Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.3.21

ΞΕΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ, ΕΛΥΑΡ, ΡΩΣΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΑΧΜΑΤΟΒΑ. ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ.

 Αχ έρωτα. ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ

 

Στην πορτοκαλιά από κάτω
Πλένει τα μπαμπακερά
Πράσινα έχει τα μάτια
κι η φωνή της βιολετιά
Αχ έρωτα!
Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω
Αχ έρωτα…
Τρέχει το νερό στ’ αυλάκι
Με τον ήλιο στην καρδιά του
Τραγουδάει ένα σπουργίτι
πάνω στη μικρή ελιά
Αχ έρωτα!!
Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω
Αχ έρωτα…
Κι όταν θα’χει αποσώσει
Όλο το σαπούνι η Λόλα
Θα ‘ρθουν οι μικροί Τορέρος,
Οι Τορέρος οι μικροί
Αχ έρωτα!!
Στην ανθισμένη την πορτοκαλιά από κάτω
Αχ έρωτα…

ELYAR_

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΓΙΑ Ν’ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΗΣΩ ΤΟΥΣ ΠΟΘΟΥΣ ΜΟΥ


 

Αγάπη μου για ν’ αναπαραστήσω τους πόθους μου
Έπιασα κι έβαλα τα χείλη σου στον ουρανό που μίλαγες
Απαράλλαχτα έτσι σαν άστρο
Τα φιλιά σου μέσα στην ολοζώντανη νύχτα
Και τον ολκό των μπράτσων σου ολόγυρά μου
Σαν τη φλόγα εκείνη που σημαίνει άλωση
Τα όνειρά μου είναι στον κόσμο
Φωτεινά και ατέρμονα.

Κι όταν δεν είσαι εκεί
Ονειρεύομαι ότι κοιμάμαι και ονειρεύομαι ότι ονειρεύομαι

---------------------------------------------------

ΡΩΣΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Αχ, ζει,… αχ, ζει η καλή μου
σε πύργο μακρινό,
κι είναι ψηλός ο πύργος
και πώς μπορώ να μπω;


Το ξέρω η όμορφή μου
στον κήπο έχει φρουρούς,
μα ποιος το δρόμο φράζει
του νέου παλληκαριού;

 

Εγώ θα μπω στον πύργο
να σ’ έβρω μοναχή,
μονάχα νά ’ταν νύχτα,
μια νύχτα σκοτεινή…
μια τρόικα μόνο νά ’χα
να τρέχει ως αστραπή!
--------------------------------------------

[ΑΔΗΜΟΝΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩ ΤΙ ’Ν’ ΑΠΟ ΜΕΣΑ]

Αδημονώντας  
 για να δω τί ’ν’ από μέσα
στου στήθους σου το κέντρο… τί εκεί ανασαίνει…
να δω αν αυτό που πνέει απ’ έξω ώς μέσα μπαίνει
και αν το είναι με το φαίνεσθαι συνέχει τρέσα
ευθεία, τα μάτια εκάρφωσα, πλην δεν
  
 μπορέσα-
νε νά ’δουν: όρμησε το κάλλος σου, που δένει
τον νου, και στόμωσε το βλέμμα μου, και ξένη
για μένα μένει πια η ψυχή σου. Κι αχ, μπαμπέσα,
θλιμμένος πια κοιτώ τα χέρια σου, που σκύλοι
  

πιστοί φρουρούν τη χάρη των μαστών σου, δίχως καν λίγο να τους ψαύουν: μού μηνούν χειμώνα
που την ελπίδα μου στο θάνατο θα στείλει,
  
ενώ η επίθεση του Έρωτα δολίχως
θα σβει – non esservi passato oltra la gonna

--------------------------------------------------------------

ΑΧΜΑΤΟΒΑ

Η ΜΟΥΣΑ

 

Τον ερχομό σου μες στη νύχτα καρτερώ
σε μια κλωστή θαρρώ κρέμεται η ζωή μου
νιότη, ελευθερία, δόξα, ας πάνε στο καλό.
Αγαπημένη εσύ, πλησίασε, έλα με τη φλογέρα
να την, που πέταξε το πέπλο της.
Στα μάτια με κοιτά προσεχτικά: Ρωτώ:
«Του Δάντη τις σελίδες υπαγόρεψες εσύ;
Τους στίχους για την κόλαση;» Και απαντά. «Εγώ.» 

Mετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου.


ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ

ΡΕΚΒΙΕΜ

Έτσι κι αλλιώς θα ‘ρθείς, γιατί οχι τούτη τη στιγμή:
Σε περιμένω, αδύνατο να επουλωθεί το τραύμα.
Όλα τα φώτα τα ‘σβησα κ’ η πόρτα μου ανοιχτή
να μπεις εσύ καθημερνός και σπάνιος ως θαύμα.
Ό
ποια μορφή σ’ αρέσει πάρε για να ‘ρθείς
σαν βλήμα εισόρμησε και σκότωσέ με
ή μ’ ένα ζύγι ζύγωσε σαν έμπειρος ληστής
ή με του τύφου τον καπνό φαρμάκωσέ με.
Ή
 ως μύθος πού ‘χεις σοφιστεί και λες από καιρό
κι όλοι τον μάθαν πια μέχρι ναυτίας, μέχρι κόρου
ώστε το μπλε πηλίκιο στην αυλή να δω
κι από τον τρόμο του χλωμό τον θυρωρό μου.
Τ
ο ίδιο πια μου κάνει. Ο Γιενισέι κυλάει μες στον αφρό
το πολικό τ’ αστέρι φέγγει μες στην αμφιλύκη
και την γαλάζια λάμψη των αγαπημένων μου ματιών
η τελευταία την καλύπτει φρίκη
.

ΚΑΝΤΖΑ 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021

ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ, ΑΛΦΟΝΣΙΝΑ ΣΤΟΡΝΙ, ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ, ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 παγκόσμια ημέρα ποίησησ.

''ΜΑΘΑΙΝΕΙΣ'' ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ

 

Μετά από λίγο μαθαίνεις

την ανεπαίσθητη διαφορά

ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι

και να αλυσοδένεις μια ψυχή.


Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι

Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια


Και αρχίζεις να μαθαίνεις

πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια

Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις


Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου

με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα

Με τη χάρη μιας γυναίκας

και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού


Και μαθαίνεις να φτιάχνεις

όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,

γιατί το έδαφος του Αύριο

είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια

…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο

να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.


Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…

Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου

μπορεί να σου κάνει κακό.


Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ

Αντί να περιμένεις κάποιον

να σου φέρει λουλούδια


Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις

Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη

Και ότι, αλήθεια, αξίζεις

Και μαθαίνεις… μαθαίνεις

…με κάθε αντίο μαθαίνεις.

------------------------------------------------------

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ  Μ' ΑΡΕΣΕΙΣ ΑΜΑ ΣΩΠΑΙΝΕΙΣ

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία

κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,

η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.

Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας

κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,

στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.


Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,

έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,

ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.

Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,

σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.


Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.

Κι άμα κλαις μου αρέσεις,

απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.

Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,

η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:

Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας

μες τη δική σου σιωπή.


Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή

τη δικιά σου

που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων

και που λάμπει σαν αστραπή.

Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,

η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.

Απόμακρη και τόση δα και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη

είναι η δικιά σου σιωπή.


Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.

Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.

Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί

για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

-----------------------------------------------------------

ΑΛΦΟΝΣΙΝΑ ΣΤΟΡΝΙ ''ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ''

ΔΥΟ ΛΕΞΕΙΣ


Τη νύχτα ετούτη δυο λέξεις συνηθισμένες

μου ψιθύρισες στ΄ αυτί… Δυο λέξεις, κουρασμένες

επειδή ειπώθηκαν. Λέξεις που γίνηκαν

στην παλαιότητά τους ολοκαίνουργιες.


