Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

16.3.21

Το Πρόσωπο και το Προσωπείο στην ποίηση. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 1.  «Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους

μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία∙              

και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους

χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία», (Κ. Καβάφης)

 

                            2.   «Α ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο τό ‘ξερα…

Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή

μέσα στο ψέμα»,(Μ. Αναγνωστάκης)

 

3.  «Με το ένα πρόσωπο στον καθρέπτη

και το άλλο είναι προσωπείο κενό», (Νανά Ησαΐα)

 

Κάθε προσπάθεια να οριστεί ο άνθρωπος ως πολυσύνθετη ύπαρξη αναπόφευκτα προσκρούει στην ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η έννοια του «προσώπου» ως πυρηνικού στοιχείου της ταυτότητάς του. Αν και μεθοδολογικά οι περισσότεροι συμφωνούν με την αναγκαιότητα αυτή, διαφωνούν, όμως, για το περιεχόμενο του προσώπου και τους παράγοντες που το διαμορφώνουν. Μερικοί θεωρούν πως το ανθρώπινο πρόσωπο είναι προϊόν των εσωτερικών παραγόντων (κληρονομικότητα…). Στη θέση αυτή αντιπαρατίθεται η άποψη των κοινωνιολόγων ή και ψυχολόγων που προβάλλουν εμφαντικά τον αποφασιστικό ρόλο των εξωγενών παραγόντων (κοινωνία, οικονομικές σχέσεις…) στη διαμόρφωση του ανθρώπινου προσώπου.


Ωστόσο και οι δύο πλευρές συμφωνούν πως τα κατεξοχήν στοιχεία που συνθέτουν το «πρόσωπο» ενός ανθρώπου είναι: Η μοναδικότητα, η ελευθερία, ο αυτοπροσδιορισμός, η αυτονομία, η τάση για διαρκή εξέλιξη. Ο AMaslow τονίζει το στοιχείο της αυτοπραγμάτωσης: «Το αυτο-πραγματούμενο ον». Σε τελευταία ανάλυση το ανθρώπινο πρόσωπο συνιστά μία δημιουργική ενότητα που τείνει στην αυτο-ολοκλήρωσή του. Είναι ένα στοιχείο – γεγονός «εν τω γίγνεσθαι» και όχι μία παγιωμένη κατάσταση.

Η αντιμαχία Προσώπου και Προσωπείου

Η προσέγγιση, όμως, της έννοιας του προσώπου και ο ακριβής προσδιορισμός του προϋποθέτει τη διάκρισή του από την έννοια προσωπείο (persona). Το δεύτερο συνοδεύει μόνιμα το πρώτο και συνδέεται άμεσα μαζί του και αποτυπώνει με ενάργεια τους ρόλους του ατόμου αλλά και τις συλλογικές επιταγές – απαιτήσεις της κοινωνίας από αυτό. Το δύσκολο είναι να διακρίνουμε τα όρια Προσώπου και Προσωπείου, γιατί σε πολλούς ανθρώπους – συνειδητά ή ασυνείδητα – υπάρχει μία δυναμική ταύτισης αυτών των δύο.

«Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να φορά για πολύν καιρό ένα πρόσωπο για τον εαυτό του και ένα διαφορετικό για τον πολύ κόσμο, χωρίς να μπερδευτεί τελικά για το ποιο από τα δύο είναι το αληθινό».

(Nathaniel Hawthorne)

Ανάμεσα στο πρόσωπο και το προσωπείο διεξάγεται μία πάλη με θύμα την αυθεντικότητα και την ψυχική ισορροπία του ατόμου – υποκειμένου. Είναι ο αγώνας του «Είναι» και του «φαίνεσθαι». Το πρόσωπο – το «είναι» αποτυπώνει την εσωτερική διάσταση του ανθρώπου, ενώ το προσωπείο την εξωτερική, την κοινωνική. Το ιδιωτικό συμπλέκεται, συντίθεται και συγκρούεται με το κοινωνικό. Πρόκειται για μία πάλη διαρκείας, αφού ο άνθρωπος συνιστά ένα προϊόν των κοινωνικών του σχέσεων, σύμφωνα και με την μαρξιστική σχολή.

