Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

18.3.21

Ποίηση Δύναμη Αλλαγής. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Θεωρώ πως η ποίηση δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Αλλά μπορεί να αλλάξει τις συνειδήσεις των ανθρώπων, που φτιάχνουν τον κόσμο. Επομένως, έμμεσα είναι δυνατόν η ποίηση να επηρεάσει τον κόσμο για μια θετική αλλαγή»

(Οδ. Ελύτης)

«Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες! Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα»

(Μ. Αναγνωστάκης)

Η αλλαγή του κόσμου προς μια επιθυμητή κατάσταση αποτέλεσε ιστορικά στόχο τόσο των μεγάλων διανοητών όσο και των ανθρώπων της δράσης. Οι πρώτοι έμειναν μόνο στις διαπιστώσεις και στις ερμηνείες ενώ οι δεύτεροι προχώρησαν στην πράξη. Πολλοί υποστηρίζουν πως η αλλαγή είναι προϊόν των ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών τονίζοντας με έμφαση τον καταλυτικό ρόλο του «υλικού παράγοντα», (Μαρξισμός). Πολλοί όμως είναι κι εκείνοι που πρεσβεύουν πως η αλλαγή πρώτα συλλαμβάνεται ως στόχος – αίτημα στη σκέψη και μετά μετασχηματίζεται σε πράξη μέσα από ορισμένες ενέργειες.

Πρώτιστος, λοιπόν, παράγοντας για τους παραπάνω είναι η «πνευματική» λειτουργία του ανθρώπου και ιδιαίτερα η συνείδησή του. Στη διαμόρφωση της συνείδησης συμβάλλουν τόσο οι κοινωνικές συνθήκες όσο και το γενικότερο πνευματικό περιβάλλον. Βασική συνιστώσα αυτού θεωρείται η Τέχνη που αποκαλύπτει την «άλλη αλήθεια» της πραγματικότητας. Κατεξοχήν όμως στην αποκωδικοποίηση της άλλης «εκδοχής» του κόσμου συμβάλλει εκείνη η μορφή της Τέχνης που σχετίζεται εννοιολογικά και πραγματικά με τη δημιουργία και την αλλαγή.

Η ποίηση, λοιπόν, ως έκφραση της δημιουργικότητας του ανθρώπου γονιμοποιεί τη συνείδηση του ανθρώπου προς κατευθύνσεις που οδηγούν σε μια άλλη αντίληψη για τον κόσμο∙ και επειδή οι πράξεις των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα του τρόπου που σκεπτόμαστε γίνεται περισσότερο εναργής ο ρόλος της ποίησης στον ποιοτικό μετασχηματισμό του κόσμου.

Ποίηση και συνείδηση

Η ποίηση ως έκφραση του ωραίου αντιμάχεται την ασχήμια της πεζότητας της καθημερινής ζωής και πραγματικότητας και αποτελεί ερέθισμα – πρόκληση για αγώνες και προσπάθειες με στόχο την ανατροπή του παλιού και την εγκαθίδρυση ενός νέου κόσμου. Η ποίηση και η τέχνη γενικότερα ως φορείς και γνήσιοι εκφραστές του ωραίου αποτελούν την αντανάκλαση του εσώτερου ψυχισμού του ανθρώπου. Η γνησιότητα και η αυθεντικότητα της ανθρώπινης εσωτερικής ζωής εξωτερικεύεται και αισθητοποιείται μέσα από την ποιητική δημιουργία.

Η ποίηση εκφράζει την αθωότητα του εσωτερικού κόσμου του κάθε ατόμου χωριστά και γι’ αυτό αποτελεί τον γνησιότερο εκφραστή και αντιπρόσωπο αυτής μέσα στην ασχήμια και βαρβαρότητα του σύγχρονου κόσμου. Το ωραίο και η αθωότητα, ως έννοιες και καταστάσεις είναι αλληλένδετα και συνθέτουν το όραμα μιας μελλοντικής ανθρώπινης κοινωνίας. Με την έννοια αυτή η ποίηση, ως ο κατ’ εξοχήν αντιπρόσωπος του ωραίου και της αθωότητας, αποτελεί και προβάλλει ως μια δύναμη αλλαγής, ανανέωσης, αμφισβήτησης, ως μια δύναμη επαναστατική.

Έτσι διαμορφώνει τις συνειδήσεις των ανθρώπων αποκαλύπτοντας την αρνητική εικόνα της σύγχρονης πραγματικότητας και προκαλεί αυτήν σε μια αναμέτρηση με το καινούργιο. Όσο κι αν η πεζότητα και η ασχήμια της καθημερινής ζωής έχουν διαβρώσει και αποδιοργανώσει όλο το ανοσοποιητικό σύστημα της σύγχρονης κοινωνίας, η ποίηση είναι ικανή να αφυπνίσει τη ζύμη των κοινωνικών αλλαγών, τη συνείδηση του κάθε ανθρώπου χωριστά.

«Το ζήτημα πια έχει τεθεί:/ Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε/

όπως αυτός ο δραπέτης/ ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο/

απέναντί τους».

(Μ. Κατσαρός) 

Ποίηση και ατομικότητα

Αναμφισβήτητη είναι εξάλλου η συμβολή της τέχνης και της ποίησης ειδικότερα στον εμπλουτισμό του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Η ποίηση ως εκφραστής του ψυχικού κόσμου του ατόμου καλλιεργεί και ευαισθητοποιεί όλες εκείνες τις πτυχές της εσωτερικής διάστασης αυτού, πάνω στις οποίες δεν έχει «εξουσία» το κράτος της λογικής. Η ποίηση εκφράζοντας και αισθητοποιώντας το ψυχικό τοπίο του ανθρώπου βοηθά στην ανάπτυξη και εκδήλωση μ’ έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο όλων των προσωπικών ευαισθησιών και των «κρυμμένων» δημιουργικών δυνατοτήτων του.

Οι δημιουργικές δυνάμεις της φαντασίας και της αυτενέργειας βρίσκουν διέξοδο μέσα από τον ποιητικό λόγο. Βοηθώντας η ποίηση στην καλλιέργεια και εκδήλωση των εσωτερικών πτυχών της ανθρώπινης φύσης συμβάλλει αποφασιστικά στην εξατομίκευση του ανθρώπου και στη διάσωση – διατήρηση της μοναδικότητάς του. Η αξία ενός ανθρώπου έγκειται στην «ετερότητά» του, στον διαφορετικό εκείνο τρόπο με τον οποίο νοηματοδοτεί τον κόσμο και αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του.

Σ’ αυτό το σημείο η ποίηση ως η έκφραση της ατομικότητας του ανθρώπου διαφυλάσσει και την αυτονομία αυτού, μέσα από τον ξεχωριστό πλούτο του εσωτερικού κόσμου του καθενός ξεχωριστά. Σε μια εποχή που τείνει να περιορίσει την έκφραση του ψυχικού κόσμου και να δημιουργήσει ένα άτομο με ατροφική εσωτερική ζωή, η ποίηση προβάλλει ως ένας μηχανισμός άμυνας.

«Η ποίηση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπό μας»

(Μ. Αναγνωστάκης) 

Η ποίηση ως διαμαρτυρία

Τέλος, η τέχνη και ειδικότερα η ποίηση αποτελεί μια μορφή ατομικής και κοινωνικής διαμαρτυρίας και με την έννοια αυτή μπορεί να συμβάλει έστω και έμμεσα στην αλλαγή του κόσμου. Κατ’ αρχάς πρέπει να τονιστεί πως η τέχνη και η ποίηση εκφράζουν μια βαθιά σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο. Αυτή η ενεργητική σχέση δεν έχει τίποτα το κοινό με μιας υποτιθέμενη «απώλεια του εγώ» στην επαφή του με το «είναι». Είναι η κατάκτηση της πραγματικότητας («είναι») και η συναίρεση μ’ αυτή με στόχο την προοπτική μιας άλλης κοινωνίας.