Δυο τόσο γλυκές λέξεις που καθώς η σελήνη

γλιστρούσε μέσα απ’ τα κλαδιά

στο στόμα μου σταμάτησε. Τόσο γλυκές λέξεις

που πασχίζω να μείνω ακίνητη, μη γκρεμιστεί

ένα μυρμήγκι που κάνει βόλτες στον λαιμό μου.


Δυο τόσες γλυκές λέξεις -που χωρίς να θέλω λέω:

ω, τι όμορφη η ζωή!

Τόσο γλυκές και τόσο καθησυχαστικές

που αρωματικά έλαια στο κορμί μου απλώνονται.


Τόσο γλυκές και τόσο όμορφες

που νευρικά, τα δάχτυλα μου

πάνε προς τα ουράνια όμοια με ψαλίδια.

Αχ, τα δάχτυλα μου θα ήθελαν

να κόψουνε αστέρια!

*Από το βιβλίο “Αλφονσίνα Στόρνι, Ποιήματα”, Εκδόσεις Θράκα. Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας.

----------------------------------------------------------------

ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ ''ΑΨΙΔΕΣ''

«Ποιος τραγουδά στις όχθες του χαρτιού»;

Γερμένος, ακουμπώντας πάνω απ ΄ το ποτάμι

Εικόνες, βλέπω, αργοπορώντας μόνος,

τον εαυτό μου ν ΄ αλαργαίνει: Γράμματα αρχαία,

Αστερισμοί από σημεία, χαράγματα

Πάνω στο σώμα του χρόνου, ω γραφή,

γραμμή επάνω στο νερό!


Κι εγώ ανάμεσα σε πράσινες

αγκάλες, σε καθρέφτες από νερό,

Ποτάμι που γλιστρά μένοντας ακίνητο

φεύγοντας μακριά απ ΄ τον εαυτό μου, σταματώ

Χωρίς από μιαν όχθη να κρατιέμαι κι

ακολουθώ, το χαμηλό

ποτάμι , ανάμεσα σε αψίδες από

Εικόνες αξεδιάλυτες, ποτάμι του στοχασμού.

Ακολουθώ, με την ελπίδα ν ΄ ανταμώσω την ζωή μου,

Ποτάμι ευτυχισμένο που δένει και ξηλώνει

Ένα λεπτό του ήλιου ανάμεσα στις λεύκες,

Στην πέτρα τη γυαλιστερή αργοπορεί,

Λύνεται ξανακυλώντας κάτω για να βρει την ύπαρξή του.

-------------------------------------------------------------

ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ Πριν απ ΄ την αρχή

Ακατάληπτοι ήχοι, διαύγεια αβέβαιη

Άλλη μια μέρα αρχίζει.

Σκοτεινό δωμάτιο

Δυο σώματα πλαγιασμένα

Εγώ χάνομαι σε μια

΄Αγονη πεδιάδα

Κι οι ώρες ακονίζουν τους σουγιάδες τους.

Εσύ όμως αναπνέεις δίπλα μου ∙

Αγαπημένη και απόμακρη

Ρέεις αλλά δεν κινείσαι.

Απρόσιτη όταν σε σκέφτομαι,

Με τα μάτια σε ψαύω,

Σε κοιτάζω με τα χέρια.

Μας χωρίζουν τα όνειρα

Μας ενώνει το αίμα:

΄Ενα ποτάμι από κτύπους της καρδιάς.

Κάτω από τα βλέφαρά σου ωριμάζει

Ο σπόρος του ήλιου.

Ο κόσμος

Δεν είναι ατόφιος όμως,

Ο χρόνος αμφιβάλλει:

Το μόνο σίγουρο

Η θαλπωρή απ ΄ το δέρμα σου.

Στην ανάσα σου αφουγκράζομαι

Την παλίρροια της ύπαρξης,

Την ξεχασμένη συλλαβή της Αρχής.

ΚΑΝΤΖΑ 23 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΚΑΣ ''ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ'' 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Ένα μικρό αφιέρωμα σε έναν νέο ''εργάτη΄' της ποίησης.

 Δημήτρης Γκίκας.

Ποίηση είναι οι φωνές των συναισθημάτων σε λέξεις.

