Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.3.21

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΌΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ Η επιλογή έγινε από τον Στρατή.

ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΝΗΣΙ

Δεν ήταν νησί

ήταν θεριό που κείτουνταν στη θάλασσα
Ήταν η γοργόνα
η αδερφή του ΜέγαΑλέξανδρου
που θρηνούσε
και φουρτούνιαζε το πέλαγο

Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα λευτερωθεί κι εμένα η καρδιά μου
Άμα λευτερωθεί η Κρήτη
θα γελάσω.

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ

Χίμα η ψυχή να μπει μεσ’ το όνειρο της
Κι ασκώθη ορθός πονώντας τον αχό της
Ο φλογερός της αμμουδιάς πολέμαρχος
Ο μέγας ασκητής ο Δον Κιχώτης

"Σώπα ψυχή" της κράζει ο γέρος άρχος
Κι ότι άφηκε άτελο ο Θεός στη μέση
Εγώ θα το τελέψω, εγώ ο πολέμαρχος.

Τούτο ‘ναι το ρηγάτο της ιδέας
Φίδια φαρμακερά ‘ναι τα αγαθά του
Κι ένας μονάχα ανθός σγουρός της νέας
Ανύπαρκτης μας αγαπώς
Ανύπαρκτης μας αγαπώς
Η ανάρια, κρυφή, πολύ ευωδιά της Δουλτσινέας

Συνάστερο το μέγα μεσονύχτι
Θρηνιέται και μαδάει κατακορφής του
Μα αυτός, βουβός, τον μαύρο σπιρουνίζει
Κι αγάλια ξεπνεμένος της ψυχής του
Το ανέλπιδο ανηφόρι ανηφορίζει

"Σώπα ψυχή" της κράζει ο γέρος άρχος
Κι ότι άφηκε άτελο ο Θεός στη μέση
Εγώ θα το τελέψω, εγώ ο πολέμαρχος.

ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ

Με τ’ άκουρα του γένια της τρομάρας
Τα στενοσόκακα περνάει διαλάλης
Μιας σκοτεινής αμίλητης λαχτάρας
Ο μέγα γιος ο Καπετάν Μιχάλης

Μίλα και ξεχειλίζει ο νους του αντάρες
Καπνίζουν του στηθιού του οι πυρομάχοι
Κι ως κέρατα στριφτά μες τις Μαδάρες
Φυτρώνουν διακλαδίζονται οι λαχτάρες

Στραβά φοράει το φέσι, στην ανήλια,
Φοβέρα της Τουρκίας, το μόσχο χύνει
Κι αργά, βουβά, με του ματιού τ’ αρπάγια
Τα βενετσιάνικα κουνάει μουράγια

Με τ’ άκουρα του γένια της τρομάρας
Τα στενοσόκακα περνάει διαλάλης
Μιας σκοτεινής αμίλητης λαχτάρας
Ο μέγα γιος ο Καπετάν Μιχάλης

Σουρνει κρυφά το λάζο και βαθιά του
Στο μπράτσο του το μπήγει να ‘λαφρώσει
Αίμα πηδά ζεστή πηγή θανάτου
Μα δεν μπορεί τον πόνο να μερώσει

Αϊτόχαρη ψυχή μου θυγατέρα
Νάχεν η γης χειρολαβές κερκέλια
Μαζί μου ν’ ανέβει στον μπλαβό αιθέρα
Στου νου μου κρεμασμένη τα τσιγκέλια

ΚΥΡΑ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΩΝ

Κυρά μου αμπελιώτισσα,
κυρά μου αφέντρα του κρασιού
και της χαράς σ’ αφήνω γεια,
τσιμπούσι έχει ο καπετάν Μιχάλης.

Βοήθα με να βαστάξω Παρθένα μου
φώτισε, τ’ ανήμερο θεριό να ξεθυμάνει,
γρήγορα να πάω στο σπιτάκι μου.

Κυρά μου αμπελιώτισσα,
κυρά μου αφέντρα του κρασιού
και της χαράς σ’ αφήνω γεια,
τσιμπούσι έχει ο καπετάν Μιχάλης.

ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΤΟ ΔΕΙΠΝΟ

Βραδιά ανοιξιάτα, ανάλαφρο μελτέμι
Κι ορθάνοιχτο στο πέλαο παραθύρι
Αχνό το πρώτο πρώτο αστέρι τρέμει
Μέσ’ του ουρανού το δροσερό ζαφείρι

Ξυπόλυτη, ξεχτένιστη, ευωδάτη
Σαν αγαπώ που δε χαλάει χατίρι
Στον κόρφο μας η νύχτα πέφτει αφράτη
Και τ’ άστρα της αντιδονούν σαν ζίλια
Και κρέμεται η ψυχή μας πια χορτάτη
Στου βραδινού αγαθού θεού τα χείλια

Στου τραγουδιού τον άγριο πεντοζάλη
Στου στοχασμού τα πιο ψηλά μπουρίνια
Στημόνι ο νους και φάδι τ’ όνειρό σου
Και στο νησί του ύπνου μοναχός σου
Πλάθεις ψυχές και τις περνάς γιορτάνι
Κι αχούν και κλαίν και τρέμουν στο λαιμό σου

Βραδιά ανοιξιάτα, ανάλαφρο μελτέμι
Κι ορθάνοιχτο στο πέλαο παραθύρι
Αχνό το πρώτο πρώτο αστέρι τρέμει
Μέσ’ του ουρανού το δροσερό ζαφείρι

Σα στήθια απάρθενα οι μελίγγοι τρίζουν
Γένηκαν παπαρούνες τα σπαρμένα
Γελάει το δειλινό κι αντιφεγγίζουν
Στ’ άδεια νερά του ανθρώπου τα γραμμένα
Σα στήθια απάρθενα οι μελίγγοι τρίζουν
Γενήκαν παπαρούνες τα σπαρμένα

Σα δάσος ελατώμησες τον ύπνο
Κι όλα γένηκαν μπλάβοι αχνοί και πάνε
Καλεστικοί στου φεγγαριού το δείπνο
Άντρες. Θεοί, Κοπέλες ροβολάνε
Κι όλα γένηκαν μπλάβοι αχνοί και πάνε
Καλεστικοί στου φεγγαριού το δείπνο
Άντρες. Θεοί, Κοπέλες ροβολάνε
Καλεστικοί στου φεγγαριού το δείπνο

ΚΑΝΤΖΑ 22 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από την Σάννα.

 Πρώτη μέρα στὸ σχολειό

«Τόση βιάση καὶ σπουδή;
Γιὰ ποῦ πᾶς, καλὸ παιδί;
Κίνησες νωρὶς-νωρὶς
καὶ τρεχάτος προχωρεῖς;

Στάσου δὰ νὰ διασκεδάσεις
μὲ τὶς ὀμορφιὲς τῆς Πλάσης!
Κόψε ἀπ᾿ τὰ περβόλια πάλι
τοῦ χινόπωρου τὰ κάλλη!»

«Νὰ σταθῶ; Δὲν εὐκαιρῶ,
γιατὶ πάω στὸ φτερό.
Καὶ ποῦ πάω, νὰ στὸ πῶ;
Στὸ σχολειό μου π᾿ ἀγαπῶ!

Ἄνοιξε γιὰ πρώτη μέρα.
Βλέπεις τὰ παιδιὰ ἐκεῖ πέρα;
Ἔχουν μόνα τους ταιριάξει
χωριστὰ κάθε μιὰ τάξη».

«Εἶσαι, βλέπω, μαθητής.
Μὰ στὸν ὦμο τὶ κρατεῖς,
ποὺ μὲ τὴ ματιὰ τὴν πρώτη
σ᾿ ἔκαμα γιὰ στρατιώτη;»

«Εἶναι τ᾿ ἄρματά μου αὐτά,
τ᾿ ἀκριβά τ᾿ ἀγαπητά:
Τὸ κοντύλι μου κι ἡ πλάκα,
τὸ βιβλίο μου στὴ σάκα.

Κι ἔλα πιὰ νὰ σὲ χαρῶ,
μὲ ρωτᾶς κι ἀργοπορῶ...
Εἶναι ἡ ὥρα περασμένη,
ἄκου, ὁ κώδωνας σημαίνει.

Φεγγαράκι

Φεγγαράκι ἀληθινὸ
βγαίνει πίσω ἀπ᾿ τὸ βουνό.
Μιὰ φωνὴ τραγουδιστὴ
στὰ σοκάκια κελαηδεῖ,
κάποιο ἀγόρι περπατεῖ,
καὶ γλυκὰ τὸ τραγουδεῖ.
«Φεγγαράκι μου λαμπρό,
φέγγε μου νὰ περπατῶ.
Φεγγαράκι μου καλό,
χαϊδεμένο κι ἁπαλὸ
φέγγε μέσα στὴν αὐλή,
φέγγε στ᾿ ἄσπρα μας σκαλιά,
τοῦ τζαμιοῦ μας τὸ γυαλί,
στοῦ παπποῦ τ᾿ ἄσπρα μαλλιά,
φεγγαράκι μου λαμπρό,
χαρωπό, λυπητερό».
Φεγγαράκι ἀληθινό,
συργιανᾶ στὸν οὐρανό.
Τὸ τραγούδι τὸ γλυκὸ
σβήνει μὲς τὴ γειτονιά.
Τὸ παιδί, περαστικό,
θἄχει στρίψει ἀπ᾿ τὴ γωνιά.
Φεγγαράκι μου λαμπρό,
σ᾿ ἀγαπῶ σὰ θησαυρό.

Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας

Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,
στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,
τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!

Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό...

Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.

(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).

Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.

Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.

ΚΑΝΤΖΑ 22 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ.

Οι μεγάλες συγκρούσεις: Πλάτων vs Αριστοτέλης. Ηλίας Γιαννακόπουλος συγγραφέας - φιλόλογος.

 1.    «Τας ιδέας νοείσθαι μεν, οράσθαι δ’ ου»1

(Πλάτων)

2.  «Άνευ αιτίου ουδέν έστιν»2

(Αριστοτέλης)

Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο κόσμο όπου οι νόμοι και το δίκαιο της «αγοράς» τείνουν να αυτονομηθούν οι οικονομολόγοι με την ανοχή, αν όχι την αρωγή, των κοινωνιολόγων φιλοδοξούν να αναδείξουν την «οικονομία» ως το πρώτο κινούν του ανθρώπινου πολιτισμού. Στην αντίπερα όχθη οι επιστήμονες και ιδιαίτερα οι φυσικοί και αστρονόμοι αποκωδικοποιούν τα μυστικά του σύμπαντος και φιλοδοξούν να δώσουν μια πειστική απάντηση για το σημείο μηδέν της αρχής του κόσμου.

Τα τελευταία ευρήματα – σωματίδιο του Θεού και τα βαρυτικά κύματα – φαίνεται να δικαιώνουν τις προσπάθειές τους. Αυτή η αφανής διαπάλη των οικονομολόγων και φυσικών επιστημόνων είναι μια από τις πολλές εκφράσεις των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων του παρελθόντος που καθόρισαν απόλυτα τη μορφή του σύγχρονου (υλικού – πνευματικού) κόσμου.  

Πρωτεργάτες αυτών των «μεγάλων συγκρούσεων» υπήρξαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Κοινό, ωστόσο, σημείο όλων αυτών ήταν η προσπάθειά τους να αποδεσμευτούν από τα θεολογικά δεσμά του παρελθόντος και να δομήσουν ένα σύστημα ερμηνείας της πραγματικότητας πάνω στη βάση της ανθρώπινης λογικής. Η επιστήμη – στα πρώτα της βήματα – συγκρούστηκε με τα στερεότυπα των θεολογικών – κοσμογονικών μύθων.

Ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος, ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας με περισσότερη τόλμη από όλους αμφισβήτησαν την ύπαρξη των θεών και το ρόλο τους στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Η σύγκρουση αυτή προκάλεσε την εξορία κάποιων ή το κάψιμο των βιβλίων τους. Η δεύτερη σύγκρουση για τη φύση του «όντος» δίχασε τους Ίωνες φιλοσόφους (Ηράκλειτος..) και τους Ελεάτες (Παρμενίδης). Ο Εμπεδοκλής και ο Δημόκριτος προσπάθησαν να συνθέσουν τις διαφορές Ιώνων και Ελεατών προωθώντας έτσι το διάλογο αλλά και τα λογικά αδιέξοδα. Συνεχιστές της φιλοσοφικής πορείας ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης που η σκέψη τους σημάδεψε ανεξίτηλα την επιστήμη και το υπόβαθρο του σύγχρονου κόσμου.

Ο Πλάτων και ο κόσμος των «Ιδεών»

«Το αεί ον, αθάνατον και ωσαύτως έχον»3

Ο Πλάτωνας θητεύοντας στην «αυλή» του Σωκράτη και καταγράφοντας τη διδασκαλία του προσπάθησε να δώσει απαντήσεις αλλά και να βγει από τα αδιέξοδά της Ιωνικής και Ελεατικής σχολής (Ηράκλειτος vs  Παρμενίδης). Ειδικότερα, ο Πλάτων βρίσκεται πιο κοντά στις θέσεις του Παρμενίδη και προσπάθησε με τα έργα του («Τίμαιος») να λύσει το πρόβλημα της σχέσης Ιδέας και Πραγματικότητας. Η θεωρία της «μέθεξης» δίνει προβάδισμα στην αιώνια, ακίνητη και αμετάβλητη ιδέα που κάνει τον αισθητό κόσμο ωχρή απομίμηση. Το «Όν» του Παρμενίδη αποτέλεσε το υπόβαθρο της θεωρίας των Ιδεών του Πλάτωνα. Όπως το Παρμενίδειο ον, έτσι και οι Ιδέες έχουν αυθεντική ύπαρξη, συλλαμβάνονται με τη νόηση, είναι αιώνιες, αγέννητες κι άφθαρτες, ακίνητες και αμετάβλητες. Η διαφορά των Πλατωνικών Ιδεών με το ον του Παρμενίδη είναι ότι αυτές είναι πολλές.

