Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.3.21

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ποίημα ''Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ'' ανάλυση από τον Κωνσταντίνο Μάντη.

 Ο Κρητικός του Διονυσίου Σολωμού (Ζάκυνθος 1798 – Κέρκυρα 1857), αφηγηματικό ποίημα σε πέντε μέρη, γράφεται κατά τη διετία 1833 έως 1834 και θεωρείται «σταθμός στην ποιητική πορεία του Σολωμού, το πρώτο από τα μεγάλα και σημαντικά ποιήματα της εντελώς ώριμης περιόδου του. Μολονότι χαρακτηρισμένο απόσπασμα, μπορεί να θεωρηθεί ποίημα απόλυτα ολοκληρωμένο, με εσωτερική ενότητα και συνοχή».

Πηγή έμπνευσης
 του ποιητή στάθηκαν πραγματικά γεγονότα της επανάστασης στην Κρήτη: «κατάληψη της Μεσαράς και έπειτα των Σφακιών από τους Τούρκους στα 1823-24 και φυγή χιλιάδων Χριστιανών με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο».
Το κείμενο του ποιήματος αναπαράγει το τραγούδι ενός πρόσφυγα Κρητικού, που μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του αναπολεί τα περασμένα, πλεγμένα γύρω στο περιστατικό που καθόρισε τη ζωή του. Περιληπτικά η υπόθεση των πέντε μερών: «[1-2] Ναυαγός ο Κρητικός προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του μέσα στην τρικυμία· [3-4] Η τρικυμία παύει απότομα και μπροστά του φανερώνεται μια "φεγγαροντυμένη" θεϊκή μορφή· [5] όταν η οπτασία χαθεί, θ’ ακουστεί ένας μαγευτικός απόκοσμος ήχος που θα συνεπάρει την ψυχή του ναυαγού· κι όταν ο ήχος σωπάσει, θα φτάσει αυτός στην ακρογιαλιά, θ’ αποθέσει εκεί την αγαπημένη του, αλλά θα είναι πεθαμένη».

Διονύσιος Σολωμός «Ο Κρητικός»

Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ' ἀκρογιάλι·
«Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ' ἄλλο
Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·
Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν,
Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ' ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν.


 Πιστέψετε π' ὅ,τι θά πῶ εἶν' ἀκριβή ἀλήθεια,
Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια,
Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας,
Μά τήν ψυχή πού μ' ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας.

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω,
Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένος κράζω:
«Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει;
Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει.
Καπνός δέ μένει ἀπό τη γῆ· νιός οὐρανός ἐγίνη·7

Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ' αὐτήνη.
— Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια
Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια·
Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά 'μπει στό κορμί της·

Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος,
Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος·
Καί τώρα ὀμπρός τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει·
Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»).


Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή...............................
Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει,
Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα,
Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ' ἄστρα·

Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τή φύση
Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν' ἀφήσει.
Δέν εἶν' πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας
Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας,
Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ' ἔσφιξε κι ἐχάρη,

Ἐσειότουν τ' ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι·
Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει,
Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ἔτρεμε το δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της,
Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.

 

 Ἐκοίταξε τ' ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν,
Καί τήν ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν·
Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ' ἀνάστημα σηκώνει,

Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ' ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη,
Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη.
Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει,
Κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ' ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,

Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα,
Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ' ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει·
Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ' ἐκοίταζε κι ἐκείνη.
Ἔλεγα πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω,
Κάν σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο,
Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,

Κάν τ' ὄνειρο, ὅταν μ' ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου·
Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη,
Πού ὀμπρός μου τώρα μ' ὅλη της τή δύναμη προβαίνει·
Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν' ἀναβρύζει

Ξάφνου ὀχ τά βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει.
Βρύση ἔγινε το μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα,
Κι ἔχασα αὐτό τό θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα,
Γιατί ἄκουγα τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου,
Πού ἐτρέμαν καί δέ μ' ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου·

Ὅμως αὐτοί εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ' ὅπου
Βλέπουνε μές στήν ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ' ἀνθρώπου,
Κι ἔνιωθα πώς μοῦ διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου
Πάρεξ ἄν ἤθελε τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου:
«Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι
..........................................................................
...........................................................................

Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου·
Τ' ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ' ἀδράξαν,
Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν,
Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι,
Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.

Στήν Κρήτη......................................................
Μακριά 'πό κεῖθ' ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα.
Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νά 'χω·
Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο».


 Ἐχαμογέλασε γλυκά στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου,
Κι ἐδάκρυσαν τά μάτια της, κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου.
Ἐχάθη, ἀλιά μου! ἀλλ' ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα
Στό χέρι, πού 'χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. —

Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι,
Π' ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δέν τοῦ 'ναι ὁ πόλεμος· τ' ἁπλώνω τοῦ διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι·
Κι ὅταν χορτάτα δυστυχιά τά μάτια μου ζαλεύουν,

Ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρά τήν ξαναζωντανεύουν,
Καί μέσα στ' ἄγριο πέλαγο τ' ἀστροπελέκι σκάει,
Κι ἡ θάλασσα νά καταπιεῖ τήν κόρη ἀναζητάει,
Ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει.
Καί βάνω τήν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —

Τά κύματα ἔσχιζα μ' αὐτό, τ' ἄγρια καί μυρωδάτα,
Μέ δύναμη πού δέν εἶχα μήτε στά πρῶτα νιάτα,
Μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τά θηκάρια,
Μάχη στενή μέ τούς πολλούς ὀλίγα παλληκάρια.
Μήτε ὅταν τόν μπομπο-Ἰσούφ καί τς ἄλλους δύο βαροῦσα

Σύρριζα στή Λαβύρινθο π' ἀλαίμαργα πατοῦσα.
Στό πλέξιμο τό δυνατό ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου
(Κι αὐτό μοῦ τ' αὔξαιν') ἔκρουζε στήν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου.
...............................................................................................
...............................................................................................
Ἀλλά τό πλέξιμ' ἄργουνε καί μοῦ τ' ἀποκοιμοῦσε
Ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁπού μέ προβοδοῦσε.

Δέν εἶναι κορασιᾶς φωνή στά δάση που φουντώνουν,
Καί βγαίνει τ' ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καί τά νερά θολώνουν,
Καί τόν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει,
Τοῦ δέντρου καί τοῦ λουλουδιοῦ πού ἀνοίγει καί λυγάει·

Δέν εἶν' ἀηδόνι κρητικό, πού σέρνει τή λαλιά του

Σέ ψηλούς βράχους κι ἄγριους ὅπ' ἔχει τή φωλιά του,
Κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτίς ἀπό πολλή γλυκάδα
Ἡ θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα,
Ὥστε πού πρόβαλε ἡ αὐγή καί ἔλιωσαν τ' ἀστέρια,
Κι ἀκούει κι αὐτή καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό τά χέρια·

Δέν εἶν' φιαμπόλι τό γλυκό, ὁπού τ' ἀγρίκαα μόνος
Στόν Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ' ἐτράβουνεν ὁ πόνος
Κι ἔβλεπα τ' ἄστρο τ' οὐρανοῦ μεσουρανίς νά λάμπει
Καί τοῦ γελοῦσαν τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι·
Κι ἐτάραζε τά σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα

Κι ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα!»
Κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ' αὐτή τά χέρια μέ καμάρι·
Καλή 'ν' ἡ μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο,67 πουλί, φωνή, δέν εἶναι νά ταιριάζει,
Ἴσως δέ σώζεται στή γῆ ἦχος πού νά τοῦ μοιάζει·68

Δέν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός......................

Δέν ἤθελε τόν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του.
Ἄν εἶν' δέν ἤξερα κοντά, ἄν ἔρχονται ἀπό πέρα·
Σάν τοῦ Μαϊοῦ τές εὐωδιές γιομίζαν τόν ἀέρα,

Γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι ........................

Μόλις εἶν' ἔτσι δυνατός ὁ Ἔρωτας καί ὁ Χάρος.
Μ' ἄδραχνεν ὅλη τήν ψυχή, καί νά 'μπει δέν ἠμπόρει
Ὁ οὐρανός, κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη·
Μέ ἄδραχνε, καί μ' ἔκανε συχνά ν' ἀναζητήσω
Τή σάρκα μου νά χωριστῶ γιά νά τόν ἀκλουθήσω.

Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
Πού ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθύς ὀχ τήν καλή μου·
Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη,
Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.

Στους τελευταίους στίχους του ποιήματος, με τον χρονικό προσδιορισμό «τέλος» ακολουθείται η τεχνική περίληψης του χρόνου που εντείνει τη δραματικότητα της αφήγησης, καθώς σημαντικά γεγονότα δίνονται με ταχύ ρυθμό και επιγραμματικότητα. Ο αφηγητής δεν μας δίνει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με την εμπειρία του γλυκύτατου ήχου, όπως το πόσο διήρκησε αυτή, ούτε άλλα στοιχεία σχετικά με την προσπάθειά του να φτάσει στο ακρογιάλι, εφόσον τα σημαντικότερα στοιχεία έχουν ήδη καλυφθεί.
Η αίσθηση εκπλήρωσης του αρχικού στόχου, με το φτάσιμο στο ακρογιάλι, και η χαρά του 1ου ημιστιχίου στον τελευταίο στίχο, ανατρέπεται αιφνιδίως στο καταληκτικό ημιστίχιο του ποιήματος (κι ήτανε πεθαμένη). Η θλίψη του ήρωα, αν και δεδομένη, δεν παρουσιάζεται, καθώς ο ποιητής επιλέγει να αποφύγει τη συναισθηματική ένταση ενός θρήνου, που έχει ήδη βρει την παραμυθία του στην 2η ενότητα, και στην εκεί υπονοούμενη συνάντηση των δύο ηρώων. Ο ποιητής, άλλωστε, πιστεύει απόλυτα στην ανάσταση των νεκρών και στη συνέχεια της ύπαρξης, σ’ ένα πνευματικό επίπεδο, μετά το τέλος της εφήμερης θνητότητας.
Ο χαμός της κόρης δίνεται με τρόπο λιτό και αφήνεται να επιδράσει στη σκέψη του αναγνώστη, με όλη την τραγικότητα που ενέχει η απώλεια ενός βαθύτατα αγαπημένου προσώπου.
Οι δραματικοί ενεστώτες (φθάνω, απιθώνω) που προσδίδουν παραστατικότητα, ενέργεια και ζωντάνια στην αφήγηση, ακολουθούνται από το παρελθοντικό και αμετάκλητο της τελικής διαπίστωσης «ήτανε πεθαμένη».
Η αναφορά στο ακρογιάλι δημιουργεί σχήμα κύκλου με την αρχή του ποιήματος και προσφέρει έτσι την αίσθηση της ολοκλήρωσης και της πληρότητας στην αφηγούμενη ιστορία.