Ο άνθρωπος καθημερινά έρχεται αντιμέτωπος με δύο διαφορετικές ανάγκες. Θέλει να είναι γνήσιος και αυθεντικός και να αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τον εαυτό του. Ωστόσο στην επικοινωνία του με τους άλλους προβάλλει η ανάγκη του προσωπείου για να «αρέσει». Απώτατος στόχος η κοινωνική αποδοχή. Γιατί ο άνθρωπος «Ένεκεν των άλλων» υπάρχει. Αυτή η αναντιστοιχία «Είναι» και «φαίνεσθαι», προσώπου και προσωπείου φθείρει το άτομο και το αλλοιώνει – εξουθενώνει ψυχικά.

«Κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι…

κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του»

(Κ. Καβάφης) 

Το προσωπείο ως καταφύγιο

Το προσωπείο έχει πολλές μορφές, αφού στόχος του είναι να αποκρύψει την πραγματικότητα και να αναδείξει μία άλλη – την επιδιωκόμενη και επιθυμητή για τον φορέα. Το προσωπείο – ή αλλιώς η μάσκα – μπορεί να είναι λεκτικό, ιδεολογικό, πολιτικό, ηθικό… Θύμα η αλήθεια και νικητής η προσποίηση, το ψεύδος και η υποκρισία. Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις που η συχνή χρήση του προσωπείου προκαλεί εθισμό στο υποκείμενο με αποτέλεσμα την αλλοτρίωση και τη μαζοποίησή του.

Για πολλούς, ωστόσο, το προσωπείο είναι το προσωπικό καταφύγιο, μία μορφή άμυνας και πηγή ελευθερίας. Ο απελευθερωτικός ρόλος του προσωπείου εντοπίζεται στις ευκαιρίες και στις δυνατότητες που εξασφαλίζει στο άτομο να εξωτερικεύσει εκείνα τα στοιχεία που μένουν ανεκδήλωτα λόγω των κοινωνικών «απαγορεύσεων». Πολλές φορές, δηλαδή, ο άνθρωπος εκφράζεται περισσότερο μέσα από το προσωπείο και λιγότερο από το πρόσωπο.

«Για να ‘μια ευχάριστος σε όλους,

- κι ακόμα και στον εαυτό μου –

έκρυψα πάντοτε με μάσκες

που αρέσουνε το πρόσωπό μου».

(Κ. Ουράνης)

Χαρακτηρολογικά οι άνθρωποι που αρέσκονται στο προσωπείο είναι οι συναισθηματικά ανασφαλείς, οι πνευματικά ατροφικοί, οι κοινωνικά φοβισμένοι, οι ψυχικά πένητες, οι οκνηροί και όσοι υπολείπονται σε δημιουργικότητα. Είναι οι δειλοί που αρνούνται να συμβιβαστούν με τον εαυτό τους ή να τον διορθώσουν. Είναι τα κακέκτυπα μιας κοινωνίας ή τα πιστά φωτοαντίγραφά της. Είναι αυτοί που ντρέπονται για τον εαυτό τους και αδυνατούν να δημιουργήσουν. Ο Νίτσε το είδε πιο καθαρά:

«Όσο μεγαλύτερη είναι η ουσία της πραγματικότητας και η δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, τόσο αναπηδάει από τα μέσα προς τα έξω η φυσιογνωμία του. Όταν είναι μικρή η δημιουργική δύναμη, η προσωπικότητα διαπλάσσεται από τα έξω προς τα μέσα και διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση της παράδοσης του ειδώλου του παρελθόντος, της κοινωνίας και της κοινής γνώμης».

Υπάρχουν άνθρωποι που μισώντας το πρόσωπό τους, δημιούργησαν το προσωπείο τους και ταυτίστηκαν με αυτό. Οικοδόμησαν τη ζωή τους στο ψέμα, στο κίβδηλο και στο ετερογενές. Είναι θλιβερό να μην μπορείς ή να αποφεύγεις συνειδητά μία ειλικρινή επικοινωνία με το εσώτερο είναι σου. Πόσο υποφερτό είναι να αρνείσαι τον εαυτό σου υπακούοντας σε εξωγενείς πιέσεις και κοινωνικά πρότυπα ζωής;

«Πόσα προσωπεία φοράμε, κι άλλα πόσα κάτω απ’ αυτά/

στην όψη πάνω της ψυχής μας;/ …Η μάσκα η αληθινή δεν ξέρει ότι βρίσκεται πίσω απ’ την άλλη μάσκα/

αλλά κοιτάζει μέσα της, με μάτια όμοια μασκαρεμένα».