 

 

Για τον Πλάτωνα τα «όντως όντα», τα αληθινά όντα, δηλαδή οι ιδέες είναι μόνο τα αρχέτυπα των αισθητών όντων. Οι ιδέες είναι αιώνιες οντότητες – οι κατοπινοί τις ταύτισαν με τις έννοιες – με πραγματική υπόσταση, έξω από κάθε σωματικότητα και ανεξάρτητες από την ανθρώπινη σκέψη. Οι ιδέες είναι ακίνητες˙ εκείνο που αλλάζει είναι ο αισθητός κόσμος που συνιστά το «απείκασμα» των ιδεών.

Έτσι, ο Πλάτωνας βρήκε τη διέξοδο από τη διαπάλη του Ηράκλειτου (κίνηση – μεταβολή) και του Παρμενίδη (το αγέννητον και ακίνητο ον). Στο θέμα της κατανόησης του κόσμου και των ιδεών ο Πλάτωνας βρέθηκε πιο κοντά στον Παρμενίδη, αφού θεωρεί πως αυτές δεν κατανοούνται με τις αισθήσεις αλλά μόνο με τη βοήθεια της σκέψης. Το λευκό χρώμα ενός αντικειμένου το αντιλαμβανόμαστε έτσι, γιατί «μετέχει» στην ιδέα της «λευκότητας».

  Αυτός ο δυϊσμός του κόσμου του Πλάτωνα – οι αιώνιες Ιδέες και ο κίβδηλος αισθητός κόσμος – αποτέλεσε το βάθρο πάνω στο οποίο τέθηκαν οι βασικές παράμετροι της γνωσιολογίας. Ο αισθητός κόσμος (υλική πραγματικότητα) είναι ο κόσμος της αίσθησης και της ανθρώπινης «δόξας» - γνώμης. Αντίθετα, ο κόσμος των Ιδεών είναι ο κόσμος της νόησης και της αλήθειας (α + λήθη). Ο μύθος του σπηλαίου καταγράφει με γλαφυρότητα και πρωτότυπο τρόπο τόσο την πλάνη των ανθρώπινων αισθήσεων όσο και τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να γνωρίσει τον πραγματικό κόσμος, τις Ιδέες.  

Για πολλούς μελετητές του Πλάτωνα «οι πλατωνικές Ιδέες προέκυψαν από την ανάγκη να δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στον ηθικό σχετικισμό των σοφιστών….Ο Πλάτων προτίμησε να διχοτομήσει την πραγματικότητα σε δυο ανεξάρτητα βασίλεια, παρά να αφήσει να πλανάται η σύγχυση φιλοσοφίας και σοφιστών», (Β. Κάλφας – Γ. Ζωγραφίδης).

Ο Αριστοτέλης και η Εντελέχεια

«Διότι μερικά από τα μη όντα υπάρχουν δυνάμει∙ δεν υπάρχουν πραγματικά, επειδή δεν υπάρχουν εντελεχεία»

Ωστόσο, τα δυο αυτά ανεξάρτητα βασίλεια (αισθητός κόσμος – ιδέες) απέρριψε ο Αριστοτέλης που με τις θεωρίες του προχώρησε σε μια sui generis «πατροκτονία», αφού ο Πλάτωνας υπήρξε δάσκαλός του. Για τον Αριστοτέλη, η ουσία της πραγματικότητας, η αληθινή πραγματικότητα δεν βρίσκεται έξω και πάνω από τον αισθητό κόσμο αλλά είναι ενσωματωμένη σε αυτόν. Ο άκρατος Ιδεαλισμός του Πλάτωνα δεν έγινε δεκτός από τον Αριστοτέλη, που ως εκπρόσωπος της τυπικής λογικής φάνηκε περισσότερο πραγματιστής. Γι’ αυτό πρόβαλε με έμφαση τη θέση πως οι μόνες αυθύπαρκτες οντότητες, οι μόνες ουσίες, είναι τα ατομικά, αισθητά πρόσωπα και πράγματα. Γι’ αυτόν οι Πλατωνικές Ιδέες δεν αποτελούν ξεχωριστό βασίλειο του «Όντος, αλλά απλώς ιδιότητες των πραγμάτων».