Ο αιφνίδιος τερματισμός του ήχου, που συνδέεται πιθανώς με την πραγμάτωση του σκοπού του ν’ αποτρέψει τον ήρωα απ’ τη διάσωση της αγαπημένης του, δημιουργεί μιαν αίσθηση κενότητας τόσο στη φύση, όσο και στην ψυχή του ήρωα, που είχε βιώσει μια διονυσιακή έκσταση υπό την επίδραση του ήχου. Πολύ γοργά, ωστόσο, και μ’ έναν στεναγμό που φανερώνει την ένταση στην οποία βρισκόταν για ώρα ο ήρωας, επιστρέφει εκ νέου στην ψυχή του (και στην σκέψη του) η αγαπημένη κόρη. Είναι εύλογα η πρώτη του σκέψη και η βασική του ανησυχία, αφού για τη δική της σωτηρία αγωνίζεται, έστω κι αν προσωρινά τη λησμόνησε.
Με την ολοκλήρωση της προσπάθειας «και τέλος», χωρίς να δίνονται λεπτομέρειες για το πόσο χρειάστηκε να φτάσει στο ακρογιάλι απ’ τη στιγμή που απελευθερώθηκε απ’ την επίδραση του ήχου, ο Κρητικός ακουμπά με χαρά την αρραβωνιαστικιά του στη στεριά, και άρα στην ασφάλεια, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως εκείνη έχει ήδη πεθάνει.
Ο ήρωας βρίσκεται στο τέλος των δοκιμασιών του να έχει αποτύχει για μια ακόμη φορά. Μη έχοντας κατορθώσει να γλιτώσει την οικογένειά του και την πατρίδα του απ’ τη μανία των Τούρκων, αποτυγχάνει και στη διάσωση της αγαπημένης τους. Η ηθική συντριβή του ήρωα είναι απόλυτη, καθώς απομένει ολομόναχος χάνοντας πια και το τελευταίο του πιθανό στήριγμα.
Το ποίημα κλείνει με τη λέξη «πεθαμένη» που αποκαλύπτει την αποτυχία του ήρωα και αιτιολογεί την πλήρη μεταστροφή της προσωπικότητάς του. Ο ήρωας εξαγνίζεται και αναβαπτίζεται μέσα απ’ τον πόνο της σημαντικής αυτής απώλειας. Σαφής εδώ η τεχνική της απόκρυψης, που δημιουργεί στον ήρωα την πλανερή εντύπωση μέχρι και την τελευταία στιγμή πως έχει καταφέρει να σώσει την αγαπημένη του.
Το απότομο και χωρίς στοιχεία θρήνου ή λυρισμού τέλος του ποιήματος μας παραπέμπει στη δημοτική ποίηση. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να λεχθεί, καθώς με τη βοήθεια των αναδρομών και των προλήψεων έχουν όλα ήδη καλυφθεί κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
Αντιθέσειςδειασεν - γιόμισεν / Τήν πιθώνω μέ χαρά, κι τανε πεθαμένη
https://latistor.blogspot.com/

8.3.21

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ. Η επιλογή έγινε από τον Πεπέ.

Ἓν ἄνθος

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ἓν ἄνθος φύτρωσε μονάχο
χλωρὸ χλωρό.

Ἓν ἄνθος ὅμοιο μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ἀθώρητο σ᾿ ὅποιον σιμώνει
στὰ ὕψη ἐκεῖ.

Τὰ μάτια ἀνοίγοντ᾿ ἐκεῖ πέρα
καθὼς βρεθοῦν,
καὶ μὲ τὸν ξάστερον αἰθέρα
σμίγουν, μεθοῦν.

Ἐκεῖ θαμπώνουνε τὰ μάτια
σκόρπια μπροστὰ
καμένα λείψανα, κομμάτια
λαχταριστά.

Κ᾿ ἡ φαντασία ἀμέσως βλέπει
ἡ μαγικὴ
γυμνὴ καὶ δίχως καμιὰ σκέπη
ἀπάνου ἐκεῖ

τὴν Ὀμορφιά, ποὺ τρισμεγάλη,
παντοτεινή,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ μάρμαρο προβάλλει
καὶ δὲν πονεῖ.

Καὶ κάθεται σὲ δόξας θρόνο,
καὶ δὲ γελᾶ,
δὲν κλαίει καὶ δὲν πλανᾶ καὶ μόνο
φεγγοβολᾶ!