 

 

Η ποίηση συνθέτει τις εμπειρίες, τα βιώματα και τα οράματα όλων των ανθρώπων που επιζητούν την αλλαγή του κόσμου. Η βαθιά ανθρώπινη επικοινωνία μέσα από την ποίηση είναι μια διαδικασία και μια πράξη επαναστατική και ελπιδοφόρα. Η ποίηση έχει έναν ερευνητικό και δημιουργικό ρόλο πέρα από το ρόλο της στη διεύρυνση των πνευματικών ορίων του ανθρώπου. Έχει δε η ποίηση κι έναν αναμφισβήτητο παιδαγωγικό ρόλο προς την κατεύθυνση της ηθικής τελείωσης και κοινωνικής συνειδητοποίησης του ατόμου.

Η ποίηση δίνει στον άνθρωπο μια υψηλότερη συνείδηση του εαυτού του και της δύναμής του να μεταμορφώσει τη φύση, την κοινωνία και τον εαυτό του. Η ποίηση δεν εξιδανικεύει το παρόν, το παρελθόν ή το μέλλον αλλά κεντρίζει την απαίτηση του ανθρώπου για να ξεπεράσει τον εαυτό του και μέσα απ’ αυτό να υπερβεί την πραγματικότητα. Έτσι, λοιπόν, ο ρόλος της Τέχνης και της Ποίησης είναι απαραίτητος και σημαντικός για να γίνεται ο άνθρωπος ικανός να γνωρίζει τον εαυτό του (αυτοσυνειδησία), τον άνθρωπο (ανθρωπογνωσία) και ν’ αλλάζει τον κόσμο.

«Η ένδοξη Ρώμη σε περίμενε τόσους αιώνες/ σε προφητείες έλεγε τον ερχομό σου/ κ’ εσύ αφομοιώθηκες;».

(Μ. Κατσαρός)

Επιμύθιο

«Μπορεί στις μέρες μας κανένας στίχος να μην κινητοποιεί τις μάζες», αλλά η ποίηση είναι σίγουρο ότι εμπλουτίζει τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και με την έννοια αυτή δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την αλλαγή. Εναπόκειται, λοιπόν, στον καθένα να αντισταθεί σε όλα εκείνα τα φαινόμενα που διαβρώνουν της συνείδησή του, ναρκώνουν την επιθυμία του για κάτι καλύτερο και τον οδηγούν σε μια κατάσταση απόλυτης αβουλίας και παθητικότητας. Η ποίηση μπορεί να αποτελέσει το όχημα για την εξέγερση τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Η καθολικότητα και διαχρονικότητα των ποιητικών μηνυμάτων και προτύπων μπορούν να αποτελέσουν την «εκρηκτική ύλη» για τον ποιοτικό μετασχηματισμό του κόσμου.

 


Αν μείνουμε σιωπηλοί στην καθημερινότητά μας και αφεθούμε στην ακινησία της πεζότητάς μας δίνουμε δύναμη σε όλους αυτούς που χαράσσουν τα όρια της ζωής μας και νοηματοδοτούν την ύπαρξή μας. Ο Μ. Κατσαρός το είπε καθαρά:

«Τους ύπατους εγώ ανάδειξα στις συνελεύσεις

κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα

φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα

σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία

εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου –

η θέλησή μου που καταπατήθηκε

τόσους αιώνες».

­­­Η ΕΝΣΤΑΣΗ του Πλάτωνα:Ο θείος Πλάτων τηρούσε μία επικριτική στάση απέναντι στην Ποίηση και τους Ποιητές. Θεωρούσε, δηλαδή, πως η ποίηση δεν είναι τέχνη, γιατί δεν προϋποθέτει τη βαθιά γνώση του αντικειμένου της και οφείλεται στην έμπνευση της στιγμής και στη θεϊκή επιρροή. Σημαντικό στοιχείο της επικριτικής στάσης του φιλοσόφου είναι η άποψή του πως η ποίηση συνιστά μία μίμηση μιας στρεβλής και ψευδούς πραγματικότητας που ενοικεί μόνο στις άφθαρτες Ιδέες. Έτσι η ποίηση και κάθε τέχνη σύμφωνα με τον Πλάτωνα – ως μίμηση – είναι μία διπλή «απάτη» και δεν έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα.

 

Αφιέρωμα στην 25η ΜΑΡΤΙΟΥ ως ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν για την ελευθερία της Ελλάδας μας.

 Αφιέρωμα στην 25η Μαρτίου


Η ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε το γεγονός εκείνο που σφράγισε καθοριστικά την πορεία του ελληνικού έθνους και οδήγησε στη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Οι εορταστικές εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου αποτελούν έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε όλους εκείνους τους ανθρώπους που με διάθεση αυτοθυσίας αγωνίστηκαν για τη διασφάλιση τόσο της δικής τους ελευθερίας όσο και της δικής μας. Αν σήμερα, για εμάς, η ελευθερία μοιάζει κάτι το δεδομένο, για τους Έλληνες εκείνης της εποχής ήταν κάτι το άγνωστο
 κάτι που το είχαν στερηθεί για τέσσερις αιώνες.
Η ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε όχι από ανθρώπους που διέθεταν πληθώρα χρημάτων και όπλων, αλλά από ανθρώπους φτωχούς, που ήταν, ωστόσο, διατεθειμένοι να αγωνιστούν όπως και με όποιο τρόπο μπορούσαν, φτάνοντας ως τα άκρα, μέχρι να διασφαλίσουν εκείνο που επιθυμούσαν περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο την ελευθερία τους. Η ελληνική Επανάσταση βασίστηκε κυρίως και πρωτίστως στην απόγνωση των Ελλήνων και στην απόφασή τους να μη ζήσουν άλλο υποδουλωμένοι στους Τούρκους. Η έλλειψη της ελευθερίας είχε γίνει πια ένα αβάσταχτο μαρτύριο, που καθιστούσε ακόμη και το θάνατο προτιμότερη επιλογή από την παράταση της σκλαβιάς.
Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι πως οι περισσότεροι από τους αγωνιστές εκείνης της εποχής ήξεραν πως είναι πολύ πιθανό να μη δουν οι ίδιοι την Ελλάδα ελεύθερη, αφού θα έβρισκαν πρόωρο τέλος σε κάποια μάχη. Πολέμησαν, εντούτοις, με απόλυτη αφοσίωση, γνωρίζοντας πως θυσιάζονται για τα παιδιά τους, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Χρειάστηκε, λοιπόν, η δική τους απόφαση να θυσιάσουν τη ζωή τους, προκειμένου εμείς να απολαμβάνουμε τώρα τα αγαθά της ελευθερίας. Για το λόγο αυτό οφείλουμε να τους ευχαριστούμε βαθύτατα και να τους έχουμε πάντοτε ως πρότυπο στη ζωή μας.

Όπως, βέβαια, γνωρίζουν καλά στη Μάνη, η Επανάσταση ξεκίνησε στις 17 Μαρτίου, επιλέχθηκε, ωστόσο, η 25η Μαρτίου ως ημέρα εορτασμού της ελληνικής Επανάστασης, αφενός διότι αυτή ήταν η μέρα που είχαν αποφασίσει τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας να ξεκινήσει επίσημα ο εθνικός αγώνας στον ελληνικό χώρο και αφετέρου διότι συμπίπτει με μια μεγάλη γιορτή του χριστιανισμού τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Η χαρμόσυνη είδηση της επικείμενης γέννησης του Χριστού, που  λύτρωσε τους ανθρώπους από τα δεσμά του αιώνιου θανάτου, γιορτάζεται κάθε χρόνο μαζί με την εθνική εορτή της Επανάστασης, που λύτρωσε τους Έλληνες από τη μακραίωνη δουλεία τους. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η χριστιανική πίστη αποτέλεσε σημαντική πηγή δύναμης και κουράγιου για τους μαχόμενους Έλληνες.
Η ελληνική Επανάσταση γνώρισε σημαντική στήριξη από τους κλέφτες και τους αρματολούς με τον αδιάκοπο ένοπλο αγώνα τους κατά των Τούρκων, από την Εκκλησία με την ανεκτίμητη συμβολή της στη διατήρηση της γλώσσας και της εθνικής οντότητας των Ελλήνων, από τους δασκάλους και τους λόγιους με το εκπαιδευτικό και συγγραφικό τους έργο, από τους εμπόρους και τους ναυτικούς με την οικονομική ενίσχυση που προσέφεραν, αλλά και από τον ανώνυμο ελληνικό λαό που την πραγματοποίησε με τον ηρωισμό και τις θυσίες του.
Ο αγώνας αυτός των Ελλήνων, μακροχρόνιος, άνισος, με κορυφώσεις ηρωισμού αλλά και με περιόδους κάμψης και κατάπτωσης, κατέληξε μετά από βαρύτατες θυσίες στη δημιουργία ενός κράτους μικρού σε έκταση, που δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες των αγωνιστών του 1821. Χρειάστηκαν εννιά χρόνια συνεχών αγώνων, για να δημιουργηθεί το 1830 το πρώτο ελληνικό κράτος, που περιλάμβανε μόνο την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες και τις Βόρειες Σποράδες. Θα απαιτηθούν πάνω από εκατό χρόνια πρόσθετης αγωνίας και πολέμων για να φτάσει το ελληνικό κράτος, μόλις το 1948, στα σημερινά του όρια.

