Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

22.3.16

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΟΑ. [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Ο Πεσόα και το σύμπαν των ετερωνύμων. Νέες μεταφράσεις έργων του πορτογάλου συγγραφέα, ο οποίος «εφηύρε» δεκάδες ποιητές και πεζογράφους που ο καθένας τους είχε διαφορετική θεματολογία και ύφος

Στις 30 Νοεμβρίου 1935 πέθανε στη Λισαβόνα ο συγγραφέας Φερνάντο Πεσόα από κίρρωση του ήπατος. Οσο ζούσε δημοσίευσε αρκετά πρωτότυπα κείμενα και μεταφράσεις, αλλά εξέδωσε μόνο μια ποιητική συλλογή με τίτλο Mensagem (Μήνυμα). Υπήρξε χαρακτήρας κλειστός, ελάχιστοι ήξεραν λεπτομέρειες της ιδιωτικής του ζωής και ως τότε ήταν γνωστός σε έναν μικρό κύκλο λογοτεχνών.
Ανάμεσα στα πράγματα που άφησε ήταν και ένα μπαούλο. Εκείνοι που το άνοιξαν βρέθηκαν μπροστά σε μια έκπληξη. Το μπαούλο περιείχε 25.426 χειρόγραφα. Ποιήματα, διηγήματα, μεταφράσεις, δοκίμια, κριτικές, σημειώσεις για πλείστα όσα. Αποδεικνυόταν ότι ο μοναχικός τύπος που πέθανε αλκοολικός ήταν ένας Γαργαντούας της γραφής. Κι όταν άρχισε η μελέτη των χειρογράφων του, διαπιστώθηκε ότι στο μπαούλο κρυβόταν το έργο ενός από τους σημαντικότερους και ευφυέστερους ποιητές του 20ού αιώνα.
Οι επιμελητές τώρα έπρεπε να φέρουν σε πέρας το δικό τους έργο, που έμοιαζε να ξεπερνά τα όρια της φιλολογίας. Να ανταποκριθούν στην εκδοτική βούληση του ποιητή, να συνθέσουν τα κείμενά του, δημοσιευμένα και ανέκδοτα, με τέτοιον τρόπο ώστε να δίνεται η πολυεπίπεδη εικόνα του Πεσόα και όχι το πώς μπορεί ο καθένας να την ερμηνεύσει, να τα τακτοποιήσουν, να συγκρίνουν τα λίγα γνωστά με τις πρώτες τους δημοσιεύσεις και ταυτοχρόνως να προβούν στην αναγκαία περιοδολόγηση, προκειμένου να αποδώσουν την περιπέτεια της γραφής του και το πέρασμα του συγγραφέα από τη μια στην άλλη μορφή έκφρασης.
Αλλά η δυσκολία ήταν ακόμη μεγαλύτερη επειδή εκείνη η δαιμονική ψυχή «εφηύρε» ούτε έναν ούτε δύο αλλά 81 ποιητές και πεζογράφους που ο καθένας τους είχε διαφορετική θεματολογία και ύφος. Είναι οι περίφημοι ετερώνυμοι του Πεσόα, ένας κόσμος φανταστικός αλλά για τον ίδιο πιο πραγματικός από τον πραγματικό. Οι ετερώνυμοι όχι μόνον έγραφαν διά χειρός Πεσόα αλλά και συζητούσαν και διαφωνούσαν μεταξύ τους. Ηταν μια κοινωνία της γραφής δημιουργημένη από έναν και μόνον άνθρωπο, ικανό να συλλάβει ένα εύρημα σαν κι αυτό, των ετερωνύμων, οι οποίοι εξέφραζαν την πολυδιάσπαση του εαυτού και την προσπάθεια ανασύνθεσής του στην περιοχή της φαντασίας.
Ο κάθε ετερώνυμος είναι σωσίας ενός άλλου ετερωνύμου και όλοι μαζί σωσίες του ίδιου του Πεσόα. Το παιχνίδι είναι κι αυτό δαιμονικό και το αποτέλεσμα κατά κανόνα συναρπαστικό.
Ζωή μέσα από τη λογοτεχνία
Η λογοτεχνία για τον δίγλωσσο (πορτογαλικά και αγγλικά) Πεσόα υποκαθιστά τη ζωή στο σύνολό της. Επομένως η ζωή σε σχέση με το έργο είναι δευτερεύουσας σημασίας. Γι' αυτό και όλα τα θαυμαστά που επέτυχε αλλά και οι αποτυχίες του (που θυμίζουν τον στίχο του Ρόμπερτ Μπράουνιγκ «της τέχνης η βασανιστική κατάρα: το ανολοκλήρωτο») συνθέτουν την αγωνιώδη του προσπάθεια να ανοίξει έναν διάλογο με τον κόσμο και το σύμπαν παραφράζοντας συχνά τον εαυτό του.
Ο Πεσόα δημιουργεί τη δική του ουτοπία. Είναι μια ουτοπία της αγωνίας, όπου μέσω των ετερωνύμων προσπαθεί να ενσωματώσει όλες τις πιθανές ταυτότητες που μπορούν να δώσουν την ενιαία εικόνα του κόσμου, αυτού που ζει και κυρίως εκείνου που φαντάζεται.
Οι ετερώνυμοι είναι και μια μεγαλειώδης παράφραση, μια ριζοσπαστική προσέγγιση του «υψηλού», με αποτέλεσμα ο αποσπασματικός χαρακτήρας του κόσμου (αλλά και του εαυτού) να μην καταστέλλει τον πόθο του Πεσόα για το ατελέσφορο, αλλά να τον οδηγεί σε υπερβατικά πεδία, όπου ελπίζει ότι θα κατακτήσει την ενότητα.
Μόνο ένας δημιουργός με τέτοια φαντασία θα μπορούσε να ζήσει μέσα στις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις. Και μέσω του κατά γενική παραδοχή καλύτερου ετερώνυμού του, του Αλβάρο ντε Κάμπος, ο Πεσόα ορίζει τον εαυτό του: «Να αισθάνομαι τα πάντα μ' όλους τους τρόπους, / να 'χω όλες τις απόψεις, / να 'μαι ειλικρινής αντιφάσκοντας κάθε λεπτό». Αλλά ο αντίποδας του Αλβαρο ντε Κάμπος, ένας άλλος ετερώνυμος, ο Αλμπέρτο Καέιρο, είναι εξίσου σημαντικός: ή, για να παραπέμψω σε μια από τις εγκυρότερες μελετήτριες του Πεσόα, τη Μαρία Ιρένε Ραμάλο ντε Σόουζα Σάντος, «ο Καέιρο και ο Κάμπος τραγουδούν σαν ένα ντουέτο το "Τραγούδι του Εαυτού μου"» (εννοεί βεβαίως το πασίγνωστο ποίημα του Ουόλτ Ουίτμαν). Και δίπλα τους ασφαλώς θα πρέπει να βάλουμε έναν ακόμη: τον Ρικάρντο Ρέις.  
Πεσόα, Ουίτμαν, Πόου
Ο Χάρολντ Μπλουμ θαυμάζει τον Πεσόα και του δίνει εξέχουσα θέση στον Δυτικό κανόνα του μαζί με τον Νερούδα και τον Μπόρχες. Προφανώς επειδή ο Πεσόα θαύμαζε τον Ουίτμαν τον οποίον ο Μπλουμ θεωρεί ακρογωνιαίο λίθο της νεότερης ποίησης. Αλλά ο Πορτογάλος θαύμαζε εξίσου και τον Ε. Α. Πόου, ο οποίος είναι ο αντίποδας του Ουίτμαν. Ο Μπλουμ θεωρεί πως το θαυμαστό εύρημα των ετερωνύμων είναι ένας τρόπος να αποσπαστεί ο Πεσόα από τον Ουίτμαν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Πεσόα ήταν αγχώδης δημιουργός (και ταιριάζει στη θεωρία περί Αγχους της επίδρασης του Μπλουμ), οι επιδράσεις του όμως προέρχονται και από διαφορετικές - και κάποτε διόλου «ουιτμανικές» - κατευθύνσεις. Η συγγένειά του με τον Πόου λ.χ. είναι προφανής, όχι μόνο γιατί μετέφρασε πολλά διηγήματά του στα πορτογαλικά αλλά και επειδή στα τέσσερα δικά του διηγήματα η επίδραση - για να μην πούμε η μίμηση - του Πόου είναι εμφανέστατη. Ενα από αυτά, το νεανικό Ενα πολύ πρωτότυπο δείπνο, που μεταφράστηκε για πρώτη φορά στη γλώσσα μας, το έγραψε σε πολύ μικρή ηλικία και εμφανέστατα παραπέμπει στον Πόου.   
Ασφαλώς οι απηχήσεις του Ουίτμαν είναι πολλές. Υπάρχουν όμως και διαφορές. Ενώ ο Ουίτμαν χαιρετίζει τη δημοκρατία, ο Πεσόα στα ποιήματα του Αλβαρο ντε Κάμπος χαιρετίζει την εποχή των μηχανών και των εργοστασίων, γι' αυτό άλλωστε και αντιμετωπίζει θετικά τον Μαρινέτι και τους φουτουριστές.
Διόλου λίγες ωστόσο δεν είναι και οι επιδράσεις του πορτογαλικού μπαρόκ - ακόμη και του Καμόενς, του μέγιστου πορτογάλου ποιητή του 16ου αιώνα. Το Mensagem, η συλλογή που ο Μπλουμ παραλληλίζει με την περίφημη Γέφυρα του Χαρτ Κρέιν, το αποτελούν ποιήματα γραμμένα από Πορτογάλο, για τον οποίον η θάλασσα «ανοίγει την άβυσσο στην ψυχή του αργοναύτη». Και μόνον ένας Πορτογάλος, απόγονος δηλαδή των μεγάλων θαλασσοπόρων, θα μπορούσε να δει στο πρόσωπο του Μαγγελάνου τον Ιάσονα του νεότερου κόσμου.
Δημοφιλής και στην Ελλάδα
Στα πέντε βιβλία του Πεσόα που εξέδωσαν οι εκδόσεις Gutenberg πρέπει να προστεθεί και το Βιβλίο της ανησυχίας (εκείνο το αυτοβιογραφικό παραλήρημα) για όσους επιθυμούν να αποκτήσουν μια καλή εικόνα του έργου και της ζωής του Πεσόα. Και επιπλέον, όλα μαζί βοηθούν στο να μην παρασυρθούν και αρχίσουν να τον συγκρίνουν (όπως συνέβη πριν από μερικά χρόνια) με τον Καβάφη, με τον οποίον δεν έχει καμιάν απολύτως σχέση - εξαιτίας, υποθέτω, του «μετά βίας απωθημένου ομοερωτισμού» του Πεσόα, όπως λέει ο Χάρολντ Μπλουμ. (Από την άποψη αυτή εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι επιστολές που αντήλλαξε ο Πορτογάλος με τη νεαρή Οφέλια, τον μοναδικό έρωτα της ζωής του, δεσμό τον οποίο διέκοψε απότομα χωρίς να δώσει καμιά εξήγηση. Κι εδώ, πέραν των περιστατικών της καθημερινότητας, οι ετερώνυμοι παίζουν βασικότατο ρόλο «παρεμβαίνοντας» ακόμη και στις πιο προσωπικές στιγμές της ζωής του Πεσόα.)
Υφολογικά, θεματικά, κοσμοθεωρητικά ουδεμία σχέση έχει ο Αλεξανδρινός με τον Πορτογάλο. Είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Επομένως, αφού δεν υπάρχουν ομοιότητες δεν υφίσταται και συγκριτικό πεδίο.
Ο Πεσόα πρωτομεταφράστηκε από τον Φίλιππο Δρακονταειδή το 1982 που εξέδωσε στις εκδόσεις Γνώση μια εκλογή από τα ποιήματα του (ετερωνύμου) Αλμπέρτο Καέιρο. Στα τριάντα δύο χρόνια που πέρασαν από τότε κυκλοφόρησαν τριάντα τέσσερα βιβλία του στη χώρα μας, αν μέτρησα σωστά, από διάφορους εκδότες. Τώρα οι εκδόσεις Gutenberg ανέλαβαν να μας προσφέρουν το έργο του Πεσόα σε πλείστες εκδοχές του. Τα πέντε μέχρι στιγμής βιβλία που εξέδωσαν είναι άριστα από τυποτεχνικής πλευράς και εξαιρετικά επιμελημένα. Συνοδεύονται επιπλέον από χρονολόγια, πλήθος βιογραφικές και βιβλιογραφικές πληροφορίες και διαφωτιστικά δοκίμια ξένων μελετητών, όπως και προλόγους και επίμετρα των μεταφραστών, στους οποίους και ανήκει ο κύριος έπαινος. Πρωτίστως στη διευθύντρια της σειράς Μαρία Παπαδήμα, η οποία εδώ και χρόνια μεταφράζει από τα πορτογαλικά και επιμελείται την έκδοση των έργων του Πεσόα στη γλώσσα μας.  
Εναντίον του Σαλαζάρ
Τον Φεβρουάριο του 1935 (έτος του θανάτου του) στον Πεσόα απονεμήθηκε ένα από τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας για το Mensagem (Μήνυμα), το μοναδικό ποιητικό βιβλίο που εξέδωσε - και το οποίο είχε κυκλοφορήσει την 1η Δεκεμβρίου της προηγούμενης χρονιάς. Στην εκδήλωση του Εθνικού Γραφείου Πραπαγάνδας ο ποιητής δεν παρευρέθη. Εναν μήνα αργότερα έγραψε το πρώτο από τα ποιήματά του εναντίον του Σαλαζάρ και του Νέου Κράτους του (Estado Nuovo) με τίτλο Libertade (Ελευθερία). Ας θυμίσω ότι Νέον κράτος ονομαζόταν το πολιτιστικό-ιδεολογικό περιοδικό της δικής μας 4ης Αυγούστου για την οποία το σαλαζαρικό καθεστώς υπήρξε πρότυπο.
Οι φιλομοναρχικές ιδέες του Πεσόα για μεγάλο διάστημα λειτούργησαν ανασταλτικά όσον αφορά τη μελέτη και την παγκόσμια καταξίωση του έργου του, παρά το γεγονός ότι από τη δεκαετία του 1940 άρχισαν να εμφανίζονται σποραδικά κάποια σημαντικά κείμενα για την ποίησή του. Μόνο μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων στην Πορτογαλία το 1974, όταν δημοσιεύθηκαν τα αντιδικτατορικά κείμενα του Πεσόα, το ενδιαφέρον για το έργο του, τόσο στην Πορτογαλία όσο και στο εξωτερικό, αναζωπυρώθηκε, με αποτέλεσμα σήμερα πλέον να μην μπορεί κανείς να παρακολουθήσει όλα τα κείμενα, τις μελέτες και τις διδακτορικές διατριβές που γράφονται και εκδίδονται κατά ριπάς.
Στις 29 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, μία ημέρα προτού πεθάνει στο γαλλικό νοσοκομείο της Λισαβόνας, ο Πεσόα έγραψε στα αγγλικά τα τελευταία του λόγια: «Δεν ξέρω τι θα φέρει το αύριο» («I know not what tomorrow will bring»). Το ότι μερικές δεκαετίες αργότερα η παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα θα τον κατέτασσε στους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα δεν θα το είχε, κατά πάσα πιθανότητα, φανταστεί.   
Πηγή: Aναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ  

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ του Αναστάσιου Βιστωνίτη. [Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.]

