Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

24.10.16

ΟΙ: ΤΖΟΝ ΜΙΛΤΟΝ ΚΑΙ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΤΕΝΙΣΟΝ στο filomatheia.blogspot.gr Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

ΤΖΟΝ ΜΙΛΤΟΝ

Αυτή μου έδωσε τον απαγορευμένο καρπό κι εγώ τον έφαγα.


Αυτός που ελεύθερα διακηρύσσει πως το έργο σου είναι καλό και δεν φοβάται να δηλώσει ότι μπορούσε να ήταν και καλύτερο, σου δίνει την καλύτερη απόδειξη της πίστης και της φιλίας προς εσένα.

Η αλήθεια είναι τόσο αδύνατο να βρωμιστεί από ακάθαρτα χέρια, όσο και η ηλιαχτίδα.

Η ειρήνη έχει τις δικές της νίκες, όχι λιγότερο δοξασμένες απ' αυτές του πολέμου.

Η εμπιστοσύνη μεταδίδει ένα θαυματουργό αίσθημα. Δημιουργεί το αίσθημα της ασφάλειας, την άγνοια του κινδύνου και την τάση για ευγενικές προσπάθειες.

Η ματιά των γυναικών εκφράζει ό,τι αποσιωπά η γλώσσα.

Η νευρική γυναίκα μοιάζει σαν πηγή θολή, γεμάτη λάσπες, βρωμερή και άθλια στην όψη.

Η παιδική ηλικία δείχνει τον άνθρωπο, όπως το πρωί τη μέρα.

Η σκέψη πως μπορείς να εκδικηθείς, φέρνει γλυκιά ικανοποίηση, πικραίνεσαι όμως ύστερα από λίγο, μόλις σκεφτείς πως μπορεί να σου την ανταποδώσουν με αντεκδίκηση.

Μία γλώσσα είναι αρκετή για τη γυναίκα.

Σε μια κοινωνία χωρίς ισότητα, τι αρμονία αλήθεια και ομορφιά μπορεί να επικρατήσει;
Τι άλλον μπορούν οι πόλεμοι, παρά αδιάκοπους πολέμους να γεννήσουν; 

Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ του Τένισον περιέχεται στη συλλογή του Ποιήματα (1842), που είναι επηρεασμένη από το κλίμα του ρομαντισμού. Ο Άγγλος ποιητής βασίστηκε σε κάποια μεθομηρική παράδοση σχετικά με τη ζωή του Οδυσσέα, που την ακολούθησαν οι συγγραφείς Πλίνιος, Σολίνο και Δάντης. Σύμφωνα με την παράδοση αυτή ο Οδυσσέας μετά την επιστροφή του στην Ιθάκη ρίχτηκε σε νέες περιπέτειες. Συγκέντρωσε τους συντρόφους του που απόμειναν, αρμάτωσε ένα καράβι και ξεκίνησε πλέοντας προς τη Δύση. Αφού πέρασαν το Γιβραλτάρ, έπλεαν δυτικότερα στον ωκεανό ως τη στιγμή που ένας ανεμοσίφουνας άρπαξε και βούλιαξε το καράβι πνίγοντας όλο το πλήρωμα. Παραθέτουμε από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη λίγους στίχους, όπου ο Οδυσσέας εμψυχώνει τους συντρόφους του να συνεχίσουν το ταξίδι, για να δούμε τη βασική πηγή της έμπνευσης του Τένισον:
Αδέλφια μου, που από εκατό
κιντύνους, κράζω, φτάσατε στη δύση
στην τόσο πια μικρή που μένει αγρύπνια
του νου και του κορμιού, μην αρνηθείτε,
τον ήλιο ακολουθώντας, να γνωρίστε,
στα πέρατα, τη γης χωρίς ανθρώπους.
Το ευγενικό σας σπέρμα μην προδώστε·
σεις δεν πλαστήκατε σα ζα να ζείτε,
μα γνώση κι αρετή ν' ακολουθάτε!