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
τὸν Ἱερὸ
ξανοίγω τἄνθος τὸ μοναχὸ
καὶ τὸ ρωτῶ:
- Ἄνθος, ποὺ μοιάζεις μὲ ἀνεμώνη
περαστική,
ποιὰ μοίρα σ᾿ ἔρριξε ἐδῶ, μόνη
καὶ φτωχική;

Ἐδῶ ἀπὸ τἄστρα ἡ Τέχνη φτάνει,
καὶ λάμπει ἡ γῆ,
κ᾿ ἔπλασε ἡ Φύση ἐσὲ βοτάνι
γιὰ μίαν αὐγή.

Ἐδῶ δὲν ἔρχεται ἡ παρθένα
ἡ γελαστὴ
γιὰ νὰ σὲ κόψη καὶ μ᾿ ἐσένα
νὰ στολιστῆ.

Ἐδῶ μ᾿ εὐλάβεια καὶ τὸ ἀγέρι
μόλις φυσᾶ
ποτὲ σ᾿ ἐσὲ δὲν ἔχει φέρει
λόγια χρυσά,

γλυκὰ φιλιὰ ἀπὸ τὰ ταιράκια
κι ἀπὸ Ὀμορφιὲς
δὲν ἔχεις ἄλλα λουλουδάκια
γιὰ συντροφιές.

Ὁ Παρθενώνας μὲ φεγγάρι
τὴ νύχτα ἐδῶ
νικάει στὴ δόξα καὶ στὴ χάρη
τὸν οὐρανό.

Κ᾿ οἱ ἕξι ἀλύγιστες Παρθένες
στέκουν κι αὐτὲς
λαμπρόστηθες καὶ λαβωμένες
καὶ λατρευτές.

Κι ἀγάλματα, πέτρες, κολῶνες
χωρὶς χαρὰ
σκόρπια τὰ βλέπουν οἱ αἰῶνες
καὶ παγερά.

Σμίγουν ἐδῶ θεοὶ καὶ χρόνοι
παλιοί, χρυσοί.
Ἐδῶ, φτωχή, κρυφὴ ἀνεμώνη,
τί θὲς ἐσύ; -

Καὶ στὴν Ἀκρόπολη, στὸ βράχο
δειλὰ δειλὰ
μὲ βλέπει τἄνθος τὸ μονάχο
καὶ μοῦ μιλᾶ:

- Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος τὸ παρθένο
καὶ τὸ κρυφὸ
ἀπὸ τὸν κόσμο μακρυσμένο
τὸ φῶς ρουφῶ.

Κι ἀνθῶ καὶ χαίρομαι τὰ κάλλη
ποὺ ἔχ᾿ ἡ ζωὴ
μακριὰ ἀπ᾿ τὰ πλήθη κι ἀπ᾿ τὴ ζάλη
κι ἀπ᾿ τὴ βοή.

Κι ἀπὸ τοῦ κάμπου τἄνθη τἄλλα
στέκω μακριά,
δειλό, λογόζωο, μιὰ στάλα,
μέσ᾿ στὴ σκιά.

Μέσ᾿ στὴ σκιὰ ποὺ ρίχνει ἐμπρός μου
μιὰ πέτρα ἁπλὴ
ξεχνῶ τὴν ψεύτική του κόσμου
φεγγοβολή.

Κι ἀγνώριστο, κι ἀχνό, μιὰ στάλα,
ζῶ ταιριαστὰ
μὲ τὰ λαμπρά, μὲ τὰ μεγάλα,
μὲ τἀκουστά.

Γιατί στὸν κόσμο εἶναι ζευγάρι
χαρὰ τοῦ νοῦ
καὶ ἡ δόξα τοῦ τρανοῦ κ᾿ ἡ χάρη
τοῦ ταπεινοῦ.

Γιατί στὸν κόσμο - ἄκου καὶ τάλλο -
καὶ στὸν καιρὸ
δὲν εἶναι τίποτα μεγάλο,
οὔτε μικρό.

Γιατί σὰν τἄστρο φῶς ἀφίνει
καὶ τὸ ξανθὸ
τἄνθος, γιατί καὶ τἄστρο σβύνει
σὰν τὸν ἀνθό.

Κι ὁ Παρθενώνας φεγγοβόλος
ποὺ ἐδῶ θωρῶ
ἐρείπιον εἶναι, ἐρείπιον ὅλος
λυπητερό.

Ἐνῶ σ᾿ ἐμένα φτωχὰ νιάτα,
διαβατικά,
ὅλα εἶν᾿ ἀπείραχτα, δροσάτα,
κι ἁρμονικά.

Ἐγὼ εἶμαι τἄνθος ποὺ κρυμμένο,
τρεμουλιαστό,
μὲ δροσοδάκρυα ραντισμένο
καὶ γελαστό,

μέσα στὰ κάλλη, στὴ γαλήνη
τὴ ζωντανὴ
ποὺ ἡ Τέχνη ἁπλώνει καὶ ποὺ ἀφίνει
παντοτεινή,

σκορπίζω μίαν ἀνατριχίλα,
μιὰ νέα ζωή,
σά μου χαιδεύει τἀχνᾶ φύλλα
αὔρας πνοή.