Ποίηση είναι τα φωνές των παιδιών, των ουρανών, των πουλιών, των θαλασσών, των θεών ,των γυναικών των ποιητών και των θαυμάτων.

Ποίηση είναι η πανάρχαια αληθινή προφητεία.

Ποίηση είναι ο Γολγοθάς γεμάτος αίματα , που ποτίζει πασχαλιές.

Ποίηση είναι η πιο λογική και  παράλογη ποιητική σκέψη του ανθρώπου.

Ποίηση είναι το ανεκπλήρωτο όνειρο του ποιητή και ο δεύτερος εαυτός που κρύβει μέσα του.

Ποίηση είναι όσα δεν μπορούν να πουν οι λέξεις, αλλά ο ποιητής.

Ποίηση είναι η εξομολόγηση της αλφαβήτου.

Ποίηση είναι ένα μείγμα μπαχαρικών που το κάθε ένα έχει το δικό του άρωμα.

Ποίηση είναι ο πανηγυρικός εσπερινός του ανθρώπου.

Η ποίηση εκθέτει το ποίημα.

Κανένα ποίημα δεν είναι τέλειο, όπως και ο άνθρωπος.

Ποίηση είναι η αρχιτεκτονική καλαισθησία της ψυχής.

Ποίηση είναι η νοητική σκέψη σε άλλη διάσταση.

Η ποίηση θα' ναι πάντα μπρος απ' τον άνθρωπο , όπως η ζωή με την επιστήμη.

Ποίηση είναι η μετάγγιση συναισθημάτων.

Ποίηση είναι η ζωή, πριν τη ζωή , μετά τη ζωή και χωρίς τη ζωή.

Ποίηση είναι η μορφή της γυναίκας, το δάκρυ, το φιλί ,το κορμί, η ανάσα , το άρωμα , η υψηλή αισθητική της.

ΚΟΡΩΠΙ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021

''ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ''

Στα βράδια μου τα ευαίσθητα

ποιήματα γράφω καλαίσθητα.

Παρηγοριά να γράφω λέξεις

νύχτες πλήρεις από σκέψεις.

Εμπνέεται η ρίμα απ' ένα δάκρυ

στολίζει το νόημα και τη φράση.

Στο σκοτάδι προφητεύω στίχους

να σπάσω κατεστημένο από τοίχους.

Απ' έχω απ' τον κόσμο που κατέχω 

σε αμύητο να ζήσω πιο ακμαίο.

Το αύριο μοιάζει ν' αλλάζει

το πρώτο ποίημα με μεταλλάσσει.

Κι' ύστερα ξεπροβάλλει αχνό φως

κι η καρδιά μου γίνεται αμνός.

Η παλιά επιθυμία με σκέπτεται ξανά

εντός μου φωνάζει με ουρλιαχτά.

Σακατεμένος απ' την λογική

η ζωή η καθημερινή.

Μα νικά η αίσθησης η ποιητική

αλλάζει ο ντουνιάς και εγώ μαζί.

-----------------------------------------------

Φίλες και φίλοι σας στέλνω την σημερινή μου καλημέρα με ένα ποίημα του Δημήτρη Γκίκα, για μία φορά ακόμα. Θυμηθείτε αυτό το όνομα, προσεχώς θα είναι μια ευχάριστη έκπληξη στα ποιητικά δρώμενα. Μακάρι να συνεχίσει να αντλεί από τις θαλασσοσπηλιές της ψυχής τους όμορφες λέξεις και να μας τις παρουσιάζει με ποιητικό λόγο.

"Ο Πραματευτής και ο Ποιητής."

Βρήκα στα μέρη μου 

άνθρωπο χαρισματικό,/

μέρα Παρασκευή του Μάη,/

με κρίνους μες στην ψυχή 

και καρδιά που ξεχωράει./

Μύριζε η φύση αμπελόφυλλο

κι όλα ήταν μυρωμένα/

θύμιζε πασχαλιά το μαγαζί

με βιβλία ανθισμένα./

Σαν άσπρο μαγικό λουλούδι

με καρδιά εκλεκτή/

έλαμψε την άστατη ζωή μου

ακριβέ πραματευτή./

Με πλούσια ακριβή πραμάτεια/

ήρθες απ' τα άλλα μέρη

τι διαλεχτά στεφάνια!/

Τι  χιλιοκεντητά !

