Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

31.3.20

Aλκίνοος Ιωαννίδης: "Είτε εγκαταλείψαμε τον τόπο μας, είτε μένουμε εδώ, νιώθουμε ούτως ή άλλως εγκαταλελειμμένοι.." Πηγή: www.lifo.gr

Η πρώτη εμφάνιση του Αλκίνοου Ιωαννίδη στα καλλιτεχνικά δρώμενα έγινε το 1992 στις κινηματογραφικές ''Ήσυχες μέρες του Αυγούστου'' του Παντελή Βούλγαρη. Υποδύθηκε το γκαρσόνι σε ένα ρολάκι που του έγραψε ειδικά ο Βούλγαρης. Το όνειρο του, άλλωστε, ήταν να σπουδάσει σκηνοθέτης. ''Ο Ταρκόφσκι υπήρξε καθοριστικός στη ζωή μου, αφού ήταν η αιτία που ήθελα να σπουδάσω κινηματογράφο'' μου είχε πει σε παλιότερη συνέντευξη του, τον Φεβρουάριο του 2009. Ακολούθησε η συμμετοχή του στα ''Μπακούρια'' του Νίκου Σούλη, ένα μάλλον σουρεαλιστικό σήριαλ, αρκετά προχώ για την εποχή, που κόπηκε πριν κάνει τον κύκλο του. Από τον Σούλη, ωστόσο, ο Αλκίνοος γνώρισε την πάντα γενναιόδωρη Δήμητρα Γαλάνη, την παραγωγό του πρώτου δίσκου του με τον Νίκο Ζούδιαρη. 

Ποιος θα ξεχάσει την επιτυχία ''Στην αγορά του Αλ Χαλίλι'' που τραγουδούσε όλη η Ελλάδα τη διετία 1993 - 94; Έκτοτε, με όλες αυτές τις καταβολές στο δισάκι του, ο Αλκίνοος έσπασε το φράγμα του δρόμου, του χρόνου και του πόνου, τραγουδώντας για μια πατρίδα ανήσυχη και ταραγμένη, τοποθετώντας εαυτόν σε ρόλο κριτή και παρατηρητή. Ίσως γιατί ασκεί μια τέχνη που δεν έχει πατρίδα και σύνορα, παραμένοντας συνεπής και ουσιώδης σε ό,τι ακριβώς κάνει εδώ και 23 χρόνια. 
Θα τον ξαναδούμε για δύο προγραμματισμένα διήμερα στο ''Κύτταρο'' της οδού Ηπείρου, παρέα με μουσικούς που θαυμάζει πρωτίστως ο ίδιος, αρχής γινομένης από την επερχόμενη Πρωταπριλιά.      
―Πώς και πήρες την απόφαση να αλλάξεις look και να κόψεις τα μαλλιά σου; ―Χαίρομαι που συναντιόμαστε μετά από χρόνια και η συνέντευξή μας ξεκινά με κάτι τόσο σοβαρό...   

Αισθάνομαι ότι όλοι αυτόν τον καιρό χύνουμε νερό στην άμμο. Έχει βέβαια έναν ηρωισμό η επιμονή και η προσπάθεια σε μια τέτοια εποχή, και η ανταμοιβή στη μοιρασιά με τους συνανθρώπους είναι πολύτιμη... Κοιτώντας όμως γύρω αισθάνεσαι μια ματαιότητα. 

    ―Πώς και πήρες την απόφαση να αλλάξεις look και να κόψεις τα μαλλιά σου; 
 Χαίρομαι που συναντιόμαστε μετά από χρόνια και η συνέντευξή μας ξεκινά με κάτι τόσο σοβαρό (γέλια).   
―Συγνώμη, αλλά εγώ έως και ρίσκο θα τό 'λεγα όταν σε έχει συνηθίσει το κοινό σου με τα μαλλιά αλογοουρά για 20 χρόνια. 

Ένιωσα κάπου φυλακισμένος σ' αυτή την εικόνα. Άφησα τα μαλλιά μετά από 12 χρόνια υποχρεωτικού κουρέματος στο σχολείο, στην Κύπρο, όπου φορούσαμε και στολή. Βάλε και δυόμισι χρόνια στρατιωτικό, τα μακριά μαλλιά τα είδα αμέσως μετά σαν μια μορφή ελευθερίας, ότι δηλαδή δε θα μου ξαναπεί κανείς τι να κάνω με το κεφάλι μου. Λοιπόν, ύστερα από είκοσι τόσα χρόνια η ελευθερία αυτή έγινε σκλαβιά, όταν άρχισαν διάφοροι να μου λένε ''μην κάνεις καμιά βλακεία και τα κόψεις''.   

―Άρα υπήρξαν άνθρωποι που είχαν αντιρρήσεις ως προς την αλλαγή του look σου. 
Να το ρίσκο που ανάφερα μόλις! Άνθρωποι γενικώς, όχι του ''περιβάλλοντος'' μου. Ένιωσα ότι φυλακίστηκα σ' αυτή την εικόνα κι είπα να τα κόψω. Δεν το μετάνιωσα καθόλου!   

―Δεν αποδίδεις δηλαδή στα μακριά μαλλιά κάποια μεταφυσική ιδιότητα. 
Κάποτε, πριν χρόνια, μελετώντας τη βυζαντινή μουσική, είχα πάει στο Άγιο Όρος σε μια μονή και δε με βάλαν μέσα. ''Δε μπορείτε να εισέλθετε'', λέω ''γιατί;'', ''γιατί έχετε μακριά μαλλιά''! ''Μα κι εσείς έχετε μακριά μαλλιά''! Μου λέει ''εγώ έχω μακριά μαλλιά γιατί είμαι απεριποίητος, εσύ τά 'χεις γιατί σου πάνε'' και τότε απαντάω ''Καλά, αν τα είχα κοντά και μου πηγαίναν, πάλι δε θα με βάζατε μέσα;''  
  
―Δεν επιχειρηματολόγησε σωστά ο μοναχός που συνάντησες. Τα μακριά μαλλιά τα αφήνουν στο Άγιο Όρος ως δίαυλο επικοινωνίας με τον Θεό. 
Δε νομίζω να υπάρχει κάτι τέτοιο...   

―Υπάρχει! Στο καταστατικό του μοναχισμού, τα μακριά μαλλιά δηλώνουν πάνω απ' όλα την ιεροπρέπεια. 
Ναι, ε; Δεν το ήξερα. Μου φαίνεται τρομερά προχωρημένο.   "Το πολιτικό τραγούδι, όταν ξεφεύγει από τη χρηστικότητα και διατηρεί την πνευματική του αξία, έχει σίγουρα μεγάλη δύναμη, γιατί μπορεί να εκφράσει τεράστια, συλλογικά πράγματα, ιστορικές στιγμές και εποχές ολόκληρες. Εύκολα όμως χρησιμοποιείται από δυνάμεις αμφιλεγόμενες και εξυπηρετεί καταστάσεις ύποπτες."..
    
―Στρατιωτικό έκανες στην Κύπρο, έτσι; 
Ναι, αλλά επειδή ήμουν και αξιωματικός έκανα και στην Ελλάδα.   

―Δε μπήκες δηλαδή στη λογική του τρελόχαρτου - Ι5 που έκανε θραύση στους καλλιτέχνες στην Ελλάδα από τα 70s και μετά. 
Κοίταξε, εγώ πήγα στην Κύπρο στρατό δεκαεφτάμισι ετών, 13 χρόνια μετά την εισβολή. Οι πληγές του πολέμου ήταν νωπές, όπως και ο καθημερινός φόβος μιας νέας επίθεσης. Ένιωθες ευάλωτος: Η Κύπρος δεν ανήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν είχε καμία εγγύηση ασφάλειας, όλοι είχαμε νεκρούς, πρόσφυγες ή αγνοούμενους στις οικογένειες μας, ήταν οδυνηρά και επικίνδυνα τα πράγματα. Και οι πιο προοδευτικοί άνθρωποι δεν είχαν το περιθώριο να σκεφτούν διαφορετικά. Θεωρούσα αυτονόητο πως θα ήταν καλό να μάθω να χειρίζομαι ένα όπλο, μήπως γίνει κάτι και χρειαστεί να προστατεύσω τον πολιτισμό μου, το σπίτι μου ή τους δικούς μου. Είναι άλλο αυτό και άλλο η πολυτέλεια του να έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει σε καιρό ειρήνης, χωρίς να έχεις ζήσει τον πόλεμο και την επίθεση μιας μεγάλης χώρας σε μιαν άλλη, εξαιρετικά μικρή και αδύναμη. Τότε, ναι, έχεις το περιθώριο να σκεφτείς αλλιώς και να πεις ότι όλο αυτό είναι ένα ψέμα και ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να ζουν αδελφωμένοι, ότι ο εχθρός είναι οι διάφοροι που βάζουν τους λαούς να σφάζονται, άρα γίνομαι αρνητής στράτευσης - κάτι που προσωπικά το σέβομαι πάρα πολύ, ειδικά όταν μια τέτοια απόφαση έχει μεγάλο προσωπικό κόστος. Εγώ όμως, τότε, δεν μπορούσα να το δω έτσι. Έχει να κάνει με τα βιώματα του καθενός, την εποχή που ζει και το μέρος που μεγάλωσε, πιστεύω.