 

 

  Ο Αριστοτέλης με μεθοδικότητα και με αρωγό την εμπειρία προσπάθησε να οριοθετήσει την «ουσία» του όντος. Σύμφωνα με τη θεωρία του η ουσία ενός αντικειμένου έγκειται στη μορφή του και όχι στην «ύλη» από την οποία αποτελείται. Η ουσία, δηλαδή, δεν είναι τα υλικά, συστατικά στοιχεία. Στον Αριστοτέλη η Πλατωνική Ιδέα μετασχηματίζεται σε «μορφή». Κάθε ατομική ουσία είναι σύνθεση «μορφής» και «ύλης». Το τραπέζι, π.χ. πρώτα είναι μορφή και μετά ή λιγότερο από το υλικό στοιχείο με το οποίο είναι κατασκευασμένο (ξύλινο, σιδερένιο, πλαστικό…). Αυτή η σύνθεση – συνδυασμός Ύλης και Μορφής υπακούουν σε ένα γενικό νόμο της φύσης, ένα σκοπό. Η τελολογική αντίληψη για τον κόσμο σε συνδυασμό με την «Εντελέχεια» αποτελούν τους βασικούς πυλώνες για την ερμηνεία της ουσίας του Αριστοτελικού όντος.

  Η επίδραση του Αριστοτέλη στους αιώνες που ακολούθησαν ήταν καταλυτική και για τη φιλοσοφία των Νέων Χρόνων. Για αιώνες ήταν η αναμφισβήτητη αυθεντία. Αυτό, ίσως, νάρκωσε τις νέες ιδέες κι εμπόδισε κάπως την πρόοδο της επιστήμης. Ωστόσο, η προσφορά του στη Λογική ήταν σημαντική, στοιχείο που ανάγκασε κάποιον νεότερο Ευρωπαίο διανοούμενο να πει πως «η Ελλάδα δεν χρωστά τίποτε σε κανέναν˙ κάθε φορά που στο λόγο μας χρησιμοποιούμε το «άρα» θα πρέπει να πληρώνουμε πνευματικά δικαιώματα στη χώρα που γέννησε τον Αριστοτέλη».

Επιμύθιο

Με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη τελειώνει η δεύτερη μεγάλη σύγκρουση δυο γιγάντων της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, όπως ανάγλυφα εικονοποιήθηκε στον πίνακα η «Σχολή των Αθηνών». Η διαφορετική φορά των χεριών του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη δεν αποκάλυπτε μόνο τη συγκεκριμένη διαφωνία για τον αληθινό κόσμο αλλά και τη γενικότερη πάλη δυο αντίστοιχων κόσμων.

 

 

«Φίλος μεν Πλάτων, Φιλτάτη δε αλήθεια»

(Αριστοτέλης)

  Ωστόσο, οι «μυθικές»μορφές του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη αλλά και του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη  δώσαν το περίγραμμα μιας σύγκρουσης για το «ον»και την κίνηση. Η ασταμάτητη αλλαγή (Ηράκλειτος), το Παρμενίδειο «ον»οι πλατωνικές Ιδέες και οι θέσεις του Αριστοτέλη για την «ουσία» των όντων συνθέτουν μέσα από τη διαφορετικότητά τους τη γέννηση και την ωρίμανση της φιλοσοφικής σκέψης.

 

***ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

­1«Τις ιδέες μπορούμε να τις σκεφτούμε, αλλά όχι να τις δούμε».

­2«Δεν υπάρχει τίποτα, χωρίς αιτία».

­3«Ιδέες είναι αυτό που πάντοτε υπάρχει, που είναι αθάνατο, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση».

Οι μεγάλες συγκρούσεις: Ηράκλειτος vs Παρμενίδης. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Ο ήλιος, καθάπερ ο Ηράκλειτος φησί, νέος εφ’ ημέρη εστίν»1

(Ηράκλειτος)

«Ως ουκ έστιν τε και ως χρεών έστι μη είναι»2

(Παρμενίδης)