Μίλτος Σαχτούρης
Ποιήματα (1945-1998)
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,


Ο βρετανός ποιητής Αλφρεντ Εντουαρντ Χάουσμαν έλεγε στον Ρόμπερτ Γκρέιβς πως αληθινή ποίηση είναι εκείνη που κάνει τις τρίχες της κεφαλής σου να σηκωθούν όρθιες. Αν δεχτούμε την υπερβολή, τότε θα λέγαμε πως σε κανέναν έλληνα ποιητή δεν ταιριάζει όσο στον Μίλτο Σαχτούρη.

Η πρόσφατη έκδοση των Απάντων του από τον Κέδρο προσφέρει τώρα στους νεότερους αναγνώστες την ευκαιρία να γνωρίσουν το έργο ενός από τους σπαρακτικότερους, τους δραματικότερους και τους πλέον εξέχοντες ποιητές της γενιάς του. Οι δεκατέσσερις λιγοσέλιδες ποιητικές συλλογές που εξέδωσε σε διάστημα μισού αιώνα συνιστούν ένα έργο συμπαγές, ακραίο αλλά εξαιρετικής πρωτοτυπίας και υψηλής φόρτισης.
Η θεματική περιοχή από όπου αντλεί τα βιώματά του ο Σαχτούρης, όπως και οι σημαντικότεροι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, είναι βεβαίως η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Αυτός όμως ο μονήρης ποιητής προσωποποίησε τα πάντα και ανήγαγε τον εφιάλτη της Ιστορίας σε ατομικό βίωμα απίστευτης έντασης. Η σχέση του με τη γλώσσα, που μέσω της ακραίας συναισθησίας την οδηγεί στα όριά της, είναι σχεδόν σωματική. Και αν κανείς θέλει τα παραπάνω να τα αναγάγει στο τεχνικό επίπεδο θα έλεγε πως ο Σαχτούρης ενσωμάτωσε στις εξπρεσιονιστικές αφηγήσεις του (γιατί όλα σχεδόν τα ποιήματά του αφηγούνται μια ιστορία) την υπερρεαλιστική εικόνα μέσω της οποίας βιώνει το ιστορικό και το υπαρξιακό του δράμα.
Αγανάκτηση και οργή
Ποιητής του πάθους και της οργής, άφησε ένα έργο όπου το πένθος και το δράμα, η αγανάκτηση και ο τρόμος πάνε μαζί. Γι' αυτό και κάποια από τα καλύτερα ποιήματά του ακούγονται σαν εξορκισμοί, με χαρακτηριστικότερο εκείνο το αριστουργηματικό Του θηρίου από την καλύτερη συλλογή του Με το πρόσωπο στον τοίχο, που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, όταν ο ποιητής ήταν 33 ετών: «Μη φεύγεις θηρίο / θηρίο με τα σιδερένια δόντια... Θα σε φέρω σ' άλλα λιμάνια / να δεις τα βαπόρια / πώς τρώνε / τις άγκυρες / που σπάζουν στα δυο τα κατάρτια / κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες... Θα σου βρω πάλι τους ίδιους / στρατιώτες / αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια / με την τρύπα πάνω απ' το μάτι / κι αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα / τις πόρτες / με κομμένο το χέρι».
Στην ίδια συλλογή θα συναντήσουμε κι άλλα τρία από τα σπουδαιότερα ελληνικά ποιήματα του 20ού αιώνα: Τα Χριστούγεννα 1948, όπου «πέφτει η οβίδα στη φάτνη / του μικρού Χριστού», τη Σκηνή, όπου «Η δυστυχία απ' έξω έγδερνε τις πόρτες» και βέβαια τη φοβερή Αποκριά, που έγινε «μακριά σ' εν' άλλο κόσμο», όπου «πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό / κατέβαιναν για μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους που τους είχαν ξεχάσει» κι όπου «έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος».
Σε όλα τα ποιήματά του το στοιχείο της σκηνοθεσίας είναι εμφανέστατο. Εντυπωσιακή και η εμμονή του σε ένα περιορισμένο φάσμα λέξεων - το εκπληκτικό είναι πως η δραστικότητά τους δεν μειώνεται, τουλάχιστον ως την τελευταία αιχμηρή συλλογή του, το Σκεύος (1971), γιατί στα κατοπινά του βιβλία παρουσιάζεται μια κάμψη, αλλά ταυτόχρονα και μια αγωνία να ανανεωθεί. Λέξεις όπως «φεγγάρι», «κόκκινο», «μαύρο», «ουρανός», «γυναίκα», «νεκρός», «πουλί», «σιδερένιος», «θάνατος», «θηρίο» επαναλαμβάνονται αδιάκοπα - κατά συνέπεια και η λέξη «νύχτα», γιατί ο Σαχτούρης είναι νυχτερινός ποιητής. Αναπόφευκτα το φεγγάρι στην ποίησή του έχει απείρως μεγαλύτερη σημασία από τον ήλιο. Και όταν χρησιμοποιεί τη λέξη άσπρο κατά κανόνα αυτό είναι μαύρο, λες και αντλεί τον συμβολισμό του από τους πολιτισμούς της Απω Ανατολής, όπου το χρώμα του πένθους είναι το λευκό.
Ενταση και ρίγος
Ο Σαχτούρης, ποιητής μικρής έκτασης αλλά μεγάλης έντασης, θέλει να προκαλέσει στον αναγνώστη ρίγος αντίστοιχο των βιωμάτων από τα οποία προκύπτουν τα ποιήματά του (όπως συμβαίνει και στα ποιήματα ενός κορυφαίου του γερμανικού εξπρεσιονισμού: του Γκέοργκ Τρακλ). Και όταν συχνά το επιτυγχάνει, ο αναγνώστης συνταράσσεται όπως και ο ίδιος. Ποιος μπορεί να διαβάσει στίχους σαν κι αυτούς της Μάχης (από τις Παραλλογαίς) και να μην αισθανθεί το ρίγος που μόνο η σπουδαία ποίηση μας προσφέρει;
«Απλωνες όλο άπλωνες το βήμα σου / και μέσα στη βροχή στεκόταν Προσοχή / ο κρεμασμένος / με τα χρυσά σιρίτια το βιολί και το μαντίλι του / με δέκα σύννεφα από λάσπη μέσα στην καρδιά του... ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα / όλοι πυροβολούσαν». 
Ποιήματα όπως Το εργοστάσιο, Ο στρατιώτης ποιητής, Η πορτοκαλιά, Η Μαρία, το Συμπέρασμα, το Ξένε, το Παιδί, ο Αρχοντας, η Φεγγαράδα αλλά και μεμονωμένοι στίχοι είναι αδύνατον να μη σ' αγγίξουν βαθιά. Το ίδιο και οι μοναδικές του εικόνες, εκεί όπου «ατάραχος ο Θάνατος κάθεται στην καρέκλα του», όπου ο κόσμος είναι «μενεξεδένια συνάρτηση», όπου «δυο μαύρα σύννεφα στον ουρανό / κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα» ή όπου «η καρδιά του αερόστατο γελούσε στο κενό».
Αλλόκοτα και γκροτέσκα
Τα εντελώς προσωπικά βιώματα στους σημαντικούς ποιητές μεταμορφώνονται και περνούν στην περιοχή του καθολικού. Από τα βιώματα αυτά, βιώματα της Κατοχής και του Εμφυλίου πρωτίστως, ο Σαχτούρης έφτιαξε τον δικό του Κάτω Κόσμο. Από πάνω όμως έστησε έναν ουρανό, που αντιπροσωπεύει - αν και όχι πάντοτε - την ανάταση, για να μπορεί να βλέπει στα έγκατα και πού και πού να σηκώνει τα μάτια για να πει «τι μαύροι που είναι οι άνθρωποι / τι τι καθαρά που είναι τ' άστρα».
Τα ποιήματά του είναι συχνά γκροτέσκα, όπως οι αρλεκίνοι του Απολινέρ, με τον οποίο συγγενεύει ως προς τη σκηνοθεσία. Είναι συχνά παράδοξα, δηλαδή αλλόκοτα - κι εδώ ενδεχομένως αξίζει να θυμηθούμε μια από τις δύο ετυμολογικές εκδοχές του «αλλόκοτος», λέξης σύνθετης (άλλος+κότος). Ο κότος είναι λέξη αρχαιοελληνική που απαντάται στον Ομηρο αλλά και στον Αισχύλο και σε άλλους συγγραφείς και σημαίνει την μήνιν, την οργή. «Σήμερα καθώς οργίζομαι και μπαίνω / εις τα πενήντα δύο μου χρόνια / με δέος και θάμβος μαζί σε χαιρετίζω / αδελφικό μου φάσμα Ντύλαν Τόμας» γράφει το 1971 στο ποίημά του Στον Ντύλαν Τόμας. Ο Ουαλός Τόμας, που έλεγε πως μέσα του υπάρχουν ένας άγγελος, ένα θηρίο κι ένας τρελός, ήταν κι αυτός ποιητής της οργής. Οπως ο Ουαλός έτσι κι ο Ελληνας μοιάζει να μην έχει προγόνους. Κι ωστόσο, σαν τον Τόμας και τους ποιητές που τον διαδέχτηκαν στην Αγγλία, ο Σαχτούρης θα άφηνε βαθιά ίχνη στην ποίηση των μεταγενέστερων, ιδιαίτερα των ποιητών της δικής μου γενιάς (του 1970).
Ισως αν έγραφε σε μια από τις λεγόμενες μεγάλες γλώσσες η διεθνής φήμη του να ήταν σήμερα πολύ μεγαλύτερη, όπως συνέβη λ.χ. με τον Πάουλ Τσέλαν. Τόσο Του θηρίου όσο και Η αποκριά κατά τη γνώμη μου είναι εφάμιλλα της διάσημης Φούγκας θανάτου του Τσέλαν. Αυτό όμως δεν ισχύει μόνο για τον Σαχτούρη αλλά και για τους άλλους εξέχοντες ποιητές μας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Το 2006 οι εκδόσεις Archipelago κυκλοφόρησαν στις ΗΠΑ τα ποιήματά του μεταφρασμένα από τον Κάρεν Εμεριχ. Το βιβλίο παραλίγο να πάρει το βραβείο της χρονιάς για την ποίηση (κατετάγη δεύτερο) από τον σημαντικότατο National Book Critics' Circle. Εξήντα και πλέον χρόνια νωρίτερα κάποιοι από τους εδώ «επίσημους» (και παντοδύναμους τότε) κριτικούς, όπως ο Πέτρος Χάρης, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος και ο Αλκης Θρύλος είχαν αντιμετωπίσει την ποίηση του Σαχτούρη από αρνητικά ως χλευαστικά. Επρεπε από τη δεκαετία του 1960 και εξής προσωπικότητες της δικής του γενιάς, όπως η Νόρα Αναγνωστάκη, ο Δ. Ν. Μαρωνίτης και ο Γιάννης Δάλλας να τον τοποθετήσουν με τις μελέτες τους στη θέση που του αξίζει.
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ

ΓΙΟΧΑΝ ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΦΟΝ ΓΚΑΙΤΕ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο Γκαίτε «μαθητής» στην Ιταλία
Από τα πιο χαρακτηριστικά και προσωπικά έργα του γερμανού συγγραφέα, με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, όπου περιγράφει τις εμπειρίες του από τα ταξίδια που πραγματοποίησε από το 1786 ως το 1788
Ο Γκαίτε «μαθητής» στην Ιταλία
Ο Γκαίτε σε εξοχή της Ρώμης, πίνακας του Τίσμπαϊν (1787)

