Ημερολογιακές μινιατούρες που μας έρχονται
από τα βάθη του γιαπωνέζικου έτους 1000. Η κυρία των Τιμών της
πριγκίπισσας Σάντακο μας μυεί στην ομορφιά του κόσμου
Το μάτι της βελόνας
Στο τέλος της πρώτης χιλιετίας το ιαπωνικό έθνος, έχοντας πλέον
αφομοιώσει τις ποικιλότροπες επιρροές που δέχθηκε από την ηπειρωτική
Ασία (Κίνα), διέρχεται μια περίοδο εξωτερικής ειρήνης και σταθερότητας
η κυριαρχία των σαμουράι απλώνεται σε όλο σχεδόν το αρχιπέλαγος. Βέβαια
δεν λείπουν στο εσωτερικό οι εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των διαφόρων
φατριών ενώ σημειώνεται και μια, αποτυχημένη ωστόσο, απόπειρα εισβολής
κινέζων πειρατών στο νησί Κιούσου, στον Νότο. Εχει αρχίσει η περίοδος
Χεϊάν, που ανάμεσα στα άλλα θα φέρει μια πρωτόγνωρη άνθηση των ιαπωνικών
γραμμάτων. Η περίοδος αυτή, που σημαδεύεται από πολλά μεγάλα ονόματα
της τέχνης, θα περάσει στην Ιστορία ως η χρυσή εποχή της λογοτεχνίας στη
Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και προηγείται κατά πολύ της αντίστοιχης
δυτικής. Η λογοτεχνία εκείνης της εποχής είναι μια καθαρά αυλική
λογοτεχνία. Η εξήγηση απλή: καθώς τέσσερα από τα συνολικά οκτώ υπουργεία
ασχολούνται αποκλειστικά με τις υποθέσεις του παλατιού, γίνονται πόλος
έλξης για τη χρυσή νεολαία της εποχής, τους γόνους της υψηλής
αριστοκρατίας, οι οποίοι διαγκωνίζονται για την εύνοια του καμπάκου,
ενός αντιβασιλέα, δηλαδή, που διαχειριζόταν για λογαριασμό του
αυτοκράτορα τις κρατικές υποθέσεις (οι αυτοκράτορες συνήθως ήσαν
αμούστακα παιδιά που γίνονταν έρμαια στα χέρια μεγαλύτερων συγγενών, οι
οποίοι διέθεταν ισχυρότερα ερείσματα στο παλάτι και η δύναμη των οποίων
εδραζόταν στις αυλικές ραδιουργίες). Μπορεί η ζωή του παλατιού να
υπαγόταν σε μια φαινομενικά πολύ αυστηρή εθιμοτυπία, εξασφάλιζε όμως
στις κυρίες των Τιμών και στους άλλους αυλικούς αρκετή ελευθερία.
Τα αριστοκρατικά στρώματα περνούσαν τις ημέρες τους καλλιγραφώντας
πνευματώδεις επιστολές, τις οποίες στη συνέχεια, προτού τις παραλάβει ο
αγγελιοφόρος, έδεναν σε ένα κλαράκι από τα φυτά του κήπου. Τέτοιου
είδους χαριτωμένα λογοπαίγνια απαιτούσαν άριστη γνώση και χειρισμό της
ιαπωνικής γλώσσας και στην ουσία αποτελούσαν τον προθάλαμο της σοβαρής
λογοτεχνίας.
