Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

6.4.16

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος όγδοο.

Έγινα ναυτικός γιατί αυτή ήταν η μοναδική επιλογή στον επαγγελματικό μου προσανατολισμό, δεδομένου ότι ήμουν πολύ δεμένος με την θάλασσα από παιδί και δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσω. Έτσι, οκτώ μήνες μετά την αποφοίτησή μου από το Γυμνάσιο, εγκατέλειψα μια Σχολή Λογιστών του Πειραιά, όπου φοιτούσα και έβγαλα φυλλάδιο «Μαθητευόμενου Ναυτικού». Άρχισα την ναυτική μου καριέρα στο εμπορικό πετρελαιοκίνητο – ιστιοφόρο, «Π/Κ Ισμήνη». Η επιλογή μου ήταν ενσυνείδητη και αποτέλεσμα εκτίμησης των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων του ναυτικού επαγγέλματος. Ένα από τα πλεονεκτήματα ήταν και το γεγονός ότι θα μπορούσα να σπουδάσω την ναυτική επιστήμη, δουλεύοντας και προσφέροντας οικονομική ενίσχυση στην οικογένειά μου.

Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, μετά την Γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο και συγκεκριμένα την σχολική χρονιά ‘53-‘54, που τελείωσα το Γυμνάσιο, οι σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν προνόμιο των μαθητών που προέρχονταν, κυρίως, από ευκατάστατες οικογένειες. Την εποχή εκείνη οι περισσότερες οικογένειες και μάλιστα οι πολυμελείς είχαν ανάγκη την οικονομική ενίσχυση των παιδιών τους, μόλις έφταναν σε ηλικία, που μπορούσαν να εργαστούν, αν υπήρχε δουλειά.
Η αλλαγή στην ποντοπόρο ναυτιλία σήμερα είναι εντυπωσιακή, τόσο στο ανθρώπινο δυναμικό όσο και στο μέγεθος, την ποιότητα και τον αριθμό των πλοίων. Μετά τον πόλεμο η ναυτιλία αριθμούσε μερικές δεκάδες πλοίων παλαιών, όσα είχαν κατορθώσει ν’ αποφύγουν την καταβύθισή τους από τα γερμανικά υποβρύχια. Η προσφορά της στην «Μάχη του Ατλαντικού» ήταν σημαντική. Η ανάπτυξή της άρχισε με την παραχώρηση από την Αμερικανική Κυβέρνηση των 100 λίμπερτυ με την εγγύηση του ελληνικού κράτους. Έκτοτε έγινε το λεγόμενο «Θαύμα της Ελληνικής Ναυτιλίας». Συντελεστές του, κατά κύριο λόγο, ήταν η ναυτοσύνη και η ναυτική συνείδηση του έλληνα ναυτικού, αλλά και το «δαιμόνιο των ελλήνων εφοπλιστών». Σήμερα, η ελληνική εμπορική ναυτιλία χαίρεται την παγκόσμια πρωτιά της, αλλά χωρίς έλληνες ναυτικούς. Οι έλληνες εφοπλιστές, αξιοποιώντας και σ’ αυτή την περίπτωση το δαιμόνιό τους, τους έδιωξαν πρόωρα από τα βαπόρια για μερικές χιλιάδες δολάρια τον χρόνο, που εξοικονόμησαν από την μισθοτροφοδοσία τους. Προφανώς, έχει τις ευθύνες του και το πολιτικό σύστημα του κράτους, όπως διαμορφώθηκε μετά την μεταπολίτευση. Όμως, το κακό είναι ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία χάνουν πολλά από τον ενδεχόμενο πλήρη αφελληνισμό της ναυτιλίας. Αλλά και η ναυτιλία έχασε την ελληνική ναυτοσύνη, διακόπτοντας μια παράδοση χιλιάδων χρόνων.
Θα ήθελα να συμμεριστώ την βεβαιότητά σας ότι η ελληνική κοινωνία σήμερα αντιμετωπίζει τους ναυτικούς με θαυμασμό, αλλά φοβάμαι ότι διατηρώ πολλές επιφυλάξεις παρ' όλο ότι οι έλληνες ναυτικοί και οι οικογένειές τους αξίζουν αυτόν τον θαυμασμό και σεβασμό. Αυτό ισχύει για τις κοινωνίες των παραδοσιακών ναυτικών λαών του κόσμου. Διότι το ναυτικό επάγγελμα είναι μεν σκληρό, αλλά ενδιαφέρον και ηρωικό. Οι έλληνες ναυτικοί υπήρξαν οι πρώτοι χρηματοδότες της ελληνικής κοινωνίας αμέσως μετά τον πόλεμο. Μαζί με την ναυτιλιακή βιομηχανία συνέβαλαν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Δυστυχώς, το κακό παράδειγμα το δίνει το ελληνικό κράτος, διότι όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τους ναυτικούς με θαυμασμό, αλλά τους θεωρεί και πολίτες δευτέρας κατηγορίας.
Τους έχει απογοητεύσει, υπεξαιρώντας την σύνταξή τους, στερώντας την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, διαλύοντας το Ν.Α.Τ. και τον Οίκο του Ναύτη. Κατασπατάλησε όλα τα αποθεματικά του Ν.Α.,Τ., παρόλο ότι, σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο δεν είχε κανένας το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει τα χρήματά του παρά μόνο για τους ναυτικούς και τις οικογένειές τους. Σημειώσατε ότι την εποχή του «ναυτιλιακού θαύματος» η σχέση των εργαζομένων ναυτικών προς τους συνταξιούχους ήταν 6/1. Σήμερα, κατά συνέπεια της κρατικής πολιτικής, αντιστράφηκε αυτή η σχέση και μας κατάντησαν «ζήτουλες», καταρρακώνοντας την υπερηφάνεια και αξιοπρέπειά μας. Επίσης, ουδέποτε φρόντισε να βελτιώσει την ναυτική εκπαίδευση, γιατί το πολιτικό σύστημα δεν ενδιαφέρεται για τον ναυτικό. Είναι κακός «πελάτης» του, γιατί του στερεί ακόμη και το δικαίωμα ψήφου, όταν ταξιδεύει. Τον θέλει μόνιμο «σκαρμό στο βαπόρι και φτηνό κρέας», γι’ αυτό δεν του δίνει την ευκαιρία να αποκαταστήσει την κοινωνική θέση του και στην στεριά. Όσοι προόδευσαν περισσότερο, το κατόρθωσαν από μόνοι τους.
Η ελληνική και διεθνής εμπορική ναυτιλία, λόγω του αντικειμένου τους, των διεθνών μεταφορών, ανέκαθεν υπήρξε παγκοσμιοποιημένη. Κατά συνέπεια και οι άνθρωποί της, οι ναυτικοί, είναι κοσμοπολίτες. Η παγκοσμιοποίηση, κατά την άποψή μου, δεν επηρέασε τον έλληνα ναυτικό, ο οποίος διαφύλαξε τα εθνικά του χαρακτηριστικά και ιδεώδη. Ωστόσο, η πρόοδος της τεχνολογίας και το κυνήγι του κέρδους ελάττωσε τον χρόνο διαμονής του πλοίου στο λιμάνι, με συνέπεια να γίνει η ζωή του ναυτικού πιο δύσκολη και άχαρη. Συγκρίνοντας την ζωή του ναυτικού πριν και μετά την παγκοσμιοποίηση, μπορούμε να πούμε ανεπιφύλακτα ότι πριν ήταν πολύ καλύτερη.
Για τον ναυτικό κάθε λιμάνι είναι ωραίο, γιατί αποτελεί το πέρας της εκτέλεσης μιας αποστολής και του επιφυλάσσει ψυχική ξεκούραση και ικανοποίηση, ειδικά αν το ταξίδι που έκανε υπήρξε δύσκολο. Μετά το στάδιο αυτής της ξεκούρασης γίνεται μια άγραφη λίστα αξιολόγησης ανάλογα με τις χαρές, που του επιφυλάσσει. Για τον ναυτικό το πιο ωραίο λιμάνι είναι της πατρίδας του, που το σκέπτεται πάντα με νοσταλγία κατά την διάρκεια των ταξιδιών του. Γιατί εκεί υπάρχουν τα αγαπημένα του πρόσωπα, που τον περιμένουν.
Υπήρξαν αρκετές έντονες εμπειρίες κατά την διάρκεια της ναυτικής μου καριέρας, κατά τις οποίες φτάσαμε, βαπόρι και επιβαίνοντες, στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου, λόγω μεγάλης κακοκαιρίας. Όταν είσαι στον ωκεανό την παλεύεις με την ναυτική τέχνη και εμπειρία που διαθέτεις. Όταν, όμως, βρίσκεσαι αγκυροβολημένος στον περιορισμένο χώρο ενός κόλπου, που σε περιβάλλουν ξέρες, με περιορισμένα καύσιμα και σε ξεσέρνουν άνεμοι που φυσούν με ένταση, η οποία ξεπερνά, κατ’ αναλογία, τα «20 μποφόρ», τότε βρίσκεσαι στην ανάγκη να προσευχηθείς, γιατί φτάνεις λίγες ανάσες πριν τον θάνατο.
Μια τέτοια εμπειρία γνώρισα στο τελευταίο μου ταξίδι στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας, το 2000, όταν μας κτυπούσε επί τρεις μέρες ο τοπικός άνεμος «Μπορά» με ταχύτητα πάνω από 57 μέτρα ανά δευτερόλεπτο (πάνω από 110 ναυτικά μίλια την ώρα). Φουνταρισμένοι και με τις δυο άγκυρες, με όλο τους το έκταμα και εκτελώντας μανούβρες για ανακούφιση των καδενών, ο άνεμος μας ξέσυρε σε απόσταση 100 μέτρων (λιγότερο από το ολικό μήκος του βαποριού), περίπου, από τις ξέρες της άλλης πλευρά του κόλπου. Σε τέτοιες εμπειρίες βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που έγινες ναυτικός, αλλά και χαίρεσαι τις στιγμές που σου επιφυλάσσει το επάγγελμα, όταν κατορθώνεις να αντιμετωπίσεις τον κίνδυνο και να τον ξεπεράσεις με επιτυχία. Στο τέλος δοξάζεις και τον προστάτη σου άγιο, που έβαλε το χέρι Του, για να μπορέσεις να σαλπάρεις για άλλο αγκυροβόλιο, όταν ο άνεμος κόπασε κοντά στο ανώτατο όριο των 12 μποφόρ της κλίμακας Μποφόρ.
Σήμερα τα βαπόρια διαθέτουν μέσα ψυχαγωγίας και βιβλιοθήκες, με τα οποία μπορείς να περάσεις τον χρόνο σου ευχάριστα, όταν οι συνθήκες του ταξιδιού είναι καλές. Την δεκαετία του ‘50 και συγκεκριμένα το 1957, όταν έκανα ταξίδι 40 ημερών, από το Γκάλβεστον στην Βομβάη, δεν υπήρχαν αυτά τα μέσα. Σ’ αυτή την περίπτωση ο χρόνος σου μπορεί να περάσει ευχάριστα και εποικοδομητικά, γιατί μελετάς επαγγελματικά βιβλία της ναυτικής επιστήμης, βιβλία ξένων γλωσσών και λογοτεχνίας, εάν έχεις φροντίσει να εφοδιαστείς. Είναι ευτυχής συγκυρία, ασφαλώς, να έχεις καλούς συναδέλφους ναυτικούς, με τους οποίους μπορείς να κουβεντιάζεις ευχάριστα μέχρι να έλθει η ώρα να πας να ξεκουραστείς για την επόμενη βάρδιά σου.
Το ναυτικό επάγγελμα είναι από τα ωραιότερα, γιατί σου επιφυλάσσει μεγάλες συγκινήσεις, χαρές, πίκρες και ευχάριστες αναμνήσεις. Μπορείς να συνδυάσεις καλές σπουδές και οικονομική άνεση. Αλλά πρέπει να το αγαπήσεις, χωρίς περιορισμούς. Αν δεν σου αρέσει η θάλασσα και το πλοίο, οφείλεις, εγκαίρως, να τα εγκαταλείψεις και να αφοσιωθείς σε άλλο επάγγελμα, που να σου αρέσει, για το καλό το δικό σου και αυτών που, ενδεχομένως, θα διοικήσεις και θα εξαρτώνται από σένα. Αν, όμως, μείνεις, πρέπει να το υπηρετήσεις πιστά και να προσπαθήσεις να αναβαθμιστεί πραγματικά η ναυτική εκπαίδευση. Σήμερα, ο Πλοίαρχος και ο Α΄ Μηχανικός πρέπει να έχουν πολλές γνώσεις πανεπιστημιακού επιπέδου, τις οποίες αποκτούν μόνοι τους, για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των πλοίων. Από τους ίδιους εξαρτάται να αναβαθμιστούν και να συνεχίσουν την καριέρα τους και στην στεριά, αφού κλείσει ο κύκλος τους στην θάλασσα. Η Ελλάδα, κατά παράδοση ναυτική χώρα, με την μεγαλύτερη ναυτιλία του κόσμου, δεν ευτύχησε να έχει πολιτικούς με ναυτική συνείδηση. Θα έλεγε κανείς ότι θέλουν την ναυτιλία χωρίς έλληνες ναυτικούς και υποβαθμισμένη. Είναι κρίμα μια τέτοια ναυτομάνα να μην έχει ένα ναυτικό πανεπιστήμιο.
Φίλιππος Ν. Χατζηπέρης
Πλοίαρχος Ε.Ν., έφεδρος

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος έβδομο.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αίγινα. Είμαστε μια πολυμελής αγροτική οικογένεια εννιά παιδιών. Ο καθένας από τα αγόρια μόλις τελείωνε το σχολείο έπρεπε να δουλέψει για να βοηθήσει την οικογένεια, που εκτός των άλλων έπρεπε να φτιάξει και προίκα για τις δύο αδελφές. Εγώ σαν προτελευταίος στη σειρά είχα την ευκαιρία (;) τελειώνοντας το γυμνάσιο να γραφτώ στη νυχτερινή σχολή μηχανικών Ε.Ν. Προμηθέας.
Τότε, αρχές της δεκαετίας του ’60 υπήρχαν δώδεκα τουλάχιστον ιδιωτικές νυχτερινές σχολές στον Πειραιά, και όλες πλήρεις. Δύο τμήματα των εξήντα μαθητών το καθένα ήμασταν στην πρώτη τάξη της σχολής. Η τάση της εποχής ήταν να μάθουν τα παιδιά μια δουλειά για να αποκατασταθούν επαγγελματικά. Το εμπορικό ναυτικό ήταν το δέλεαρ, γρήγορη εξέλιξη με καλές απολαβές. Βέβαια, τα τέσσερα χρόνια της σχολής ήταν δύσκολα γιατί έμενα μόνος, δούλευα την ημέρα στο μηχανουργείο, και το βράδυ πήγαινα στη σχολή.