ΓΙΟΧΑΝ ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΦΟΝ ΓΚΑΙΤΕ
Το ταξίδι στην Ιταλία
Εισαγωγή - μετάφραση Γιώργος Δεπάστας,
Εκδόσεις Ολκός, 2014,
«Et in Arcadia ego! (Κι εγώ στην Αρκαδία!)». Το μότο, τίτλος δύο πινάκων του Νικολά Πουσέν (1594-1665), προτάσσεται στο Ταξίδι στην Ιταλία του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε, από τα πιο χαρακτηριστικά και προσωπικά έργα του, γραμμένο υπό μορφή ημερολογίου, με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, όπου περιγράφει τις εμπειρίες του από τα ταξίδια που πραγματοποίησε στην Ιταλία από το 1786 ως το 1788.
Ο Γκαίτε δεν χρησιμοποιεί το μότο στα λατινικά, όπου η Αρκαδία είναι η ιδανική χώρα αλλά το εγώ είναι ο θάνατος. Με άλλα λόγια, ακόμη και στην ιδανική ουτοπία παραμένουμε θνητοί. Ο γίγαντας της Βαϊμάρης χρησιμοποιεί τη γερμανική μετάφραση «Auch ich in Arkadien», που το νόημά της είναι ελαφρώς διαφορετικό, δηλαδή περίπου «(κατάφερα) κι εγώ (να πάω) στην Αρκαδία».
Η μυθική Αρκαδία λοιπόν είναι για τον Γκαίτε η Ιταλία, ο κοσμικός παράδεισος που τον επισκέπτεται ως περιηγητής, ως προσκυνητής αλλά και με τη βαθύτερη επιθυμία να κατανοήσει και να εισχωρήσει στο πνεύμα ενός μεγάλου πολιτισμού ώστε να αποκτήσει άμεση εμπειρία της αρχαιότητας που θα του προσφέρουν κυρίως η Ρώμη και η Σικελία.
Οταν ταξιδεύει στη χώρα του Δάντη είναι 37 ετών αλλά διατηρεί έντονες τις αναμνήσεις από τις αφηγήσεις του πατέρα του ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Βενετία και άλλες ιταλικές πόλεις.
Ετσι μέσα στα χρόνια η νοσταλγία των αναμνήσεων μεταβλήθηκε σε ανάγκη και πόθο να ζήσει με τον δικό του τρόπο όσα είχε ζήσει και ο πατέρας του.
Σε όλη τη διάρκεια των ταξιδιών του έστελνε επιστολές σε γνωστούς και φίλους με τις εντυπώσεις του. Αυτές υπήρξαν το πρωτογενές υλικό του Ταξιδιού.
Οι θαυμάσιες παρατηρήσεις του Γκαίτε συνοδεύουν τον ενθουσιασμό του για τον κόσμο στον οποίο βρέθηκε, ένα θαύμα της ζωής και της δημιουργίας, όπως λ.χ. όταν γράφει πως η Βενετία είναι «μια μεγάλη οντότητα που ξεπήδησε από τα σπλάχνα της θάλασσας».
Και δεν είναι διόλου τυχαίο που ο Τόμας Μαν, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του συνεχιστή του Γκαίτε, εκείνον είχε κατά νου όταν διαμόρφωνε τον χαρακτήρα του συγγραφέα Γκούσταβ Ασενμπαχ, πρωταγωνιστή της νουβέλας του Θάνατος στη Βενετία.
Παρατηρητής και μαθητής
Ο Γκαίτε είναι παρατηρητής αλλά και «μαθητής». Γι' αυτό και γράφει, όταν βρίσκεται στη Ρώμη: «Ηξερα βέβαια ότι εδώ θα μάθω κάτι σημαντικό, αλλά πως θα 'πρεπε να πάω στο σχολείο από την αρχή, να ξεχάσω πολλά από αυτά που ξέρω για να τα ξαναμάθω διαφορετικά, αυτό δεν το είχα σκεφτεί». Για να αποφανθεί παρακάτω: «Νομίζω ότι και η ηθική μου υφίσταται μαζί με την αισθητική μου μεγάλη ανανέωση».
Αν για τον ίδιο η Ιταλία είναι ένα καλλιτεχνικό σύνολο όπου «ζει κανείς όπως σε ένα δωμάτιο με καθρέφτες» και «παρά τη θέλησή του βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους πάλι και πάλι», αντιλαμβανόμαστε πως τα ταξίδια αυτά δεν είναι απλώς το άνοιγμα σε έναν κόσμο που τον συναρπάζει αλλά και μια μορφή αυτογνωσίας.
Ενας Βόρειος μπαίνει στο εκθαμβωτικό τοπίο του Νότου για να αναπνεύσει την αύρα των εποχών και τα δημιουργήματα μιας ευαισθησίας που σε πρώτο κοίταγμα μοιάζουν να τον ξεπερνούν. Δεν είναι τόσο η ένταση των παραστάσεων που προσλαμβάνει όσο η απαράμιλλη δύναμή τους να μεταμορφώνουν τον εσωτερικό του κόσμο. Γιατί τότε μόνο η εμπειρία αγγίζει το θαύμα.
Το θαύμα όμως δεν βρίσκεται μόνο στα έργα τέχνης: στην αρχιτεκτονική, στη γλυπτική, στους αρχαίους ναούς, στους ανυπέρβλητους πίνακες της Αναγέννησης, όπου ο «μαθητής» Γκαίτε «θα μάθει και θα βρίσκει και σ' αυτούς τον εαυτό του».
Βρίσκεται και στις σκηνές της καθημερινής ζωής, στη γάτα της νοικοκυράς του στη Ρώμη που «προσεύχεται (η γάτα!) στον Θεό», στις άμαξες, στις γόνδολες, στην κινούμενη εικόνα των κατοίκων στη Νάπολη που δεν είναι μια καθαρή πόλη αλλά ένα μέρος στο οποίο (σε αντίθεση με τη Ρώμη, όπου χαίρεται κανείς να σπουδάσει) θέλει μόνο να ζει κι ας είναι αναγκασμένος, όπως ο Ναπολιτάνος, να ζει «και με τον Θεό και με τον Σατανά».
Αυτά και πλήθος παρόμοια τον συναρπάζουν σε τέτοιον βαθμό ώστε να γράφει πως θα προτιμούσε, αν δεν επέστρεφε στη Γερμανία αλλαγμένος, να μην ξαναγυρνούσε ποτέ.
Καταστατικό έργο της παγκόσμιας ταξιδιογραφίας
Αν το καταστατικό έργο για τη γαλλική ταξιδιογραφία είναι ο Οδοιπόρος του Σατομπριάν, για τη γερμανική αντίστοιχη είναι το Ταξίδι στην Ιταλία του Γκαίτε. Ωστόσο το έργο του Γερμανού όσον αφορά την ταξιδιογραφία που επακολούθησε είναι κατά τη γνώμη μου σημαντικότερο.
Οχι μόνο επειδή μας προϊδεάζει για τα κατοπινά μεγάλα έργα του, αλλά και γιατί η μετουσίωση της εμπειρίας είναι βαθύτερη και ελκυστικότερη.
Το Ταξίδι ενώ είναι έργο εποχής διαβάζεται σαν να αφορά το παρόν, σαν να μεταφέρεται η προγενέστερη εμπειρία σε εικόνες που τις αναγνωρίζει και σήμερα όποιος ταξιδέψει στις ιταλικές πόλεις που επισκέφθηκε ο Γκαίτε.
Η ελληνική έκδοση του Ταξιδιού στην Ιταλία περιλαμβάνει μόνο το πρώτο μέρος. Το δεύτερο δεν θα ενδιέφερε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αφού εκεί ο Γκαίτε αναφέρεται κυρίως στην αλληλογραφία του και στην ολοκλήρωση των έργων του Τουρκουάτο Τάσο και Εγκμοντ.
Ο μεταφραστής Γιώργος Δεπάστας ακολούθησε τα ίχνη του Γκαίτε, και στο κείμενο αλλά και στον κόσμο που περνάει από τις σελίδες του, πραγματοποίησε δηλαδή ένα πραγματικό και ένα παράλληλο γλωσσικό οδοιπορικό παραδίδοντάς μας μια εξαιρετική μετάφραση, υποδειγματική από την αρχή ως το τέλος.

Πηγή: Βιστωνίτης Αναστάσιος ΤΟ ΒΗΜΑ

Ο ΚΑΦΕΣ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ

Πώς συνδέονται οι αναμνήσεις του παρελθόντος με τα φλιτζάνια του καφέ;
La mère de l’artiste. Πίνακας του Τουλούζ-Λοτρέκ



Δεν θυμούμαι πότε ήπια για πρώτη φορά καφέ. Παιδί, στο χωριό των γονιών μου κοντά στην Κομοτηνή, έβλεπα συγγενείς και γείτονες να κρατούν το φλιτζάνι με το πιατάκι ψηλά, στο μέσον περίπου του στήθους, και να ρουφούν ηδονικά το περιεχόμενο με μικρές γουλιές και σε αραιά χρονικά διαστήματα συζητώντας περί ανέμων και υδάτων ή, πιο σωστά,  σχολιάζοντας τη ζωή των άλλων, αφού εκείνα τα χρόνια στα σπίτια δεν συνηθίζονταν οι πολιτικές συζητήσεις. Για αυτές υπήρχαν τα καφενεία, όπου δεν πήγαιναν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι ζωές των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών δεν μπερδεύονταν. Ο καθένας ήξερε τον ρόλο του.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αυτά δεν τα επέβαλλαν τα ήθη αλλά η ανάγκη της επιβίωσης. Στους επισκέπτες, μαζί με τον καφέ σερβιριζόταν και γλυκό του κουταλιού, παρασκευασμένο συνήθως από την οικοδέσποινα. Και ο καφές ήταν μόνο καφές, δεν είχε προέλευση ή εθνικότητα. Τότε δεν υπήρχε καφές φίλτρου ή εσπρέσο στην επαρχία. Η Ιταλία και ο υπόλοιπος κόσμος έμοιαζε να απέχουν έτη φωτός και το ταξίδι ακόμη και σε μια γειτονική πόλη ήταν μια μικρή περιπέτεια.
Δεν με διακατέχει καμιά νοσταλγία για εκείνη την εποχή. Και καγχάζω κάθε φορά που θυμούμαι τα γελοία χρονογραφήματα στα σχολικά βιβλία, στα οποία ο ιδρώτας του «ξωμάχου» (τι λέξη κι αυτή!) λάμπει μέσα στο φως του καλοκαιριού σαν το «χρυσαφένιο στάρι» και άλλα παρόμοια. Ενας από τους συγγραφείς τέτοιων κειμένων ήταν ο απερίγραπτος Σπύρος Μελάς, που ζούσε τότε. Θα έπρεπε να του πει κανείς: Για μπες στο χωράφι Ιούλιο μήνα με 40 βαθμούς θερμοκρασία να θερίσεις το σιτάρι με το δρεπάνι (τότε δεν υπήρχαν θεριστικές ή θεριζοαλωνιστικές μηχανές) και έπειτα έλα να μας πεις πόσο «χρυσαφένιο» είναι.
Η επαρχιακή Ελλάδα ήταν ένας κόσμος γεμάτος φτώχεια και φαντάσματα. Στα σχολεία εξακολουθούσαν να στέλνουν προμήθειες από την αμερικανική βοήθεια, γάλα σκόνη και κίτρινο τυρί - cheddar cheese, αν δεν με απατά η μνήμη μου -, ακόμη και στα χωριά που δεν τα είχαν καμιά ανάγκη.

Χρήματα δεν υπήρχαν, αλλά το γάλα ήταν άφθονο, όπως και το τυρί, το βούτυρο και το γιαούρτι, αφού το κάθε σπίτι είχε τις αγελάδες, τα πρόβατα ή τα κατσίκια του. Κι όμως, τα πρωινά στo σχολείo, πριν από την προσευχή, ο δάσκαλος έβαζε και λιώνανε τη σκόνη του γάλακτος σε τεράστια καζάνια και υποχρέωνε τα παιδιά να πιουν τουλάχιστον ένα κύπελλο από εκείνο το άθλιο παρασκεύασμα. Τα παιδιά έκαναν πως πίνουν και την κατάλληλη στιγμή, όταν ο δάσκαλος κοίταζε αλλού, έχυναν το ψεύτικο γάλα στους θάμνους ή στα δέντρα.
Ο δάσκαλος ήταν τυπικό δείγμα των εκπαιδευτικών της εποχής, για τους οποίους η μόρφωση και η ηθική συνοδεύονταν απαραιτήτως από τη σφαλιάρα. Στην αρχή της χρονιάς, μετά την τέλεση του αγιασμού, έβγαζε μπροστά στη γραμμή όσα παιδιά είχαν την κακή συνήθεια να κυνηγούν το καλοκαίρι πουλιά με τη σφεντόνα. Και αφού τα έπιανε με το ένα χέρι από τα μαλλιά, με το άλλο τα χαστούκιζε ανηλεώς και επί ώρα για να συμμορφωθούν και να «μην το ξανακάνουν». Οι πιτσιρικάδες, χωρίς να έχουν φυσικά ακούσει ποτέ το όνομα Φρόιντ, εξηγούσαν ψυχαναλυτικά τη συμπεριφορά του: Κάτι δεν πήγαινε καλά στην προσωπική του ζωή - γι' αυτό και τα ξυλοφορτώματα. Ο μόνος τρόπος να τον εκδικηθούν ήταν να τον κοροϊδεύουν μεταξύ τους για το μανικιούρ στο μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού και να τον αποκαλούν «ξεβίδωτο».
Στα μέρη μας δεν έβαζαν γάλα στον καφέ ή καφέ στο γάλα. Και καφέ χωρίς ζάχαρη δεν έπινε σχεδόν κανείς - εγώ τουλάχιστον δεν θυμούμαι ούτε έναν από τους μεγαλύτερους να πίνει τον καφέ του σκέτο. Μια φορά που ένας θαμώνας από αλλού παράγγειλε στο καφενείο του παππού μου έναν καφέ σκέτο, η γιαγιά μου σχολίασε σαρδόνια: «Θα του μαυρίσει το μέσα».
Η ίδια στο σπίτι δεν χρησιμοποιούσε έτοιμο, αλεσμένο καφέ. Τον αγόραζε πάντοτε σε σπόρους, τον καβούρδιζε και τον άλεθε σε μια χειροκίνητη μηχανή που τότε, όπως και σήμερα, την αποκαλούσαν «μύλο». Θυμούμαι βέβαια τη μυρωδιά που κυριαρχούσε και έμενε για πολλές ώρες στην ατμόσφαιρα. Εγώ παρακολουθούσα τη διαδικασία του αλέσματος εκστατικός. Τα υπόλοιπα, συναντήσεις, συζητήσεις και τα παρόμοια, τα συνέδεα πάντοτε με τη μυρωδιά και τη μηχανή του αλέσματος.

