Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

4.4.16

MATΣΟΥΟ ΜΠΑΣΟ (1644-1694) Με αγάπη από την Ιαπωνία Fuji Tomo Kazu

Χειμωνιάτικη μέρα,
πάνω στ’ άλογό μου
παγωμένος ίσκιος.

Φθινοπωρινό φεγγάρι, η παλίρροια αφρίζει πάνω στο πορτόνι.
Φθινόπωρο –και τα πουλιά και τα σύννεφα ακόμη μοιάζουν γέρικα.
Έλα δες, αληθινά λουλούδια αυτού του οδυνηρού κόσμου.
 (Μετάφραση: Σωκράτης Σκαρτσής)

Όλα σωπαίνουν:
η φωνή του τζίτζικα
σχίζει το βράχο.

Δροσιά: πώς αλλιώς να ξεπλύνεις την τόση σκόνη του κόσμου.
Άδειο κέλυφος: κι η ψυχή του τζίτζικα τραγουδημένη.
Άνθη κερασιάς: των περασμένων χρόνων μικρές φωτίτσες.
Κανένα ίχνος στη φωνή του τζίτζικα ότι πεθαίνει.
Μεσημεράκι: ο τοίχος να δροσίζει τις πατούσες μου.
Όταν αστράφτει
ο φωτισμένος άνθρωπος
κι αυτός θαυμάζει.

(Απόδοση: Διονύσης Καψάλης)

γέρικη λίμνη
πηδάει ένα βατράχι
σκίρτημα νερού

μια πεταλούδα γλιστρά στα φύλλα της ιτιάς· Απρίλης…
φθινοπωριάζει: θάλασσα κι ορυζώνες ένα πράσινο
να μεθύσω· να
πέσω να κοιμηθώ σε
ρόδινες πέτρες

δροσοσταλίδα, άσε με να ξεπλύνω τη μαυρίλα μου
απόψε άγρια
θάλασσα κι από πάνω
σιωπηλά άστρα

πώς να διαβάσω;
τέλειωσε το λαδάκι
·
πάω για ύπνο 

(Μετάφραση:  Ρούμπη  Θεοφανοπούλου)

Κ Ο Μ Π Α Γ Ι Α Σ Ι   Ι Σ Σ Α  (1763-1827)
Το πρώτο τζιτζίκι:
η ζωή είναι
σκληρή, σκληρή, σκληρή.

Χαμένος στα μπαμπού –μα το φεγγαρόφωτο, στο σπίτι μου.
Στην καλύβα μου κηλίδες πρωϊνών λάμψεων.
Όταν φύγω φύλα τον τάφο μου ακρίδα.
Η νιρβάνα του Βούδδα,
πέρ’  απ’ τα λουλούδια
και τα λεφτά.                    
Φθινοπωρινός άνεμος –ο ήσκιος του βουνού ταλαντεύεται.     
(Μετάφραση: Σωκράτης Σκαρτσής)


Έτσι θ’ ανθίζουν
κι οι κερασιές στην άλλη
όχθη της ζωής.

Σαλιγκάρι μου: αργά αργά ν’ ανέβεις το όρος του Φούτζι.
Από το θάμνο λαμπροστόλιστη, να την: η πεταλούδα.
Στέκει τρέμοντας η καλύβα της πόρνης στην καταιγίδα.
Απόψε τ’ άστρα το ‘να με τ’ άλλο μοιάζει να ψιθυρίζουν.
Μόνη στο σπίτι κι αυτή θα βλέπει τώρα την πανσέληνο.
Περπατήσαμε μέσα στα χρυσάνθεμα πίνοντας σάκε.
Ίσια στο χιόνι της πόρτας κατουρώντας, ανοίγω τρύπα.
Ο κόσμος της πάχνης κόσμος της πάχνης είναι κι ωστόσο , κι ωστόσο. 
(Απόδοση: Διονύσης Καψάλης)

μυγούλες μου! κι                           
εσείς θα υποφέρετε
από μοναξιά
αχ τρελακρίδα, πρόσεξε μη σπάσεις                         
τις δροσοσταλίδες!

φρέσκια δροσούλα κόσμος εφήμερος που εξατμίζεται
τί θέα! από                                     την τρύπα της κουρτίνας ο γαλαξίας
καλοκαιρινή
βροχή
· γυμνός πάνω σε
άλογο γυμνό  

(Μετάφραση: Ρούμπη Θεοφανοπούλου)

ΙΑΠΩΝΙΚΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Με αγάπη από την Ιαπωνία FUJI TOMO KAZU

Κλασική Ιαπωνική Ποίηση

Μετάφραση  Ζ. Δ. Αϊναλής

Haiku της περιόδου των Tokugawa (1568 – 1868)




Matsuo Bashô
(1644 – 1694)
Πρώτη μέρα του χρόνου
σκέφτομαι τη μοναξιά
των δειλινών του φθινοπώρου

Το φθινόπωρο πλησιάζει
η δαμασκηνιά κι η σελήνη
τα πάντα αγγέλουν τον ερχομό του

Σ’ ένα κλαρί νεκρό
κάποιο κοράκι στάθηκε
του φθινοπώρου δείλι.

Δεν καίει λάδι πια στη λάμπα μου,
ξάπλωσα. Νύχτα,
κι απ’ το παράθυρο το φεγγάρι.

Φεγγάρι ολόγιομο.
Τριγύρω απ’ τη λίμνη όλη τη νύχτα
περιπλανήθηκα.
 
Τα νερά του καταρράκτη διαυγή.
Μέσα στα κύματα άσπιλα
λάμπει η σελήνη καλοκαιρινή.
*** Μιαν αστραπή:
Μες το σκοτάδι αστράφτει
του ερωδιού η κραυγή.
***
Μπροστά σε μιαν αστραπή
αξιοθαύμαστος
αυτός που δεν καταλαβαίνει!
***
Ένα πέπλο βροχή
μια μέρα χωρίς το Fuji να δω
η χαρά.
***
Ξύπνα, ξύπνα, φωνάζω,
φίλη μου εσύ μοναχή,
πεταλούδα, που τώρα κοιμήθηκες.

 Τη μοναξιά αυτή
θα ‘ρθεις να τη μοιραστείς μαζί μου
φύλλο παυλόβνιας;

Όταν λείπει η αγάπη
τα πάντα μοιάζουν παρατημένα
και τα φύλλα νεκρά.

Έφτασ’ η άνοιξη
στο βουνό χωρίς όνομα
ομίχλη πρωινή.

Τ’ άνθη ποιου δέντρου
αδύνατο να πεις
κι όμως τι άρωμα!

Στο άρωμα των δαμασκηνιών
ξάφνου σηκώνετ’ ο ήλιος
μονοπάτι μες τα βουνα

Των τζιτζικιών το άσμα
ίσαμε την καρδιά των βράχων
γαλήνη.

Όπου να ‘ναι θα πεθάνουνε
τα τζιτζίκια. Όσο τ’ ακούμε
δεν το σκεφτόμαστε.

Ανάκατα ψέματα κι αλήθειες
κι όμως υπάρχει μια σκέψη αγαθή
στο προσκεφάλι μου πλάι.

Πρώτη του χειμώνα νεροποντή.
Ο πίθηκος μοιάζει κι αυτός
ένα βρόχινο να ζητάει παλτό.

Χειμωνιάτικος ήλιος
εγώ καβαλάρης
και παγωμέν’ η σκιά μου

Αρρώστησα ταξιδεύοντας,
τώρα σ’ ένα λειμώνα πλανώνται
τα όνειρα μου γυμνό.
Yamaguchi Sodô
(1642 – 1716)

Κάτω από τη σελήνη στιλπνή
με μόνη συντροφιά γυρίζω στο σπίτι μου
τη σκιά μου.
Sugiyama Sampû
(1647 – 1732)

Θα τον περιμένουνε τα παιδιά του
όσο ο κορυδαλλός
ανεβαίνει ψηλά!
Ikenishi Gonsui
(1650 – 1722)

Κόπασε του χειμώνα
ο άγριος άνεμος,
μην αφήνοντας πίσω του παρά τον αχό των κυμάτων.
Mukai Kyorai
(1651 – 1704)

Μπείτε! Μπείτε λοιπόν!
Ούρλιαζα, μα συνεχίζαμε να χτυπάμε τη θύρα
σκεπασμένη με χιόνι.
Hattori Ransetsu
(1654 – 1707)

Φθινόπωρο φεγγάρι γεμάτο
έρπουνε οι ατμοί
στην επιφάνεια του νερού.
Enomoto Kikaku
(1661 – 1707)

Στο καπέλο μου
το χιόνι μου φαντάζει λαφρύ
ότι είναι δικό μου.

Έφτασε ο χειμώνας.
Στα σκιάχτρα
κουρνιάζουνε τα κοράκια.

Το γεμάτο φεγγάρι λαμπρό.
Στο ψάθινο δάπεδο, των πεύκων
αντανακλώνται οι σκιές.
Tachibana Hokushi
(† 1718)

Όλα καήκαν.
Ευτυχώς οι ανθοί
είχαν προλάβει ν’ ανθίσουν.

Ομπρέλες…
Πόσες περάσαν
Τούτη τη βραδιά μες το χιόνι;
Yosa Buson
(1716 – 1783)

Καθ’ όλην τη διάρκεια της μέρας
στου φθινοπώρου τη θάλασσα
η φουσκοθαλασσιά κυματίζει.
Ôshima Ryôta
(1718 – 1787)

Κρύβονται
οι πυγολαμπίδες κυνηγημένες
στις ακτίνες του φεγγαριού.
Kobayashi Issa

(1763 – 1827)
Με τι βλέμμα ζηλόφθονο
την πεταλούδα ακολουθεί
στο κλουβί το πουλί!
Suzuki Michihiko
(1757 – 1819)

Ω! υπέροχη, με το χιόνι
όπου παντρεύεται η ομίχλη
και τη σελήνη, αυγή!
Μύθοι και Θρύλοι από τα βιβλία του Manyôshû (8ος αι.)