Ο Μάρτιος του 1821, ο μήνας κατά τον οποίο ξεκίνησε η ελληνική Επανάσταση, ήταν πλούσιος σε γεγονότα, καθώς από τη στιγμή που έγινε η αρχή του αγώνα, στη Μάνη, η επαναστατική σπίθα μεταδόθηκε ταχύτατα και σε άλλες περιοχές της χώρας.
- Στις 17 Μαρτίου 1821 οι πρόκριτοι της Μάνης, υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, συγκεντρώνονται στο χωριό Τσίμοβα (Αρεόπολη) της Λακωνίας και υψώνουν τη Σημαία της Επαναστάσεως, που ευλογήθηκε από τους ιερείς του «Ταξιάρχη». Όλοι τους ορκίζονται «Νίκη ή Θάνατος».
- Στις 21 Μαρτίου δύναμη από 600 περίπου Έλληνες, με αρχηγούς τους Πετμεζαίους, τον Φώτηλα και τον Σουλιώτη, επιτίθεται κατά των Τούρκων στην περιοχή Καλαβρύτων και αναγκάζει τον Διοικητή της τουρκικής φρουράς να παραδώσει την πόλη.
- Στις 23 Μαρτίου δύναμη από 2.000 οπλισμένους Μανιάτες με αρχηγό τον Ηλία Μαυρομιχάλη, εισέρχεται στην Καλαμάτα και αναγκάζει τον Διοικητή της τουρκικής φρουράς να παραδώσει την πόλη. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας μπροστά στη βυζαντινή εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλογούν τις ελληνικές σημαίες και ορκίζουν τους αγωνιστές.
Την ίδια ημέρα στο «Σπαρτιατικό στρατόπεδο της Καλαμάτας» υπογράφεται η προκήρυξη του Πέτρου Μαυρομιχάλη ως «αρχιστράτηγου των σπαρτιατικών στρατευμάτων» και της «Μεσσηνιακής συγκλήτου» υπό τον τίτλο «Προειδοποίησις εις τας Ευρωπαϊκάς Αυλάς». Η προκήρυξη αυτή αποτελεί την επίσημη αναγγελία στους Ευρωπαίους της ενάρξεως του Αγώνα.
Στις 23 Μαρτίου οι Γρηγοράκηδες, μετά από συνεννόηση με τον οπλαρχηγό Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, υψώνουν τη σημαία της Επανάστασης στο Μαραθωνήσι (Γύθειο).
- Στις 24 Μαρτίου ο αρματολός της Άμφισσας Πανουργιάς, πληροφορείται την εξέγερση στην Πελοπόννησο και αμέσως καλεί τους προκρίτους της περιοχής στον Προφήτη Ηλία, όπου και κηρύσσει και αυτός την Επανάσταση.
- Στις 25 Μαρτίου 1821 ο Επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός, στην πλατεία Αγίου Γεωργίου Πατρών, κηρύσσει την έναρξη της Επαναστάσεως και ορκίζει τους αρχηγούς Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντο και Μπενιζέλο Ρούφο με τους 1.000 περίπου άντρες τους. Οι επαναστάτες αναφωνούν το ιστορικό «Ελευθερία ή Θάνατος» κάτω από τους τουρκικούς κανονιοβολισμούς του φρουρίου της πόλεως. Στη συνέχεια συστήθηκε Επαναστατικό Διευθυντήριο, που τέθηκε τιμητικά υπό την ηγεσία του Επισκόπου Γερμανού.


 
Στις 26 Μαρτίου ο Χαράλαμπος Βιλαέτης υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στον Πύργο Ηλείας.
- Στις 27 Μαρτίου ελληνικές δυνάμεις, υπό την αρχηγία του αρματολού Πανουργιά, ελευθερώνουν από τους Τούρκους την πρωτεύουσα της Φωκίδας, Σάλωνα (Άμφισσα).
Την ίδια ημέρα, ο Αθανάσιος Διάκος με τους άλλους οπλαρχηγούς και τους προκρίτους της περιοχής κηρύσσουν την επίσημη έναρξη του αγώνα στη Βοιωτία, μετά από συγκινητική δοξολογία στη Μονή του Οσίου Λουκά.
- Στις 28 Μαρτίου ελληνικές δυνάμεις με αρχηγούς τον Παναγιώτη Καλογερά και τους αδερφούς Δεσποτόπουλου, κηρύσσουν την επανάσταση στην περιοχή της Μονεμβασιάς. Ταυτόχρονα, υπό τη γενική αρχηγία του Πιέρρο Μαγγιόρο Γρηγοράκη πολιορκείται το φρούριο της Μονεμβασιάς, μέσα στο οποίο είχαν καταφύγει 4.500 Τούρκοι.
Την ίδια ημέρα ο Αθανάσιος Διάκος, επικεφαλής επαναστατικών δυνάμεων, φτάνει στον Προφήτη Ηλεία Λιβαδειάς και απαιτεί την παράδοση της πόλεως από τον διοικητή της Χασάν Αγά.
- Στις 29 Μαρτίου δύναμη από 300 Μανιάτες, υπό τον Κολοκοτρώνη, δίνει την πρώτη μάχη του Αγώνα, κοντά στον Άγιο Αθανάσιο Καρύταινας, αποκρούοντας επί εξάωρο τις λυσσώδεις επιθέσεις των 1.700 Τούρκων της Ανδρίτσαινας που προσπαθούσαν να διαφύγουν από μια διάβαση του Αλφειού ποταμού.
Ο Κολοκοτρώνης πετυχαίνει και άλλη περιφανή νίκη στη γέφυρα του ποταμού κατά την οποία διαλύει τον εχθρό, που χάνει περίπου 500 μαχητές.
- Στις 31 Μαρτίου ο Αθανάσιος Διάκος, μετά τριήμερη πολιορκία, επιτίθεται και καταλαμβάνει το φρούριο «Ώρα» της Λιβαδειάς, αναγκάζοντας τον Τούρκο διοικητή της πόλεως να την παραδώσει στους Έλληνες.