(Κόλαση, Άσμα ΚΣΤ΄, στ. 112-120, μτφρ. Ν. Καζαντζακη)
Το ποίημα του Τένισον έχει τη μορφή ενός μονολόγου του Οδυσσέα. Ο ήρωας έχει επιστρέψει στην Ιθάκη, αλλά η πατρίδα του δεν μπορεί πια να τον κρατήσει. Οραματίζεται, στα λίγα χρόνια που του απομένουν ακόμη να ζήσει, καινούριες περιπέτειες και εμπειρίες.
Τι αξίζει, αν στην ατάραχη γωνιά μου
σαν οκνός βασιλιάς στέκω στο πλάγι
γριάς συντρόφισσας και σωστά μοιράζω
το δίκιο στους ανίδεους ανθρώπους,
5
που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν! Δεν μπορώ να πάψω
να γυροφέρνω πάντα σε ταξίδια·
θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Εχάρηκα πολλά, πολλά έχω πάθει
10
μονάχος μου ή με όσους μ' αγαπούσαν
πότε σε ξένη γη, πότε στα μάκρη
σκοτεινού πολυκύμαντου πελάγου.
Τ' όνομά μου εδιαλάλησεν η φήμη
κι η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
15
πάντα γρικάει κι ας έμαθα κι ας είδα
σε άλλες χώρες πώς ζουν, πώς κυβερνάνε.
Κι εγώ στερνός δεν είμαι, αφού με σέβας
με δέχτηκαν παντού κι έχω γνωρίσει
της μάχης το μεθύσι, πολεμώντας
20
με τους όμοιους μου μόνο μες στους κάμπους
τους βοερούς κι ανεμόδαρτους της Τροίας.
Κι είμαι εγώ καθετί που μου 'χει τύχει,
κι ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω τώρα μοιάζει
με αψιδωτή στοά, που ανάμεσό της
25
φαίνεται κόσμος άγνωστος, μα πάντα
σαν σιμώσω τα σύνορα ξεφεύγουν...
Είναι άγνωμος ο πόθος που γυρεύει
να βρει τέλος κι ανάπαψη σαν όπλο,
που δεν αστράφτει πλια κι απορριγμένο
30
σκουριάζει. Όχι, δε ζει όποιος αναπνέει
μονάχα. Δεν αξίζει στριμωγμένοι
οι άνθρωποι να 'ναι ο ένας κοντά στον άλλο.
Κι αν τώρα ζωή λίγη μου απομένει,
μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
35
απ' την αιώνια τη σιγή ν' αρπάξεις,
πολλά πράγματα νέα θα ιδείς, θα μάθεις!...
Θα ήμουν δειλός, αν ήθελα για λίγο
καιρό, που ακόμα θα χαρώ τον ήλιο,
προσεχτικά να ζήσω μετρημένα,
40
αφού ο πόθος φλογίζει την ψυχή μου
ν' ακλουθήσω τη γνώση σαν αστέρι
πέρα απ' τα ουράνια, εκεί που ο νους δε φτάνει.
Το θρόνο μου και το νησί χαρίζω
τώρα στο γιο μου, τον αγαπημένο
45
Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
με φρόνηση σιγά σιγά ημερώνει
τ' άγριο πλήθος, γλυκότροπα του δείχνει
εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Κι είναι άσπιλος, πιστός στο κοινό χρέος
50
και στο στήθος θερμήν αγάπη κρύβει,
τους θεούς, που πιστεύουμε, λατρεύει
κι εγώ σαν φύγω μένει αυτός. Κι οι δυο μας
κάνουμε το έργο, που ποθεί η ψυχή μας.
Στο λιμάνι εκεί κάτου το καράβι
55
με πανιά φουσκωμένα περιμένει...
κι η θάλασσα η πλατιά πέρα μαυρίζει...
Ω ναύτες, που με ανδρεία ψυχή μαζί μου
στις έγνοιες, στους αγώνες και στους κόπους
δειχτήκατε με χαμόγελο πάντα,
60
μ' ελεύθερη καρδιά και περηφάνια,
κι αν έλαμπαν τα ουράνια ή κι αν βροντούσαν
είμαστε γέροι, αλλά δεν απολείπουν
από τα γερατειά το χρέος και η δόξα.
Όλα τα κόβει ο θάνατος. Μα τώρα,
65
πριν φτάσει εμείς να κάμουμε μπορούμε,
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων,
που ακόμη και στους θεούς αντισταθήκαν.
Στους βράχους φέγγουν λύχνοι από τα σπίτια,
η μέρα σβει και το φεγγάρι βγαίνει
70
κι ολόγυρα μυριόφωνο μουγκρίζει
το πέλαγος. Ελάτε, ω φίλοι, τώρα
δεν είναι αργά για κείνους που ζητούνε
νέους κόσμους. Σπρώχτε, σύντροφοι, το πλοίο
στ' ανοιχτά και καθίστε στην αράδα.
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ, Η απληστία στον έρωτα και ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ, Προς τους αλεξιπτωτιστές όλων των εποχών

