Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

24.3.16

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ: ΣΩΚΡΑΤΗΣ - ΠΛΑΤΩΝ - ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ

Ο Σωκράτης πίστευε πως το καλό συμπίπτει με το αγαθό, ενώ και τα δύο συμπίπτουν με το ωφέλιμο. Μ’άλλα λόγια για τον Σωκράτη η αισθητική – το καλό – και η ηθική – το αγαθό – είναι η δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: της ωφελιμότητας.
Αυτή η σωκρατική άποψη είναι συζητήσιμη ως προς το δεύτερο σκέλος της, της ωφελιμότητας τόσο του καλού όσο και του αγαθού, όμως ως προς το πρώτο σκέλος, της σύμπτωσης του καλού και του αγαθού, δλδ της αισθητικής και της ηθικής, ο Σωκράτης γίνεται ο μακρινός πρόγονος του Νίτσε, που πρεσβεύει πως η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος.

Αντίθετα από τον δάσκαλό του, ο Πλάτων όχι μόνο δεν υπολήπτεται την τέχνη και τους καλλιτέχνες, αλλά τους εξορίζει κιόλας από την Πολιτεία του. Και τούτο διότι η τέχνη δεν πραγματώνει τις Ιδέες, τα υπεραισθητά αρχέτυπα απ’τα οποία εκρέει ο κόσμος, και που συνιστούν τη μόνη αλήθεια, αλλά αναπαριστά φυσικά ή τεχνητά αντικείμενα, που είναι μια εξασθενημένη ανάκλαση των Ιδεών. Συνεπώς το έργο τέχνης είναι μίμηση μιμήσεως: μίμηση πραγμάτων τα οποία με τη σειρά τους είναι μίμηση ιδεών.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η τέχνη κατά τον Πλάτωνα δεν μετέχει στην ανώτερη ιδιότητα της ψυχής, το λογικόν, δηλαδή τη διάνοια. Και ως εκ τούτου διαφθείρει το λογιστικόν, τον νου.
Παρά ταύτα ο Πλάτων δεν περιφρονεί την τέχνη. Απλώς δεν θέλει να τη βάλει μπροστά απ΄τη φιλοσοφική σκέψη. Και μάλλον έχει δίκιο.
Με αυτή τη προϋπόθεση, ότι δηλαδή η τέχνη είναι κατώτερη της φιλοσοφίας ως μίμηση μιμήσεως, τη μελετάει με προσοχή και αποφαίνεται πως το καλόν, η τέχνη όπως θα λέγαμε εμείς, αποχτά την πλήρη του σημασία όταν συνάπτεται με τη σκέψη. Ο Πλάτων βέβαια δεν θα μπορούσε να ξέρει πως το στοχαστικό μυθιστόρημα θα ήταν εκείνο που θα πραγμάτωνε τελικά τις αποδεκτές απο αυτόν απόψεις περί τέχνης. Διότι το στοχαστικό μυθιστόρημα ελάχιστα απέχει απο την «καθαρή» φιλοσοφική σκέψη. Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να ξέραμε την άποψη του Πλάτωνα για τον Δρ Φάουστους του Τόμας Μαν, τους Υπνοβάτες του Χέρμαν Μπρόχ, το Σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου του Μαρσέλ Προύστ, τον Οδυσσέα του Τζέημς Τζόυς.
Ωστόσο ο Πλάτων κάπου έχει δίκιο. Υπάρχει κάτι το αποβλακωτικό στην αστόχαστη τέχνη, κάτι που επιτείνει και δυναμώνει την προϋπάρχουσα βλακεία. Ένα σαχλό τραγουδάκι δεν προσθέτει τίποτα ούτε στην ευαισθησία μας ούτε στη νόησή μας, και τα στιχάκια αυτού που προτείνει εαυτόν για ποιητή, διότι έτσι θέλει, κάνουν καλό μόνο στον ίδιο.

Πλωτίνος
Κατά τον Πλωτίνο (204-269 μ.Χ.), τον εξ Αιγύπτου φιλόσοφο που έγινε η γέφυρα για το πέρασμα απο τον πλατωνισμό στον χριστιανισμό και που είναι ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του νεοπλατωνισμού, καλό (με την αισθητική έννοια) είναι αυτό που έχει σχήμα και κακό αυτό που δεν έχει σχήμα.
Κατά τον Πλωτίνο, το κάλλος ενός μαρμάρινου αγάλματος δεν προέρχεται απ’το ότι είναι μάρμαρο κατ’ουσίαν, αλλά απο τη μορφή που έδωσε σ’αυτό το μάρμαρο ο γλύπτης. Κυρίως, όμως, καλό (πάντα με την αισθητική έννοια) είναι κατά τον Πλωτίνο αυτό που επικοινωνεί με το θείον. Ο Φειδίας δεν έπλασε τη μορφή του Δία διότι τον είδε αλλά διότι επικοινώνησε μυστικά μαζί του και τον παρέστησε σα να είχε αποκαλυφθεί, τούτος ο αθάνατος, στα θνητά του μάτια.
Βέβαια, κατά τον Πλωτίνο η φύση μιμείται την Ιδέα. Αλλά η τέχνη δεν είναι μίμηση μιμήσεως, όπως λέει ο Πλάτων. Διότι, εκτός απ’το να μιμείται τη φύση που είναι μίμηση της Ιδέας, το έργο τέχνης επικοινωνεί απ’ευθείας με την Ιδέα λόγω της ικανότητας του καλλιτέχνη να επικοινωνεί απ’ευθείας με την ιδέα της θεότητας.
Στις ιδεαλιστικές περί τέχνης απόψεις δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα απο την εποχή του Πλωτίνου. Και σήμερα ο καλλιτέχνης φαντάζει λιγάκι σα μάγος. Και σήμερα ο αγιογράφος πιστεύει πως δεν ζωγραφίζει με το χέρι του, αλλά ότι ο Θεός χρησιμοποιεί το χέρι του για να κάνει δι’αυτού ορατή την παρουσία του στην εικόνα. Γι’αυτό άλλωστε η αγιογραφία ονομάζεται «αχειροποίητος». Οι χριστιανοί πιστεύουν πως πρόκειται για εικόνα που δεν την κατασκεύασε ανθρώπινο χέρι. Αυτή την πονηριά σοφίστηκαν οι εικονολάτρες για να αποστομώσουν τους εικονοκλάστες και να δικαιολογήσουν την ειδωλολατρεία τους.
Κατά τον Πλωτίνο λοιπόν, που δεν είναι Έλληνας αλλά που είχε επηρεαστεί απόλυτα απ’το ελληνικό πνεύμα, κυρίως απ’τον Πλάτωνα, ο Θεός είναι μια προέκταση στο άπειρο του Είναι και του Νοείν, απ’όπου δι’εκροής δημιουργείται το σύνολο των όντων. Ο άνθρωπος, πριν ακόμα πεθάνει, μπορεί να φύγει απο το σώμα του με την έκσταση – τη στάση εκτός δηλαδή του υλικού σώματος και συνεπώς του υλικού κόσμου – κι έτσι να πλησιάσει τη θεότητα.

Ο Πλάτων θα τραβούσε τα μαλλιά του αν άκουγε τον Πλωτίνο να μιλάει έτσι. Ο νεοπλατωνισμός του Πλωτίνου δεν είναι πλατωνισμός. Γιατί π πλατωνισμός δε δέχεται τούτα τα σούρτα φέρτα ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο. Πάντως, η συγγένεια του νεοπλατωνισμού με τον χριστιανισμό είναι προφανής. Άλλωστε, την εποχή του Πλωτίνου ο χριστιανισμός ελιχε ήδη ηλικία δύο αιώνων. Προσθέστε εδώ και τον παραδοσιακό αιγυπτιακό μυστικισμό του αιγύπτιου Πλωτίνου και θα καταλάβετε καλύτερα τη σύγχρονη περί τέχνης ιδεαλιστική άποψη, που αντιλαμβάνεται τον καλλιτέχνη κάπως σαν ιερέα.
Ετικέτες: ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ: ΣΩΚΡΑΤΗΣ - ΠΛΑΤΩΝ - ΠΛΩΤΙΝΟΣ ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΗΣ,
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος. 

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ

1) Το να εξαναγκάζεις ένα άτομο με υψηλά και σπάνια χαρίσματα να εξασκήσει ένα επάγγελμα απλώς χρήσιμο, είναι σαν να χρησιμοποιείς ένα πολύτιμο βάζο, διακοσμημένο με την ωραιότερη ζωγραφική, σαν κανάτα για την κουζίνα.

2) Οι φίλοι υποστηρίζουν ότι είναι ειλικρινείς, αλλά στην πραγματικότητα ειλικρινείς είναι οι εχθροί.
3) Η ζωή είναι μια συνεχής μάχη για την επιβίωση, με τη σιγουριά της τελικής ήττας.
4) Ο χρόνος είναι αυτό, χάρη στο οποίο, καθετί σε οποιαδήποτε στιγμή μετατρέπεται σε τίποτα, οπότε χάνει κάθε αληθινή αξία.
5) Η πίστη είναι όπως ο έρωτας, δεν μπορείς να την αποκτήσεις με τη βία.