Ανωνύμου

Ο θρύλος του Urashima
Περασμένο φθινόπωρο μέρα βαριά
Ομίχλη τριγύρω παχιά
Κι εγώ κάτω στο Suminoe
Στην ακτή περπατώντας αργά
Τις ψαρόβαρκες που στα κύματα
Κοιτώντας να ταλαντεύονται
Μιαν ιστορία απ’ τα παλιά
Όταν μου ‘ρθε στο μυαλό ξαφνικά.
Ήτανε κάποτε ένας νέος λαμπρός,
Ο Urashima, του Mizunoe ο γιος,
Και για τα δίχτυα του όπού ‘ταν ξακουστός,
Κι όπου στο ψάρεμα του τόνου, της τσιπούρας
Δεν τον παράβγαινε κανείς.
Μα να κάποια που έφυγε βραδιά
Μα να που κιόλα μέρες πέρασαν επτά
Και που στο σπίτι του δε γύρισε ξανά.
Και να που με τη βάρκα του
Τώρα στο χείλος της θάλασσας μπροστά.
Και να που μπροστά του προβάλλει ξαφνικά
Του θεού των θαλασσών χωρίς βιασύνη
Κωπηλατώντας η θυγατέρα αργά.
Κι ώρα θα μιλήσουν οι δυο τους για πολλά
Και θα ερωτευτούν παράφορα πολύ.
Και να που όρκους θ’ ανταλλάξουνε καυτούς
Και να που στη χώρα της αιώνιας ζωής
Στο τέλος θα επιστρέψουνε μαζί.
Έτσι απ’ το χέρι τώρα πιασμένοι τρυφερά
Με καρδιοχτύπι μπαίνουν κι οι δυο διστακτικά
Στη κατοικία τη μελλοντική,
Σαν που ταιριάζει μεγαλόπρεπη και οχυρή.
Κι έτσι ανέμελα καιρός πολλής περνά
Δίχως καθόλου να γερνάν
Μήτε και να πεθαίνουνε ποτέ
Μες στα παλάτια του θεού των θαλασσών θαλασσινά.
Μ’ αυτός ο αλαφρόμυαλος,
Ο γιος του κόσμου αυτού,
Στη σύζυγο του έτσι μιλά κι έτσι της λέει:
Είναι φορές που θα ‘θελα στο σπίτι μου το πατρικό
Σαν βέλος γρήγορο να πεταχτώ
Και νέα να μάθω του γέρου του πατέρα μου
Και της γριάς της μάνας μου ν’ ακούσω τη φωνή,
Κι ευτύς αμέσως πίσω να γυρίσω πλάι σου ξανά.
Κι έτσι αφού μίλησε τα λόγια αυτά
Έτσι τ’ αποκρίθηκ’ η γυναίκα του
Μια πίκρα τρίζει τη φωνή:
Πίσω, σαν το θελήσεις, στον κόσμο τούτο
Της αιώνιας ζωής να γυρίσεις ξανά
Και μαζί μου να ζήσεις σαν και πρώτα και πάλι,
Σ΄ ότι έχεις, να χαρείς, στον κόσμο σ’ ικετεύω, ιερό,
Με τα ψιμύθια πάρε το σεντουκάκι μου τούτο το μικρό
Που μου ‘ναι ακριβό πολύ κι αγαπητό
Και μην τ’ ανοίξεις πλάι μου ίσαμε να γυρίσεις πίσω πάλι εδώ.
Και να που τον βάζει να το επαναλάβει
Και να που τον βάζει να ορκιστεί.
Κι εκείνος το επόμενο πρωί
Στο Suminoe ευτύς αμέσως σα βέλος πετάγεται γοργά
Ψάχνει το σπίτι του
Και πια σπίτι δε βλέπει πουθενά,
Ψάχνει το χωριό του
Και πια χωριό δε βλέπει πουθενά.
Κι αμήχανος στέκεται κει στοχαστικός.
Και μέσα του μιλά και έτσι λέει:
Μέσα στα τρία χρόνια μόνο αυτά
Οπού ‘φυγα από το σπίτι μου μακριά
Είν’ έτσι τάχα δυνατόν να χάθηκαν τα πάντα
Και δίχως το ίχνος το παραμικρό
Και σαν να μην υπήρξανε ποτές
Τα πάντα να εξαφανιστούν;
Κι αν άνοιγα άραγε τούτο το σεντουκάκι
Μια ματιά μονάχα, έτσι για να δω,
Λες άραγε το σπίτι μου σαν άλλοτε και το χωριό
Μπροστά στα μάτια μου να εμφανίζονταν ξανά;
Κι ανοίγει ο άμυαλος
Το σεντουκάκι με τα ψιμύθια της ακριβής του τ’ ακριβό
Κι ευτύς αμέσως ξεχύνεται εν’ άσπρο σύννεφο, καπνός
Και φεύγει και χάνεται πέρα μακριά
Και πίσω στη χώρα της αιώνιας ζωής πετά.
Και που τρεκλίζοντας τα πόδια ξαφνικά,
Ουρλιάζει υποφέροντας φριχτά
Τους πόνους σ’ όλο το κορμί
Γκρεμίζεται και να που τώρα σέρνεται στη γη
Με δίχως δύναμη ξανά να σηκωθεί.
Και κάθε που περνά στιγμή
Το πνεύμα ολοένα πιο αδύναμο στα ξαφνικά
Και να που το δέρμα έτσι οπού ‘ταν νέο
Ίσαμε τώρα σφριγηλό
Γρήγορα πως γερνά
Και οι ρυτίδες έτσι πως το καλύπτουνε παντού
Και τα μαλλιά του οπού ‘ταν έτσι όμορφα
Ολόμαυρα και μακριά
Γρήγορα πως ασπρίζουνε
Κι έτσι πως αραιώνουνε τώρα στο κεφάλι τα μαλλιά!
Και μες το στέρνο ευτύς αρχίζει ναν τον πνίγει η πνοή
Και τον αφήνει τελικά, τον παρατάει η ζωή.
Κι από τον Urashima τώρα,
Του Mizunoe το γιο,
Μονάχα βλέπω τώρα το στερνό
Της κατοικίας του το τόπο τον παντοτινό.
Πηγή: https://moggolospolemistisvalkaniosagrotisoklonos.wordpress.com

''ΚΑΤΑΝΑ'' ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑ'Ι' με αγάπη από την Ιαπωνία FUJI TOMO KAZU

Τα μυστικά του σπαθιού των Σαμουράι

Αν ακουμπήσεις το πιο λεπτό μετάξι στην κόψη της κατάνα, θα το δεις να κόβεται στα δυό.
Το σπαθί των Σαμουράι δε γίνεται από κομμάτια μετάλλου που δένονται μεταξύ τους, όπως το δυτικό σπαθί.Στη Δύση, ένα κομμάτι μέταλλο έμπαινε στη φωτιά κι ύστερα πάνω στο αμόνι, για να δεχθεί το χτύπημα του σφυριού, ώσπου να γίνει αρκετά λεπτό και κοφτερό. Το γεγονός του ενός ενιαίου κομματιού σήμαινε ότι το σπαθί λύγιζε και έσπαγε ευκολότερα. Το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε την εποχή των Βίκινγκς, που πρώτοι σκέφτηκαν να κατασκευάσουν σπαθιά από διαφορετικά κομμάτια μέταλλο, μικρότερα, χαρίζοντας έτσι νέα ανθεκτικότητα στις σπάθες τους.
Τα γιαπωνέζικα σπαθιά φτιάχνονται τελείως διαφορετικά: ένα φύλλο, ένα έλασμα μετάλλου διπλώνεται και ξαναδιπλώνεται πάνω από τη φωτιά, ώσπου να γίνει λάμα, μια παντοδύναμη, αιχμηρή λάμα που δε γίνεται να καταστραφεί παρά από τη φωτιά που τη γέννησε.