φτιαγμένα με το χέρι./ 

Κείνη την μέρα θυμάμαι

και κάθε μέρα την βιώνω/

Σε έναν κόσμο άγονο

παράλληλα να μεγαλώνω.

Τι και αν ο κόσμος άλλαξε

άνθρωπε ποιητή/

εσύ ζωγραφίζεις την καρδιά μου/

Χαίρε! Ω χαίρε! ακριβέ πραματευτή!!

Αγαπητέ Δημήτρη δέξου σε παρακαλώ τα συγχαρητήρια μου. 

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ ''ΩΔΗ ΣΤΗ ΧΑΡΑ'' 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ Η επιλογή έγινε από την Λαμπρινή - Λόλα - Δολέντσια.

 Ποίημα: "Ωδή στη Χαρά", του Φρίντριχ Σίλερ.

Κόρη εσύ των Ηλυσίων,

ω Χαρά, σπίθα πανέμορφη, Θεϊκή,

ένα πύρινο μεθύσι

στο δικό σου το ναό μας οδηγεί.

Η κακιά ό,τι σκόρπισε συνήθεια

να τα μάγια σου το δένουνε ξανά,

όλοι οι άνθρωποι, ω θεά, αδερφώνονται, όπου

η φτερούγα η απαλή σου τριγυρνά.

🎷🎷🎷

Όλα τα έθνη αγκαλιαστείτε! Σε όλον, τον κόσμο στέλνω εγώ τούτο το φιλί.

Έναν έχουμε πατέρα, αδέρφια, εκεί

απ' των άστρων πιο ψηλά το θόλο.

🎹🎹🎹

Όποιος ενός φίλου ο φίλος είναι,

όποιος πέτυχε τέτοια έξοχη ζαριά,

όποιος βρήκε μια καλή γυναίκα, ας σμίξει

τη φωνή του στα χαρούμενα βουητά.

Φτάνει μόνο μια ψυχή στον κόσμο τούτον

να μπορεί κανείς δικιά του να την πει.

Αλλ' αυτός που δεν το πέτυχε ποτέ του,

κλαίοντας έξω από τον κύκλο ας τραβηχτεί.

Τη συμπάθεια να τιμά και να λατρεύει

όποιος ζει σ' αυτή τη γη.

Προς τ' αστέρια αυτή οδηγεί

όπου του Άγνωστου είν' ο θρόνος κι αφεντεύει.

🎨🎨🎨

Όλα τα όντα από τα στήθια της μεγάλης

Φύσης τη χαρά ρουφούν,

και οι καλοί μα και κακοί τα ρόδινά της

ίχνη πάντα ακολουθούν.

τα φιλιά και τα σταφύλια αυτή μας δίνει,

ένα φίλο, κι ως το θάνατο πιστό.

Ηδονή και το σκουλήκι ακόμα νιώθει,

στέκει ορθό το Χερουβείμ μπρος στο Θεό.

Έθνη, εσείς χάμω θα πέσετε, εσείς μόνο;

Πες! Τον πλάστη τον μαντεύεις, κόσμε εσύ;

Θα τον βρεις πάνω απ' των άστρων τη σκηνή.

Πάνω απ' τ' άστρα το μεγάλο του έχει θρόνο.

🎻🎻🎻

Η φτερούγα η δυνατή στην αιώνια φύση

ονομάζεται χαρά.

Τους τροχούς μες στο τρανό ρολόϊ του κόσμου

η χαρά τους σπρώχνει πάντοτε μπροστά.

Απ' τα ουράνια, στης χαράς το κάλεσμα ήλιοι

ξεπετιούνται, κι απ' τα σπέρματα οι ανθοί.