Στον τέταρτο και τελευταίο χρόνο στη σχολή, η εταιρεία του Ωνάση μας έκανε πρόταση μετά το τέλος των σπουδών όποιο παιδί ήθελε να δουλέψει στα πλοία της. Έδιναν ένα βοήθημα 500 δραχμές τον μήνα, που ήταν μια ανάσα στα περιορισμένα μας οικονομικά. Έτσι, βρέθηκα τον Νοέμβριο του ’66 στο Σουέζ να περιμένω το Olympic Mountain, ένα γκαζάδικο 32.000 τόνων. Η τριήμερη παραμονή μου στο Σουέζ κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν, αφού έπαθα δηλητηρίαση και την τρίτη μέρα που ήρθε το πλοίο ανέβηκα την σκάλα παραπαίοντας. Ευτυχώς, ο γραμματικός (σ.σ. υποπλοίαρχος) του πλοίου έκανε σωστή διάγνωση και σε λίγες μέρες έγινα καλά με τα κατάλληλα χάπια.
Αν και ήμουν κάπως εξοικειωμένος με τα πλοία, μιας και τη μεγαλύτερη υπηρεσία στα μηχανουργεία την έκανα στα ναυπηγεία, τις πρώτες μέρες κόντευα να σκάσω από τη στεναχώρια μου, ήθελα να φύγω, ήθελα να αλλάξω επάγγελμα… Αυτό που με έκανε να αλλάξω γνώμη ήταν ότι μετά το Σουέζ πήγαμε Augusta, ένα λιμάνι στη Σικελία, ξεφορτώσαμε και πήγαμε στη Μασσαλία για επισκευή, όπου κάτσαμε δύο μήνες. Περιττό να πω ότι ξέχασα όλες μου τις στεναχώριες. Η Μασσαλία είναι μια φανταστική πόλη με υπέροχα κτίρια και τεράστιες λεωφόρους, δέος στα μάτια ενός 19χρονου που πρώτη φορά έβλεπε μεγαλούπολη.
Η ζωή του ναυτικού έχει δύο όψεις. Η μία, ας την πούμε ευχάριστη, είναι οι εναλλαγές εικόνων από πόλεις και τοπία από όλον σχεδόν τον κόσμο, και η επαφή, έστω και μικρή, με άλλους κόσμους και πολιτισμούς. Η άλλη, η πιο ζόρικη, είναι ότι βρίσκεσαι μακριά από το σπίτι σου, κλεισμένος σε μια σιδερένια φυλακή με άλλα 25-30 άτομα, που την σημερινή εποχή οι περισσότεροι είναι άλλης εθνικότητας, βλέποντας ουρανό και θάλασσα για πολλές μέρες –τόσες που χαίρεσαι απλά και μόνο όταν στον ορίζοντα φανεί άλλο πλοίο. Σε αυτό το περιβάλλον πρέπει να δουλέψεις, πολλές φορές σε πολύ αντίξοες συνθήκες: από τη μία τα ακραία καιρικά φαινόμενα, θύελλες, κυκλώνες ή σουέλ που για μέρες δεν σε αφήνουν να κοιμηθείς, σου δημιουργούν ένα μόνιμο στρες και από την άλλη οι συχνές αλλαγές κλίματος από τα παγωμένα κλίματα στα πολύ ζεστά τροπικά, σε τσακίζουν κυριολεκτικά. Θέλει ψυχικό και σωματικό κουράγιο για να ανταπεξέλθεις.
Όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, τα βράδια περνούν ευχάριστα, παίζοντας κανένα επιτραπέζιο παιχνίδι, συνήθως τάβλι ή χαρτιά, και σκάκι ή βλέποντας καμιά ταινία στο DVD. Σε έκτακτες περιπτώσεις, σε καμιά γιορτή, και μόνο στα φορτηγά, παίζει και κανένα barbecue, και αν είναι και αρκετοί πατριώτες στήνεται και κανένα γλεντάκι, με μουσικές και χορούς. Η ευχή, δε, που δίνεται πάντα, πίνοντας κανένα ποτηράκι, είναι «άντε και του χρόνου σπίτια μας». Νομίζω ότι η μόνη επαγγελματική ομάδα που παρακαλάει να περάσει ο καιρός είναι οι ναυτικοί, γιατί κακά τα ψέματα, λίγοι είναι εκείνοι που αγαπάνε το επάγγελμα. Οι περισσότεροι ταξιδεύουν από ανάγκη, και για να έχουν περισσότερα χρήματα. Όχι σπουδαία πράγματα, απλά να φτιάξουν ένα σπιτάκι, να πάρουν ένα καλό αυτοκίνητο και να σπουδάσουν τα παιδιά τους.
Εδώ στο χρηματικό θα ήθελα να σταθώ λίγο. Παλαιότερα, αν όχι και σήμερα, τον ναυτικό τον έβλεπαν οι στεριανοί και λίγο σαν τράπεζα. Όλοι σου ζήταγαν δανεικά, και πολλές φορές αγύριστα. Χώρια το όργιο με τα αφορολόγητα, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όλοι ήθελαν να τους φέρεις από μαγνητόφωνο και φωτογραφική μηχανή μέχρι ψυγείο και κουζίνα. Ακόμα και άτομα της δίωξης λαθρεμπορίου στον Πειραιά όπου ερχόμασταν τακτικά με ένα καράβι μας ζήταγαν –με λίστα παρακαλώ– τι και τι ήθελαν να τους φέρουμε και πού να τα παραδώσουμε, μόνο και μόνο για να έχουμε την εύνοιά τους. Άσε τους τελωνειακούς στο αεροδρόμιο, που έβλεπαν τον ναυτικό για κοινό λαθρέμπορο. Άνοιγαν τις βαλίτσες, πέταγαν όλα τα πράγματα κάτω και άμα έβρισκαν καμιά κούτα τσιγάρα ή ουίσκι ή κανένα σαπουνάκι Lux το έπαιρναν για την πάρτη τους χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Γι’ αυτό λέω ότι ο ναυτικός είναι το πιο ζόρικο και παρεξηγημένο επάγγελμα, από την κοινωνία μέχρι το κράτος όλοι μας απαξίωναν. Ήμασταν απόντες από τα τεκταινόμενα, πολίτες δεύτερης κατηγορίας, χωρίς δικαίωμα ψήφου, και ας είχαμε συμβάλλει τα μέγιστα στην οικονομία του τόπου με το σκληρό συνάλλαγμα που στέλναμε, πόροι άδηλοι χωρίς να ξοδεύει το κράτος μια δραχμή. Αυτό το ανάλγητο κράτος που αφού σάρωσε το ΝΑΤ, ένα από τα παλαιότερα και πλουσιότερα ασφαλιστικά ταμεία, έφτασε στο σημείο να περικόπτει συνεχώς τις συντάξεις των ναυτικών. Πώς μετά ο ναυτικός να νιώθει υπερήφανος για το επάγγελμά του; Μόνο αυτό καθαυτό το ταξίδι σου δίνει δύναμη να συνεχίσεις. Πιστεύω ότι σαν λαός το έχουμε και λίγο στο DNA μας.
Το πλοίο, λοιπόν, είπαμε ότι το βλέπουμε λίγο σαν σιδερένια φυλακή, που οικειοθελώς κλειστήκαμε μέσα, αλλά πολλές φορές το βλέπουμε ταυτόχρονα και σαν δεύτερο σπίτι μας, το συνηθίζουμε και το αγαπάμε τόσο που πολλές φορές κλαίμε όταν το αποχωριζόμαστε. Και τι πιο ωραίο, σε αυτό το πλωτό σπίτι σου, να φέρεις την γυναίκα και τα παιδιά σου για ένα ή περισσότερα ταξίδια και να νιώσεις κάπως πιο ανθρώπινα;
Ήταν χειμώνας του ’78, μέρες Χριστουγέννων, ερχόμασταν με το Classic του Κώστα Λαιμού φορτωμένοι πετρέλαιο από τον Περσικό με προορισμό το Williamshaven, στην τότε Δυτική Γερμανία. Η θάλασσα αγρίευε και το κρύο γινόταν τσουχτερό από το Γιβραλτάρ και μετά. Πήραμε πιλότο στο Plymouth να μας περάσει από το English Channel και φτάσαμε στο Williamshaven με έναν χιονιά ανυπόφορο. Εκεί περιμέναμε, εγώ και ο καπετάνιος, τις γυναίκες μας να έρθουν από την Ελλάδα. Του καπετάν Μελέτη η γυναίκα του θα έφερνε και τα δύο αγόρια του.
Βγαίνοντας στη Βόρεια Θάλασσα μας έπιασε μια χιονοθύελλα να μην βλέπεις μπροστά σου, προοίμιο του τι θα ακολουθούσε. Αφήσαμε τον πιλότο στο Plymouth και χαράξαμε πορεία για Αμερική. Τα δελτία καιρού που παίρναμε ήταν σκέτη απελπισία, όλος ο Βόρειος Ατλαντικός έβραζε. Βγαίνοντας στον Βισκαϊκό ο φόβος φώλιασε για τα καλά μέσα μας. Κάτι κύματα βουνά, όμοια τους δεν είχαμε ξαναδεί. Το καράβι αγκομαχούσε και περιδινιζόταν.