Ο κατασκευαστής κατάνα δεν ήταν ένας απλός καλός τεχνίτης, όπως ο κατασκευαστής σπαθιών στη δύση. Ήταν πρόσωπο σεβαστό και η τάξη στην οποία ανήκε θεωρούνται από τις κοινωνικά ανώτερες, έχουσα μάλιστα κι ιερατικά καθήκοντα καθώς η κατασκευή κατάνα ήταν τέχνη δοσμένη από τους Θεούς. Σε κάθε κατάνα ο κατασκευαστής της έγραφε, μάλιστα το όνομά του και τους τίτλους ευγενείας που το συνόδευαν.
Πολλές φορές η πρώτη δοκιμή του καινούριου ξίφους του Σαμουράι γινόταν πάνω σε κάποιον καταδικασμένο εγκληματία ή, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα, σε κάποιο πτώμα που το ξίφος έπρεπε να κόψει στα δυό.
Η τέχνη του σπαθιού είναι η μητέρα του κώδικα τιμής. Προηγείται. Η δημιουργία του Κενζούτσου τοποθετείται στον 11ο αιώνα και τα χαρακτηριστικά του είναι καθαρά επιθετικά. Σκοπός του μόνον ο φόνος. Ο σαμουράι δεν έχει κανένα λόγο να χαριστεί στον αντίπαλό του, θέλει να τον σκοτώσει χωρίς να του δωσει ευκαιρία αλλά και χωρίς να ξεπέσει στη βαρβαρότητα.Η επίδειξη δεν είναι μες στις προθέσεις του – το πάθος όμως είναι βασικό συστατικό στον πόλεμό του. Χαρακτηριστικά, στο άθλημα που προέκυψε από το Κενζούτσου, το Κέντο – «ο τρόπος των σπαθιών»- μετρά κι ανταμείβεται βαθμολογικά το πάθος με το οποίο γίνεται μια επίθεση, σε αντίθεση με την μοντέρνα δυτική αθλητική ξιφασκία όπου τον πρώτο ρόλο έχει η ανδροπρεπής χάρη, ειδικά στην άμυνα. Η χάρη στο Κενζούτσου είναι στρατιωτική.
Στην ιαπωνική μυθολογία το πρώτο σπαθι το κατασκεύασε ο θεός Ιζανάγκι για να σκοτωσει το γιό του, το Θεό της Φωτιάς, ο οποίος όταν γεννήθηκε προκάλεσε τέτοιους πόνους στη μητέρα του Ινζανάμι, που εκείνη εγκατέλειψε το συζυγό της και κρύφτηκε στα έγκατα της γης. Το πρώτο αυτό σπαθί κατέληξε σε γυναικεία χέρια: στην κόρη του Ιζανάγκι και θεά του Ήλιου, Αματεράσα Ομικάμι, η οποία το παρέδωσε τελικά στον εγγονό της, Νινίγκι-νο Μικότο για να κυβερνήσει τη Γη.
  Για να δείτε τους Αγγλικούς υπότιτλους, πατήστε το κουμπί cc και μετά αγγλικούς υπότιτλους.
Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω το ντοκιμαντέρ στα Ελληνικά.
Οι ρίζες του Ιαπωνικού σπαθιού προέρχονται πιθανότατα από την Κίνα και η αρχική τεχνολογία κατασκευής τους έφτασε στην Ιαπωνία μέσω της Κορέας. Τα πρώτα σπαθιά που γνωρίζουμε προέρχονται από τάφους που χρονολογούνται στον 4ο – 5ο αιώνα μ.χ. Οι λεπίδες αυτές είναι ίσιες και έχουν μονή κόψη. Αυτά τα σπαθιά είναι γνωστά ως Chokuto. Στην περίοδο Heian τα πρώτα γνώριμα σπαθιά έχουν αναπτυχθεί, και χαρακτηρίζονται από καμπυλωτές μακριές λεπίδες μονής εξωτερικής κόψης που προοριζόταν για έφιππες μάχες. Τα σπαθιά αυτά έχουν όλα τα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης κατασκευής που κάνουν τα ιαπωνικά σπαθιά ξεχωριστά. Αυτή την τεχνική θα την αναλύσουμε λίγο αργότερα. Τα σπαθιά αυτά χαρακτήριζαν την πρώτη εποχή του Ιαπωνικού σπαθιού (Koto) και είναι γνωστά ως Tachi.
Οι λόγοι για την εμφάνιση τους ήταν πρακτικοί. Επειδή πολεμούσαν από τα αλόγα υπήρχε η ανάγκη για ένα σπαθί που έκοβε σαν ξυράφι και όχι για ένα σπαθί που καρφωνόταν στο κορμί του εχθρού. Σε αυτό οφείλεται και η μονή κόψη και το καμπυλωτό σχήμα. Για το σχήμα υπήρχε ο επιπλέον λόγος ότι ήταν πιο εύκολο και γρήγορο να βγάλει κανείς το σπαθί από την θήκη του. Το Tachi ήταν πιο μακρύ από τα μετέπειτα σπαθιά αλλά έπρεπε και να μπορούν να το κρατάνε με το ένα χέρι, οπότε η λεπίδα χαρακτηριζόταν από την λεπτότητα της και το μικρό της πλάτος για λόγους βάρους. Το Tachi το φορούσαν στην μέση με την κοφτερή πλευρά της λεπίδας να κοιτά προς τα κάτω. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τους σιδηρουργούς εκείνης της εποχής.
Η εποχή των εμφυλίων που ακολούθησε (Kamakura) υπήρξε η χρυσή εποχή του ιαπωνικού σπαθιού αφού όλες οι τεχνολογικές εξελίξεις που καθόρισαν την τελική μορφή του, εμφανιστήκαν τότε. Σε αυτή την περίοδο για πρώτη φορά οι σιδηρουργοί εισήγαγαν μαλακό ατσάλι χαμηλό σε περιεκτικότητα άνθρακα, στο σκληρό πλούσιο σε άνθρακα περίβλημα του σπαθιού. Σε αυτή την περίοδο δημιουργηθήκαν τα κοντά σπαθιά Tanto για να χρησιμοποιούνται σε μάχες χέρι με χέρι. Παράλληλα τα Tachi έγιναν βαρύτερα και κοντύτερα για χρήση και με τα δυο χέρια. Το βάρος των τακτικών είχε πέσει στην ανάπτυξη του πεζικού. Μέχρι την περίοδο Muromachi είχαν εδραιωθεί οι πέντε βασικές σχολές κατασκευής του Ιαπωνικού σπαθιού με πιο γνωστή την σχολή Bizen. Tην ίδια περίοδο έκαναν την εμφάνιση τους και τα Uchigatana που ήταν σπαθιά μεσαίου μήκους για χρήση σε εσωτερικούς χώρους, και ήταν οι πρόγονοι των Wakizashi. Τέλος στη περίοδο Momoyama (1568-1603) το Tachi καταργήθηκε και εδραιώθηκε το ζευγάρι των δυο σπαθιών (Daisho) που όλοι γνωρίζουμε σήμερα, το Katana και το κοντύτερο Wakizashi. Αυτά τα σπαθιά μπορούσαν να τα φέρουν μόνο όσοι ανήκαν στην τάξη των Samurai. Εμφανισιακά το Katana είναι παρόμοιο με το Tachi, αλλά είναι ελαφρώς κοντύτερο, πιο παχύ με μεγαλύτερη μύτη, συνήθως μικρότερη καμπυλότητα, και μεγαλύτερη Tsuba (sword guard). Το Wakizashi είναι απλώς μια μικρότερη έκδοση του μεγάλου του αδερφού. Πολλές φορές οι Samurai έφεραν και ένα Tanto που χρησιμοποιούσαν για δολοφονίες και τελετουργική αυτοκτονία. Το Tanto το έφεραν και οι γυναίκες των Samurai για προστασία.
Το βασικότερο πρόβλημα που είχαν οι Ιάπωνες ήταν η έλλειψη πλουσίου ορυκτού πλούτου στη χώρα τους. Για να κατασκευαστεί το ατσάλι που χρειαζόταν για τα σπαθιά χρειάστηκε να αναπτυχθούν ορισμένες χρονοβόρες τεχνικές. Το σίδηρο το έβρισκαν σε μορφή ρινισμάτων στις κοίτες των ποταμών. Χρησιμοποιούσαν ειδικά κατασκευασμένους κλιβάνους (Tatara) οπού αναμείγνυαν τα ρινίσματα με κάρβουνο από καμένα δέντρα. Τα έψηναν σε μεγάλες θερμοκρασίες και το κατακάθι της διαδικασίας ήταν ένα πλούσιο σε άνθρακα ατσάλι. Η Tatara ήταν κατασκευασμένη έτσι ώστε να ελέγχεται η περιεκτικότητα του ατσαλιού σε άνθρακα, ανάλογα με το πιο μέρος του σπαθιού θα το χρησιμοποιούσαν. Στην ταινία του Miyazaki, Princess Mononoke, η πόλη της Λαίδης Eboshi κάνει αυτή την δουλειά χρησιμοποιώντας τα δέντρα για άνθρακα και σίδερο από την λίμνη. Οι κλίβανοι που χρησιμοποιούν οι πρώην πόρνες είναι Tatara.
Το ατσάλι που παράγεται στην Tatara ονομάζεται Tamahagane και είναι η πρώτη ύλη για τα γιαπωνέζικα σπαθιά
Τα επόμενα στάδια τώρα είναι δουλειά του σιδηρουργού. Υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που θέλει να πετύχει. Το σπαθί που θα φτιάξει θα πρέπει να μην σπάει (unbreakability), να είναι εύκαμπτο (rigidity), και να κόβει σαν ξυράφι. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνδυαστούν. Το ένα βασίζεται σε μαλακό ατσάλι (low Carbon) ενώ τα αλλά δυο χρειάζονται σκληρό ατσάλι (High Carbon). Το σκληρό ατσάλι σπάει εύκολα, ενώ το μαλακό δεν κόβει καλά. Οι Γιαπωνέζοι σιδηρουργοί κατάφεραν να συνδυάσουν τα χαρακτηριστικά αυτά χρησιμοποιώντας τρία διαφορετικά στάδια στο forging process.
* Ένα εξωτερικό περίβλημα σκληρού ατσαλιού δημιουργείται διπλώνοντας το μέταλλο μέχρι και 10 φορές η παραπάνω για να επιτευχθεί ίση κατανομή του άνθρακα στο μέταλλο και να απομακρυνθούν ατέλειες (phosphates & sulphates). Το αποτέλεσμα είναι ένα ατσάλι με πολλά επίπεδα (layers) και συγκεκριμένα αισθητικά χαρακτηριστικά (δημιουργούνται αυλακωτές γραμμές που μοιάζουν με αυτές ενός κομμένου ξύλου).
* Μαλακό ατσάλι χρησιμοποιείται για το εσωτερικό της λεπίδας και το σκληρό ατσάλι τυλίγεται γύρω του.
* Η λεπίδα επικαλύπτεται κατά το μήκος της κόψης με πηλό ανακατεμένο με στάχτη. Ο πηλός δεν καλύπτει όλο τα πλάτος της λεπίδας. Το σπαθί μετά πυρακτώνεται μέχρι να φτάσει σε μια κρίσιμη θερμοκρασία η οποία υπολογίζεται από το χρώμα της πυρακτωμένης λεπίδας. Αυτό είναι το πιο κρίσιμο σημείο που μπορεί να καταστραφεί ένα σπαθί. Ο έμπειρος σιδηρουργός θα βγάλει τη λεπίδα από την φωτιά την κατάλληλη στιγμή και θα την βουτήξει σε παγωμένο νερό. Η απότομη ψύξη σε συνδυασμό με τον πηλό θα αποφέρει μια λεπίδα, τα μέρη της οποίας ψύχθηκαν με διαφορετική ταχύτητα. Αυτό οδηγεί σε μια κόψη με σκληρή (martensitic) επιφάνεια που θα κόβει σαν ξυράφι, και μια μαλακότερη πίσω επιφάνεια (pearlitic) που είναι πιο εύκαμπτη και αντέχει σε κραδασμούς.
Ο συνδυασμός αυτών των τεχνικών οδηγεί σε ένα τέλειο σπαθί που κατέχει όλα τα επιθυμητά χαρακτηριστικά

Tα επόμενα στάδια έχουν να κάνουν με το σχήμα και τα αισθητικά χαρακτηριστικά του σπαθιού. Ο σιδηρουργός θα καθορίσει την καμπυλότητα του σπαθιού, το μήκος και σχήμα της μύτης, και τις αυλακώσεις η τα σχεδία που θα χαράξει πάνω στην λεπίδα. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά είναι προϊόν των προτιμήσεων του σιδηρουργού η του πελάτη για τον οποίο φτιάχνεται το σπαθί. Αφού ο σιδηρουργός είναι απόλυτα ευχαριστημένος από την δουλειά του, θα χαράξει την υπογραφή του στη λαβή της λεπίδας.
Το επόμενο στάδιο του Polishing (ακόνισμα) συνήθως το αναλαμβάνει ένας ειδικός τεχνίτης που είναι εξειδικευμένος σε αυτή την δουλειά. Δεν έχει καμιά σχέση με τον τροχό ακονίσματος που χρησιμοποιείται στην Ευρώπη, αλλά πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία που κρατάει τουλάχιστον ένα μήνα.
Ο Polisher χρησιμοποιεί ένα σύνολο από ειδικές πέτρες με διαφορετική επιφάνεια που τις χρησιμοποιεί διαδοχικά πάνω στην επιφάνεια της λεπίδας. Αυτό είναι μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία που απαιτεί μεγάλη τέχνη και υπομονή. Ο σκοπός είναι διπλός. Πρώτον να ακονιστεί η κόψη και να αποκτήσει τις κοπτικές ιδιότητες ενός ξυραφιού. Δεύτερον, να αναδειχθούν οι ικανότητες του σιδηρουργού κάνοντας εμφανή τα layers του διπλωμένου ατσαλιού, και παράλληλα να αναδειχθεί το Hamon που είναι το ίχνος που αφήνει στη λεπίδα η διαδικασία με το πηλό.
Το Hamon εμφανίζεται σαν μια χλωμή λευκή επιφάνεια κατά το μήκος της κόψης. Το σχήμα του εξαρτάται από το τρόπο που άπλωσε τον πηλό ο σιδηρουργός. Υπάρχουν διάφορα στυλ. Το Hamon σε συνδυασμό με τα layers του διπλωμένου ατσαλιού δημιουργούν ένα σπαθί μοναδικής ομορφιάς.
Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία του polishing, δεν σημαίνει ότι το σπαθί είναι έτοιμο. Μέχρι τώρα απλά έχουμε μια λεπίδα. Τώρα πρέπει να ντύσουμε το σπαθί. Πρέπει να κατασκευαστεί η λαβή (Τsuka), η Tsuba (sword guard), και η saya (θήκη). Όλα αυτά σε ένα περίπλοκο και ακριβό σπαθί μπορεί να απαιτήσουν διαφορετικό τεχνίτη για κάθε μέρος.
Τα μέρη αυτά του σπαθιού είναι και τα ιδία συλλεκτικά αντικείμενα και πολλές φορές είναι δημιουργήματα διάσημων τεχνιτών. Αυτό ισχύει ειδικά με τις Tsuba οι οποίες πολλές φορές έχουν περίπλοκα σχεδία από χρυσαφί και αλλά κράματα μετάλλων, και συνήθως είναι υπογεγραμμένα από τους δημιουργούς τους. Η κάλυψη της λαβής είναι κατασκευασμένη από ξύλο τυλιγμένο με δέρμα σελαχιού. Από πάνω τυλίγεται με μετάξι, μαλλί η δέρμα. Η Saya είναι συνήθως φτιαγμένη από λακαρισμένο ξύλο και είναι μερικές φορές διακοσμημένη με διακριτικά σχέδια
Μια ολοκληρωμένη πλούσια διακόσμηση που περιλαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα ρούχα ενός σπαθιού ονομάζεται Koshirae. Για λόγους κόστους, πολλές καινούριες λεπίδες εφαρμόζονται σε θήκες από λείο λευκό ξύλο, χωρίς κανένα από τα παραπάνω εξαρτήματα. Αυτό ονομάζεται Shirasaya.
Πηγή: http://www.youtube.com

''ΣΕΠΟΥΚΟ'' ή ''ΧΑΡΑΚΙΡΙ'' Αυτό που λείπει από την Ελληνική παράδοση.