6) Ο άνθρωπος είναι αδύνατο να ζήσει ευτυχισμένη ζωή. Το καλύτερο που μπορεί να κατορθώσει είναι να ζήσει μια ηρωική ζωή.
7) Η μεγαλύτερη σοφία είναι να κάνεις υπέρτατο στόχο της ζωής την απόλαυση του παρόντος, γιατί αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα, ενώ όλα τα άλλα είναι παιχνίδια του νου.
8) Η αίσθηση δύο φίλων που συναντιούνται έπειτα από μια ολόκληρη γενιά απουσίας είναι μια αίσθηση μεγάλης απογοήτευσης για τη ζωή στο σύνολό της.
9) Όταν, στο τέλος της ζωής τους, οι περισσότεροι άνθρωποι κοιτάζουν προς τα πίσω, ανακαλύπτουν ότι έζησαν όλη τους τη ζωή εν αναμονή. Με έκπληξη θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που άφησαν να τους διαφύγει, χωρίς να το εκτιμήσουν και να το απολαύσουν, δεν ήταν άλλο από τη ζωή τους. Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος, ξεγελασμένος από την ελπίδα, χορεύει προς την αγκαλιά του θανάτου.

10) Μόνο η αρσενική διάνοια, συσκοτισμένη από τη σεξουαλική ορμή, θα μπορούσε να ονομάσει το μικροκαμωμένο φύλο, με τους στενούς ώμους, τους φαρδείς γοφούς και τα κοντά πόδια, ωραίο φύλο.
11) Αν μπορούσαμε να δούμε το μέλλον, υπάρχουν φορές που τα παιδιά θα έμοιαζαν με αθώους φυλακισμένους, καταδικασμένους όχι σε θάνατο, αλλά στη ζωή, και προς το παρόν εντελώς ανίδεους για το τι σημαίνει η ποινή τους.
12) Η ευθυμία και η ελαφράδα της νεότητάς μας οφείλονται εν μέρει στο γεγονός ότι ανηφορίζουμε το βουνό της ζωής και δε βλέπουμε το θάνατο που βρίσκεται στη βάση της άλλης μεριάς.
13) Ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που μπορεί μια για πάντα να αποφεύγει να έχει παρτίδες με μεγάλο αριθμό συγγενικών του όντων.
14) Δεν υπάρχει τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθια. Πολλά αγκάθια όμως είναι χωρίς τριαντάφυλλο.
15) Αν σωπάσω για το μυστικό μου, το κρατώ φυλακισμένο. Αν το αφήσω να ξεφύγει από τη γλώσσα μου, με κρατά εκείνο. Στο δέντρο της σιωπής κρέμονται οι καρποί της γαλήνης.
16) Το ταλέντο είναι σαν ένα σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν να πετύχουν. Η μεγαλοφυία είναι σαν τον σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν καν να δουν.

17) Η θρησκεία έχει τα πάντα με το μέρος της: την αποκάλυψη, τις προφητείες, την προστασία των κυβερνήσεων, τα υψηλώτερα αξιώματα και διακρίσεις  και πάνω από όλα αυτά, το ανεκτίμητο προνόμιο να της επιτρέπεται να εντυπώνει στο νου των ανθρώπων τα δόγματά της από την τρυφερή παιδική ηλικία, ώστε να μετατρέπονται σχεδόν σε έμφυτες ιδέες.
18) Στο άπειρο σύμπαν αμέτρητες φωτεινές σφαίρες, που γύρω τους περιστρέφονται καμιά δεκαριά μικρότερες ετερόφωτες, θερμές στο κέντρο και καλυμμένες με μια κρύα σκληρή κρούστα, όπου μια μεμβράνη μούχλας δημιούργησε όντα που ζουν και γνωρίζουν – να τι είναι η πραγματικότητα, να τι είναι ο κόσμος.
19) Είναι αξιοσημείωτο και εντυπωσιακό να βλέπει κανείς πως ο άνθρωπος, εκτός από τη χειροπιαστή ζωή του, ζει πάντα μια δεύτερη, αφηρημένη ζωή. Στη σφαίρα του ήρεμου συλλογισμού, ό,τι προηγουμένως τον κατείχε ολοκληρωτικά και τον διακινούσε με ένταση μεγάλη, το παρατηρεί ως θεατής και παρατηρητής  και του φαίνεται ψυχρό, άχρωμο και μακρινό.
20) Οι μεγάλες δυστυχίες δεν επιτρέπουν στις μικρότερες να γίνουν αισθητές και, αντιστρόφως, ελλείψει κάποιας μεγάλης δυστυχίας, η παραμικρή στεναχώρια κι ενόχληση μας βασανίζει.

21) Εάν αυτός ο κόσμος δημιουργήθηκε από ένα Θεό δεν θα ήθελα να είμαι αυτός ο Θεός. Η δυστυχία αυτού του κόσμου θα μου ράγιζε την καρδιά.
22) Κάθε έθνος ξεφτιλίζει άλλα έθνη και όλα έχουν δίκιο.
23) Η έκσταση στην πράξη του ζευγαρώματος. Αυτό είναι! Αυτή είναι η αληθινή ουσία και ο πυρήνας των πάντων, ο στόχος κι ο σκοπός κάθε ύπαρξης.
24) Πρέπει κανένας να γεράσει για να πεισθεί πόσο λιγόχρονη είναι η ζωή.
25) Πρέπει να σέβεσαι κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το πόσο εξαθλιωμένος ή γελοίος είναι. Να θυμάσαι ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο ζει το ίδιο πνεύμα που ζει και σε σένα.
26) Σε κάθε περίσταση χρειάζεται για τον καθένα κάποια ποσότητα από φροντίδες, δυστυχήματα ή αθλιότητες, όπως στο πλοίο χρειάζεται το έρμα για να κρατιέται σε ισορροπία και να προχωρεί κανονικά.

27) Το να έχουμε σταθερές αρχές και να τις ακολουθούμε παρά τις αντίθετες ορμές και τους πειρασμούς, αυτό είναι ακριβώς εκείνο που ονομάζεται εγκράτεια.
28) Από τα μικροπράγματα καταλαβαίνουμε καλύτερα τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Γιατί στα πιο μεγάλα δείχνεται πιο προσεκτικός και κρύβεται.
29) Γενικά, οι γυναίκες πολύ λίγο επηρεάζονται απ' την ωραιότητα, και ιδίως του προσώπου. Εκείνο που συντελεί στην κατάκτησή τους είναι η σωματική ρώμη και το θάρρος του άντρα.
30) Η έμφυτη ικανότητα μπορεί πολλές φορές ν' αναπληρώσει την έλλειψη μόρφωσης, αλλά καμιά πνευματική μόρφωση δεν μπορεί ν' αναπληρώσει την έλλειψη έμφυτης ικανότητας.
31) Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένας αγώνας για την ύπαρξη, με τη βεβαιότητα ότι στο τέλος θα νικηθούμε.
32) Η λεπτότητα στη γυναίκα είναι δύναμη.
33) Η όμορφη γυναίκα είναι στολίδι και η καλή θησαυρός.
34) Κάθε ερωτικό αίσθημα, οποιαδήποτε αιθεριότητα κι αν περιβάλλεται, όλες τις ρίζες του τις έχει στο φυσικό γενετήσιο ένστικτο.

35) Και μόνη η εμφάνιση της γυναίκας δείχνει ότι δεν είναι προορισμένη για τα μεγάλα έργα, ούτε τα πνευματικά, ούτε τα χειρονακτικά. Η γυναίκα ξοφλάει το χρέος της στη ζωή, όχι με τη δράση, αλλά με την οδύνη, με τους πόνους του τοκετού και με τις αναρίθμητες φροντίδες για το παιδί.
36) Λίγοι άνθρωποι έχουν το χάρισμα να λάμπουν σε μια παρέα, αλλά πάρα πολλοί διαθέτουν τη δύναμη να είναι ευχάριστοι.
37) Με προσοχή να εκφέρεις κρίση, ακόμα και όταν η υπόθεση είναι καλή. Γιατί είναι εύκολο να πληγώσει κανείς ανθρώπους, αλλά αδύνατο να τους διορθώσει.
38) Ο άνθρωπος κάνει σίγουρα εκείνο που θέλει, όμως είναι δύσκολο ν' αποφασίσει τι είναι αυτό που θέλει.
39) Ο εγωισμός είναι τόσο μεγάλους, που η υφήλιος ολόκληρη δεν μπορεί να τον χωρέσει. Γιατί αν έμπαινε σε καθέναν το δίλημμα να εκλέξει ανάμεσα στην εκμηδένιση του σύμπαντος και στη δική του προσωπική καταστροφή, δεν είναι ανάγκη να πω εγώ ποια θα ήταν η απάντηση.
40) Ο θάνατος είναι το δαιμόνιο που εμπνέει, ο μουσηγέτης της φιλοσοφίας. Χωρίς αυτός, δύσκολα θα μπορούσε να φιλοσοφήσει ο άνθρωπος.