Σε αυτόν τον χαμό οι μόνοι που κυκλοφορούσαν άνετα ήταν τα παιδιά, ο Γιώργος 4 και ο Τάκης 2 χρονών, ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες σαν το σπίτι τους. Ο καπετάν Μελέτης, νυχθημερόν στη γέφυρα, αγωνιούσε πιο πολύ απ’ όλους, και σοφά πράττοντας αφού έβλεπε ότι δεν μπορούσαμε να ταξιδέψουμε δυτικά προς Αμερική άλλαξε πορεία προς τον Νότο.
Ήταν θαρρώ ανήμερα Χριστούγεννα το βράδυ όταν πήραμε το SOS. Κοντά μας ένα πλοίο κινδύνευε, και έπρεπε να πάμε. Πού να πας, όμως, μέσα στον κακό χαμό; Προσπαθούσαμε να γυρίσουμε, να πάμε προς το μέρος τους, αλλά ήταν αδύνατο. Το Andros Patria της Orion κόπηκε στη μέση από την θαλασσοταραχή και τα περισσότερα μέλη του πληρώματος χάθηκαν στα αγριεμένα κύματα.
Παλεύοντας με την φοβερή θαλασσοταραχή και καταχωνιάζοντας τον φόβο μέσα μας, καταφέραμε να φτάσουμε στο Norfolk για να φορτώσουμε κάρβουνο. Ένα ταξίδι δώδεκα ημερών το κάναμε είκοσι. Στο λιμάνι, κάτι οι δουλειές, κάτι ο προγραμματισμός να πάμε μια βόλτα να πατήσουμε λίγο στεριά που λέμε, μας έκανε να ξεχάσουμε όσα περάσαμε στο ταξίδι. Αν, λένε, η μάνα θυμόταν τους πόνους της γέννας και ο ναυτικός τις φουρτούνες, ούτε η μία θα ξαναγένναγε ούτε ο άλλος θα ξαναταξίδευε. Πριν την παγκοσμιοποίηση, και σε έναν κόσμο χωρίς internet, πήγαινες π.χ. στην Ιαπωνία και νόμιζες ότι βρισκόσουν σε άλλο κόσμο. Σήμερα, όλα έχουν γίνει ένα, έχουν τα πάντα αμερικανοποιηθεί.
Ένα φανταστικό λιμάνι ήταν το Wangarei, στο βόρειο νησί της Νέας Ζηλανδίας. Εδώ πήγαμε με το Phassa του Εμπειρίκου, να ξεφορτώσουμε πετρέλαιο που είχαμε φορτώσει από άλλο, μεγαλύτερο πλοίο στη Σιγκαπούρη. Η πρώτη εντύπωση εδώ είναι οι μεγάλες παραλίες με την πιο καθαρή και λευκή άμμο που έχω δει. Έχει μεγάλη παλίρροια και όταν έρχεται η άμπωτη περπατάς στην άμμο και μαζεύεις καβούρια και γαρίδες που δεν πρόλαβαν να γυρίσουν στη θάλασσα.
Οι άνθρωποι εδώ νομίζεις ότι ζουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Όλοι ρώταγαν να μάθουν νέα από την Ευρώπη, που καθότι είναι μακριά δεν μπορούν να την επισκεφθούν συχνά. Οι περισσότεροι κάτοικοι, εκτός των ιθαγενών maori, είναι ευρωπαϊκής καταγωγής. Την πόλη τη διασχίζει ένα ποτάμι και έχει ένα τεράστιο πάρκο, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου.
Με την γυναίκα μου και την κόρη μου, που ήταν μαζί μου σε εκείνο το ταξίδι, πήγαμε σε ένα εμπορικό κέντρο να ψωνίσουμε, γνωριστήκαμε με τον ιδιοκτήτη, του έκανε εντύπωση ότι ήμασταν από την Ευρώπη και μας κάλεσε το βράδυ στο σπίτι του. Μας έκανε τραπέζι, με ένα ωραιότατο κρέας από την φάρμα του –οι περισσότεροι Νεοζηλανδοί έχουν στην κατοχή τους από εκατό και πάνω πρόβατα– μας δάνεισε και το κανό του, και κάναμε βόλτα στο ποτάμι. Είχε ένα πανέμορφο σπίτι, αποικιακού ρυθμού, δίπλα στο ποτάμι. Αυτά το ’87, πριν την Παγκοσμιοποίηση.
Τι θα συμβούλευα κάποιον που το σκέφτεται; Αν είστε επιρρεπείς στην περιπέτεια, αν σας πνίγει η σημερινή κατάσταση, μια καλή διέξοδος είναι το ναυτικό επάγγελμα. Ανεπιφύλακτα δοκιμάστε το, σήμερα έχετε τη δυνατότητα με τον τρόπο εκπαίδευσης και τα sandwich course αν δεν σας αρέσει να την κάνετε με ελαφρά πηδηματάκια.

Ένας κατ’ ανάγκη ναυτικός, έφεδρος.
Μιχάλης Κουνάδης
Α' Μηχανικός Ε.Ν.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος έκτο. Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

Ο Παναγιώτης ο δεύτερος μηχανικός .

Ήταν ανήμερα Χριστουγέννων !
-Κώστα θα παμε για τηλέφωνο ?με ρώτησε ο Παναγιώτης ο δεύτερος καθώς έβγαινε από το μηχανοστάσιο τελειώνοντας την 4-8 .
-Παναγιώτη αφού ξέρεις.... ότι δεν έχω να πάρω κανέναν τηλέφωνο ,του απάντησα .Αλλά θα έρθω για παρέα ,να ρίξω κι ένα γράμμα για την μάνα μου .
Ήμασταν Mauritius ,ένα νησί τουΙνδικού ωκεανού, τροπικό με πολύ ωραίες παράλιες, που τελευταία έχει γίνει προορισμός για διακοπές πολλών Ευρωπαίων.
Τηλέφωνο τότε παίρναμε από τα post office των διαφόρων λιμανιών ,και εκεί δίναμε και τα γράμματα . Γι ΄αυτό όποιος από το πλήρωμα πήγαινε πρώτος ,ενημέρωνε του υπόλοιπους για το που είναι ,πόσα παίρνει το ταξί, πόση ώρα είναι η διαδρομή και ποσά δολάρια κοστίζει το τηλεφώνημα το λεπτό .
 

Συνάντησα τον Παναγιώτη μετά από κάνα εικοσάλεπτο στο ντοκο , βρήκαμε ένα ταξί , ο θεός να το έκανε ταξί ,διότι ήταν μια σακαράκα του 60 , και μετά από τα απαραίτητα παζάρια ξεκινήσαμε την πορεία μας για το post office κάτω από καταρρακτώδη βροχή .Το post office ήταν τρία τέταρτα δρόμος με αυτοκίνητο ,διότι ήταν έξω από την πόλη μέσα σε μια μικρή ζούγκλα .
Μετά από μισή ώρα διαδρομής περίπου, και καθώς περνούσαμε από έναν χωματόδρομο ,πέφτουμε σε μια λακκούβα που δεν φαινόταν από τα νερά ,κι σπάει το αριστερό ψαλίδι .Κατεβήκαμε βρίζοντας που παραλίγο να είχαμε γίνει μακαρίτες , αλλά και ανακουφισμένοι που τελικά δεν πάθαμε ούτε γρατσουνιά .Αναγκαστήκαμε λοιπόν να προχωρήσουμε με τα πόδια μέσα στη λάσπες και κάτω από αυτήν την βροχή που σταματιμο δεν είχε .
Ο Παναγιώτης ήταν πρόσχαρος άνθρωπος , πάντα με το καλαμπούρι και το γέλιο .Έτσι και σε αυτήν την φάση το γέλιο πήγαινε σύννεφο που είχαμε γίνει μούσκεμα και γεμάτο λάσπες . Ευτυχώς για μας μετά από κάμποση ώρα πέρασαν δυο μάγειροι με άλλο ταξί και πήραν και μας .
Με το που φθάσαμε και είδαμε τον κόσμο που περίμενε για να τηλεφωνήσει, μας κόπηκε κάθε διάθεση για γέλιο και αστεία .Γύρω στα σαράντα άτομα διάφορων εθνικοτήτων , σχημάτιζαν μια ουρά που έφθανε μέχρι έξω ,και περίμεναν για να εξυπηρετηθούν από δυο θαλάμους .
- Κώστα εγώ δεν μπορώ να φύγω διότι πρέπει να μιλήσω με την Χριστίνα ,γιορτάζει κιόλας !Στο Durban περνούμε πετρέλαια και δεν θα μπορέσω να βγω .Εσύ αν θέλεις κοπάνα την .
- Ρε Παναγιώτη , τόση βροχή φάγαμε .Μαζί ήρθαμε και μαζί θα φύγουμε , το απάντησα κοφτά χωρίς να του αφήσω περιθώρια να επιμείνει .
Μετά από τρεις ώρες αναμονής , ο Παναγιώτης μπήκε σε έναν απ τους δυο θαλάμους . Στο τζάμι υπήρχε κακογραμμένα με μαρκαδόρο ο αριθμός 2.
Μέσα στον θάλαμο υπήρχε ένα λευκό τηλέφωνο χωρίς καντράν .Σήκωνες το ακουστικό ,μιλούσες με μια κοπέλα ,της έδινες τον αριθμό που ήθελες να καλέσεις και περίμενες για να συνδεθείς .Σε αυτό το σημείο της αναμονής ,η καρδιά κτυπούσε με τριακόσιους παλμούς το λεπτό .
Μόλις τρία λεπτά αργότερα από την ώρα που είχε μπει , ο Παναγιώτης βρήκε από το θάλαμο .
- Παμε να φύγουμε ρε Κώστα, μου είπε με φωνή που ίσα ίσα ακούστηκε .
Κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δε ρώτησα τίποτα .Βγήκαμε έξω , βρήκαμε ένα ταξί και χωρίς καμία κουβέντα φύγαμε για το βαπόρι .Στην διαδρομή δεν ανταλλάξαμε λέξη, τον έβλεπα να κοιτάει στο πουθενά μέσα από το παράθυρο και να αναστενάζει . Μόλις φτάσαμε , πληρώσαμε τον ταξιτζή, μπήκαμε στο πλοίο και πέσαμε πάνω στον Πρώτο .
- Που στο διάολο έχετε παει όλοι σήμερα , άρχισε να φωνάζει κατακόκκινος απ΄ τα νεύρα του. Δέκα ώρες ψάχνω τον Πρωτοδευτερο ,τον υδραυλικό .....κανένας πουθενά !Βαρέσαμε διάλυση !Βαλε μια φόρμα και κατέβα κάτω, γιατί έσπασε μια σωλήνα στης ηλεκτρομηχανές , είπε, και μας προσπέρασε προχωρώντας προς την καμπίνα του , συνεχίζοντας τα καντήλια ,και σκουπίζοντας τα χέρια του με ένα στουπί!
- Ο Παναγιώτης δεν είπε κουβέντα , με κοίταξε με μια μάτια που έβγαζε σπίθες ,προχώρησε δυο πόρτες ποιο πέρα που ήταν η καμπίνα του , άνοιξε την πόρτα και είπε : - Κωστή σε ευχαριστώ που περίμενες διότι αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω αν θα έπαιρνα ταξί η ελέφαντα για να γυρίσω!
- Έλα ρε σιγά ... αλλά είσαι καλά , γιατί σε βλέπω χάλια ,τι έγινε ?
- Ρε ‘συ δεν ήταν η Χριστίνα σπίτι !μου είπε και η φωνή του έσπασε , καθώς έπιανε μια μπλε φόρμα από την κρεμάστρα να την φορέσει ,για να κατεβεί στο μηχανοστάσιο .

Στο Durban με χίλια ζόρια μπόρεσε να βγει και να πάρει τηλέφωνο .
- Καλά ρε Παναγιώτη , ένα τηλέφωνο δεν μπόρεσες να με πάρεις, να μου πεις ένα χρόνια πολλά τα Χριστούγεννα ? ήταν οι πρώτες λέξεις της Χριστίνας γεμάτες πίκρα και παράπονο .
- Σε πήρα !σε πήρα ρε Χριστίνα , αλλά δεν απαντούσε κανείς ! που ήσουν !είπε.. προσπαθώντας να μαλακώσει την φωνή του ,αλλά και να μην ξηλώσει το τηλέφωνο .
- Δυο λεπτά πετάχτηκα μέχρι την πλατεία να δοκιμάσει ο Νίκος το ποδήλατο που του αγόρασε ο πατέρας μου , ρε Παναγιώτη !εκείνη την ώρα πήρες ?που να το ξέρω !και ξέσπασε σε λυγμούς .
Τον Παναγιώτη τον συνάντησα το βράδυ στην καμπίνα του μετά την βάρδια του .Η πόρτα ανοικτή ,ένα μπουκάλι ουίσκι στο γραφείο του και ένα μονοφωνικό μαγνητόφωνο που κουβαλούσε στα μπάρκα , να παίζει Διονυσίου .
- Κωνσταντίνε !αυτό είναι το τελευταίο μου μπάρκο .Δεν μπορώ άλλο αυτήν την κατάσταση , μου είπε ,χωρίς να μπορέσω να καταλάβω αν χαιρόταν η αν λυπόταν για την απόφαση του .
Πριν μερικά χρόνια , ερχόμενος από το εξωτερικό ,μπαίνω σε ένα ταξί στο αεροδρόμιο, και κάθομαι στο πίσω καθισμα.
- Νέο Φάληρο, του λεω προσπαθώντας να ενεργοποιήσω το κινητό μου !
- Ρε Κώστα! μου λεει ο οδηγός .
Ήταν ο φίλος μου ο Παναγιώτης ,ο δεύτερος μηχανικός .Πράγματι ήταν τότε το τελευταίο του μπάρκο .Βγήκε αγόρασε μισό ταξί και έγινε στεριανός .
- Οικογένεια και βαπόρια μου είπε, είναι δύσκολος συνδυασμός. Και εγώ δεν το άντεξα !Πηγή: http://www.nautilia.gr

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος πέμπτο

Για την απεραντοσύνη και τη γοητεία της θάλασσας, τη ζωή του ναυτικού, τις φουρτούνες μα και τις μπουνάτσες μίλησαν στα ´Χ.Ν.´ τρεις παλιοί ναυτικοί που μας ταξιδεύουν με ´πυξίδα´ τις ιστορίες τους, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ναυτιλίας που εορτάζεται σήμερα.
Ναυάγιο στο πρωτο ταξΙδι
Γεννημένος στα Χανιά το 1949 ο κ. Παναγιώτης Καραμπουρνιώτης, 63 χρονών σήμερα, μπάρκαρε για πρώτη φορά με πλοίο το 1965, σε ηλικία 16 χρονών και στο πρώτο του ταξίδι το πλοίο ναυάγησε…

Συνταξιούχος ναυτικός σήμερα ο κ. Παναγιώτης, πάλι κοντά σε λιμάνι και πλοία  βρίσκεται, αφού τον συναντήσαμε να σκαλίζει με μαεστρία μινιατούρες πλοίων στο εργαστήριο του Ναυτικού Μουσείου Κρήτης, στο παλιό λιμάνι, με θέα τον φάρο. Εκεί μας μίλησε για τη γοητεία του ταξιδιού, την απεραντοσύνη της θάλασσας, αλλά και την αγριάδα της καθώς το πρώτο πλοίο στο οποίο μπάρκαρε, 16χρονος ναύτης τότε… ναυάγησε κοντά στις Βερμούδες το 1966.
«Μου άρεσε η θάλασσα, δεν ήθελα να πάω σχολείο και έτσι αποφάσισα να πάω στα καράβια. Από την πρώτη μέρα μου έκανε αίσθηση η αγάπη που είχαν οι παλιότεροι ναυτικοί στους πρωτόμπαρκους, οι οποίοι προσπαθούσαν με κάθε ευκαιρία να τους βοηθήσουν και να τους δείξουν ορισμένα πράγματα γύρω από τη ναυτοσύνη. Υπήρχε αλληλεγγύη, ο ένας ήταν για τον άλλον», μας λέει.

