Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

19.1.22

ΓΛΩΣΣΟδρόμιον: «Ουκ αν λάβοις…» - Ιανουαρίου. Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

«Ατρείωνα δ’ έπειτα χόλος λάβεν, αίψα δ’ αναστάς ηπείλησεν μύθον, όδη τετελεσμένος εστί».(Ιλιάδα, Α, 387-88)

Η φιλονικία μεταξύ Αχιλλέα και Αγαμέμνονα επέφερε πολλά δεινά στους Έλληνες. Ο θυμός (χόλος) καταλαμβάνει και τους δύο και τους οδηγεί σε ενέργειες οριακές (λάβεν).

«υπερμαχούμαι   καπί πάντ’ αφίξομαι,/ ζητών τον αυτόχειρα του φόνου λαβείν τω Λαβδακείω».(Σοφοκλής, «Οιδίπους Τύραννος», 265-67)

Ο Οιδίποδας διακηρύσσει, ως βασιλεύς της Θήβας, να συλλάβει τον φονιά του Λαΐου για να σωθεί η πόλη. Ωστόσο φονιάς είναι ο ίδιος – πατροκτόνος. Κι εδώ ακριβώς ανιχνεύεται το τραγικό στοιχείο. Κάθε, δηλαδή, στοιχείο από την έρευνα επιβαρύνει τον Οιδίποδα«Έστι δε περιπέτεια μεν η εις το εναντίον των πραττομένων μεταβολή» (Αριστοτέλης), (λαβείν).

Το ρήμα *λαμβάνω – συχνό στον αρχαίο όσο και στον νεοελληνικό λόγο – προέρχεται από τη ρίζα *λαβ-(λαβείν, λαβή) όσο κι από τη ρίζα *λαφ- (είληφα – λάφυρο). Πολλές λέξεις παράγονται από το θέμα *ληψ-/*ληπ-(λήψη, λήπτης).

 Η κυρίαρχη σημασία του είναι το «παίρνω», το αποδέχομαι, το πιάνω. Ως σύνθετο με προθέσεις, λαμβάνει πλήθος σημασιών, όπως: αντιλαμβάνομαι = κατανοώ, απολαμβάνω = δοκιμάζω μεγάλη ευχαρίστηση.

Οι παράγωγες λέξεις του λαμβάνω είναι πολλές, όπως: λήμμαλήψηλαβήλάφυρολήπτηςληπτόςλαβίςλήπτωρα.«Στο τέλος του λεξικού υπάρχει ένα πλουσιότατο λήμμα»β.«Οι νικητές πήραν πολλά λάφυρα μετά τη μάχη»γ.«Η λαβή του πιστολιού είναι πλαστική»δ.«Οι χειρουργικές λαβίδες προκαλούν τρόμο στους ασθενείς»ε.«Η αστυνομία θα προβεί στη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα»στ.«Ο λήπτης μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο ευχαρίστησε την οικογένεια του δότη του ζωτικού οργάνου, της καρδιάς».

 Αρκετές, επίσης, είναι και οι σύνθετες λέξεις με α΄ ή β΄ συνθετικό έννοιες παράγωγες του λαμβάνω: συλλήβδηνυπόληψηκατάληψηκαταληψίαςεπανάληψηανάληψηπρόληψηπροληπτικόςπροκατάληψημετάληψηπαραλαβήπαραλήπτηςπερίληψηαπολαβήσύλληψηχειρολαβήασύλληπτοςθρησκόληπτοςεργολάβοςεπιληψίαιδεοληψία.

Οι παραπάνω λέξεις με την κυριολεκτική και μεταφορική τους σημασία εμπλουτίζουν το λόγο μας: α.«Θίχτηκε η υπόληψή μου»β.«Η κατάληψη του υψώματος 215 ήταν δύσκολη»γ.«Η επανάληψη θεωρείται μητέρα της μάθησης»δ.«Οι προλήψεις χαρακτηρίζουν ανθρώπους αμαθείς»ε.«Κατά τη θεία Μετάληψη οι πιστοί συμμετέχουν στα πάθη του Κυρίου μας»στ.«Ο δολοφόνος παραμένει ασύλληπτος»ζ. «Οι θρησκόληπτοι μένουν στην επιφάνεια του θείου λόγου»η.«Το έργο ανέλαβε γνωστός εργολάβος»θ.«Ο ασθενής εμφάνισε φαινόμενα επιληψίας»ι.«Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα ως ιδεοπλάστης και ιδεοληπτικός»ια.«Η αιμοληψία γίνεται τις πρωινές ώρες».

Ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και η παρουσία του λαμβάνω σε προτάσεις, όπως: α.«Έλαβα γνώση των γεγονότων»β.«Λαμβάνω την τιμή να σας ενημερώσω…»γ.«Λαμβάνω υπόψη μου όσα ακούστηκαν» (υπολογίζω), δ.«Η κυβέρνηση έλαβε μέτρα»ε.«Η απόφαση για το ασφαλιστικό είναι ειλημμένη»στ.«Λάβετε θέσεις!»ζ.«Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος»η.«Η κατάσταση έλαβε δραματικό χαρακτήρα».

Το λαμβάνω απαντάται και ως σύνθετο, όπως: α.«Ο υπουργός ανέλαβε τις πολιτικές ευθύνες»β.«Να προσέξεις όσα διαλαμβάνονται στην έκθεση της αρμόδιας επιτροπής»γ.«Οι τουρκικές προκλήσεις επαναλαμβάνονται κατά καιρούς»δ.«Εξέλαβε τα λόγια μου ως εκβιασμό»ε.«Το υπουργείο Υγείας προσέλαβε δέκα υπαλλήλους»στ.«Θα συλλαμβάνονται οι παραβάτες του Κ.Ο.Κ.»ζ.«Οι αστυνομικές αρχές πρόλαβαν απόπειρα κατάληψης του υπουργείου Παιδείας» (λαβαίνω).

Η εξουσία των απαρεμφάτων

Ο νόμος του «δούναι και λαβείν» κυριαρχεί στις ανθρώπινες σχέσεις και η «δωροληψία» έχει αναχθεί σε ύψιστη «ηθική» πολλών. Συνιστά τον συμπαντικό νόμο στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις.

«…Ουκ αν λάβοις…»

Η φράση αυτή από τους «Νεκρικούς Διαλόγους» του Λουκιανού εδώ και αιώνες μάς διδάσκει τον τρόπο που πρέπει να διαχειριζόμαστε τα οικονομικά μας. Ταυτόχρονα συνιστά και μία ηθική πρόταση συμπεριφοράς προς τους «μη έχοντας». Αλλιώς «πλην αλλ’ ο γε μη έχω, πώς αν λάβοις;».

«Δίκην λαμβάνω… και δίκην δίδωμι»

Στη δικαστική γλώσσα των αρχαίων κυριαρχούσε η φράση «Δίκην λαμβάνω παρά τινος» με την έννοια του «λαμβάνω δικαιοσύνη από κάποιον» σε αντίθεση με το «δίκην δίδωμι τινί»με την έννοια «αποδίδω δικαιοσύνη σε κάποιον». Έτσι έχουμε το αντιθετικό ζεύγος Τιμωρώ – Τιμωρούμαι.

«Μάχαιραν θα λάβεις».(Ματθ. 5,3)

Η διαπίστωση αυτή του Ιησού με δέκτη τον Πέτρο συνιστά ένα διαχρονικό δίδαγμα που συμπληρώνει το αντίστοιχο του Αισχύλου «Ό,τι κάνεις βρίσκεις. Αυτός είναι ο νόμος». Κι αυτό γιατί το «Μάχαιραν έδωκας» θα συνοδεύεται πάντα από το «μάχαιραν θα λάβεις».

«Ο κατειλημμένος ανελκυστήρας»

Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η ορθογραφία της μετοχής του Παρακειμένου *Είλημμαι. Ο αρχαιοπρεπής όρος παραμένει πεισματικά αναλλοίωτος στο λεξιλόγιό μας, θυμίζοντας τη δύναμη της αρχαιοελληνικής γλώσσας.

«Εισήλθε τοιν τρις αθλίοιν έρις κακή/ αρχής λαβέσθαι και κράτους τυραννικού».(Σοφοκλής, «Οιδίπους επί Κολωνώ»)

Η Ισμήνη απευθυνόμενη στον πατέρα της Οιδίποδα προβαίνει σε μία διαχρονική διαπίστωση για το αρνητικό υπόβαθρο της εξουσίας αλλά και για τους θιασώτες – τρόφιμούς της (λαβέσθαι).

­Στη στήλη αυτή «ΓΛΩΣΣΟδρόμιον»θα ανιχνεύονται οι σημασίες των λέξεων καθώς και οι υπόγειες διαδρομές της γλώσσας μας.