Καὶ τὰ λιθάρια τἀκουσμένα
καὶ τὰ παλιὰ
νομίζεις παίρνουν κι ἀπὸ μένα
φεγγοβολιά.

Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις
ποὺ καρτερεῖ
καὶ στέκει μὲ τὴν ὀμορφιά της
τὴ λαμπερὴ

καὶ τίποτε δὲν ἔχει πλάνο
κι ἀνθρωπινό,
μοῦ φανερώνει, πρὶν πεθάνω
τὸν οὐρανό.

Καὶ κοίτα! καθεμιὰ Καρυάτις
γλυκὰ γλυκὰ
θαρρῶ μὲ βλέπει στὰ ὄνειρά της
τὰ μυστικά.

Ἐδῶ στὴ δόξα τῶν αἰώνων,
στὸ φῶς τοῦ νοῦ,
ποὺ στέκεις ἡ Ὀμορφιὰ σὲ θρόνον,
ἄστρο οὐρανοῦ,

ἐδῶ στὴν ἔρμη ἀθανασία,
εἶμαι ἡ καρδιά,
ἡ νιοτ᾿ ἡ ἀγάπη κ᾿ ἡ θυσία,
καὶ ἡ μυρουδιὰ

κάποιας παράδεισος, μαζί σου
μὲ δένει τί;
τί ἄλλο ἀκόμα; - Εἶμαι ἡ ψυχή σου,
Ποιητή!

-------------------------------------------------

Ὁμηρικὸς Ὕμνος

A´. Ἡ Δήμητρα

Ὡς ἡ μὲν Κελεοῖο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱόν,
Δημοφώονθ᾿ ὃν ἔτικτεν ἐΰζωνος Μετάνειρα,
ἔτρεφεν ἐν μεγάροις· ὁ δ᾿ ἀέξατο δαίμονι ἴσος
οὔτ᾿ οὖν σίτον ἔδων, οὗ θησάμενος Δημήτηρ
χρίεσκ᾿ ἀμβροσίη ὡς εἰ θεοῦ ἐκγεγαώτα.

Ὁμηρικὸς Ὕμνος εἰς Δήμητραν

Εἶμαι τὸ φύτρωμα κ᾿ εἶμαι τὸ φούντωμα, ἡ Δήμητρα, ἡ χλόη.
K᾿ εἶμαι τὸ δέντρο κι ὁ ἀνθὸς κι ὁ καρπός, εἶμαι ἡ γῆ ποὺ ἀνασταίνει
κ᾿ ἢ ποὺ ἀνασταίνεται κ᾿ εἶμαι ἡ μητέρα πανάγια της κόρης
ποὺ μοῦ τὴν ἅρπαξε ποιός; κάποιο χέρι θεοῦ θὰ τὴν πῆρε,
μὰ ὅποιος κι ἂν εἶναι, ἀπ᾿ τὸν κόσμο κι ἀπ᾿ ὅπου, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ἐμὲ τινάζει ὁ θυμὸς ὅση δύναμη δίνει μου ὁ πόνος,
κ᾿ ἔμεινε ἡ γῆ καθὼς εἴταν, ὁλόγυμνη, ξέρα, νεκρίλα·
θὰ μὲ φωτίσουν τοῦ ἡλιοῦ κ᾿ ἡ ματιὰ κι ὁ πυρσὸς τῆς Ἑκάτης,
ὁδηγητές, νὰ τὴ βρῶ κι ὅπου ἂν εἶναι καὶ σ᾿ ὅποιον, τὸ χέρι
πάει τὸ δικό μου καὶ παίρνει κι ἀδράζει, ἀπ᾿ τ᾿ ἀστέρια, ἀπ᾿ τὸν Ἅδη,
ὁ Ἥλιος τῶν ὅλων θεωρὸς καὶ μαντεύτρα τῶν ὅλων ἡ Ἑκάτη.

K᾿ ἔψαξα, κοίταξα, γύρισα κι ὅλα βουβά, κρυφὰ πάντα.
K᾿ ἦρθα λιγόχρονη ἀνάπαψη νὰ βρῶ στὴ χώρα σας μέσα
ποὺ βασιλεύει ὁ καλὸς Κελεὸς μὲ τὴν ἄξια γυναίκα,
καὶ μὲ τὶς τέσσερες κόρες, ἡ μιὰ πιὸ καλὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη,
καὶ σὰ γελᾶν καὶ σὰ στέκουν καὶ σὰν περπατοῦν, ρηγοποῦλες
τ᾿ Ἀπριλομάη, Κλεισιδίκη, Δημώ, Κυμοθόη, Καλλινίκη,
καὶ τὸ στερνό σας μ᾿ ἐσᾶς τὸ νιογέννητο βυζασταρούδι
ποὺ παραμάνα του θέλω, σᾶς εἶπα, νὰ πάω νὰ τὸ ζήσω·
ἡ μοίρα θέλησε καὶ σὰ νὰ πρόσταξε θεὸς νὰ τρανέψῃ
δίχως τὰ χρόνια, νέος πάντα χωρὶς γερασιά, χωρὶς μνῆμα,
δίχως τὸ θάνατο, ἀθάνατος μέσ᾿ στοὺς μακάριους, ἀπάνου
κι ἀπὸ καιροὺς κι ἀπ᾿ τὶς ὦρες, τὶς μπόρες κι ἀπ᾿ τὰ θνητὰ πάντα.