Το ναυάγιο
Το πρώτο ταξίδι του κ. Παναγιώτη ήταν με ένα πλοίο τύπου ´Λίμπερτι´, με αφετηρία την Πύλο και προορισμό το Μαντράς στις Ινδίες.  Ενα ταξίδι 40 ημερών που κατέληξε σε ναυάγιο.
Οταν τον ρωτάμε τι θυμάται από το πρώτο ταξίδι μας λέει: «Τι άλλο να θυμάμαι από το ναυάγιο. Μετά από μια μεγάλη θαλασσοταραχή ήμασταν φορτωμένοι με μινεράλι (είδος μεταλλεύματος σιδήρου), το πλοίο έκανε κάποιο σκαμπανέβασμα και κόπηκε. Κόπηκε στα δύο. Ολοι τρέξαμε να δούμε τι συμβαίνει. Εκείνη τη στιγμή το μόνο πράγμα που σκεφτόμασταν ήταν πώς θα επιζήσουμε. Αφού ο καπετάνιος εξέπεμψε σήμα sos, ήρθε Αμερικανική Ακτοφυλακή και παρέλαβε τους ναυτικούς».
Ωστόσο, παρά τη δυσάρεστη εμπειρία του πρώτου ταξιδιού ο κ. Παναγιώτης δεν σταμάτησε τα ταξίδια. «Πήγα σε άλλα πλοία, φορτηγά και έκανα ταξίδια μέχρι την Αμερική, τις Ινδίες».
Συνάντησε πολλά στα ταξίδια του, ευχάριστα και δυσάρεστα, ο κ. Παναγιώτης. Ενα από τα δυσάρεστα ήταν ένα ακόμη ατύχημα μετά από φωτιά στο πλοίο σε ταξίδι προς την Αμερική.  «Σε μια δεξαμενή του Πολεμικού Ναυτικού, όταν ανεφοδιαζόμασταν με βενζίνη, πήρε φωτιά το σημείο με τις αντλίες, εκεί που φορτώναμε το πετρέλαιο. Εγινε κάποιο λάθος από έναν ναυτικό που εκτελούσε την εργασία, με αποτέλεσμα αυτός να καεί και το καράβι να πάρει φωτιά. Στο τέλος καταφέραμε να τη σβήσουμε».

Ταξιδεύοντας
Ταξιδεύοντας με τα καράβια ο κ. Παναγιώτης, όπως μας είπε, έχει γυρίσει όλον τον κόσμο. «Εχω δουλέψει σε όλα τα καράβια που υπάρχουν στη ναυτιλία, από ανεμότρατες μέχρι κρουαζιερόπλοια και πλοία της γραμμής. Σταμάτησα το 2000. Εχω πάει τέσσερις φορές στην Ιαπωνία, 6 – 7 φορές στην Αμερική και αμέτρητες φορές στις Ινδίες, γιατί ήμασταν χρονοναυλωμένοι με ένα φορτηγό και κουβαλούσαμε στάρι από τον κόλπο του Μεξικού. Εχω γυρίσει όλη την Ευρώπη, Γερμανία, Πολωνία κ.α.».
Για τον ναυτικό η θάλασσα τι σημαίνει, τον ρωτάμε. «Οποιος ´πάει´ στη θάλασσα την αγαπάει πολύ. Είναι η απεραντοσύνη, η ησυχία, η ηρεμία που σου δημιουργεί.
Τώρα που είμαι συνταξιούχος πάλι κοντά σε καράβια είμαι. Μαθαίνω να φτιάχνω πλοία για μοντελισμό μαζί με τον κ. Φαλιέρο», μας λέει ο κ. Παναγιώτης, που σκαλίζει το ξύλινο σκαρί της μικρογραφίας του πλοίου ´Λίμπερτι´, του πρώτου πλοίου που ταξίδεψε και ναυάγησε…

Η θαλασσα εΙναι γενους θηλυκου!
«Είμαι ναυτικός από τότε που γεννήθηκα, γιατί είμαι νησιώτης», μας λέει με νόημα ο κ. Στέλιος Φαλιέρος, απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού, με βαθμό αντιπλοιάρχου και διευθυντής του Ναυτικού Μουσείου Κρήτης επί 19 χρόνια.
« Κατάγομαι από τον Πόρο και όλη μου την παιδική ηλικία, μέχρι που πήγα στο Ναυτικό, την πέρασα κοντά στη θάλασσα. Βέβαια, λόγω της συζύγου μου, που είναι Χανιώτισσα, πάλι σε λιμάνι βρέθηκα, στα Χανιά.
Ως παιδί έβλεπα τους ναυτικούς που έβγαιναν από τη Σχολή στον Πόρο και είχα εντυπωσιαστεί. Επίσης με εντυπωσίαζαν τα πλοία, ιδιαίτερα τα πολεμικά, μου προκαλούσαν δέος. Ετσι αποφάσισα να καταταγώ στο Πολεμικό Ναυτικό. Οταν πήγα στη Σχολή ήμουν 15 χρονών».
Μιλώντας για τις δυσκολίες του ναυτικού ο κ. Φαλιέρος ανέφερε ότι: «Δύσκολη είναι η προσπάθεια που καταβάλλεις κατά τη διάρκεια του ταξιδιού διότι είναι πολύμορφη. Επίσης πρέπει να μάθεις να προσαρμόζεσαι συνεχώς σε νέες συνθήκες καθώς ταξιδεύεις διότι οι χώροι αλλάζουν. Και όλη αυτή η κατάσταση σε αναγκάζει να είσαι σε εγρήγορση, αλλά και ετοιμότητα, αν χρειαστεί, ώστε να προστατεύσεις και τον εαυτό σου, αλλά και το πλοίο».

Η θΑλασσα εχει αλλη γοητεΙα
Τι είναι η θάλασσα για τον ναυτικό, τον ρωτάμε. «Η θάλασσα είναι περίεργο πράγμα. Κατ’ αρχήν είναι γένους θηλυκού!», μας απαντά χαμογελώντας.
«Αυτός που ταξιδεύει και έχει ως βίωμα τη ναυτική ζωή επηρεάζεται πάρα πολύ με την εναλλαγή από το πλοίο στη στεριά και από τη στεριά στο πλοίο. Η αγαλλίαση που αισθάνεσαι όταν βγεις από το πλοίο στη στεριά είναι πάρα πολύ μεγάλη. Διότι τότε πατάς σε στέρεο έδαφος και αρχίζεις να σκέφτεσαι τους δικούς σου ανθρώπους, τους οποίους τους σκέφτεσαι και στο πλοίο, αλλά μόνο τότε έρχεται η στιγμή για να τους συναντήσεις. Αυτό είναι μεγάλο πράγμα, διότι εκείνα τα χρόνια, όταν ταξίδευες, δεν υπήρχαν τα μέσα, δεν μπορούσες να επικοινωνήσεις με κανέναν, για πολλές μέρες, από 15 μέρες έως έναν μήνα, γύρω σου είχες μόνο θάλασσα. Το καλό δεν το μάθαιναν ποτέ οι δικοί μας, μόνο το κακό. Αρα, αφού δεν είχει συμβεί κάποιο μεγάλο κακό, όλοι ήξεραν ότι είμαστε καλά».
«Η θάλασσα έχει άλλη γοητεία, γιατί σου προσφέρει την εναλλαγή. Κάθε μέρα βλέπεις έναν καινούργιο τόπο, κάτι όχι γνώριμο. Οι τρικυμίες βέβαια, οι θαλασσοταραχές είναι οι πιο δύσκολες στιγμές σε ένα πλοίο. Λαχτάρα, όμως, δεν υπάρχει. Διότι το πλοίο είναι το σπίτι μας και μες το σπίτι σου αισθάνεσαι πάντα ασφάλεια», μας λέει ο κ. Φαλιέρος, που υπηρέτησε στο Πολεμικό Ναυτικό συνολικά 35 χρόνια και στα καράβια 22 χρόνια. Ως απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού, με βαθμό αντιπλοιάρχου, σήμερα  ασχολείται ακόμη με το ναυτικό και τα πλοία πολεμικού τύπου, αφού εδώ και 19 χρόνια, εκτός του ότι παραμένει διευθυντής του Ναυτικού Μουσείου Κρήτης, θεωρείται από τους καλύτερους μοντελιστές πλοίων.
Ο μοντελισμός είναι ένα από τα αγαπημένα του χόμπι καθώς η κατασκευή μοντέλων πλοίων  είναι μία από τις μεγάλες του αγάπες που του θυμίζει τη θάλασσα, ενώ πολλές δημιουργίες του με μικροσκοπικά πολεμικά πλοία κοσμούν τον πρώτο όροφο του Ναυτικού Μουσείου Κρήτης.
Από τα μεγάλα πλοία στα μικρά. Αλλωστε η αγάπη για τη θάλασσα δεν τελειώνει ποτέ…

Ο καλος ο καπετανιος στη φουρτουνα φαινεται
«Οι ναυτικοί τα δύσκολα, τα κακά, συνήθως τα βάζουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Θυμούνται μόνο τις ευχάριστες στιγμές». Είκοσι χρόνια καπετάνιος, από το 1978 έως το 2000, ο κ. Δημήτρης Δοξιάδης, τέως πλοίαρχος Α’ του Εμπορικού Ναυτικού και πλοηγός πιλότος σήμερα στον λιμένα Καβάλας, τους θερινούς μήνες μένει στα Χανιά καθώς παντρεύτηκε Χανιώτισσα και σε μία από τις επισκέψεις του στο παλιό λιμάνι μας διηγήθηκε ιστορίες από τη θάλασσα.
«Το πατρικό μου σπίτι, εκεί που μεγάλωσα, ήταν πενήντα μέτρα από τη θάλασσα, δυτικά από το λιμάνι της Καβάλας. Γι’ αυτό και θεωρώ φυσικό ότι αγαπώ τη θάλασσα. Και την αγαπώ ακόμη. Είναι η συνεχής εναλλαγή, ότι καμία μέρα δεν είναι ποτέ ίδια με την προηγούμενη, η περιπέτεια. Η θάλασσα έχει κάτι το μοναδικό… Γι’ αυτό και ένας ναυτικός στη στεριά νοιώθει σαν ψάρι έξω από το νερό», επισημαίνει.
Από το 1967 στην Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού στον Ασπρόπυργο και έπειτα ως πλοίαρχος ο ίδιος ταξίδεψε για χρόνια. Πρώτα σε βαπόρια – ψυγεία που κουβαλούσαν ψυκτικά φορτία μεταξύ Αργεντινής και Ευρώπης (Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες κ.α.). Ωστόσο, το πιο μακρινό ταξίδι, όπως μας είπε, διήρκησε 55 μέρες, από τη Βιρτζίνια των Η.Π.Α. μέχρι την Ιαπωνία και μάλιστα μπάρκαρε νιόπαντρος μαζί με τη γυναίκα του στο πλοίο».

Οι φουρτουνες
«Οι ναυτικοί τα δύσκολα, τα κακά, συνήθως τα βάζουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους. Θυμούνται μόνο τις ευχάριστες στιγμές. Διότι, αν σκέφτεσαι μόνο τα κακά, τις λαχτάρες, θα μαραζώσεις», μας λέει ο κ. Δημήτρης και προσθέτει: «Η μεγαλύτερη λαχτάρα είναι να πέσεις σε πολύ κακή θάλασσα με 15 μέτρα κύματα. Αυτό από μόνο του βέβαια δεν φέρνει λαχτάρα, αλλά αν τύχει να πάθεις εκείνη τη στιγμή κάποια βλάβη στη μηχανή ή ζημιά. Κάποτε με το βαπόρι 147 μέτρων, ανεβαίναμε από Αργεντινή προς Ολλανδία και πάνω από την Ισπανία, στον Βισκαϊκό κόλπο, εκεί βγάζει πολύ κακές θάλασσες και είχε γύρω στα 12 μέτρα κύματα. Ηταν μέσα η γυναίκα του α’ μηχανικού που φοβόταν τη θάλασσα και είχε βγει στη γέφυρα. Και λόγω ενός λάθους κάποιου άπειρου χειριστή, έπιασε το χειριστήριο και κατέβασε τις στροφές της μηχανής. Κάτι που ήταν άκρως επικίνδυνο γιατί είχαμε κόντρα τον καιρό. Μόλις άκουσα τις στροφές της μηχανής να πέφτουν με έπιασε κίτρινος πυρετός. Για καλή μου τύχη έδωσε οδηγίες και επενέβη ο β’ μηχανικός που βρισκόταν κοντά στο σημείο και αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Από τη θαλασσοταραχή, ωστόσο, τίποτα δεν έμεινε όρθιο πάνω στο καράβι, γραφεία, χάρτες, γίνανε ένας αχταρμάς. Από το σοκ η γυναίκα του α’ μηχανικού είχε μείνει άγαλμα, την έπιασε βουβή υστερία και δεν μιλούσε. Μετά από ώρα συνήλθε».