«Σεπούκου» ή «Χαρακίρι»
(«Seppuku», «Hara kiri»)

Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή.



«Σεπούκου» ή «Χαρακίρι» («Seppuku», «Hara kiri»). Κατά την Ιαπωνική Παράδοση μετά την έλευση στην χώρα του Βουδισμού και την καθιέρωση του κώδικα «Μπουσίντο» («Bushido»), η τελετουργική αυτοκτονία σε περίπτωση που απειλείται η τιμή ή η αξιοπρέπεια ενός πολεμιστή ή ευγενή: «Η νίκη ή η ήττα είναι αποτελέσματα της τυχαίας δύναμης των συνθηκών. Αυτό που διαφέρει είναι η αποφυγή της αναξιοπρέπειας και αυτό γίνεται μόνο στον θάνατο» («Hagakure» ή «Ο Δρόμος των Σαμουράϊ», 1709 -1716).

Η ιδεολογική – ηθική – θρησκευτική βάση του «Σεπούκου», που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην τιμή από την διατήρηση στην ζωή, βρίσκεται στην βουδιστική αντίληψη ότι ο ανθρώπινος βίος είναι μία παροδική κατάσταση, σε συνδυασμό με την κομφουκιανή υπευθυνότητα προς την οικογένεια και τους ιεραρχικά ανώτερους, καθώς και με τον ανιμισμό και την λατρεία των προγόνων του παραδοσιακού - πολυθεϊστικού Σίντο.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΔΥΤΙΚΟ
Αναφορικά με το «Σεπούκου» γράφει ο ιστορικός Στέφεν Θάμπουλ (Stephen Tumbull): «Το σεπούκου είναι πιο γνωστό στον δυτικό κόσμο ως χαρακίρι (κόψιμο της κοιλιάς) και είναι κάτι τόσο ξένο προς την ευρωπαϊκή παράδοση, που έγινε μία από τις ελάχιστες λέξεις των σαμουράϊ που πέρασαν σε άλλες γλώσσες δίχως ανάγκη να μεταφραστούν. Το σεπούκου συνήθως γινόταν με ένα ξιφίδιο, μετά από πολύωρη προετοιμασία και τελετή στο σπίτι ή βιαστικά σε μία ήσυχη γωνία του πεδίου της μάχης, ενώ οι συμπολεμιστές κρατούσαν σε απόσταση τον εχθρό.

Στον κόσμο των πολεμιστών, το σεπούκου ήταν μία εκδήλωση του θάρρους που έπρεπε να δείξει ένας σαμουράϊ που ήξερε ότι είχε ηττηθεί ή είχε ατιμαστεί ή πληγωθεί ηθικά. Σήμαινε ότι είχε τελειώσει την ζωή του καθαρός από κάθε προσβολή και με την υπόληψή του όχι απλώς άθικτη, αλλά επιπλέον και ανεβασμένη. Το κόψιμο της κοιλιάς απελευθέρωνε το πνεύμα του σαμουράϊ με τον πιο δραματικό τρόπο, αλλά ήταν ένας υπερβολικά επώδυνος και αγωνιώδης τρόπος θανάτου, με αποτέλεσμα συχνά ο σαμουράϊ που το διέπραττε να ζητάει από έναν αφοσιωμένο σύντροφό του να τού κόψει το κεφάλι την στιγμή της κορύφωσης της αγωνίας» («Samurai. The World of the Warrior»).



ΤΟ ΤΥΠΙΚΟ ΤΟΥ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ»

Το πρώτο «Σεπούκου» έχει καταγραφεί ιστορικά κατά την περίοδο Χεϊάν (Heian, 794 - 1185) από έναν πολεμιστή από το Μιναμότο (Minamoto), ωστόσο η τέλεσή του γενικεύθηκε, καθώς και εμπλουτίσθηκε το τελετουργικό του κατά την μακρά περίοδο των εμφυλίων πολέμων «Sengoku - jidai» («Εποχή της εμπόλεμης χώρας»). Από την γρήγορη αυτοκτονία του ηττημένου σαμουράϊ στο πεδίο της μάχης, το Σεπούκου ντύθηκε σιγά - σιγά με ένα πλούσιο και επιβλητικό τελετουργικό. Λευκοντυμένος ο σαμουράϊ που πρόκειτο να αυτοχειριαστεί, γονάτιζε συνήθως στο μέσον ενός κήπου ή ενός βουδιστικού (και ουδέποτε σιντοϊστικού) Ναού μπροστά σε έναν ξύλινο δίσκο (που μετά την αυτοκτονία καιγόταν), επάνω στον οποίο βρίσκονταν χαρτί, μελάνι, μία κούπα σακέ και ένα μικρό μαχαίρι (το «tanto»). Ο αυτόχειρας έπινε συμβολικά σε 2 γουλιές το σακέ, έγραφε στο χαρτί ένα αποχαιρετιστήριο ποίημα και προχωρούσε με το «tanto» στο οριζόντιο άνοιγμα της κοιλιάς του («hara», που στον Βουδισμό είναι το κέντρο της ανθρώπινης προσωπικότητας). Δεύτερη τομή της κοιλιάς, κάθετη και προς τα επάνω, αποτελούσε δείγμα εξαιρετικής γενναιότητας και ψυχικής δύναμης (η ακραία αυτή μορφή του «Σεπούκου» λεγόταν «jumonji giri»).
Τον αυτόχειρα βοηθούσε ο λεγόμενος «καϊσάκου» («Kaishakunin», «Αξιωματικός του Θανάτου», ένας ρόλος που αποτελούσε εξαιρετική τιμή), εξουσιοδοτημένος να κόψει το κεφάλι του συντρόφου του αμέσως μετά το άνοιγμα της κοιλιάς του και να δώσει τέλος στον πόνο του. Το σπαθί του «καϊσάκου» με το οποίο είχε κόψει το κεφάλι του συντρόφου του, θεωρούμενο μολυσμένο καταστρεφόταν αμέσως μετά την τελετή. Η πιο σκληρή μορφή «Σεπούκου», που δεν απαιτούσε παρουσία «καϊσάκου», ήταν το προαναφερθέν «jumonji giri» («σταυρωτό κόψιμο»), κατά το οποίο ο αυτόχειρας πέθαινε αργά από αιμορραγία με σταυροειδώς ανοικτή την κοιλιά του.


ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Το «Σεπούκου» δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των πολεμιστών ή των ανδρών. Έχουν καταγραφεί και περιπτώσεις τέτοιου αυτοχειριασμού γυναικών ή ανήλικων παιδιών. Το γυναικείο «Σεπούκου» λεγόταν «Τζιγκάϊ» («Jigai»). Η πιο γνωστή γυναίκα αυτόχειρας με «Τζιγκάϊ» ήταν η σύζυγος του στρατηγού Νόγκι Μαρεσούκε (Nogi Maresuke) που έφυγε μαζί του το έτος 1912.

Την γενίκευση της τέλεσης «Σεπούκου» κατά την διάρκεια των ηρωϊκών χρόνων της φεουδαρχικής Ιαπωνίας (1192 - 1868), όταν πολύ συχνά οι σαμουράϊ το έπρατταν για να ακολουθήσουν στον θάνατο τον πεθαμένο κύριό τους (πρόκειται για το λεγόμενο «οϊμπάρα», «oibara» ή «τσουϊφούκου», «tsuifuku»), προσπάθησαν να σταματήσουν διάφοροι ηγεμόνες, όπως λ.χ. ο σογκούν Τοκουγκάβα Ιεϊάσου, που το 1603 απαγόρευσε με έδικτό του την τέλεση «Σεπούκου» σε όλες τις τάξεις των ακολούθων του. Οι απαγορεύσεις όμως δεν έφεραν κανέναν αποτέλεσμα, αντίθετα οι σαμουράϊ τελούσαν συχνά «Σεπούκου» και για άλλους σκοπούς, όπως λ.χ. για να διαμαρτυρηθούν για κάποια αδικία ή για να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τον κύριό τους. Με «Σεπούκου» αυτοκτόνησε στις 24 Σεπτεμβρίου 1877 ο θρυλικός «τελευταίος σαμουράϊ» Τακαμόρι Σαϊγκό (Takamori Saigο, 1827 - 1877), όταν έχασε την τελευταία του μάχη κατά των εκδυτικιστών.

ΤΟ «ΣΕΠΟΥΚΟΥ» ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ομαδικά «Σεπούκου» στρατιωτικών σημειώθηκαν το 1868 (από τους τραγικούς 20 νεαρούς πολεμιστές «Byakkotai»), το 1895 (όταν επεστράφησαν κάποια εδάφη στην Κίνα) και το 1945, στο τέλος δηλαδή του Β Παγκοσμίου Πολέμου (από αξιωματικούς, στρατιώτες, αλλά και απλούς πολίτες που δεν δέχονταν να παραδοθούν στους Αμερικανούς, αλλά και από αξιωματικούς που σπρώχτηκαν στην αναπόφευκτη παράδοση, όπως λ.χ. ο στρατηγός Κορετσίκα Ανάμι, Korechika Anami, 1887 – 15 Αυγούστου 1945).

Στην σημερινή Ιαπωνία πάντως το «Σεπούκου» αποτελεί παρελθόν, με σπανιότατες εξαιρέσεις λίγων αφοσιωμένων στην Εθνική Παράδοση Ιαπώνων. Το 1970 συγκλόνισε ολόκληρο τον κόσμο η επιδεικτική αυτοκτονία με «Σεπούκου» του βραβευμένου λογοτέχνη Γιούκιο Μίσιμα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον εξαμερικανισμό και κατά προέκταση την ηθική και πνευματική κατάπτωση της πατρίδας του.