Η μηχανή εκείνη δεν υπάρχει σήμερα. Είδα παρόμοιες να πουλιούνται πανάκριβα, χρόνια αργότερα, στο Μοναστηράκι. Δεν υπάρχει ούτε το γραμμόφωνο του παππού μου αφότου αγόρασε το πρώτο πικάπ, ένα Philips που δούλευε με μπαταρίες.
Τον εντυπωσίαζαν πάντοτε τα αγαθά της τεχνολογίας. Και ό,τι πάλιωνε, για εκείνον έπαυε να έχει την παραμικρή αξία. Οταν βγήκαν στην αγορά τα πικάπ και οι δίσκοι 45 στροφών, πήρε το γραμμόφωνο και το ανέβασε στο πατάρι, ενώ το χωνί το κόλλησε στην πίσω πλευρά του τρακτέρ επάνω σε ένα περίεργο εξάρτημα δικής του κατασκευής, που καθάριζε στο άψε σβήσε τα κολοκύθια. Και μόλις εμφανίστηκαν τα τρανζίστορ, ανέβασε στο πατάρι και το παλιό ξύλινο ραδιόφωνο, που δούλευε με μπαταρία αυτοκινήτου, και πήγε στην Κομοτηνή και αγόρασε ένα μικρό τρανζίστορ Toshiba. Μου φαίνεται ότι τον είχε επηρεάσει η διαφήμιση της εποχής «και μ' ένα Toshiba ακούτε το σύμπαν».
Το δικό του σύμπαν δεν ήταν μεγάλο. Το σπίτι του, το καφενείο κολλητά στο σαλόνι (γι' αυτό και υπήρχε πόρτα από όπου περνούσες από το σαλόνι στο καφενείο), τα χωράφια και η Κομοτηνή όπου πήγαινε κάθε Τρίτη για να δώσει τις παραγγελίες του ή να πουλήσει τα προϊόντα του στο παζάρι.
Ηταν και ο παράλληλος κόσμος, φυσικά: οι αναμνήσεις του από την πατρίδα πριν απ' όλα (άλλωστε η τενεκεδένια επιγραφή πάνω από την είσοδο του καφενείου του έγραφε «Ουζοπαντοπωλείον η Ανατολική Θράκη»).

Την επιγραφή εκείνη την είχε φτιάξει ο ζωγράφος Ιωάννης Πιστικός στην Κομοτηνή, όπως και τις περισσότερες στα καταστήματα της πόλης και των γειτονικών χωριών. Επειδή δεν ήταν δυνατόν να ζήσει από τους ελάχιστους πίνακες που πουλούσε, έφτιαχνε πινακίδες για παντοπωλεία, καφενεία και μανάβικα στις οποίες πρόσθετε διακριτικά σε κάποια γωνία τους μία φέτα καρπούζι και δύο μήλα, ένα κομμάτι σαλάμι ή ένα φλιτζάνι του καφέ που άχνιζε. Προτού οι συνταγματάρχες σκεπάσουν το ποτάμι της πόλης, τον Μπουκλουτζά, ο Ιωάννης Πιστικός καθόταν τα ανοιξιάτικα απογεύματα κοντά στο ξύλινο γεφυράκι, που βρισκόταν δίπλα στο εργαστήριό του, και ένωνε τις όχθες του Μπουκλουτζά, έχοντας μπροστά του δύο καβαλέτα. Στο ένα έφτιαχνε μια πινακίδα και στο άλλο έναν πίνακα που παρίστανε συνήθως τοπία ευρωπαϊκών πόλεων.
Στον παππού μου άρεσε να αφηγείται τις εμπειρίες του από τον πόλεμο της Αλβανίας και τη μάχη στα Πέντε Αβγά, όπως την έλεγε, για την οποία ουδέποτε άκουσα οτιδήποτε από κανέναν. Δεν πρέπει να ήταν καμιά σπουδαία μάχη, αλλά για τον ίδιο είχε μεγάλη σημασία, αφού ένα θραύσμα από οβίδα τον είχε τραυματίσει ελαφρά αφήνοντάς του ένα μικρό ελάττωμα στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού που δεν μπορούσε να το λυγίσει.
Τη μάχη αυτή μου την είχε αφηγηθεί πάμπολλες φορές τα βράδια του καλοκαιριού, όταν του άρεσε να στρώνει μια ψάθα στην αυλή, να βάζει τα μαξιλάρια του, να ξαπλώνει, να πίνει το ουζάκι του με τον σχετικό μεζέ και  ανοίγοντας το τρανζιστοράκι του «να ακούει το σύμπαν». Εγώ καθόμουν δίπλα του, τον άκουγα να μου λέει το ένα και το άλλο και έβλεπα από πάνω το άλλο σύμπαν: το μαγικό Διάστημα, τον έναστρο ουρανό του καλοκαιριού όπου ανέβαιναν οι φωνές των γρύλων.

Ο παππούς μου έπινε τον καφέ του βαρύ γλυκό - και αυτός, μου φαίνεται, ήταν ο λόγος για τον οποίο έτσι τον έπινα και εγώ για μερικά χρόνια. Αρχισα να πίνω μέτριο καφέ εξαιτίας ενός λάθους. Το 1974, στη Θεσσαλονίκη, σχεδόν κάθε απόγευμα περνούσα από το βιβλιοπωλείο του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Γιάννη Πάνου στη Χρυσοστόμου Σμύρνης και έκανα παρέα στη Νόρα. Ο πρώτος καφές που με κέρασε η Νόρα ήταν βαρύς γλυκός, όπως τον έπινα.
Τη δεύτερη φορά, όμως, «μέτριος, ε;» είπε, και εγώ ο νεοσσός ντράπηκα να πω «όχι».
Ολες τις επόμενες φορές ο καφές ερχόταν μέτριος. Τον συνήθισα γρήγορα και έτσι τον πίνω έκτοτε. Μολονότι είχαν περάσει τέσσερα χρόνια σχεδόν από τότε που μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, για έναν παράξενο λόγο αυτή η αλλαγή των προτιμήσεων σηματοδοτεί για μένα το πέρασμά μου από τον κόσμο της επαρχίας στη μεγάλη πόλη.
Στη δεκαετία του 1950 υπήρχαν ακόμη σπίτια στα χωριά όπου τον καφέ τον νόθευαν με ρεβίθι. Ηταν κατάλοιπο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ο καφές στοίχιζε - και χρήματα δεν υπήρχαν ούτε για καφέ ούτε για τίποτε. Αυτό, φυσικά, δεν κράτησε για πολύ καιρό. Η μετανάστευση στη Δυτική Γερμανία τη δεκαετία του 1960 άλλαξε ριζικά τις συνήθειες, τις απαιτήσεις και τον τρόπο ζωής. Για πρώτη φορά οι κάτοικοι στα χωριά είχαν σε μηνιαία σχεδόν βάση μετρητά από τα εμβάσματα των παιδιών και των συγγενών τους. Καταργήθηκαν σιγά σιγά το τεφτέρι του μπακάλη, το μπαλωμένο παντελόνι και τα λαστιχένια παπούτσια, και από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν να εμφανίζονται στα χωριά και τα πρώτα αυτοκίνητα.

Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα διαπίστωσα πως στο Μπαλί εξακολουθούσαν να νοθεύουν τον καφέ - όμως αυτό δεν σήμαινε τίποτε, ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως στην Ασία πίνουν κυρίως τσάι και όχι καφέ.
Καφέ άρχισα να πίνω συστηματικά στις δύο τελευταίες τάξεις του γυμνασίου στην Κομοτηνή. Το μοναδικό κτίριο όπου στεγαζόταν το γυμνάσιο της πόλης, εξατάξιο τότε, δεν επαρκούσε, και έτσι λειτουργούσε σε δύο βάρδιες. Οταν, λοιπόν, ήμασταν απογευματινοί, καθ' οδόν προς το σπίτι σταματούσαμε στο κέντρο της πόλης δίπλα στο μουσουλμανικό τέμενος, όπου βρισκόταν το καφενείο του Μολά Μουσταφά, κολλητά στο τζαμί. Μια τρύπα ήταν, που λέει ο λόγος, για τα σημερινά δεδομένα, αλλά για μας λειτουργούσε σαν ένα είδος γιάφκας χωρίς συνωμότες. Υπήρχαν ακόμη ναργιλέδες και τουρκικές εφημερίδες στα αραβικά, όμως μπορεί να κάνω και λάθος. Ισως να ήταν εφημερίδες από την Αίγυπτο ή άλλες αραβικές χώρες.
Ο Μολά Μουσταφά έφτιαχνε τον καλύτερο καφέ στην πόλη. Δύσκολο να πω αν αυτό ήταν μύθος ή αν πράγματι έτσι συνέβαινε. Ο πατέρας μου κάποτε μου είχε πει ότι δεν υπήρχε καμιά μυστική συνταγή - παρά τις φήμες. Ο Μολά Μουσταφά είχε το δικό του χαρμάνι, αφού συνδύαζε διαφορετικές ποικιλίες σπόρων και ποτέ δεν χρησιμοποιούσε έτοιμο καφέ, αλλά τον άλεθε ο ίδιος. Κυρίως, όμως, η ποιότητα του καφέ του, και κατεξοχήν το πλούσιο καϊμάκι του, οφειλόταν στο ότι δεν τσιγκουνευόταν τον καφέ και έβαζε μεγάλη ποσότητα, έστω και αν έτσι το κέρδος του μειωνόταν αισθητά.

Ο πατέρας μου είχε δίκιο εν μέρει. Παχύ καϊμάκι μπορείς να πάρεις αυξάνοντας την ποσότητα, αν όμως ο καφές δεν είναι καλής ποιότητας και δεν έχει καβουρδιστεί σωστά, η γεύση του είναι χάλια. Ισως πιο ενδιαφέρον να ήταν το τσάι που ετοίμαζε ο Μολά Μουσταφά σε μια ποικιλία γεύσεων και χρωμάτων σπάνια για την εποχή. Εμείς, ωστόσο, τσάι δεν πίναμε γενικώς. Ο καφές και το τσιγάρο ήταν τα μέσα να περάσουμε από την εφηβική ηλικία στην ανδρική.
Παραγγέλναμε καφέ και ανάβαμε τσιγάρο, ενώ ένας μας κρατούσε τσίλιες στην πόρτα, μήπως και εμφανιστεί κάποιος καθηγητής από αυτούς που ήταν εντεταλμένοι να ελέγχουν βάσει ενός γελοίου κανονισμού σχολείου τέσσερα πράγματα: πρώτον, ότι δεν κυκλοφορούν στην πόλη μαθητές μετά τις 9 το βράδυ, δεύτερον, πως δεν συχνάζουν στα σφαιριστήρια, τρίτον, πως δεν πηγαίνουν στον κινηματογράφο παρά μόνο τα Σαββατοκύριακα και σε κατάλληλα έργα και τέταρτον, - και χειρότερο - πως δεν καπνίζουν. Οσο ανόητα και αν ακούγονται αυτά σήμερα, ήταν η πραγματικότητα των εφήβων της εποχής. Αν σε έπιαναν με τσιγάρο, κινδύνευες να αποβληθείς - και μάλιστα διά παντός - απ' όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Κάποιο βράδυ δεχτήκαμε την έφοδο ενός εκ των καθηγητών. Ηταν ο γυμναστής, που εισέβαλε φουριόζος στο καφενείο, αλλά πιο μπροστά ο Νίκος, που φύλαγε τσίλιες, πρόλαβε να φωνάξει «σύρμα, ο Μπ», κι εμείς σβήσαμε τα τσιγάρα βιαστικά και χώσαμε τα αποτσίγαρα στις τσέπες μας.
Ο γυμναστής πλησίασε και κατά διαβολική σύμπτωση στράφηκε στον μόνο που δεν κάπνιζε από τους πέντε της παρέας μας:
«Θεόφιλε, κάνε χου».
Εσκυψε και τον μύρισε σαν κυνηγόσκυλο. Επειτα στράφηκε στους υπόλοιπους:
«Ξέρω ότι καπνίζετε».
Ο γυμναστής ήταν Πελοποννήσιος. Γύρισε στον Μολά Μουσταφά που μετά βίας προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.

«Καπνίζουν, έτσι δεν είναι;» του είπε.
«Μπιλμέμ» (δεν ξέρω) είπε ο Μολά Μουσταφά στα τουρκικά.
Ο γυμναστής κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Πριν βγει, γύρισε το κεφάλι και μας ξανακοίταξε.
«Οχι μόνο καπνίζετε, αλλά μιλάτε και τουρκικά» είπε και βρόντηξε την πόρτα φεύγοντας.
Αλλη έφοδος στο καφενείο δεν επιχειρήθηκε. Το μένος των προστατών της εφηβικής μας ηθικής εξαντλήθηκε σε απανωτές εφόδους στα σφαιριστήρια του Τζίμη, όπου ο εξάδελφός μου ο Βασίλης διέπρεπε στο μπιλιάρδο, επίδοση που την πλήρωσε με τρεις τετραήμερες αποβολές, με αποτέλεσμα - για άλλους λόγους βέβαια - ο σύλλογος των καθηγητών να αποφασίσει να τον αποβάλει διά παντός από το περίφημο Γυμνάσιον Αρρένων Κομοτηνής που ο γυμνασιάρχης του, ένας χοντρός με φουσκωτά μάγουλα, ήθελε να το κάνει πρότυπο και το διοικούσε σαν να ήταν τάγμα Ιησουιτών.
Δεν ξέρω αν ο γυμναστής εκείνος ζει σήμερα, αλλά δεν έχει σημασία. Οι σαχλαμάρες μιας εποχής καταντούν η χλεύη της επόμενης. Η «ευπρεπής» Ελλάδα της δεκαετίας του 1960 ήταν μια χώρα σκιών, σαν κι αυτές που στοίχειωσαν τη δική μας εφηβεία.