Το περιεχόμενο και η μορφή του ανθρώπινου πολιτισμού καθορίστηκαν όχι τόσο από τις απαντήσεις που δόθηκαν στα μεγάλα ερωτήματα (αρχή του κόσμου, το εφικτόν της γνώσης, η ύπαρξη του Θείου) αλλά από τις μεγάλες «συγκρούσεις» φιλοσόφων και επιστημόνων. Συγκρούσεις που ανέδειξαν την αγωνία του ανθρώπινου όντος να προσδιοριστεί σε σχέση με το περιβάλλον του. Οι συγκρούσεις αυτές άλλοτε εκφράστηκαν σε βίαιες κοινωνικές – πολιτικές ανακατατάξεις κι άλλοτε παρέμειναν σε καθαρά θεωρητικό – πνευματικό επίπεδο. Όσο κι αν οι πρώτες κατέχουν προνομιούχα θέση στο ενδιαφέρον των μελετητών (ιστορικών, κοινωνιολόγων…) δεν πρέπει να υποτιμάται και ο ρόλος των δεύτερων, γιατί αυτές προετοίμασαν το έδαφος για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της πνευματικής δουλείας και του πρωτογονισμού.

 

Ειδικότερα οι «μεγάλες συγκρούσεις» αφορούν την προσπάθεια να οριστεί εκείνο το στοιχείο που συνιστά την αρχή του κόσμου αλλά και εκείνο το στοιχείο που καθορίζει τη βαθύτερη δομή και μορφή του κόσμου. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της φύσης των πραγμάτων (rerum natura) πυροδότησε όχι μόνο απλές διαμάχες αλλά και «γιγαντομαχίες» περί της ουσίας των όντων. Και όλα αυτά γιατί η «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί»(Ηράκλειτος). Για να επιτευχθεί, λοιπόν, η αποκωδικοποίηση των αφανών διαδρομών της βαθύτερης ουσίας του όντος και του κόσμου απαιτήθηκε ο ορθολογισμός, η διαίσθηση και η παρατήρηση.

Χρειάστηκε μια πνευματική επανάσταση, ένα πέρασμα από το «Μύθο στο Λόγο» και μια απόρριψη των κοσμογονικών μύθων που συντηρούσαν το πνευματικό σκότος και εμπόδιζαν την κριτική σκέψη. Πρωταγωνιστές των μεγάλων αυτών συγκρούσεων υπήρξαν οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης αλλά και ο Πλάτων με τον Αριστοτέλη αποτελούν ιστορικά τα πιο εμβληματικά ζεύγη αυτών των μεγάλων πνευματικών συγκρούσεων που καθόρισαν καταλυτικά την επιστημονική πρόοδο και την πνευματική πορεία του ανθρώπου.

Ηράκλειτος vs Παρμενίδης

Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης έζησαν την ίδια εποχή αλλά είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι συναντήθηκαν (540 – 480 π.Χ./ 515 – 440 π.Χ.). Ωστόσο, οι μεταγενέστεροι μελετητές τους κατέταξαν στα άκρα ενός δίπολου πνευματικού αγώνα. Ο «αγώνας» είχε ως αντικείμενο τον ορισμό του «είναι»του «όντος» αλλά και το ακανθώδες θέμα της αλλαγής. Ο μεν Ηράκλειτος αντιπροσωπεύει την Ιωνική σχολή που τάσσεται υπέρ της πολλαπλότητας του κόσμου, ενώ ο Παρμενίδης εκφράζει με τη σκέψη του την Ελεατική σχολή που προβάλλει ως αξίωμα την ακινησία και το μονισμό του όντος. Οι πλουραλιστές (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής) πίστευαν ότι τα πάντα είναι γέννημα της κοσμικής «ροής» και της κίνησης, ενώ οι μονιστές (Παρμενίδης, Μέλισσος..) θεωρούσαν ότι ο κόσμος διέπεται από σταθερότητα και ενότητα.

Ηράκλειτος: Ο φιλόσοφος της αλλαγής

«Μεταβάλλον αναπαύεται»3

Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα είναι ενιαία, ενώ για τον Παρμενίδη δεν είναι. Ο Ηράκλειτος επιχειρηματολογεί υπέρ της διαρκούς ροής των φαινομένων, ενώ ο Παρμενίδης την απορρίπτει. Ο Ηράκλειτος, επίσης, καταδεικνύει την κρυφή αρμονία του κόσμου, την ενότητα των αντιθέτων «παλίντονος αρμονία», ενώ ο Παρμενίδης αρνείται κάθε αντίθεση και καταφάσκει υπέρ της σταθερότητας του όντος. Ο Ηράκλειτος εμπιστευόταν περισσότερο τις αισθήσεις ως πηγή γνώσης ενώ ο Παρμενίδης πίστευε πως η αλήθεια αποκαλύπτεται μόνο με τη βοήθεια της σκέψης (έννοιες….).