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2007

H φιλοσοφία του τσαγιού στην Ιαπωνία με αγάπη Fuji Tomo Kazu

Η φιλοσοφία του Chado
Η θεμελιώδης φιλοσοφία του Τσαγιού εξελίχτηκε από τον Βουδισμό Ζen. Βασικό της στοιχείο είναι η περισυλλογή που οδηγεί σε βαθειά πνευματική ενόραση. Αμφότερα το Τσάι και το Ζen εξαίρουν ένα τρόπο ασκήσεως του σώματος και του μυαλού με πλήρη επίγνωση ότι έχει την δυνατότητα να καταστεί αυστηρή πνευματική πειθαρχία Ο ιδρυτής της Σχολής Urasenke, o Sen no Rikyu (1522-1591) συνόψισε τις αρχές του Τσαγιού σε τέσσερεις έννοιες : wa, kei, sei και jaku

Wa (Αρμονία)
Αυτή η λέξη σημαίνει ένα αίσθημα ενότητας με την φύση και τους ανθρώπους. Σε μια συγκέντρωση τσαγιού, η αρμονία παίζει μεταξύ του οικοδεσπότη και του φιλοξενούμενου, της διαθέσεως και της εποχής, του προσφερόμενου φαγητού και των χρησιμοποιούμενων σκευών. Η ευαισθησία στους εναλλασσόμενους ρυθμούς των εποχών, και η αρμονία με αυτές τις αλλαγές είναι πηγή της ολοένα βαθύτερης χαράς στην πρακτική του Τσαγιού. Η απρόβλεπτη φύση του καιρού είναι ένα αναπόσπαστο τμήμα της συγκεντρώσεως του τσαγιού και δεν είναι για να αποκλεισθεί, να αγνοηθεί η να θεωρηθεί ακατάλληλο. Αυτή η αρμονία με την φύση ήρεμα οδηγεί κάποιον σε μια κατανόηση του εφήμερου χαρακτήρα όλων των πραγμάτων και στο αμετάβλητο της αλλαγής.

Kei (σεβασμός)
Ο σεβασμός απορρέει φυσικά από ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης Ο σεβασμός επεκτείνεται όχι μόνο σε άλλους ανθρώπους μεταξύ των οποίων υφίσταται αλληλεπίδραση αλλά επίσης στην καθημερινή ζωή, ακόμα και σε άψυχα αντικείμενα, όπως σε σκεύη προιόντα της ανθρώπινης προσπάθειας η οτιδήποτε υπάρχει. Η εθιμοτυπία που ακολουθείται στο δωμάτιο του Τσαγιού βοηθάει ένα μαθητή του Τσαγιού να μάθει να εφαρμόζει την αρχή του Κei. Στον αμύητο ότι μπορεί να φαίνεται στην αρχή ως υπερβολικά αυστηρό και επίσημο είναι στην πράξη ένας τρόπος ενσωματώσεως του πνεύματος του σεβασμού.. Η φιλοξενία του οικοδεσπότη, το αμοιβαίο ενδιαφέρον των προσκεκλημένων για τους ίδιους και τον οικοδεσπότη και η προσεκτική μεταχείριση των σκευών αποδεικνύουν αυτόν τον σεβασμό.

Sei (καθαρότητα)
Η καθαριότητα και η τάξη, σ την φυσική και πνευματική έννοια, είναι πολύ σημαντικό τμήμα στην μελέτη του Τσαγιού. Ο Rikyu πρέπει να είχε μάθει την σημασία των απλών πράξεων του καθαρισμού στην μελέτη του Ζεν. Ακόμα και οι πιο κοινότυπες πράξεις- το πλύσιμο των πιάτων η ο καθαρισμός του πατώματος – είναι οι σπόροι της διαφώτισης Στα λόγια ενός άνδρα της Κίνας του 8ου αιώνα «Πόσο θαυμάσιο είναι αυτό, πόσο μυστηριώδες! Μεταφέρω καύσιμη ύλη, βγάζω νερό.» Όταν ο οικοδεσπότης καθαρίζει τα σκεύη του τσαγιού, αυτός η αυτή συγχρόνως εξαγνίζει την καρδιά και το πνεύμα με την συνολική συγκέντρωση σε αυτό το έργο.. Οι προσκεκλημένοι πριν να εισέλθουν στο δωμάτιο του τσαγιού, περνούν κατά μήκος του μονοπατιού του κήπου και πλένουν τα χέρια τους και ξεπλένουν τα στόματα τους σε μια χαμηλή πέτρινη λεκάνη, δια του τρόπου αυτού εξαγνίζοντας τους εαυτούς τους από «την σκόνη » του καθημερινού κόσμου έξω από το δωμάτιο του τσαγιού. Το Sei επίσης προϋποθέτει απλούστευση , δηλαδή, την διαγραφή των αχρήστων στοιχείων. Η εμφάνιση του μονοπατιού του κήπου και του δωματίου του τσαγιού είναι παραδείγματα αυτού του είδους της απλότητας.

Jaku (ηρεμία)
Έχει συχνά παρατηρηθεί στην πρακτική του Τσαγιού ότι, αν και κάποιος μπορεί εργασθεί για να επιτύχει τους πρώτους κανόνες, ο τελευταίος δεν μπορεί να επιτευχθεί με κατ ’ευθείαν προσπάθεια. Εν τούτοις με μια διαρκή πρακτική της αρμονίας, του σεβασμού και της καθαρότητας, ένα πρόσωπο του οποίου η καρδιά κλίνει προς το Τσάι είναι προετοιμασμένο να πλησιάσει την απόλυτη ακινησία και σιωπή του Jaku. Αυτή η ηρεμία είναι μακριά από μια ονειρική ψυχολογική κατάσταση. Τουναντίον είναι η δυναμική δύναμη της εσωτερικής υπάρξεως κάποιου τον οποίον εμποτίζει η πρακτική του Τσαγιού και δίνει σημασία σε μια συνάντηση τσαγιού, όμοια με τα λόγια ενός προκάτοχου του Sen Rikyu, » να είσαι κύριος της καρδιάς σου , όχι να σε υποτάσσει η καρδιά «.
Σήμερα η Ιεροτελεστία του Τσαγιού έχει διαδοθεί σε όλον τον Κόσμο, ελπίζομε δε ότι ότι και στην Ελλάδα σύντομα θα ιδρυθεί ανάλογη σχολή με την πρωτοβουλία του Ελληνο-Ιαπωνικού Συνδέσμου, ο οποίος πάντοτε υπήρξε πρωτοπόρος στην διάδοση του Ιαπωνικού Πολιτισμού και των διαφόρων εκφάνσεων του όπως συνέβη με την διάδοση της Ιkebana τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον από της ιδρύσεως της κοκ, και βεβαίως με την σοβαρή υποστήριξη της Ιαπωνικής Πρεσβείας. Ελπίζομε ότι θα βρεθεί στην προσπάθεια αυτή και ένας σύγχρονος ενθουσιώδης Μαικήνας που θα υποστηρίξει την πρωτοβουλία αυτή!
Σημασία πάντως έχει το γεγονός ότι τελευταία οι Έλληνες επιδεικνύουν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ιεροτελεστία του Τσαγιού, ίσως αποβλέποντας στην εξεύρεση τρόπων μιας εσωτερικής ηρεμίας ως διέξοδο στα καθημερινά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν για τους γνωστούς λόγους.