Ο Σουλτάνος και οι τουρκικές αρχές στο πρώτο άγγελμα εξέγερσης στην Ελλάδα αντέδρασαν με διωγμούς και θανατώσεις αξιωματούχων και πλουσίων κληρικών και λαϊκών. Οι διωγμοί άρχισαν από την Κωνσταντινούπολη και απλώθηκαν στη Σμύρνη, στην Κύπρο και αλλού. Από τα πρώτα θύματα ήταν ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ και ο προκάτοχός του Κύριλλος. Ο απαγχονισμός του αρχηγού της Ορθόδοξης Εκκλησίας την ημέρα του Πάσχα (10 Απριλίου) ήταν μια εγκληματική και συνάμα βέβηλη πράξη, η οποία προκάλεσε βαθιά αίσθηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συμπάθεια υπέρ των Ελλήνων.
Στα δύο πρώτα χρόνια του Αγώνα οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας προσέφεραν υπηρεσία πολύ σημαντική για την εδραίωση της Επανάστασης: με πράξεις αξιοθαύμαστες αναχαίτισαν πολυάριθμες τουρκικές δυνάμεις που όδευαν προς την Πελοπόννησο για να καταπνίξουν εκεί την Επανάσταση στην αρχική κοιτίδα της.
Στην Πελοπόννησο η επικράτηση των Ελλήνων ήταν σχεδόν πλήρης μόνο μερικά φρούρια απέμεναν στα χέρια των Τούρκων κι αυτά πολιορκούνταν. Έργα θαυμαστά έγιναν πολλά, σημαντικότατα όμως από την πλευρά του στρατιωτικού αποτελέσματος ήταν η άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) και η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822 στις διαβάσεις των Δερβενακίων (από το Άργος προς την Κόρινθο).
Την ίδια αυτή περίοδο η δράση του ελληνικού στόλου έδειξε την πολλαπλή χρησιμότητά του για την όλη επαναστατική προσπάθεια. Οι Έλληνες ναυτικοί αξιοποιώντας την πείρα τους, τα ευέλικτα πλοία τους και τα πυρπολικά, με αξιοθαύμαστη τόλμη προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στον Αγώνα: έλαβαν μέρος στην πολιορκία παράλιων φρουρίων και εφοδίασαν τις ελληνικές δυνάμεις της ξηράς, εμπόδισαν τον τουρκικό στόλο να προσφέρει βοήθεια ή να κάνει μεταφορές για εξυπηρέτηση τουρκικών στρατευμάτων, που κινούνταν στον ηπειρωτικό ελληνικό χώρο. Ο Δράμαλης, για παράδειγμα, έμεινε αβοήθητος.
Ο ελληνικός στόλος, παρά τη δυναμική παρουσία του, δεν κατάφερνε πάντοτε να προφυλάξει τις ελληνικές περιοχές. Μια πρώτη τέτοια ατυχία αποτέλεσε η καταστροφή της Χίου, το Πάσχα του 1822. Η αγριότητα των Τούρκων σε βάρος του άμαχου πληθυσμού ήταν τόση στην περίπτωση αυτή, ώστε η τραγωδία της Χίου να προκαλέσει κατακραυγή εναντίον τους και συμπάθεια για τον ελληνικό αγώνα. Ο Κανάρης, μάλιστα, φρόντισε να πάρει σύντομα εκδίκηση, ανατινάζοντας στις 6 Ιουλίου ένα μεγάλο τουρκικό πολεμικό πλοίο, με πλήρωμα 2.000 ναυτών, στο λιμάνι της Χίου, κερδίζοντας δόξα αθάνατη για τον ίδιο και θαυμασμό για τους Έλληνες ναυτικούς. Προκάλεσε ταυτόχρονα τρόμο στους Τούρκους, οι οποίοι κλείστηκαν από τότε για δύο χρόνια στα Στενά του Βοσπόρου.

Η σφαγή της Χίου, που σήμανε το βίαιο θάνατο πάνω από 40.000 Ελλήνων προκάλεσε τεράστια εντύπωση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ενισχύοντας σημαντικά το φιλελληνικό κίνημα.
Δύο χρόνια μετά μια ανάλογη καταστροφή θα συγκλονίσει τον ελληνικό κόσμο. Αυτή τη φορά θύματα θα είναι οι Έλληνες που ζούσαν στα Ψαρά. Τον Ιούνιο του 1824 οι Τούρκοι θα καταλάβουν το νησί αυτό και θα προβούν σε μία ανελέητη σφαγή των κατοίκων του. Στα Ψαρά τότε, εκτός από τους 7.000 ντόπιους κατοίκους, είχαν καταφύγει και 23.000 περίπου πρόσφυγες από τα γύρω ελληνικά παράλια καθώς και από τη Χίο, τα Μοσχονήσια και άλλα μέρη, αναζητώντας καταφύγιο και προστασία από τους Ψαριανούς.
Ο Ψαριανός ναύαρχος Νικόδημος αναφέρει στο «Υπόμνημα της νήσου των Ψαρών» ότι ο σουλτάνος εξοργισμένος για τις ενέργειες των τολμηρών Ελλήνων ναυτικών, όταν είδε στον χάρτη το μικρό στίγμα, που αντιπροσώπευε τα Ψαρά, αποφάσισε την ολοκληρωτική καταστροφή τους. Έδωσε αμέσως διαταγή να ετοιμασθεί μεγάλη μοίρα του στόλου του και να καταστρέψει το μικρό σε έκταση αλλά δραστήριο νησί.
Ένα χρόνο μετά ο Διονύσιος Σολωμός θα συνθέσει ένα λιτό, αλλά έξοχο επίγραμμα για να τιμήσει τους θυσιασθέντες Ψαριανούς. Ο ποιητής συγκλονισμένος, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, επιχειρεί με τους στίχους του να τονίσει πως ο χαμός των ηρωικών αυτών Ελλήνων θα συνοδευτεί από αθάνατη δόξα, που θα υπενθυμίζει πάντοτε την πολύτιμη θυσία των Ψαριανών στον επαναστατικό αγώνα της Ελλάδας.

Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια

Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.

Στα τραγικά γεγονότα του αγώνα συγκαταλέγεται κι μοίρα των Μεσολογγιτών, οι οποίοι γνώρισαν αλλεπάλληλες πολιορκίες από τον τουρκικό στρατό. Παρά τη σθεναρή αντίσταση που πρόβαλαν για καιρό, η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά γι’ αυτούς όταν ο Σουλτάνος ζήτησε τη συνδρομή του πασά της Αιγύπτου. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στις αρχές του 1825 στην Πελοπόννησο και λίγο αργότερα πολιόρκησαν το Μεσολόγγι από τη θάλασσα, καθιστώντας ασφυκτική την την τουρκική πολιορκία από τη στεριά. Η φρουρά του Μεσολογγίου ύστερα από δυναμική αντίσταση ενός έτους (1825-1826) αποφάσισε στις 10 Απριλίου ηρωική έξοδο και μετέτρεψε τη στρατιωτική ήττα σε θρίαμβο πατριωτικής αρετής.

Η τελευταία μάχη του αγώνα θα δοθεί στις 12 Σεπτεμβρίου του 1829 στο στενό της Πέτρας μεταξύ Θήβας και Λιβαδειάς, όπου θα συγκρουστούν 2.500 Έλληνες υπό τους Δ. Υψηλάντη, Δυοβουνιώτη και Κριεζιώτη, με 5.000 Τούρκους του Ασλάμπεη και του Οτζάκ Αγά. Με τη νίκη σε αυτή τη μάχη οι Έλληνες θα αναγκάσουν τους Τούρκους να τους παραχωρήσουν την περιοχή της Λιβαδειάς, τις Θερμοπύλες, καθώς και την περιοχή της Αλαμάνας.
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1830 η Διάσκεψη του Λονδίνου, ύστερα από αγγλική πρόταση, διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, με το άρθρο 1 πρωτοκόλλου που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Η διακήρυξη αυτή της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας συνιστούσε διεθνή αναγνώριση ελληνικού κράτους. Την ίδρυσή του, δηλαδή, και την έναρξη της υπάρξεώς του από την άποψη της διεθνούς κοινωνίας.
Ο πολυετής αγώνας των Ελλήνων, οι χιλιάδες νεκροί που είχαν θυσιαστεί για την πατρίδα, οι απερίγραπτες κακουχίες που είχαν βιώσει γυναίκες και μικρά παιδιά, έφεραν το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Η Ελλάδα είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους κι οι Έλληνες είχαν αποκτήσει ένα ανεξάρτητο κράτος. Το ίδιο αυτό κράτος στο οποίο έχουμε εμείς τη δυνατότητα να ζούμε ελεύθεροι και να κάνουμε σχέδια για το μέλλον μας.
ΠΗΓΗ: https://latistor.blogspot.com/

Διονύσιος Σολωμός, Εθνικός Ύμνος (Ύμνος εις την Ελευθερίαν) του Κωσταντίνου Μάντη.

 Διονύσιος Σολωμός, Εθνικός Ύμνος (Ύμνος εις την Ελευθερίαν)


Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετράει τη γη.