Έλα και πάλι απ’ την αρχή ας ξανααγαπηθούμε
ας βρούμε αυτό που μας πονάει βαθιά και μας δονεί
ας ξαναζήσουμε μαζί όλη την ηδονή
τον τρόμο και την έκσταση που μια ζωή ποθούμε.


Έτσι, ως πρωτόγονοι, άπληστα στα μάτια ας κοιταχθούμε
με αλαλαγμούς βαρβαρικούς χαμένους στη σιωπή
ας πούμε αυτό που βιάζεται ο πόθος μας να πει
κι από τη νέα μας επαφή ας ξαναγεννηθούμε.


Τα σώματά μας να χυθούν στην άγρια προσταγή
πέρα από τα όρια που η γη μας δίνει, ν’ απλωθούμε,
να πλανηθούμε στο άπειρο μια δίδυμη κραυγή.


Κι απ’ τη μανία στην άκρατη ευδαιμονία να μπούμε
προς ένα χρόνον άχρονον, σε μια άναρχη κραυγή
πριν από το χθες κι απ’ το αύριο μετά: ας ξανααγαπηθούμε.

Μανδραγόρας, τχ. 37, Νοέμβριος 2007
 \\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\\
Φίλος είναι μα νευριάζει απερίσκεπτα καθώς
δηλώνω συγγενής των Απάτσι, των Τσερόκι, των Σαγιέν.
Από την Τσικοντότσκα στο Μπάφαλο περπάτησα και δεν
γνωρίζω αν γυρίσω πίσω· λίγα τα ψωμιά μου, άλλο φως

 
δεν υπάρχει πάρεξ των παιδικών χρόνων εκείνο
που μιλούσε με τη σελήνη με τους γρύλους με τη σιγή,
σταυροπόδι ο καπνός χάιδευε τον ήλιο και των σπαρτών τη γη
για λίγο μόνο κόκκινα μπαϊράκια, παιχνίδι πες, στον αχινό


του βάθους μάς έριξαν. Α, φίλε, πόσο φαρμάκι έχει το Ουράνιο
του χώματός μας που σκεπάζει όσια κόκκαλα, βακούφια ιερά
κι ανώνυμα – για να κομπάζεις τώρα εσύ πατριώτης φανερά


επαγγελματίας μα τίποτε άλλο ωραίο δίκαιο ή σπάνιο
( Τώρα του κόσμου οι άποικοι ανελέητα μας ντουφεκίζουν·
θαρρείς στα ξένα οι μάνες φοβισμένα πίτσκα νανουρίζουν ).

Χαιρετισμοί, 1999

Από την Μαρία Υψηλάντη 
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πεπος.