 

  Ειδικότερα, η σκέψη του Ηράκλειτου κινήθηκε πάνω σε δυο βασικούς άξονες: Α. Στην αφανή «ενότητα» των όντων και Β. στο αέναο «γίγνεσθαι» των πάντων. Και τα δυο βρίσκονται σε μια διαλεκτική σχέση και ισορροπούν ακολουθώντας το «λόγο» και το «μέτρο». Για τον Ηράκλειτο η πραγματικότητα «ην αεί και εστίν και έσται» .Αντί ο Ηράκλειτος να πει πως ο κόσμος είναι αιώνιος χρησιμοποιεί και τους τρεις χρόνους του ρήματος κι έτσι μας φανερώνει τη σχέση του κόσμου με το χρόνο. Εδώ βρίσκεται μια από τις θεμελιώδεις αντιθέσεις του Παρμενίδη προς τον Ηράκλειτο, αφού ο πρώτος δεν αναγνωρίζει ούτε τον Παρατατικό ούτε το Μέλλοντα. Το ον είναι αιώνιο, επειδή υπάρχει «ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν», (Παρμενίδης).

  Ωστόσο, ο Εφέσιος φιλόσοφος καθιερώθηκε ως ο εκφραστής της αέναης κίνησης του κόσμου μέσα από την εμβληματική θέση «Τα πάντα ρεί, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει», ή με το παράδειγμα του ποταμού «δις ες τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίης». Βέβαια το σημαντικότερο δεν ήταν η θέση περί της αιωνίου αλλαγής αλλά η επισήμανση της βασικής αιτίας που προκαλεί αυτήν. Το βασικό αίτιο για το σκοτεινό φιλόσοφο ήταν η πάλη των αντιθέτων. Ο «πόλεμος», ο «κεραυνός» και η «έρις»είναι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ηράκλειτος για να αποδώσει την ενότητα των αντιθέσεων που πυροδοτούν την κίνηση και την αλλαγή. Η αλλαγή, όμως, και η κίνηση υπακούουν στο «λόγο» και στο «μέτρο» που λειτουργούν ως ρυθμιστικοί κανόνες του σύμπαντος «Ήλιος γαρ ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι  εξευρήσουσιν»4

 

Παρμενίδης: Ο φιλόσοφος της ακινησίας

«Έστι γαρ είναι μηδέν δ’ ουκ έστιν»5

Σε όλα τα παραπάνω αντιτάσσεται η φιλοσοφία του Παρμενίδη. Στον αέναως κινούμενο κόσμο του Ηράκλειτου έρχεται ο στατικός αναλλοίωτοςάχρονος κόσμος του Ελεάτη φιλοσόφου. Ο Παρμενίδης, δηλαδή, δέχτηκε τη μοναδικότητα, την ενότητα και την αιωνιότητα του όντος – όπως υποστήριξε ο Ηράκλειτος, απέρριπτε, όμως, την κίνηση και τη μεταβλητότητά του. Απέκλειε την αρχή και το τέλος, τη γένεση και το θάνατο, την αύξηση και τη φθορά, την κίνηση και τη μεταβλητότητα, τη διαιρετότητα και την ασυνέχεια του όντος. Και όλα αυτά γιατί «ως αγένητον εόν και ανώλεθρον εστιν, ούλον μουνογενές τε και ατρεμές ηδέ τέλειον. Ουδέ ποτ’ ην ουδ’ έσται, επεί νυν εστιν ομού παν εν, συνεχές»6. Ο Παρμενίδης αρνείται την κίνηση και την αλλαγή μέσα από ένα διλημματικό ερώτημα «Πως μπορεί ένα πράγμα να αλλάζει χωρίς να χάνει την ταυτότητά του;».  


  Μια άλλη αντίθεση που διακρίνει τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου προς εκείνη του Παρμενίδη είναι και η εμμονή του δεύτερου στην «αλήθεια» που απορρέει από τη νόηση και όχι από τις αισθήσεις και τη «δόξα». Για τον Παρμενίδη «το γαρ αυτό νοείν εστιν τε και είναι». Το «μη ον»δεν μπορείς ούτε να το γνωρίσεις, γιατί δεν είναι γνώσιμο , ούτε και να το ονομάσεις. Για τον Παρμενίδη το κενό είναι το «μηδέν», το τίποτε. Και αφού το «μηδέν ουκ έστιν», τότε και το κενό δεν μπορεί να υπάρχει.