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Ο ύμνος απευθύνεται στη θεϊκή προσωποποιημένη Ελευθερία, η οποία, παρά τη μακραίωνη απουσία της, είναι οικεία στον ποιητή. Την αναγνωρίζει απ’ την πρώτη στιγμή. Την αναγνωρίζει απ’ το κοφτερό της σπαθί, που σκορπίζει ολόγυρα τον τρόμο και το θάνατο στους εχθρούς∙ την αναγνωρίζει κι απ’ το βλέμμα της, απ’ τη ματιά της που με βιασύνη αναμετράει τη γη, την όποια ήρθε για ν’ απαλλάξει απ’ τα δεσμά της δουλείας.
Το ποίημα συντίθεται ενόσω διαρκεί η επανάσταση, και προτού το ζήτημα της απελευθέρωσης των Ελλήνων περάσει στα χέρια της διπλωματίας. Αιματηρές μάχες, πολύνεκρες πολιορκίες και βίαιη εκδίωξη των δυναστών συνιστούν τα αναγκαία χαρακτηριστικά της περιόδου εκείνης, που έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα των υπόδουλων Ελλήνων. Ο ποιητής κινούμενος απ’ τον επαναστατικό ενθουσιασμό της εποχής του τονίζει επίσης και την ταχύτητα με την οποία το απελευθερωτικό κίνημα σαρώνει τη για αιώνες εδραιωμένη κυριαρχία των Τούρκων. Η θεϊκή Ελευθερία δρα με τρόπο βίαιο και γοργό προκειμένου να επιστρέψει εκ νέου στην πολύπαθη χώρα.
Η ανάδυση, μάλιστα, της Ελευθερίας βασίζεται στους ιερούς νεκρούς των Ελλήνων. Στους ανθρώπους εκείνους που θυσιάστηκαν για χάρη της πατρίδας τους, αλλά και στους προγόνους των Ελλήνων, οι οποίοι ύμνησαν και τίμησαν με το παράδειγμά τους την αξία της ελευθερίας. Οι επαναστατημένοι Έλληνες αντλούν δύναμη και έμπνευση απ’ τους προγόνους εκείνους που θεωρούσαν πάντοτε την ελευθερία ως αδιαμφισβήτητη προϋπόθεση για την ύπαρξή τους.
Με το παράδειγμα των προγόνων και με τη θυσία των συμπατριωτών να δίνουν κουράγιο και δύναμη στους μαχόμενους Έλληνες, η Ελευθερία επανέρχεται γεμάτη γενναιότητα, όπως και πρώτα, όπως και τότε που οι Έλληνες δεν μπορούσαν να ζουν παρά μόνο αν ήταν ελεύθεροι.
Η επιφώνηση του τελευταίου στίχου συνδέει την έλευση της Ελευθερίας με τη χαρά και την αγαλλίαση που προκαλεί στους Έλληνες η αίσθηση πως σύντομα θα κατορθώσουν να ζήσουν και πάλι ελεύθεροι.

Η λέξη βία προφέρεται ως μονοσύλλαβη (βια), καθώς για μετρικούς λόγους έχουμε συνίζηση, και σημαίνει βιασύνη (βια όχι βί-α). [Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γιώργου Μπαμπινιώτη]
Αντίστοιχη ερμηνεία της λέξης δίνεται και στο Ελληνικό Λεξικό των Τεγόπουλου - Φυτράκη.

Στο ποίημα ακολουθείται πλεχτή ομοιοκαταληξία, ο 1ος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον 3ο και ο 2ος ομοιοκαταληκτεί με τον 4ο. Το μέτρο είναι τροχαϊκό, βασίζεται δηλαδή στην εναλλαγή μιας τονισμένης με μια άτονη συλλαβή.
Που / με / βία / με / τράει / τη / γη

Σχόλια του Διονύσιου Σολωμού:
Όταν επρωτοδιαβάσθηκε το ποίημα, κάποιοι είπαν: Κρίμα! υψηλά νοήματα και στίχοι σφαλμένοι! Για να δεχθώ την πρώτην, ακαρτερώ να δικαιολογήσουν την δεύτερη παρατήρηση. Μα τον Δία που εσάστισα! Αύριο θέλει έρθη και κανένας να μου δείξη τ’ αλφαβητάρι με το κονδύλι στο χέρι∙ αλλά εγώ του το παίρνω και απιθώνω την άκρην του εις τα μεγάλα ονόματα του Δάντη και του Πετράρχη, του Αριόστου και του Τάσσου, και εις τα ονόματα όσων στιχουργώντας τους ακολούθησαν, και του λέγω: Λάβε την καλοσύνην, Διδάσκαλε, να γύρης τ’ αυτιά σου εδώ πάνου, και μέτρα. Κάθε συλλαβή είναι ένα πόδι, και για μας και για αυτούς, όποιος και αν είναι ο στίχος∙ όμως εσύ δεν ηξεύρεις να τα μετράς. Το φωνήεν, με το οποίον τελειώνει η λέξη, χάνεται εις το φωνήεν, με το οποίον η ακόλουθη αρχινά∙ όμως το προφέρω επειδή έτσι με συμβουλεύει η τέχνη της αληθινής αρμονίας. Το ια (βία), το εει (ρέει), το αϊ (Μάι) και τα εξής, όταν δεν είναι εις το τέλος του στίχου, δεν κάνουν παρά μία συλλαβή. Το τιμή είναι ομοιοτέλευτο με το πολλοί, το κακός με το τυφλός, το εχθές με το πολλές. Τούτοι οι κανόνες έχουν κάποιες εξαίρεσες, τες οποίες όποιος έχει καλά θρεμμένη με τους Κλασικούς την ψυχήν του βάνει εις έργον, χωρίς τόσο να συλλογίζεται, εις την ίδιαν στιγμήν εις την οποίαν μορφώνει την ύλη. Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, η αρμονία του στίχου δεν είναι πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα ψυχής∙ μ’ όλον τούτο, αν φθάσης να μου αποδείξης ότι σφάλλω τους στίχους, θέλει γράψω των Ιταλών και των Ισπανών, να τους δώσω την είδησιν, ότι τους έσφαλαν έως τώρα και αυτοί, και μη φοβάσαι να σου πάρω για την εφεύρεσιν το βραβείον, γιατί θέλει σε μελετήσω. ...

Σχόλια του Ιάκωβου Πολυλά:
Και πραγματικώς η πρόοδός του εις τη γλώσσα φαίνεται απίστευτη, αν σκεφθή τινάς ότι τότε (τον Μάιον 1823) έγραψε, εις το διάστημα, ως λέγεται ενός μηνός, τον Ύμνον εις την Ελευθερία. Και τωόντι, αν είναι αληθινόν ότι ο καθαρός Ελληνισμός στέκεται εις τη ζωντανή φωνή, εις το σεμνό κάλλος της μορφής και εις το ξάστερο βάθος του λόγου, βέβαια τούτο το ποίημα έβγαινε ως ο πρώτος γνήσιος καρπός της ελληνικής φαντασίας, ύστερ’ από είκοσι αιώνες του μαρασμού της. Αυτό ο αυγερινός του ελληνικού ουρανού έλαμψε ήδη εις δύο γενεές ανθρώπων με φως αθάμπωτο και παρηγορητικό, από το οποίον κατεβαίνει εις κάθε γενναία ψυχή το θάρρος εις τα μέλλοντα καλά και όμορφα του Ελληνισμού. Εις τον Ύμνον ο Σολωμός έδειχνε ότι ήδη ήταν ικανός να ρυθμίζη το ύφος του κατά τα διαφορετικά ποιητικά αντικείμενα. Επικρατεί με αμίμητην απλότητα, ο ελεγειακός χαρακτήρας εις το προοίμιον (στρ. 3-14), όπου ο ποιητής ενθυμίζει το περασμένο∙ και κανονικώς το έκαμε, διότι δίχως την αρχαίαν λαμπρότητα, δίχως την υπομονή μες στα πολύχρονα παθήματα, δεν εννοείται η ακαταμάχητη ορμή του αυτόνομου ελληνικού πνεύματος, όπου παρουσιάζεται εις τη φαντασία του ποιητή βγαλμένο από τα ιερά κόκκαλα των προγόνων, με την ακονισμένη ρομφαία και με το μάτι οπού με βία μετράει τη γη, ως να εθαρρούσε ότι γλήγορα θα την κάμη δική του. ...