(Πεσόα)

Ας πέσουν οι μάσκες

Βέβαια το προσωπείο, τη μάσκα, την κουκούλα δεν τη φορούν μόνο οι κλέφτες, οι κακοποιοί και οι τρομοκράτες. Τη φορούν και οι φιλήσυχοι και όσοι προβάλλονται ως σωτήρες και μαχητές της αλήθειας, της προόδου, της ισότητας, της δημοκρατίας και «ευτυχίας» της ανθρωπότητας. Πολλές φορές είναι δύσκολο να υποψιαστούμε το τι κρύβεται πίσω από αυτές τις μάσκες. Τους σκοπούς και τις μακροπρόθεσμες επιδιώξεις τους.

 

Είναι το απεχθές πρόσωπο του «προσωπείου» που παραμορφώνει την πραγματικότητα και υπηρετεί ανήθικους και αντικοινωνικούς στόχους. Διαβρώνει όχι μόνο τα βάθρα της προσωπικής μας ελευθερίας και αυτονομίας, αλλά αποδυναμώνει και τις διαπροσωπικές και κοινωνικές σχέσεις. Εθίζει, δηλαδή, άτομα και κοινωνία στην υποκρισία και στο ψευδεπίγραφο. Χρέος η αποκάλυψη των προσωπείων και των ανομολόγητων επιδιώξεων των φορέων τους. Οι στίχοι του ποιητή Λειβαδίτη είναι πάντα επίκαιροι:

«Εξάλλου μια σειρά από μάσκες κρέμονται/ στην τοίχο, που τις χρησιμοποιήσαμε μάσκες/ άλλοτε για ν’ αρέσουμε ή να ωφεληθούμε/ κι άλλοτε μονάχα από συνήθεια ή σαν την αυτόματη κίνηση…/ Όμως οι μάσκες κάποτε θα τελειώσουν…/ και τότε θα φανεί αυτό το ανύπαρκτο/ πρόσωπο που υπήρξαμε…».

 Ας πέσουν, λοιπόν, οι μάσκες… 

­  Χρήσιμα ποιήματα – ποιητές:  

1.    Κ. Καβάφης: α. Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης, β. Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, γ. Φιλέλλην.

2.    Μ. Αναγνωστάκης: Επιτύμβιον.

3.    Κ. Ουράνης: Μάσκες.

4.    Τ. Λειβαδίτης: Οι τελευταίοι.

5.    Νανά Ησαΐα: Μέρες και νύχτες χωρίς σημασία.

6.    Πεσόα.

 

 

    ****    Αφιέρωμα στην Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, 21 ΜΑΡΤΙΟΥ

 

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. 21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα ποίησης. Η επιλογή έγινε από την Ιφιγένεια.

 Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,

ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο αυξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τι ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τι λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ

Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό

Ανωχώρι κατωχώρι ανηφόρι κατηφόρι
και με κάμα και βροχή ώσπου μου `βγαινε η ψυχή
Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
κι έχτισα στην εμπασιά του χωριού την εκκλησιά
του χωριού την εκκλησιά

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο άιντε σύμβολο αιώνιο
αν ξυπνήσεις μονομιάς θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
θα `ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

Και ζευγάρι με το βόδι άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα τ αφεντός τα στρέμματα
Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ
για τ’ αφέντη το φαί

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει
άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα άλλη γη

Άιντε θύμα άιντε ψώνιο...

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΙΚΟΥ.

Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.

Η Κατερίνα, η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι, η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.

Τα μεσημέρια τα ζεστά
τη βάρκα παίρνανε τ’ Αντρέα
για να τις πάει στ’ ανοιχτά
όλες μαζί, τρελή παρέα.

Ήρθ’ ο χειμώνας ο κακός
και σκόρπισε η τρελή παρέα
Και σένα βήχας μυστικός
σ’ έριξε χάμω, μπάρμπα Αντρέα.
---------------------------------------------
Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη χορταίνω
Απ’ το βουνό ψηλά.
Στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
Απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.

Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.

Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.

Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι’ ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.

Κι’ αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα-κι’ αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.

Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι’ αλάργα βάσανα πολλά.

Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι’ από τους μαύρους κολασμένους ..

ΚΑΝΤΖΑ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ημέρα Κυριακή της τυρινής

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Ανάλυση ποιήματος από τον Κωνσταντίνο Μάντη. Η επιλογή έγινε από την Θάλεια.