Στὰ γόνατά μου τὸ κάθησα, στὴν ἀγκαλιά μου τὸ πῆρα,
μὲ τὰ φιλιά μου τ᾿ ἀνάθρεψα καὶ μὲ τὰ χάδια, καμάρι
θεοῦ κηπουρὸς ποὺ τὸ πότιζε, θεοῦ ποὺ τὸ ζοῦσε ὀργοτόμος.
Ὅταν ἡ νύχτα κρυφὰ καὶ βαθιά μου τ᾿ ὁρμήνευε, στάλα,
στάλα, στ᾿ ἁβρό του κορμὶ καὶ μὲ τὰ χέρια μου τὴν ἀμβροσία
τοῦ τὴν περίχυνα χρίσμα, νὰ βρῇ τὴ θεράπαψη ἀπ᾿ ὅσες ἀρρώστιες
θὰ τοῦ κιντύνευ᾿ ἢ ζωή, δυστυχίες, κακίες, ἀνημπόριες.
Κι ὅταν ἡ νύχτα στερνὴ κι ἀπ᾿ τὰ μάτια μακριὰ τ᾿ ἄλλου κόσμου
μὲ ξεμονάχιαζε, τ᾿ ἄναβα τότε τὸ οὐράνιο, τὸ μέγα
στοιχειὸ τὴ φλόγα, οὐρανέ! τὴ φωτιὰ τὴν ὑπέρτατη, ἐντός της
νά ῾βρῃ μιὰ ἐντέλεια θεοῦ νὰ τὴν τρέφῃ τὴ σάρκα του πάντα,
σῶμα, ψυχή, νοῦς του, ἐντέλειες κ᾿ οἱ τρεῖς, μιὰ τριάδα, μιὰ ἰδέα,
καὶ τίποτ᾿ ἄλλο, ψωμί, πείνα, δίψα, τροφή, τίποτ᾿ ἄλλο,
καὶ τὴν πνοή μου, γιὰ γάλα, θεϊκὴ τοῦ φυσοῦσα στὰ χείλη.

K᾿ ἔτσι, Μετάνειρα, μάνα φιλόστοργη, τῆς Ἐλευσίνας
ἄνασσα καὶ καύχημ᾿, ἀλόγιστη πάντα γυναίκα,
ἦρθες, μίαν ὥρα τῆς μοίρας κακὴ καὶ χαλάστρα, καὶ ξάφνου,
τὸ εἶδες τὸ νέο τὸ κορμὶ σὰν τὸ σίδερο στὴ φωτιὰ μέσα
γιὰ τὴν αἰώνια τὴ ζήση νὰ δένη νὰ δένεται, Ὀλύμπιος,
μὲ τοῦ χεριοῦ μου τὸ θάμα, τῶν πάντων γιατρειὰ ποὺ θεριεύει,
κι ἀντὶ νὰ μείνῃς μπροστά μου στὰ γόνατα δεόμενη, βγάνεις
τρόμου φωνὴ καὶ λαχτάρα κατάρα γιὰ μένα σου φεύγει,
«τρέχτε, γλυτῶστε τό, πάρτε τό, ἡ ξένη μου καίει τὸ παιδί μου!»
κ᾿ ηὗρ᾿ ἡ ἀποθέωση τὸ ἔμποδο ἀπέραστο τῆς κακιᾶς ὥρας
ποὺ θὰ βαστᾶ τὸ θνητὸ γιὰ τὰ ἐγκόσμια στὸ πρόσκαιρο διάβα.
Μήτε Ἡρακλῆς μὲ τὴν Ἥβη, Ἀπολλώνια καὶ μήτε κ᾿ ἡ δόξα,
τρανὴ ὅση ἡ τιμή του κ᾿ ἡ λάμψη του, ἡ δόξα του βαριὰ καὶ τώρα
βρέφος πὼς βρῆκε τὸν ὕπνο στὸν κόρφο μου, στὰ γόνατά μου.
Μὰ καὶ τὸ γέρασμ᾿ ἀλύπητο θὰ ῾ρθῇ καὶ ὁ τάφος καὶ πάντα θ᾿ ἀνοίξῃ.

Ὅμως ἐγώ σας πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχάνω,
χτίστε μου ναὸ καὶ βωμὸ στὴν κορφή, στὸ Καλλίχορο ἀπάνου.
Ξεχωριστή μου ἡ θωριὰ κ᾿ ἡ ματιά της φαντάζει σὰ χέρι,
θέλω μ᾿ αὐτὴ σαρκικὰ κι ὅ,τι ἰδῶ νὰ κρατήσω νὰ πάρω,
κ᾿ ἐσᾶς ποὺ ἦρθα ἐδῶ μὲ σᾶς πεθυμιά, ῾χω καὶ μίαν εὐχὴ δίνω
νὰ μὲ γιορτάζετε πάντα στὴ ζωὴ ποὺ θὰ εἶν᾿ ἄλλη ἀπὸ τούτη·
θὰ εἶν᾿ ἀγαθή, διαλεχτή, γαληνὴ καὶ λευκὴ καὶ μακάρια.
Καὶ κυβερνῆτες μ᾿ αὐτὴ καὶ λαοὶ κι ὅσοι προστάζουν ἢ ἀκοῦνε
θὰ τοὺς ταιριάζω στοῦ χρόνου τὸ πέρασμ᾿ ἀπέραστη μέσα
στῆς Ἐλευσίνας λιτῆς καὶ φτωχῆς τὰ μυστήρια τὰ πάντα
πλούσια κι ἀλάλητα καὶ πολυνόητα σὲ καρδιὲς θρῆσκες
ποὺ βλέποντάς τὰς ἀπὸ τ᾿ ὄραμ᾿ ἁγιάζουν τῆς ὅποιας θρησκείας·
ἦρθε ἢ θὰ ῾ρθῇ, κρυφὴ ξέσκεπη, μέσα της πάντα ἡ ἀλήθεια.

Ὅμως ἐγὼ σᾶς πονῶ κ᾿ εὐλογῶ σας καὶ δὲ σᾶς ξεχνάω
καὶ τὴ μοσκόβολη χώρα σας, πρόσωπα, πράματ᾿, ἀγέρα,
καὶ τοὺς ἀνθρώπους λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ τὶς πανώριες
ποὺ νερὸ φέρναν καὶ ὑδρεύοντας μέσ᾿ στὰ χαλκένια λαγήνια,
στὴ βρυσομάνα ἡ ἐλιὰ ποὺ τὴν ἴσκιωνε, καὶ μοῦ τὸ δῶσαν
καὶ τὸ ἤπια κ᾿ οἱ τέσσερες τρέξαν νὰ ποῦν τῆς μητέρας πὼς ἦρθα
ξένη κι ἀγνώριστη γριὰ γλυτωμένη ἀπὸ χέρια κουρσάρων,
τῶν ἀλαφιῶν τὸ περπάτημα ἰσόθεες κ᾿ οἱ τέσσερες εἶχαν
καὶ τῶν ἀνθῶν ποὺ σαλεῦαν τὴ χάρη κροκόπεπλες δείχναν.
Ὅταν φανοῦν, τοὺς θεοὺς δὲ μποροῦν οἱ θνητοὶ νὰ μαντέψουν.
Μὰ καὶ ἡ μητέρα καὶ οἱ κόρες μπροστά τους κι ἂς εἴμουν γριὰ ξένη
κάπως μυρίζαν θαμπὰ καὶ δειλὰ τὴν ἀφάνταστη ὀλύμπια θεότη,
καὶ σὲ προσκύνημα εὐλάβειας χωρὶς νὰ τὸ θέλουν σταθῆκαν,
κ᾿ ἕνα χαμόγελο πῆρε ν᾿ ἀνθίσῃ στ᾿ ἀχνά μου τὰ χείλη.
Ἄμποτε, κόρες, μητέρα, τὴ ζήση σας ὅμοια σὰ νόημα
στὰ ροδοχείλια σας τὸ χαμογέλιο μου νὰ τὴ φωτίζῃ.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ.

    Ὁ γκρεμιστής

Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.

Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης*
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι*
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.

Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.

Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.

Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς* ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι* μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω*, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!

*απελάτης= βυζαντινός φρουρός των συνόρων - ζωοκλέφτης.
*απελατίκι= σιδερένιο ρόπαλο
*πλατωσιές= πλατώματα, πλατύ άνοιγμα, ξέφωτο
*νοητάκι= μαγικό άλογο με υπερφυσικές ικανότητες
*γρικάω= ακούω

 Το ποίημα "Ο γκρεμιστής" γράφτηκε το 1907 και ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) το αφιέρωσε στον 'Ιωνα Δραγούμη. (Από τη συλλογή : Δειλοί και κρυφοί στίχοι,1928)

--------------------------------

Άκουσε, βαριόμοιρη,
τι κελαηδούν τ’ αηδόνια
Πήγαν και παλέψανε
στα μαρμαρένια αλώνια.

Πόλεμος δε στάθηκεν
ωσάν και τούτον άλλος
ο μικρός ο Έρωτας,
κι ο Χάρος ο μεγάλος.

Και χωρίστηκε σε δυο,
στριμώχτηκεν η πλάση
για να ιδεί ποιός απ’ τους δυο
τον άλλο θα χαλάσει.

--------------------------------------

Ανατολή.

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά

Πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας.
Είναι χυμένη απ’ τη μουσική σας
και πάει με τα δικά σας τα φτερά
και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι·
κι όλα σας, κι η χαρά σας, μοιρολόι·
πικρό κι αργό.

Μαύρος, φτωχός και σκλάβος κι ακαμάτης
στενόκαρδος κι αδούλευτος, διαβάτης
μαζί με σας κι εγώ
μαζί με σας κι εγώ.

Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει
και βογγάει και βαρειά μοσχοβολάει
η λαγγεμένη Ανατολή

Και μια φυλή ζει μέσα σας και λιώνει
και μια ζωή δεμένη σπαρταρά
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μαυρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,
λυπητερά.

--------------------------------------------

Αστόλιστο.

Άφκιαστο κι αστόλιστο
του χάρου δε σε δίνω
στάσου με το ανθόνερο
την όψη σου να πλύνω

Το στερνό το χτένισμα
με τα χρυσα τα χτένια
πάρ’ τε απ’ τη μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια

Μήπως και τον χάροντα
καθώς θα σε κοιτάξει
του φανείς αχάιδευτο
και σε παραπετάξει

Κι αν διψάσεις μην το πιεις
από τον κάτω κόσμο
το νερό της αρνησιάς
φτωχο κομμένο δυόσμο

Μην το πιεις και ολότελα
και αιώνια μας ξεχάσεις
βάλε τα σημάδια σου
τον δρόμο να μην χάσεις

Και στο σπίτι τ’ άραχνο
γυρνώντας ω ακριβέ μας
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας

-----------------------------------------------------

Τριαντάφυλλα.

Γεια σας, τριαντάφυλλα
και γιασεμιά
στου βράχου φέρτε με
την κυκλαμιά

Πάει της καλύβας μου
το χελιδόνι
Του κάμπου δώστε μου την
την ανεμώνη

Πάει κι η λιογέννητη
Καλοκαιριά
Καλό στα σύννεφα
με το βοριά

Αϊ Γιώργης έφυγε
τ’ Απρίλη η χάρη
δόξα στ’ αδέρφι του
στον καβαλάρη

Χινοπωριάτικος
με τα’ άλογό του
περνά και είν’ έρωτας
το πρόσωπό του.

------------------------------------------------

Δόξα στις πατρίδες.

Κι έκραζες βραχνά – το κράξιμό σου
δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω –
κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!»
κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»

Όσο ανάμεσα στους τόπους
είναι τόποι πιο ακριβοί,
και σα χέρια και σα μάτια
παίρνουν την ψυχή.

Όσο γίνεται απ’ το μέλι
στην κυψέλη το κερί
κι όσο ζούνε μες τους φράχτες
τους στενούς τρανοί λαοί.

Κι όσο αφέντες νόμοι δένουν
με δεσίματα λογής
και τ’ ανθρώπου τα φτερούγια
και τα πόδια της φυλής΄.

Και στα κακοτόπια τ’ άνανθα
και στους βράχους τους γυμνούς,
σάμπως μες σε περιβόλια,
σάμπως πέρα σε ουρανούς

Όσο θρέφουνε τους έρωτες
μίση, πόλεμοι, θυμοί,
και φυλάνε τους παράδεισους
η φωτιά και το σπαθί.

Όσο του ήλιου και οι αχτίδες
δε ζεσταίνουν όμοια και μαζί
πολυπρόσωπη, πολύψυχη τη Γη –
δόξα, δόξα στις πατρίδες!

--------------------------------------------------------

Τα μάτια της μάνας.

Του λυγμού μου το λάδι
σώθηκε και ξαγρυπνώ
τη νύχτα, άστρο κανένα.

Στην άκρια το κρεβάτι μου,
ένα φάντασμα κι απάνω μου
δυο μάτια καρφωμένα.

Ο κόσμος δεν υπάρχει,
από τις άβυσσους ρουφίχτηκε,
τα στόματα σκοτάδια.

Μόνο δυο μάτια υπάρχουνε
στα ανύπαρκτα, δυο μάτια
μοναχά, γιομίζουν τ’ άδεια,
μόνο δυο μάτια στα σκοτάδια
φέγγουνε, όλα κοιμούνται,
χάνονται, όλα σβούνε.

Μόνο τα μάτια της μάνας.
με κοιτάζουν άγρυπνα,
δεν κλείσανε ποτέ,
δε θα κλειστούνε.

Η ελιά

Είμαι του ήλιου θυγατέρα*
η πιο απ’ όλες χαϊδευτή,
χρόνια η αγάπη του πατέρα
σ’ αυτόν τον κόσμο με κρατεί.
Όσο να γείρω νεκρωμένη,
αυτόν το μάτι μου ζητεί.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Φρίκη, ερημιά, νερό, σκοτάδι,
τη γη τη θάψαν μια φορά.
Εμέ ζωής φέρνει σημάδι
στο Νώε η περιστερά.
Όλης της γης είχα γραμμένη
την ομορφάδα και χαρά.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Όπου κι αν λάχω* κατοικία,
δεν μου απολείπουν οι καρποί.
Ως τα βαθιά μου γερατεία
δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή.
Μ’ έχει ο Θεός ευλογημένη
κι είμαι γεμάτη προκοπή.
Είμαι η ελιά η τιμημένη!

Εδώ στον ίσκιο μου αποκάτου
ήρθ’ ο Χριστός ν’ αναπαυθεί
κι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά Του
λίγο προτού να σταυρωθεί.
Το δάκρυ Του,

------------------------------------------------

ΥΜΝΟΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ

Αρχαίον Πνεύμ’ αθάνατο, αγνέ πατέρα
του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού,
κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα
στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι
στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή,
και με τ’ αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι
και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά, και πέλαγα φέγγουν μαζί σου
σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,
και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,
Αρχαίον Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.