Σχόλια του Λίνου Πολίτη:
Το Μάιο του 1823, σ’ ένα μήνα μέσα και σε μια συνεχή διάθεση λυρικού ενθουσιασμού, θα γράψει τις 158 στροφές του Ύμνου εις την Ελευθερία. Ένα ποίημα πηγαίο, ορμητικό, νεανικό, πολύ πιο ψηλά από τη μέση στάθμη των νεανικών ποιημάτων, ποίημα της επιτυχίας, που καθιερώνει αμέσως τον εικοσιπεντάχρονο ποιητή. Η Ελευθερία, μορφή ποιητική και όχι ψεύτικη, αλληγορική, που ταυτίζεται με την Ελλάδα, αστράφτει από την πρώτη στιγμή γνώριμη στα μάτια του ποιητή: Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή, / σε γνωρίζω... Αφού δώσει στο προοίμιο τα περασμένα βάσανα της σκλαβιάς και τη δύναμη τώρα της Ελευθερίας, περιγράφει ένα ένα τα κατορθώματά της, δηλ. τα κυριότερα γεγονότα του Αγώνα ως την εποχή που γράφει. Η άλωση της Τριπολιτσάς, πρωτεύουσας του Μοριά, η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων, παίρνει έκταση επική και δραματική, η καταστροφή της μεγάλης στρατιάς του Δράμαλη κοντά στην Κόρινθο, σαν αργή κίνηση μουσικής συμφωνίας, δίνεται με μια διάθεση ειδυλλιακή, ενώ το δραστικό περιγραφικό ύφος του πρώτου μέρους ξαναγυρίζει στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου τα Χριστούγεννα του 1822 και στην καταστροφή των Τούρκων στον Αχελώο, που επακολούθησε. Ύστερα ο τόνος πέφτει, ιδίως όταν ο ποιητής δίνει συμβουλές στους αγωνιστές (ας είναι και με το στόμα της Ελευθερίας) ή απευθύνει έκκληση στους ξένους μονάρχες για την ελευθερία των Ελλήνων.
Ο Ύμνος είχε μεγάλη απήχηση, μεταφράστηκε στις περισσότερες ξένες γλώσσες και η λυρική του φωνή ενίσχυσε το κίνημα του φιλελληνισμού. ...

Ελλάδα:
Τον Εθνικό Ύμνο της Ελλάδος αποτελούν οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματος “Ύμνος εις την Ελευθερίαν”. Γράφτηκε το Μάιο του 1823 στη Ζάκυνθο από τον ποιητή Διονύσιο Σολωμό. Ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύτηκε στο Μεσολόγγι και τον ίδιο χρόνο ο Φωριέλ το συμπεριέλαβε στη συλλογή των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Το 1828, ο Νικόλαος Μάντζαρος, κερκυραίος μουσικός και φίλος του Σολωμού, μελοποίησε το ποίημα, με βάση λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία, αλλά όχι ως εμβατήριο. Έκτοτε ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” ακουγόταν τακτικά σε εθνικές γιορτές.
Το 1844 το ποίημα μελοποιήθηκε για δεύτερη φορά από τον Μάντζαρο και υποβλήθηκε στον βασιλέα Όθωνα με την ελπίδα να γίνει δεκτό ως εθνικός ύμνος. Παρά την τιμητική επιβράβευση του Ν. Μάντζαρου με τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Σωτήρα και του Δ. Σολωμού με Χρυσό Σταυρό του ίδιου Τάγματος, το έργο διαδόθηκε μεν ως “θούριος” αλλά δεν εγκρίθηκε ως ύμνος.
Το 1861 ο Υπουργός των Στρατιωτικών ζήτησε από τον Μάντζαρο να συνθέσει εμβατήριο πάνω στον “Ύμνο εις την Ελευθερίαν”. Ο μουσικός μετέβαλε τον ρυθμό του ύμνου του Σολωμού σε ρυθμό εμβατηρίου και το 1864, μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, ο “Ύμνος εις την Ελευθερίαν” καθιερώθηκε ως εθνικός ύμνος. Ο εθνικός ύμνος, μαζί με τη μουσική του, τυπώθηκε για πρώτη φορά σε 27 κομμάτια, το 1873, στο Λονδίνο.
Το ποίημα “Ύμνος εις την Ελευθερία” αποτελείται από 158 τετράστιχες στροφές από αυτές οι 24 πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος, το 1865. Από αυτές οι δυο πρώτες είναι εκείνες που ανακρούονται και συνοδεύουν πάντα την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές. Κατά τη διάρκεια της ανάκρουσης αποδίδονται τιμές χαιρετισμού.

Κύπρος:
Η καθιέρωση Εθνικού Ύμνου της Κυπριακής Δημοκρατίας έγινε με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 18 Νοεμβρίου 1966. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, υιοθετήθηκε ως Εθνικός Ύμνος της Κύπρου η μουσική του Εθνικού Ύμνου της Ελλάδας.
https://latistor.blogspot.com/

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ''Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ'' από τον Κωνσταντίνο Μάντη. Μάρτιος 2021

 Διονύσιος Σολωμός «Η καταστροφή των Ψαρών»



Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια

Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.

Τον Ιούνιο του 1824 οι Τούρκοι θα καταλάβουν τα Ψαρά και θα προβούν σε μία ανελέητη σφαγή των κατοίκων του νησιού∙ ένα χρόνο μετά ο Διονύσιος Σολωμός θα συνθέσει το έξοχο αυτό επίγραμμα για να τιμήσει τους θυσιασθέντες Ψαριανούς.
Η θανάτωση χιλιάδων Ελλήνων που έλαβε χώρα στα Ψαρά υπήρξε ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα για όλο το ελληνικό έθνος, και μια ασύλληπτη καταστροφή για το ίδιο το νησί. Ο ποιητής συγκλονισμένος, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, επιχειρεί με τους στίχους του να τονίσει πως ο χαμός των ηρωικών αυτών Ελλήνων θα συνοδευτεί από αθάνατη δόξα, που θα υπενθυμίζει πάντοτε την πολύτιμη θυσία και την υπέρμετρη προσφορά των Ψαριανών στον επαναστατικό αγώνα της Ελλάδας.
Ο Σολωμός προκρίνει τη σύνθεση ενός ολιγόστιχου επιγράμματος, ακολουθώντας την αντίστοιχη παράδοση των θρηνητικών επιτάφιων επιγραμμάτων που σκοπό είχαν την απόδοση τιμών στους θανόντες. Με εκφραστική λιτότητα, αλλά με ιδιαίτερη παραστατικότητα στις δημιουργούμενες εικόνες, κατορθώνει να παρουσιάσει την ερημία του τόπου, μα και τη δόξα που αναλογεί στους ήρωες των Ψαρών.
Στο επίγραμμα έχουμε ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία στους δύο πρώτους στίχους (ράχη – μονάχη), ενώ στους υπόλοιπους τέσσερις πλεχτή, ο τρίτος ομοιοκαταληκτεί με τον πέμπτο (παλικάρια – χορτάρια) κι ο τέταρτος με τον έκτο (φορεί – γη). Το μέτρο του επιγράμματος είναι αναπαιστικό, βασίζεται δηλαδή σε τρισύλλαβους πόδες, όπου οι δύο πρώτες συλλαβές είναι άτονες και η τρίτη τονισμένη, όπως αυτό φαίνεται στον ακόλουθο στίχο: Περπατώντας η Δόξα μονάχη.