Γι' αυτό, λοιπόν, δεν χρειάζονται ξόρκια. Το αεράκι του χρόνου τα έχει σκορπίσει εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα, κάθε φορά που ανεβαίνω στη γενέθλια πόλη διαπιστώνω πως απλούστατα δεν γνωρίζω σχεδόν κανέναν. Δεν μου είναι ενοχλητικό, σχεδόν απολαμβάνω την ανωνυμία σε έναν τόπο που μου ήταν κάποτε τόσο οικείος. Και δεν αισθάνομαι την παραμικρή συγκίνηση. Ολα άλλαξαν προς το καλύτερο. Στην κεντρική πλατεία της πόλης υπάρχουν σήμερα καφετέριες όπου οι θαμώνες προτιμούν συνήθως να πίνουν εσπρέσο. Οπως συμβαίνει πλέον και στην πιο απομακρυσμένη περιοχή της Ελλάδας, ο εσπρέσο στοιχίζει δύο φορές περισσότερο από όσο στη Βαρκελώνη. Ομως στην Κομοτηνή εξακολουθεί να παρασκευάζεται ο καλύτερος καφές, τουρκικός, ελληνικός ή αραβικός - ή όπως θέλει κανείς να τον ονομάζει. Πρόκειται για το λεγόμενο «χαρμάνι κόκκινο φλιτζάνι» του καφεκοπτείου Κέκκερη.
Ο Θεοφάνης Κέκκερης ήταν ένας λιγνός άνδρας που μιλούσε ελάχιστα, όπως τουλάχιστον τον θυμούμαι. Ημουν συμμαθητής με έναν από τους γιους του στα δύο πρώτα χρόνια του γυμνασίου. Πολύ σύντομα θα μάθαινα πως τη βελούδινη γεύση του καφέ που πουλούσε δεν μπορούσε κανείς να τη συναγωνιστεί. Τότε, αυτό που έλεγαν οι μεγάλοι ήταν πως οφειλόταν σε κάποια κρυφή συνταγή, μια μυθολογία που σ' εμένα φάνταζε περίπου σαν κι αυτή για τη μυστική συνταγή της κόκα-κόλα. Η εποχή, άλλωστε, ευνοούσε τη δημιουργία μύθων σχεδόν για τα πάντα. Για το καλύτερο ούζο, το καλύτερο σαλάμι και τον πιο νόστιμο κιμά, για το πού θα βρει κανείς το πιο εύγευστο και φρέσκο γιαούρτι. Πίσω από το κάθε «καλύτερο» υπέφωσκε κι ένα μυστικό.
Με τα μυστικά και τα μυστήρια ζούσε μια θεία του πατέρα μου, η γιαγιά Ανθούλα, που έμενε στην περιοχή του Πωσπώς, όπου ο άνδρας της, ο φοβερός παππούς Απόστολος, ένας φριχτός τσιγκούνης και πρώην χωροφύλακας, είχε το σπίτι και την ταβέρνα του.

Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω για ποιον λόγο η περιοχή πήρε αυτό το όνομα. Θρυλείται πως κάποτε, όταν ο βασιλιάς Παύλος - ή μήπως ήταν η Φρειδερίκη; - βρισκόταν στην Κομοτηνή και τον ξεναγούσαν στην περιοχή, ρώτησε πώς λένε το μέρος. Κάτι του είπαν και δεν άκουσε καλά. Ρώτησε, λοιπόν, «Πώς; Πώς;» κι έτσι, λένε, δόθηκε το όνομα στην περιοχή.
Κάθε φορά που πηγαίναμε στο Πωσπώς ήμουν κατενθουσιασμένος. Για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί η ταβέρνα της γιαγιάς Ανθούλας και του παππού Απόστολου ήταν μέσα στα δέντρα, όπου χίλια δυο μυστήρια υπήρχαν κρυμμένα σε κάθε βήμα. Δεύτερον, γιατί ο γαμπρός τους, ο Μιχάλης, κάθε φορά μού έκανε δώρο και μια υπέροχη σφυρίχτρα από ξύλο λεύκας, που μόνον εκείνος ήξερε να φτιάχνει. Είχε τον πιο δυνατό και διαπεραστικό ήχο που μπορεί κάποιος να φανταστεί, ικανό να ακουστεί ως την άλλη άκρη της πόλης. Τρίτον, γιατί απέναντι από την ταβέρνα βρίσκονταν τα σφαγεία της Κομοτηνής, και επομένως το κρέας στο τραπέζι ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να βρει κανείς. Και τέταρτον - και πιο σπουδαίο -, επειδή στο Πωσπώς πηγαίναμε τα Σαββατοκύριακα.
Τα βράδια του Σαββάτου, ιδιαίτερα τους ανοιξιάτικους και τους καλοκαιρινούς μήνες, μου φάνταζαν παραδεισένια. Η ταβέρνα ήταν γεμάτη κόσμο που έτρωγε και έπινε μέσα στα δέντρα, ένα μεγάφωνο έπαιζε τα βαλς που έβαζε ο παππούς Απόστολος στο πικάπ και σε μια πίστα στρωμένη με τσιμέντο, που τη φώτιζαν δύο λουξ, χόρευαν τα ζευγάρια των θαμώνων, ενώ εγώ μπαινόβγαινα ανάμεσά τους ακολουθώντας τον δικό μου ρυθμό, δηλαδή το πέρασμα από το φως της πίστας στο σκοτάδι των δέντρων που την κύκλωναν.
Αλλά πίσω στα δέντρα κρυβόταν το μαγικό τοπίο. Ολα τα άστρα είχαν κατεβεί από τον ουρανό και πετούσαν χαμηλά, ανάμεσα στους θάμνους αναβοσβήνοντας, μόνο που εδώ κάτω ήταν πιο λαμπερά και πολύ περισσότερα - τι περισσότερα, χιλιάδες. Ηταν οι πυγολαμπίδες που έτρεχα πίσω τους και προσπαθούσα να τις πιάσω στον αέρα, με επιτυχία πολλές φορές, να τις κρατήσω στη χούφτα μου και να τις βλέπω να αναβοσβήνουν, λες και πάνω στην παλάμη μου ανοιγόκλεινε ο κόσμος.

Πιο μπροστά, παρακολουθούσα προσεκτικά τον Μιχάλη καθώς ετοίμαζε τα δύο λουξ και στη συνέχεια ανέβαινε και τα κρεμούσε σε δύο ψηλά κλαδιά πάνω από την πίστα. Την ξύλινη σφυρίχτρα δεν τη χρησιμοποιούσα νύχτα. Φοβόμουν πως έτσι και σφύριζα θα μου την έπαιρναν. Ο ήχος της ήταν ήχος της ημέρας γιατί τη νύχτα υπήρχε το μεγάφωνο και πιο πέρα τα τριζόνια.
Εμενα μαζί με τους μεγάλους αργά, μέχρι που έκλεινε η ταβέρνα, παρά τις επανειλημμένες εντολές να πάω στο κρεβάτι. Γιατί μετά τα μεσάνυχτα ένα άλλο μυστήριο συνέβαινε. Ο παππούς Απόστολος με άλλους δύο έπαιρναν ένα τσουβάλι, έβαζαν μέσα αξίνες και φτυάρια, ανέβαιναν σε ένα τρίκυκλο και αναχωρούσαν προς άγνωστη κατεύθυνση.
Ο παππούς Απόστολος, πριν μπει να καθήσει δίπλα στον τοπικό «Κοτζαμάνη», έστριβε το τσιγκελωτό του μουστάκι και έκανε τον σταυρό του. Ο «Κοτζαμάνης», μονίμως αξύριστος, ήταν ένας μαυριδερός τύπος με μεγάλα φρύδια. Τον τρίτο, που καθόταν στην καρότσα, δεν τον θυμούμαι. Πού πήγαιναν; Το έμαθα ύστερα από χρόνια, όταν πια δεν ζούσαν ούτε ο παππούς Απόστολος ούτε η γιαγιά Ανθούλα. Τραβούσαν για τα βουνά, όπου όλη τη νύχτα έσκαβαν ψάχνοντας για κρυμμένους θησαυρούς, χρυσές λίρες δηλαδή που κάποιος αγάς προ αμνημονεύτων ετών κάπου θα είχε θάψει. Τώρα, από πού οι δήθεν πληροφορίες, ένας Θεός ξέρει. Το συνεργείο δούλευε χρόνια, έχοντας αλωνίσει τις παρυφές της Ροδόπης. Βέβαια, ούτε θησαυρούς βρήκε ποτέ ούτε λίρες.

Τα πρωινά της Κυριακής οι γυναίκες του σπιτιού έπαιρναν τον καφέ τους στο δωμάτιο της γιαγιάς Ανθούλας - όλες μαζί. Τον καφέ τον έφτιαχνε πάντοτε η κόρη της η Ελένη. Οι επισκέπτριες, ακόμη και αν ήταν συγγενείς, δεν έμπαιναν ποτέ στην κουζίνα. Ηταν ντροπή και σήμαινε πως αν γινόταν αυτό η σπιτονοικοκυρά ήταν τσαπατσούλα και τεμπέλα.
Τη γιαγιά Ανθούλα σπανίως τη θυμούμαι όρθια. Η μνήμη μου συγκρατεί την εικόνα μιας μαυροφορεμένης που είναι μόνιμα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ελαφρώς ανασηκωμένη και με τρία μαξιλάρια στην πλάτη. Γύρω της καθισμένες σε ψάθινες καρέκλες οι νεότερες, νύφες, ανιψιές και γειτόνισσες, όλες κρατώντας με το δεξί το φλιτζάνι του καφέ και με το αριστερό το πιατάκι, ρουφώντας την πρώτη γουλιά πάντοτε θορυβωδώς, όχι από έλλειψη τρόπων φυσικά, αφού μόνο έτσι μπορεί να πάρει κανείς με την πρώτη όλο το καϊμάκι. Κι εγώ να στέκομαι στην πόρτα με τη σφυρίχτρα μου και να τις ακούω να συζητούν περί ανέμων και υδάτων - αλλά όχι ακριβώς. Το μόνιμο θέμα συζήτησης, όπου η γιαγιά Ανθούλα αγόρευε και οι υπόλοιπες άκουγαν, περιστρεφόταν γύρω από το ζήτημα των ποικίλων, πραγματικών και φανταστικών, ασθενειών της οικοδέσποινας, γιατί η γιαγιά Ανθούλα ήταν, από τότε που τη θυμόμουν, άρρωστη - ή έτσι έλεγε - και παρά ταύτα έμενε σε μια περιοχή μέσα στην υγρασία. Αλλά στις ιστορίες που αράδιαζε ουδείς γιατρός εμφανιζόταν, κανένα φάρμακο, ούτε καν η ασπιρίνη, ακούστηκε ποτέ, αντίθετα παρήλαυναν διάφορα μαντζούνια και καταπλάσματα, ονόματα διάσημων κομπογιαννιτών, χαρτοριχτρών και καφετζούδων, ειδικών στο ξεμάτιασμα και άλλα συναφή.
Η μονίμως άρρωστη γιαγιά Ανθούλα πέθανε αρκετά χρόνια μετά τον παππού Απόστολο. Το είχε διαβάσει στο φλιτζάνι μια τσιγγάνα καφετζού από το Πωσπώς: «Ασε τι λένε οι γιατροί. Εσύ θα ζήσεις πιο πολύ από τον άντρα σου».
Ο Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας και συντάκτης του «Βήματος». Ο «Καφές των αναμνήσεων» περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Κάτω από την ίδια στέγη», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη.

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ Η βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων και άλλα 499 ποιήματα.

Μπέρτολτ Μπρεχτ
Η βαβυλωνιακή σύγχυση των
λέξεων και άλλα 499 ποιήματα.
Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής.
Εκδόσεις Gutenberg, 2014,

