Φραντς Γιόζεφ Χάιντν
Η ζωή του, η εποχή του, το έργο του
Δύο αιώνες από το θάνατο του Γιόζεφ
Χάιντν (φωτογραφία) συμπληρώνονται εφέτος. Ενας από τους σημαντικότερους
συνθέτες της εποχής του, γεννήθηκε την εποχή του μπαρόκ, ενσάρκωσε τον
απόλυτο κλασσικισμό ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή όταν ο Μπετόβεν έγραψε
την Ποιμενική Συμφωνία.
Στις 31 Μαϊου του 1809, ο Φραντς Γιόζεφ Χάιντν
πέρασε στην αιωνιότητα έχοντας συμπληρώσει τα 77 του χρόνια. Πέραν του
ότι επρόκειτο για μια ηλικία στην οποία σπανίως έφταναν οι άνθρωποι της
εποχής του, είχε παράλληλα την τύχη ν΄αφήσει την τελευταία του πνοή
ήσυχα, στη διάρκεια του ύπνου του. Οι τελευταίες, δε, ημέρες, της ζωής
του, ήρθαν να καταδείξουν τον θρίαμβο της μουσικής απέναντι στη φρίκη
του πολέμου: καίτοι από τα μέσα Μαϊου τα στρατεύματα του Ναπολέοντα
βομβάρδιζαν ανηλεώς τα περίχωρα της Βιέννης – μεταξύ αυτών και το
Gumpendorf, όπου ο συνθέτης είχε επιλέξει να περάσει τα γεράματά του- ο
Βοναπάρτης, από σεβασμό στην προσωπικότητα του Χάιντν, διέταξε να
τοποθετηθεί τιμητική φρουρά στο σπίτι του.
Η αλήθεια είναι ότι, τόσο η ανθρώπινη όσο και η δημιουργική διαδρομή του συνθέτη κατόρθωσαν να τύχουν καθολικής αποδοχής. Παρά την ταπεινή καταγωγή του και τις δυσκολίες των νεανικών του χρόνων, κατάφερε ν΄ανέλθει στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας , γεγονός το οποίο «μεταφράστηκε» και σε αντίστοιχη οικονομική ευμάρεια.
Αναφορικά με την εξέλιξή του ως μουσικού, η παρουσία του Χάιντν στην ευρωπαϊκή σκηνή υπήρξε αναμφίβολα καθοριστική: γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου του μπαρόκ, ενσάρκωσε τον απόλυτο κλασσικισμό ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή όταν ο Μπετόβεν συνέθεσε την Ποιμενική Συμφωνία. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε κάποτε ο μουσικολόγος Τζον Γουέμπστερ « oΧάιντν διέπρεψε σε κάθε μουσική φόρμα…Συχνά αποκαλείται ο πατέρας της Συμφωνίας, τίτλο τον οποίο, ωστόσο, θα μπορούσε να υπερασπιστεί αποτελεσματικότερα και πιο δίκαια στο Κουαρτέτο Εγχόρδων. Κανένας άλλος συνθέτης δεν είναι σε θέση να συγκριθεί μαζί του σε ό,τι αφορά το συνδυασμό παραγωγικότητας, ποιότητας και ιστορικής σημασίας σ΄αυτές τις φόρμες…».
Η αλήθεια είναι πάντως ότι, όσο πλούσιο κι εντυπωσιακό σε όγκο είναι το μουσικό του έργο- πέρα από τη Συμφωνία και το Κουαρτέτο Εγχόρδων ο Χάιντν χάρισε στην αιωνιότητα πραγματικά αριστουργήματα σ΄ό,τι αφορά τη φωνητική μουσική:τα Ορατόρια, τις Λειτουργίες αλλά και τις όπερές του οι οποίες, ακόμη, βρίσκονται στο στάδιο της επανανακάλυψης- τόσο φτωχή, αναλογικά, σε γεγονότα ήταν
η ζωή του.