«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια»

Η ολόμαυρη ράχη, έκφραση με την οποία ο ποιητής επιθυμεί να εκφράσει την εικόνα του κατεστραμμένου τοπίου, μας παραπέμπει στην ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης στο Παλαιόκαστρο (περιοχή που έκτοτε ονομάστηκε Μαύρη Ράχη). Στο άκρο της χερσονήσου αυτής οι Ψαριανοί είχαν δημιουργήσει μια οχυρή θέση για να υπερασπιστούν το νησί, κι εκεί στις 22 Ιουνίου του 1824, 150 πολεμιστές που είχαν κοντά τους αρκετά γυναικόπαιδα, αντιστάθηκαν ηρωικά στους Τούρκους, φτάνοντας ως την ύστατη θυσία όταν ανατίναξαν την πυριτιδαποθήκη τους, προσφέροντας έτσι τη δική τους ζωή, αλλά και σκοτώνοντας συνάμα πολλούς εχθρούς.
Στο ερημωμένο από την καταστροφή τοπίο, περπατά η προσωποποιημένη Δόξα μόνη της, σκεπτόμενη τα λαμπρά παλικάρια, τους ηρωικούς πολεμιστές που πέθαναν εκεί.
Στο επίγραμμα δίνεται εμφατικά η ερημία του τόπου, για να τονιστεί το μέγεθος της σφαγής που συντελέστηκε εκεί. Έτσι, η Δόξα περπατά μονάχη στο χώρο που έχει εμφανή τα σημάδια της φονικής έκρηξης, αλλά και της απάνθρωπης δράσης των Τούρκων. Ό,τι προκύπτει από το θάνατο των γενναίων κατοίκων, αν και δεν μπορεί να απαλύνει πλήρως τον πόνο της συμφοράς, είναι το πέρασμα της Δόξας, που θα φροντίσει ώστε να μην ξεχαστεί ποτέ η αιματοβαμμένη αυτή λαμπρή θυσία.
Στους τρεις αυτούς στίχους εντοπίζουμε την πρώτη εικόνα του ποιήματος, η οποία κατορθώνει με την ιδιαίτερη συμπύκνωση νοημάτων να τιμήσει τους γενναίους νεκρούς, να αποδώσει το μέγεθος της καταστροφής, αλλά και να τονίσει την έλευση της Δόξας, ως δίκαιης ανταμοιβής για τους Έλληνες που βρήκαν εκεί μαρτυρικό θάνατο.

«Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη.»

Οι τρεις επόμενοι στίχοι που συμπληρώνουν την πρώτη εικόνα του επιγράμματος, έρχονται να δώσουν με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση το καταστρεπτικό πέρασμα των Τούρκων. Η Δόξα φορά στα μαλλιά της ένα στεφάνι φτιαγμένο με λίγα χορτάρια που είχαν απομείνει στην ερημωμένη γη. Οι θανατώσεις, η πυρπόληση, οι κανονιοβολισμοί, αλλά και οι εκρήξεις των πυριτιδαποθηκών έχουν δημιουργήσει ένα εφιαλτικό τοπίο, όπου τα ελάχιστα εναπομείναντα χορτάρια είναι η μόνη ένδειξη της ζωής που κάποτε υπήρχε στο νησί. Ο σουλτάνος, άλλωστε, είχε ζητήσει όχι να κυριεύσουν το νησί, αλλά να το εξαφανίσουν.