41) Οι γυναίκες ενδόμυχα σκέπτονται ότι οι άντρες δημιουργήθηκαν για να κερδίζουν χρήματα και αυτές για να ξοδεύουν.
42) Κάθε κοινωνική συναναστροφή απαιτεί αμοιβαία προσαρμογή και διάθεση, γι’ αυτό όσο πιο μεγάλη τόσο και πιο ανούσια. Εντελώς ο εαυτός του μπορεί να είναι κανείς μόνο εφόσον μένει μόνος του. Μόνο τότε είναι ελεύθερος.
43) Εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν μοίρα, στην ουσία είναι ένα σύνολο ανοησιών που έκαναν.
44) Οι παλιάνθρωποι είναι πάντοτε κοινωνικοί και μάλιστα όταν ένας άνθρωπος έχει μέσα του μια στάλα ευγένεια, δεν βρίσκει μεγάλη ευχαρίστηση στη συντροφιά των άλλων.
45) Ο γιατρός βλέπει τον άνθρωπο σε όλη του την αδυναμία· ο δικηγόρος σε όλη του την κακία· και ο θεολόγος σε όλη του τη βλακεία.
46) Κάθε αλήθεια περνάει από τρία στάδια. Πρώτα γελοιοποιείται. Μετά βρίσκει σφοδρή αντίθεση. Και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη.
47) Τιμή είναι η εξωτερική συνείδηση. Συνείδηση είναι η εσωτερική τιμή.
48) Η έγνοια της μετριότητας είναι πώς θα σκοτώσει τον χρόνο. Ο σοφός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτο.
49) Το γενικότερο δίδαγμα της ιστορίας είναι: τα ίδια, με διαφορετικό τρόπο. Όποιος έχει διαβάσει Ηρόδοτο έχει διαβάσει σχεδόν όλη την ιστορία.
50) Κάθε άνθρωπος θεωρεί τα όρια του δικού του οπτικού πεδίου σαν τα όρια του κόσμου.

51) Οι άνθρωποι χρειάζονται κάποια εξωτερική απασχόληση, επειδή είναι αδρανείς εσωτερικά.
52) Δύο είναι οι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας: πόνος και ανία.
53) Ο κόσμος είναι μια δική μου ιδέα.
54) Το μίσος πηγάζει από την καρδιά, η περιφρόνηση, από το κεφάλι.
55) Η μεγαλοφυΐα στην καθημερινή ζωή είναι τόσο χρήσιμη όσο ένα αστρονομικό τηλεσκόπιο στο θέατρο.
56) Η ζωή είναι άθλιο πράγμα. Αποφάσισα να περάσω τη ζωή μου σκεπτόμενος αυτό ακριβώς.
57) Όσο πιο περιορισμένος είναι ο ορίζοντας και ο κύκλος της δραστηριότητας και των επαφών μας, τόσο πιο ευτυχισμένοι είμαστε. Γιατί με το άνοιγμα του ορίζοντα πολλαπλασιάζονται και μεγεθύνονται οι έγνοιες, οι επιθυμίες, ο τρόμος.
58) Η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ πόνου και απελπισίας.
59) Οι δημοσιογράφοι είναι σαν τα σκυλιά. Οποτεδήποτε κάτι κινείται, αρχίζουν να γαβγίζουν.
60) Για να μπορέσει κανείς να πορευτεί στη ζωή, καλό είναι να εφοδιαστεί με μεγάλα αποθέματα προνοητικότητας και επιείκειας. Με τα πρώτα θα φυλαχτεί από ζημιές και απώλειες και με τα δεύτερα από τσακωμούς και προστριβές.

61) Η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο, όπου παίζεται η ίδια τραγωδία με διαφορετικούς τίτλους.
62) Οι θρησκείες είναι σαν τις πυγολαμπίδες. Για να λάμψουν πρέπει να υπάρχει σκοτάδι.
63) Είτε πρόκειται για μουσική είτε για φιλοσοφία είτε για ζωγραφική ή ποίηση, το έργο μιας μεγαλοφυΐας δεν είναι κάτι προς χρήση. Ο χαρακτηρισμός του ανώφελου σημαδεύει τα έργα της μεγαλοφυΐας.
64) Ό,τι είναι εξαιρετικό ωριμάζει αργά.
65) Η μη-ύπαρξη μετά το θάνατο δεν μπορεί να είναι διαφορετική από αυτήν πριν τη γέννηση.
66) Το πρωινό είναι η νεότητα της ημέρας. Είναι χαρούμενο, φρέσκο και εύκολο. Μην το χαραμίζετε ξυπνώντας αργά.
67) Με τα γνωμικά επιδεικνύει κανείς την παιδεία του θυσιάζοντας την πρωτοτυπία του.
68) Αν ο νόμος του υλισμού ήταν ο αληθινός νόμος, όλα θα ήταν ξεκάθαρα. Το «γιατί» των φαινομένων θα μειωνόταν στο «πώς».
69) Η ζωή μοιάζει με παιδικό ρούχο – είναι μικρή και χεσμένη.
70) Η ζωή δεν είναι ποτέ ωραία, μόνο κάποιες εικόνες της ζωής είναι όμορφες.

Ετικέτες: ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ, ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ, ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ, ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος. 

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

1) Σε κάθε ατυχία, σε κάθε βάσανο, τη μεγαλύτερη παρηγοριά τη βρίσκουμε, παρατηρώντας την κατάσταση εκείνων πού είναι περισσότερο από μας δυστυχισμένοι.

2) Ή ανθρωπότητα μπορεί να συγκριθεί μ ένα κοπάδι, πού παίζει ήσυχο στο λιβάδι, ενώ o χασάπης διαλέγει με το μάτι μέσα απ το κοπάδι τα ζωντανά πού θα σφάξει. Τις μέρες της ευτυχίας μας, εμείς ούτε υποπτευόμαστε καν ποια συφορά κείνη την ίδια ώρα μας ετοιμάζει ή τύχη — αρρώστια, καταδίωξη, καταστροφή, ακρωτηριασμό, τύφλωση, τρέλα, θάνατο, ή ό,τι άλλο.

3) Σε κάθε τι πού θέλουμε να κάνουμε δικό μας, βρίσκουμε αντίσταση κι αντίδραση. 'Όλα έχουν μια δική τους θέληση εχθρική πού πρέπει να τη δαμάσουμε. Στη ζωή των λαών ή ιστορία δε σημειώνει παρά πολέμους και ταραχές. Τα χρόνια της γαλήνης φαίνονται σχεδόν ανάπαυλες σύντομες, διαλείμματα, τυχαία συμβάντα. Κατά τον ίδιο τρόπο ή ζωή των ατόμων είναι μια αδιάκοπη πάλη, κι όχι μόνον ενάντια σ’ αφηρημένα κακά, όπως ή φτώχεια και η πλήξη αλλά και πάλη ενός ανθρώπου εναντίον ενός άλλου. Σε κάθε περίσταση βρισκόμαστε απέναντι σ’ έναν αντίπαλο, κι όλη ή ζωή είναι ένας πόλεμος αδιάκοπος, πού σ’ αυτόν υποκύ­πτουμε κρατώντας ακόμη σφιχτά στα χέρια τα όπλα.

4) Στα βάσανα της ύπαρξής μας προσθέτεται ακόμα και το τρέξιμο τού χρόνου, πού μάς σπρώχνει χωρίς ν’ αφήνει να πάρουμε αναπνοή, χτυπώντας τον καθένα στις πλάτες με το βούρδουλα του τυράννου. Εκείνοι μόνο πού έχουν δοθεί στην πλήξη σώζονται απ’ την καταδίωξή του.

5) Ενώ ως τη μέση του δρόμου της ή ζωή είναι ένας αχόρταγος πόθος για την ευτυχία, από κει και πέρα απεναντίας είναι πάντα κυριευμένη από ένα καταθλιπτικό αί­σθημα αγωνίας, γιατί από κείνη την ώρα όλοι, ποιος λίγο και ποιος πολύ, αρχίζουν να βλέπουν καθαρά πώς ή ευτυχία είναι μια μάταιη χίμαιρα, και μονάχα ό πόνος είναι αληθινός. Για αυτό, οι άνθρωποι πού έχουν κρίση, ζη­τάνε ν αποφεύγουν να υποφέρουν μάλλον παρά να νιώθουν έντονες απολαύσεις, και να δημιουργήσουν κατά ένα κάποιο τρόπο μια κατάσταση πού τίποτα να μη τούς λαβώνει.

6) Κατά την παιδική μου ηλικία δε μπορούσα ν’ ακούσω το κουδούνι του σπιτιού να χτυπά χωρίς να αισθανθώ μια ξαφνική χαρά κι’ έλεγα από μέσα μου: «Πόσο ωραία, μα την αλήθεια! Κάτι νέο θάναι!» Με το πέρασμα τού και­ρού όμως, διδαγμένος απ’ την πείρα της ζωής, όταν άκουγα τον ίδιο θόρυβο, έμπαινα σ’ ανησυχία, τόσο πού συλλο­γιζόμουν: «Ωιμέ! Τί νέο τάχα να συμβαίνει;»

7) Στη γεροντική ηλικία, πάθη και πόθοι σβήνουν το ένα έπειτα απ’ το άλλο, όσο τα αντικείμενα τους χάνουν τη σημασία πούχαν άλλοτε. Ή ευαισθησία μετριάζεται, ή δύναμη της φαντασίας γίνεται ολοένα πιο αδύνατη, οι εικόνες ξεθωριά­ζουν, οι εντυπώσεις δεν αποτυπώνονται πια στη συνείδηση μόνο διαλύονται χωρίς ν’ αφήνουν κανένα σημάδι τους, οι μέρες κυλούν ή μια πάνω στην άλλη, τίποτα πια δεν προκαλεί ενδιαφέρον, όλα στη ζωή χάνουνε το χρώμα τους. Κάτω απ’ το βάρος των χρόνων, ό άνθρωπος δεν περπατά παρά τρικλί­ζοντας ή μαζεύεται σε μια γωνιά για ν’ αναπαυτεί, καταντών­τας ίσκιος του εαυτού του, το φάντασμα σχεδόν εκείνου πού ήταν άλλοτε, ώσπου έρχεται κι ό θάνατος. Τί του μένει να σκοτώσει; Μια μέρα ή αποκάρωση μεταβάλλεται σε στερνό ύπνο, και τα όνειρα του...

8) A! να το πρόβλημα που πάνω σ’ αυτό βασανίστηκε ο Άμλετ στον περίφημο μονόλογο. Εγώ λέω πώς από τώρα ονειρευόμαστε.

9) Όποιος βγήκε απ’ την πλάνη των πρώτων νεανικών ονείρων του, αν θησαύρισε τη δική του και την ξένη πείρα, αν μελέτησε την ιστορία των περασμένων ή είναι ενήμερος των συμβάντων της εποχής του, αν δεν έχει το νου του θο­λωμένο από ριζωμένες προλήψεις, πρέπει να φτάσει σ’ αυτό το συμπέρασμα: πώς ο ανθρώπινος κόσμος είναι παραδομένος στην τύχη και στην πλάνη, κι απ’ αυτές, δίχως να γίνεται λόγος καν για αίσθημα συμπόνιας, κυριαρχείται και διευθύνεται τυχαία, ενώ ή τρέλα και ή μοχθηρία βοηθούν με το αδιάκοπο στριφογύρισμα του βούρδουλα τους.

10) Μ’ αυτόν τον τρόπο, εκείνο το λίγο καλό πού μπορεί να γεννηθεί μέσα στους ανθρώπους μπορεί να έρθει στο φως μόνο υστέρα από αμέτρητους πόνους. Αν υπάρχει μια ευγενι­κή και φρόνιμη ιδέα, με μεγάλο κόπο θα βρει τρόπο να γίνει γνωστή, να κατανοηθεί, να πραγματοποιηθεί, ενώ το παρά­δοξο και το ψεύτικο μέσα στη σφαίρα των ιδεών, ή αισχρότη­τα κι η χυδαιότητα στην τέχνη, η μοχθηρία κι η πονηριά στην πρακτική ζωή, απολαύουν απόλυτο κι αδιάκοπο θρίαμβο.

11) Μια ψηλή σκέψη, ένα υπέρτερο έργο φαίνονται σαν εξαί­ρεση, σαν απρόβλεπτο γεγονός, παράξενο, ανήκουστο, μεμο­νωμένο παράδειγμα, σαν αερόλιθος, δημιούργημα άλλης τάξης πραγμάτων από κείνη πού μάς κυβερνά. Αν έπειτα κοιτάξουμε την τύχη των ατόμων, βλέπουμε πώς ή ιστορία κάθε ζωής είναι πάντα ή ιστορία ενός βασανιστηρίου, γιατί, οποιοδήποτε δρόμο κι αν διαλέξει κανείς, δε θα χει παρά μια αδιάκοπη σειρά από αποτυχίες κι ατυχίες, πού καθένας κρύβει με προσοχή, γιατί ξέρει ότι, αντί να εμπνεύσει στους άλλους συμπάθεια ή συμπόνια, θα τούς έδινε την ευχαρί­στηση εκείνη πού νιώθουν όλοι σαν συλλογίζονται τις ατυχίες των άλλων, απ’ τις όποιες εκείνη τη στιγμή αυτοί δεν υποφέρουν.

12) Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς έναν άνθρωπο, πού φτασμένος στο τέλος της ζωής του, αν θέλει νάναι συγχρόνως ειλικρινής και φρόνιμος, να εύχεται να ξαναρχίσει απ την αρχή, και να μην προτιμά απεναντίας να πέσει στο μηδέν της ανυπαρξίας.

13) Δεν υπάρχει κάτι σταθερό στην ασταθή ζωή· ούτε ατέλειω­τος πόνος, ούτε αιώνια ευχαρίστηση, ούτε εντύπωση πού ν’ αντέχει, ούτε ενθουσιασμός πού να μην ξεθυμαίνει, ούτε ψηλή ιδέα πού να στέκει ακλόνητη σαν κανόνας σ’ ολόκληρη την ύ­παρξη. Όλα διαλύονται στο χείμαρρο των χρόνων. Τα λε­πτά της ώρας, τα αναρίθμητα άτομα των μικρών πραγμάτων, θρύψαλα κάθε ενέργειας μας, είναι οι σκώροι πού τρώνε κάθε ευγενική και τολμηρή επιχείρηση. Τίποτα δεν παρουσιάζεται το σοβαρό στη ζωή. Ό βούρκος δεν αξίζει τον κόπο. Πρέπει να θεωρούμε τη ζωή σαν ένα αδιάκοπο ψέμα, στα μικρά όσο και στα σημαντικά πράματα-Υποσχέθηκε; Δε θα κρατή­σει την υπόσχεση, εκτός αν θέλει να δείξει πόσο λίγο ποθη­τό ήταν εκείνο πού ποθούσαμε. Πότε η ελπίδα παίζει με μας, και πότε το ελπιζόμενο πράμα. Μάς έδωσε κάτι; Αυτό το έκανε μόνο για να μπορέσει να μάς το ξαναπάρει. Ή απόσταση, σα με μαγική τέχνη, μάς κάνει να φανταστούμε παράδεισους. Αλλά να πού διαλύονται σαν οπτασίες μόλις αφήσουμε να κυριευτούμε απ’ τη γοητεία τους.

14) Ή ευτυχία είναι λοιπόν πάντα ή στο μέλλον ή στο πα­ρελθόν, ενώ το παρόν μοιάζει μ’ αλαφρό συννεφάκι, πού ό αγέρας το σεργιανίζει πάνω απ’ τον ηλιοφώτιστο κάμπο. Μπροστά του, πίσω του, γύρω του, όλα λάμπουν στον ήλιο. Αυτό μόνο ρίχνει παντού άπ’ όπου περνά, έναν ίσκιο.
*Σκέψεις και αποσπάσματα, Άρθουρ Σόπεναουερ, Εκδόσεις Γκοβοστή

Ετικέτες: ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ, ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ, ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ
Πηγή: http://philipposphilios.com
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος. 

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ

Ιδού η Μουσική στο κρεβάτι της.
1) Η μουσική εκφράζει τη εσώτερη ουσία των φαινομένων, το πράγμα καθαυτό που υπάρχει πίσω από κάθε φαινόμενο, δηλαδή αυτή καθαυτή την θέληση. Έτσι λοιπόν δεν εκφράζει μια ειδική και συγκεκριμένη χαρά, μια ορισμένη θλίψη ή οργή ή ευχαρίστηση ή κατάσταση πνευματικής γαλήνης, αλλά εκφράζει τη χαρά, τη λύπη, τον τρόμο, την παραφορά, την ευχαρίστηση, τη γαλήνη και άλλες πολλές παρόμοιες καταστάσεις, χωριστά παρμένες αυτές καθαυτές, αφηρημένα στη γενική ουσία τους, ξέχωρα από κάθε ειδική αφορμή η περίσταση. Εν τούτοις παρ' όλο ότι αυτό το αιθέριο είναι αφηρημένο μπορούμε να το νιώθουμε στην εντέλεια.

2) Το να βρίσκει κανείς τη μελωδία, φανερώνει την ορμή και την ψυχική του ευαισθησία. Ο μουσικοσυνθέτης μας φανερώνει την πιο ενδόμυχη ουσία του κόσμου και εκφράζει τη βαθύτερη σοφία με γλώσσα που το ανθρώπινο λογικό δεν μπορεί να τη νιώσει. Όμοια δηλαδή όπως ένα μέντιουμ δίνει φωτισμένες απαντήσεις για πράγματα που όταν είναι ξύπνιο δεν τα ξέρει καθόλου.