Γιος αμαξοποιού, ο Χάιντν γεννήθηκε στο Ρόραου της σημερινής Αυστρίας στις 31 Μαρτίου του 1732 και από πολύ μικρός φανέρωσε την κλίση του στη μουσική. Καθώς οι γονείς του ήταν κάθε άλλο παρά αντίθετοι- χρόνια αργότερα ο συνθέτης δήλωνε πως η οικογένειά του ήταν εξαιρετικά φιλόμουσηκαι όχι σπάνια τραγουδούσαν όλοι μαζί, με τη συνδρομή των γειτόνων, ενώ δύο ακόμη από τα αδέλφια του ακολούθησαν αντίστοιχη σταδιοδρομία - σε ηλικία πέντε ετών τον έστειλαν στο σπίτι κάποιου συγγενούς στο Χάινμπουργκ προκειμένου να εκπαιδευτεί μουσικά. Τρία χρόνια αργότερα, πήγε στη Βιέννη ως μέλος της χορωδίας του Αγίου Στεφάνου. Εως ότου προσληφθεί στην Αυλή του Πρίγκηπα Πάουλ Εστερχάζιτο 1761 έκανε διάφορες δουλειές ενώ ένα χρόνο ενωρίτερα, νυμφεύθηκε τη μεγαλύτερη αδελφή μιας γυναίκας την οποία είχε ερωτευθεί στο παρελθόν. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για ευτυχισμένο γάμο και το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά. Καθώς οι νόμοι της εποχής δεν επέτρεπαν τη λύση του, αμφότεροι οι σύζυγοι αναζήτησαν παρηγοριά στην αγκαλιά εραστών.
Την έλλειψη ευτυχίας εντός του εγγάμου βίου μαρτυρούν διάφορα τεκμήρια και επιστολές του συνθέτη. Η κυρία Χάιντν- τρία χρόνια μεγαλύτερη από το σύζυγό της- δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαιτέρως ευχάριστη γυναίκα και, το χειρότερο, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τη μουσική. «Δεκάρα δε δίνει για το αν ο άνδρας της είναι καλλιτέχνης ή μπαλωματής» σχολίαζε ο ίδιος ο Χάιντν. Σύμφωνα, δε, ορισμένους μουσικούς της Ορχήστρας του, η κυρία Χάιντν, εμφορούμενη από σαδιστική πρόθεση, διασκέδαζε με το να χρησιμοποιεί τα χειρόγραφα του συνθέτη σαν…αυτοσχέδια εργαλεία κομμωτικής ή σαν πετσέτες για τα πιατικά της!
Στην υπηρεσία των Εστερχάζι – μιας από τις πλουσιότερες και τις πλέον ισχυρές οικογένειες της Αυστριακής Αυτοκρατορίας- ο Χάιντν παρέμεινε 30 χρόνια καθώς τόσο ο Πάουλ όσο και ο διάδοχός του Νικολάους ήταν εξαιρετικά φιλόμουσοι . Οι αρμοδιότητές του ήταν πολλές: φρόντιζε για τους μουσικούς της Αυλής, διηύθηνε την ορχήστρα, διασκεύαζε και διηύθηνε παραστάσεις όπερας, συμμετείχε σε σύνολο μουσικής δωματίου και, φυσικά, συνέθετε πλήθος έργων. Σταδιακά, η φήμη του άρχιζε να εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία.
Ιδιαίτερη επιτυχία γνώρισε, εξάλλου, στη διάρκεια των δύο ταξιδιών του στο Λονδίνο στις περιόδους 1791-1792 και 1794-1795. Προκειμένου να καταλάβει κανείς το μέγεθος της αξίας των ταξιδιών αυτών για τους βρετανούς, χαρακτηριστική είναι η επιγραφή στη μεταθανάτια πλάκα η οποία τοποθετήθηκε στον τάφο του ιμπρεσάριου Γ.Π. Σάλομον, του ανθρώπου ο οποίος τον έπεισε να πει το ναι: «Ηταν αυτός ο οποίος έφερε τον Χάιντν στην Αγγλία».