Οι ´μπουνατσες´
Στα Αραβικά Εμιράτα, επειδή οι παραλήπτες των φορτίων είχαν λεφτά, συνήθως καλούσαν τον α’ μηχανικό και τον β’ μηχανικό στα σπίτια τους για να τους ευχαριστήσουν, τον καπετάνιο εάν παρέδιναν το φορτίο του πλοίου έγκαιρα και χωρίς ζημιές. Μια φορά, το 1979 πήγαμε στο Κουβέιτ όπου ήρθαν από το λιμάνι και μας πήραν με μια κλιματιζόμενη λιμουζίνα, ασχέτως ότι αυτός που την οδηγούσε ήταν ξυπόλυτος. Οταν φτάσαμε στο σπίτι, το οποίο ήταν πολυτελές, μέχρι και ο κήπος ήταν κλιματιζόμενος, οι Ινδοί με την παραδοσιακή σαρία, επταμελής οικογένεια στη σειρά μάς χαιρέτισε και για τέσσερα άτομα που ήμασταν μας παρέθεσε μια δεξίωση με δεκάδες εδέσματα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σε αυτό το μέρος του κόσμου υπήρχε τόσος πλούτος».
«Αμα αγαπάς τη θάλασσα δεν ζεις στη στεριά. Αν ξαναγεννιόμουνα πάλι ναυτικός θα ήμουν», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Δημήτρης, που μετέδωσε την αγάπη του για τη θάλασσα και στα παιδιά του καθώς ο γιος του είναι εδώ και τέσσερα χρόνια α’ μηχανικός.

Nαυτικό Μουσείο Κρήτης
Η μεταλαμπάδευση της ναυτικής ιστορίας του τόπου μας στους νεότερους αποτελεί εδώ και 39 χρόνια τον βασικό σκοπό του Ναυτικού Μουσείου Κρήτης, όπως επισημαίνει ο πρόεδρός του, κ. Μανώλης Πετράκης.
«Αυτό που εμείς έχουμε προσπαθήσει τα τελευταία 39 χρόνια που μετρά το Ναυτικό Μουσείο είναι να συγκεντρώνουμε όλο αυτό το υλικό που σχετίζεται με τη θάλασσα και το ναυτικό. Παράλληλα με ιδιαίτερη χαρά κάθε χρόνο, μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα που έχουν παρακολουθήσει περίπου 3.500 παιδιά από τους Νομούς Χανίων και Ρεθύμνης, προσπαθούμε να τα φέρουμε πιο κοντά στη ναυτική ιστορία και τη ναυτική παράδοση. Διότι πιστεύουμε ότι η ναυτιλία, η ναυτοσύνη και η ναυτική ιστορία είναι αλληλένδετα στοιχεία του πολιτισμού, της κουλτούρας και της οικονομίας του τόπου μας», ανέφερε.
«Τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε ξεκινήσει μια νέα ενότητα μέσα στο Μουσείο για τον φιλοτελισμό και τη ναυσιπλοΐα. Περίπου 500 σειρές γραμματοσήμων με πλοία από όλο τον κόσμο. Ευελπιστούμε ότι του χρόνου θα έχουμε και τη νέα σειρά μας που θα είναι γραμματόσημα με θαλάσσιο περιβάλλον, περισσότερες από 300 σειρές γραμματοσήμων», τόνισε.

Πηγή: http://www.haniotika-nea.gr

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος τέταρτο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΠΑΘΑΚΗΣ

Κυκλοφόρησε το βιβλίο του Μιχάλη Καρπαθάκη

Συνέντευξη στην Κατερίνα Μυλωνά Ιστορίες της θάλασσας με αναμνήσεις ενός καπετάνιου
Ο πρώην πλοίαρχος Μιχάλης Καρπαθάκης μιλά στην “Π” για το βιβλίο που έγραψε μετά από 37 χρόνια στα πέλαγα
Τα έσοδα από το βιβλίο διατίθενται στη χορωδία της Βιάννου «Στάθης Μάστορας», ενώ η παρουσίαση θα γίνει στις 8 Αυγούστου στις 8.30 το βράδυ στο πνευματικό κέντρο Άνω Βιάννου «Περικλής Βλαχάκης».

Μετά από 37 χρόνια στη θάλασσα, συγκέντρωσε ορισμένες από τις πλέον αξέχαστες εμπειρίες του και τις μοιράζεται με τους αναγνώστες του βιβλίου του «Ιστορίες της Αλμύρας». Ο πρώην πλοίαρχος, κ. Μιχάλης Καρπαθάκης, μιλά στην «Π» για την απόφασή του να συγκεντρώσει τα απομνημονεύματά του.
Τα έσοδα από το βιβλίο διατίθενται στη χορωδία της Βιάννου «Στάθης Μάστορας» ενώ η παρουσίαση θα γίνει στις 8 Αυγούστου στις 8.30 το βράδυ στο πνευματικό κέντρο άνω Βιάννου «Περικλής Βλαχάκης».
Πώς αποφασίσατε να γράψετε τις εμπειρίες από τα ταξίδια σας σε ένα βιβλίο;
«Είχα κρατήσει σημειώσεις καθ΄όλη τη διάρκεια των ταξιδιών μου. Με παρότρυνε να κρατήσω τις σημειώσεις ένας αδελφικός μου φίλος στο πρώτο μου ταξίδι. Με συνόδευσε μέχρι το πλοίο, μου δώρισε ένα 100φυλλο τετράδιο και μου είπε: «Γράφε τα εδώ και όταν έρθεις θα τα διαβάσουμε μαζί, εσύ για να ξαναθυμηθείς κι εγώ για να μάθω».
Αυτά τα 100φυλλα τετράδια έγιναν πολλά σε όλα μου τα ταξίδια και μετά από 37 χρόνια στη θάλασσα που σταμάτησα, πήγα στο χωριό, έχοντας τις σημειώσεις τότε με παρότρυνε ο δημοσιογράφος, ο Μανώλης Σπανάκης, ο οποίος εκδίδει την «Ηχώ της Βιάννου» να γράφουμε καμιά ναυτική ιστορία στην εφημερίδα του. Κάθε μήνα, λοιπόν, έγραφα εγώ μια ναυτική ιστορία και του την έδινα. Είδαμε ότι είχε τέτοια μεγάλη απήχηση που μου έδινε κι εμένα κουράγιο να συνεχίσω, ενώ πολλοί φίλοι μου με ενθάρρυναν να γράφω. Άρεσαν στον κόσμο οι ιστορίες. Έγραψα, λοιπόν, 36 ιστορίες για 36 μήνες και άρεσαν. Έτσι αποφασίσαμε, πιο πολύ τα παιδιά μου με έσπρωξαν, να κάνω ένα βιβλίο».
Από τις ιστορίες και τα ταξίδια σας μπορείτε να ξεχωρίσετε κάποιο;
«Κάθε ταξίδι είναι ξεχωριστό. Κανένα ταξίδι ποτέ δεν είναι όμοιο με το άλλο. Οι ιστορίες μου αρέσουν όλες, αλλά εκείνες που έχουν αποσπάσει τα πάρα πολλά εύγε και μπράβο είναι μια ιστορία που γράφει για έναν μηχανικό, το μαστρο- Γιάννη, ο οποίος είχε δύο περιστέρια, είναι πάρα πολύ συγκινητική και ωραία ιστορία, και μία άλλη ιστορία που σε κάποιο κίνδυνο στείλαμε το σήμα κινδύνου».
Η τελευταία είναι η πιο επικίνδυνη ιστορία στη θάλασσα;
«Όχι γιατί εγώ είχα συνηθίσει πια. Όλα αυτά τα χρόνια στους ωκεανούς, δε νοείται να γυρίσεις το μισό πλανήτη χωρίς να κινδυνεύσεις».
Υπήρχε κάποια στιγμή που είπατε πως αν γλυτώσω σήμερα δε θα ξαναμπαρκάρω;
«Όχι, αν γλυτώσω σήμερα ίσως επιζήσω μέχρι την άλλη φορά. Το να μην ξαναμπαρκάρω δεν το είπα ποτέ μου γιατί μου άρεσε η δουλειά που έκανα. Έλεγα πάντοτε, θα το περάσουμε κι αυτό και πράγματι πέρασαν».
Η πιο δύσκολη στιγμή σας στο καράβι ή και σε κάποιο λιμάνι;
«Υπάρχουν δύσκολες στιγμές, ακόμα και μέσα στο λιμάνι για έναν πλοίαρχο. Αλλά όλες αυτές τις δύσκολες στιγμές τις ξεχνάς και όπως πολύ καλά λένε οι παλιοί ναυτικοί με μία ώρα μπονάτσα ξεχνάς χίλιες ώρες φουρτούνας».
Υπάρχει κάποιο λιμάνι, στο οποίο έχετε πάει και δεν έχετε γράψει για αυτό, ενώ σας έκανε εντύπωση;
«Έχω γυρίσει όλα τα λιμάνια του κόσμου, οι ιστορίες μου είναι 36. Ετοιμάζω ήδη το δεύτερο βιβλίο. Θα περιλαμβάνει θαλασσινές ιστορίες, ονομάζεται «Δόκιμος καταστρώματος» προς τιμήν ενός φίλου μου και συμμαθητή του που χάθηκε στη θάλασσα... Άφαντο το πλοίο και παρολίγο να είμαι κι εγώ μέσα γιατί μου έλεγε να πάω. Τελικά δεν πήγα και χάθηκε το πλοίο».
Έχετε χάσει συντρόφους σας;
«Δύσκολες στιγμές υπήρξαν αλλά είχα την καλή τύχη να μη ναυαγήσω ποτέ. Είχαμε, βέβαια, σύγκρουση, πυρκαγιές. Πειρατείες την εποχή τη δική μου δεν υπήρχαν, τώρα υπάρχουν».
Από όλα τα μέρη που πήγατε ποιο σας άρεσε πιο πολύ;
«Περιγράφω ένα ταξίδι που κάναμε στον Ορινόκο ποταμό, κάπου συνδέεται με τον Αμαζόνιο. Παραλίγο να αφήσουμε εκεί τα κόκαλα μας από τα κουνούπια, τη μαλάρια. Περιγράφω μία διέλευση από τη θάλασσα των Σαργασσών, είναι πιο μεγάλη από τη Μεσόγειο, νομίζει κανείς ότι την έχουν σπείρει με φύκια. Ο κόσμος δεν την ξέρει».
Όταν κάνατε οικογένεια, πώς καταφέρατε και τα συνδυάσατε;
«Μετά που παντρεύτηκα, ήμουν στην ακτοπλοΐα, στην γραμμή της Κρήτης για ένα διάστημα. Τα ταξίδια μου ήταν περιορισμένα.
Το πρώτο μου βιβλίο αφορά υπερπόντια ταξίδια που έκανα με φορτηγά πλοία. Αυτά δεν πιάνουν γραμμές, όπου βρουν τον καλό ναύλο. Ενώ ξεκινάς να πας στο Περού, σου έρχεται ένα τηλεγράφημα λίγο πριν φτάσεις να πας Ινδία».
Οι νησιώτες είναι οι καλύτεροι ναυτικοί;
«Νομίζω ναι, γιατί από μικρά παιδιά έχουν μπει σε βάρκες, έχουν τις δικές τους βάρκες. Σε ένα νησιώτικο σπίτι, όταν πάθει μια ζημιά η πόρτα του σπιτιού δεν τους ενδιαφέρει. Όταν πάθει μια ζημιά η βάρκα τους υπάρχει μεγάλη στεναχώρια στην οικογένεια».
Η θάλασσα για εσάς τι είναι;
«Η οικογένεια της μητέρας μου είχε ναυτική παράδοση. Θυμάμαι όταν έπαιρνε γράμμα στο σπίτι από τον αδελφό της το ναυτικό, ένιωθα κάπως παράξενα. Είχα έναν ξάδελφο κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερο που σημάδεψε την καριέρα μου. Από μικρό με είχαν χρίσει ότι πρέπει να πάω στη θάλασσα και πήγα. Παρόλο που το χωριό μου, η Βιάννος, είναι ορεινό, έκανα χρόνια να δω τη θάλασσα».