🎷🎷🎷

Η χαρά μέσα στο χάος γυρίζει σφαίρες

που αστρονόμου δεν τις γνώρισε γυαλί.

Όπως οι ήλιοι αναγαλλιάζοντας πετάνε

στην ουράνια, την υπέρλαμπρη απλωσιά,

μπρος!, αδέλφια, με χαρούμενη καρδιά,

όμοιοι με ήρωες που γραμμή στη νίκη πάνε.

📚📚📚

Απ' τον πέτρινο καθρέφτη της αλήθειας

στον ερευνητή χαμογελά.

Στην τραχιά της αρετής κορφή ανεβάζει

τον που σηκώνει ένα φορτίο και δεν βογκά.

οι σημαίες της κυματίζουνε στης πίστης

το βουνό το φωτερό.

σπάει το φέρετρο και μέσα απ' τις ραγάδες

λάμπει εκείνη στων αγγέλων το χορό.

Λαοί, θάρρος! η αντοχή να μη σας λείψει,

και για ανώτερο έναν κόσμο υπομονή!

Πάνω εκεί, περ' απ' των άστρων τη σκηνή,

ένας θεός στέκει τρανός, και θ' ανταμείψει.


Με τους θεούς πώς να τα βάλεις; Είν' ωραίο

να τους μοιάσεις. τούτο αρκεί.

Ας σιμώσουν οι φτωχοί κι οι πονεμένοι

να χαρούν με τους χαρούμενους κι αυτοί.

Όχι εκδίκηση και μίση. ας ξεχαστούνε.

στον θανάσιμον οχτρό συγγνώμη πια.

ας μην πιέζουνε τα μάτια του τα δάκρυα,

κι άλλο τύψη ας μην του τρώει πια την καρδιά.

Μας χρωστούν; Όλ' ας σκιστούνε τα τεφτέρια!

Συμφιλίωση γενική!

Όπως κρίναμε, αδελφοί,

έτσι κρίνει κι ο Θεός ψηλά απ' τ' αστέρια.


Η χαρά σπιθοβολάει μες στα ποτήρια.

μέσα στο αίμα το χρυσό του σταφυλιού

ηρωισμού ρουφούν ορμή οι απελπισμένοι,

κι οι κανίβαλοι γαλήνεμα του νου.

Το ποτήρι όταν το γύρο του θα κάνει,

απ' τις θέσεις σας αδέρφια μου, όλοι ορθοί!

Ως ψηλά τον ουρανό οι αφροί ας ραντίσουν

προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή!

Που γι αυτόν χορός αγγέλων ύμνους ψάλλει

και των άστρων τον δοξάζουν οι χοροί.

Προς το πνεύμα του Αγαθού τούτη η σπονδή

περ' απ' τ' άστρα, μες στου απείρου την αγκάλη.


Αντοχή στα πικρά βάσανα, βοήθεια

όπου ένας αθώος θρηνεί,

σταθερότητα στον όρκο, την αλήθεια

και σ' οχτρούς μα και σε φίλους αντικρύ.

μπος σε θρόνους ρηγικούς αντρείκια στάση,

κι αν, αδέλφια μου, στοιχίσει ή αίμα ή βιός,

το βραβείο να πάει σ' αυτόν που δούλεψε άξια,

και στις γέννες της ψευτιάς ξολοθρεμός!

Πιο σφιχτά στον άγιο κύκλο αυτόν πιαστείτε,

όρκο δώστε στο σπιθάτο αυτό κρασί

πως θα μείνετε στο τάξιμο πιστοί.

Στον ουράνιο δικαστή μας ορκιστείτε.