―Το 2009 κατάθεσες την ''Πατρίδα'', ένα συγκλονιστικό τραγούδι μέσα από τη ''Νεροποντή'' σου. Αναρωτιέμαι τι τραγούδι θα σου γεννούσε το δεύτερο μεταπολεμικά προσφυγικό κύμα στην ιστορία της Ευρώπης. 
Έκανα ένα δίσκο πριν από ενάμισι χρόνο, πριν γίνει όλος αυτός ο χαμός, τη ''Μικρή βαλίτσα''. Τα τραγούδια του αναφέρονταν και στα παιδιά που πνίγονται, και στους πρόσφυγες, και στη μετανάστευση Ελλήνων προς το εξωτερικό, και στη μετανάστευση γενικά. Ο δίσκος είναι αφιερωμένος σε όσους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και σε όσους εγκαταλείπονται απ' αυτόν. Πιστεύω πως, είτε εγκαταλείψαμε τον τόπο μας, είτε μένουμε εδώ, νιώθουμε ούτως ή άλλως εγκαταλειμμένοι. Απ' την άλλη δε θεωρώ καλλιτεχνική υποχρέωση κάποιου να εμπνέεται από τέτοια πράγματα. Ο Χατζιδάκις μεσούσης της χούντας έβγαλε τον ''Μεγάλο Ερωτικό''. Ήταν τελικά μια επαναστατική πράξη. Υπάρχει κάτι πιο επαναστατικό από ένα αριστούργημα, σε μια δύσκολη εποχή; Ωστόσο, γιατί γράφουμε τραγούδια; Γι'αυτά που αισθανόμαστε, γι'αυτά που ζουν οι άνθρωποι γύρω μας. Τα περισότερα τραγούδια της Μικρής Βαλίτσας είναι “κοινωνικά” τραγούδια κατά κάποιον τρόπο, δεν θα τα ακούσεις όμως σε συλλαλητήριο.   
―Κι αν σου πω ότι άκουσα την ''Πατρίδα'' σου; 
Σε συλλαλητήριο;   
―Ναι, ανάμεσα σε τραγούδια του Θεοδωράκη και του Μαρκόπουλου. 
Μου κάνει εντύπωση! Να μια ωραία δουλειά: dj σε διαδηλώσεις! (γέλια). Να πω την αλήθεια, δεν ήμουν ποτέ οπαδός του πολιτικού τραγουδιού. Έχω ένα πρόβλημα με τη στρατευμένη τέχνη, αφού αισθάνομαι ότι συνήθως είναι ακρωτηριασμένο το υλικό.  
 ―Η ''Ρωμιοσύνη'' του Ρίτσου και του Θεοδωράκη δεν είναι ένα μεγάλο έργο; 
Είναι, ναι, αλλά μιλάμε τώρα για δυο - τρία πράγματα που άφησαν εποχή. Το πολιτικό τραγούδι, όταν ξεφεύγει από τη χρηστικότητα και διατηρεί την πνευματική του αξία, έχει σίγουρα μεγάλη δύναμη, γιατί μπορεί να εκφράσει τεράστια, συλλογικά πράγματα, ιστορικές στιγμές και εποχές ολόκληρες. Εύκολα όμως χρησιμοποιείται από δυνάμεις αμφιλεγόμενες και εξυπηρετεί καταστάσεις ύποπτες.  
 ―Μα, δε θα διαφωνούσε εδώ ο Μίκης Θεοδωράκης. Σε μένα είχε πει κάποτε πως η ''Δραπετσώνα'' και το ''Βρέχει στη φτωχογειτονιά'' γράφτηκαν κατά παραγγελία της εταιρείας στον ίδιο και στον Τάσο Λειβαδίτη τον ποιητή. 
Ναι, υπήρχε προφανώς ζήτηση για τραγούδια με κοινωνικές αναφορές. Απ' την άλλη, όμως, το να συμβαίνουν τόσα γύρω σου κι εσύ να τραγουδάς περί ανέμων και υδάτων, κι αυτό περίεργο το βρίσκω. Το “περί ανέμων και υδάτων δεν το λέω τυχαία, αφού έχω έναν δίσκο που λέγεται ''Ανεμοδείκτης'' κι έναν άλλο που λέγεται ''Νεροποντή''…   Ο Χατζιδάκις μεσούσης της χούντας έβγαλε τον ''Μεγάλο Ερωτικό''. Ήταν τελικά μια επαναστατική πράξη. Υπάρχει κάτι πιο επαναστατικό από ένα αριστούργημα, σε μια δύσκολη εποχή; Ωστόσο, γιατί γράφουμε τραγούδια; Γι'αυτά που αισθανόμαστε, γι'αυτά που ζουν οι άνθρωποι γύρω μας...  
―Παλιότερα είχες δηλώσει ότι σκοπεύεις να φύγεις από την Ελλάδα. Αν το είχες κάνει, που θα βρισκόσουν τώρα; 
Συνειδητά είμαι Ευρωπαίος, δύσκολα θα μπορούσα να ζήσω εκτός Ευρώπης. Αγαπώ την Ευρώπη και τον πολιτισμό της και πιστεύω ότι θα μπορούσα να λειτουργήσω ως αυτός που είμαι κυρίως εντός των ευρύτερων ευρωπαϊκών συνόρων, με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις άλλων, απομακρυσμένων περιοχών του πλανήτη. Τρεις φορές βρεθήκαμε μπροστά στο ενδεχόμενο της φυγής, και τις τρεις φορές προς διαφορετικές κατευθύνσεις.   
―Με σκοπό το ξεκίνημα από το μηδέν;         
Και τις τρεις φορές υπήρξε κάποιος σοβαρός λόγος. Ένας, για παράδειγμα, ήταν η ειδικότητα της συντρόφου μου, που θα μπορούσε να πάει έξω και να είναι δημιουργική αντί να περιμένει εδώ για πολλά χρόνια μέχρι να ''ανοίξει'' η θέση της. Θα με βοηθούσε και μένα πολύ στη δουλειά μου, αφού έχω επαφές με εκεί μουσικούς και εξακολουθώ να παίζω πολύ συχνά στην Ευρώπη. Άρα δε θα πήγαινα τελείως στο άγνωστο, θα γνώριζα περί τίνος πρόκειται. Ο βασικός λόγος όμως ήταν η ασφυξία που αισθανόμασταν εδώ, ήδη από τα “καλά” χρόνια.   Συνειδητά είμαι Ευρωπαίος, δύσκολα θα μπορούσα να ζήσω εκτός Ευρώπης. Αγαπώ την Ευρώπη και τον πολιτισμό της και πιστεύω ότι θα μπορούσα να λειτουργήσω ως αυτός που είμαι κυρίως εντός των ευρύτερων ευρωπαϊκών συνόρων, με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις άλλων, απομακρυσμένων περιοχών του πλανήτη. Τρεις φορές βρεθήκαμε μπροστά στο ενδεχόμενο της φυγής, και τις τρεις φορές προς διαφορετικές κατευθύνσεις.   
―Και γιατί τελικά παρέμεινες εδώ; 
Εδώ έκανα την τέχνη μου, αυτό τον κόσμο αγάπησα και από αυτόν αγαπήθηκα. Δεν θα ήταν σωστό στη δύσκολη στιγμή να σηκωθώ και να φύγω. Θα το έφερα βαρέως εφόρου ζωής.   
―Σαν προδοσία στον τόπο σου, ας πούμε; 
Καταλαβαίνω το φευγιό ενός ανθρώπου, ο οποίος θα πάει χαμένος αν μείνει εδώ, αναξιοποίητος, που θα περάσει η ζωή του τζάμπα. Αυτός μπορεί να φύγει, όπως κι ένας άλλος που είναι ταξιδευτής, που θέλει ν' ακολουθήσει το όνειρο του. Ένας, όμως, που έζησε ό,τι έζησα εγώ και στη δυσκολία σηκώνεται και φεύγει, στην ηλικία τη δικιά μου κιόλας, νιώθω ότι δεν θα ήταν σωστό. Έμεινα για μένα, όχι γιατί ο τόπος θα έχανε τίποτα αν έφευγα… Έτσι κι αλλιώς, δεν έχω και τίποτα να προσφέρω.   
―Τι έγινε, λέει; 
Το εννοώ, δεν το λέω από σεμνότητα. Αισθάνομαι ότι όλοι αυτόν τον καιρό χύνουμε νερό στην άμμο. Έχει βέβαια έναν ηρωισμό η επιμονή και η προσπάθεια σε μια τέτοια εποχή, και η ανταμοιβή στη μοιρασιά με τους συνανθρώπους είναι πολύτιμη. Οι συναυλίες έχουν αποκτήσει μιαν άλλη δύναμη τα τελευταία χρόνια, σαν να καταλαβαινόμαστε αλλιώς πια, σαν να επικοινωνούμε ουσιαστικότερα. Και, περιέργως, μέσα σε ένα τοπίο άγριο και μαύρο, υπάρχει χαρά μεγάλη στις συνευρέσεις με το κοινό. Άλλες φορές όμως, στην καθημερινότητα, κοιτώντας γύρω αισθάνεσαι μια ματαιότητα.   
―Είπα κι εγώ, έτσι όπως το 'πες νόμισα ότι ''τελείωσες'' καλλιτεχνικά. Νέος είσαι, 45 ετών άνθρωπος. 
46 κλεισμένα, και δεν το πίστευα ποτέ ότι θα φτάσω εδώ! Αποτελεί πραγματική έκπληξη για μένα! Από παιδί που ήμουν είχα την αίσθηση πως θα πεθάνω νέος κι ακόμα το 'χω αυτό.   
―Είδες δηλαδή να έρχονται ''αλλοιώσεις'' απ' την ηλικία; Πρεσβυωπία, λιγότερη δύναμη; 
Πρεσβυωπία δεν έχω, μόνο τα μαλλιά μου άσπρισαν. Σωματικά, ωστόσο, είμαι καλύτερα απ' ότι ήμουν παλαιότερα. Από ένα σημείο και μετά βαραίνουμε σαν άνθρωποι, είναι λογικό, περιέργως όμως νιώθω πιο δυνατός.   
―Γυμνάζεσαι πολύ. Θες να προλάβεις το χρόνο; 
Δεν το κάνω για να ζήσω περισσότερο. Αποδεδειγμένα, όσοι αθλούνται με τη μανία που το κάνω εγώ, δεν ζουν περισσότερο. Τι να σου πω, ξαφνικά έφαγα πετριά, δεν ξέρω... Ένιωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι κάνω κάτι που αφορά μόνο εμένα. Τρέχω, ονειρεύομαι μεγάλες αποστάσεις, διαλύομαι στην προπόνηση και μόνο εμένα ενδιαφέρει αυτό. Το αν έκανα 2 λεπτά λιγότερα ή 2 λεπτά περισσότερα στα 12 χιλιόμετρα, δεν ενδιαφέρει κανέναν πέρα από μένα! Ούτε ρεκόρ θα κάνω, ούτε καμιά εφημερίδα ή site θα γράψει γι' αυτό.   
―Το χαίρεσαι, πάντως, αυτό που κάνεις. 
Το χαίρομαι, ναι, τό' χα μεγάλη ανάγκη! Χάνομαι κυριολεκτικά και μεταφορικά, μπαίνω σε μια πρωτόγνωρη συγκέντρωση όταν τρέχω, μαθαίνω πολλά για μένα. Πόσο μάλλον που ήρθε μετά από πολλά χρόνια κραιπάλης: ξενύχτι, κάπνισμα και αλκοόλ. Νιώθω να καθαρίζω.   
―Να όμως, τώρα που το λες, ένα site θα γράψει γι' αυτό. 
Ε, γι' αυτό θα σε παρακαλέσω να μην το βάλεις (γέλια).   
―Ενώ ήσουν αντίθετος με τα premium CD, σε πείραξε που τελικά τα είδαμε στα περίπτερα τα CD σου; 
Ήμουν αντίθετος γιατί πίστευα πως βλάπτουν τη δισκογραφία, όπως και την έβλαψαν. Τώρα πια όμως, η δισκογραφία είναι ούτως ή άλλως ανύπαρκτη. Για πολλούς λόγους, δε μπορούσα να παραμείνω αρνητικός σ' αυτό. Όταν δεν συνεργάζεσαι πια με μια πολυεθνική, αλλά με μια ελληνική εταιρεία που, όπως όλες, έχει χίλιες-δυο δυσκολίες ή κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να κλείσει, όταν γνωρίζεις τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί και παλεύουν να κρατήσουν την παραγωγή δίσκων ζωντανή, όταν δεν υπάρχουν οι πόροι ώστε να χρηματοδοτηθεί η ηχογράφηση του νέου δίσκου σου, τότε δε μπορείς να λες “οι εταιρείες”, “το έργο μου” και “η τέχνη μου” με την ίδια ευκολία. Στις “καλές” εποχές αρνήθηκα να βγουν τα CD μου με εφημερίδες, τότε που με δυο-τρεις δίσκους σε εφημερίδα μπορούσες να αγοράσεις σπίτι. Τώρα, έπρεπε να βγουν οι προηγούμενοι δίσκοι στα περίπτερα για να μπορέσει να κυκλοφορήσει ο νέος δίσκος. Δεν ήταν κάτι που έγινε, λοιπόν, χωρίς τη συγκατάθεση μου. Να σου πω και κάτι άλλο που συνειδητοποίησα; Η σνομπαρία μου όλα αυτά τα χρόνια προς αυτή την πρακτική ήταν και λίγο υποκριτική, υπό την έννοια ότι ο ίδιος αγόραζα συνέχεια εφημερίδες με δίσκους άλλων δημιουργών που με ενδιέφεραν.   "Είτε εγκαταλείψαμε τον τόπο μας, είτε μένουμε εδώ, νιώθουμε ούτως ή άλλως εγκαταλειμμένοι."...  
―Έζησες κι εσύ τη χρυσή εποχή του έντεχνου. Πως το βλέπεις πια όλο το ''πακέτο'' αυτό με την απόσταση 20τόσων χρόνων; 