“Η θάλασσα δεν είναι ποτέ η ίδια, κάθε μέρα είναι διαφορετική”
Δεν έχει κάποιο παιδί σας ακολουθήσει τα χνάρια σας;
«Θέλησε ένας εξ αυτών αλλά δεν τον άφησα εγώ. Δε θα ήθελα να γίνει ναυτικός ενώ παλαιότερα όλοι οι ναυτικοί, κυρίως οι Χιώτες, θέλανε ένας τους παιδί ή όλα να γίνουν καπετάνιοι. Θέλανε να ανέβει στην υψηλή γέφυρα, έλεγαν «να δω το γιο μου στη γέφυρα κι ας πεθάνω». Εγώ δεν είμαι αυτής της άποψης, σπούδασαν και έγιναν γιατρός, δικηγόρος και οικονομολόγος».
Τι πρέπει να έχει κάποιος για να αντέξει στη θάλασσα;
«Πρέπει να πω ότι κι εγώ αν ήμουν 18 ετών πάλι ναυτικός θα γινόμουν, πλοίαρχος συγκεκριμένα, όχι μηχανικός, ας πούμε. Έχω σπρώξει παιδιά στη θάλασσα. Η θάλασσα θέλει υπομονή, ήπιο χαρακτήρα και κυρίως να μη βιάζεσαι για τίποτα, όλα θα έρθουν στην ώρα τους».
Πώς είναι η ζωή σε ένα πλοίο γεμάτη άντρες για πάρα πολλές μέρες;
«Το μεγαλύτερό μου ταξίδι ήταν 54 μέρες χωρίς σταθμό. Σε ένα γκαζάδικο φορτώσαμε από τη Μαύρη Θάλασσα πετρέλαιο για την Ιαπωνία, χωρίς σταθμό. Δεν έπληξα ούτε για μία μέρα, ποτέ.
Η θάλασσα δεν είναι ποτέ η ίδια, κάθε μέρα είναι διαφορετική. Πάντα έχεις κάτι να κάνεις, να γράψεις, να ακούσεις έναν σταθμό, να παρατηρήσεις, να παίξεις παιχνίδια με τους συναδέλφους. Ο κάθε υποπλοίαρχος στο πλοίο δουλεύει τουλάχιστον 12 ώρες την ημέρα.
Λόγω του ήπιου χαρακτήρα μου, είχα αρμονικές σχέσεις με το πλήρωμα».
Οι γυναίκες κάνουν για τα καράβια;
«Κάνουν τα πρώτα χρόνια μόνο. Όταν παντρευτούν και κάνουν παιδιά, καλό είναι να μένουν στο σπίτι τους. Είχα στην εμπορική ναυτιλία γυναίκες πλήρωμα αλλά στα φορτηγά δεν έτυχε να συνυπηρετήσω με κάποια γυναίκα. Υπάρχει γυναίκα πλοίαρχος σε γκαζάδικο».
Αν σας έλεγαν να επαναλάβετε ένα ταξίδι σας, ποιο θα ήταν;
«Όποιο να είναι, όλα μου τα ταξίδια ήταν ωραία».
“Σε κάθε γέφυρα πρέπει να υπάρχει ένας πλοίαρχος” Πόσο καιρό έχετε να μπαρκάρετε;
«Ακριβώς δέκα χρόνια, έφυγα 21 Ιουλίου 2005. Προσγειώθηκα. Όταν ανέβαινα στα επιβατικά, επειδή έτυχε να υπηρετήσω- συμμετείχα όταν το προηγούμενο Κνωσός ήρθε από τη Σουηδία- συγκινούμουν.
Παλαιότερα με καλούσαν στη γέφυρα οι τοπικοί πλοίαρχοι, αλλά το απέφευγα, σε κάθε γέφυρα ενός πλοίου πρέπει να υπάρχει ένας πλοίαρχος».
Παρόλο που δε γνωρίζει ο κόσμος λεπτομέρειες, γιατί πιστεύετε πως υπάρχει ο ρομαντισμός και το αίσθημα ζήλιας για τους ναυτικούς;
«Στη θάλασσα για να πας και να πετύχεις πρέπει να την αγαπάς, διαφορετικά είναι καλύτερα να μην πας. Υπήρχαν νέοι που τους προέτρεπα να φύγουν, έμεναν μόνο για έξι μήνες. Υπάρχουν άλλα παιδιά από νησιά κυρίως που έρχονται στο πλοίο και ξεχωρίζουν».
Πηγή: http://www.patris.gr


ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ μέρος τρίτο

Με το ξημέρωμα θα σαλπάρουμε αφήνοντας πίσω μας τη μαγευτική Τζαμάικα. Ελπίζω να σας έμεινε αξέχαστη. Με χαρά είδα ότι στο προσκλητήριο βρέθηκαν άπαντες παρόντες. Καλωσορίζω και τα καινούρια μέλη τού πληρώματος. Υπάρχει ακόμα χρόνος για να δεχτούμε νέα μέλη στο πλήρωμα αλλά και νέους ταξιδευτές  Μέχρι να ανεβάσουμε τις βάρκες, να λύσουμε τους κάβους και να ανοίξουμε πανιά. Αλλά επειδή, όπως είπαμε, σ' αυτό πειρατικό πάντα θα υπάρχουν θέσεις κενές, μπορούν και κατά την πορεία να επιβιβάζονται ταξιδευτές και νέα μέλη τού πληρώματος. Αρκεί να βρίσκουν τον τρόπο να μας προσεγγίσουν εκεί που θα βρισκόμαστε. Επίσης μπορεί μεσοπέλαγα να χρειαστεί να περισυλλέξουμε και τίποτα ναυαγούς. Ποτέ δεν ξέρει κανείς τι είδους εκπλήξεις μπορεί να του επιφυλάξει η θάλασσα.

Ευχαριστώ όλα τα μέλη τού πληρώματος που με τίμησαν με την εμπιστοσύνη τους και έδωσαν τον πειρατικό όρκο πίστης και αφοσίωσης. Θα φροντίσω να μη τους διαψεύσω. Αλλά και τους ταξιδευτές που μας εμπιστεύονται και ταξιδεύουν μαζί μας τους ευχαριστούμε όλοι.

Και όπως καθόμαστε εδώ μαζεμένοι και περιμένουμε τον άνεμο να φυσήξει για να ξεκινήσουμε, ας πούμε καμιά ιστορία να περάσει η ώρα. Τι σόι ναυτικοί είμαστε άμα δεν λέμε ιστορίες μαζεμένοι στο κατάστρωμα…
..........................................................................................................................................

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα, αλλά και η Γνώση, ο Πλούτος και η Αλαζονεία. Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τα καράβια τους βιαστικά και άρχισαν να φεύγουν. Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή και έτσι το δικό της καράβι το άρπαξαν τα κύματα. Όταν το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό και τον ρωτάει:

"Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;"

"Όχι, δεν μπορώ", απάντησε ο Πλούτος, "έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα"

Η Αγάπη τότε αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της με ένα πανέμορφο σκάφος.

"Σε παρακαλώ, βοήθησέ με", είπε η Αγάπη.

"Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου", της απάντησε η Αλαζονεία.

Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει από αυτή βοήθεια.

"Λύπη άφησέ με να έρθω μαζί σου"

"Ω, Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου", είπε η Λύπη.

Η Ευτυχία πέρασε μπροστά από την Αγάπη αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία. Ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή:

"Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!"

Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος άντρας που η Αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη ώστε ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στη στεριά ο άντρας έφυγε και τράβηξε τον δρόμο του. Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον άνθρωπο που τη βοήθησε ρώτησε τη Γνώση:

"Γνώση, ποιος με βοήθησε;"

"Ο Χρόνος", της απάντησε η Γνώση.

"Ο Χρόνος;", απόρησε η Αγάπη, "γιατί με βοήθησε ο Χρόνος;"

Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία τής είπε:

"Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη"
.............................................................................................................................................

Φτάνουν τώρα τα λόγια. Ώρα για δουλειά. Ας ξεκινήσουμε τις ετοιμασίες τού απόπλου. Το επόμενο λιμάνι που θα πιάσουμε θα είναι το Πόρτο Ρίκο
Πηγή: http://asaleutostimonieris.blogspot.gr

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ Α' ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΑΥΡΙΟΥ

Δύο Θαλασσινές ιστορίες «TO ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ»,«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΨΑΡΑ»

Τα παιδιά της Α γυμνασίου της Περιβαλλοντικής ομάδας «Η καθημερινή ζωή στο λιμάνι του Λαυρίου» εμπνευσμένα από την ζωή των ψαράδων έγραψαν δύο θαλασσινές ιστορίες.
«TO ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ»
Είναι αργά τα μεσάνυχτα στο καζίνο της περιοχής. Γύρω-γύρω μεθυσμένοι. Ο πιο νέος  ψαράς βάζει στοίχημα 20.000 λίρες, με το μεγάλο του αντίπαλο, πως θα περάσει την Ερυθρά θάλασσα και θα επιστρέψει ζωντανός.
Η περιοχή αυτή ήταν πολύ επικίνδυνη λόγω των ληστρικών επιθέσεων, στα διερχόμενα πλοία, από τους πειρατές και κανένας ψαράς δεν τολμούσε να πάει εκεί να ψαρέψει. Εμείς φυσικά μιλάμε για τον ξακουστό Jacob Malley. Μπορεί εσείς να μην ξέρετε πολλά για αυτόν, αλλά … θα μάθετε σε λίγο.
Ο Jacob, μια μέρα, νωρίς το πρωί, ετοίμασε τη βάρκα του, πήρε όλα τα απαραίτητα και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι, στο οποίο δεν πέρασε και λίγα (και μεταξύ μας, αν δεν είχε κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες δε θα τα κάταφερνε).
Έπλεε ήρεμα μέχρι τα μέσα της διαδρομής του και ήταν σίγουρος πως είχε κερδίσει το στοίχημα. Ένα γεγονός όμως, τον έκανε να δυσανασχετήσει. Ενώ κοιμόταν, άκουσε γλέντια κοντά του και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του διέκρινε φλόγες να πετάγονται στον ουρανό, σαν πυροτεχνήματα. Κατάλαβε πως ήταν ένα πλοίο και πίστεψε πως αυτό θα μπορούσε να τον οδηγήσει στον προορισμό του ακόμα πιο γρήγορα. Έτσι προσπάθησε να του αποσπάσει την προσοχή. Έπειτα από λίγη ώρα κατάλαβε ότι επρόκειτο για πειρατές. Προσπάθησε να τους αποφύγει με κάθε δυνατό τρόπο. Όμως ήταν πλέον αργά, γιατί εκείνοι τον είδαν και γρήγορα τον πήραν στο πλοίο τους. Τον ρώτησαν από ποιο πλοίο ήταν, που βρισκόταν αυτό το πλοίο και τι εμπόρευμα μετέφερε. Ο Jacob, όμως, αρνήθηκε να μιλήσει. Εξ’ άλλου δεν είχε και τίποτα να τους πει. Έτσι αυτοί  του είπαν πως θα τον πάρουν μαζί τους για δούλο.
Μετά τα λόγια τους αυτά, οι πειρατές αποφάσισαν να τον δέσουν για να μην ξεφύγει. Έτσι κι έγινε. Τον έδεσαν σε μια πανύψηλη κολώνα και έβαλαν ένα φύλακα να τον προσέχει. Ο  Jacob περίμενε να κοιμηθούν όλοι κι ύστερα με τα μαγικά του χέρια κατάφερε να λύσει τον περίπλοκο κόμπο, να γλυστρίσει αθόρυβα πάνω στην κολώνα και να κλέψει το σπαθί του κοιμισμένου φύλακα.
Η ιστορία θα τελείωνε λίγο μονότονα αν γινόταν ότι φαντάζεστε, δηλ. ότι ο  Jacob κατάφερε να ξεφύγει. Αρκούσε, όμως, ένας μικρός ήχος, ένα τρίξιμο στο ξύλινο κατάστρωμα για να τους ξυπνήσει και αυτό έγινε. Ο καπετάνιος του πλοίου άκουσε τον θόρυβο και μονομιάς πετάχτηκε έξω. Η μάχη ξεκίνησε. Ξύπνησε όλο το πλήρωμα και τα σπαθιά πήραν φωτιά. Ήταν σίγουρο πως θα νικούσαν γιατί ήταν 100 εναντίον ενός. Τελικά, όμως, δεν ακούστηκε ένα μπουμ στη θάλασσα αλλά 100! Ο μικρός  Jacob, με τις μαγικές του ικανότητες, όπως όλοι ξέρουμε οι μάγοι όλους τους νικούν, είχε καταφέρει να τους νικήσει και ήταν πια σίγουρος ότι μπορούσε να κερδίσει το στοίχημα και όχι μόνο αυτό, γύρισε πίσω με ένα τεράστιο πλοίο, το οποίο έκρυψε … αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ο Jacob διηγήθηκε στους φίλους του τις περιπέτειές του και εκτός από το στοίχημα κέρδισε και τον θαυμασμό τους για την τόλμη που έδειξε. Τα χρήματα δεν τα πήρε από τον αντίπαλό του,  έγιναν οι δυο τους οι καλύτεροι συνεργάτες και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!