3) Το εσώτερο, το ανεξήγητο νόημα της μουσικής, εκείνο που μας γεννάει μια σύντομη και παροδική οπτασία κάποιου παραδείσου που μας είναι γνώριμος αλλά απρόσιτος συγχρόνως, εκείνο που νιώθουμε στο άκουσμα μιας μελωδίας μα δεν μπορούμε να εξηγήσουμε οφείλεται στην ικανότητα που έχει η μουσική να δίνει φωνή στα πιο βαθιά κι απόκρυφα σκιρτήματα της υπόστασης μας, πέρα από κάθε πραγματικότητα και συνεπώς χωρίς οδύνη.

4) Όπως υπάρχουν μέσα μας δύο θεμελιώδεις συναισθηματικές καταστάσεις, μια της χαράς ή τουλάχιστον της φαιδρότητας και μια της θλίψης ή τουλάχιστον της μελαγχολίας, έτσι έχει και η μουσική δύο αντίστοιχους γενικούς τρόπους τονικότητας, το μείζονα τρόπο και τον ελάσσονα τρόπο, και σχεδόν πάντοτε μια σύνθεση βασίζεται στον ένα ή τον άλλο. Δεν είναι όμως παράξενο αλήθεια, να υπάρχει ένα μουσικό σημείο, η ελάσσονα, που ενώ δεν είναι θλιβερό ούτε στην ουσία του ούτε κατά συνθήκην, εν τούτοις να έχει τέτοια εκφραστικότητα ώστε κανείς να μην μπορεί να ξεγελαστεί; Απ' αυτό μπορεί κανείς εύκολα να συμπεράνει πόσο βαθιά εισχωρεί και φτάνει η μουσική μέσα στην εσώτερη φύση του ανθρώπου και των πραγμάτων.

5) Το allegro σε ελάσσων κλίμακα συνηθίζεται πολύ στη γαλλική μουσική και είναι χαρακτηριστικό: δίνει την εντύπωση ανθρώπου που χορεύει με παπούτσια που τον στενεύουν.

6) Οι σύντομες και ευδιάκριτες φράσεις της μουσικής ενός ζωηρού χορού με γρήγορα βήματα μαρτυρούν πως το θέμα τους δεν είναι άλλο από μια συνηθισμένη ευτυχία που αποκτιέται πολύ εύκολα. Απεναντίας το allegro maestoso, με τις μεγάλες φράσεις του, τα πλατιά περάσματα και τις δαιδαλώδεις περιστροφές του εκφράζει ένα μεγάλο κι ευγενικό αγώνα για κάποιον απομακρυσμένο σκοπό που τελικά επιτυγχάνεται. Το adagio μας μιλάει για τους πόνους κάποιου επίσης μεγάλου κι ευγενικού αγώνα που περιφρονεί κάθε ταπεινή απόλαυση. Απ' όλα όμως, την πιο καταπληκτική εντύπωση την προξενεί η διαφορά ανάμεσα στη δίεση και την ύφεση. Δεν είναι τάχα αξιοθαύμαστο πως μια παραλλαγή του τρόπου κατά ένα ημιτόνιο, η εισαγωγή μιας ελάσσονος διαστήματος τρίτης αντί μείζονος διαστήματος, δίνει αμέσως και δίχως άλλο την εντύπωση πόνου και δυστυχίας και αρκεί μια δίεση για να μας διώξει αυτό το καταθλιπτικό συναίσθημα; Ο αργός ρυθμός σε ελάσσονα (adagio bemol) φτάνει ως έκφραση του ψηλότερου πόνου, είναι ένας θρήνος σπαραχτικός. Στη μουσική του Μπετόβεν, σε οποιαδήποτε συμφωνία του, διακρίνουμε κάτω από τη φαινομενική αταξία και σύγχυση που επικρατεί μια αξιοθαύμαστη τάξη. Πρόκειται για μια μανιασμένη μάχη που καταλήγει τελικά στην πιο ωραία συνδιαλλαγή. Έχουμε κι εδώ το rerum cocncordia discors, μια πιστή και πανοραματική εικόνα της ουσίας του κόσμου, που κυλάει μέσα στο διάστημα δίχως βιασύνη μα και δίχως ανάπαυση, μέσα σ' έναν αφάνταστο κυκεώνα από αναρίθμητες μορφές και που ωστόσο χάρη σ' αυτόν ακριβώς το σάλο και τον κλυδωνισμό της μάζας του μπορεί κι ακολουθεί την κανονική τροχιά του. Ταυτόχρονα όμως μέσα στη συμφωνία εκφράζονται όλα τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα: χαρά, λύπη, έρωτας, μίσος, τρόμος, ελπίδα και παρουσιάζονται σε άπειρες αποχρώσεις και παραλλαγές, ωστόσο πάντοτε in abstracto (αφηρημένα), χωρίς τίποτε να μπορεί χαρακτηριστικά να τις ξεχωρίσει τη μια απ' την άλλη. Πρόκειται για την καθάρια μορφή, την άυλη που μοιάζει με τον κόσμο των αγγέλων που πλανιούνται μέσα στο διάστημα δίχως κορμιά.

7) Ύστερα από πολλή σκέψη πάνω στην ουσία της μουσικής μπορώ να σας συστήσω να την απολαμβάνετε αυτή την τέχνη όσο περισσότερο μπορείτε, γιατί είναι η πιο εξαιρετική και υπέροχη απ' όλες τις τέχνες. Δεν υπάρχει άλλη τέχνη που να μας επηρεάζει περισσότερο, που να μας εγγίζει βαθύτερα και να επενεργεί πάνω μας πιο άμεσα απ' τη μουσική. Κι αυτό γιατί η μουσική μας φανερώνει πιο άμεσα και πιο καθαρά την αληθινή ουσία του κόσμου. Όταν ακούμε υπέροχες και ωραίες αρμονίες είναι σαν να παίρνουμε ένα πνευματικό λουτρό. Μας καθαρίζουν από κάθε βρωμιά, από κάθε κακία κι από κάθε προστυχιά. Η μουσική ανυψώνει τον άνθρωπο σε αιθέρια ύψη και τον συντονίζει με τις πιο ευγενικές σκέψεις που μπορεί να περάσουν απ' το υλιστικό μυαλό του. Κι αισθάνεται τότε ο άνθρωπος τι αξίζει ή μάλλον τι θα μπορούσε να αξίζει.

8) Συχνά, όταν ακούω μουσική, παίζει η φαντασία μου με τη σκέψη, πως η ζωή όλων των ανθρώπων, κι η δική μου ακόμα, δεν είναι άλλο τίποτε από ονειροπολήσεις κάποιου αιώνιου πνεύματος, ονειροπολήσεις και καλές και κακές που κάθε θάνατός τους είναι κι ένα ξύπνημα.
Ετικέτες: ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ: ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ, ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ, ΜΟΥΣΙΚΗ, ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος. 

ΑΝΡΙ ΜΠΕΡΓΚΣΟΝ: ΤΟ ΓΕΛΙΟ

Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί την ένωση τριών άρθρων του βραβευμένο με Νόμπελ Γάλλου φιλοσόφου, Ανρί Μπεργκσόν, που δημοσιεύτηκαν το 1899. Βασικός πυρήνας είναι το γέλιο, το οποίο απασχόλησε πολλά σπουδαία μυαλά στην ιστορία, και οι τρεις άξονες είναι οι εξής: Πρώτον, η “ανατομία” του γέλιου – ποιος ο μηχανισμός του και ποια τα βασικά γρανάζια του. Δεύτερον, η κοινωνιολογική διάστασή του – εξηγεί πως είναι λειτουργία της κοινωνίας και ποιος ο σκοπός του. Και, τρίτον, αναδεικνύει τη διαφορετικότητα της κωμωδίας σε σχέση με άλλες τέχνες, κυρίως τη τραγωδία.