 Κώστας Βάρναλης «Ορέστης»


Το ποίημα αυτό γράφτηκε το 1914 και είναι ένα σονέτο που διέπεται από το πνεύμα του παρνασσισμού, μιας τεχνοτροπίας που επηρέασε την πρώτη περίοδο της ποιητικής δημιουργίας του Κώστα Βάρναλη. O ποιητής, που ήταν κλασικός φιλόλογος, καθώς και μεταφραστής του αρχαίου δράματος, καταπιάστηκε με τον κόσμο και τα σύμβολα της αρχαιότητας με δημιουργικό και τολμηρό τρόπο.


Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα

τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ’ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ’ έφερ’ έως
στου Άργους την πύλη ο δρόμος σου ο μοιραίος
το σπλάχνο ν’ αφανίσεις που σ’ εγέννα.

Κανείς δε σε θυμάτ’ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια

και το έργο σου σαν να ‘ταν άλλος κάμε.
Έτσι κι αλλιώς θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.

Ο Κώστας Βάρναλης προσεγγίζει την ιστορία του Ορέστη με ευνοϊκή διάθεση απέναντι στον νεαρό ήρωα, αφού στο πρόσωπό του αναγνωρίζει τη μοίρα του απλού ανθρώπου που συνθλίβεται υπό το βάρος γεγονότων και περιστάσεων που δεν αποτελούν δική του ευθύνη. Το αίτημα του Απόλλωνα στον Ορέστη να φονεύσει τη μητέρα του και τον εραστή της, προκειμένου να λάβει εκδίκηση για τη δολοφονία του πατέρα του, Αγαμέμνονα, φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο μ’ ένα οδυνηρό δίλημμα, καθώς το να τιμωρήσει εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα του, σημαίνει πως θα πρέπει να αφαιρέσει τη ζωή της ίδιας του της μητέρας. Ο Ορέστης, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα έφτανε ποτέ στη μητροκτονία, δεν μπορεί, ωστόσο, να αφήσει δίχως τιμωρία την άδικη θανάτωση του πατέρα του.
-----------------------------------------------
ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Το ποίημα ανήκει στο πρώτο μέρος της ποιητικής σύνθεσης Σκλάβοι Πολιορκημένοι, η οποία εκδόθηκε το 1927. Ο ποιητής, ακολουθώντας τη δημοτική μας παράδοση, χρησιμοποιεί τη μορφή της Παναγιάς, για να εκφράσει τον ανθρώπινο πόνο της μάνας· η Παναγιά κατέχεται από τα τρυφερότερα συναισθήματα για το παιδί που πρόκειται να γεννήσει, αλλά και από κακά προαισθήματα για την τύχη που το περιμένει.

Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ‘χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
- Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσο...-
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

Τα στοιχεία του ποιητικού μονολόγου της Παναγίας υποδηλώνουν πως βρισκόμαστε λίγο προτού γεννήσει, πως γνωρίζει ήδη ότι πρόκειται να φέρει στον κόσμο γιο, αλλά και το φρικτό του τέλος. Ακούμε, έτσι, την Παναγία να εκφράζει όλη της την τρυφερότητα απέναντι στο αγέννητο ακόμη παιδί της, μα και τις προθέσεις της να κάνει ό,τι μπορεί για να το προστατεύσει από το δεινό του μέλλον.
Τα εισαγωγικά ερωτήματα του ποιήματος υποδηλώνουν πως η Παναγία δεν θέλει να βρεθεί αντιμέτωπο το παιδί της με τη φονική κακία των ανθρώπων, γι’ αυτό και αναρωτιέται που θα μπορούσε να κρύψει τον γιο της προκειμένου να τον γλιτώσει. Τοποθετεί, μάλιστα, τις πιθανές κρυψώνες είτε σε κάποιο νησί του Ωκεανού, μακριά από τους ανθρώπους, είτε αντιστοίχως σε κάποια ερημική κορυφή βουνού, καλύπτοντας κατά αυτό τον τρόπο τα συνήθη δυσπρόσιτα μέρη∙ τον ωκεανό και τα ψηλά βουνά.
Είναι εμφανές πως η Παναγία δεν μιλά εδώ ως το ιερό πρόσωπο που γνωρίζει καλά την άφευκτη μοίρα του θεϊκού γιου που θα φέρει στον κόσμο, αλλά ως μητέρα που θέλει με κάθε τρόπο να προφυλάξει το παιδί της από κάθε πιθανό κακό.
---------------------------------------
Κώστας Βάρναλης «Οι μοιραίοι»

Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό·
στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη
κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει;
Κανένα στόμα
δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,
όπου μας εύρει, μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Οι μοιραίοι το δημοφιλέστερο ποίημα του Βάρναλη, χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα κατορθώματα του νεοελληνικού λυρισμού. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μαύρος Γάτος το 1922, τον ίδιο χρόνο που ο ποιητής με τη σύνθεσή του Το φως που καίει εγκαταλείποντας τις προηγούμενες αναζητήσεις του χάραξε τη νέα του πορεία: να υπηρετήσει με την τέχνη του την αριστερή ιδεολογία στην οποία είχε ενταχθεί.
Ο κοινωνικός στόχος του ποιήματος είναι σαφής: να απεικονίσει με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των απόκληρων της ζωής.
Ο χώρος όπου εκτυλίσσεται η δράση του αφηγηματικού αυτού ποιήματος είναι μια υπόγεια ταβέρνα γεμάτη καπνούς απ’ τα τσιγάρα και βρισιές απ’ τους θαμώνες. Ενώ, ως στοιχείο εξωτερικού χώρου τίθεται παρενθετικά η σημείωση για τον ενοχλητικό ήχο της λατέρνας. Συντίθεται, έτσι, το σκηνικό μιας φτωχογειτονιάς, της οποίας οι άνθρωποι βρίσκουν ως μόνη διαφυγή απ’ τη δυστυχία τους το πιοτό (να πάνε κάτου τα φαρμάκια).
Ο αφηγητής αποτελεί μέλος της παρέας (πίναμε, α΄ πληθυντικό), που χθες το βράδυ -όπως και κάθε βράδυ άλλωστε- συναντήθηκε στην υπόγεια αυτή ταβέρνα, για να πνίξει τα φαρμάκια της δύσκολης ζωής στο ποτό. Το σχόλιο «σαν όλα τα βραδάκια» καθιστά σαφές πως η καταφυγή στο ποτό, αλλά και η συνάντηση των φίλων, συνιστά μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία∙ έναν τρόπο ζωής, που φανερώνει παραστατικά την ένταση της δυστυχίας που βιώνουν, και τη συνεπαγόμενη ανάγκη να αποζητούν την παρηγοριά της συντροφικότητας.
---------------------------------------------

Κώστας Βάρναλης [Πάλι μεθυσμένος είσαι]

Το ποίημα που ακολουθεί είναι ο πρόλογος της ποιητικής συλλογής Σκλάβοι πολιορκημένοι. Τιτλοφόρησε έτσι τη συλλογή ο Βάρναλης παραλλάσσοντας τον τίτλο της γνωστής ποιητικής σύνθεσης του Σολωμού Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Οι σκλάβοι πολιορκημένοι του είναι όλοι οι άνθρωποι που είναι δέσμιοι των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.

Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμισι ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρος στο κάθε τραπεζάκι. - «Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!»

- Καλησπερούδια αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;

Ένας σου ‘δινε ποτήρι κι άλλος σου ‘δινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας -αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-

έκανες πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας.

Χτες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά...
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Αχ, πού ‘σαι, νιότη, πού δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!

Ο Κώστας Βάρναλης συνθέτει ένα πικρό πορτρέτο του εαυτού του, στον οποίο απευθύνεται σε β΄ πρόσωπο σαν να θέλει να αντικρίσει με αποστασιοποίηση την τραγική του κατάσταση, αλλά και για να μην περιορίσει την ιστορία του Κωνσταντή στα στενά όρια του προσωπικού βιώματος. Η κατάσταση, άλλωστε, του Κωνσταντή δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για την εποχή του (1927), όπως και για τις περιόδους που ακολούθησαν. Η παραίτηση, η μίζερη διαβίωση κι η φτώχεια συνοδεύουν -ατυχώς- τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Το ποίημα έχει συντεθεί με ποικιλία μέτρων και οι στίχοι του έχουν ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, μιας και πρόκειται για έργο της παραδοσιακής ποίησης.
ΠΗΓΗ:https://latistor.blogspot.com/

ΚΑΝΤΖΑ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ημέρα Κυριακή της τυρινής.