«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΨΑΡΑ»
Η ιστορία μας αναφέρεται στις δύσκολες και απογοητευτικές στιγμές ενός δύσμοιρου νεαρού ψαρά, ο οποίος σε σχέση με τους άλλους συναδέλφους του έχει λιγότερη πείρα αλλά και … τύχη. Τα γεγονότα αυτά διαδραματίζονται,  ένα απρόβλεπτο φθινόπωρο, το Νοέμβρη του 1973.
Ο νεαρός ψαράς μας δεν είναι ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα της ψαριάς του. Ο μεγάλος ανταγωνισμός και η απειρία του τον οδηγούν στην απελπισία. Μια μέρα, λοιπόν, που ο ψαράς καθισμένος στην προβλήτα, σκεφτόταν τρόπους για να τα βγάλει πέρα οικονομικά, εμφανίζεται ένας πιτσιρίκος, ο οποίος έμελε  να γίνει στήριγμά του, αλλά και η αιτία να ξεπεράσει τα θέματα που τον απασχολούσαν.
– Εε φιλαράκο, σε βλέπω τόση ώρα που στέκεσαι εδωπέρα. Τι συμβαίνει;
– Άσε με και συ στον καημό μου.
– Μήπως η ψαριά σου είναι το πρόβλημα που σε απασχολεί;
– Όντως, αυτό είναι αλλά τι μπορεί να κάνεις εσύ γι’ αυτό;
– Άκουσε ξαδερφάκι, εγώ είμαι ντόπιος εδώ και ξέρω τα κατατόπια σαν την παλάμη του χεριού μου, ακολούθησέ με και το καΐκι σου θα ξεχειλίσει από ψάρια.
Εκείνος τον ακολούθησε μην έχοντας άλλη εναλλακτική λύση. Ο μικρός τον οδήγησε σε ένα απόμερο μέρος που υπήρχαν πολλά ψάρια.
– Λοιπόν, εδώ είμαστε. Ρίξε τα δίχτυα σου και θα εκπλαγείς.
Ο ψαράς ρίχνει τα δίχτυα και περιμένει. Η ώρα περνά και δε φαίνεται τίποτα. Αρχίζει να υποψιάζεται πως ο μικρός τον έχει κοροϊδέψει.
– Το καλό που σου θέλω να μη μου λες ψέματα.
– Τις αμφιβολίες σου τις λύνει αυτό που ανεβαίνει.
Ο νεαρός δεν πιστεύει στα μάτια του. Ένας τεράστιος αριθμός σπάρων, χάνων και κεφαλόπουλων είναι αγκιστρωμένος στα παραγάδια του.
– Μπράβο σπόρε, τελικά είχες δίκιο!
– Αδελφέ, να ξέρεις από δω και πέρα να μη με υποτιμάς ποτέ.
Από εκείνη τη μέρα ο νεαρός ψαράς ψάρευε κάθε πρωί σε εκείνο το σημείο. Η λαιμαργία του όμως όλο και μεγάλωνε, ήθελε όλο και περισσότερα ώσπου μια μέρα με πολύ αέρα, η λαιμαργία και η επιπολαιότητά του, τον οδήγησαν να πάει εκεί για ψάρεμα. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα φυλούσε γι’ αυτόν τα χειρότερα. Τα τεράστια κύματα αναποδογύρισαν τη βάρκα του και τον παρέσυραν, με αποτέλεσμα να βρει τραγικό τέλος. Ψαράδες τον βρήκαν, την άλλη μέρα, όταν είχαν πάει για ψάρεμα.
Στην κηδεία του ήταν όλοι παρόντες και  πρώτος πρώτος ο απαρηγόρητος φίλος του, ο οποίος δεν μπορούσε να  το πιστέψει. Βλέπετε η επιπολαιότητα και η απληστία, πολλές φορές, οδηγούν τον άνθρωπο στην καταστροφή.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Από τον Καπτάν Αλέξανδρο.

ΠαρουσίασηΈνα μοναδικό λογοτεχνικό ταξίδι με συντροφιά κορυφαίους, κυρίως Αμερικανούς, συγγραφείς. Μια ανθολογία που καλύπτει περίπου τρεις αιώνες (1600-1900) της αμερικανικής και, εν μέρει, αγγλικής θαλασσινής ιστορίας (Α΄ τόμος).Το φάσμα των εμπειριών που προβάλλει το βιβλίο αυτό -το δουλεμπόριο, τα εξερευνητικά ταξίδια στον Ειρηνικό και την Ανταρκτική, οι ανταρσίες και οι ναυμαχίες, η φαλαινοθηρία, η κοινωνική ζωή στα θρυλικά υπερωκεάνια- απεικονίζει τον καταλυτικό ρόλο της θάλασσας στη ζωή των ανθρώπων. Πολλές από τις πιο δυνατές φωνές σ' αυτή τη συλλογή δεν ανήκουν σε διάσημους συγγραφείς, αλλά σε ανθρώπους που η ζωή τους χάρισε εντυπώσεις από πρώτο χέρι για τη θάλασσα: αποίκους και ναυτικούς, καπετάνιους και καπετάνισσες, φαλαινοθήρες και αξιωματικούς του ναυτικού, διπλωμάτες και τυχοδιώκτες. Υπάρχουν στιγμές σπάνιας βιαιότητας και σπάνιας ομορφίας. Ο Τζον Λίντιαρντ είναι αυτόπτης μάρτυρας του βίαιου θανάτου του πλοιάρχου Κουκ. Ο Όυεν Τσέις καταγράφει τη στιγμή που το φαλαινοθηρικό «Έσσεξ» υποκύπτει στη συντριπτική επίθεση μιας πελώριας φάλαινας και η Τσέλια Θάξτερ, κόρη φαροφύλακα, ζωγραφίζει μια έξοχη θαλασσογραφία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) 

Περιεχόμενα

Σημείωμα του μεταφραστή
Πρόλογος
Εισαγωγή
ΟΥΙΛΙΑΜ ΣΤΡΕΪΤΣΙ Μια αληθινή αναφορά στο ναυάγιο και τη λύτρωση του Σερ Τόμας Γκέιτς, ιππότη [απόσπασμα]
ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΡΑΝΤΦΟΡΝΤ Ιστορία του αποικισμού του Πλίμουθ [απόσπασμα]
ΡΟΤΖΕΡ ΟΥΙΛΙΑΜΣ Περί θαλάσσης
ΚΟΤΟΝ ΜΑΔΕΡ Magnalia Christi Americana [απόσπασμα]
ΟΥΙΛΙΑΜ ΟΥΟΛΙΝΓΚ Η σωτηρία του Ουίλιαμ Ουόλινγκ: ένα παράδειγμα της θαυμαστής Θείας Πρόνοιας
ΟΛΑΟΥΝΤΑ ΕΚΟΥΙΑΝΟ Η ενδιαφέρουσα αφήγηση της ζωής του Ολάουντα Εκουιάνο [απόσπασμα]
ΤΖ. ΕΚΤΟΡ ΣΕΝΤ ΤΖΟΝ ΝΤΕ ΚΡΕΒΚΕΡ Παράξενα έθιμα του Ναντάκετ [απόσπασμα]
ΤΖΟΝ ΛΙΝΤΙΑΡΝΤ Ημερολόγιο του τελευταίου ταξιδιού του πλοιάρχου Κουκ [απόσπασμα]
ΟΥΙΛΙΑΜ ΚΛΑΡΚ Τα ημερολόγια της αποστολής Λιούις και Κλαρκ [απόσπασμα]
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΠΟΡΤΕΡ Ημερολόγιο ενός περίπλου στον Ειρηνικό Ωκεανό [απόσπασμα]
ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ ΙΡΒΙΝΓΚ Το ταξίδι
ΑΜΑΣΑ ΝΤΕΛΑΝΟ Αφήγηση ταξιδιών και περιηγήσεων στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο [απόσπασμα]
ΟΟΥΕΝ ΤΣΕΪΣ Αφήγηση του εκπληκτικού και θλιβερού ναυαγίου του φαλαινοθηρικού «Έσσεξ» απ' το Ναντάκετ [απόσπασμα]
ΟΥΙΛΙΑΜ ΛΕΪ ΚΑΙ ΣΑΪΡΟΥΣ Μ. ΧΑΣΙ Αφήγηση της ανταρσίας στο πλοίο «Υδρόγειος» [απόσπασμα]
ΤΖΕΪΜΣ ΦΕΝΙΜΟΡ ΚΟΥΠΕΡ Ο πλοηγός [απόσπασμα]
ΦΑΝΙ ΚΕΜΠΛ Ημερολόγιο μιας νεαρής ηθοποιού [απόσπασμα]
ΝΑΘΑΝΙΕΛ ΠΑΡΚΕΡ ΟΥΙΛΙΣ Καλοκαιρινό ταξίδι αναψυχής στη Μεσόγειο [απόσπασμα]
ΡΑΛΦ ΟΥΟΛΝΤΟ ΕΜΕΡΣΟΝ Ημερολόγια [απόσπασμα]
ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ Χειρόγραφο μέσα σ' ένα μπουκάλι
ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΧΕΝΡΙ ΝΤΕΪΝΑ Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ
Δύο χρόνια μπροστά στο κατάρτι [απόσπασμα]
ΝΑΘΑΝΙΕΛ ΧΟΘΟΡΝ Χνάρια στην ακρογιαλιά
ΟΥΙΛΙΑΜ ΡΕΪΝΟΛΝΤΣ Ταξίδι στον Νότιο Ωκεανό [απόσπασμα]
ΧΕΝΡΙ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΘΟΡΟ Ακρωτήρι Κοντ [απόσπασμα]
ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ:
Μαρντί [απόσπασμα]
Άσπρο αμπέχονο [απόσπασμα]
Μόμπι Ντικ [απόσπασμα]
Μεσάνυχτα στο καμπούνι
Πλαγκτόν
Η Μεγάλη Αρμάδα
Ισραήλ Πότερ [απόσπασμα]
ΤΖΟΡΤΖ ΧΕΝΡΙ ΠΡΕΜΠΛ Το άνοιγμα της Ιαπωνίας [απόσπασμα]
ΟΥΟΛΤ ΟΥΙΤΜΑΝ:
Μια χειμωνιάτικη μέρα στην ακροθαλασσιά
Φαντασιώσεις στην ακρογιαλιά
ΜΑΙΡΗ ΡΟΟΥΛΑΝΤ Σημειώσεις εν πλω με το μπρίκι «Τόμας Ρόουλαντ» [απόσπασμα]
ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΝΤΕΪΝΑ ΓΚΡΙΝ Στον πυργίσκο του «Μόνιτορ» [απόσπασμα]
ΡΑΦΑΕΛ ΣΕΜΣ Αναμνήσεις από την υπηρεσία εν πλω στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου [απόσπασμα]
ΤΣΑΡΛΣ ΟΥΟΡΕΝ ΣΤΟΝΤΑΡΝΤ Αλιείς μαργαριταριών στο Αρχιπέλαγος Παουμότου
ΤΣΕΛΙΑ ΘΑΞΤΕΡ Ανάμεσα στα Νησιά των Υφάλων [απόσπασμα]
ΤΖΕΪΜΣ Χ. ΟΥΙΛΙΑΜΣ Προδομένος
Σημειώσεις του μεταφραστή
Στον Β' τόμο θα περιέχονται κείμενα του 20ου αιώνα
Πηγή: βιβλιοπωλείο Κλειδοσκόπιο

ΑΜΑΛΙΑ ΡΟΝΤΡΙΓΚΕΣ - Η ΠΡΕΣΒΕΙΡΑ ΤΩΝ ΦΑΝΤΟ

(Λισαβώνα 1920-1999).  Από κοριτσάκι ξεκίνησε να τραγουδάει στους δρόμους και να γυρίζει σπίτι της γεμάτη καραμέλες, και αργότερα στην αγορά όταν αναγκάστηκε να πουλάει φρούτα λόγω φτώχειας της οικογένειάς της.
Το 1936 ήδη είχε εξαπλωθεί η φήμη της και της προτάθηκε να εκπροσωπήσει μια συνοικία σε πανεθνικό διαγωνισμό φάντο. Όταν την άκουσαν οι υπόλοιποι διαγωνιζόμενοι στις πρόβες, αποφάσισαν να μη συμμετέχουν και έτσι οι διοργανωτές της απαγόρευσαν εσαεί να λαμβάνει μέρος στον διαγωνισμό αυτόν.
Ταξίδεψε τα φάντο της πατρίδας της σε όλο τον κόσμο και το επέβαλε ως σύμβολο της πολιτισμικής αναγέννησης της Μεσογείου. «Για μένα τα φάντο είναι το μυστήριο της ζωής, το μυστήριο του έρωτα. Ακόμη και το μυστήριο του θανάτου», έλεγε.
Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στο γκαλά του Πλάθιντο Ντομίνγκο το 1998 όπου ήταν η επίτιμη προσκεκλημένη.
Τα φάντο, που στην πορτογαλική γλώσσα σημαίνει μοίρα ή πεπρωμένο, είναι λαϊκά τραγούδια της Πορτογαλίας που πρωτοεμφανίζονται κατά τη δεκαετία του 1820, με σίγουρα παλαιότερες ρίζες, και εκτελούνται με τη συνοδεία νυκτών εγχόρδων. Θα γίνουν μία από τις πιο διαδεδομένες αστικές μουσικές του 20ού αιώνα, μαζί με το αργεντίνικο τάνγκο, τα μπλουζ, τα ρεμπέτικα, το φλαμένγκο, και άλλα μουσικά είδη, που τα περισσότερα στην κυριολεξία λατρεύτηκαν, αλλά και κυνηγήθηκαν.
Από τη μουσική τους αναδύεται θλίψη, πόνος και καημός, το ίδιο και από τους στίχους του, που έχουν κύριο θέμα τη θάλασσα και τη ζωή των φτωχών.