Παραβιάζει κανείς ανοιχτές θύρες λέγοντας ότι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους γερμανούς συγγραφείς στη χώρα μας - για να μην πω ο δημοφιλέστερος. Ολα σχεδόν τα θεατρικά του έργα έχουν ανεβαστεί στη σκηνή πάνω από μία φορά, μυθιστορήματα και θεωρητικά του κείμενα μεταφράστηκαν και διαβάστηκαν από μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού, ενώ πολλά ποιήματά του έχουν επίσης μεταφραστεί και αρκετά έχουν γίνει τραγούδια. Ομως τώρα για πρώτη φορά μάς προσφέρονται τόσα ποιήματά του στα ελληνικά σε έναν μόνο τόμο. Πεντακόσια! Για να αποδειχθεί ότι το ποιητικό έργο του Μπρεχτ δεν ήταν συμπλήρωμα των θεατρικών του, ότι ακόμη και χωρίς το θέατρό του θα ανήκε στους κορυφαίους ποιητές του 20ού αιώνα.
Ο Μπρεχτ ήταν από μόνος του μια ολόκληρη εποχή, όπως άλλωστε και ένας άλλος σπουδαίος γερμανός: ο Τόμας Μαν - μολονότι, σύμφωνα και με τα όσα έλεγε, ο τελευταίος υπήρξε παιδί του 19ου αιώνα. Και ως στάση και ως ιδιοσυγκρασία. Ενώ ο Μπρεχτ αναδείχθηκε στη δεκαετία του 1920, την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μαζί με τα υπόλοιπα «τρομερά παιδιά» της εποχής, τον Κουρτ Βάιλ, τον Χανς Αϊσλερ και τον Πάουλ Ντεσάου στη μουσική ή τον Γκέοργκ Γκρος στη ζωγραφική.
Η δύναμη του αυτονόητου
Ο τόμος περιλαμβάνει ποιήματα από όλη τη δημιουργική περίοδο του Μπρεχτ. Δεν λείπει φυσικά κανένα από τα πασίγνωστα: από την «Τζένη των πειρατών» και τους «Συλλογισμούς για το πώς να 'ναι η κόλαση» ως τα σύντομα αριστουργηματικά που περιλαμβάνονται στα Μπουκοβιανά ελεγεία. Εκείνοι που γνωρίζουν ήδη τα όσα έχουν μεταφραστεί - και μάλιστα πολλές φορές - θα γνωρίσουν και πολλά άλλα λιγότερο γνωστά αλλά εξίσου σημαντικά. Και όσοι θα έλθουν για πρώτη φορά σε επαφή με το μεγάλο αυτό έργο θα αποκτήσουν την πλήρη εικόνα ενός από τους αντιπροσωπευτικότερους ποιητές του 20ού αιώνα.
Ο Μπρεχτ ήταν - και ήθελε να είναι - διδακτικός ποιητής. Με την έννοια αυτή έγραφε ποίηση που στόχευε στο να την κατανοούν οι πάντες και κατά συνέπεια να έχει την αξία του ντοκουμέντου. Γι' αυτό και όπως έλεγε ο ίδιος έγραφε τα ποιήματά του σε «βασικά» γερμανικά. Ομως η απλότητα, όταν πίσω της υπάρχει το μεγάλο ταλέντο, αναδεικνύει την τρομερή δύναμη που έχουν οι απλές αλήθειες ή αλλιώς: το αυτονόητο. Με μία διαφορά ωστόσο: η απλότητα στον Μπρεχτ είναι ποτισμένη με το καυστικό υγρό της αγανάκτησης για έναν κόσμο χωρισμένο στα δύο: των προνομιούχων και των θυμάτων, όσων έχουν την εξουσία και των μαύρων προβάτων.
Αλλά τα ποιήματά του δεν είναι γραμμένα στη λογική του άσπρου-μαύρου. Κανένας δεν αξιοποίησε στην ποίηση τη διαλεκτική όπως αυτός και κανένας δεν μίλησε με τη δική του αμεσότητα για τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Ο Στάινερ τον χαρακτήριζε Λούθηρο της Αριστεράς και όχι μόνο, γιατί, όπως γνωρίζουμε, η Βίβλος του Λούθηρου ανήκε στα αγαπημένα αναγνώσματα του Μπρεχτ. Οταν απευθύνεσαι είτε στις μάζες (όπως ο ίδιος) είτε στο εκκλησίασμα (όπως ο Λούθηρος), ο λόγος σου πρέπει να αποτυπώνεται στον νου και στην καρδιά και να αλλάζει τη συνείδηση των αποδεκτών του. Η εξέδρα, η σκηνή στο θέατρο ή στο καμπαρέ είναι, τρόπον τινά, υποκατάστατα του άμβωνα, όπου ο Θεός έχει πλέον ένα άλλο όνομα: επανάσταση. Τα πράγματα βεβαίως στην ποίηση δεν είναι τόσο απλά. Ο Μπρεχτ κάνει κήρυγμα, όμως πουθενά ο λόγος του δεν λειτουργεί ως απλή προπαγάνδα. Απόδειξη ότι ενώ σε πολλούς συγγραφείς της Αριστεράς η στράτευση ζημίωσε το ταλέντο τους στον Μπρεχτ ο μαρξισμός απεδείχθη μεγάλη δημιουργική δύναμη.
Ποιητής πόλης
Ο Μπρεχτ, όπως κι ο Καβάφης, είναι ποιητής της πόλης. Αλλά ενώ το κύριο μέρος της θεματικής περιοχής του Αλεξανδρινού το καταλαμβάνει η Ιστορία, ο Μπρεχτ κινείται στο παρόν, είναι δηλαδή ποιητής εποχής. Αυτό άλλωστε σημαίνει σε τελική ανάλυση η παρατήρηση ότι τη θεματική του περιοχή την καλύπτει στο μεγαλύτερο μέρος της η επικαιρότητα, στην οποία δεν δίστασε να βυθιστεί από την αρχή σχεδόν της ποιητικής του πορείας.
Ο Μπρεχτ όμως είναι και πολλά άλλα. Σπάνιος παρατηρητής και εξαίρετος αφηγητής (δεν υπάρχει ούτε ένα ποίημά του σχεδόν, ακόμη και το πιο μικρό, που να μη λέει μια ιστορία), παραμένει θεατρικός στην ποίησή του όπως και άκρως ποιητικός στο θέατρό του. Λες και η μεγάλη, προφορική κυρίως, ποίηση του δρόμου συμπυκνώθηκε στο έργο του και μας έδωσε ποιήματα ανεπανάληπτα.
Οταν λέμε ποίηση του δρόμου, εννοούμε του δημόσιου χώρου, των όσων συμβαίνουν τη μέρα και τη νύχτα στις πλατείες, στους δρόμους, στα καμπαρέ, στα εργοστάσια. Ο Μπρεχτ όμως μπορεί να είναι κι ενδοσκοπικός, να καταλήγει σε μια εικόνα που εκφράζει τον ψυχικό του κόσμο, πάντοτε ωστόσο ως αντανάκλαση της ζωής που εισπράττει από το περιβάλλον. Και άλλοτε να γράφει με έναν τρόπο που θυμίζει τους μεγάλους κινέζους ποιητές της δυναστείας των Τανγκ, όπως σε αυτό το εξαίσιο με τίτλο «Ελατα» από τα Μπουκοβιανά ελεγεία:
«Με το χάραμα / τα έλατα είναι μπρούντζινα. / Ετσι τα πρωτοείδα / πριν από μισόν αιώνα / πριν από δύο παγκοσμίους πολέμους / με τα νεανικά μου μάτια εγώ».
Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου ο Μπρεχτ κατηγορήθηκε για πλείστα όσα. Για τις γυναικοδουλειές του, για την τυφλή υποστήριξή του στο σοβιετικό καθεστώς και για τις καταθέσεις του στις ελβετικές τράπεζες. Τίποτε από αυτά δεν στάθηκε ικανό να αμαυρώσει τη φήμη του, απλούστατα επειδή στηριζόταν σε ένα μεγάλο έργο: και σε όγκο και σε ποιότητα. Η επίδρασή του τόσο στη Γερμανία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο υπήρξε τεράστια. Η καλύτερη ποιητική συλλογή του Χανς Μάγκνους Εντσεσμπέργκερ με τίτλο Μαυσωλείο είναι λ.χ. ένα από την αρχή ως το τέλος «μπρεχτικό» βιβλίο.
Το ύφος και οι επιδράσεις
Το μπρεχτικό ύφος σε πλείστες παραλλαγές δεν είναι δύσκολο να το διακρίνει κανείς ακόμη και στη δική μας μεταπολεμική ποίηση. Ο ίσκιος του Μπρεχτ υπάρχει λ.χ. πίσω από την τελευταία συλλογή Ο στόχος του Μανόλη Αναγνωστάκη (από τις καλύτερές του). Τη γόνιμη επίδρασή του τη διαπιστώνουμε επίσης και στο έργο του Τίτου Πατρίκιου - για να μείνω μόνο σε δύο από τους εξέχοντες μεταπολεμικούς μας ποιητές.
Οι συγγραφείς πρώτης γραμμής είναι δεκτικοί στις επιδράσεις. Ο Μπρεχτ εμπνέει γιατί κι ο ίδιος εμπνεύστηκε. Και τις εμπνεύσεις του τις μεταμόρφωσε και τους έδωσε άλλη διάσταση. Σχεδόν όλες του οι μπαλάντες παραπέμπουν στον Φρανσουά Βιγιόν, στον οποίο ανακάλυψε μια αδελφή ψυχή που έζησε έξι αιώνες πριν από τον ίδιο. Ποιος δεν θα διαβάσει την «Μπαλάντα του νταβατζή» και δεν θα θυμηθεί αμέσως τη «Μπαλάντα της χοντρής Μαργκό» του Βιγιόν - αν φυσικά έχει διαβάσει τα ποιήματα του τελευταίου;
Ορθώς λοιπόν ο μεταφραστής Γιώργος Κεντρωτής, στον οποίο αξίζει κάθε έπαινος (τέτοιες δουλειές σπανίζουν στις μέρες μας), συμπεριέλαβε ποιήματα και τραγούδια του Μπρεχτ από τα θεατρικά του έργα και τα πεζά του κείμενα. Από μια τέτοια έκδοση δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα αριστουργηματικά «Η ηθικοπλαστική μπαλάντα του Μάκη του μαχαιροβγάλτη», «Η Τζένη των πειρατών», «Το τραγούδι του Σολομώντα» ή «Το τραγούδι της γυναίκας του ναζί φαντάρου».
Πολλά ποιήματα του Μπρεχτ είναι γραμμένα σε μέτρο και ομοιοκαταληξία. Ετσι τα μετέφερε στα ελληνικά και ο Κεντρωτής επιλέγοντας τη δύσκολη λύση. Ομως πέραν του ότι αυτό δεοντολογικά είναι εκ των ων ουκ άνευ, υπάρχει και ένας επιπλέον λόγος: ο Μπρεχτ ήταν μεγάλος τεχνίτης και άψογος χειριστής της φόρμας. Ο μεταφραστής πάτησε πάνω στα δικά του πρότυπα για να βρει αντιστοιχίες στα ελληνικά, με ευρηματικότητα και κατά κανόνα με επιτυχία. Γιατί και στη μετάφραση, της ποίησης ιδίως, «η μορφή είναι περιεχόμενο, το περιεχόμενο μορφή» - όπως ισχύει και για το πρωτότυπο.
Με το βιβλίο αυτό οι εκδόσεις Gutenberg των Γιώργου και Κώστα Δαρδανού, συνεχίζοντας μιαν άτυπη παράδοση, προσφέρουν στο αναγνωστικό κοινό ένα ακόμη λογοτεχνικό έργο υψηλής εκδοτικής στάθμης. Επειδή η απάντηση στην οικονομική κρίση (που δεν άφησε αλώβητη την εκδοτική αγορά) είναι απλούστατη: επένδυση στην ποιότητα.

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1832 ΒΟΛΦΚΑΝΓΚ ΓΚΑΙΤΕ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Ο μεγαλοφυής λογοτέχνης και διανοητής Βόλφγκανγκ Γκαίτε

Υπήρξε μία από τις κορυφαίες διάνοιες όχι μόνο της Γερμανίας, αλλά ολόκληρου του κόσμου. Μεγαλοφυΐα της εποχής του, ο Γκαίτε διακρίθηκε ως ποιητής, συγγραφέας θεατρικών έργων, φιλόσοφος, ζωγράφος, αλλά και επιστήμονας και πολιτικός.
Ο Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε, που γεννήθηκε στις 28 Αυγούστου 1749, ήταν γιος μιας ιδιαίτερα εύπορης οικογένειας. Διδάχτηκε κατ’ οίκον πάνω σε μια ευρεία σειρά θέματα, με έμφαση στους κλασικούς συγγραφείς και τις γλώσσες (λατινικά, ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά). Από μικρός εκδηλώνει κλίση προς τη λογοτεχνία και το θέατρο, κάτι που ενθαρρύνει η μητέρα του, ενώ αγαπάει με πάθος τη ζωγραφική. Αντιπαθεί ιδιαίτερα την Εκκλησία, την ιστορία της οποίας χαρακτήρισε «συνονθύλευμα πλανών και βίας».

Σε ηλικία 16 ετών ξεκινά σπουδές Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ενώ παράλληλα έκανε μαθήματα σχεδίου με τον Adam Oeser. Με αφορμή έναν άτυχο έρωτα, δημιουργεί το πρώτο του θεατρικό έργο το 1767. Ολοκληρώνει τις σπουδές της Νομικής το 1768 και από το 171 εξασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Σε ηλικία του 1774, σε ηλικία 25 ετών δημοσιεύει το έργο που του χάρισε την πανευρωπαϊκή αναγνώριση: Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, με το οποίο δημιουργεί το πρότυπο του ρομαντικού ήρωα.
Ο νεαρός Γκαίτε ήταν έρμαιο των συναισθημάτων του, όπως ανέφερε, σε τέτοιο βαθμό ώστε ανησυχούσε για την πνευματική ισορροπία του. Με το ποίημά του «Προμηθέας», όπου υποστήριξε ότι άνθρωπος πρέπει να πιστεύει στον εαυτό του κι όχι στους θεούς, γίνεται ο εκπρόσωπος ενός ολόκληρου κινήματος. Το 1775 επισκέπτεται τον Δούκα της Βαϊμάρης, Karl August, και αναλαμβάνει διαδοχικά διάφορα κυβερνητικά αξιώματα. Στην πόλη αυτή έζησε ως το θάνατό του.
Παράλληλα με τη λογοτεχνία και τη δραματουργία, μελέτησε φυσική, χημεία και ανατομία – ήταν αυτός ο οποίος, 70 χρόνια πριν από τον Δαρβίνο, διατύπωσε την θεωρία της ενότητας και της συνέχειας στη φύση, παρατηρώντας τις μορφολογικές ομοιότητες μεταξύ ειδών. Το δε 1784 ανακάλυψε την ύπαρξη του μη διακρινόμενου (λόγω της απώθησής του στο πρόσθιο τμήμα των άνω γνάθων και της συνοστέωσής του με αυτά) μεσογνάθιου οστού στον άνθρωπο. Η μελέτη της συγκριτικής ανατομίας τον οδήγησε να εισηγηθεί το 1790 ένα νέο κλάδο των επιστημών της φύσης, τη Μορφολογία. Σε μια πραγματεία του, το 1795, ορίζει τη Μορφολογία, ως «αυτοτελή επιστήμη και βοηθητική της Φυσιολογίας που πρέπει να περιλαμβάνει τη διδασκαλία περί της μορφής, σχηματισμού και μετασχηματισμού των οργανικών σωμάτων».

Τα χρόνια 1791 - 1817 διεύθυνε το Αυλικό Θέατρο της Βαϊμάρης. Το 1795 γνωρίζεται με τον Friedrich Schiller κι αναπτύσσουν μεταξύ τους μια βαθιά φιλία, που κράτησε ως το θάνατο του δεύτερου, το 1805. Ο Γκαίτε, το 1806 παντρεύτηκε τη Christiane Vulpius, με την οποία είχε ήδη από το 1789 ένα γιο, χρονιά κατά την οποία ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, της οποίας υπήρξε θαυμαστής. Ο Φάουστ, το διασημότερο έργο του και το δημιούργημα μιας ολόκληρης ζωής, ολοκληρώθηκε ένα έτος πριν το θάνατο του, ενώ η αυτοβιογραφία του «Ποίηση και Αλήθεια», θεωρείται από τ' αριστουργήματα του γερμανικού πεζού λόγου.
Πέθανε στις 22 Μαρτίου του 1832, μετά από μια ζωή κορυφαίας δημιουργίας. Ο τάφος του βρίσκεται στο ιστορικό κοιμητήριο της Βαϊμάρης. 
Πηγή: TVXS

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΠΑΝΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΣ Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο. [Δεύτερη ανάρτηση.]