Η τελετουργία του τσαγιού στην Ιαπωνία με αγάπη από τον Fuji Tomo Kazu

Το τσάι εισήχθη στην Ιαπωνία από την Κίνα τον 8ο αι. Οι Κινέζοι από πολύ παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν σαν γιατρικό και του απέδιδαν θαυματουργικές ιδιότητες όπως η ενδυνάμωση της όρασης , η τόνωση της θέλησης, η γαλήνη της ψυχής. Συχνά οι βουδιστές ασκητές έπιναν τσάι για να μην εξαντλούνται εύκολα και γιατί πίστευαν πως τους βοηθούσε να βρίσκονται σε ετοιμότητα. Έτσι άρχισαν να το πίνουν σύμφωνα με συγκεκριμένο θρησκευτικό τυπικό. Με τη διάδοση του βουδισμού στην Ιαπωνία άρχισε σιγά-σιγά να διαδίδεται και το τσάι που πρώτοι το έπιναν οι ευγενείς στις πολυτελείς γιορτές τους . Τον 14ο αι. ο Μουράκο-Σούκο ανέπτυξε τις πνευματικές πλευρές του εθίμου, που έγιναν αρεστές στους Σαμουράι, ενώ μερικά χρόνια αργότερα ο Σεν νο Ρικυού, διάσημος ιερέας Ζεν και μαθητής του Σούκο επισημοποίησε την τελετή του τσαγιού αντικαθιστώντας τα κινεζικά σκεύη με ντόπια, καθιέρωσε αυστηρούς κανόνες και την απλότητα.
Η τελετή πήρε το όνομα ‘Τσα-νο-γιού’(chanoyu) αλλά είναι γνωστή και ως Sado– ιεροτελεστία του τσαγιού. Άλλοι δάσκαλοι του τσαγιού συνέχισαν την παράδοση προσεγγίζοντας όμως το θέμα από διαφορετική πλευρά ο καθένας με αποτέλεσμα να έχουν προκύψει σήμερα πολλές σχολές (Ura, Omote, Mushakoji, κ.α.) Σήμερα η γνώση της εθιμοτυπίας για την προετοιμασία του τσαγιού αποτελεί μέρος της καλής ανατροφής μιας κοπέλας.
Η ιεροτελεστία είναι μια άριστα ενορχηστρωμένη σειρά γεγονότων. Ξεκινά με την συνάντηση των καλεσμένων και τον περίπατό τους στο μονοπάτι ενός κήπου που οδηγεί σε ένα τελετουργικό τεϊοποτείο. Το μονοπάτι δεν ξεπερνάει τα 9 μέτρα και συνήθως στον κήπο βρίσκονται υποβλητικά τοποθετημένοι βράχοι, δενδράκια, και πέτρινα φανάρια που έχουν ως στόχο την δημιουργία κλίματος απόλυτης μοναξιάς . Στην άκρη του μονοπατιού πάντα βρίσκεται μια βρύση ή πηγή ώστε να πλένουν τα χέρια και το στόμα τους οι επισκέπτες που πρόκειται να μετέχουν στην τελετή. Ακολουθεί η είσοδος στο τεϊοποτείο και η γνωριμία με τον οικοδεσπότη. Η ατμόσφαιρα διαφέρει ανάλογα με την εποχή(καλοκαίρι ή χειμώνας )και ανάλογα με την ώρα της ημέρας (πρωί ή απόγευμα).
Το εσωτερικό του τεϊοποτείου είναι απλό, συνήθως στρωμένο με ψάθες , χωρίς έπιπλα με εξαίρεση ενός μικρού τραπεζιού. Συνθέσεις ικεμπάνα αποτελούν την μόνη διακόσμηση του χώρου ενώ σε κάποια γωνία βρίσκεται μια φωτιά όπου βράζει η τσαγιέρα. Στο παρελθόν πρόσθεταν κομμάτια σιδήρου μέσα στην τσαγιέρα για να βγαίνει κάποια μελωδία καθώς το νερό έβραζε η οποία θα έφτανε στα αυτιά των φιλοξενούμενων.
Oι καλεσμένοι κάθονται γονατιστοί στα χαλάκια και επιδοκιμάζουν τα σκεύη που θα χρησιμοποιηθούν στην τελετή καθώς τους τα επιδεικνύει ο οικοδεσπότης .Τα σκεύη αυτά αντικατοπτρίζουν τις αξίες του ζεν(απλότητα, ευγένεια, αυτοσυγκράτηση) και είναι τα εξής: τσαγιέρα(από σφυρηλατημένο σίδερο με ανάγλυφα), κουτάλια(από ανοιχτόχρωμο λείο ξύλο), φλιτζάνια τσαγιού(φτιαγμένα στο χέρι με ανοιχτό χρώμα και απλές γραμμές), σουρωτήρι(από πλεγμένο μπαμπού), χτυπητήρι(που μοιάζει με πινέλο ξυρίσματος), κανάτες νερού και τσαγιού. Συνήθως προτιμάται λεπτοαλεσμένο πράσινο τσάι(μάτσα).
Το τσάι ετοιμάζεται από γκέισες οι οποίες ακολουθούν συγκεκριμένο εθιμοτυπικό. Πρώτα σκουπίζουν με μεταξωτό πανί όλα τα σκεύη, έπειτα προσφέρουν γλυκίσματα στους καλεσμένους καθώς ετοιμάζουν το τσάι. Μια κουταλιά τσαγιού τοποθετείται στο φλιτζάνι του καθενός και χύνουν μέσα ζεστό νερό ανακατεύοντας με το ειδικό σκεύος ώσπου το ποτό να γίνει αφρώδες και ομοιογενές . Το πρώτο φλιτζάνι προσφέρεται στον πιο σημαντικό καλεσμένο ο οποίος πρέπει να το κρατήσει με το δεξί του χέρι, να το τοποθετήσει στην παλάμη του αριστερού του χεριού, να το φέρει στο μέτωπο, έπειτα να το στρέψει κατά 90ο σύμφωνα με τη φορά του ρολογιού, να το χαμηλώσει στο στόμα και να πιει τρεις γουλιές. Στη συνέχεια πρέπει να περάσει το ποτήρι στον διπλανό του αφού εκείνος του υποκλιθεί καθώς του προσφέρεται. Το φλιτζάνι κατά αυτόν τον τρόπο κάνει τον κύκλο των καλεσμένων.
Το τσάι έχει πικρή γεύση και η τελετή κυλάει σε πολύ αργούς ρυθμούς κάτω από απόλυτη σιωπή. Πρόκειται δηλαδή για έναν απολαυστικό τρόπο σιωπηλής συναναστροφής(σαν να είναι κανείς μόνος με συντροφιά.) Η προετοιμασία και η πόση του τσαγιού στο παρελθόν αποτελούσε σημαντικό κομμάτι της εκπαίδευσης των σαμουράι που συντελούσε στην απόκτηση πνευματικής πειθαρχίας . Εκφράζανε αυτές τις μοναδικές στιγμές με ένα ρητό : “Itsigo Itsie”-«Μια ζωή, μια συνάντηση.»

MOYSASI MIGIAMOTO Μέρος τρίτο με αγάπη από την Ιαπωνία Fuji Tomo Kazu ΙΑΠΩΝΙΑ

Γράφει ο Θανάσης  Τσακίρης: " Στο σημείο αυτό θα αναφερθούμε, κατ’ εξαίρεση, στη διδασκαλία του «αγίου των σπαθιών», δηλαδή του Ιάπωνα μονομάχου-σαμουράι Μιγιαμότο Μουσάσι (γεννήθηκε στην επαρχία Μιμασάκα και έζησε κατά τη μεταβατική περίοδο των εμφυλίων πολέμων και της διακυβέρνησης των Τοκουγκάβα).  Ανακαλύφθηκε προσφάτως από το χώρο της επιστήμης της διοίκησης των επιχειρήσεων και η διδασκαλία του θεωρείται ισάξια αυτής του Σουν Τζου μεταφερόμενη στο χώρο της οικονομίας και της πολιτικής των οργανώσεων".
Τα πέντε βιβλία του έργου του Μουσάσι είναι τα εξής:


 1. Το βιβλίο της Γης. Σ’ αυτό ο Μουσάσι τονίζει ότι ο ξιφομάχος (δηλαδή ο πολιτικός ή το στέλεχος επιχείρησης ή οργάνωσης) πρέπει να αντιλαμβάνεται τον αληθή κόσμο που δεν βρίσκεται στο πλαίσιο της ξιφομαχίας και μόνο. Με τα δικά του λόγια: «Γνώριζε τα μικρότερα και βαθύτερα πράγματα, τα επιφανειακότερα και τα βαθύτερα. Σαν να ήταν ευθύς δρόμος χαραγμένος στο έδαφος…»

 2. Το βιβλίο του Νερού. Ο Μουσάσι τονίζει ότι ο ξιφομάχος που κατέχει τις αρχές της ξιφομαχίας μπορεί να νικά εύκολα όχι μόνο τους πρώτους αντιπάλους του αλλά κάθε αντίπαλο στηριζόμενος έστω και μόνο σε ένα δεδομένο. «Με το νερό σαν βάση, το πνεύμα γίνεται σαν αυτό. Το νερό παίρνει το σχήμα του δοχείου του, είναι μερικές φορές ρυάκι και άλλες φορές άγρια θάλασσα.»

 3. Το βιβλίο της Φωτιάς. Ο Μουσάσι σ’ αυτό συζητά το θέμα του μάχεσθαι. Όπως και ο Σουν Τζου έτσι και ο Μουσάσι δεν θεωρούν πως το μεγάλο μέγεθος κάνει τη διαφορά: «Το πνεύμα της φωτιάς είναι άγριο είτε αυτή είναι μικρή, είτε είναι μεγάλη- και έτσι είναι και με τις μάχες: Ο Δρόμος στις μάχες είναι ίδιος, είτε πρόκειται για μονομαχίες είτε για μάχες με αντιπαρατασσόμενους μυριάριθμους στρατούς. Πρέπει να εκτιμήσετε το ότι το πνεύμα μπορεί να γίνει μεγάλο και μικρό. Ότι είναι μεγάλο, είναι εύκολα αντιληπτό, ότι είναι μικρό είναι δύσκολα αντιληπτό…» Η ουσία του βιβλίου της φωτιάς είναι ότι ο μαχητής πρέπει γρήγορα και νυχθημερόν να εκπαιδεύεται ώστε να αποφασίζει γρήγορα και να αντιμετωπίζει την εκπαίδευση ως μέρος της καθημερινότητας για να διατηρείται το πνεύμα απαράλλακτο.

 4. Το βιβλίο του αέρα. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Μουσάσι ασχολείται με τις παλιές, τις συγκαιρινές και τις οικογενειακές παραδόσεις στρατηγικής. Θεωρεί ότι «είναι δύσκολο να γνωρίζεις τον εαυτό σου όταν δεν γνωρίζεις τους άλλους. Σε κάθε δρόμο υπάρχουν παράδρομοι. Αν μελετάτε ημερησίως ένα Δρόμο και το πνεύμα σας αποκλίνει, μπορεί να νομίζετε ότι ακολουθείτε έναν ορθό δρόμο, αλλά αντικειμενικά αυτός δεν είναι ο αληθής Δρόμος. Αν ακολουθείτε τον Αληθή Δρόμο και αποκλίνετε λίγο, αυτό αργότερα θα καταστεί μείζων απόκλιση. Πρέπει να το συνειδητοποιήσετε αυτό.»

 5. Το βιβλίο του Κενού. Ο Μουσάσι επισημαίνει ότι με τον όρο «Κενό» εννοεί «αυτό που δεν έχει αρχή και τέλος». Όποιος τηρεί αυτή την αρχή πρέπει να κατανοεί ότι αυτό «σημαίνει να μην τηρείς την αρχή». Ο Δρόμος του Στρατιώτη, δηλαδή η στρατηγική, είναι ο Δρόμος της Φύσης. «Όταν εκτιμήσετε την ισχύ της φύσης, γνωρίζοντας το ρυθμό κάθε κατάστασης, θα μπορείτε να πλήξετε τον εχθρό φυσικά και να χτυπήσετε φυσικά.». [20]
Ορισμένα στοιχεία που πρέπει να αντιληφθεί ο κριτικός αναγνώστης του έργου του Μουσάσι και με κάθε επιφύλαξη να τα μεταφέρει σε ένα σύγχρονο πλαίσιο είναι τα ακόλουθα: «Περιγράφω το μάχεσθαι ως φωτιά. Αρχικά οι άνθρωποι σκέφτονται στενά επί των ωφελειών της στρατηγικής.(…) Στη στρατηγική μου η εκπαίδευση για να σκοτώνεις τους εχθρούς είναι μέσω πολλών αγώνων, μάχης για την επιβίωση, ανακάλυψης του νοήματος της ζωής και του θανάτου (…)» «Οι τρεις μέθοδοι για να εμποδίστε τον αντίπαλο. Η πρώτη είναι να τον εμποδίσετε με το να επιτεθείτε. Αυτό καλείται Κεν νο σεν (το καθηλώνειν). Άλλη μέθοδος είναι να τον εμποδίσετε καθώς επιτίθεται. Αυτό καλείται Τάι νο σεν (αναμονή για την πρωτοβουλία). Άλλη μέθοδος είναι όταν εσείς και ο αντίπαλός σας επιτίθεσθε ταυτόχρονα. Αυτό καλείται Τάι Τάι νο σεν (ακολουθώ και εμποδίζω).» «Επειδή μπορείτε να νικήσετε γρήγορα αποκτώντας το προβάδισμα, είναι ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στη στρατηγική, και υπάρχουν αρκετά σημεία που ενέχονται στη λήψη της πρωτοβουλίας. Πρέπει να αξιοποιήσετε πλήρως την όποια περίσταση, να προβλέψετε το πνεύμα του αντιπάλου ώστε να αντιληφθείτε τη στρατηγική του και να τον νικήσετε.»
«Γνώση των καιρών σημαίνει, αν η ικανότητά σας είναι μεγάλη, ώστε να βλέπετε ίσια στο εσωτερικό των πραγμάτων. Αν είστε βαθύς γνώστης της στρατηγικής, θα αναγνωρίσετε τις προθέσεις του αντιπάλου και ούτως θα έχετε πολλές ευκαιρίες για να νικήσετε.»
«Το ‘να γίνεστε ο αντίπαλος’ σημαίνει να σκέφτεστε ότι είστε στη θέση του αντιπάλου. Ο κόσμος τείνει να θεωρεί έναν ληστή παγιδευμένο σε ένα σπίτι σαν έναν οχυρωμένο εχθρό. Όμως, αν σκεφτόμαστε έτσι ώστε να ‘γίνουμε ο εχθρός’, αισθανόμαστε ότι όλος ο κόσμος είναι εναντίον μας και δεν υπάρχει διαφυγή.(…) 
Στη στρατηγική ευρείας κλίμακας ο κόσμος έχει πάντα την εντύπωση ότι ο αντίπαλος είναι ισχυρός και τείνει να γίνεται επιφυλακτικός. Όμως, αν έχετε καλούς στρατιώτες, αν καταλαβαίνετε τις αρχές της στρατηγικής και ξέρετε πώς να νικήσετε τον εχθρό, δεν πρέπει να ανησυχείτε για τίποτα.»
«Όταν πολεμάμε τον εχθρό, ακόμη και όταν φαίνεται ότι μπορούμε να νικήσουμε επιφανειακά χάρη στα οφέλη του Δρόμου, αν το πνεύμα του δεν συντριβεί, μπορεί να έχει νικηθεί επιφανειακώς, αλλά το πνεύμα του κατά βάθος να είναι ακατάβλητο.»
«Η ανανέωση εφαρμόζεται όταν μαχόμαστε με τον αντίπαλο και προκύπτει ένα περιπεπλεγμένο πνεύμα όπου δεν υπάρχει πιθανή επίλυση. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειές μας, να σκεφτούμε με ανανεωμένο πνεύμα την κατάσταση, και να νικήσουμε υιοθετώντας διαφορετικό ρυθμό. Η ανανέωση, όταν είμαστε σε αδιέξοδο με τον αντίπαλο σημαίνει ότι χωρίς να αλλάξουν οι συνθήκες αλλάζουμε πνεύμα και νικάμε μέσω διαφορετικής τεχνικής.» [21]
Τα αποσπάσματα από το έργο του Μουσάσι δίνονται στό πλαίσιο ενός σεμιναρίου, στο(ΕΚΠΑ-ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ) από τον Θανάση  Τσακίρη, στην εισαγωγή, με θέμα «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ»