Ιστορικό πλαίσιο
Κατά τα πρώτα χρόνια της Επαναστάσεως οι προσπάθειες των Τούρκων να την καταστείλουν είχαν βασικά περιορισθεί στην ξηρά. Ο σουλτάνος με τους συμβούλους του, μέχρι το 1824, δεν είχε δώσει καμία διαταγή για σοβαρή επιθετική δράση εναντίον των νησιών του Αιγαίου. Το γεγονός αυτό είναι αρκετά παράξενο γιατί ήταν φυσικότερο να επιτεθούν οι Τούρκοι πρώτα εναντίον των ναυτικών νησιών, και μάλιστα της Ύδρας. Αυτό αποδεικνύει πως το εχθρικό στρατηγείο δεν εκτιμούσε σωστά τη σημασία των ναυτικών νησιών και πίστευε ότι σύντομα θα κατέπνιγε την Επανάσταση με εκστρατείες στην ξηρά. Από το άλλο μέρος τα κατορθώματα των πυρπολικών των Ελλήνων είχαν ενσπείρει τον τρόμο στον δυσκίνητο εχθρικό στόλο. Εξάλλου οι οργανωμένες και άριστα εκτελεσμένες επιδρομές των ψαριανών πλοίων στα παράλια της Μικράς Ασίας είχαν προκαλέσει ανησυχίες στην Κωνσταντινούπολη καθώς και την έντονη αντίδραση των προξένων των ευρωπαϊκών κρατών στη Σμύρνη. Τον Δεκέμβριο μάλιστα του 1823 οι πρόξενοι είχαν στείλει δριμύ έγγραφο προς τους προκρίτους των Ψαρών απαιτώντας άμεση κατάπαυση των επιθέσεών τους. Η αντίδραση των Ψαριανών, στο απειλητικό αυτό έγγραφο, ήταν μια γενναία αρνητική απάντηση, με την οποία όχι μόνο δεν δέχονταν να σταματήσουν τη δράση τους, αλλά απαιτούσαν να τους πληρώνει η Τουρκία φόρο, αν ήθελε να απαλλαγεί από τις καταστροφικές επιδρομές τους.
Ο Ψαριανός ναύαρχος Κ. Νικόδημος αναφέρει στο «Υπόμνημα της νήσου των Ψαρών» ότι ο σουλτάνος εξοργισμένος για τις ενέργειες των τολμηρών Ελλήνων ναυτικών, όταν είδε στον χάρτη το μικρό στίγμα, που αντιπροσώπευε τα Ψαρά, αποφάσισε την ολοκληρωτική καταστροφή τους. Έδωσε αμέσως διαταγή να ετοιμασθεί μεγάλη μοίρα του στόλου του και να καταστρέψει το μικρό σε έκταση αλλά δραστήριο νησί.
Ήδη από τις αρχές Ιανουαρίου του 1824 η ελληνική κυβέρνηση είχε πληροφορίες για την έντονη προετοιμασία του εχθρικού στόλου. Ενώ, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαΐου είχε γίνει πια φανερό ότι ο τουρκικός στόλος θα στρεφόταν εναντίον των Ψαρών. Ισχυρή μοίρα είχε πλεύσει στη Μυτιλήνη, όπου κατέφθαναν συνεχώς νέες ενισχύσεις σε στρατεύματα από τη Μικρά Ασία.
Στα Ψαρά τότε, εκτός τις 7.000 ντόπιους κατοίκους, είχαν καταφύγει και 23.000 περίπου πρόσφυγες από τα γύρω ελληνικά παράλια καθώς και από τη Χίο, τα Μοσχονήσια και άλλα μέρη, αναζητώντας καταφύγιο και προστασία από τους Ψαριανούς. Ανάμεσα σ’ αυτούς συγκαταλέγονταν και πάνω από 1.000 Θεσσαλοί και Μακεδόνες πολεμιστές που τους είχαν μισθώσει οι Ψαριανοί για να ενισχύσουν την πολεμική τους δύναμη.
Στις 8 Ιουνίου, ημέρα Κυριακή, συγκεντρώθηκαν όλοι οι παράγοντες του νησιού στον ναό του αγίου Νικολάου και τελικά αποφάσισαν πως δεν τους έμενε άλλη διέξοδος παρά η άμυνα στην ξηρά∙ πήραν την «λεωνίδειον απόφασιν να πολεμήσουν τον εχθρόν υπέρ των όλων». Έτσι για να ενισχύσουν την άμυνά τους μετέφεραν τα κανόνια των πλοίων τους σε όποιες θέσεις έκριναν πιο κατάλληλες. Και, για να αποκλείσουν κάθε δυνατότητα φυγής σε όλους, αποφάσισαν να αφαιρέσουν και αυτά τα πηδάλια των πλοίων.
Στις 20 Ιουνίου «ο τηλέγραφος ύψωσε σήματα», ότι ο εχθρικός στόλος είχε εγκαταλείψει το Σίγρι της Μυτιλήνης, με πορεία προς τα Ψαρά. Οι πηγές δεν συμφωνούν στον ακριβή αριθμό των πλοίων των Τούρκων. Ο Villeneuve, στην επίσημη έκθεσή του προς τον αρχηγό της γαλλικής ναυτικής μοίρας, αναφέρει 180 περίπου, ο Raffenel, υπάλληλος ως τότε του γαλλικού προξενείου της Σμύρνης και πραγματικός φιλέλληνας, τον ανεβάζει σε 200 και ο Νικόδημος σε 235 και παραπάνω, που τον αποτελούσαν 2 δίκροτα, 5-6 φρεγάτες και ανεξακρίβωτος αριθμός από κορβέτες, κανονιοφόρους καθώς και πολλά μεταγωγικά.
Τις πρώτες εσπερινές ώρες μέρος του στόλου πλησίασε προς τον Κάναλο και άρχισε να κανονιοβολεί τα εκεί στημένα πυροβολεία, που απάντησαν με σφοδρό αλλά «όλως τυχαίον» κανονιοβολισμό. Η πρώτη προσπάθεια για απόβαση στρατού απέτυχε, όπως και εκείνη που επιχειρήθηκε τα ξημερώματα της 21ης Ιουνίου. Ο μεγάλος αριθμός των υπερασπιστών στο σημείο εκείνο της κορυφογραμμής των βράχων του Κανάλου, εμπόδισε την απόβαση και προκάλεσε σοβαρές καταστροφές στις βάρκες με τον στρατό.
Κι ενώ μαινόταν η μάχη στον Κάναλο, που όπως φαίνεται ήταν παραπλανητική ενέργεια του Χοσρέφ, δόθηκε διαταγή να κατευθυνθούν πλοιάρια με στρατό ανατολικότερα, προς τον κάβο του Μαρκάκη, όπου στον μικρό όρμο Ερινό, που τον φρουρούσε μικρή ελληνική δύναμη, κατόρθωσε με δεξιοτεχνία να αποβιβάσει γύρω στις 3.000 στρατό, εξουδετερώνοντας τη φρουρά. Η ισχυρή δύναμη των Ελλήνων που υπερασπιζόταν τον Κάναλο βρέθηκε ξαφνικά ανάμεσα σε δύο πυρά. Έτσι, έπειτα από τέσσερις ώρες απεγνωσμένης άμυνας οι περισσότεροι Ψαριανοί έπεσαν ή πληγώθηκαν, αφού όμως σκότωσαν πλήθος εχθρών.
Οι Τούρκοι, χωρίς καμία αντίσταση αποβίβαζαν συνέχεια στρατό, γύρω στους 10.000 άνδρες. Το μεγαλύτερο μέρος προχώρησε προς τη Χώρα και το άλλο προς το Φτελιό, που έγινε τόπος δεύτερης δραματικής μάχης. Τρεις εχθρικές εφορμήσεις αποκρούσθηκαν εκεί από τους Έλληνες, που μάχονταν μονάχα με τα ελαφρά τους όπλα, σκορπίζοντας τον θάνατο στους εχθρούς. Και οι Ψαριανοί όμως είχαν μεγάλες απώλειες. Όσοι απέμειναν συνέχισαν τη μάχη και όταν οι εχθροί τους περικύκλωσαν έγραψαν τον επίλογο της ηρωικής αντιστάσεώς τους με την ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης.
Η εχθρική δύναμη που βάδιζε προς τη Χώρα, αφού εξουδετέρωσε όσους Έλληνες έσπευδαν να ενισχύσουν τους υπερασπιστές του Κάναλου, μπήκε στην πόλη από πολλά σημεία. Η αντίσταση ήταν απεγνωσμένη και σταματούσε μόνο όταν και ο τελευταίος νησιώτης έπεφτε νεκρός, παρασύροντας στο θάνατο και αρκετούς εχθρούς. 
Όταν ολοκληρώθηκε η κατάληψη και η καταστροφή της πόλεως, ο Χοσρέφ διέταξε τα στρατεύματά του να κυριεύσουν και το Παλαιόκαστρο.   Από την αρχή της Επαναστάσεως το Παλαιόκαστρο είχε οχυρωθεί από τους Ψαριανούς που κατεδαφίζοντας τον περίβολο δύο εκκλησιών είχαν υψώσει ισχυρό τείχος πέντε μέτρων και είχαν μετατρέψει την τοποθεσία σε πραγματικό φρούριο. Νότια των εκκλησιών είχε κατασκευασθεί μεγάλη πυριτιδαποθήκη και σε άλλη θέση υπήρχε και δεύτερη μικρότερη.
Οι Τούρκοι είχαν ανασυνταχθεί για τη μεγάλη επίθεση. Όλα τα αγκυροβολημένα πλοία άρχισαν ισχυρό κανονιοβολισμό εναντίον του φρουρίου και τα ελληνικά πυροβολεία απάντησαν έντονα. Ο Raffenel αναφέρει ότι κατά το διάστημα του πρώτου κανονιοβολισμού και από τα δύο μέρη, βάδιζε προς το Παλαιόκαστρο η μεγάλη πορεία με τα γυναικόπαιδα που προτίμησαν το φρούριο σαν τόπο σωτηρίας.
Ισχυρά στρατεύματα περικύκλωσαν το φρούριο αλλά δεν τολμούσαν να πλησιάσουν, γιατί τα κρατούσαν σε απόσταση τα πυροβολεία των Ψαριανών. Τη νύχτα σταμάτησε η επίθεση. Αλλά οι έγκλειστοι δεν είχαν πια καμιά ψευδαίσθηση. Μέσα στο φρούριο βρίσκονταν 84 Ψαριανοί και 45 Θεσσαλομακεδόνες με τους οπλαρχηγούς Ράδο και Άγγελο. Τη νύχτα έφτασαν ακόμη 20 στρατιώτες από άλλα μέρη. Ο αριθμός των γυναικόπαιδων δεν είναι γνωστός.
Την επόμενη μέρα, 22 Ιουνίου 1824, η μάχη άρχισε άγρια και από τα δύο μέρη. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις των Τούρκων αποκρούσθηκαν με τρομερές απώλειες γι’ αυτούς. Ο Χοσρέφ, βλέποντας την αντίσταση και θέλοντας να καταλάβει το φρούριο την ίδια ημέρα, διέταξε να αποβιβασθεί από τα πλοία και άλλος στρατός. Η πρώτη μεγάλη έφοδος αποκρούσθηκε από τους Έλληνες, με φοβερές απώλειες των Τούρκων. Το ίδιο και η δεύτερη. Η επίθεση συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Στις 6 το απόγευμα η μεγάλη δύναμη των τουρκικών στρατευμάτων κατόρθωσε να πλησιάσει το φρούριο. Οι Ψαριανοί και οι Θεσσαλομακεδόνες, σε μια ύστατη προσπάθεια, πύκνωσαν τον κανονιοβολισμό. Η ασταμάτητη χρήση των πυροβόλων όμως έφερε τη φυσική φθορά. Πολλά είχαν αχρηστευθεί.
Στις 6.30, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, οι εχθροί όρμησαν προς το τείχος και αναρριχήθηκαν ως την κορυφή του, με άγριους αλαλαγμούς. Τούρκοι και Έλληνες αγωνίζονταν σώμα με σώμα. Οι δύο ελληνικές σημαίες κυμάτιζαν ακόμη στην έπαλξη του τείχους, όταν ο Αντώνιος Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη. Η έκρηξη ήταν τρομακτική. Την ίδια ώρα, ο αρχιφύλακας του κανονιοστασίου Σιδέρης ανατίναξε τη μικρότερη πυριτιδαποθήκη, συμπληρώνοντας την καταστροφή. Κανένας από όσους είχαν κλεισθεί στο Παλαιόκαστρο δεν έζησε. Όσοι δεν σκοτώθηκαν από την ανατίναξη έπεσαν από τα κτυπήματα του εχθρού. Η θυσία ήταν ολοκληρωτική.
«Έπεσαν τα Ψαρά και η Ελλάς εκλονίσθη», αλλά αργά. Ο σουλτάνος δεν είχε δώσει εντολή να υποταχθούν και κυριευθούν τα Ψαρά, αλλά να εξαφανισθούν. Και ο Χοσρέφ εκπλήρωσε την εντολή. Από τους 7.000 κατοίκους του νησιού οι 4.000 περίπου σκοτώθηκαν. Όταν, μετά τη συμφορά, καταμετρήθηκαν οι επιζώντες Ψαριανοί βρέθηκαν 3.614. Από τους 25.000 περίπου πρόσφυγες, μονάχα οι 10.000 σώθηκαν, οι υπόλοιποι σφαγιάστηκαν ή σκοτώθηκαν. Η σημαία των Τούρκων, που υψώθηκε την εσπέρα της 22ας Ιουνίου στο Παλαιόκαστρο, στήθηκε επάνω στη στάχτη των Ψαρών, στους νεκρούς υπερασπιστές τους και στα πτώματα χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών.

[Τα ιστορικά στοιχεία έχουν αντληθεί από τον ΙΒ΄ τόμο της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών]