Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

15.3.21

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ ''ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ'' Η επιλογή έγινε από την Γιουμίκο. 21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.

ΜΕΡΑ ΜΑΓΙΟΥ ΜΟΥ ΜΙΣΕΨΕΣ

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες

 

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,

άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

 Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης

 Και με το δάχτυλο απλωτό μου τάδειχνες ένα-ένα
τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

 Και μούδειχνες τη θάλασσα να φέγγει πέρα, λάδι,
και τα δεντρά και τα βουνά στο γαλανό μαγνάδι

 Και τα μικρά και τα φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αυτές τις διαμαντόπετρες που ίδρωνε δίπλα η στάμνα.

 Μα, γιόκα μου, κι αν μούδειχνες τ' αστέρια και τα πλάτια,
τάβλεπα εγώ πιο λαμπερά στα θαλασσιά σου μάτια.

 Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δε φτάνουν τα χαλίκια

 Και μούλεες, γιε, πως όλ' αυτά τα ωραία θάναι δικά μας,
και τώρα εσβήστης κ' έσβησε το φέγγος κ' η φωτιά μας.


Το εκπληκτικό αποτέλεσμα και η απολαβή του κόσμου κάνουν τον Γιάννη Ρίτσο να δηλώσει: "Ήμουν λάθος! Ακριβώς εκεί ο Επιτάφιος συνάντησε τους απλούς ανθρώπους. Κι εκείνοι του δόθηκαν με τη σειρά τους. Κατάλαβαν το ποίημα. Το έκαναν δικό τους!".

Ο Γιάννης Ρίτσος δηλώνει στον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη: "Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική. Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ".

Ο Επιτάφιος αποτελεί έργο ξεχωριστό που συνδυάζει μοναδικά  το λαϊκό στοιχείο, την έντεχνη μουσική και την ποίηση. Ήταν η αρχή, το πρώτο βήμα για να έρθει ο Έλληνας κοντά στην ποίηση.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο. 21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.

 ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ - ΕΛΛΗΝΩΣΥΝΗ

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη
του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό
πάνου απ' την πίκρα τους.

Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους —
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ' απ' τα άγρια

γένια τους

όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.


Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους

ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.


Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.


Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε —
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους

για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


ΚΑΝΤΖΑ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ημέρα Κυριακή της τυρινής

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η επιλογή έγινε από την Νορίκο. 21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.

 ΚΥΡΑ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑ

«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου.

Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου.
Κι όλο ασάλευτη μένεις
να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη»

***

«Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴν σιωπή, σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα λιθάρια, σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς. Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο. Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Δὲν ὑπάρχει νερό. Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. 

Ὅλοι μασᾶνε μιὰ μπουκιὰ οὐρανὸ πάνω ἀπὸ τὴν πίκρα τους».


“Η κυρά των αμπελιών” 


Κυρά των αμπελιών
που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα
τα σπίτια των αϊτών και των τσοπάνων.
Πάνω στη φούστα σου ο Αυγερινός.
Δύο αγουροξυπνημένες μέλισσες
κρεμούσανε στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια
και τα πορτοκαλάνθη σου έφεγγαν
τη μαύρη την καμένη στράτα.

Κυρά μελαχρινή
που η αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια
σαν της Παναγιάς το κόνισμα
πίσω από το χνούδι το σγουρό
σπίθιζε το δροσό της νύχτας
σα να μετάνιωσε λίγο προτού να σβήσει ο γαλαξίας
και δέθηκε γιορντάνι στο λαιμό σου
να χυθεί στη ζεστασιά του κόρφου σου…


ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.

 

Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ φεγγάρι τὸν φιλάει στὸ λαιμὸ μὲ κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τὴ στάχτη τοῦ τσιγάρου του ἀπ᾿ τὰ κάγκελα τοῦ μπαλκονιοῦ, μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριά του
μπορεῖ νὰ κλάψει ἀπὸ τὴ σιγουριὰ τῶν δέντρων καὶ τῶν ἄστρων καὶ τῶν ἀδελφῶν.

-Ρωμιοσύνη


Ω ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ.

Ω, Παναγιά μου, αν είσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θα ’στελνες τον άγγελο από πέρα.

Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες, καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.

Κι αν είσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.

Γιε μου, καλέ μου τα ’λεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:

Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι,
κ’ εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι.

Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ’ αργασμένα μπράτσα
και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.

Αχ, γιε μου, πια δε μου ’μεινε καμιά χαρά και πίστη,
και το χλωμό και το στερνό καντήλι μας εσβήστη.

Και, τώρα, επά σε ποια φωτιά τα χέρια μου θ’ ανοίγω,
τα παγωμένα χέρια μου ναν τα ζεστάνω λίγο;  ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ.


ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.

 

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,2
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου3
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω. Σώπα.


ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.

Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.

Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.

Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;

Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα. ΠΗΓΗ 
https://beater.gr/

ΚΑΝΤΖΑ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 2021 ημέρα Κυριακή της τυρινής.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. Η επιλογή έγινε από την Μελισσάνθη 21 Μαρτίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ.

Παρόλες τις κακουχίες στην ζωή του, έζησε μέχρι τα 81 του χρόνια και άφησε την τελευταία του πνοή στις 11 Νοεμβρίου του 1990. Άφησε πίσω του ένα θαυμάσιο έργο, το οποίο βραβεύτηκε πολλές φορές (προτάθηκε δυο φορές για βραβείο Νόμπελ, που λέγεται ότι δεν πήρε για πολιτικούς λόγους) και μια κληρονομιά στους νέους ποιητές, που πρέπει να εpωτευτούν αυτή την «εξαίσια πράξη του ανεξήγητου»...

«Ετούτος δω ο λαός δε γονατίζει παρά μονάχα μπροστά στους νεκρούς του.»

«Τι όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου.»
Σε πεινάω. Σε διψάω.
Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για όλους, ορατή μόνο σ᾿ εμένα.»

«Μου χρειάζεται πριν απ' το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
η γνώση τού θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.»

«Και οι λέξεις φλέβες είναι. Μέσα τους αίμα κυλάει.»

«Το μακρινό και τ' απιαστο καλά το μοιραζόμαστε.
Να 'τανε και το κοντινό μας έτσι.»

«Θα φύγει θα ξανάρθει, θα μάθει να λέει ευχαριστώ, όταν ο άλλος δε θα το χρειάζεται.»

«Το ξέρεις -ψιθύρισε- εκείνο που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.»

«Με την ελπίδα μιας στιγμής, μας χρέωσαν όλο το μέλλον.»

«Η ποίηση, γυμνή, σεμνή κι αγέρωχη, δεν είναι παρά η εξαίσια πράξη του ανεξήγητου.»

«Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, ―εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,
Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.»

ΣΕ ΤΟΥΤΑ ΕΔΩ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ.

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα

κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού
και στ’ αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός
χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν
τα σίδερα μασάνε.

Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Η πιο όμορφη θάλασσα είναι αυτή
που δεν την αρμενίσαμε ακόμα.
Το πιο όμορφο παιδί δε μεγάλωσε ακόμα.

Τις πιο όμορφες μέρες,
τις πιο όμορφες μέρες μας, δεν τις ζήσαμε ακόμα.
Δεν τις ζήσαμε ακόμα.

Κι ό,τι πιο όμορφο,
Κι ό,τι πιο όμορφο θα `θελα να σου πω,
Δε στο `πα ακόμα, δε στο `πα ακόμα.

Κάντζα 14 Μαρτίου 2021 ημέρα Κυριακή της τυρινής.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ 6 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ. Η επιλογή έγινε από την Λόλα. 21 ΜΑΡΤΙΟΥ Παγκόσμια ημέρα ποίησης.

 Άιντε και ντε

άιντε και ντε

άιντε και ντε
άιντε ντε
άιντε και ντε

Άιντε το τραίνο πήγαινε
όρθιος ο μηχανοδηγός
με το κασκέτο του στραβά
καλό τιμόνι κουμαντάριζε
μες στη καπνιά
μες στη βραδιά
με μπλούζα σαν λυκοπροβιά
ασίκης μηχανοδηγός
με το μικρό μουστάκι του
καλό τιμόνι οδήγαγε
το τραίνο για τον ουρανό
άιντε και ντε...

Κι όλο στον ουρανό το τραίνο πήγαινε
άιντε και νύχτωνε
πίσω του δάσος ορφανό
άφηνε μιαν ουρά καπνό
στο ματωμένο δειληνό
άιντε ντε

Άιντε και ντε...
μες στην πετσέτα το ψωμί και το κρομμύδι
ώρα για σχόλασμα παιδιά
ένας σπουργίτης μοναχά
τα ψίχουλα τσιμπολογά
άιντε και ντε...

Άιντε και ντε...
άιντε τα τραίνα βούλιαξαν
ένα μονάχο καταμόναχο
έξω απ’ τις ράγες πήγαινε
με τους νεκρούς του θερμαστές
και τους νεκρούς εισπράκτορες
μια μαλακιάν ουρά καπνό
άφηνε μες στον ουρανό
μεγάλο δάσος ορφανό
μια μαλακιάν ουρά καπνό
στο μαραμένο δειληνό
άιντε και ντε...