Πιστεύω πως ήταν μια μπερδεμένη εποχή. Και, μια μπερδεμένη εποχή βγάζει και μπερδεμένο τραγούδι. Υπό αυτή την έννοια, το έντεχνο υπήρξε εξαιρετικά ειλικρινές. Τις τελευταίες δεκαετίες, δημιουργήθηκαν νέες ταμπέλες στη δισκογραφία, κάτι που προώθησαν οι εταιρείες για να προμοτάρουν ξεχωριστά στα target group. Αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο, δεν είναι αποκλειστικά δικό μας. Έπρεπε να ανήκεις σε κάποιο είδος, “έντεχνο”, “λαϊκό” ή '”ροκ”, ας πούμε. Και μέσα στο ''ροκ'' έμπαιναν οι πάντες, όσοι είχαν ηλεκτρική κιθάρα στα τραγούδια τους, μέχρι και του σκυλάδικου. Όποιος έβαζε μπουζούκι, έκανε “λαϊκό”. Μα, αυτό είναι που κάνει ένα τραγούδι λαϊκό; Το ίδιο και στο χιπ-χόπ, το ίδιο και παντού. Επιφανειακή και βλαβερή κατά τη γνώμη μου η προσέγγιση αυτή. Έκανε ζημιά.   
―Οι συνέπειες αυτής της ζημιάς; 
Και να μην ήθελες να ανήκεις κάπου, σε κατέτασσαν χωρίς να σε ρωτούν. Φταίνε σίγουρα οι καλλιτέχνες, οι εταιρείες και τα ΜΜΕ, φταίει όμως και σε πολύ μεγάλο βαθμό το κοινό, που βολεύτηκε με αυτή την τακτική. Συχνά, ο δίσκος ενός “έντεχνου” είχε φανερά ως σκοπό το γέμισμα της τσέπης του, εμείς όμως έπρεπε να το αντιμετωπίσουμε σαν τέχνη, γιατί εκεί τον είχαν κατατάξει τα περιοδικά, τα ραδιόφωνα και οι διαφημιστές. Ενώ ταυτόχρονα ένα “εμπορικό” τραγούδι που είχε ψυχή (όχι ότι συνέβαινε συχνά αυτό), ήμασταν ανίκανοι να το εκτιμήσουμε. Τι ήταν αρχικά το έντεχνο; Ένα τραγούδι που γραφόταν από συνθέτες και στιχουργούς καλλιεργημένους, που ωστόσο δεν έκαναν “λόγιο” τραγούδι με την έννοια του Σούμπερτ. Έντεχνο αργότερα θεωρήθηκε το τραγούδι που δε βασιζόταν στους νόμους του εμπορίου και της αγοράς. Μετά έπεσε κι αυτό το κάστρο και όλοι χρησιμοποιούσαμε πια τα ίδια μέσα. Θέλαμε την αίγλη του εντέχνου με τα έσοδα του εμπορικού. Ήρθε και η γενικότερη φούσκα στη χώρα, κι όταν έσκασε, μείναμε να κοιτιόμαστε απορημένοι. Η απαξίωση και το κράξιμο της εποχής, το να είναι βρισιά να πεις κάποιον “έντεχνο”, έχει να κάνει και με την κατάπτωση της κοινωνίας ολόκληρης, είναι μέρος της αυτοκαταστροφής μας. Εκεί που περίμενες να καταρρεύσει η γκλαμουριά των μεγάλων κέντρων, τη βλέπεις να μεγαλώνει, ενώ ευχαρίστως πετροβολάμε το έντεχνο. Δε φταίει όμως μόνο η γενικότερη κατάσταση, αλλά και η ανικανότητα του ίδιου του τραγουδιού μας να στηρίξει κάποιες αξίες μέσα στην καταστροφή. Γιατί είναι υποχρέωση του τραγουδιού να το κάνει!   
―Ήταν και άλλες εποχές τότε, Αλκίνοε. Στην ουσία παλεύατε όλοι σας μόνο εναντίον ενός life style συστήματος, αν θες. Καμία σχέση με σήμερα. 
Ίσως. Παλιά λέγαμε ότι μας δόθηκε μια αδιάφορη εποχή. Ωραία, πάρε τώρα μια ενδιαφέρουσα εποχή, να δούμε τι θα κάνεις! Και τι κάνουμε; Επιστρέφουμε σε διασκευές τραγουδιών 50 και 60 ετών ή βγάζουμε κάτι μπλαζέ χαρωπά άσματα γιατί το 'χουμε λέει ανάγκη. “Αρκετά προβλήματα έχει ο κόσμος, πρέπει κάπως να ξεχαστεί”, λέμε. Μα, είχαμε ξεχαστεί για δεκαετίες! Τώρα είναι η εποχή να επιστρέψουμε στην ουσία μας! Άντε να βρεις την ουσία όμως… Όλη αυτή η κατάσταση θυμίζει μεσοπόλεμο, όπου μέσα στη μαυρίλα και την καταστροφή όλα ήταν χαρούμενα, εύκολα και γρήγορα, χωρίς να απαιτείται κάποιο ψυχικό κόστος για να συνδεθεί κανείς μαζί τους.    Τώρα είναι η εποχή να επιστρέψουμε στην ουσία μας! Άντε να βρεις την ουσία όμως... Όλη αυτή η κατάσταση θυμίζει μεσοπόλεμο, όπου μέσα στη μαυρίλα και την καταστροφή όλα ήταν χαρούμενα, εύκολα και γρήγορα, χωρίς να απαιτείται κάποιο ψυχικό κόστος για να συνδεθεί κανείς μαζί τους.   
―Κι εσύ τι κάνεις γι' αυτό; 
Κάνω ό,τι μπορώ. Κάνω συναυλίες, κάνω δίσκους, μεγαλώνω παιδιά. Κάνω φίλους, ταξιδεύω πολύ. Συνεργάζομαι με σπουδαίους μουσικούς, που θαυμάζω και αγαπώ.   
 ―''Μεγαλώνω παιδιά'', το είπες με καμάρι.  
Ναι, είναι μεγάλη ευλογία αυτό.   
―Με τα παιδιά εξορκίζεις και το φόβο της μοναξιάς. 
Δεν έχω τέτοιο πρόβλημα, ανέκαθεν ήμουν μοναχικός άνθρωπος. Δεν φοβάμαι δηλαδή να μείνω μόνος.   
―Θα ήταν και αδύνατο μέσα σε ένα σπίτι που θυμίζει παιδότοπο. 
Ναι, ναι, δεν μου επιτρέπεται αυτό.    
―Θα σου θυμίσω πριν χρόνια που είχα έρθει στο στούντιο σου και δίπλα στους μουσικούς που έπαιζαν, είχες τη μικρή σου κόρη, μωρό, στο καροτσάκι. Τα παιδιά μεγάλωσαν μες στο στούντιο, τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις. Αγαπούν πολύ τη μουσική και τη ζουν σαν κάτι φυσικό, σαν τον αέρα (σ.σ. Τη στιγμή αυτή η μία κόρη του Αλκίνοου άρχισε να φωνάζει, παίζοντας) Να, να! 
Δε μπορώ γενικά να τους βάζω απαγορεύσεις. Δε μπορώ να τη μαλώσω να πω “δίνω συνέντευξη τώρα”, σαν αυτό να είναι κάτι σημαντικότερο από το παιχνίδι της. Μεγαλώνοντας θα βρει μόνη της τον τρόπο να συνυπάρχει αρμονικά. Εδώ, οι μουσικές, οι “δουλειές” και η καθημερινότητα λειτουργούν όλα μαζί, ταυτόχρονα μες στο σπίτι και όλα φτιάχνουν τη ζωή.   Εμένα το όνειρο της ζωής μου από 12 ετών ήταν να κάνω παιδιά. Όλα τα άλλα τα θεωρώ χαζομάρες, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής....   
―Σε αγχώνει το μεγάλωμα των παιδιών; Όταν εσύ θα 'σαι 60, η μικρή σου κόρη θα βρίσκεται στην εφηβεία.
 Όχι, δε με αγχώνει, το μεγάλωμα το ζούμε κάθε μέρα. Το μόνο άγχος μου είναι το πώς θα 'ναι ο κόσμος σε 10-15 χρόνια. Έχουμε ευθύνη τι κόσμο θα παραδώσουμε στα παιδιά μας.   
―Απ' την άλλη, όμως, να σταματήσει ο κόσμος να κάνει παιδιά; 
Είναι κι αυτό μια στάση. Να αποφασίσεις να μην κάνεις παιδιά γιατί ο κόσμος δεν πάει καλά. Έτσι παίρνεις όμως και το ρόλο του Θεού. Λες ''Εντάξει, εδώ διακόπτω την πορεία της ανθρωπότητας''...   
―Ο Θεός ορίζει την πορεία της ανθρωπότητας; 
Όχι, αλλά ποιος θα πει το ''Όπα, ως εδώ, φτάνει''; Το πολύ-πολύ να γίνει ένας σεισμός και να τελειώσουν όλα.  
 ―Ή να πέσει ένας μετεωρίτης και να παγώσουν τα πάντα. Δεν θα ήταν ένα θεαματικό τέλος του πολιτισμού; 
Νομίζω θα μας πρόσφερε τη φαντασμαγορία που μας αξίζει. Θα είχαμε ίσως και το χρόνο να αποχαιρετηθούμε και να πούμε τα ''συγνώμη'' μας.   
―Τι πράγμα κι αυτό με τους ανθρώπους να λένε τα ''συγνώμη'' τους μόνο λίγο πριν το τέλος! 
Υπάρχουν άλλοι που αυτό το κάνουν κάθε μέρα και άλλοι που δεν το κάνουν ούτε λίγο πριν το τέλος τους. Που μπορούν να κάνουν μια καλοσύνη πριν φύγουν και την τσιγκουνεύονται.    
―Ο Άντης Ιωαννίδης, ο πατέρας σου, είναι ζωγράφος. 
Μου αρέσει που έχει σχεδιάσει τα εξώφυλλα όλων των δίσκων σου σα να έχετε υπογράψει ένα άτυπο καλλιτεχνικό συμβόλαιο μεταξύ σας. Το χαίρομαι πολύ αυτό! Συνήθως ηχογραφούμε στο υπόγειο, ο πατέρας μου μένει από πάνω και ζωγραφίζει, ακούγοντας το υλικό! Μια διαδικασία ταυτόχρονη και για μένα πολύ σημαντική! Πόσο μάλλον που μεγάλωσα μέσα στις ζωγραφικές του! Το σπίτι μας θύμιζε ένα μεγάλο ατελιέ, μέσα στα χρώματα, στις μυρωδιές τους, στα καβαλέτα, στα πινέλα. Από μικρός έβλεπα τη ρηχή, άδεια επιφάνεια του καβαλέτου να αποκτά βάθος και περιεχόμενο. Την αγαπώ πολύ τη ζωγραφική.   
―Αγαπάς και την ποίηση, όμως.
 Και την ποίηση, μέσω του αδερφού μου κυρίως.    
―Από μικρός είχε εκφράσει ποιητικές ανησυχίες ο Λίνος Ιωαννίδης; 
Ο Λίνος δεν είχε μεγάλη σχέση με τη λογοτεχνία μέχρι τα 19 του. Εκεί ξαφνικά έγινε το μεγάλο του άνοιγμα στην ποίηση. Όντας κι εγώ, λοιπόν, αδερφός ενός ποιητή, από κει άντλησα το ενδιαφέρον μου γι' αυτήν, αλλά η αλήθεια είναι ότι δυστυχώς δεν διαβάζω πια όσο θα ήθελα.   
―Κάποια στιγμή, πάμε πίσω πολλά χρόνια τώρα, είχες συνομιλήσει με μέλη του θρυλικού αγγλικού συγκροτήματος Uriah Heep. Έψαχναν να βρουν, κατόπιν ερώτησης σου, αν έχουν κουραστεί τόσες δεκαετίες on the road. Εσένα σε περιμένει ταξί στις περιοδείες σου να σε πάει στους συναυλιακούς χώρους, στο ξενοδοχείο σου; 
Εμείς φορτώνουμε σ' ένα βανάκι τα όργανά μας, μπαίνουμε μέσα και πάμε. Έτσι γυρίζουμε την Ελλάδα και το εξωτερικό. Να το κάνεις τώρα αυτό επί 45 χρόνια, όπως αυτοί, μου ακούγεται δύσκολο... Θα μου πεις, βέβαια, εγώ ήδη κάνω το ίδιο σχεδόν 25 χρόνια. Δεν είναι και λίγο!    
―Είσαι οικογενειάρχης, Αλκίνοε... 
Είναι περίεργη λέξη το ''οικογενειάρχης''. Έχει την ''αρχή'' μέσα, την εξουσία. Θα προτιμούσα να με πεις ''μέλος μιας οικογένειας''.   
―Θέλω να πω, ανέκαθεν το ήθελες αυτό; Να βρεθείς με σύζυγο, παιδιά και μεσ' στην οικογενειακή γαλήνη.  
Εμένα το όνειρο της ζωής μου από 12 ετών ήταν να κάνω παιδιά. Όλα τα άλλα τα θεωρώ χαζομάρες, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής. Αστειεύομαι! Δεν τη θεωρώ χαζομάρα τη μουσική, αλλά το όνειρο μου ήταν κυρίως αυτό: Να κάνω παιδιά.   ―Για ποιο λόγο; Ως συνέχεια σου; 
Καθόλου. Όταν είσαι 12 ετών δεν υπάρχει η ''συνέχεια'' στο μυαλό σου, γιατί δεν σε αφορά ο χρόνος, η φθορά και ο θάνατος. Ήθελα μόνο να κάνω παιδιά και να τα μεγαλώσω. Πάντα αγαπούσα τα παιδιά, χωρίς να είμαι ο τύπος που όπου δει παιδιά τρέχει να τα αγκαλιάσει ή να παίξει. Είχα πάντα μια απόσταση σεβασμού, αλλά και μια αντιμετώπιση ίσου προς ίσους. Τα σέβομαι όπως σέβομαι και τους ενήλικες. Πάντως, είμαι τρυφερός μπαμπάς, συχνά είμαι και μαμαδίσιος μπαμπάς.   
―Τα παιδιά τα έκανες μέσα στο πλαίσιο ενός γάμου. Δε φοβήθηκες μη γινόταν τροχοπέδη στην καλλιτεχνική σου πορεία. 
Καθόλου! Αν έχεις αληθινή σχέση με τη σύντροφό σου, όλα γίνονται.   Πάντα είχα ωραία σχέση και συνεννόηση με τις γυναίκες, εξ ου και σαν άνδρας έχω αρκετές καλές φίλες. ...  
―Έχεις φανατικό κοριτσόκοσμο που σε ακολουθεί. Έγινε ποτέ αυτό ενοχλητικό; 
Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ έντονο όλο αυτό. Ποτέ δεν το θεώρησα άσχημο ή ενοχλητικό, ίσα - ίσα το χαιρόμουν. Πάντα είχα ωραία σχέση και συνεννόηση με τις γυναίκες, εξ ου και σαν άνδρας έχω αρκετές καλές φίλες. Μετά ίσως το 'χασα, αφού πλέον το κοινό μου αποτελείται εξίσου από άνδρες και γυναίκες.   