Το θρησκευτικό πνεύμα που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή ήταν του
βουδισμού κυρίως και του ταοϊσμού, δογμάτων που έχαιραν μεγάλης
εκτίμησης και είχαν διαδοθεί στην αριστοκρατία της Ιαπωνίας μέσα από τη
μελέτη των έργων της κινεζικής γραμματείας. Η συνύπαρξη αυτών των δύο
φιλοσοφικών ρευμάτων έδινε στους ανθρώπους της περιόδου Χεϊάν την
πεποίθηση για τη μεταβατική και πρόσκαιρη φύση της ζωής και για τη
βαθύτερη συγγένεια όλων των όντων, που βρίσκονται σε συνεχή συνδιαλλαγή
μέσω της διαδικασίας της μετεμψύχωσης. Αυτή η ρομαντική και αισθαντική
διάθεση, ωστόσο, η μπολιασμένη από μια λεπτή μελαγχολία για τη μοίρα του
ανθρώπου, δεν ήταν αρκετή για να εξουδετερώσει την εύθυμη, αισιόδοξη
και επίμονη ιδιοσυγκρασία ενός λαού που έμαθε να παλεύει με τις
αντιξοότητες της φύσης και της ζωής και να βγαίνει νικητής. Ετσι η τέχνη
του ευ ζην αποθεωνόταν στους κόλπους της αριστοκρατίας, όχι μόνο με την
εξεζητημένη λεπτότητα της ενδυμασίας, των γεύσεων, των ερωτοτροπιών και
των ηδονών αλλά και με τις παλατιανές μηχανορραφίες που καταγράφονταν,
όπως και όλες σχεδόν οι εκδηλώσεις της αυλής, από τις κυρίες των Τιμών.
Τις πληροφορίες τους τις αντλούσαν όχι μόνο από τα κουτσομπολιά με
φιλενάδες τους αλλά και από τα κρεβάτια των ισχυρών πατρόνων τους στα
οποία ξάπλωναν συστηματικά. Ετσι η λογοτεχνία της περιόδου Χεϊάν είναι
μια κατά βάση γυναικεία λογοτεχνία.
Οι γυναίκες συγγραφείς ήσαν ιδιαίτερα εξοικειωμένες όχι μόνο με τον
χειρισμό των ιαπωνικών αλλά και των κινεζικών, στα οποία ασκούνταν από
μικρή ηλικία, αντιγράφοντας το ύφος των δοκιμιογράφων. Και καθώς οι
άντρες συνάδελφοί τους απορροφήθηκαν σιγά σιγά σε μακροσκελείς
μεγαλόπνοες ποιητικές συνθέσεις, επηρεασμένες από τον κινεζικό τρόπο,
άφησαν ελεύθερο σε αυτές το πεδίο της πεζογραφίας.
Κορυφαία θέση ανάμεσα σε αυτά τα ημερολόγια (νίκι) που
συνέγραψαν γυναίκες κατέχει ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας
λογοτεχνίας το οποίο μπορεί να θεωρηθεί υπόδειγμα ύφους και λεπτών
ψυχολογικών παρατηρήσεων: το «Γκέντζι Μονογκάταρι» («Μυθιστόρημα
του Γκέντζι») της κυρίας Μουρασάκι Σικίμπου, κυρίας των Τιμών στην
υπηρεσία της πριγκίπισσας Σάντακο. Η Μουρασάκι διεξέρχεται σε αυτό το
κείμενο, που χρονολογείται γύρω στο 1009, τις ερωτικές περιπέτειές της
με ένα γόη και καρδιοκατακτητή της αυλής, τον πρίγκιπα Γκέντζι. Ο κόσμος
που ζωγραφίζει μπορεί να είναι υποκριτικός, ανάλγητος και σκληρός, η
περιγραφή του όμως γίνεται με εξαιρετική διακριτικότητα και ελαφράδα.
Κοντά στο ύφος, στο ήθος αλλά και στη λογοτεχνική αξία του τοποθετείται
και το «Βιβλίο του Μαξιλαριού» της Σέι Σοναγκόν. Σε αυτό το Κρυφό ημερολόγιό της
η μαθήτρια της κυρίας Μουρασάκι, που επίσης χρημάτισε κυρία των Τιμών
της πριγκίπισσας Σάντακο, περιγράφει τη ζωή των απομακρυσμένων από την
πρωτεύουσα κρατικών υπαλλήλων και στην πιο μικρή ακόμη λεπτομέρειά της.