Άιντε και ντε...
κάψα και σίδερο

Να μια, να δυο, να κι άλλη μια
λοστοί ξηνάρια και σφυριά
κι ο δυναμίτης στη βραχόπετρα
στα μάτια σου πέτρα μουγκή
στα μάτια σου πέτρα σκληρή
σπίτι δεν έχτισες εσύ
με τη δουλειά σου τη βαριά
χτίσ’ το λοιπόν με την βαρυά
να δυο, να τρεις να κι άλλη μια
κι ο κόκορας λαλεί μακριά
άιντε και ντε...

ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ

Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ’ αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως.
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

ΑΥΤΑ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΣΗΜΑΔΙΑ

Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να `ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να `ναι κι απ’ το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ’ τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ’ έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.

ΑΦΗΣΕ ΜΕ ΝΑ' ΡΘΩ ΜΑΖΙ ΣΟΥ

Άφησε με να`ρθω μαζί σου
άφησε με να`ρθω μαζί σου.
Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι.
Δε θα φαίνεται που ασπρίσαν τα μαλλιά μου
Είναι καλό το φεγγάρι
δε θα φαίνεται που ασπρίσαν τα μαλλιά μου.
Τι φεγγάρι απόψε!
Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου.
Δε θα καταλάβει
Άφησε με να`ρθω μαζί σου.
Άφησε με να`ρθω μαζί σου!

ΒΑΘΥ ΒΑΘΥ ΤΟ ΠΕΣΙΜΟ

Βαθύ βαθύ το πέσιμο
βαθύ βαθύ το ανέβασμα
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ`ανοιχτά φτερά του
Βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα
ανάσα ωκεανού, ανάσα ωκεανού, ανάσα ωκεανού.
Βαθύ βαθύ το πέσιμο
Βαθύ βαθύ το ανέβασμα.

ΒΑΣΙΛΕΨΕΣ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ

Βασίλεψες αστέρι μου,
βασίλεψε η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο,
το φέγγος του έχει μάσει.

Κόσμος περνά και με σκουντά,
στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά
ουδέ σε παρατάει.

Την άχνα απ’ την ανάσα σου
νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως
στο βάθος πλέει του δρόμου.

Τα μάτια μου σκουπίζει τα
μια φωτεινή παλάμη.
Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μου
στο σπλάχνο μου έχει δράμει.

Και να που ανασηκώθηκα,
το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό λεβέντη μου
μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.

Σημαίες τώρα σε ντύσανε,
παιδί μου εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου
και παίρνω τη φωνή σου.

Κάντζα 14 Μαρτίου 2021 ημέρα Κυριακή της τυρινής

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ. Η επιλογή έγινε από την Αριάδνη.

 Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή

Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή

για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να `ναι στους τροχούς
Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.

Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έχτισες μέσα στα βουνά
Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έκλεισες μες στη θάλασσα!

Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού
Το `χουνε θάψει σ’ ένα μνήμα του πέλαγου
σ’ ένα βαθύ πηγάδι το `χουνε κλειστό
μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος.

Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλιές και Συ
Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση.


Σάλεψε σαν το σπέρμα σε μήτρα σκοτεινή
Το φοβερό της μνήμης έντομο μες στη γη
Κι όπως δαγκώνει αράχνη δάγκωσε το φως
Έλαμψαν οι γιαλοί κι όλο το πέλαγος.

Θε μου Πρωτομάστορα μ’ έζωσες τις ακρογιαλιές
Θε μου Πρωτομάστορα στα βουνά με θεμέλιωσες

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ'αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ'αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ'έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ'αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ'αγαπώ καί σ'αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ'ουρανού με τ'άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν'αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ'αλλού φερμένο
Δέν τ'αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ'ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου.

Η γένεσις

Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ’ εικόνα και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από `να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν’ απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το `χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ’ ακριβό του τ’ όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν’ απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη.

ΑΥΤOΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Η καμπύλη των ματιών σου.

Η καμπύλη των ματιών σου γύρο φέρνει την καρδιά μου
Γύρος χορού και γλύκας
Του χρόνου φωτοστέφανος νυχτερινό λίκνο και σίγουρο
Κι αν όλα τα όσα έζησα δεv τα κατέχω πια
Είναι γιατί τα μάτια σου δε με θωρούσαν πάντα.

Φύλλα ημέρας και δροσιας αφρός
Του ανέμου καλαμιές ευωδιαστά χαμογέλα
Φτερά σκεπάζοντας τον κόσμο φως
Πλοία κατάφορτα ουρανούς και θάλασσες
Κυνηγοί θορύβων και πηγές χρωμάτων

Μύρα που ξεπετάχτηκαν από της χαραυγής
Το κλώσισμα το αδιάκοπο μες στ’ άχερα των άστρων

Όπως η μέρα κρέμεται απ’ την αθωότητα
Έτσι κι ο κόσμος κρέμεται απ’ τ’ αγνά σου μάτια
Και ρέει στα βλέμματά τους όλο το αίμα μου.

Κάντζα 12 Μαρτίου 2021 ημέρα Παρασκευή.