιο της Γένεσης στην Παλαιά Διαθήκη, όπως:

«Και είπεν ο θεός∙ γενηθήτω στερέωμα… και εγένετο ούτως»

«Ο μη γένοιτο…» «Ο γέγονε, γέγονε»

Οι παραπάνω αρχαιοπρεπείς φράσεις δεσπόζουν στον καθημερινό μας λόγο κι άλλοτε εκφράζουν κάτι που δεν μπορεί να αλλάξει «γέγονε» κι άλλοτε υποδηλώνει το απευκταίον ή ως ευχή «μη γένοιτο».

Επειδή, όμως, η επιστήμη και η φιλοσοφία επισημαίνουν την περατότητά μας, λογικό είναι να συμμορφωθούμε προς την πραγματικότητα αυτή και να θυμηθούμε την διαπίστωση του Χορού στην «Αντιγόνη του Σοφοκλή»:

«Αλλά θεός τοι και θεογεννής/ ημείς δε βροτοί και θνητογενείς» αλλά και τη θέση του Επίκουρου: «Άπαξ άνθρωποι γεγόναμεν, δις δε ουκ έστι γενέσθαι».

­Στη στήλη αυτή «ΓΛΩΣΣΟδρόμιον» θα ανιχνεύονται οι σημασίες των λέξεων καθώς και οι υπόγειες διαδρομές της γλώσσας μας.

ΓΛΩΣΣΟδρόμιον: Το Πάρθιον βέλος και ο Εκηβόλος Απόλλων. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «ή ρ’ αύτις πολεμόν τε κακόν και φύλοπιν αινήν/ όρσομεν, ή φιλότητα μετ’ αμφοτέροισι βάλωμεν».(Ιλιάδα, Δ, 15-16)

Ο Όμηρος καταγράφει τον προβληματισμό των θεών για το εάν θα έπρεπε να ενσπείρουν τον πόλεμο ή τη φιλία μεταξύ Ελλήνων και Τρώων (*βάλωμεν).

«αλλ’ ου τις εδυνήσατε ποιμένα λαών/ ουτάσαι ουδέ βαλείν»/ «χώσατο δ’ Έκτωρ,/ όττι ρα οι βέλος ωκύ ετώσιον έκφυγε χειρός».(Ιλιάδα)

Ο αγαπημένος ήρωας του Ομήρου αλλά και των θεών, ο Έκτωρ, εμφανίζεται να είναι άτρωτος (ουδέ βαλείν) από τους εχρθούς του, ενώ από την άλλη πλευρά περιγράφεται ως θυμωμένος διότι το ταχύ βέλος του έφυγε ματαίως από το χέρι του (βέλος).

Το αρχαιοπρεπές ρήμα βάλλω(βάλλομαι) στον Όμηρο αλλά και στους άλλους συγγραφείς ανευρίσκεται με την έννοια του χτυπώ ή επιτίθεμαι ή πλήττω. Στη νεοελληνική γλώσσα και στην καθημερινή μας επικοινωνία χρησιμοποιείται μεταφορικά, όπως: διαβάλλω – συκοφαντώ ή κατηγορώ κάποιον, καταφέρομαι εναντίον κάποιου, φραστικά – με λόγια, όπως: Ο πρωθυπουργός βάλλεται πανταχόθεν για την οικονομική του πολιτική.

Ωστόσο τα παράγωγά του εμπλουτίζουν τον λόγον μας, είτε με την κυριολεκτική είτε με την μεταφορική τους σημασία…

«Το περιβάλλον του πρωθυπουργού διέψευσε τις πληροφορίες για επικείμενο ανασχηματισμό. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος θεωρεί υπερβολικές τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για καθυστέρηση του κυβερνητικού έργου. Τα βέλη όμως της κριτικής πλήττουν και τον ίδιο τον πρωθυπουργό και τον κατηγορούν για αθέτηση υποσχέσεων και αναβλητικότητα στη λήψη σκληρών μέτρων για την οικονομία».

 Το ρήμα *βάλλω εμφανίζεται με τα εξής θέματα στις παράγωγες λέξεις: α. θ. *βαλ-(βάλλω, βαλτός…), β. θ*βολ-(βολή…), γ. θ. *βελ-(βέβληκα, βέλος…) και δ. θ. *βλη-(βέβλημαι, βλήμα…). Τα δύο –λλ εμφανίζονται μόνο στον Ενεστώτα (βαλ-j-ω) και στον Παρατατικό (έβαλλον). Οι παράγωγες λέξεις έχουν στο θέμα τους μόνο ένα .

Οι εξακολουθητικοί, δηλαδή, χρόνοι (Ενεστώτας, Παρατατικός, διαρκής Μέλλοντας) γράφονται με δύο *λ, ενώ οι στιγμιαίοι (Αόριστος, Παρακείμενος…) με ένα *λ.

Από το θέμα *βαλ- προέρχονται πολλά σύνθετα του βάλλω: α.«Ο κατήγορος κακώς με διέβαλε στους φίλους μου»β.«Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης»γ.«Οι υποψήφιοι καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες για την εισαγωγή τους στα Α.Ε.Ι.»δ.«Ο υπεύθυνος της γιορτής μετέβαλε το αρχικό πρόγραμμα λόγω τεχνικών δυσκολιών»ε.«Ο πρωθυπουργός περιβάλλει με εμπιστοσύνη τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος»στ.«Ο διευθυντής του Ο.Π.Α.Π. υπέβαλε την παραίτησή του στον αρμόδιο υπουργό»ζ.«Ο πρόεδρος του δικαστηρίου απέβαλε από την αίθουσα τους φωνασκούντες πολίτες – ακροατές της δίκης».