Σε αυτό το «απόλυτο βιβλίο» καταγράφονται κυριολεκτικά τα πάντα: οι
εποχές και τα μετεωρολογικά φαινόμενα που τις συνοδεύουν, τα δέντρα, τα
φυτά, τα ζώα, τα πουλιά, τα έντομα, τα μουσικά όργανα, τα έπιπλα, τα
σπίτια, τα τραγούδια, οι προσευχές, οι τελετές. Αλλά το βάρος δίνεται
στους ανθρώπους και στις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Τα
λεπτομερή και εξαντλητικά ψυχολογικά πορτρέτα τους συνοδεύονται από
μακροσκελείς και σχολαστικές περιγραφές της ενδυμασίας, των συνηθειών,
των ιδιοτροπιών και του τρόπου ζωής τους. Στις σελίδες του βιβλίου της
μπλέκονται οι ζωές και η μοίρα αυλικών και παρακατιανών, εμπόρων και
πολεμιστών, έτσι που ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι έχει μπροστά του
όχι τόσο ένα πανόραμα των ανθρώπων της εποχής όσο μια σύνοψη χαρακτήρων
και συμπεριφορών που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο γένος στο σύνολό του.
Ηπαρατήρηση της Σέι Σοναγκόν είναι αρκετά κοφτερή, χωρίς ωστόσο να
γίνεται πικρόχολη. Δεν είναι όμως λίγες και οι φορές που η κυρία των
Τιμών της πριγκίπισσας Σάντακο γίνεται αυτοκριτική αλλά και αποκαλυπτική
του χαρακτήρα και των προτιμήσεών της. Μιλά συχνά για τα πράγματα που
τη σαγηνεύουν: την ευωδιά του λιβανιού, τη μυρωδιά του πολυκαιρισμένου
ρούχου στην παλιά κασέλα, τη μεθυστική οσμή των δαδιών μέσα στον βραδινό
αέρα, τη χαρακτηριστική αίσθηση που αφήνουν στα ρουθούνια μετά το
πέρασμα των βοδιών τα λουριά που τα ζεύουν στα αμάξια. Εχουμε έτσι
μπροστά μας ολοζώντανη τη μορφή της: μιας λυγερής και αισθαντικής
κοπέλας του Χοκουσάι ή του Ουταμαρό που χαμογελάει αινιγματικά,
μισοχαμένη στους ίσκιους ενός χλοερού πολύχρωμου κήπου, που κρατάει ένα
ανθισμένο κλωνάρι μυγδαλιάς και είναι ντυμένη τη χαρακτηριστική
ενδυμασία των δεσποινίδων των Τιμών: μακριά ζακέτα με ουρά και φόρεμα σε
απαλό πράσινο χρώμα. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η Σέι
Σοναγκόν (το πρώτο συνθετικό του ονόματός της προέρχεται από τον
κινεζικό χαρακτήρα που εκφράζει την ιδέα της αγνότητας και το δεύτερο
είναι αξίωμα της αυλής, σημαίνει ίσως «τρίτος υφυπουργός») επηρεάστηκε
από το έργο του κινέζου ποιητή Λι Τσανγκ-Γιν (813-858). Κάποιοι άλλοι
πιστεύουν ότι το Κρυφό ημερολόγιο αντανακλά την επίδραση του
περίφημου συμπατριώτη του Πο Κιου-γι (772-846), του οποίου στίχους
αγαπούσε να παραθέτει η Σέι Σοναγκόν στα γραφτά της. Οποια και να 'ναι η
αλήθεια, όμως, το γεγονός παραμένει ένα: έχουμε να κάνουμε με ένα
κείμενο άκρως ποιητικό που μυεί τον αναγνώστη στην ομορφιά του κόσμου.
Και με τα μικρά και ασήμαντα, ή αυτά που εμείς νομίζαμε για τέτοια,
φωτίζει με ένα διαφορετικό φως την αέναη περιπέτεια του ανθρώπου πάνω
στη Γη. Φως το οποίο έχει την ίδια διαύγεια με εκείνο που αρκετούς
αιώνες αργότερα θα ρίξουν μέσα από τις σελίδες τους τα βιβλία του Λα
Μπριγέρ, του Μοντεσκιέ και βεβαίως οι Επιστολές μιας άλλης μεγάλης κυρίας των γραμμάτων, της μαντάμ Ντε Σεβινιέ.
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΦΟΥΤΖΙ ΤΟΜΟ ΚΑΖΟΥ