―Πρόσφατα σε ένα live καλλιτεχνών της ''σειράς'' σου, που πήγα, παρατηρούσα πως το κοινό απαρτιζόταν κατά κόρον από σαραντάρηδες, ανθρώπους της γενιάς μας. Ισχύει και στα δικά σου live κάτι τέτοιο;
 Έρχονται άνθρωποι όλων των ηλικιών. Η αλήθεια όμως είναι πως ένας άνθρωπος 20-25 ετών σήμερα, δεν έχει συχνά τη δυνατότητα να πάει κάπου, να πληρώσει εισιτήριο και ποτό, για να μας δει. Οι εικοσάρηδες δυσκολεύονται σαφώς περισσότερο από τους σαραντάρηδες και τους πενηντάρηδες.   
―Τα παιδιά δηλαδή που δεν έχουν βγει στην παραγωγή ακόμα. 
Ακριβώς. Τα παιδιά που ζουν ακόμα κάτω απ' την οικονομική ομπρέλα των γονιών τους - γονείς που ούτως ή άλλως ταλαιπωρούνται. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία. Έχει γίνει μια προσπάθεια από πολλούς καλλιτέχνες τα τελευταία χρόνια ώστε να μειωθούν όσο γίνεται οι τιμές. Όχι για να έρθει απαραίτητα περισσότερος κόσμος, αλλά για να είναι πιο δίκαιο το όλο πράγμα. Όταν το τραγούδι δεν είναι προσβάσιμο και γίνεται είδος πολυτελείας, τότε ξεφτίζει.   ―Μπορεί στα αλήθεια ένας καλλιτέχνης να παίξει ρόλο σ' αυτό; 
Να καθορίσει τις τιμές του εισιτηρίου; Κυρίως ο χώρος καθορίζει το εισιτήριο. Καμιά φορά όμως έχει να κάνει και με τους καλλιτέχνες, γιατί όταν ζητάς υπέρογκα ποσά τότε αναγκαστικά θα ανέβει και το εισιτήριο για να καλυφθούν.    
―Εσύ και ο Γιάννης Αγγελάκας, αν τα λέω σωστά, είστε οι μόνοι μουσικοί - καλλιτέχνες που συχνά δημοσιοποιούνται επιστολές τους στα ΜΜΕ αναφορικά με τα κοινά. 
Δεν γράφω επιστολές σε κανέναν. Ένα site έχω και γράφω κάποια πράγματα κι εκφράζομαι έτσι και μοιράζομαι πέρα απ' τα τραγούδια μου. Έχω γράψει και κείμενα που δεν ασχολήθηκε κανένας. Καμία σχέση με το ''Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης έστειλε επιστολή στον Τύπο''(γέλια). Είναι πάντως ψυχοφθόρο όλο αυτό, είναι άγριο πράγμα το ίντερνετ. Ανοίγεις και βλέπεις κομματιασμένο το κείμενό σου και μαζί τη φάτσα σου κι από κάτω ο καθένας σχολιάζει, είτε θετικά, είτε αρνητικά, με υπερβάλλοντα ζήλο. Άλλοι γράφουν άρθρα και σε ξεσκίζουν. Άλλος πάει να σε υπερασπιστεί και σε αποτελειώνει! Δεν μιλάς, γκρινιάζουν. Μιλάς, σε βρίζουν. Ξανασιωπάς, σου λένε “Τώρα γιατί δεν μιλάς;” Το έχω ξαναπεί: αν οι απόψεις ενός καλλιτέχνη μάς ενδιαφέρουν τόσο, τότε δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: είτε έχουμε φτάσει, σαν κοινωνία, σε πολύ ψηλό επίπεδο, είτε δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Υποπτεύομαι πως συμβαίνει το δεύτερο. Νομίζω πως δεν έχει κανένα νόημα πια. Έτσι, όταν γράφω τώρα κάτι, το κρατώ για μένα. Απλωθείτε παιδιά, ένας λιγότερος στο καφενείο…   
―Έχει δύναμη όμως το ίντερνετ. Σε ένα έντυπο τη συζήτηση μας αυτή ενδεχομένως να τη διάβαζαν πέντε-δέκα χιλιάδες άνθρωποι. Τώρα μπορεί να μας διαβάσουν ένα εκατομμύριο! Δεν αντιλέγω, αλλά εμένα αυτό με τρομάζει. Δεν είναι τρομαχτικό να κάθεσαι να μιλάς μιάμιση ώρα για την πάρτη σου και μετά να κάθεται κι ο άλλος να τα διαβάζει; Και να σχολιάζει και μετά να ξανακάθεσαι εσύ και να διαβάζεις αυτά που σχολίασε ο άλλος και να νιώθεις κάπου μαλάκας και μάλλον να είσαι... Δηλαδή είναι πολύ δύσκολο πράγμα...   ―Μήπως θεωρείς ότι το ίντερνετ ικανοποιεί απλά τη ''λαιμαργία'' του κοινού για τον καλλιτέχνη; 
Ικανοποιεί γενικά τη λαιμαργία μας να φάμε ο ένας τον άλλο. Κοίταξε, διαβάζω κι εγώ συνεντεύξεις στο ίντερνετ χωρίς να είμαι φαν κάποιου. Το πρόβλημα είναι πως όταν δίνεις συνέντευξη μιλάς υποχρεωτικά για τον εαυτό σου. Αυτό δείχνει μια αρρώστια να το κάνεις μία - μιάμισι ώρα συνεχόμενη, κάποιο πρόβλημα έχεις.    
―Η άπλα του ίντερνετ, παρόλα αυτά, είναι σημαντική. 
Σπάνια σε ένα έντυπο θα διάβαζες μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη, αφού θα έπρεπε να εστιάσεις αυστηρά στην καινούργια δουλειά κάποιου. Ίσως αυτό να ήταν πιο ξεκάθαρο. Πάντως, ξέρεις γιατί μου αρέσει να διαβάζω συνεντεύξεις; Γιατί διαβάζοντας βλέπω την εποχή μου. Διαβάζω καμιά φορά ανθρώπους που γενικά δεν με αφορούν καθόλου. Που ζούμε σε ένα παράλληλο σύμπαν, με το οποίο εγώ δεν ασχολούμαι. Μέσα όμως από τον τρόπο με τον οποίο αυτοί βλέπουν τα πράγματα, αντιλαμβάνομαι και τον εαυτό μου.    
―Κάτι που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν το 2010 που σε είχα συνοδεύσει, ως απεσταλμένος της ''Ελευθεροτυπίας'', στο Βερολίνο. Εκεί γνώρισα Γερμανούς φαν της μουσικής σου. 
Πράγματι εντυπωσιακό, αν υποτεθεί πως δεν κάνεις world music και τραγουδάς στη γλώσσα σου. Συχνά, στο εξωτερικό, υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να μας ακολουθούν απ' τη μια πόλη στην άλλη. Άνθρωποι ηλικίας από 22 μέχρι 40 ετών. Το κάνουν αυτό οι Ευρωπαίοι άμα τους αρέσει κάτι. Ξέρω κάποιους που κανονίζουν τις διακοπές τους στην Ελλάδα ανάλογα με τις περιοδείες μας. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που έμαθαν ελληνικά γιατί έτυχε να έχουν παρακολουθήσει κάποτε μια συναυλία μου στα μέρη τους.   
―Πολύ συγκινητικό. Κρατάς επαφές; 
Παίζω κάθε χρόνο αρκετά στο εξωτερικό. Βρισκόμαστε στις συναυλίες μου και τα λέμε κατά καιρούς. Ένας απ' αυτούς μάλιστα, ζωγράφος, μου έστειλε πριν μερικούς μήνες μια κάρτα που μου έγραφε σε άπταιστα ελληνικά ''Σήμερα κλείνουν 15 χρόνια από τότε που παρακολούθησα συναυλία σου. Έκτοτε έμαθα ελληνικά, έρχομαι τακτικά στην Ελλάδα, μου αρέσει η ελληνική μουσική και οι τάδε συνάδελφοι σου''...Εντάξει, βλέπω ότι επηρεάζω τη ζωή ενός ανθρώπου, ελπίζω όχι αρνητικά (γέλια)   Eίναι άγριο πράγμα το ίντερνετ. Ανοίγεις και βλέπεις κομματιασμένο το κείμενό σου και μαζί τη φάτσα σου κι από κάτω ο καθένας σχολιάζει, είτε θετικά, είτε αρνητικά, με υπερβάλλοντα ζήλο. Άλλοι γράφουν άρθρα και σε ξεσκίζουν. Άλλος πάει να σε υπερασπιστεί και σε αποτελειώνει! Δεν μιλάς, γκρινιάζουν. Μιλάς, σε βρίζουν. Ξανασιωπάς, σου λένε "Τώρα γιατί δεν μιλάς;"   ...Φωτ. Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO   
―Πώς θα μπορούσες να επηρεάσεις αρνητικά έναν άνθρωπο; 
Δεν ξέρω, ρε παιδί μου...   
―Μήπως δε θες να περιαυτολογείς πάλι; 
Απλά θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο στη ζωή του που να 'χε περισσότερο ενδιαφέρον. Το τρέξιμο, ας πούμε.   
―Ο Πουλικάκος κάποτε μου είχε πει: ''Γάμησε τα, άμα βάζεις τσέλα στα τραγούδια! Άκου τσέλα!'' Εσύ, πάλι, λατρεύεις τα έγχορδα. 
(γέλια) Εγώ τα έγχορδα τα αγαπούσα σε όλη μου τη ζωή. Από μικρός, πολύ πριν πάω στη Ρωσία, στο κονσερβατόριο, στα 35 μου. Και μου αρέσει και ο Πουλικάκος.   
―Μα, νομίζω, όταν πήγες να γνωρίσεις τον Μάνο Χατζιδάκι, είχες γράψει ένα πρωτόλειο έργο για κουαρτέτο εγχόρδων. 
Δεν τον γνώρισα εξ αιτίας αυτού! Το χειμώνα του ’93-‘94 μού'χε στείλει μήνυμα μέσω ενός κοινού γνωστού, να τον πάρω τηλέφωνο για να γνωριστούμε. Εγώ τότε έγραφα ένα κουαρτέτο της πλάκας που καμία αξία βέβαια δεν είχε. Για μένα, όμως, είχε τεράστια σημασία τότε να μην πάω απλά ως φέρελπις νέος τραγουδιστής. Ό,τι έκανα κάτι σοβαρό, να πούμε. Μετά από λίγο καιρό, πριν τελειώσω την ανοησία που έγραφα, ο Χατζιδάκις αρρώστησε και πέθανε. Έχασα έτσι την ευκαιρία να τον γνωρίσω.   
―Μυθοποιούσες τα ινδάλματά σου; 
Μυθοποιούσα το έργο τους. Όταν γνώρισα κάποιους από κοντά δεν έτρεμε το χέρι μου στην χειραψία με τον ίδιο τρόπο που έτρεμε όταν έπιανα κάποιον καινούργιο δίσκο τους.    
―Ωραίο αυτό που λες. 
Η προσωπικότητα του έργου και η προσωπικότητα του δημιουργού δεν είναι το ίδιο πράγμα.  
―Του Φοίβου Δεληβοριά, λόγου χάριν, σε πρόσφατη συνέντευξη που μου έδωσε, του είπα ότι το έργο του είναι πλήρης αντικατοπτρισμός αυτού που μου έβγαζε ως άνθρωπος. 
Είναι αληθινός άνθρωπος ο Φοίβος και αυτό καθρεφτίζεται και στα τραγούδια του. Νομίζω πως είναι από τις περιπτώσεις που ο χαρακτήρας του δημιουργού και το τραγούδι του είναι εξαιρετικά κοντά. Δεν κάνουμε παρέα, γενικά δεν κάνω παρέα, βρισκόμαστε σπάνια, αλλά τον εκτιμώ πολύ.   
―Τελικά πιο εύκολα μιλάς για τους άλλους παρά για το αν το έργο σου είναι αλληλένδετο με τη δική σου ζωή. 
Ναι, γιατί εγώ αυτό δε μπορώ να το δω. Ρώτα τον Φοίβο καλύτερα (γέλια)   
―Θυμάμαι και τον συχωρεμένο τον Γιώργο Παπαδάκη, τον μουσικοκριτικό και συνθέτη, που σε είχε χαρακτηρίσει ''Ο Πάρις με το χριστιανικό προφίλ''. Τι να εννοούσε; 
Δεν έχω ιδέα και δε μπορούμε να τον ρωτήσουμε κιόλας. Είχε γράψει μια τρομερά κακή κριτική για τις ''Περιπέτειες ενός προσκυνητή'', την οποία, ενώ με καθύβριζε, την έκλεινε ως εξής: ''Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είναι ο καλύτερος τραγουδοποιός της εποχής μας, όχι γιατί είναι καλός, αλλά γιατί οι υπόλοιποι είναι ξύλα απελέκητα'' (γέλια). Όλο αυτό το πήρε πίσω χρόνια μετά με τον δίσκο ''Νεροποντή'', όταν έγραψε ''Νεράκι στην αυλή των διψασμένων''. Δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά χάρηκα που πριν φύγει από τη ζωή, άκουσε κάτι δικό μου και του άρεσε. Γενικά η κριτική είναι προβληματική κατάσταση. Την καλύτερη γνώμη επ' αυτού τη διατύπωσε ο Frank Zappa: ''Το να γράφεις για τη μουσική είναι σα να χορεύεις για τη ζωγραφική''!     
―Κουράστηκες που μιλάμε τόση ώρα; 
Ναι, αλλά ευχάριστα. Εσύ μην κουραστείς που θα απομαγνητοφωνήσεις όλο αυτό το πακέτο.   
 ―Αλκίνοε, χάρηκα που τα ξαναείπαμε και εύχομαι να σκίσεις στο Κύτταρο με τους μουσικούς σου. 
Να 'σαι καλά Αντώνη, εγώ σ' ευχαριστώ πολύ.   
info: Πηγή: www.lifo.gr