ΜΙΓΙΑΜΟΤΟ ΜΟΥΣΑΣΙ Μέρος δεύτερο Από τον Fuji Tomo Kazu ΙΑΠΩΝΙΑ

Ο Κώδικας του Μουσάσι
Πριν πεθάνει. ο Μουσάσι άφησε ένα σημείωμα, που έχει την έννοια όρκου:
 
Κώδικας Αυτοπειθαρχίας
Κανένας δεν πρέπει να αποκλίνει από τον δρόμο της κοινωνίας.
Κανένας δεν πρέπει να παραδίδεται στην ηδονή.
Κανένας δεν πρέπει να είναι μεροληπτικός.
Κανένας δεν πρέπει να είναι εγωιστής.
Κανένας δεν πρέπει να κάνει κάτι που θα προκαλέσει τη μετάνοια.
Κανένας δεν πρέπει να θυμώνει απέναντι στην δικαιοσύνη.
Κανένας δεν πρέπει να θρηνεί τον χωρισμό του με άλλους.

Κανένας δεν πρέπει να κρύβει την δυσαρέσκειά του εναντίον άλλων.
Κανένας δεν πρέπει ν' αφήνει την καρδιά του να ταλαντεύεται από τρυφερά αισθήματα.
Κανένας δεν πρέπει να αγαπά ή να μην αγαπά πράγματα για προσωπικούς λόγους.
Κανένας δεν πρέπει να ποθεί την ζεστασιά της οικογένειας.
Κανένας δεν πρέπει να καταστρέφει τον ουρανίσκο (με πολυτελή φαγητά).
Κανένας δεν πρέπει να αγαπά τα άχρηστα εξαρτήματα.
Κανένας δεν πρέπει να ασχολείται με τα έθιμα θρησκευτικής εγκράτειας.
Κανένας δεν πρέπει να χάνει τον χρόνο του με την εκπαίδευση μη αναγκαίων όπλων.
Κανένας δεν πρέπει να φοβάται ν' αντιμετωπίσει τον θάνατο.
Καθένας πρέπει να σέβεται τους θεούς αλλά να μην βασίζεται πάνω τους.
Κανένας δεν πρέπει να παρεκλίνει από τον δρόμο του χέιχο.
Σίνμεν Μουσάσι
 
 Ο Μυστηριώδης Μουσάσι

Ήταν νεωτεριστής και ανεξάρτητος άνθρωπος. Η παραδοσιακή μορφή των μαχητικών τεχνών τον κούραζε και απορρίπτοντας το πεπαλαιωμένο πρότυπο, έγινε ο εκφραστής ενός νέου, πρωτότυπου στυλ, που δεν στηριζόταν στις πατροπαράδοτες τεχνικές, αλλά στην αυθεντικότητα της μάχης, που ήξερε τόσο καλά. Μ' αυτό τον τρόπο, κέρδισε 60 μάχες, που είχαν γίνει θρύλος πριν φτάσει στη μέση ηλικία.
Το όνομά του είναι Μιγιαμότο Μουσάσι, ένας ξιφομάχος σαμουράϊ, ο οποίος έζησε κατά τη διάρκεια της βίαιης βασιλείας των σογκούν Τοκουγκάβα στην Ιαπωνία, και τα κατορθώματα της πραγματικής του ζωής, κάνουν τα κινηματογραφικά φιλμ να ξεθωριάζουν στη σύγκριση.
Γιός μιας ασήμαντης οικογένειας σαμουράϊ, ο Μουσάσι αφοσιώθηκε μόνος του απο νωρίς στην τέχνη του κεντζούτσου (ξιφομαχία), και σπάνια τον έβλεπαν παιδί στο χωριό του χωρίς να κρατάει ένα ξύλινο εκπαιδευτικό σπαθί στο χέρι του. Σκότωσε τον πρώτο του αντίπαλο, ένα φημισμένο άρχoντα, σε ηλικία 13 χρονών και σύντομα μετά απο αυτό εγκατέλειψε την οικογένειά του και άρχισε μια ζωή με αδιάκοπη περιπλάνηση, αποδεκτές προκλήσεις σε μονομαχίες με αντίπαλους τους καλύτερους ξιφομάχους της Ιαπωνίας. Όταν τελειοποίησε τη δεξιοτεχνία του στο μονό σπαθί, άρχισε να χρησιμοποιεί επίσης το μικρό σπαθί των σαμουράι και ίδρυσε το “νίτο-ρύου”, ή τη σχολή των δυο σπαθιών. Τελικά, όταν η υπεροχή του ήταν φανερή, αποσύρθηκε στη σπηλιά ενός βουνού, ζώντας σαν ερημίτης τους τελευταίους μήνες πριν πεθάνει. Εκεί έγραψε το βιβλίo της στρατηγικής του, το Γκόρι-νoσό.
Μπορεί να δώσετε μικρή αξία στην ιστορία του ξιφομάχου, που έζησε πριν 3 αιώνες, αλλά το πέρασμα του χρόνου δεν αλλοίωσε τίποτα. Σήμερα βλέπουμε ακόμα τζουντόκα και καρατέκα που δεν διαφέρουν πολύ από τον Μουσάσι, άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για την καλοπέραση του σώματος, που ζουν για τους επόμενους αγώνες, οι οποίοι και το τελευταίο ακόμα ελεύθερο λεπτό τους το αφιερώνουν στην προπόνηση. Αναρωτιόμαστε τότε: Πώς συμβαίνει ο Μουσάσι και οι ιστορίες με τα κατορθώματά του, να εξακολουθούν να υπάρχουν στη μνήμη των Γιαπωνέζων και να θεωρείται σαν ο πιο δημοφιλής λαϊκός ήρωας, ενώ οι σύγχρονοι σωσίες του γρήγορα ξεχνιούνται απο τους θαυμαστές τους, αφού αποσυρθούν και μερικές φορές πριν ακόμα, από τον συναγωνισμό ;

Ίσως μπορεί να βρεθεί η απάντηση μέσα απο το βιβλίο του το “Γκόρι-νοσό” ή το “Book of Fiνe Rings”, ένα μυστηριώδες κείμενο πάνω στην επιδεξιότητα του ξίφους, που έγραψε ο Μουσάσι για να εξηγήσει τη φιλοσοφία του για τη μάχη. Στην Ιαπωνία, το βιβλίο θαυμάζεται το ίδιο τόσο από τους επιχειρηματίες, όσο και από τους μπουντόκα. Οι υπάλληλοι χρησιμοποιούν τις ιδέες του για να διαπραγματευθούν και για να καταστήσουν τις εταιρείες τους πιo αποδοτικές, αφού ο Μουσάσι υπoστήριξε πως ό,τι μπορεί να κάνει ο σαμουράι στη μάχη, μπορεί και σε οποιαδήποτε σχέση του και ό,τι εφαρμόζεται στην απλή μονομαχία, είναι εξίσου πραγματοποιήσιμο και στις συγκρούσεις με χιλιάδες ανθρώπους. Τώρα, μετά απο την Αγγλική έκδοση του βιβλίου, οι αθλητές των μαχητικών τεχνών της Δύσης μελετούν το Γκόρι-νοσό, με την ελπίδα να καλυτερεύσουν τις ικανότητές τους.
Ο Μιγιαμότο Μουσάσι ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος, έτσι είναι φυσικό να περιμένουμε απο τα λόγια του, να είναι απλά και ευκολοκατανόητα. Αντίθετα, οι αναγνώστες αντιμετωπίζουν σελίδες απο δυσνόητες επιγραφές και αινιγματικές συμβουλές. Η αιτία είναι διπλή. Όπως οι περισσότεροι σαμουράϊ, έτσι και ο Μουσάσι ήταν οπαδός του “ιέν”, που τόνιζε τη διαίσθηση πάνω από τη λογική, και επικρατούσε η άποψη πως το καλύτερο ήταν να δίνονται οι οδηγίες με ασάφεια, ώστε οι μαθητές να εμβαθύνουν στο νόημά τους. Και η δεύτερη αιτία ήταν, ότι οι μέθοδοι του Μουσάσι ήταν τελείως προσωπικές εμπειρίες μιας ζωής και όταν τις εξηγούσε αποδεικνύονταν δύσκολες. Επίσης είναι αρκετά δύσκολο να κατανοηθούν, γιατί προέρχονται από μια εποχή τόσο μακρινή σε μας και από έναν πολιτισμό τόσο διαφορετικό από τον δικό μας. Αλλά το να απορρίπτουμε το “Γκόρι-νοσό” θα ήταν μια απώλεια, γιατί τα μαθήματά του είναι εφαρμόσιμα και σήμερα, όπως και πριν από χιλιάδες χρόνια όταν ο περιπλανώμενος ξιφομάχος έγραψε με εκπληκτικό τρόπο γι' αυτά. Το πραγματικό μυστικό της επιτυχίας του Μουσάσι ήταν φυσικά η δίψα του για τελειότητα. Σχεδόν ολόκληρη η ζωή του είχε ένα μοναδικό σκοπό: Να γίνει όσο το δυνατόν ο καλύτερος ξιφομάχος. Οποιονδήποτε, ο οποίος είχε ένα σκοπό παρόμοιας σημασίας, τον συμβούλευε: "Να κάνεις το σώμα σου σα βράχο και δέκα χιλιάδες στιλέτα δε θα μπορούν να σ' αγγίξουν". Για να μπορέσει να κάνει το σώμα και το μυαλό του αδιαπέραστα απο πόνο, ο Μουσάσι υιοθέτησε παράξενες συνήθειες. Σπάνια έκανε μπάνιο, για να μη μπορούν να τον πιάσουν χωρίς σπαθί, και συχνά κοιμόταν έξω στη βροχή και στο χιόνι, για να σκληραγωγεί τον εαυτό του. Το σπουδαιότερο όμως ήταν, ότι αφιέρωνε πολλές ώρες σε αδιάκοπη εξάσκηση με αυτοσυγκέντρωση.