Ελισάβετ Μπάρετ-Μπράουνινγκ Πορτογαλικά Σονέτα, από την Μαρία Υψηλάντη. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Οι δυο ψυχές μας σαν σταθούν αντικριστά
όρθιες, σιωπηλές, και πιο κοντά πλησιάσουν
ολοένα, ώσπου στα φτερά τους να ξεσπάσουν
φλόγες, η γη ποιά πίκρα να μας δώσει πια


μπορεί, ώστε η καρδιά μας να μη λαχταρά
να μείνει εδώ; Για σκέψου.  Άν μας ανεβάσουν
οι άγγελοι ψηλά, θα θέλουν να ταιριάσουν
του έρωτά μας τη βαθειά τη σιγαλιά


σε τέλειου τραγουδιού τη χρυσαφένια σφαίρα.
Κάλλιο για μας, Αγαπημένε, ας ξημερώνει
εδώ, που των ανθρώπων οι διαθέσεις πέρα


τα πνεύματα σπρώχνουν τ’ αγνά. Θα βρούμε μόνη
μια άκρη στη γη ν’ αγαπηθούμε για μια μέρα,
με του θανάτου τη σκιά να την κυκλώνει.


Η ιστορία της Ελισάβετ Μπάρρετ και του Ρόμπερτ Μπράουνιγκ 
είναι μια απο τις πιο συγκινητικές ιστορίες αγάπης. Για πολλά
χρόνια το ειδύλλιό τους στάθηκε κυρίαρχο γεγονός στα αγγλικά
φιλολογικά χρονικά. Προσωπικότητες του πνεύματος και της
ποίησης διαλεχτές και οι δυό, ένωσαν τη ζωή, τη σκέψη και το
έργο τους, χωρίς ωστόσο να χάσουν την ατομικότητά τους.
Το θεατρικό "Οι Μπάρρετ της Γουίμπολ Στρητ", το βιβλίο της
Βιργινίας Γούλφ "'Εξαψη" κλπ. βοήθησαν να γίνει η ιστορία τους
θρύλος και να περάσουν στην αθανασία, πλάι στους μεγάλους
ερωτευμένους. Μα θα έφταναν γι αυτό και μόνα τα περίφημα
"Σονέτα απο την Πορτογαλία" της Ελισάβετ Μπάρρετ.
Ο Ρόμπερτ Μπράουνινγκ πρωτογνώρισε την Ελισάβετ απο τους
στίχους της. Το όνομά της σαν ποιήτρια ήταν πασίγνωστο στην
Αγγλία στις αρχές του προπερασμένου αιώνα. Πρώτα αγάπησε
τα ποιήματά της, αλλά δεν άργησε να αγαπήσει και τη γυναίκα
που με τόσο αίσθημα και τέχνη τα έγραφε. Σπρωγμένος απο
μιάν ακατανίκητη δύναμη, έγραψε ένα γράμμα στο ίνδαλμά του
και της ζητούσε να συναντηθούν.
Η Ελισάβετ, που κόντευε τα σαράντα και ήταν ανάπηρη, έμενε
κλεισμένη στον εαυτό της και στο σπίτι της και δεν έδειξε
προθυμία ν΄ανταποκριθεί στην παράκληση του θαυμαστή της.
Αλλά τα γράμματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο, σαν επίμονα
χτυπήματα στην κλειστή της πόρτα. "Αγαπώ τους στίχους σας
με όλη μου την ψυχή, αγαπητή δεσποινίς Μπάρρετ", άρχιζαν
οι επιστολές και τελείωναν πάντα: "Αγαπώ και σας το ίδιο".
Πώς λοιπόν ήταν δυνατό ν΄αντισταθεί μια γυναικεία καρδιά
σ΄ένα τόσο φλογερό αίσθημα; 'Οταν μάλιστα η καρδιά αυτή
ανήκει σε μια ποιήτρια και απο πάνω πονεμένη; Δέχτηκε
τελικά τη συνάντηση κι έτσι άρχισε μια μεγάλη αγάπη, που
όμοιά της δύσκολα βρίσκει κανείς ακόμα και στα πιο
παθητικά μυθιστορήματα.
'Ομως τα πράγματα δεν ήταν απο την αρχή τόσο εύκολα. Ο πατέρας
της Ελισάβετ, μόλις το έμαθε αρνήθηκε κατηγορηματικά να επιτρέψει