ΑΛΝΤΟΥΣ ΧΑΞΛΕ'Ι': Ενας «θαυμαστός» και εφιαλτικός κόσμος. Εκείνος ο πολύτροπος και πολυμαθής συγγραφέας, που το έργο του, πεζογραφικό και δοκιμιακό, είναι και ένας διάλογος της λογοτεχνίας με την επιστήμη, φαντάστηκε ένα παγκόσμιο κράτος όπου οι επιστημονικές κατακτήσεις θα εφαρμόζονταν σε όλους τους τομείς της ζωής και θα την άλλαζαν ριζικά.

Το 1926 ο βρετανός συγγραφέας Αλντους Χάξλεϊ πραγματοποίησε ένα ταξίδι στις ΗΠΑ όπου είδε από κοντά το σύστημα της «γραμμής παραγωγής» ή «γραμμής συναρμολόγησης» του μεγιστάνα της αυτοκινητοβιομηχανίας Χένρι Φορντ και συνέλαβε την ιδέα ότι ο φορντισμός, αν εφαρμοζόταν σε κάθε περιοχή του επιστητού και της κοινωνικής διαβίωσης, θα μπορούσε στο πολύ μακρινό μέλλον να αντικαταστήσει όχι μόνο τα πολιτικά συστήματα αλλά και τις θρησκείες. Αποδείχθηκε ότι σε μεγάλο βαθμό το μακρινό μέλλον δεν ήταν και τόσο μακρινό.
Εκείνος ο πολύτροπος και πολυμαθής συγγραφέας, που το έργο του, πεζογραφικό και δοκιμιακό, είναι και ένας διάλογος της λογοτεχνίας με την επιστήμη, φαντάστηκε ένα παγκόσμιο κράτος όπου οι επιστημονικές κατακτήσεις θα εφαρμόζονταν σε όλους τους τομείς της ζωής και θα την άλλαζαν ριζικά. Και αυτό που φαντάστηκε, το οποίο δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, το μετέφερε το 1932 στο διασημότερο μυθιστόρημά του, από τα κορυφαία του 20ού αιώνα, τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο.
Βρισκόμαστε στο 632 μ.Φ. (μετά Φορντ), σε ένα παγκόσμιο κράτος όπου έχουν εξαφανιστεί όλες οι «ασθένειες» του παρελθόντος: δεν υπάρχει παρελθόν, η σεξουαλική ελευθερία είναι απόλυτη, δεν υπάρχει πείνα, πόνος και δυστυχία, τέχνη δεν υφίσταται, ούτε άγχος ή νευρώσεις, και η οικογένεια έχει καταργηθεί. Το παρελθόν είναι πλέον ταμπού. Δεν γίνονται πόλεμοι, δεν υπάρχει Ιστορία, ούτε καν μνήμη της Ιστορίας. (Ωστε όταν πολλά χρόνια αργότερα ο Φράνσις Φουκουγιάμα προέβλεπε το «τέλος της Ιστορίας» δεν έλεγε τίποτε νέο.)
Καταναλωτισμός και ναρκωτικά
Οι θρησκείες σε αυτή την ευτυχισμένη «μυρμηγκοφωλιά» έχουν εκλείψει. Ο καταναλωτισμός είναι η νέα και μοναδική θρησκεία. Οι άνθρωποι δεν γερνούν. Και όταν πεθαίνουν αποτεφρώνονται και η τέφρα τους χρησιμοποιείται ως λίπασμα για να αναπτυχθούν τα φυτά. Πεθαίνουν γαλήνιοι γιατί «είναι χρήσιμοι» και μετά τον θάνατό τους.

Η ανθρωπότητα αναπαράγεται τώρα στα κρατικά εργαστήρια με τη χρήση της γενετικής μηχανικής και ανάλογα με την ποσότητα του οξυγόνου που παρέχεται στα έμβρυα παράγονται πέντε τύποι ανθρώπων: οι Αλφα, οι Βήτα, οι Γάμμα, οι Δέλτα και οι Εψιλον. Αφού οι ικανότητες και η ευφυΐα προκαθορίζονται, η ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας πραγματοποιείται εκ των άνω μέσω της επιστήμης. Ο ρόλος του καθενός ορίζεται εξαρχής από τον προκαθορισμένο γενετικό κώδικα και επομένως όλα και όλοι ανήκουν σε όλους, γι’ αυτό και η σεξουαλική ελευθερία όχι μόνον είναι ανεκτή αλλά προπαγανδίζεται και από το κράτος. Η κοινωνία είναι ένα στατιστικό και προκαθορισμένο μόρφωμα όπου δεν υπάρχει τίποτε που να μην έχει προβλεφθεί. Οι πάντες παίρνουν ένα ναρκωτικό που αποκαλείται «σόμα», το οποίο τους δημιουργεί αισθήματα ηδονικής ευφορίας και εξαφανίζει όλες τις δυσάρεστες συνέπειες που προκαλεί συχνά η αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Τους χορηγείται και την ώρα που πεθαίνουν παρακολουθώντας πορνογραφικές ταινίες.

Αρχηγός αυτού του κράτους είναι κάποιος Μουσταφά Μοντ. (Εχει υποστηριχθεί ότι το «πρότυπό» του ήταν ο τούρκος ηγέτης Μουσταφά Κεμάλ, όμως και άλλα ονόματα που παρελαύνουν στο μυθιστόρημα παραπέμπουν σε ιστορικά πρόσωπα.)
Ο Μουσταφά Μοντ, αυτός ο ψυχρός «θεωρητικός της ευτυχίας», μοιάζει με μαριονέτα – αλλά έτσι μοιάζουν και άλλοι χαρακτήρες του βιβλίου.
Τα άκυρα θαύματα και ο «Αγριος»
Αυτός ο κόσμος, εν τούτοις, όπου έχει χαθεί η ουσία της ελευθερίας και της ατομικής ευθύνης, δεν είναι αλώβητος. Σε μια τοποθεσία του Νέου Μεξικού βρίσκεται ένα στρατόπεδο περιφραγμένο με ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα, μια αποικία «Αγρίων» που είναι κατάλοιπο του «παλιού» πολιτισμού. Κανείς, εκτός από κάποιους υψηλόβαθμους Αλφα, δεν επιτρέπεται να το επισκεφθεί. Και όταν ένας από τους «Αγρίους» (πρότυπο του οποίου είναι κατά κάποιον τρόπο ο «ευγενής άγριος» του Ρουσό) βρίσκεται σε αυτόν τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο», αναφωνεί επαναλαμβάνοντας τα λόγια της κόρης του Πρόσπερο, Μιράντας, στην Τρικυμία του Σαίξπηρ (Πέμπτη πράξη, Α’ σκηνή): «Τι πολλά / όμορφα πλάσματα είναι εδώ! Τι ωραία που είναι / η ανθρωπότης! / Ω εξαίσιος νέος κόσμος» (μετάφραση Βασίλη Ρώτα).
Ο τίτλος του μυθιστορήματος, που παραπέμπει στον Σαίξπηρ, είναι βεβαίως ειρωνικός, αφού το παγκόσμιο κράτος του Μουσταφά Μοντ δεν έχει καμιά σχέση με το νησί του Πρόσπερο. Για τούτο και σύντομα ο «Αγριος» διαπιστώνει πως τα θαύματα που τον εντυπωσίασαν είναι άκυρα. Οτι είναι πλασματική και επικίνδυνη αυτή η «απόλυτη» ευτυχία, αφού μας αποκόπτει από την αιτία των πραγμάτων. Οτι η αφθονία και η ποσότητα δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ποιότητα. Οτι η ζωή αποκτά το πραγματικό της νόημα όταν έχουμε έναν σκοπό, όταν αγαπάμε, όταν ανήκουμε κάπου, όταν έχουμε «δικαίωμα» ακόμη και στη δυστυχία. Και από τη στιγμή που όλα αυτά παύουν να υπάρχουν, η ζωή χάνει κάθε νόημα. Γι’ αυτό και στο τέλος ο δυστυχής «Αγριος» αυτοκτονεί.
Ο σατιρικός και σκεπτικιστής Χάξλεϊ δεν μας λέει πουθενά αν και πώς μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο του «Αγρίου» και του παγκόσμιου κυβερνήτη Μουσταφά Μοντ. Το πρόβλημα παραμένει άλυτο και στη δική μας εποχή, επιβεβαιώνονας αυτόν τον προφητικό συγγραφέα που έγραψε πως «το μέλλον είναι προβολή του παρόντος».