Επιμύθιο

Με τον παραπάνω τρόπο – κάπως σχηματικά – έχει προχωρήσει η αρχαία σκέψη (η πρώτη μεγάλη σύγκρουση): Από τον Ιωνικό Υλισμό και τη διαλεκτική του Ηράκλειτου στη στατική θεώρηση του Παρμενίδη. Αργότερα ο Εμπεδοκλής συνδύασε και τις δυο φιλοσοφικές θεωρήσεις (ριζώματα/φιλότης και νείκος), όπως και ο Δημόκριτος με τη θεωρία του για τα «άτομα» (Το παρμενίδειο ον) και το «κενό» (αιτιολόγησε την κίνηση – Ηράκλειτος). Σε κάποιο σημείο αυτής της διαπάλης (Ιώνων και Ελεατών) θα εμφανιστεί ένα άλλο ζεύγος αντιπάλων, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε δεν είναι ο ακίνητος κόσμος του Παρμενίδη αλλά ο κόσμος του Ηράκλειτου. Η σκέψη μας, όμως, και όλο το νοητικό μας οικοδόμημα, ως πνευματικών όντων, έχει Παρμενίδεια  βάθρα.

  Άρα η επιστήμη θα δικαιώσει το «χρη το λέγειν τε νοείν τ’ εόν έμμεναι»7 του Παρμενίδη ή  τη θέση του Ηράκλειτου «και γινόμενα πάντα κατ’ έριν και χρεών»8;

 

 ***ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

­1«Ο ήλιος, όπως λέει και ο Ηράκλειτος, κάθε μέρα είναι καινούργιος».

­2«Πως το είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει».

­3«Στην αλλαγή βρίσκουν τα πράγματα ανάπαυση».

­4«Ο ήλιος δεν θα υπερβεί το μέτρο∙ διαφορετικά οι Ερινύες οι βοηθοί της δικαιοσύνης θα τον βρουν».

­5«Γιατί το Είναι υπάρχει, το μηδέν όμως δεν υπάρχει».

­6«Το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλα μαζί, ένα, συνεχές».

­7«Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το Ον υπάρχει».

­8«Ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με τη διχόνοια – την σύγκρουση και την ανάγκη».

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ. Η επιλογή έγινε από την Φαίδρα.

 Ν' ΑΚΟΥΣ

Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει

Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί

Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.


[ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ III]

Γιατί ἔχω μέσα μου ἕνα νεκρό πουλί κι ἐσύ τό λυπᾶσαι
Γιατί μοῦ κρατάς τά χέρια καί τά δικά σου χέρια τά ‘χω κρυμμένα στόν ὕπνο μου
Γιατί τό σῶμα σου μοιάζει μέ ὄνειρο πού ἀκολουθεῖ τις πράξεις μου ὅλη τή μέρα
Καί λίγο λίγο μοῦ ἔρχεται στή μνήμη
Γιατί μοῦ λές γιά τήν ἀγάπη
Μοῦ λές πῶς ἀποχαιρετιόνται δυό κι ἀφἠνουν τήν ἀγάπη μόνη
Σάν το μαργαριτάρι ἔξω ἀπ’ τό στρείδι του
Γιατί μοῦ λές πολλές φορές γιά τήν ἀγάπη ὅτι εἶναι σύμπτωση
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπώ

Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω καί σέ μυρίζω ὅπως ἀρνί πού ὀσφραίνεται τό χόρτο
Γιατί δέχομαι τή φωνή σου σά νά ‘ναι σπόρος
Κι ἐγώ σά νά ‘μαι φρέσκο χώμα

Γιατί σ’ ἀγκαλιάζω πάντα κι ἀπέναντί μας μιά μέρα σημαδεύει τήν ἀγάπη μας
Ὅπως ἐμένα κάποτε πού με πρυροβολοῦσε ἡ νύχτα
Γιατί σέ βλέπω σάν πηλό καί θέλω νά σοῦ δώσω τό σχῆμα τῆς ἀγωνίας μου
Κι ὕστερα πάλι νά σέ ξαναπλάσω
Γι’ αὐτό σ’ ἀγαπῶ
Γιατί εἶσαι ἡ ἀγωνία μου

Γιατί μές στόν καιρό εἶσαι ἡ ἐλπίδα ὅπως ἡ γλύκα στοῦ καρποῦ τά βάθη
Ὅπως τά δακρυσμένα μάτια τήν ὥρα πού φεύγουμε
Γιατί εἶσαι ἡ καρδιά μου πού χτυπάει μουσικά ὅταν ἐγγίζω καί τα νύχια σου
Πού εἶναι στό δέρμα μου σά σκορπισμένα λουλούδια σέ νερό
Γιατί εἶσαι τό τραγούδι μου πού λέω τ’ ἀπογεύματα
Γι’ αὐτό σ’ αγαπῶ.

ΑΝ

Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον

Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά

Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά

Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.

ΚΑΝΤΖΑ 22 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