στην κόρη του να ριχτεί σε μια περιπέτεια που, καθώς πίστευε, θα την
έκανε, αργά ή γρήγορα, δυστυχισμένη. Και ασφαλώς η λογική
βρισκόταν με το μέρος του πατέρα: η Ελισάβετ ήταν ανάπηρη- είχε πάθει
στρέβλωση της σπονδυλικής στήλης, με αποτέλεσμα να πειραχτούν τα
πνευμόνια της και να είναι διαρκώς μισοάρρωστη - και απο πάνω ήταν
έξη χρόνια μεγαλύτερη απο τον Ρόμπερτ Μπράουνινγκ.
Αλλά το αίσθημα της ποιήτριας ήταν δυνατότερο απο όλες τις πατρικές
νουθεσίες και απειλές, και οι δυό ερωτευμένοι παντρεύτηκαν κρυφά.
Ο Μπράουνινγκ πήρε την αγαπημένη του απο το ομιχλώδες Λονδίνο και
την πήγε στην ηλιόλουστη Φλωρεντία της Ιταλίας.
Εκεί η Ελισάβετ βρήκε μια ζωή που ποτέ δεν είχε τολμήσει να
φανταστεί πως θα μπορούσε να υπάρξει γι αυτήν.
Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια έμειναν οι Μπράουνινγκ
στην ηλιόχαρη πολιτεία με την ευγενική ομορφιά.
Εδώ η Ελισάβετ εμπνεύστηκε μερικά απο τα πιο ωραία ποιήματά
της και ειδικά τα "Σονέτα απο την Πορτογαλία" γραμμένα το 1847.
Σ΄αυτά εκφράζεται όλη η απέραντη λατρεία της στον σύζυγό της.
Μάλιστα τον τίτλο τους τον διάλεξε ο ίδιος ο ποιητής για να
καμουφλάρει το αυτοβιογραφικό περιεχόμενο των στίχων.
Μέσα απο τα "Σονέτα" ξεπηδάει όλη η ευαισθησία και η δίψα για
ζωή που φώλιαζαν και σιγόκαιαν στο ανάπηρο κορμί της ποιήτριας
τον καιρό που ζούσε κλεισμένη στο σπίτι της, πριν ακόμα γνωρίσει
τον Μπράουνινγκ. Ο αναγνώστης πληροφορείται με συγκίνηση τη
δραματική αλλαγή που έφερε στη ζωή της η αγάπη, και πως ο κόσμος
των ονείρων της έγινε πραγματικότητα.
Η Ελισάβετ γεννήθηκε στις 6 του Μάρτη 1809, στην κομητεία
του Ντέρχαμ της Αγγλίας απο γονείς πολύ πλούσιους. Τα
παιδικά της χρόνια τα πέρασε στην εξοχή και κυρίως στο Χοπ 'Εντ.
Εκεί άρχισε, πριν ακόμα γίνει δέκα χρονών, να γράφει στίχους,
εμπνευσμένους απο την όμορφη φύση, τα δάση και τους κήπους
του τόπου. 'Ηταν η μεγαλύτερη απο τα οχτώ αδέρφια της και
αγαπούσε τον πατέρα της σχεδόν παθολογικά. Αλλά κι εκείνος την
αγαπούσε και ήταν περήφανος για την προικισμένη κόρη του.
Στα δεκαεφτά της έδωσε στη δημοσιότητα το πρώτο βιβλίο,
με τίτλο "'Ενα δοκίμιο και άλλα ποιήματα", αφιερωμένο
στον πατέρα της.
Σε ηλικία εικοσιέξη χρονών, δημοσίευσε το δεύτερο βιβλίο της
"Προμηθέας δεσμώτης" και διάφορα ποιήματα. Πρόκειται για
μια ελεύθερη μετάφραση της γνωστής Αισχύλειας τραγωδίας.
Αλλά το γεγονός ότι μια γυναίκα είχε αποτολμήσει να μεταφράσει
'Ελληνες κλασσικούς, για κείνα τα χρόνια αποτελούσε φαινόμενο
δίχως προηγούμενο. Στους φιλολογικούς κύκλους δημιουργήθηκε
μεγάλος θόρυβος και πολλοί κριτικοί κατάκριναν και τη μετάφραση
και την ίδια.
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