1) Ανατομία του γέλιου
Όλοι γελάμε. Το γέλιο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μας, κι όμως, όταν μας ζητηθεί να το αναλύσουμε και να το αποικοδομήσουμε, συνειδητοποιούμε πόσα λίγα ξέρουμε γι’ αυτό. Ξέρουμε τι είναι αστείο, αλλά ξέρουμε γιατί είναι αστείο; 
Πρώτη διαπίστωση του Μπεργκσόν είναι πως το “αστείο” είναι έννοια αναγνωρίσιμη και δημιουργημένη από την ανθρώπινη πραγματικότητα. Τίποτα από μόνο του, αντικειμενικά, δεν είναι αστείο – ούτε ένα λιβάδι, ούτε ένας βράχος. Επίσης, ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που γελάει (πολλοί μάλιστα φιλόσοφοι όρισαν τον άνθρωπο έτσι). 
Μία πρωταρχική προϋπόθεση για τον ορισμό κάποιας κατάστασης ως “αστείας”, είναι η φαινομενική ή υποτιθέμενη σύνδεσή της με την ανθρώπινη φύση. Αστείο μπορεί να είναι μόνο κάτι που φέρει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Γελάμε με ένα ζώο όταν χασμουριέται, επειδή μας θυμίζει άνθρωπο – γελάμε με ένα ζώο όταν τρομάζει, για τον ίδιο λόγο. Ξεκαρδιζόμαστε με αντικείμενα που φέρουν ενδείξεις πως θα μπορούσαν να αποτελούν ανθρώπινα όντα – ένα δέντρο που μοιάζει να έχει μύτη, για παράδειγμα. Η αιτία θα αποφασαφινιστεί όταν θα αναλύσουμε τη κοινωνιολογική του διάσταση, αλλά μέχρι τώρα αυτό σαν δεδομένο αρκεί και είναι αυταπόδεικτο. 
Δεύτερον, έχει κατά καιρούς αναφερθεί πως το γέλιο είναι συνδεδεμένο με την έννοια του άσχημου. Αυτή τη παρατήρηση θεωρεί λανθασμένη ο συγγραφέας, και τονίζει πως το “αστείο” είναι πολύ πιο κοντά συγγενικά με την έννοια της ακαμψίας. Δεν είναι αντίθετο του όμορφου δηλαδή, αλλά αντίθετο με αυτό που έχει “χάρη“. 
Τι όμως έχει “χάρη”; Τι εννοούμε όταν λέμε πως κάποιος άνθρωπος είναι “αιθέριος”, πως έχει έναν “αέρα” που τον διαπερνά (με τον οποίο φυσικά δεν προκαλεί το γέλιο); Ο Ανρί τονίζει πως ο άνθρωπος έχει τη πνευματική και τη σωματική διάσταση – ή μάλλον, τη τάση προς τη φύση και τον μηχανισμό. Αιθέριο είναι ένα πλάσμα του οποίου η ύλη κατά κάποιον τρόπο υποτάσσεται στο πνεύμα του – πιστεύουμε πως σχεδόν θα μπορούσε να πετάξει, πως είναι φτιαγμένο με ύλη από άλλο κόσμο (συνήθως ανώτερο). Προσοχή, δεν χρειάζεται καν να είναι όμορφο – απλά να φαντάζει φυσικά κινούμενο, να φαίνεται πως “ρέει“. Επίσης, υπάρχει και μία άλλη πραγματικότητα, αυτή του μηχανικού – αυτή που έρχεται κόντρα στο νόμο της φύσης (αλλαγή, μετάλλαξη) και υποτάσσεται στον “αντινόμο” της – την επανάληψη. Μηχανικό είναι αυτό του οποίου η κίνηση είναι σε όλες τις διαστάσεις της επαναλαμβανόμενη, που δεν υπάρχει εναλλαγή και καμπυλότητα. Είναι αυτό που επαναστατεί στη θεμελιώδη αρχή του “Τα πάντα ρει” (αρχή που υποστήριζε πολύ έντονα κι ο Μπέργκσον, που είπε πως “Το να υπάρχεις σημαίνει να αλλάζεις”). 
“Γιατί γελάω; Επειδή έχω τώρα ενώπιόν μου έναν μηχανισμό που λειτουργεί αυτόματα. Δεν πρόκειται για ζωή, αλλά για αυτοματισμό εγκατεστημένο μέσα στη ζωή και απομιμούμενο τη ζωή. Πρόκειται για κάτι κωμικό.”
Έξαφνα θα συνειδητοποιήσουμε πως οι μεγαλύτερες κωμωδίες στηρίζονται στις πιο απλές επαναλήψεις. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που του έφεραν τον καφέ και βάζει με τον ίδιο ρυθμό, την ίδια κίνηση, και την ίδια έκφραση, τριάντα κουταλιές ζάχαρης μέσα στο ρόφημά του. Είναι ξεκαρδιστικό, επειδή είναι μηχανικό, είναι αφύσικο, όχι απλώς παράλογο. Φανταστείτε κάποιον που χτυπάει να έρθει το ασανσέρ 100 φορές με τον ίδιο τρόπο, δίχως να έρχεται. Εξαιρετικό παράδειγμα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Σέλντον χτυπάει πάντα τη πόρτα της Πέννι στη διάσημη σειρά The Big Bang Theory. 
Ακόμα, βασική προϋπόθεση για να είναι κάτι αστείο είναι εξαρχής να το “ξεζουμίσουμε” από οποιαδήποτε συγκινησιακή επιρροή του. Εάν είσαι σε θέση να αισθανθείς συγκίνηση (οποιαδήποτε είδους) για κάτι ή κάποιον, είναι σίγουρο πως δεν θα μπορείς να γελάσεις μαζί του. Όπως όταν ένα ζευγάρι τσακώνεται άσχημα, πόσο δύσκολα θα καταφέρει εκείνη τη στιγμή να γελάσει με τη κατάσταση – ή, αν αισθανθείς αγάπη ή πραγματικό οίκτο για κάποιον χαρακτήρα μίας θεατρικής παράστασης, δεν μπορείς να γελάσεις με τις πράξεις του. 
Αυτή είναι λοιπόν μία στοιχειώδη ανατομία του μηχανισμού του γέλιου. Υπάρχουν πολλές μέθοδοι να επιτευχθεί, αλλά δεν χρειάζεται να μπούμε σε τέτοια ανάλυση – αν κάποιος ενδιαφέρεται περαιτέρω, καλό θα ήταν να αγοράσει το βιβλίο.

2) Κοινωνική διάσταση του γέλιου
Τι σκοπό εξυπηρετεί το γέλιο; Μάθαμε τι προκαλεί το γέλιο, αλλά ποια η χρησιμότητα του να γελάμε με κάτι; Ο Μπερκσόν προσέγγισε κοινωνιολογικά το ζήτημα και υποστήριξε πως το γέλιο είναι λειτουργία της κοινωνίας. 
“Το γέλιο είναι μία ορισμένη κοινωνική χειρονομία που υπογραμμίζει και καταστέλλει μια ορισμένη ειδική αφηρημάδα των ανθρώπων και των συμβάντων.”
Γελάμε με κάποιον όταν έχει αποκλίνει από τα κοινώς αποδεκτά κοινωνικά “πρέπει”. Κάθε κοινωνία, για να υπάρχει εξαρχής και να ορίζεται ως κοινωνία, έχει ορισμένους κανόνες και συγκεκριμένους “φραγμούς” που θέτει στα μέλη της για να επιτυγχάνεται μία γενική και ομαλή ισορροπία. Η κοινωνία λειτουργεί και σαν ζωντανός οργανισμός όμως, και γι’ αυτό έχει και μερικά συστήματα αυτοάμυνας, μερικά “εργαλεία” που συντελούν στο να συμμορφώνονται τα μέλη της τα οποία αποκλίνουν από το “αποδεκτό”. 
Σκεφτείτε έναν άντρα να τρέχει γυμνός στον δρόμο – αμέσως σας έρχεται το γέλιο ως αυθόρμητη αντίδραση, επειδή ακριβώς παρατηρείτε ένα μέλος της κοινωνίας σας να αποκλίνει από το “αποδεκτό”. Κι όχι μόνο το παρατηρείτε, αλλά με τη πράξη σας, το γέλιο, λειτουργείτε σαν κατασταλτικό όργανο, του κάνετε άμεση επίθεση και σωφρονιστική παρατήρηση. Το γέλιο φέρει στον αποδέκτη του συναισθήματα απόρριψης και ενοχής, τον “βοηθάει” να συνειδητοποιήσει πως έχει ξεφύγει από τα κοινωνικά “πρέπει” τα οποία θα όφειλε ως μέλος να σέβεται. Όταν γελάμε με κάποιον, ουσιαστικά επιχειρούμε να του επιδείξουμε τους φραγμούς του κοινωνιολογικού μας πλαισίου, λειτουργούμε ως φρουροί της “αγέλης”. Είναι τυχαίο άραγε το ό,τι οι γονείς γελάνε τόσο πολύ με τα παιδιά τους στα πρώτα τους στάδια κοινωνικοποίησης; Ή το ό,τι τα παιδιά γελάνε με εντελώς διαφορετικά πράγματα από ό,τι οι μεγάλοι (επειδή βρίσκονται σε διαφορετικό πλαίσιο); 
Γι’ αυτό, τέλος, το γέλιο παρατηρείται μόνο σε καταστάσεις ή πράγματα μέσα στα οποία μπορούμε να αντιληφθούμε την ανθρώπινη φύση – επειδή μόνο ανθρώπους θα μας ενδιέφερε να συνετίσουμε. Αν ένα ζώο δεν μας θύμιζε άνθρωπο (τον οποίο θα θέλαμε να σωφρονίσουμε κοινωνιολογικά), δεν θα γελούσαμε μαζί του.

