Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνφιλέλληνες!!!!!!!! σας καλημερίζω και εύχομαι σε όσους το αξίζουν Χρόνια Καλά, Καλή Μνήμη, και καλή επάνοδο στην Ελλάδα σε όσους το επιθυμούν και νοσταλγούν την πατρίδα. Ο νομπελίστας ποιητής μας ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ είχε πει το εξής: ''Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει''. Ας μου επιτρέψει ο αείμνηστος ποιητής να πω πως η φράση του δεν ήταν σωστή, το σωστό θα ήταν να έλεγε πως ''Όπου κι αν πάω οι Έλληνες με πληγώνουν'' η Ελλάδα γιατί να σας πληγώνει αείμνηστε Γιώργο Σεφέρη; Εκτός και αν αυτό εννούσατε. Ψάχνοντας σήμερα στο διαδίκτυο βρήκα αυτή τη συγκλονιστική ιστορία, παρακαλώ κάντε τον κόπο και διαβάστε το πιο κάτω κείμενο. Υ.Γ. Στην κ. Διοικητού που αύριο 28/10/15 έχει τα γενέθλιά της της εύχομαι ολόψυχα καλή αποστρατεία. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-Προμηθέας.
Ἕνα συγκινητικὸ ἡμερολόγιο ἀπὸ τὸ μέτωπο καὶ μιὰ φωτογραφία ποὺ ἀναζητεῖ τρία πρόσωπα
Πιστέψτε με. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα σχετικά με το Επος του '40
που μπορούν να με συγκινήσουν. Εχω διαβάσει αρκετά κι έχω ακούσει άλλα
τόσα, όπως οι περισσότεροι εξ υμών άλλωστε, τα περισσότερα συγκινητικά.
Εχω θαυμάσει τις αντοχές του ανθρώπου αλλά και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων, έχω συμπονέσει τους ηττημένους και σε μερικές περιπτώσεις τους νικητές.
Εχω αμφισβητήσει, όπως είναι του συρμού τελευταία, τη σκοπιμότητα του μεγάλου εκείνου πολέμου. Και έχω επιστρέψει με την ταπεινότητα του απλού αναγνώστη ξανά στις πρωτογενείς μαρτυρίες και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν -ψηφίδες αυτές- έναν πίνακα με τόσα πρόσωπα όσα η ίδια η ιστορία βάφει με τα ανεξίτηλα χρώματα της μνήμης. Νόμιζα όμως ότι δεν θα ξαναβρώ την αθώα ματιά των 18 χρόνων, που όλα τα διαβάζει, όλα τα πιστεύει, όλα τα θαυμάζει. Πριν από δύο εβδομάδες επέστη η ώρα να αναθεωρήσω.
Οταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο "Ημερολόγιο από το Μέτωπο" του Μιλτιάδη Νικολάου το πρώτο σημείο που πρόσεξα είναι η σεμνή και επιμελημένη έκδοση από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Κασταλία.
Οταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο "Ημερολόγιο από το Μέτωπο" του Μιλτιάδη Νικολάου το πρώτο σημείο που πρόσεξα είναι η σεμνή και επιμελημένη έκδοση από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Κασταλία.
Ομως
η αποκάλυψη ήρθε όταν άρχισα να το διαβάζω. Διότι δεν πρόκειται για μια
ηρωική αφήγηση, για ένα ακόμη χρονικό κατορθωμάτων ενός πολεμιστή στον
ελληνοϊταλικό πόλεμο. Είναι μόνο η πορεία της ψυχής του Μιλτιάδη Νικολάου από το Δίστομο στην Αλβανία και πάλι στο Δίστομο. Είναι τα όνειρα ενός 32χρονου νέου, είναι η ανάσα της ίδιας της ζωής όπως προσαρμόζεται στη δίνη του πολέμου και στη σκιά του θανάτου. Είναι όλες οι αξίες του ανθρώπου σε λίγες γραμμές, όλες οι δοκιμασίες του πνεύματος και του σώματος σε λίγες σελίδες, είναι η μορφή και το σχήμα του θαύματος που συντηρεί στην κόψη του το άτομο από τη μια και την κοινωνία από την άλλη.
Η γλώσσα στην οποία γράφει ο Μιλτιάδης Νικολάου είναι άμεση και περιεκτική. Λαϊκή και λόγια μαζί, αισθαντική, τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα, δυνατή, λιτή και όμως πλήρης πληροφοριών σε κάνει να νοσταλγείς την εποχή που η δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα παρήγαγε τέτοιους τεχνίτες/διανοούμενους.
Η αφήγηση είναι στρωτή και πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι εντυπωσιακό και συνάμα διδακτικό πόσο ο απλός λόγος παράγει τέτοιο αποτέλεσμα όταν προέρχεται από ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο. Δεν θα συνεχίσω με μια κριτική στο αφήγημα που του είναι βέβαια και παντελώς άχρηστη, καθώς το κείμενο μιλάει από μόνο του.