Μετ. Θρασύβουλου Σταύρου

Ο Φρίντριχ Σίλερ (Friedrich Schiller, Μάρμπαχ, 10 Νοεμβρίου 1759 – Βαϊμάρη, 9 Μαΐου 1805) ήταν Γερμανός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και ιστορικός. Τα έργα του μεταφράστηκαν και παίχτηκαν στην Ελλάδα από πολλά θέατρα. Εδώ και χρόνια κυκλοφορεί στο διαδίκτυο ένα υποτιθέμενο ποίημα του με τίτλο “Καταραμένε Έλληνα”. Είναι πράγματι δικό του;

Το συγκεκριμένο ποίημα που του αποδίδεται από κάποιους,, είναι το παρακάτω (στα ελληνικά και τα γερμανικά) :

Καταραμένε Έλληνα…
Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου, όπου και να στρέψω τη ψυχή μου, μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ, ποίηση, θέατρο, αρχιτεκτονική, εσύ μπροστά μου, πρώτος κι αξεπέραστος.
Επιστήμη αναζητώ, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική, κορυφαίος και ανυπέρβλητος.
Για δημοκρατία διψώ, ισονομία και ισοπαλία, εσύ μπροστά μου, ασυναγώνιστος κι ανεπισκίαστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση…
Γιατί να σ’ αγγίξω;
Για να αισθανθώ πόσο μικρός είμαι, ασήμαντος, μηδαμινός;
Γιατί δεν μ’ αφήνεις στη δυστυχία μου και στην ανεμελιά μου;

Verdammter Grieche
Wohin ich mein Denken drehe, wohin ich meine Seele wende sehe ich dich, finde ich dich,
sehne ich mich nach Kunst, Poesie, Theater, Architektur, bist du davor,erster, unübertroffen.
Suche ich nach Wissenschaft, Mathematik, Philosophie, Medizin, bist du fuehrend und unüberwindbar.
Durste ich nach Demokratie Fairness und Gleichheit, bist du vor mir, unnachahmbar konkurrenzlos.
Verfluchter Grieche…Verfluchtes Wissen
Warum soll ich dich Berühren ?
Um zu spüren, wie klein ich bin, unwichtig, unbedeutend?
Warum lassen Sie mich nicht in mein Elend und in meine Sorglosigkeit?

Το δαχτυλίδι του Πολυκράτη.