Η πλήρης εικόνα του ποιητή που ξεκίνησε ως νεορομαντικός, ιδεαλιστής και με υψηλά πατριωτικά ιδεώδη για να αποκτήσει τη δική του φωνή, φωνή των μαύρων προβάτων, των καταπιεσμένων, του λαού
«Ακου πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ’ η ανθρωπότητα πονεί»



  
Κώστας Βάρναλης
Απαντα τα ποιητικά (1904-1975)
Εκδόσεις Κέδρος, 2014,

Στις 16 Δεκεμβρίου 1974, πέντε μήνες μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης στα ενενήντα του χρόνια. Το έργο του αγαπήθηκε και υμνήθηκε με πάθος από τον κόσμο της Αριστεράς, στην υπόθεση της οποίας αφιέρωσε τη ζωή του και την τέχνη του. Αλλά η σημασία του έργου του - και η αξία του φυσικά - δεν ορίζεται αποκλειστικά από το πολιτικό του περιεχόμενο. Η ιδεολογία είναι βεβαίως ουσία - και όχι απλό όχημα ή προπαγάνδα - στην ποίησή του. Δύο από τις συλλογές του, το Φως που καίει (1922) και οι Σκλάβοι πολιορκημένοι (1927), αποτελούν και σήμερα σταθμούς της νεοελληνικής ποίησης, παρά τις ενστάσεις και τον όποιον αναδρομικό ψόγο που μπορεί να επιστρατεύσουν οι «καλοθελητές».
Είναι άλλωστε της μόδας, και εδώ και διεθνώς, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης η λεγόμενη «στρατευμένη» λογοτεχνία να ρίχνεται στο πυρ το εξώτερον, ανεξαρτήτως της αξίας της. Αλλά τα καλλιτεχνικά έργα έχουν τη δύναμη να υπερβαίνουν τα αίτια και τις αφορμές που τα προκάλεσαν - ακόμη και το ίδιο τους το περιεχόμενο καθαυτό. Ποιος μπορεί να αρνηθεί πως η «Μαγδαληνή» στο Φως που καίει είναι από τα ωραιότερα ελληνικά ποιήματα και ακόμη περισσότερο «Οι πόνοι της Παναγιάς» στους Σκλάβους πολιορκημένους, όπου η Παναγία γίνεται η αιώνια μάνα και αναρωτιέται: «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί», για να καταλήξει με απελπισμένη οργή: «Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά / την άβυσσο, μακριά απ' τους λύκους να κρυφογεννήσω». Ή ποιον μπορεί να μη συγκινήσουν βαθιά στίχοι από το ίδιο ποίημα όπως: «Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν» ή ακόμη: «Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν»; Και ποιοι θα διαβάσουν τους Σκλάβους πολιορκημένους και δεν θα τους εντυπωθεί ο καταληκτικός στίχος του πρώτου ποιήματος «Αχ, πού 'σαι νιότη που 'δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!»;

Καθαρό βίωμα, βαθιά πίστη
Μόνο ένας ποιητής πρώτης γραμμής θα μπορούσε να υπερβεί τη σχηματικότητα που συνεπάγεται η μεταφορά (στο πεδίο της τέχνης) της οποιασδήποτε πολιτικής ή φιλοσοφικής θεωρίας. Οι ποιητές γενικά, καθώς λέγεται, δεν πρέπει να εμπιστεύονται τους φιλοσόφους, από τον καιρό ακόμη του Πλάτωνα, όπου κατά τον Ρόμπερτ Γκρέιβς οι Ελληνες πήραν στραβό δρόμο και εγκατέλειψαν την ποίηση προς χάριν της φιλοσοφίας.
Στον Βάρναλη η πολιτική θεωρία είναι καθαρό βίωμα και βαθιά πίστη. Οταν στο Φως που καίει εισάγει τον χαρακτήρα της Αριστέας (που εκπροσωπεί την αντίδραση) και της Μαϊμούς (υπηρέτριάς της) κινείται στο ίδιο πεδίο με πολλούς άλλους καλλιτέχνες του Μεσοπολέμου που παρουσιάζουν στο συμβολικό πεδίο την άρχουσα τάξη ως πόρνη πολυτελείας. Η Αριστέα και η μαϊμού θα χαθούν μέσα σε έναν ανοιγμένο τάφο, αφού πιο μπροστά έχει προηγηθεί ο «Οδηγητής» που ξεσηκώνει τον λαό.
Δεν ξέρω αν ο Βάρναλης είχε διαβάσει στο Παρίσι, όπου είχε μεταβεί το 1919 για μεταπτυχιακές σπουδές ως υπότροφος του ελληνικού κράτους και «μυήθηκε» στις σοσιαλιστικές θεωρίες, το κορυφαίο ποίημα Οι Δώδεκα του Αλεξάντερ Μπλοκ (σε γαλλική μετάφραση, υποθέτω).
Οι Δώδεκα εκδόθηκαν το 1918 (το Φως που καίει το 1922) και ανήκουν στα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ρωσικής και της παγκόσμιας ποίησης που εισάγουν το σύμβολο του επαναστατημένου Χριστού στην ποίηση του 20ού αιώνα. Πάντως έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δει κανείς τις ομοιότητες ανάμεσα στο μεγάλο ποίημα του Ρώσου και στον «Οδηγητή» του Ελληνα: στον βηματισμό, στην ένταση, στο πάθος: «Ενας δεν είμαι μα χιλιάδες! / Οχι μονάχα οι ζωντανοί - κι οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε / σε μιαν αράδα σκοτεινή». Ή ακόμη: «Ακου πώς παίρνουν οι αγέρες / χιλιάδων χρόνων τη φωνή! / Μέσα στο λόγο το δικό μου / όλ' η ανθρωπότητα πονεί». Οι στίχοι αυτοί θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στους Δώδεκα (που τρεις και πλέον δεκαετίες αργότερα μετέφρασε ο Γιάννης Ρίτσος).

Εκανα τη σύγκριση για να τονίσω πως μπορεί μεν η ποίηση να μην αξιολογείται πρωτίστως με βάση το περιεχόμενό της ή, για να είμαι ακριβέστερος, τη θεματική της περιοχή, αλλά το περιεχόμενο ανήκει αναμφισβήτητα στα ποιοτικά της χαρακτηριστικά όταν το ποιητικό επίτευγμα είναι σπουδαίο. «Επαναστατικά», ας πούμε, ποιήματα είχαμε και πριν από το Φως που καίει, όμως το βιβλίο του Βάρναλη είναι το πρώτο και από πολλές πλευρές οριακό (και εν πολλοίς αξεπέραστο) επαναστατικό ποιητικό έργο. Γι' αυτό και η δραστικότητά του παραμένει αμείωτη (και δεν εννοώ βεβαίως ότι συνιστά ένα είδος κατήχησης των μαζών).
Η σολωμική επίδραση
Οσοι γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική ποίηση δεν θα δυσκολευτούν να εντοπίσουν τη δημιουργική αφομοίωση των διδαγμάτων που ο Βάρναλης άντλησε από τον Σολωμό πρωτίστως αλλά και από τον Παλαμά, όπως και από την εκκλησιαστική υμνογραφία. Το ότι διαβάζει και αφομοιώνει το σολωμικό δίδαγμα «χωρίς μεταφυσική», όπως λέει στην ομότιτλη μελέτη του, έχει τη σημασία του. Η άψογη λ.χ. στιχουργική του (όπως σε κάποιες περιπτώσεις και η εικονοποιία του) θυμίζει τον Σολωμό: «Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει» γράφει για παράδειγμα ο Σολωμός και «- Ω πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο» ο Βάρναλης.

Η ενότητα Σκόρπια ποιήματα 1910-1958 περιέχει πολλά άνισα αλλά και ορισμένα από τα ωραιότερα - και γνωστότερα - ποιήματα του Βάρναλη, όπως το νεανικό Ορέστης, την Μπαλάντα του κυρ Μέντιου, τους πασίγνωστους Μοιραίους, το Πέρασμά σου και την  Μπαλάντα του Αντρίκου.
Οι κατοπινές συλλογές Ελεύθερος κόσμος και Οργή λαού δεν είναι ίδιας αξίας με το Φως που καίει και τους Σκλάβους πολιορκημένους, αν και εδώ βρίσκει κανείς σκόρπιους εδώ κι εκεί θαυμάσιους στίχους ή και ολόκληρες στροφές ιδιαίτερα σε κάποια λακωνικά και ιδιαιτέρως σκληρά ποιήματα προς εμαυτόν, όπως αυτό στη σελ. 494: «Αφήστε με λιγάκι, άσωτοι πόνοι / να πάω ως το τραπέζι ως το μπαλκόνι. / Στο τραπέζι, να γράψω την κατάρα μου, / στο μπαλκόνι να φτύσω από ψηλά / τωρινά, περασμένα και μελλούμενα». Δύο χρόνια προτού πεθάνει έγραφε με αφοπλιστική αποστροφή: «Οσο τα περασμένα ανακαλώ / τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό. / Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά / μα θα πεθάνω μοναχά από σιχασιά».
Ο τόμος προσφέρει την πλήρη εικόνα του ποιητή Βάρναλη που ξεκίνησε ως νεορομαντικός, ιδεαλιστής και με υψηλά πατριωτικά ιδεώδη για να αποκτήσει τη δική του φωνή, φωνή των μαύρων προβάτων, των καταπιεσμένων, του λαού, του ποιητή ο οποίος οιστρηλατείται από τις ελπίδες που γέννησε η Οκτωβριανή Επανάσταση το 1917. Η φωνή αυτή, συνδυασμένη με το σαρκαστικό (αριστοφανικό) της χιούμορ, καθιστά την ποιητική του κατάθεση μοναδική. Γι' αυτό και, μολονότι κατέρρευσε το σύστημα στο οποίο πίστεψε, ο Βάρναλης παραμένει επίκαιρος.
Άψογη τεχνική και απαράμιλλη πλαστικότητα.

Πριν γράψει το Φως που καίει ο Βάρναλης εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: τους Πυθμένες το 1904 (στα είκοσι χρόνια του), τις Κηρήθρες το 1905 και τον Προσκυνητή το 1919. Αλλά και σ' αυτές η επίδραση του Σολωμού είναι εμφανέστατη. Μολονότι η τεχνική του ήταν από τότε αξιοζήλευτη, αν δεν άλλαζε προσανατολισμό κι έμενε στο κλίμα αυτών των συλλογών θα ήταν ένας ακόμη ελάσσων ποιητής περιορισμένης κλίμακας και τετριμμένης θεματογραφίας. Αλλά ο Προσκυνητής με την έντονη ελληνολατρία του προετοιμάζει το Φως του καίει. Ηδη η τεχνική του Βάρναλη είναι υψηλού επιπέδου, οι ρίμες του εξαιρετικής πρωτοτυπίας συχνά, οι εικόνες του καθαρές. Υπάρχει βεβαίως μια επιτήδευση, αλλά κι αυτά που προετοιμάζουν το μέλλον της κατοπινής του ποίησης: «Εγώ 'μουν όλοι εσείς, εγώ 'μουν η άχνα / που από της μάζας έβγαινε τα σπλάχνα». Οι δύο τελευταίοι στίχοι μάλιστα αυτού του συνθετικού ποιήματος μοιάζουν να προετοιμάζουν το Φως που καίει το οποίο θα ακολουθήσει τρία χρόνια αργότερα: «Αν φτάσω είναι το φτάσιμο δικό σας, / η ήττα δικιά μου αν πέσω για το φως σας».
Λένε πως το αναγνωστικό κοινό της ποίησης είναι πρωτίστως οι ποιητές οι ίδιοι. Ο Βάρναλης δεν ήταν απλώς από τους σημαντικότερους ποιητές, σπουδαίος φιλόλογος και άριστος χειριστής της ελληνικής γλώσσας. Τα ποιήματά του από το 1923 και εξής αποτελούν πρότυπα τεχνικής, ιδιαίτερα για τους νέους ποιητές που δεν γνωρίζουν το μετρικό σύστημα, δεν ξέρουν τι θα πει πρωτότυπη ρίμα ούτε συνίζηση και χασμωδία. Η άψογη τεχνική του ώριμου Βάρναλη είναι εναρμονισμένη με την απαράμιλλη πλαστικότητα της γλώσσας του και τη νοηματική της καθαρότητα, που είναι εμφανής ακόμη και στα πεποιημένα και εκβιασμένα συχνά ποιήματα των δεκαετιών του 1960 και του 1970. 
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ    

ο Αδριανός της Γιουρσενάρ: "Ο,τι καλό έχει λεχθεί από τον άνθρωπο, έχει ως επί το πλείστον λεχθεί στα ελληνικά". ΝΟΥΤΣΙΟ ΟΡΝΤΙΝΕ

Νούτσιο Ορντινε: Η χρησιμότητα του άχρηστου

Ο καθηγητής έρχεται στην Αθήνα και μας εξηγεί γιατί η τυφλή λογική του κέρδους υπονομεύει όλα όσα η κοινωνία του χρήματος θεωρεί περιττά, δηλαδή σχολεία, μουσεία και σπουδές και όχι μόνο.