Η σκιά του Δαρβίνου

«Ενας συγγραφέας σαν τον Χάξλεϊ δεν έχει το δικαίωμα να προδίδει το μέλλον, όπως έκανε σ’ αυτό το βιβλίο» έγραψε για τον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο ο Χ. Γκ. Γουέλς, τα ουτοπικά βιβλία και η πίστη στην πρόοδο του οποίου δεν άρεσαν διόλου στον Χάξλεϊ. Οταν εκδόθηκε το δικό του δυστοπικό μυθιστόρημα, δεν ήταν λίγοι όσοι το αντιμετώπισαν αρνητικά, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ. Η μεγάλη αξία του θα αναγνωριζόταν αρκετά χρόνια αργότερα. Εκείνοι που θα το εκτιμούσαν από την αρχή ήταν οι φιλόσοφοι και οι βιολόγοι. Αυτονόητο, θα έλεγε κανείς, αφού ο Χάξλεϊ προερχόταν από οικογένεια βιολόγων, στους οποίους ανήκε ο παππούς του Τόμας Χένρι Χάξλεϊ, αποκαλούμενος και «μπουλντόγκ του Δαρβίνου», και ο αδελφός του Τζούλιαν. Ο ενημερωμένος αναγνώστης θα διαπιστώσει από τις πρώτες ακόμη σελίδες ότι η σκιά του Κάρολου Δαρβίνου πέφτει βαριά πάνω στον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο.
Από τον κλωνισμό στις ψυχοτρόπες ουσίες.
Ογδόντα έξι χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος εμείς θαυμάζουμε τα όσα με μεγάλη ακρίβεια προέβλεψε ο Χάξλεϊ: τον κλωνισμό, τα ταξίδια στο Διάστημα, τα ιδιωτικά ελικόπτερα, τις πολυεθνικές εταιρείες, τα ψυχοτρόπα φάρμακα και τα ναρκωτικά που αλλάζουν την αίσθηση του χώρου και του χρόνου.
Για τούτο το τελευταίο ο Χάξλεϊ πειραματίστηκε παίρνοντας LSD κι έγραψε ένα βιβλίο βασικό στην παγκόσμια βιβλιογραφία με τίτλο The Doors of Perception (Οι θύρες της ενόρασης). Από αυτό επηρεάστηκε ο Τζιμ Μόρισον και ονόμασε Doors το συγκρότημά του. Στον Χάξλεϊ και στο «σόμα» παραπέμπει το διάσημο τραγούδι Lucy in the Sky with Diamonds των Μπιτλς. Στο «σόμα» επίσης μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ιδιότητες του βάλιουμ και – ιδίως – του ecstacy, ακόμη και του Viagra.
Ο καταναλωτισμός, ο οποίος τείνει να αντικαταστήσει τη θρησκεία -κατά συνέπεια κάθε «άχρηστο» υπαρξιακό ερώτημα και όλη τη μεταφυσική που προηγήθηκε – και υπάρχει κίνδυνος να αποκτήσει καθεστωτικό χαρακτήρα, προβλέφθηκε από τον ίδιο. Σε μια κοινωνία όπου έχουν οριστεί (και άρα απαντηθεί) τα πάντα, ερωτήματα δεν υπάρχουν.
Αν σκεφθεί κανείς την πολιτική τού ενός παιδιού στην Κίνα θα θυμηθεί τον Χάξλεϊ και τα όσα έχει γράψει για τον έλεγχο των γεννήσεων.
Ο κλωνισμός και η γενετική μηχανική που είναι καθημερινή πρακτική σε παγκόσμιο επίπεδο για πρώτη φορά εφαρμόζονται με τέτοια ανατριχιαστική αποτελεσματικότητα στον Θαυμαστό καινούργιο κόσμο. Το ότι σήμερα έχουμε πολλές φορές την αίσθηση ότι ζούμε χαρές αλλά δεν τις χαιρόμαστε θυμίζει τον Χάξλεϊ που πολύ πρώιμα μας ειδοποίησε πως τέτοιος θα είναι ο κόσμος του μέλλοντος.
Στο μυθιστόρημα έχουμε δύο παράλληλους κόσμους: του Μουσταφά Μοντ και του Αγριου. Σε ένα παρόμοιο σύμπαν ζούμε δυστυχώς και σήμερα.
Το ότι ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος εκδίδεται το 1932 έχει τη σημασία του, αφού τότε παρατηρείται η ραγδαία άνοδος του ναζισμού και του ολοκληρωτισμού που θα κυριαρχούσε και θα σάρωνε την Ευρώπη.
Ο Χάξλεϊ πέθανε στις 22 Νοεμβρίου 1963, την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Τζον Κένεντι. Για πολλούς ιστορικούς η μέρα αυτή, όπου μέσω της τεχνολογίας η ανθρωπότητα ζούσε μέσω της τηλεόρασης ένα γεγονός τη στιγμή σχεδόν που συνέβη, σηματοδοτεί τη γέννηση του παγκόσμιου χωριού.
Στις 13 Φεβρουαρίου πέρυσι δημοσιεύτηκε στους New York Times ένα άρθρο του συγγραφέα Charles MacGraph, πρώην αρχισυντάκτη του Book Review της εφημερίδας, με τίτλο «Which Dystopian Novel Got it Right: Orwell’s 1984 or Haxley’s Brave New World?». Ο συγγραφέας του συμπεραίνει πως ο Χάξλεϊ έχει περισσότερο δίκιο από τον Οργουελ. Είναι ζήτημα άλλης τάξεως φυσικά. Και οι δύο γνώριζαν άριστα τα βιβλία των συγγραφέων της ουτοπίας που είχαν προηγηθεί. Και ήταν αμφότεροι βουτηγμένοι «ως τον λαιμό» στην εποχή τους. Για τον Οργουελ όμως και το 1984 την επόμενη Κυριακή.     ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟ ΒΗΜΑ