Η αφήγηση είναι στρωτή και πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι εντυπωσιακό και συνάμα διδακτικό πόσο ο απλός λόγος παράγει τέτοιο αποτέλεσμα όταν προέρχεται από ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο. Δεν θα συνεχίσω με μια κριτική στο αφήγημα που του είναι βέβαια και παντελώς άχρηστη, καθώς το κείμενο μιλάει από μόνο του.
Μερικά όμως βιογραφικά στοιχεία για τον Μιλτιάδη Νικολάου, το τραγικό αυτό πρόσωπο, είναι απαραίτητα.
Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου γεννήθηκε στο Δίστομο το 1907. Μετά το Δημοτικό παρακολούθησε το Σχολαρχείο (το Λύκειο της εποχής). Το επάγγελμά του ήταν τσαγκάρης, υποδηματοποιός. Οταν έφυγε για το μέτωπο επίστρατος στις 28 Οκτωβρίου του 1940 σε ηλικία 32 ετών, ήταν ήδη παντρεμένος με την Κονδυλία Καίλη και πατέρας δύο κοριτσιών ενώ η γυναίκα του ήταν έγκυος σε ένα τρίτο.
Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου επέστρεψε από την Αλβανία στο Δίστομο στις 3 του Μάη του 1941. Ομως η άγρια, η τραγική του μοίρα δεν είχε ημερώσει. "Στις 10 Ιουνίου του 1944 σφάζεται από τους Γερμανούς μαζί µε την αγαπηµένη του σύντροφο, τις δύο λατρευτές θυγατέρες του, και σώζεται η Νίτσα µέσα στον άγριο Εσπερινό της σφαγής του Διστόµου. Η Νίτσα πεντάρφανη επιβιώνει, παντρεύεται, γεννάει δύο γιους, ο πρώτος πήρε το όνοµα του, Μιλτιάδης Σφουντούρης, τώρα δικηγόρος, όπως και ο µικρότερος γιος ο Κώστας, µα κυρίως αποστάγµατα και οι δύο του βαθιόριζου και πολύτιµου ανθρωπισµού του παππού Μιλτιάδη", όπως αναφέρει ο Ευστάθιος Σταθάς στο επίλογο του βιβλίου.
Αυτή ήταν η μοίρα του Μιλτιάδη Νικολάου που βρέθηκε ανάμεσα στις μυλόπετρες της ιστορίας. Εκείνος και εκατομμύρια άλλοι αυτούς τους μαύρους καιρούς. Κι αν δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για τη χαμένη ζωή του, κάνουν ό,τι μπορούν για τη μνήμη του η μοναδική επιζήσασα κόρη του Νίτσα Σφουντούρη και οι εγγονοί του με την έκδοση αυτού του βιβλίου. Δεν είναι το ίδιο αλλά είναι κάτι. Για την ακρίβεια είναι κάτι πολύ μεγάλο και σπουδαίο...
Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου γεννήθηκε στο Δίστομο το 1907. Μετά το Δημοτικό παρακολούθησε το Σχολαρχείο (το Λύκειο της εποχής). Το επάγγελμά του ήταν τσαγκάρης, υποδηματοποιός. Οταν έφυγε για το μέτωπο επίστρατος στις 28 Οκτωβρίου του 1940 σε ηλικία 32 ετών, ήταν ήδη παντρεμένος με την Κονδυλία Καίλη και πατέρας δύο κοριτσιών ενώ η γυναίκα του ήταν έγκυος σε ένα τρίτο.
Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου επέστρεψε από την Αλβανία στο Δίστομο στις 3 του Μάη του 1941. Ομως η άγρια, η τραγική του μοίρα δεν είχε ημερώσει. "Στις 10 Ιουνίου του 1944 σφάζεται από τους Γερμανούς μαζί µε την αγαπηµένη του σύντροφο, τις δύο λατρευτές θυγατέρες του, και σώζεται η Νίτσα µέσα στον άγριο Εσπερινό της σφαγής του Διστόµου. Η Νίτσα πεντάρφανη επιβιώνει, παντρεύεται, γεννάει δύο γιους, ο πρώτος πήρε το όνοµα του, Μιλτιάδης Σφουντούρης, τώρα δικηγόρος, όπως και ο µικρότερος γιος ο Κώστας, µα κυρίως αποστάγµατα και οι δύο του βαθιόριζου και πολύτιµου ανθρωπισµού του παππού Μιλτιάδη", όπως αναφέρει ο Ευστάθιος Σταθάς στο επίλογο του βιβλίου.
Αυτή ήταν η μοίρα του Μιλτιάδη Νικολάου που βρέθηκε ανάμεσα στις μυλόπετρες της ιστορίας. Εκείνος και εκατομμύρια άλλοι αυτούς τους μαύρους καιρούς. Κι αν δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για τη χαμένη ζωή του, κάνουν ό,τι μπορούν για τη μνήμη του η μοναδική επιζήσασα κόρη του Νίτσα Σφουντούρη και οι εγγονοί του με την έκδοση αυτού του βιβλίου. Δεν είναι το ίδιο αλλά είναι κάτι. Για την ακρίβεια είναι κάτι πολύ μεγάλο και σπουδαίο...
Μια φωτογραφία αναζητεί τρία πρόσωπα
Ανιχνευτής Ενδυμίωνας.