ΟΙ: Ειρήνα Σαμάρινα - Λαμπιρίντ και ο Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ στο filimatheia.blogspot.gr

Ειρήνα Σαμάρινα - Λαμπιρίντ

Στην αγορά την ευτυχία δε θα βρεις…

Στην αγορά θα πάω για την ευτυχία,

Μετά στο σουπερμάρκετ επιτυχία θα ψωνίσω…
Είναι πραμάτεια που χαλάει μέσα στα ψυγεία…
Κι έπειτα αγάπη αντί ρέστα θα ζητήσω…


Ζυγίστε μου, παρακαλώ τουλάχιστον κιλό,
Εκείνη τη συνείδηση από το κάτω ράφι…
Διαβρωμένη; Ενώ το εξωτερικό της είναι απατηλό,
Και η τιμή της σαν χρυσάφι…


Μάλιστα, βλέπω! Έχετε κι προσφορά!
Δώστε μου καλοσύνη, όσο θ’ αντέξω…
Μήπως πουλάτε θώρακα από τη συμφορά;
Οι κακοί άνθρωποι να μείνουν έξω.


Χρειάζομαι από την φτώχια την αιγίδα,
Πότημα απ’ τη θλίψη, σιρόπι απ’ το κλάμα.
Πουλήστε μου αυτήν την κούφια ελπίδα,
Κι από το χωρισμό το δυνατό το βάμμα.


Άνεση οικογενειακή, τσουβάλι,
Ανώτερης ποιότητας! Άλλη δε θέλω…
Κάλλος πνευματικό, φιάλη,
Μικρό ελάττωμα, εκείνο το μοντέλο…


Συγνώμη, τη φιλία πως πουλάτε,
Κατά τεμάχειον ή με το ζύγι;
Δε θέλω! Έχω μία, και μη με λιθοβολάτε,
Πολλές φιλίες, του συμφέροντος κυνήγι…


Ακόμη για τους κοντινούς καλή υγεία,
Του γέλιου να ακούγετε η φωνή…
Ζηλοφθονία; Δε μου αρέσει αυτή η αηδία…
Καλύτερα, μισό κιλό υπομονή…


Εμπιστοσύνη; Δε θέλω! Την προηγούμενη φορά
Ψώνισα χονδρικά και μου αρκεί…
Δώστε μου δάκρυα από τη χαρά,
Και μπόλικη ειρήνη, να διαρκεί.


Για την αδιαθεσία η ζήτηση να είναι χαμηλή
Και πνεύμα να πουλάτε, όχι παθογόνο!
Μα η ζωή, μόνο τότε είναι καλή,
Όταν δεν έχετε να πουλάτε πόνο…


Στην αγορά την ευτυχία δε θα βρεις,
Όμως αν μάθουμε να μοιραζόμαστε,
Και να χαρίζουμε την ευτυχία καθημερινώς,
Τότε το Κακό θα γίνεται καπνός…
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ - Δυο ποιήματα

Ένας ύπνος σφράγισε το πνεύμα μου

Ένας ύπνος σφράγισε το πνεύμα μου 
Δεν είχα ανθρώπινους φόβους : 
Φαινόνταν σαν ένα πράγμα που δεν μπορούσε να αισθανθεί 
Το άγγιγμα των επίγειων χρόνων . 


Καθόλου κίνηση δεν περικλείει τώρα , διόλου δύναμη 
Ούτε ακούει μήτε βλέπει 
Παρασυρμένη στης γης την καθημερινή περιστροφή ,
Με βράχους και πέτρες και δέντρα . 