3) Διαφορά Κωμωδίας και Τραγωδίας
Ο Μπεργκσόν ορίζει τη θεμελιώδη διαφορά των δύο αυτών ειδών ως εξής: Ο Κωμικός συγγραφέας παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, επειδή λειτουργεί ως όργανο της κοινωνίας, τη στιγμή που ο Τραγικός συγγραφέας παρατηρεί στονπροσωπικό εσωτερικό του κόσμου, επειδή προάγει την ατομικότητα έναντι της κοινωνικής υποταγής. Η κωμωδία συντίθεται πάντα με γενικούς “τύπους” που παρατηρούνται σε μία κοινωνία που είναι βλαβεροί γι’ αυτή (ο τσιγκούνης γέρος, ο επικίνδυνα ελαφρόμυαλος νέος, κτλ.), ενώ στο δράμα οι χαρακτήρες αποτελούν προσωπικότητες με βάθος και ουσία. Θα πάρω για παράδειγμα τοΈγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Ο πρωταγωνιστής, Ρομάνοβιτς, βασανίζεται έντονα από τη πίεση που αισθάνεται από τη κοινωνία. Όπως τονίζει χαρακτηρίστηκα ο ίδιος, θέλει να είναι από “ανώτερη” πάστα ανθρώπου, που δεν οφείλει να είναι υποταγμένος στους νόμους της κοινωνίας, να είναι Ναπολέοντας που και να σκοτώσει δεν πειράζει, επειδή η αξία της φύσης του είναι πάνω από την ισορροπία της κοινωνίας. Ο τραγικός ήρωας αναδεικνύει την εσωτερικότητα, το μεγαλείο της ατομικότητας – ο τραγικός συγγραφέας ξεσπάει από μέσα του ενάντια στις αλυσίδες που του φόρεσε το περιβάλλον του, θέλει να βοηθήσει τον αναγνώστη να κάνει ενδοσκόπηση στη ψυχή του. Γι’ αυτό και οι κινήσεις του τραγικού ήρωα, η γλώσσα του σώματός του, κτλ. (που στη Κωμωδία είναι θεμελιώδη εργαλεία) στη τραγωδία έχουν δευτερεύοντα ρόλο, επειδή ο πιο σημαντικός είναι ο εσωτερικός αγώνας που τελείται μέσα του.
“Κάτω από την ήρεμη, αστική ζωή που έχουν συνθέσει για λογαριασμό μας η κοινωνία και το λογικό, (το τραγικό θέατρο) ανακινεί μέσα μας κάτι που ευτυχώς δεν εκρίγνυται, αλλά του οποίου μας κάνει να νιώσουμε την εσωτερική ένταση. Είναι η εκδίκηση της φύσης επί της κοινωνίας.”
Η κωμωδία όμως λειτουργεί με πρότυπα, δίχως βάθος, που τείνουν προς τηνεπανάληψη. Που λειτουργούν μηχανικά κατά της κοινωνίας. Το “ελαφρό θέατρο” βοηθάει τον θεατή να συνειδητοποιήσει μαζί με τα υπόλοιπα μέλη ποια είναι τα κοινωνικά πρέπει. Είναι τυχαίο που όσα περισσότερα άτομα γελάνε, τόσο πιο αυθόρμητα μας βγαίνει το γέλιο; Αυτό ίσως συμβαίνει επειδή, όντας εκείνη τη στιγμή όργανα καταστολής της κοινωνίας, όσο μεγαλύτερος ο αριθμός μας, τόσο πιο αποτελεσματικοί είμαστε. Γι’ αυτό μετά από μία αστεία ταινία, θυμόμαστε πάλι γεγονότα και χαρακτήρες ομαδικά και γελάμε – ενώ, μετά από μία ταινία δράματος, ο καθένας κλείνεται στον εαυτό του και κάνει τη προσωπική του κριτική. 
Αυτή είναι λοιπόν η διαφορά κωμωδίας και τραγωδίας – η πρώτη μας ωφελεί να ενταχθούμε και να διατηρηθούμε στα πρότυπα της κοινωνίας μας, για να ζούμε αρμονικά με τα υπόλοιπα μέλη, ενώ η δεύτερη εξασφαλίζει τη διατήρηση και τη συνεχή αναζωπύρωση της αυθεντικής μας ατομικότητας, του εσωτερικού μας κόσμου. Και τα δύο μαζί, εξασφαλίζουν την ισορροπία ανάμεσα στο “εγώ” και το “εμείς”, ώστε να μην γίνουμε ανδρείκελα της κοινωνίας, ούτε και επικίνδυνοι γι’ αυτή. 
Όπως τόνισε ο Μπερκσόν, είναι λάθος να δούμε πεσιμιστικά το γέλιο, λόγω της φύσης του. Άλλωστε, είναι καλύτερο να συνετίζεις τον άλλο με ένα χαμόγελο και μια ευχάριστη κραυγή, παρά με μπουνιές και κλοτσίδια. Δείχνει, ίσα-ίσα, την ανωτερότητα του ανθρώπου απέναντι στα ζώα (και στις υποανάπτυκτες πολιτισμικά κοινωνίες): 

Εκεί που ο λύκος δαγκώνει, ο άνθρωπος γελάει.
Ετικέτες: ΑΝΡΙ ΜΠΕΡΓΚΣΟΝ: ΤΟ ΓΕΛΙΟ, ΑΝΡΙ ΜΠΕΡΓΚΣΟΝ, ΓΕΛΙΟ
Πηγή:http://philipposphilios.com  
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος. 

ΣΑΙΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ & ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΔΙΑΦΘΟΡΕΑ

“Αν παντρευτείς, θα το μετανιώσεις. Αν δεν παντρευτείς, πάλι θα το μετανιώσεις. Παντρευτείς δεν παντρευτείς, θα το μετανιώσεις. Αν γελάς με τις τρέλες τού κόσμου, θα το μετανιώσεις. Αν κλαις με αυτές, πάλι θα το μετανιώσεις. Κλαις ή γελάς, θα το μετανιώσεις. Αν πιστεύεις μια κοπέλα, θα το μετανιώσεις. Αν δεν την πιστεύεις, πάλι θα το μετανιώσεις. Πιστεύεις δεν πιστεύεις, θα το μετανιώσεις. Αν κρεμαστείς, θα το μετανιώσεις, αν δεν κρεμαστείς, πάλι θα το μετανιώσεις. Κρεμαστείς δεν κρεμαστείς, θα το μετανιώσεις. Αυτό, κύριοι, είναι η ουσία και η κατάληξη όλης της πρακτικής σοφίας.” «Σαίρεν Κίρκεγκωρ, Είτε/Είτε : Μια Εκστατική Διάλεξη»

ΣΑΙΡΕΝ ΚΙΡΚΕΓΚΩΡ
Ο υπαρξιστής φιλόσοφος Soren Kierkegaard γεννήθηκε στις 05/05/1813 στην Κοπεγχάγη. Ήταν το έβδομο παιδί του Michael Pedersen Kierkegaard, ενός εύπορου υφασματέμπορου, και της δεύτερης γυναίκας του, Anne Lund. Το 1830 εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή. Εντρυφώντας στην αρχαία ελληνική γραμματεία γοητεύεται από τον Σωκράτη, τον οποίο έχει πλέον ως πρότυπο. Το 1837 γνωρίζει τη Regine Olsen. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο, μια κριτική σε νουβέλα του Hans Christian Andersen. Οι αλλεπάλληλες οικογενειακές τραγωδίες-η μητέρα του και πέντε από τα έξι αδέλφια του πεθαίνουν από αρρώστιες/δυστυχήματα-καθώς και το έντονο θρησκευτικό οικογενειακό του περιβάλλον τον ωθούν να αφιερώσει τη ζωή του στο “τι ακριβώς σημαίνει να είσαι χριστιανός στη σημερινή χριστιανοσύνη”. Το 1841 ανακοινώνει στη Regine ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν, επειδή “λογοδοτεί σ’ ένα ανώτερο δικαστήριο”. Υποβάλλει στη Θεολογική Σχολή το διδακτορικό του με θέμα τη σωκρατική ειρωνεία. Το 1843 γράφει με ψευδώνυμο το “Είτε-Είτε”, που σηματοδοτεί την αφετηρία του φιλοσοφικού του έργου. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ο Kierkegaard βάλλει κατά του εκκλησιαστικού κατεστημένου μέσα από μια έντονα επικριτική αρθρογραφία στην εφημερίδα “Πατρίς” και στο δεκαπενθήμερο φυλλάδιο “Στιγμή”. Πεθαίνει στις 11/11/1855, στα σαράντα δύο του χρόνια. Η φιλοσοφία του υπήρξε σημείο αφετηρίας για τους κατοπινούς μελετητές όπως ο Βίτγκενσταϊν, ο Χάιντεγκερ ο Μπουλκάκοφ, ο Σαρτρ, ο Μερλό-Ποντί, ο Καμύ, ο Κάφκα, η Ντε Μποβουάρ κ.ά. και ο ίδιος θεωρείται πρόδρομος του Χριστιανικού Υπαρξισμού της Υπαρξιακής Ψυχολογίας, του Υπαρξισμού, του Μεταμοντερνισμού, του μεταστρουκτουαλισμού και της νέο-ορθοδοξίας.
“Αν βλέπει σε μένα έναν απατεώνα…με παρεξήγησε∙ αν βλέπει έναν πιστό αγαπητικό…πάλι με παρεξήγησε. […] Σε λίγο ο αρραβώνας θα σπάσει. […] Θα λυθεί εκείνη για να δεθώ εγώ, όπως τα λυτά μαλλιά δεσμεύουν περισσότερο από τα δεμένα. […] Αλλά έτσι είναι, ή το κορίτσι ξελογιάζει τον άντρα ή ο άντρας το κορίτσι…” 