ΓΛΩΣΣΟδρόμιον: «Έκαστος εφ ώ ετάχθη…» Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Και ουδαμώς γε τάττω εμαυτόν εις την των άρχειν βουλομένων τάξιν…/ εμαυτόν γε μέντοι τάττω εις τους βουλομένους ή ραστά τε και ήδιστα βιοτεύειν…/ αλλ’ εγώ τοι, έφη ο Αρίστιππος, ουδέ εις την δουλείαν εμαυτόν τάττω… αλλά δι’ ελευθερίας, ήπερ μάλιστα προς ευδαιμονίαν άγει»(Ξενοφών, «Απομνημονεύματα»).

Στο παραπάνω απόσπασμα αντικείμενο συζήτησης είναι η επιλογή εκείνου του δρόμου που οδηγεί εις την ευτυχία. Απορρίπτεται η επιλογή της εξουσίας «άρχειν βουλομένων», αλλά και η ένταξη στους «δούλους». Η άριστη επιλογή είναι η ελευθερία, αφού αυτή εξασφαλίζει και την «ευδαιμονίαν» (ευτυχία) (τάττωτάξιν).


 «Οι πράττοντες εφ ώπερ τεταγμένοι εισί»

(Ξενοφών, «Οικονομικός»)

Όσοι εκτελούν το έργο για το οποίο είναι ταγμένοι (τεταγμένοι).

Το ρήμα τάττω – σσω συνώνυμο του τάζω προέρχεται από τη ρίζα *ταγ ή τακ. Το διπλό τ ή σ προήλθε από τον τύπο ταγ-j-ω. Το ρήμα απλό ή σύνθετο εμφανίζεται με μία ποικιλία σημασιών τόσο στον αρχαίο λόγο όσο και στο νεοελληνικό πλήθος είναι και οι παράγωγες λέξεις, όπως:

Τάξητάγματαγόςταγήτακτικός και οι σύνθετες: παράταξησύνταξηδιάταξηπρόταξηκατάταξησύνταγμαπρόσταγμαεπίταγμαδιάταγμαπροσταγήυποταγήσυνταγήάτακτοςαταξίαευταξίαεπιτακτικόςασύντακτοςεπιταγήνομοταγήςδιαταγήσυντάκτηςσυντακτικόπροστακτικήυποτακτική.

α.«Η συνδικαλιστική παράταξη που ιδεολογικά κινείται στο χώρο της Ν.Δ. κέρδισε τις εκλογές στους υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομικών»β.«Ο Βασίλης υπηρέτησε στο 2οτάγμα πυροβολικού»γ.«Στην επανάσταση του 1821 δεν υπήρχε τακτικός στρατός»δ. «Η σύνταξη των αγροτών αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια»ε.«Η διάταξη των δυνάμεών μας απέτρεψε την επίθεση των αντιπάλων μας»στ.«Πηγή όλων των νόμων μιας χώρας είναι το σύνταγμα»ζ.«Το διάταγμα διάλυσης της Βουλής θυροκολλήθηκε χτες»η.«Η χωρίς όρια υποταγή στην εξουσία της κοινής γνώμης χαρακτηρίζει άτομα με μειωμένη αυτοεκτίμηση»θ.«Υπήρξε πάντα ένας άτακτος μαθητής»ι.«Συνιστά επιτακτική ανάγκη η οικονομική ενίσχυση προς τους σεισμοπαθείς»ια.«Από τα Μ.Μ.Ε. προβάλλεται το πρότυπο του νομοταγούς πολίτη»ιβ.«Ο συντάκτης του δημοσιεύματος παραμένει άγνωστος»ιγ.«Η υποτακτική σύνταξη χαρακτηρίζει το σύνθετο λόγο»ιδ.«Οι ενταξιακές διαδικασίες θα διαρκέσουν πολύ».

Συχνή δε, είναι και η παρουσία στο λόγο μας της μετοχής του τάσσομαι, ταγμένοςα.«Οι υποταγμένοι λαοί αδυνατούν να αναπτυχθούν πνευματικά»β.«Ο ενταγμένος σε μια κοινωνική ομάδα παραχωρεί μέρος των δικαιωμάτων του στο κοινό συμφέρον»γ.«Ήταν διαταγμένος να ακολουθήσει τη συγκεκριμένη πορεία»δ.«Εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία».

Οι λέξεις τάμα και τάξιμο, αν και προέρχονται από το ρήμα τάζω, ετυμολογικά έλκουν την καταγωγή τους από το ρήμα τάττωΗ κυβέρνηση πραγματοποίησε το τάμα του έθνους προς την προστάτιδα Παναγία.