Είναι αδύνατο να ακολουθήσουν οι μαθητές στη σημερινή μας εποχή την καρτερικότητά του, σκληρή σαν πέτρα, αλλά θα πρέπει να εκτελούν τις ασκήσεις τους με την ίδια ένταση που τις έκανε και ο Μουσάσι, άσχετα με τον χρόνο που τους δίνεται.
Παρ' όλα αυτά τέτοια αφοσίωση δεν πρέπει να απομακρύνει το άτομο από άλλες δραστηριότητες. Ο Μουσάσι έτρεφε ελάχιστο σεβασμό για τους ξεροκέφαλους μπουντόκα που ακολουθούσαν ένα περιορισμένο τρόπο ζωής, ενώ ο ίδιος ασχολιόταν με τα δυο του ενδιαφέροντα, που ήταν η ζωγραφική και η ποίηση.
"Δεν θα πρέπει να έχεις ένα αγαπημένο όπλο. Να αποφεύγεις να αντιγράφεις το στυλ των άλλων, αλλά να προσπαθείς να χειρίζεσαι το ίδιο καλά όλα τα όπλα".
Μάλλον ο Μουσάσι θυμόταν τη μοναδική του ήττα όταν το έγραψε αυτό. Αν και ήταν ακαταμάχητος στο σπαθί, η εποχή του μπούσι δημιούργησε μια ατέλειωτη ποικιλία εξοπλισμού και ο Μουσάσι δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος τι όπλα θα χρησιμοποιούσε ο αντίπαλος του. Κάποτε, τον κάλεσε σε μονομαχία ο Μούσο Γκονοσούκε, που είχε ηττηθεί σε προηγούμενο αγώνα τους και ο οποίος ήταν ειδικός στο τζο, ένα κοντό ραβδί. Αν και ο Μουσάσι ήταν ο νικητής της πρώτης τους μονομαχίας, η δεύτερη είχε μεγάλη διάρκεια και ήταν σκληρή, και τελικά όταν ο Γκονοσούκε παγίδευσε το σπαθί του Μουσάσι, του χάρισε τη ζωή, γιατί ο Μουσάσι τον είχε αφήσει να ζήσει στην πρώτη τους μάχη.
Η μεγάλη ποικιλία δεν είναι τόσο ένας σπουδαίος παράγοντας στους αγώνες, αλλά ο αντίπαλος που εξοικειώνεται με άλλα στυλ η τέχνες, οπωσδήποτε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση απο εκείνον που περιoρίζει τον εαυτό του. Συχνά σε αγώνες καράτε, για παράδειγμα, βλέπεις τους αντιπάλους να έρχονται στα χέρια χωρίς αποτέλεσμα, πολύ κοντά για να εφαρμόσουν τις τεχνικές του καράτε. Αυτή είναι η πιο σπουδαία ευκαιρία για να χρησιμοποιήσεις τις κινήσεις του τζούντο και αν ένας καρατέκα έχει εκπαιδευτεί σ' αυτές, πολύ συχνά θα είναι καλύτερος απο τον αντίπαλό του που αγνοεί αυτή την τέχνη.

Τι θα σκεφτόταν ο Μουσάσι όταν έβλεπε τα εντυπωσιακά λακτίσματα και χτυπήματα που ανταλλάσσουν τη σημερινή εποχή σε αγώνες; "Το να μελετάς πολλούς τρόπους για να μαχαιρώσεις κάποιον είναι ένα σφάλμα. Στο τέλος είναι το ίδιο δολοφονία, για αυτούς που είναι πεπειραμένοι και για αυτούς που δεν είναι. Μπορούμε να αναφερθούμε σε λίγους διαφορετικούς τρόποuς, αλλά το να αμυνθείς σ' ένα εχθρό είναι ο σωστός τρόπος και οπωσδήποτε δεν χρειάζεται να το σκεφθείς πολύ". Εκατοντάδες στυλ στο κεντζούτσου εμφανίστηκαν στην εποχή του Μουσάσι, με αναρίθμητες τεχνικές. Υπήρχαν χτυπήματα με σπαθί, που είχαν εξωτικά ονόματα, όπως το "χτύπημα του Κινέζικου μπαμπού" ή το “Τεμάχισμα του Αχλαδιού” χτυπήματα για να αποκόψεις τον αντίχειρα ή για να χτυπήσεις όταν είσαι ξαπλωμένος ή βρίσκεσαι σε σκοτεινό δωμάτιο. Ο Μουσάσι τα είδε όλα, αλλά τα απόρριψε. Για αυτόν, το να κερδίσεις σημαίνει συνήθως να σκοτώσεις κάποιον, και δεν μπορούσε να καταφέρει ένα χτύπημα, μόνο και μόνο επειδή θα του φαινόταν καλό. Τις θρυλικές μονομαχίες του πάντα τις κέρδιζε, χρησιμοποιώντας τα πιο απλά και βασικά όπλα της τέχνης και στη πιο γνωστή του μάχη, εναντίον του Σασάκι Κοτζίρο, πλησίασε τον αντίπαλό. του, ένα γνωστό ξιφομάχο, με ένα κουπί στο χέρι, και τον σκότωσε σπάζοντας απλώς τον κορμό του κουπιού πάνω στο κεφάλι του.
Ο Ισάο Ινοκούμα, Πρωταθλητής της Ιαπωνίας και Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο Τζούντο, έλεγε ότι για όλες τις νίκες του και για τη ζώνη των έξι νταν, ήξερε μόνο περίπου 50 ανατροπές. Και όπως επιβεβαίωναν και οι αντίπαλοί του, τις ήξερε πολύ καλά και τις χρησιμοποιούσε την κατάλληλη στιγμή. Όπως και ο Μουσάσι, νικούσε αφού μεταχειριζόταν τις βασικές κινήσεις.
Η πίστη στον εαυτό σου εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους, κυρίως στις μαχητικές τέχνες, όπου η ικανότητα επιδεικνύεται σε κάθε κίνηση μπροστά στους δασκάλους και τους συναθλητές. Μερικοί μπουντόκα χρησιμοποιούν τις κομψές τους φόρμες για να ενισχύσoυν την αυτοπεποίθησή τους, άλλοι κρύβονται πίσω από το πέπλο του Ανατολίτικου μυστικισμού για να κάνουν τους εαυτούς τους πιο επιβλητικούς. Οι σύγχρονοι του Μουσάσι κατέφευγαν σε παρόμοια τεχνάσματα, αλλά ήταν ελλιπή για ανθρώπους σαν αυτόν. Για τον Μουσάσι, ήταν σύνηθες φαινόμενο οι απρόσμενες απειλές, οι αδιάκοπες κοινωνικές αναταραχές που συγκλόνιζαν την Ιαπωνία και ακόμα οι σποραδικές δολοφονικές απόπειρες απο ζηλότυπους αντιπάλους, και ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίζει τα προβλήματα με καθημερινή αταραξία, υιοθετώντας μια φιλοσοφία ζωής, που την παρομοίαζε με το πέρασμα ενός ποταμού.
"Αυτό σημαίνει ότι, όταν ξεκινάς για να πλεύσεις ξέρεις τη διαδρομή που θα ακολουθήσεις και σε τι κατάσταση βρίσκεται το σκάφος σου. Αν υιοθετήσεις τον παραπάνω τρόπο σκέψης, τότε αυτός θα έχει εφαρμογή σε κάθε σου δραστηριότητα. Πάντα να ακολουθείς τον δικό σου δρόμο στο πέρασμα του ποταμού" .
Μια αυτοπροσωπογραφία του Μουσάσι βρίσκεται στο Γιαπωνέζικο μουσείο τέχνης. Είναι απλά ντυμένος, αναμαλλιασμένος, ένας τρομακτικός πολεμιστής με άγριο βλέμμα και με έτοιμα τα δυο του σπαθιά. Κοιτάζοντας το άγριο ύφος του αναρωτιέται κανείς τι άνθρωπος ήταν. Αν τον κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, ο Μιγιαμοτο Μουσάσι ήταν αναμφισβήτητα ένας σκληρός άνδρας, ο οποίος αδίστακτα σκότωνε, και με όλα τα δεδομένα, ο τρόπος ζωής του ήταν αξιολύπητος. Τιποτένιος, μισητός και μόνος, δημιουργεί ένα καινούργιο πρότυπο, με το οποίο ο μαθητής των μαχητικών τεχνών μάλλον θα ακολουθήσει τη δική του καριέρα, αλλά ακόμα την τεχνική επιδεξιότητα του Μουσάσι δεν την έχει φτάσει ποτέ κανένας. Σήμερα ανάμεσα στις αντιπροσωπευτικές μορφές της ξιφασκίας αναφέρεται ακόμα σαν ένας “κενσέι”, “άγιος της λεπίδας”.  Ακόμα και αν οι μοντέρνες τεχνικές στην εποχή μας είναι το καράτε, το τζούντo και το αϊκίντο, και όχι η χρησιμοποίηση του σπαθιού, η διδασκαλία του απο το μακρινό παρελθόν, διασώζεται στο “Book of Fiνe Rings” και είναι διαχρονικής σπουδαιότητας.
"Με την προπόνηση θα μπορείς να ελέγχεις το σώμα σου και να νικάς τους άλλους με αυτό. Μετά απο πολλή εξάσκηση θα μπορείς να νικάς δέκα άνδρες μόνο με το πνεύμα σου. Όταν θα το κατορθώσεις αυτό, δεν θα σημαίνει oτι είσαι ακατανίκητος" ;
Ο Μουσάσι υποστήριξε ότι για να φτάσεις σ' αυτο το σημείο, "Βήμα με βήμα, περπάτησε τον δρόμο των χιλιάδων χιλιομέτρων. Σήμερα νικάς τον χθεσινο εαυτο σου. Αύριο νικάς τους κατώτερούς σου ανθρώπους".
Πηγή: http://www.karate.gr