Η καρδιά μου αναπηδά 


Η καρδιά μου αναπηδά όταν κοιτάζω 
 Ένα ουράνιο τόξο στον ουρανό :
Έτσι ήταν όταν η ζωή μου άρχισε 
Έτσι είναι τώρα που είμαι ενήλικος
Έτσι να  'ναι όταν γεράσω 
 Διαφορετικά ας πεθάνω !
Το παιδί είναι πατέρας του άντρα 
Και θα μπορούσα να ευχηθώ οι μέρες μου να'ναι 
Δεμένες η μία στη άλλη με φυσική ευλάβεια . 
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

ΟΙ: Πιέρ ντε Ρονσάρ και Ιοσίφ Μπρόντσκι sto filomatheia.blogspot.gr Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Πιέρ ντε Ρονσάρ

Εάν μπορούσαμε το θάνατο να λαδώσουμε

Και τις ημέρες μας να παρατείνουμε με λεφτά
Τότε θα είχε νόημα τη ζωή να σκοτώσουμε,
Κυνηγώντας πλούτη, μουλωχτά.
Να έχει η ζωή με τη μοίρα την ίδια διαδρομή,
Και να πετάνε όσο θέλουν πάνω απ’ το χώμα,
Κι ο θάνατος, έστω και με πληρωμή,
Να μην παίρνει το πνεύμα απ’ το σώμα.
Μα δεν έχει το χρήμα αυτήν την ισχύ,
Και ούτε μια ώρα ζωής αγοράζεις.
Ποιο είναι το νόημα, και ποια η αρχή,
Αυτά τα παλιοπράματα να στοιβάζεις;
Όχι! Καλύτερα του βιβλίου τα πνευματικά ύψη,
Παρά το χρήμα, που μας αρρωσταίνει.
Απ’ τα βιβλία, κατανικώντας τη σήψη,
Η δεύτερη ζωή του ποιητή ανασταίνει.

Ιοσίφ Μπρόντσκι 

Προσκυνητές 
"Τα όνειρα και τα αισθήματά μου εκατοστή φορά
Σ’ εσένα έρχονται με την αύρα των προσκυνητών"
Φ. Μπέικον

Δίπλα από τα σφαγεία και χρυσορυχεία,
δίπλα από τα καλύβια και παλάτια,
δίπλα από τα σικάτα νεκροταφεία,
δίπλα από τα μεγάλα ελάτια,
δίπλα από τη Μέκκα και Ρώμη,
δίπλα από τη συμφορά ακόμη,
της αγιοσύνης μιμητές,
περνάνε οι προσκυνητές.
Σακάτηδες, από την κούραση έχουν μεθύσει,
μισόγυμνοι, χωρίς φαγί,
τα μάτια τους γεμάτα δύση,
οι καρδιές τους, αυγή.
Πίσω τους άδουν οι ερημιές,
λάμπουν οι μακρινές αστραπές,
μπροστά τους γεννιούνται οι τρικυμιές,
και βραχνά προφητεύουν πτηνά μεγαλοπρεπές:
Ότι ο κόσμος δε θ’ αλλάξει,
θα μείνει πραγμάτων παλιών η τάξη,
ο κόσμος θα μείνει εκτυφλωτικά χιονάτος,
και ατιμωτικά κεφάτος,
ο κόσμος θα μείνει απατηλός,
ο κόσμος θα μείνει ανάπηρος,
ίσως γλυκόπικρος,
κι όμως άπειρος.
Κ’ αυτό σημαίνει, ότι δε θα ωφελήσει
η πίστη στον εαυτό σου, στον Θεό, στη φύση.
… Κ’ αυτό σημαίνει ότι είσαι μόνος:
η αυταπάτη και ο δρόμος.
Και θα συνεχιστούν πάνω στη γη τα βασιλέματα,
και θα συνεχιστούν πάνω στη γη τα χαράματα.
Θα την λιπαίνουν οι οπλίτες.
Θα την εγκρίνουν οι ποιητές-προφήτες.
 Ανιχνευτής ο Πεπέ.