Fado Português
Ακούστε την Θεά Ροντρίγκες
https://www.youtube.com/watch?v=ARS7Zi-Zpkw

Το τραγούδι λέει:

Το φάντο γεννήθηκε μια μέρα,
 Που απλώθηκε ο αέρας, μόλις έγιναν ένα
οι ουρανοί και οι θάλασσες.
Στη ρότα ενός πλεούμενου.
Μέσα στο στήθος ενός ναύτη
όταν θλιμμένος τραγούδησε.

Ω, τι  απέραντη ομορφιά,
Η γη μου, ο λόφος μου, η κοιλάδα μου
των  χρυσών φύλλων,
των λουλουδιών και των φρούτων.
Βλέπεις αγρούς από την Ισπανία;
Άμμο από την Πορτογαλία;
Εικόνες που θολώνουν από δάκρυα...

ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΧΑΙΝΡΙΧ ΧΑΙΝΕ

Μια «χειροποίητη» έκδοση ποιημάτων του ρομαντικού ποιητή που έγινε στο Μόναχο το 1913 από τον μαθηματικό Νικόλαο Γεννηματά
Ο χειρόγραφος Χάινριχ Χάινε


Σε μια μοναδική «χειροποίητη» έκδοση, οι εκδόσεις Το Ροδακιό παρουσιάζουν τη μετάφραση 36 ποιημάτων του Χάινριχ Χάινε από τον Νικόλαο Γεννηματά (1875 - 1931), έναν διαπρεπή μαθηματικό, ο οποίος ασχολήθηκε εντατικά με τη λογοτεχνία και ειδικότερα με την ποίηση. Πρόκειται για ποιήματα που κάτω από τον τίτλο «Τραγούδια του Heine» φιλοτέχνησε σε ένα και μοναδικό αντίτυπο ο Γεννηματάς στο Μόναχο μεταξύ 1911-13 για χάρη του φίλου του, ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα. Η έκδοση έγινε με φωτογραφική αναπαραγωγή του πρωτοτύπου προσδίδοντας τη φυσικότητα και τη λεπτότητα μιας ιδιάζουσας μεταφραστικής ευαισθησίας. Ο Χάινε είναι ένας από τους μεγαλύτερους γερμανούς ρομαντικούς ποιητές, ένας δημιουργός που χαρακτηρίζεται από μια φόρμα και έναν λόγο παραδοσιακό, αν όχι απλό. Η γοητεία των στίχων του προκύπτει από τον τρόπο που η παραδοσιακή αυτή απλότητα επιτυγχάνει να αποδώσει τις εγγενείς αντιφάσεις και την πολυπλοκότητα της εποχής του. Ο αντίκτυπος ενέχει συγκίνηση αλλά και ενίοτε ­ πράγμα όχι σπάνιο στη λυρική ποίηση ­ άφθονο χιούμορ. Οι δύο δράσεις συχνά επενεργούν ταυτόχρονα, με ακόμη πιο γοητευτικά αποτελέσματα. Ωστόσο ο συγκεκριμένος σαρκασμός δεν είναι ανέξοδος ούτε τυχαίος· διαθέτει βαθιές ρίζες στις δυσαρμονίες και στις διαμάχες της εποχής του ποιητή και μοιραία οδήγησε αργότερα την ποίηση προς πολιτικές ατραπούς.
Ο Χάινε έζησε σε μια περίοδο (1797 - 1856) που τον τοποθέτησε αυτόματα στον πυρήνα δύο ασύμφωνων κόσμων που λειτουργούσαν ταυτόχρονα· αυτόν του φιλολογικού ρομαντισμού και εκείνον της μετεπαναστατικής Ευρώπης. Η ποιητική του ήταν ένα συμπίλημα της ρομαντικής στροφής προς την απλότητα των λαϊκών τραγουδιών και των παραμυθιών αλλά και όσων επιρροών επισώρευε το δυσβάσταχτο βάρος ενός σύμπλοκου γερμανικού μεσαιωνικού παρελθόντος. Την ίδια στιγμή η κοινωνική του συνείδηση είχε μορφοποιηθεί από τις ιστορικές αλλαγές και τις ανατροπές που σχημάτισαν και μετασχημάτισαν την Ευρώπη τα χρόνια μεταξύ 1789 - 1815: της Γαλλικής Επανάστασης, των Ναπολεόντειων Πολέμων, της αποκατάστασης της ευρωπαϊκής τάξης και της καταπίεσης των φιλελεύθερων ιδεών μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ. Στον ασυμβίβαστα σκληρό κόσμο της πολιτικής η ποίηση αντέτασσε έναν άλλον κόσμο, αποπλανητικά γοητευτικό. Οι δύο κόσμοι προσέφεραν μια επιλογή ανάμεσα στο πραγματικό και στο μη πραγματικό δίχως περιθώρια για συμβιβασμό: υπήρξαν οι ακρογωνιαίοι λίθοι ενός διλήμματος που θα διαρκούσε τη μισή από τη δημιουργική ζωή του Χάινε: «Πρέπει η ποίηση να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ή να την αποφεύγει;».
Μόνιμο χαρακτηριστικό της σκέψης και του έργου του Χάινε ήταν μια τεταμένη και επαμφοτερίζουσα ένταση ανάμεσα στην «ποιητικότητα» και στην πραγματικότητα. Ο ποιητής διέθετε στέρεη την αίσθηση του ήχου της ρομαντικής ποίησης, δεν ενστερνιζόταν όμως την ελπίδα της για υπέρβαση των αναταραχών, της αλλοτρίωσης και του άγχους της εποχής μέσω της «ποιητικότητας» στη ζωή και στον κόσμο. Ετσι ο Χάινε έγινε ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος της μεταρομαντικής κρίσης στη Γερμανία, σε μια εποχή όπου κυριαρχούσαν τα έργα του Γκαίτε και του Σίλερ, ενώ ταυτόχρονα αναπτυσσόταν η συνείδηση της ανεπάρκειας αυτής της παράδοσης έναντι των καινούργιων πιέσεων του νέου κόσμου.
Στα εν λόγω ποιήματα ο Χάινε διασκεδάζει με τον επιδέξιο χειρισμό της ρομαντικής ρίμας, των ρυθμών, των εικόνων και των κλισέ της ρομαντικής περιόδου· αγάπη, φύση, όνειρα, παρελθόν. Ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη πορεία του ως δημιουργού, ο Χάινε υπήρξε κατ' αρχήν ένας ολοκληρωμένος ρομαντικός ποιητής. Ποιήματα σαν και αυτά που μετέφρασε ο Νικόλαος Γεννηματάς ενέπνευσαν υπέροχες συνθέσεις από τους συνθέτες των λιντ, σαν αυτές του Σούμαν: («Dichterliebe» - «Ο έρωτας ενός ποιητή»).
Πολλά ποιήματα της συλλογής είτε υπερβάλλουν την «αρρώστια» της ρομαντικά στυλιζαρισμένης αγάπης: «Σ' αγάπησα και σ' αγαπώ κι ατελείωτα πονώ / Κι αν γκρεμιστή ο κόσμος κι αν σωριάση / Μέσα από τα χαλάσματα ψηλά ως τον ουρανό / Η φλόγα της αγάπης μου θα φτάση!» είτε υπονομεύουν τα υψηλά αισθήματα σε μία ειρωνική τελευταία στροφή: «Αν ήσουνα γυναίκα μου / θα σε ζηλεύανε εχθροί και φίλοι αγαπημένοι / και μια ζωή θα πέρναγες / Ροδόσπαρτη, χαριτωμένη / Κι αν σ' έπιαναν τα νεύρα σου / Και φώναζες, εγώ μιλιά! και θα περνούσε η μπόρα / Μ' αν έβριζες τους στίχους μου / Σ' εχώριζα την ίδιαν ώρα!».
Τα ρομαντικά όνειρα τελειώνουν με μια ειρωνικά σκληρή αφύπνιση, που μοιάζει να αναδύεται μέσα από ένα «πραγματικό» σκηνικό. Σε μερικές περιπτώσεις ένα είδος «διπλής μπλόφας» φέρνει την ειρωνεία αντιμέτωπη με το ίδιο της το είδωλο και ουσιαστικά την καταργεί. Ο Χάινε σταδιακά έμαθε να μην εμπιστεύεται και ιδιαίτερα τον ρομαντισμό, πιο πολύ για όσα αφήνει αναπάντητα για τη σύγχρονη ζωή. Χαρακτηριστική είναι η αποστροφή που αποδίδεται στον ποιητή στα χρόνια της ωριμότητάς του: «Ο Ρομαντισμός ήταν το σχολείο όπου πέρασα τα πιο ευχάριστα χρόνια της νιότης μου και κατέληξα να δείρω τον διευθυντή!».
ΤΟ ΘΗΛΥΚΟ
του Χάινριχ Χάινε
Ήταν οι δυο τους τόσο ερωτευμένοι,
έκλεβε αυτός κι αυτή τσίλιες φυλούσε,
έστηνε κόλπα αυτός και ξαπλωμένη
εμπρός στα πόδια του αυτή γελούσε,
όλο γελούσε.

Οι μέρες πέρναγαν με γλέντι και χαρά,
στην αγκαλιά του κάθε νύχτα την κρατούσε.
Όταν του πέρασαν στα χέρια σίδερα,
αυτή μπρος στο παράθυρο γελούσε,
όλο γελούσε.

Της στέλνει μήνυμα : πεθαίνει αν δεν τη δει,
να της μιλήσει για στερνή φορά ποθούσε.
Όταν της φέρανε το γράμμα του, αυτή
κουνώντας το κεφάλι της γελούσε,
όλο γελούσε.

Η ώρα έξι την αυγή, του κόψαν τον λαιμό.
Η ώρα επτά, βαθιά στη γη πια κατοικούσε.
Αυτή όμως κιόλας στις οχτώ
ρουφώντας κόκκινο κρασί γελούσε,
όλο γελούσε.
Γερμανικός τίτλος: Ein Weib - Heinrich Heine

 ----------------------------------------------------------------
Στα σκοτεινά μάτια, δάκρυα δεν αναβρύζουν,
κάθονται στον αργαλειό, τα δόντια τρίζουν:
«Το σάβανό σου υφαίνουμε, Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στον Θεό, που τον παρακαλάμε
στο κρύο του χειμώνα κι όταν πεινάμε,
μάταια έχουμε ελπίσει και καρτερέψει,
μας έχει εμπαίξει και ξεγελάσει και κοροϊδέψει –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στον βασιλιά των πλούσιων, κατάρα,
που μας στίβει για ν’ αρπάξει τη στερνή μας δεκάρα,
για τη δυστυχία μας δεν τον νοιάζει σταλιά,
και προστάζει να μας τουφεκίζουν σαν τα σκυλιά –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Κατάρα στην ψεύτικη πατρίδα, που αντί προκοπή,
μας χαρίζει μονάχα χαλασμό και ντροπή,
όπου πρόωρα κάθε λουλούδι θα μαραθεί και θα σκύψει,
όπου παχαίνουν σκουλήκι και μούχλα και σήψη –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!

»Πετά η σαΐτα, βογγά ο αργαλειός στα εργαστήρια,
υφαίνουμε μέρα και νύχτα δραστήρια –
το σάβανό σου υφαίνουμε, γριά Γερμανία,
κι υφαίνουμε μέσα κατάρα τριπλή με μανία –
υφαίνουμε, υφαίνουμε!»
 
Αποφθέγματα - Γνωμικά - Ρήσεις ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΧΑΙΝΡΙΧ ΧΑΙΝΕ
  • «Όπου καίνε βιβλία, στο τέλος θα κάψουν και ανθρώπους.»
  • «Ποιος απ' τους μεγάλους άνδρες ξέφυγε ποτέ την κακολογία των συγχρόνων του; Όσο μεγαλύτερος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο εύκολα τον βρίσκει το βέλος της επικρίσεως και της κακολογίας. Οι νά
  • «Δεν ξέρει ποτέ κανείς στην πραγματικότητα πού στις γυναίκες τελειώνει ο άγγελος και πού αρχίζει ο διάβολος.»
  • νοι δίνουν, φυσικά, πολύ πιο δύσκολα στόχο.»
  • «Πολλοί παλιάνθρωποι προσπαθούν να καλύψουν τις βρώμικες πράξεις τους με την αφοσίωσή τους στα συμφέροντα της θρησκείας ή με την αυστηρή ηθική τους ή με την αγάπη για την πατρίδα τους.»
  • «Στο λουτρό δεν μπορεί κανένας να ξεχωρίσει ποια είναι η κυρία και ποια η καμαριέρα.»