 Στο ξώστεγο στεκόταν του σπιτιού του και τη Σάμο, που τύραννός της ήταν, την κοίταε με καμάρι και χαρά. «Όλα όσα βλέπεις, όλα εγώ τα ορίζω, παραδέξου πως είμαι ευτυχισμένος». Έτσι λέει στον Αιγύπτιο βασιλιά. «Σ’ ευνόησαν οι θεοί· ναι, αυτό είν’ αλήθεια· εκείνους που ίσοι πρώτα ήταν μ’ εσένα το σκήπτρο σου τους πιέζει δυνατό. Αλλά ένας ζει που εκδίκηση διψάει· όσο αγρυπνά του οχτρού σου αυτού το μάτι, καλότυχο πώς θέλεις να σε πω;» Ακόμα ο λόγος έστεκε του ρήγα και να, σταλμένος απ’ τη Μίλητο, ένας μαντατοφόρος φτάνει βιαστικά. «Αφέντη», λέει στον τύραννο, «έλα βάλε δάφνης χλωρό στεφάνι στο κεφάλι και της θυσίας η κνίσα ας πάει ψηλά. Ο οχτρός σου πάει, τον βρήκε το κοντάρι· ο Πολύδωρος, ο άξιος στρατηγός σου, με στέλνει εδώ, το νέο να φέρω αυτό...» Και βγάζει από μια μαύρη ευθύς λεκάνη ένα κεφάλι, ματωμένο ακόμα, πολύ γνωστό, που τρόμαξαν κι οι δυο. Με φρίκη κάνει πίσω ο ξένος ρήγας, με ανήσυχη ματιά, και λέει: «Ωστόσο στην τύχη μη βασίζεσαι πολύ. Με αβέβαιη τύχη ο στόλος σου αρμενίζει στ’ άπιστο κύμα· τι εύκολα, στοχάσου, τα πλοία τα σπάει μιας τρικυμίας οργή!» Το λόγο δεν προφταίνει ν’ αποσώσει· χαράς φωνές κι αλαλαγμοί τον κόβουν, που απ’ το λιμάνι φτάνουν ως εδώ. Βαριά με ξένα πλούτια φορτωμένος των πλοίων ο πολυκάταρτος ο λόγγος στης πατρίδας γυρίζει το γιαλό. Τ’ ακούει ο ξένος ρήγας και σαστίζει. «Σήμερα η τύχη σου είναι στα καλά της, μα η τύχη παίζει, έχε το νου σου εσύ. Οι Κρητικοί, πρωτοτεχνίτες στα όπλα, πολέμου σκιάχτρα αντίκρυ σου έχουν στήσει κι είναι κοντά σε τούτο το νησί». Το ’πε δεν το ’πε, κι απ’ τα πλοία τα πλήθη χυμούν, φωνή χιλιόστομη αλαλάζει: «Νίκη! Δε μας φοβίζουνε οι οχτροί· ο πόλεμος πια τέλειωσε και πάει, τα κρητικά που αρμένιζαν καράβια τα σκόρπισε η φουρτούνα εδώ κι εκεί!» Τ’ ακούει κι ανατριχιάζει ο ξένος φίλος: «Σε κρίνω — πώς αλλιώς; — ευτυχισμένον, μα τρέμω αν θα μπορέσεις να σωθείς. Οι θεοί φθονούν, κι αυτό ’ναι που φοβούμαι· ανόθευτη χαρά απ’ αυτούς στον κόσμο ποτέ θνητός δεν έλαβε κανείς. Κι εμένα σε καλό μου βγήκαν όλα, σ’ όλες τις πράξεις που έκαμα ως μονάρχης οι θεοί μ’ ευνόησαν, μα έναν ακριβό, που ο κληρονόμος μου ήταν, μου τον πήραν, τον είδα, ωιμέ, νεκρό· στην ευτυχία το φόρο μου τον πλέρωσα κι εγώ. Από κακό να φυλαχτείς αν θέλεις, να δέεσαι στους αόρατους, και πόνο να σου δίνουν μαζί με τη χαρά. Δεν ξέρω εγώ θνητό που να του δώσαν τα δώρα τους οι ουράνιοι απλόχερα όλα και να ’χει φτάσει σε καλά στερνά. Οι θεοί αν αυτή τη χάρη δε σου κάνουν, τη συμφορά προκάλεσέ την ο ίδιος· άκου με που σα φίλος σου μιλώ· κι απ’ τ’ αγαθά σου αυτό που το ’χεις πρώτο και την καρδιά σου πιότερο σου ευφραίνει πάρ’ το και ρίχ’ το ο ίδιος στο γιαλό». Τρομάζει αυτός. «Απ’ όλους του νησιού μου τους θησαυρούς το δαχτυλίδι τούτο είναι ό,τι εγώ λογιάζω πιο ακριβό. Στις Ερινύες το δίνω κι ας σχωρέσουν οι θεές την ευτυχία μου». Και πετάει στη θάλασσα τ’ ωραίο διαμαντικό. Πρωί πρωί την άλλη μέρα κιόλας ένας ψαράς στον τύραννο πηγαίνει τον Πολυκράτη με όψη γελαστή: «Δέξου από μένα. αφέντη, αυτό το δώρο· είν’ ένα ψάρι που έπιασα· άλλο τέτοιο ποτέ σε δίχτυ δεν έχει πιαστεί». Κι ο μάγερας, σαν άνοιξε το ψάρι, έρχεται βιαστικός και σαστισμένος και φωνάζει με βλέμμα εκστατικό: «Αφέντη, μέσ’ στο ψάρι, στην κοιλιά του, βρήκα το δαχτυλίδι σου, δεν έχει σύνορα το καλό σου ριζικό». Ο ξένος ρήγας τότε ανατριχιάζει. «Στο σπίτι σου άλλο δεν μπορώ να μείνω και φίλος μου πια να ’σαι δεν μπορείς. Οι αθάνατοι ποθούνε το χαμό σου. Φεύγω να μη χαθώ κι εγώ μαζί σου». Έτσι είπε και στο πλοίο του μπήκε ευθύς. μτφρ. Θρασύβουλος Σταύρου.