Στο μεσοδιάστημα των επισκέψεών του στο Λονδίνο, δέχθηκε ως μαθητή τον νεαρό, τότε, Μπετόβεν αλλά η σχέση τους υπήρξε δύσκολη. Εξαιρετικά καλή υπήρξε, αντιθέτως, η σχέση του με τον – επίσης πολύ νεότερό του- Μότσαρτ με τον οποίο αλληλοεκτιμώντο βαθειά παρά το ότι είχαν σημαντικές διαφορές ως προσωπικότητες. Πηγές αναφέρουν ότι οι δυο τους έπαιζαν από κοινού καμιά φορά σε κουαρτέτα εγχόρδων. «Κανείς δεν μπορεί να κάνει τόσο καλά τόσα πολλά πράγματα μαζί όσο ο Χάιντν» υποστήριζε ο Μότσαρτ. «Μπορεί να μας ταρακουνήσει, να μας κάνει να γελάσουμε και να μας συγκινήσει ταυτοχρόνως».
Ευσεβής καθολικός, έστω κι αν τα τελευταία -επιβεβαρημένα από προβλήματα υγείας-χρόνια της ζωής του αναφέρονται περίοδοι κατάθλιψης, ο Χάιντν υπήρξε φύση χαρούμενη κι αισιόδοξη ενώ η αίσθηση του χιούμορ δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Χαρακτηριστικό ένα επεισόδιο χρονολογούμενο το 1805: επ΄ευκαιρία των επικείμενων 73ων γενεθλίων του Χάιντν, προγραμματίζονταν λαμπροί εορτασμοί τους οποίους, εντούτοις, ο συνθέτης δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει λόγω προβλημάτων υγείας. Στο πλαίσιο αυτό, κυκλοφόρησαν φήμες ότι είχε ήδη πεθάνει. Προγραμματίστηκε μάλιστα – εν είδει μνημοσύνου- η παρουσίαση του μοτσάρτειου «Ρέκβιεμ» στο Παρίσι. Μόλις ο Χάιντν το έμαθε, γέλασε και σχολίασε: «Τι καλοί άνθρωποι! Τους χρωστώ βαθειά ευγνωμοσύνη για την τιμή! Τι κρίμα που δεν έχω χρόνο να ταξιδέψω στο Παρίσι προκειμένου να διευθύνω ο ίδιος το έργο!».
Ωστόσο, δύο εβδομάδες μετά το θάνατό του το 1809, με το ίδιο εκείνο «Ρέκβιεμ» τιμήθηκε πράγματι η μνήμη του στη Βιέννη, παρουσία σύσσωμης της υψηλής κοινωνίας της εποχής. Στη διάρκεια της ζωής του, πάντως, καίτοι συνηθισμένος σε τιμές και δόξες από τους ανώτατους άρχοντες,ο Χάιντν ουδέποτε απαρνήθηκε την ταπεινή καταγωγή του. «Συγχρωτίστηκα με Αυτοκράτορες, Βασιλείς και πολλούς σπουδαίους ανθρώπους κι άκουσα πολλά κολακευτικά λόγια από αυτούς» συνήθιζε να λέει. «Παρόλ΄αυτά, ποτέ δεν αισθάνθηκα οικεία μαζί τους. Προτιμώ να είμαι κοντά σε ανθρώπους της σειράς μου…»
ΠΗΓΉ: Ισμα Μ. ΤουλάτουΗ αλήθεια είναι ότι, τόσο η ανθρώπινη όσο και η δημιουργική διαδρομή του συνθέτη κατόρθωσαν να τύχουν καθολικής αποδοχής. Παρά την ταπεινή καταγωγή του και τις δυσκολίες των νεανικών του χρόνων, κατάφερε ν΄ανέλθει στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας , γεγονός το οποίο «μεταφράστηκε» και σε αντίστοιχη οικονομική ευμάρεια.
Αναφορικά με την εξέλιξή του ως μουσικού, η παρουσία του Χάιντν στην ευρωπαϊκή σκηνή υπήρξε αναμφίβολα καθοριστική: γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου του μπαρόκ, ενσάρκωσε τον απόλυτο κλασσικισμό ενώ βρισκόταν ακόμη εν ζωή όταν ο Μπετόβεν συνέθεσε την Ποιμενική Συμφωνία. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε κάποτε ο μουσικολόγος Τζον Γουέμπστερ « oΧάιντν διέπρεψε σε κάθε μουσική φόρμα…Συχνά αποκαλείται ο πατέρας της Συμφωνίας, τίτλο τον οποίο, ωστόσο, θα μπορούσε να υπερασπιστεί αποτελεσματικότερα και πιο δίκαια στο Κουαρτέτο Εγχόρδων. Κανένας άλλος συνθέτης δεν είναι σε θέση να συγκριθεί μαζί του σε ό,τι αφορά το συνδυασμό παραγωγικότητας, ποιότητας και ιστορικής σημασίας σ΄αυτές τις φόρμες…».