Το “Ημερολόγιο ενός διαφθορέα” είναι μια αυτοτελής νουβέλα από το έργο “Είτε-Είτε” (Enten-Eller), που εκδόθηκε στην Κοπεγχάγη στις 15 Φεβρουαρίου 1843. Εκδότης είναι ο Βίκτωρ Ερημίτης αλλά όχι και συγγραφέας. Η ανωνυμία του συγγραφέα υποχρεώνει τον Κίρκεγκορ να διηγηθεί τον μύθο: Ο Βίκτωρ Ερημίτης αγόρασε κάποτε από ένα παλαιοπωλείο ένα παλιό τραπέζι με συρτάρια. Σε ένα από τα συρτάρια βρήκε τα χειρόγραφα ενός μικρού βιβλίου που έφερε τον τίτλο «Το Ημερολόγιο ενός Διαφθορέα» που του κέντρισε το ενδιαφέρον και δίχως να καταφέρει να αντισταθεί άρχισε να το διαβάζει…
Ο πρωταγωνιστής του Ημερολογίου είναι ένας διανοητικός διαφθορέας, ο Ιωάννης, ο οποίος αντιστοιχεί σε έναν καλλιεργημένο Δον Ζουάν∙ προικισμένο με πνεύμα, κυνικότητα και μακιαβελική στον έρωτα στρατηγική. Εν αντιθέσει με την βιωματική φαιδρότητα του Δον Ζουάν, ο σατανικός Ιωάννης, έλκεται από την πνευματική φαιδρότητα. Η αυτοπεποίθηση και η ειρωνεία του, είναι τα μέσα εκπλήρωσης του ρόλου του ως ερωτικός αποπλανητής και πνευματικός διαφθορέας  νεαρών όμορφων κοριτσιών. Η ικανοποίηση που λαμβάνει, είναι αμιγώς εγκεφαλική και προκύπτει μέσα από την ολοκληρωτική κατάκτηση αγνών γυναικών και στη συγκεκριμένη περίπτωση, της όμορφης Κορδελίας. Η στάση ζωής του είναι εστετιστική και η ηδονή που επιδιώκει στιγμιαία, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να υποφέρει καθ’ όλη την διάρκεια των εξομολογήσεων του από ανία, κενότητα και μελαγχολία, ενώ ο τρόπος γραφής του δείχνει έναν ολοκληρωτικά μηδενιστικό τρόπο ζωής που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην απόγνωση.

“Όπως ένας ζωγράφος ζωγραφίζει την αγαπημένη του∙ ένας γλύπτης την πλαστουργεί∙ αυτό κάνω και εγώ, με πνευματικό τρόπο όμως..”

Με μεγάλη μυστικότητα εισχωρεί μέσα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του θύματος-Κορδελίας, στο οικογενειακό ιστορικό της, στις καθημερινές δραστηριότητες της, στα ταλέντα, στις αδυναμίες της, στους φίλους της, ακόμη και στη ντουλάπα της. Με τον καιρό, ξετυλίγει το σχέδιο του αργά και με προσήλωση, λανσάροντας με επιδεξιότητα τη σαγηνευτική του προσωπικότητα οδηγώντας την Κορδελία στην ολοκληρωτική της παράδοση και στη στιγμιαία του ικανοποίηση-την οποία την παρομοιάζει με “βιασμό”.

“Οι περισσότεροι απολαμβάνουν ένα κορίτσι όπως ένα ποτήρι σαμπάνια- τη στιγμή που αφρίζει, αχ, ναι! Είναι νόστιμο και για πολλά κορίτσια είναι το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς.”

Μέσα στον ιστό που υφαινει για να την παγιδεύσει, δεν διστάζει να μανιπιουλάρει τον ερωτευμένο μαζί της Εδουάρδο, γιο ενός χονδρέμπορου, καθώς και την θεία της. Όλοι οι κοντινοί της άνθρωποι γίνονται πλέον πιόνια στην σκακιέρα του Ιωάννη, ο οποίος επιδιώκει την συναίνεση από την θεία για τον αρραβώνα του μαζί της ενώ ταυτόχρονα παίζει τον ρόλο του καρδιακού φίλου και μέντορα στον Εδουάρδο, με απώτερο σκοπό να του φορτώσει την Κορδελία όταν θα έχει πλέον τελειώσει μαζί της, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως “σωτήρα” του δράματος που περνάει… Η αποπλάνηση διεκπεραιώνεται μέσα από δύο στάδια. Στο πρώτο, επιδιώκει να κερδίσει την εμπιστοσύνη της και ταυτόχρονα να την κάνει να τον ερωτευτεί, ενώ στο δεύτερο, και αφού την έχει κερδίσει, απομακρύνεται σταδιακά και ψυχραίνει την στάση του, με αποκορύφωμα την διακοπή της σχέσης τους, κάνοντας την να πιστεύει ότι είναι ελεύθερη. Η ηδονή έρχεται, με την συνειδητοποίηση από πλευράς της, ότι τον θέλει ακόμα και πιο ολοκληρωτικά από ποτέ…

“Μα και βέβαια Κορδελία μου υπάρχει κάτι βασιλικό στους τρόπους μου∙ αλλά εσύ δεν υποπτεύεσαι τίνος κράτους είμαι βασιλιάς…”

Η αυτοβιογραφική εξομολόγηση του Ιωάννη, έχει ποιητικό ύφος πλούσιο σε εικόνες, συναισθήματα, κοπλιμέντα, ρομαντισμό και κτητικές αντωνυμίες που φανερώνουν την ταραχώδη ψυχοσύνθεση του, τον επιπόλαιο συναισθηματισμό του καθώς και την αυτοπεποίθηση του. Η ίδια η ύπαρξη του Ημερολογίου, εξυπηρετεί την απεικόνιση των αναμνήσεων των επιθυμιών που έχουν εκπληρωθεί. Ο επίλογος διαμορφώνεται από τις κυνικές παραδοχές του Ιωάννη περί της ευγνωμοσύνης που η Κορδελία του οφείλει για αυτή την σχέση, την άρνηση του να την αποχαιρετίσει λόγω του ότι δεν αντέχει τα γυναικεία κλάματα και παρακάλια αλλά και από το
ότι μέσα από αυτόν τον τρόπο πλουτίζει κανείς τις ερωτικές του εμπειρίες…

“Όταν ένα κορίτσι δοθεί ολόκληρο, όλα έχουν τελειώσει..”

Καθοριστικό ρόλο στο περιεχόμενο των συγκεκριμένων συγγραμμάτων, έχει παίξει η ίδια η σχέση που διατηρούσε ο Κίρκεγκωρ με την Ρεγγίνα, την οποία διέκοψε ο ίδιος λόγω της θρησκευτικής του αναζητήσεις και των ενοχών του που του είχε καλλιεργήσει ο βαθιά θρησκευόμενος πατέρας του, που εν αντιθέσει με τον Κάφκα, θαύμαζε και είχε διαμορφώσει μία πολύ ισχυρή, από την παιδική ηλικία, σχέση μαζί του. Όλο το Ημερολόγιο διακατέχεται από μία θρησκευτικότητα, ενώ η έννοιας της αγωνίας παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η αμεσότητα των εξομολογήσεων εξυπηρετεί αφενός μεν την διείσδυση στην κιρκεγκωριανή σφαίρα αισθητικής και αφετέρου στην λεπτομερή περιγραφή των σκέψεων του Ιωάννη, των κινήτρων, των αποφάσεων και επιλογών του με τρόπο απροκάλυπτο που δεν
επιδέχεται κανενός είδους άλλοθι.

“Η ηθική στην επιστήμη, είναι όπως και στη ζωή: ανιαρή.”

Με αυτόν τον τρόπο αναβλύζει η προκλητική και ασταθής ιδιοσυγκρασία του ίδιου του συγγραφέα, που την διαπερνά μία φαντασιακή έκσταση επενδεδυμένη με πολλές διαφορετικές πόζες, μιμήσεις, υποκριτικούς ρόλους και επιπόλαια διαπροσωπικά παιχνίδια που στο σύνολο τους συνθέτουν μία ερωτική μέθοδο αποπλάνησης, αντίστοιχης της μαιευτικής του Σωκράτη, που ο ίδιος ο Κίρκεγκωρ θαύμαζε. Τέλος, ολόκληρο το Ημερολόγιο, φαίνεται να αποκοδικωποιείται εκ των υστέρων μέσα από το όνομα του ίδιου του αφηγητή, του Βίκτορ Ερημίτη, που δεν δηλώνει τίποτε άλλο από το αποτέλεσμα όλης αυτής της κενής και στερούμενης οποιουδήποτε νοήματος
διαφθοράς: επήλθε η κάθαρση μέσω της Νίκης (Βίκτορ) του Ερημίτη (Ερημίτης), του Ιωάννη δηλαδή, που έμεινε εντέλει μόνος…

"Τεντώνω το τόξο του έρωτα για να πληγώσω βαθύτερα." Πηγή:http://philipposphilios.com
 Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.