Από το θέμα *βολ-προέρχονται οι λέξεις: βολήβόλιπροβολήαμφιβολίαέμβολοεμβόλιουπερβολικόςβολίδαα.«Οι άδικες βολές δεν αγγίζουν την ηθική του δημάρχου»β.«Η προβολή άσεμνων ταινιών απαγορεύεται με ειδικό νόμο»γ.«Η αμφιβολία αποτελεί τον κινητήριο μοχλό του πολιτισμού»δ.«Ο τρίτος κόσμος έχει ανάγκη από παιδικά εμβόλια»ε.«Το έμβολο της μηχανής υπέστη βλάβη ανεπανόρθωτη».

Από το θέμα *βελ- παράγονται οι λέξεις: βέλοςεμβέλειαα.«Η ομάδα μας δέχτηκε τα πάρθια (απροσδόκητα) βέλη των αντιπάλων»β.«Η εμβέλεια του σταθμού μας είναι μικρή»γ.«Το βεληνεκές του συγκεκριμένου όπλου είναι μικόρ»δ.«δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια…».

 Από το θέμα *βλη-προέρχονται οι λέξεις: βλήμαμεταβλητός–τηταυποβλητικόςαμετάβλητοςδιαβλητόςαπόβλητοςα.«Η περιοχή επλήγη από βλήματα όλμου»β.«Η μεταβλητότητα της κατάστασης εμπνέει ανησυχία στους οικονομικούς κύκλους»γ.«Η επιβλητική παρουσία του επιστήμονα δημιούργησε ένα κλίμα ευφορίας στο συνέδριο»δ.«Ο υπουργός θεώρησε διαβλητές τις διαδικασίες του διαγωνισμού και τον ακύρωσε»ε.«Τα πυρηνικά απόβλητα είναι επικίνδυνα για την υγεία των ανθρώπων».

 Ο λόγος μας είναι, επίσης, εμπλουτισμένος από φράσεις του ρήματος βάλλωα.«Τα έβαλε μαζί μου»β.«Εξ οικείων τα βέλη»γ.«Επιτέλους έβαλε μυαλό»δ. «Άφησέ τον, έχει βλήμα στο μυαλό»ε.«Να προσέχεις ό,τι σου λέω και να τα βάλεις καλά στο νου σου»στ.«Αυτός τελικά αποδείχτηκε βαλτός…»ζ.«Η Ε.Π.Ο. όρισε την 20η Ιανουαρίου ως εμβόλιμη αγωνιστική».

«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω»

Η εμβληματική αυτή φράση ανήκει στον Ιησού με την οποία κατήγγειλε την υποκρισία των Γραμματέων και Φαρισαίων. Η χριστιανική αυτή ρήση υπόρρητα διδάσκει την αυτοκριτική και τη συλλογική μας ευθύνη.

Το Πάρθιον βέλος

«Τι περιμένει κανείς από τέρατα, τέρατα! Έφευγε ρίπτων το Πάρθιον βέλος του ο νυκτόβιος τραγουδιστής».

Κάπως έτσι ο Παπαδιαμάντης στο έργο του «Θεοπόντι» αναφέρεται στο Πάρθιον βέλος υπονοώντας το απροσδόκητοαιφνιδιαστικό και μη αναμενόμενο χτύπημα. Η φράση παραπέμπει στην ιδιότυπη πολεμική τακτική των Πάρθων. (Διάβαζε σχετικά το άρθρο «Το πόθεν των λέξεων»blog ΙΔΕΟπολις)

Απόλλων: Εκηβόλος και Ιοβόλος

Οι αρχαίοι ονόμαζαν τον θεό Απόλλωνα με τα παραπάνω επίθετα επειδή θεωρούσαν ότι αυτός ρίχνει μακριά τα δηλητηριώδη βέλη του: «στέμματ’ έχων εν χερσίν εκηβόλου Απόλλωνος»// «τισειαν Δαναοί εμά δάκρυα σοίσι βέλεσσιν»// «μετά δε ιόν εηκε»// «αυτάρ έπειτ’ αυτοίσι βέλος εχεπευκές εφιείς βαλλ’», (Ιλιάδα). Σε αυτούς τους στίχους κυριαρχεί η οργή και η δύναμη του Απόλλωνα που εκφράζεται με τους διάφορους τύπους του *βάλλω(εκηβόλουβέλεσινβέλοςβαλλ’).

Ο Οιδίποδας «τυφλωμένος» από την μοίρα του δεν βρίσκει κανένα «στοιχείο» (σύμβολον) που να τον ενοχοποιεί για την πατροκτονία μέχρι να οδηγηθεί στην αυτοτύφλωσή του: «μη έχων τι σύμβολον».

Το σύμβολον

Η έννοια του συμβόλου (συν+βάλλω) ποικίλλει. Έχουμε: «το Σύμβολον της Πίστεως/ Η σημαία μας είναι το σύμβολο της ελευθερίας». Ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν είπε για το Ευρώ: «Το Ευρώ είναι ο θρίαμβος ενός συμβόλου έναντι της ουσίας» υπονοώντας πως το ευρωπαϊκό νόμισμα θα κάνει την ευρωπαϊκή ενοποίηση μη αναστρέψιμη.

­* Στη στήλη αυτή «ΓΛΩΣΣΟδρόμιον» θα ανιχνεύονται οι σημασίες των λέξεων καθώς και οι υπόγειες διαδρομές της γλώσσας μας.