Η αλήθεια είναι πάντως ότι, όσο πλούσιο κι εντυπωσιακό σε όγκο είναι το μουσικό του έργο- πέρα από τη Συμφωνία και το Κουαρτέτο Εγχόρδων ο Χάιντν χάρισε στην αιωνιότητα πραγματικά αριστουργήματα σ΄ό,τι αφορά τη φωνητική μουσική:τα Ορατόρια, τις Λειτουργίες αλλά και τις όπερές του οι οποίες, ακόμη, βρίσκονται στο στάδιο της επανανακάλυψης- τόσο φτωχή, αναλογικά, σε γεγονότα ήταν
η ζωή του.
Γιος αμαξοποιού, ο Χάιντν γεννήθηκε στο Ρόραου της σημερινής Αυστρίας στις 31 Μαρτίου του 1732 και από πολύ μικρός φανέρωσε την κλίση του στη μουσική. Καθώς οι γονείς του ήταν κάθε άλλο παρά αντίθετοι- χρόνια αργότερα ο συνθέτης δήλωνε πως η οικογένειά του ήταν εξαιρετικά φιλόμουσηκαι όχι σπάνια τραγουδούσαν όλοι μαζί, με τη συνδρομή των γειτόνων, ενώ δύο ακόμη από τα αδέλφια του ακολούθησαν αντίστοιχη σταδιοδρομία - σε ηλικία πέντε ετών τον έστειλαν στο σπίτι κάποιου συγγενούς στο Χάινμπουργκ προκειμένου να εκπαιδευτεί μουσικά. Τρία χρόνια αργότερα, πήγε στη Βιέννη ως μέλος της χορωδίας του Αγίου Στεφάνου. Εως ότου προσληφθεί στην Αυλή του Πρίγκηπα Πάουλ Εστερχάζιτο 1761 έκανε διάφορες δουλειές ενώ ένα χρόνο ενωρίτερα, νυμφεύθηκε τη μεγαλύτερη αδελφή μιας γυναίκας την οποία είχε ερωτευθεί στο παρελθόν. Ωστόσο, δεν επρόκειτο για ευτυχισμένο γάμο και το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά. Καθώς οι νόμοι της εποχής δεν επέτρεπαν τη λύση του, αμφότεροι οι σύζυγοι αναζήτησαν παρηγοριά στην αγκαλιά εραστών.
Την έλλειψη ευτυχίας εντός του εγγάμου βίου μαρτυρούν διάφορα τεκμήρια και επιστολές του συνθέτη. Η κυρία Χάιντν- τρία χρόνια μεγαλύτερη από το σύζυγό της- δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαιτέρως ευχάριστη γυναίκα και, το χειρότερο, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τη μουσική. «Δεκάρα δε δίνει για το αν ο άνδρας της είναι καλλιτέχνης ή μπαλωματής» σχολίαζε ο ίδιος ο Χάιντν. Σύμφωνα, δε, ορισμένους μουσικούς της Ορχήστρας του, η κυρία Χάιντν, εμφορούμενη από σαδιστική πρόθεση, διασκέδαζε με το να χρησιμοποιεί τα χειρόγραφα του συνθέτη σαν…αυτοσχέδια εργαλεία κομμωτικής ή σαν πετσέτες για τα πιατικά της!
Στην υπηρεσία των Εστερχάζι – μιας από τις πλουσιότερες και τις πλέον ισχυρές οικογένειες της Αυστριακής Αυτοκρατορίας- ο Χάιντν παρέμεινε 30 χρόνια καθώς τόσο ο Πάουλ όσο και ο διάδοχός του Νικολάους ήταν εξαιρετικά φιλόμουσοι . Οι αρμοδιότητές του ήταν πολλές: φρόντιζε για τους μουσικούς της Αυλής, διηύθηνε την ορχήστρα, διασκεύαζε και διηύθηνε παραστάσεις όπερας, συμμετείχε σε σύνολο μουσικής δωματίου και, φυσικά, συνέθετε πλήθος έργων. Σταδιακά, η φήμη του άρχιζε να εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Αυστρία, τη Γερμανία και την Ιταλία.