Τον κώδωνα του κινδύνου για την ελευθερία, τη δημοκρατία, την Παιδεία και τον πολιτισμό εξαιτίας της υποβάθμισης των ανθρωπιστικών σπουδών κρούει ο διακεκριμένος συγγραφέας, ακαδημαϊκός δάσκαλος και μελετητής της Αναγέννησης Νούτσιο Ορντινε που αύριο στις 7 μ.μ. θα δώσει διάλεξη στο Μέγαρο Μουσικής σε συνεργασία με το Κοινωφελές Ιδρυμα Κοινωνικού και Πολιτιστικού Εργου (ΚΙΚΠΕ) με θέμα Σε τι είναι χρήσιμη μια άχρηστη γνώση και μεθαύριο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Επκοινωνήσαμε μαζί του και μας παραχώρησε τη συνέντευξη που ακολουθεί με τη βοήθεια της μεταφράστριάς του Μαρίας Σπυροπούλου. Το βιβλίο του Νούτσιο Ορντινε Η χρησιμότητα του άχρηστου κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία σε 18 γλώσσες. Στα ελληνικά από την Αγρα σε μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη.  
Στο βιβλίο σας «Η χρησιμότητα του άχρηστου» προειδοποιείτε για τους κινδύνους από την υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών. Οσοι όμως λαμβάνουν τις αποφάσεις δεν ενδιαφέρονται για το πρόβλημα. Τι θα πρέπει να γίνει;
«Είμαστε ενώπιον μιας επιδημίας που εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτό ακριβώς το καλοκαίρι προκάλεσε κατακραυγή στην Ιαπωνία μια επιστολή του υπουργού Παιδείας Χακουμπούν Σιμομούρα με την οποία ζητούσε από τους πρυτάνεις να κλείσουν ή να μετατρέψουν τα τμήματα εκείνα που δεν είναι "χρήσιμα" έτσι ώστε να δυναμώσουν μόνο οι φυσικές  και τεχνολογικές επιστήμες. Πρόκειται για πολιτική επιλογή που μπορεί να οδηγήσει στην πολιτιστική αυτοκτονία. Σήμερα, δυστυχώς, θεωρούνται "άχρηστες" οι γνώσεις που δεν ευνοούν άμεσα κέρδη. Ομως συχνά ο κόσμος των πανεπιστημιακών έχει αποδεχθεί την κατάσταση και παρατηρεί παθητικά αυτή την πτώση. Να γιατί αποφάσισα να γράψω αυτό το "Μανιφέστο". Πρέπει να αντιδράσουμε πριν να είναι πολύ αργά».
Φαίνεται πως ό,τι αποκαλούμε ολοκληρωμένη εκπαίδευση ανήκει στο παρελθόν. Η εξειδίκευση προέχει. Η εικόνα, όπως την περιγράφετε, είναι σκοτεινή. Πώς μπορούμε να την αντιστρέψουμε;
«Με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις πολλές χώρες προσπαθούν να "επαγγελματοποιήσουν" τα προγράμματα σπουδών στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Ζητάνε από  μαθητές που έχουν μόλις κλείσει τα 13 τους χρόνια να επιλέξουν ένα επάγγελμα και να συνεχίσουν τη φοίτησή τους σκεπτόμενοι μόνο τη θέση εργασίας. Δεν αντιλαμβάνονται ότι η υποταγή της Παιδείας και της εκπαίδευσης στις απαιτήσεις της αγοράς είναι μια ήδη χαμένη μάχη. Πώς μπορεί κανείς να εναρμονίσει την ταχύτητα των μεταβολών της αγοράς με τους αργούς χρόνους της εκπαίδευσης; Ετσι όχι μόνο δεν λύνεται το πρόβλημα της απασχόλησης, αλλά υπάρχει κίνδυνος να διαφθαρούν οι φοιτητές που εγγράφονται στο πανεπιστήμιο με την επιθυμία να αποκτήσουν ένα πτυχίο για να κερδίσουν χρήματα. Κανένα επάγγελμα δεν μπορεί να ασκηθεί συνειδητά χωρίς γενική παιδεία. Δεν σπουδάζει κανείς για να αποκτήσει ένα κομμάτι χαρτί που θα εξαργυρώσει στην αγορά εργασίας». 
Εκπαίδευση, λογοτεχνία, σπουδή των κλασικών... Ομως οι σπουδαστές σήμερα έχουν τόσα αντικείμενα με τα οποία θα πρέπει να ασχοληθούν και τόση γνώση που πρέπει να απορροφήσουν ώστε δεν τους μένει χρόνος να διαβάσουν τους κλασικούς - ούτε καν τους σύγχρονους συγγραφείς.
«Σε μια εξαιρετική ομιλία του Ευγένιου Ιονέσκο, ο σπουδαίος δραματουργός περιγράφει την τραγική συνθήκη του σύγχρονου ανθρώπου: που τρέχει, που δεν "έχει χρόνο" για "άχρηστα" πράγματα, διότι σκέφτεται μόνο το κέρδος. Με τον ανόητο στόχο να γίνει το διάβασμα πιο εύπεπτο για να πάρουν γρήγορα το απολυτήριό τους οι μαθητές και το πτυχίο τους οι φοιτητές, τα σχολικά προγράμματα και τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων έχουν μειώσει στο ελάχιστο το διάβασμα των κλασικών συγγραφέων: οι μαθητές και οι φοιτητές διαβάζουν περιλήψεις, ιστορίες της λογοτεχνίας, επεξηγηματικά κείμενα για έργα τα οποία δεν έχουν διαβάσει ποτέ. Πώς μπορεί όμως ένας νέος να αγαπήσει τον Ομηρο όταν διαβάζει μια περίληψη της Οδύσσειας; Μόνο διαβάζοντας την Οδύσσεια με τη βοήθεια ενός γεμάτου πάθος καθηγητή οι μαθητές και οι φοιτητές μπορούν να αντιληφθούν ότι  η εμπειρία του ταξιδιού του Οδυσσέα είναι κάτι που αφορά τη ζωή μας. Γι' αυτό θεωρώ ότι ο ρόλος του καθηγητή είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Ενας καθηγητής που δεν διδάσκει με πάθος δεν μπορεί να μεταδώσει πάθος. Στα σχολεία και στα πανεπιστήμια οι καθηγητές γίνονται γραφειοκράτες: περνούν τον χρόνο τους συμπληρώνοντας έγγραφα και πηγαίνοντας σε συνελεύσεις κάθε είδους, ξεχνώντας πως ένας καλός καθηγητής πρέπει πρώτα απ' όλα να είναι ένας ακούραστος μαθητής και ένας γεμάτος πάθος δάσκαλος».   
Η εξειδίκευση είναι η τάση των σημερινών κοινωνιών που ορίζονται από το χρήμα. Αυτό αλλάζει τη σχέση μας με τον κόσμο - και πώς;
«Σε μια κοινωνία όπου μετρούν μόνο τα χρήματα, ένα σφυρί αξίζει περισσότερο από ένα ποίημα ή ένα κουτάλι από έναν πίνακα. Εχουμε χάσει κάθε ενδιαφέρον για το αφιλοκερδές. Κατά συνέπεια και την αγάπη για τα πράγματα που κάνουν την καρδιά μας να πάλλεται. Ο Μονταίνιος μας θυμίζει ότι δεν είναι η κατοχή των πραγμάτων που κάνει ευτυχισμένο τον άνθρωπο αλλά η απόλαυσή τους. Αν ένα μουσείο ή μια αρχαιολογική ανασκαφή παράγουν κέρδος δεν είναι κακό. Μπορεί όμως η αξία του Κολοσσαίου ή του Παρθενώνα να υπολογιστεί με βάση τα έσοδα; Κι αν ένα πολύ σημαντικό μουσείο δεν παράγει κέρδος, θα πρέπει να το κλείσουμε; Και οι βιβλιοθήκες και τα Αρχεία του κράτους (που δεν είναι πηγή οικονομικού πλούτου) τι μέλλον θα έχουν σε μια κοινωνία βασισμένη σ' αυτές τις αρχές;».   
Πριν από χρόνια ο Ρόμπερτ Γκρέιβς είπε πως όποιος γνωρίζει καλά μόνο ένα πράγμα έχει το μυαλό ενός βαρβάρου. Θα θέλατε να το σχολιάσετε;
«Ενα ρητό που αποδίδεται στον Θωμά τον Ακινάτη ("Timeo lectorem unius libri", "Φοβάμαι τον αναγνώστη ενός μόνο βιβλίου") αναφέρεται έμμεσα και στα προφανή όρια όσων πιστεύουν ότι το διάβασμα ενός μόνο βιβλίου μπορεί να φτάνει για να κατανοήσουμε τον κόσμο. Στη Λευκή Θεά ο Graves ήθελε να καταδείξει τον κίνδυνο που ενέχει η γνώση ενός μόνο πράγματος, η εξειδίκευση με τη συνεπαγόμενη απώλεια των σχέσεων μεταξύ των γνώσεων και των επιστημών. Τα χρόνια που ο Αϊνστάιν σύχναζε στην "Ακαδημία της Ολυμπίας" - όπου συζητούσαν για λογοτεχνία και φιλοσοφία - στάθηκαν αποφασιστικά στο να ανοίξουν τον πνευματικό του ορίζοντα και να τον βοηθήσουν να συλλάβει τον μαθηματικό τύπο της σχετικότητας. Δεν είναι τυχαίο πως σε όλα τα άρθρα που έγραψε για τη διδασκαλία και τη μόρφωση των νέων είχε καταδικάσει την "εξειδίκευση" των σπουδών. Δυστυχώς, όταν σήμερα παρουσιάζεται ένα ερευνητικό πρόγραμμα, πρέπει πάντα να απαντάς στην ερώτηση "σε τι χρησιμεύει". Ο Αριστοτέλης έχει απαντήσει με λεπτότητα σε αυτό το ανόητο ερώτημα: η φιλοσοφία "δεν χρησιμεύει" διότι δεν "κάνει εκδούλευση", διότι δεν είναι στην υπηρεσία κανενός, διότι μας διδάσκει να είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι».
Η υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών έχει αλλάξει τη σχέση του ατόμου με την Ιστορία;
«Οδεύουμε προοδευτικά προς την απώλεια της "μνήμης". Εχουμε επικεντρωθεί στο παρόν, σκεφτόμαστε ότι το παρελθόν δεν έχει πλέον σημασία και ότι τα μόνα ουσιαστικά πράγματα αφορούν αποκλειστικά τα άμεσα προσωπικά μας πλεονεκτήματα. Και πάλι: "Σε τι χρησιμεύει η μελέτη των αρχαίων ελληνικών;". Την πιο ωραία απάντηση την έχει δώσει ο Αδριανός της Γιουρσενάρ: "Ο,τι καλό έχει λεχθεί από τον άνθρωπο, έχει ως επί το πλείστον λεχθεί στα ελληνικά". Εχουμε δημιουργήσει μια κοινωνία "αμνημόνων". Η απώλεια της μνήμης σημαίνει απώλεια της ικανότητας να κατανοήσουμε το παρόν και να προβλέψουμε το μέλλον. Οταν θα χαθούν και οι τελευταίοι γνώστες των αρχαίων ελληνικών, των λατινικών, των σανσκριτικών, κανείς δεν θα είναι πλέον σε θέση να αποκωδικοποιήσει μια επιγραφή ή να μεταφράσει μια περγαμηνή. Θα αναγκαστούμε να κλείσουμε τις βιβλιοθήκες και τα μουσεία, διότι κανείς δεν θα είναι ικανός να διαβάσει ένα χειρόγραφο. Με τρομακτικές συνέπειες για τη δημοκρατία και την ελευθερία...».
Τα πρώτα θύματα της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη ήταν η εκπαίδευση και ο πολιτισμός. Είναι εμφανές πως όσοι παίρνουν τις αποφάσεις δεν αντιλαμβάνονται την προστιθέμενη αξία που περιέχουν ο πολιτισμός και οι ανθρωπιστικές σπουδές. Πώς το εξηγείτε;
«Η κρίση που βιώνουμε δεν είναι μόνο οικονομική: είναι κυρίως ηθική. Η δικτατορία του ωφελιμισμού έχει αλλοιώσει τη λειτουργία της Ευρώπης. Μπορεί άραγε η ευρωπαϊκή ταυτότητα να περιοριστεί με βάση την παράμετρο "ποιος πληρώνει τα χρέη και ποιος δεν τα πληρώνει"; Είναι δυνατόν να σκεφτεί κανείς μια Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα, την Ιταλία ή την Ισπανία; Πώς μπορεί να λειτουργήσει ένα κοινοβούλιο στο οποίο η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών ποδοπατείται καθημερινά από τα ιδιαίτερα συμφέροντα κάθε μεμονωμένου κράτους; Χρειάστηκε να πεθάνουν χιλιάδες άνθρωποι στη Μεσόγειο για να καταλάβουμε ότι το ζήτημα των προσφύγων δεν είναι πρόβλημα αποκλειστικά ελληνικό ή ιταλικό. Πώς είναι δυνατόν να μην έχει διαμαρτυρηθεί κανείς για το σκάνδαλο της προφανούς σύγκρουσης συμφερόντων της Γερμανίας: είναι θεμιτό να ωθείς την ελληνική κυβέρνηση να πουλήσει την περιουσία της και έπειτα να συναινείς στο ξεπούλημα όλων των ελληνικών αεροδρομίων σε μια γερμανική επιχείρηση; Δεν είναι δίκαιο να πληρώνουν την κρίση μόνον οι πιο αδύναμοι και οι ανυπεράσπιστοι. Η διαφθορά και η φοροδιαφυγή είναι οι αληθινές αιτίες της οικονομικής καταστροφής πολλών χωρών. Καταπολεμούνται όμως μόνο μερικώς με τους καλούς νόμους. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε τις νέες γενιές στις αξίες της αλληλεγγύης, στον σεβασμό του κοινού καλού. Ενώ οι κυβερνήσεις, αντιθέτως, κάνουν περικοπές στα κονδύλια για την Παιδεία, τον πολιτισμό και τη βασική επιστημονική έρευνα. Επενδύω στη μόρφωση και στον πολιτισμό σημαίνει ενδυναμώνω τη δημοκρατία και την ελευθερία, ελπίζω σε έναν μελλοντικό κόσμο καμωμένο από ανθρώπινα όντα ικανά να ανθίστανται στη διαφθορά και ελεύθερα από τα δεσμά του εγωισμού»
Πηγή: Αναστάσιος Βιστωνίτης ΤΟ ΒΗΜΑ