Ιδιαίτερη επιτυχία γνώρισε, εξάλλου, στη διάρκεια των δύο ταξιδιών του στο Λονδίνο στις περιόδους 1791-1792 και 1794-1795. Προκειμένου να καταλάβει κανείς το μέγεθος της αξίας των ταξιδιών αυτών για τους βρετανούς, χαρακτηριστική είναι η επιγραφή στη μεταθανάτια πλάκα η οποία τοποθετήθηκε στον τάφο του ιμπρεσάριου Γ.Π. Σάλομον, του ανθρώπου ο οποίος τον έπεισε να πει το ναι: «Ηταν αυτός ο οποίος έφερε τον Χάιντν στην Αγγλία».
Στο μεσοδιάστημα των επισκέψεών του στο Λονδίνο, δέχθηκε ως μαθητή τον νεαρό, τότε, Μπετόβεν αλλά η σχέση τους υπήρξε δύσκολη. Εξαιρετικά καλή υπήρξε, αντιθέτως, η σχέση του με τον – επίσης πολύ νεότερό του- Μότσαρτ με τον οποίο αλληλοεκτιμώντο βαθειά παρά το ότι είχαν σημαντικές διαφορές ως προσωπικότητες. Πηγές αναφέρουν ότι οι δυο τους έπαιζαν από κοινού καμιά φορά σε κουαρτέτα εγχόρδων. «Κανείς δεν μπορεί να κάνει τόσο καλά τόσα πολλά πράγματα μαζί όσο ο Χάιντν» υποστήριζε ο Μότσαρτ. «Μπορεί να μας ταρακουνήσει, να μας κάνει να γελάσουμε και να μας συγκινήσει ταυτοχρόνως».
Ευσεβής καθολικός, έστω κι αν τα τελευταία -επιβεβαρημένα από προβλήματα υγείας-χρόνια της ζωής του αναφέρονται περίοδοι κατάθλιψης, ο Χάιντν υπήρξε φύση χαρούμενη κι αισιόδοξη ενώ η αίσθηση του χιούμορ δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Χαρακτηριστικό ένα επεισόδιο χρονολογούμενο το 1805: επ΄ευκαιρία των επικείμενων 73ων γενεθλίων του Χάιντν, προγραμματίζονταν λαμπροί εορτασμοί τους οποίους, εντούτοις, ο συνθέτης δεν ήταν σε θέση να παρακολουθήσει λόγω προβλημάτων υγείας. Στο πλαίσιο αυτό, κυκλοφόρησαν φήμες ότι είχε ήδη πεθάνει. Προγραμματίστηκε μάλιστα – εν είδει μνημοσύνου- η παρουσίαση του μοτσάρτειου «Ρέκβιεμ» στο Παρίσι. Μόλις ο Χάιντν το έμαθε, γέλασε και σχολίασε: «Τι καλοί άνθρωποι! Τους χρωστώ βαθειά ευγνωμοσύνη για την τιμή! Τι κρίμα που δεν έχω χρόνο να ταξιδέψω στο Παρίσι προκειμένου να διευθύνω ο ίδιος το έργο!».
Ωστόσο, δύο εβδομάδες μετά το θάνατό του το 1809, με το ίδιο εκείνο «Ρέκβιεμ» τιμήθηκε πράγματι η μνήμη του στη Βιέννη, παρουσία σύσσωμης της υψηλής κοινωνίας της εποχής. Στη διάρκεια της ζωής του, πάντως, καίτοι συνηθισμένος σε τιμές και δόξες από τους ανώτατους άρχοντες,ο Χάιντν ουδέποτε απαρνήθηκε την ταπεινή καταγωγή του. «Συγχρωτίστηκα με Αυτοκράτορες, Βασιλείς και πολλούς σπουδαίους ανθρώπους κι άκουσα πολλά κολακευτικά λόγια από αυτούς» συνήθιζε να λέει. «Παρόλ΄αυτά, ποτέ δεν αισθάνθηκα οικεία μαζί τους. Προτιμώ να είμαι κοντά σε ανθρώπους της σειράς μου…»
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