Εξίσου έντονη είναι και η παρουσία των σύνθετων τύπων του ρήματος τάσσωα.«Ο στρατηγός διέταξε γενική υποχώρηση»β.«Ο Γιώργος κατετάγη τρίτος στην τελική βαθμολογία»γ.«Όταν μετατάχθηκα σε άλλη υπηρεσία, έχασα πολλούς φίλους»δ.«Απεταξάμην τον Σατανά»ε.«Ο αλτρουιστής υποτάσσει το προσωπικό συμφέρον στο γενικό»στ.«Ο Δήμος ενέταξε το οικόπεδό μου στο σχέδιο πόλης»ε.«Οι εργαζόμενοι δήλωσαν πως θα αντιταχθούν σε κάθε σχέδιο μείωσης του εισοδήματός τους»στ.«Οι σύγχρονες συνθήκες ζωής επιτάσσουν την ενεργοποίηση του ατόμου για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής»ζ.«Ο προπονητής παρέταξε την ομάδα του με αμυντική τακτική»η.«Ο αντίπαλος ανασυντάσσει τις δυνάμεις του για την τελική έφοδο»θ.«Συνήθως στο λόγο μας το υποκείμενο προτάσσεται του ρήματος».

«Οι ασυνταξίες, λοιπόν, στο λόγο μας οφείλονται στην ελλιπή γνώση του συντακτικού. Η αταξία, όμως, της γλώσσας καθιστά τη σκέψη ασύντακτη και δυσκολεύει την επικοινωνία. Η γνώση και η σωστή χρήση της γλώσσας συνιστούν τη βασική συντεταγμένη μιας εθνικής πολιτικής για την Παιδεία».

Η καθεστηκυία τάξη

Ο όρος τάξη πολλές φορές ταυτίζεται με τη βία, τον συντηρητισμό και την αυστηρή πειθαρχία. Γι’ αυτό έγινε και σύνθημα από κάποιες πολιτικές παρατάξεις και ιδεολογίες (αναρχικοί…). Όλοι υπόσχονται την ανατροπή της «καθεστηκυίας τάξης».

Ο Χάϊζενμπεργκ και η «αταξία»

Ο Χάϊζενμπεργκ τάχτηκε με την «αρχή της απροσδιοριστίας» εναντίον της μηχανιστικής αιτιοκρατίας και διατύπωσε τη θέση του πως το σύμπαν και ό,τι συμβαίνει σε αυτό δεν υπακούουν τυφλά σε κάποιους άτεγκτους νόμους αλλά είναι προϊόντα και μιας «αβεβαιότητας» και «αταξίας». Έτσι ο όρος «αταξία»πήρε άλλο περιεχόμενο και ταυτίστηκε με την τυχαιότητα και την αβεβαιότητα. Ιδιαίτερα τονίστηκε πως «Η διαλεκτική δημιουργεί ανησυχία και αταξία. Οι άνθρωποι προτιμούν να έχουν στη διάθεσή τους έτοιμες και μονοσήμαντες απόψεις».

Ησυχία – Τάξις και Ασφάλεια

Ένα από τα αγαπημένα συνθήματα των συντηρητικών και όσοι πρεσβεύουν πως η πρόοδος μιας κοινωνίας τροφοδοτείται από τα παραπάνω στοιχεία – παράγοντες.

Η πάλη των Τάξεων

Ο Καρλ Μαρξ στην ερμηνεία του της διαλεκτικής πορείας – κίνησης της Ιστορίας, θεώρησε πως αυτή καθορίζεται από έναν απόλυτο νόμο, αυτόν της διαρκούς πάλης μεταξύ των διαφόρων τάξεων και ιδιαίτερα της εργατικήςτάξης προς τις προνομιούχες τάξεις (κεφάλαιο). Γνωστοί εξάλλου είναι οι όροι: Ταξική πάλη και Ταξική συνείδηση.

«Έκαστος εφ ώ ετάχθη»

Η φράση παραδόθηκε από τον Ηρόδοτο, αλλά και από τον Απόστολο Παύλο (επιστολή Α΄ προς Κορινθίους, Ζ, 24) και υποδηλώνει το χρέος του καθενός για το σκοπό – έργο για το οποίο είναι προορισμένος, όπως οι πνευματικοί ταγοί που υπερασπίζονται τους πυλώνες της Ηθικής Τάξης του κόσμου.

­Στη στήλη αυτή «ΓΛΩΣΣΟδρόμιον» θα ανιχνεύονται οι σημασίες των λέξεων καθώς και οι υπόγειες διαδρομές της γλώσσας μας.

17.1.22

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Κώστας Βάρναλης - Ποιήματα

Κώστας Βάρναλης (Πύργος Βουλγαρίας 1884 - Αθήνα 1974): ποιητής,

πεζογράφος καὶ δοκιμιογράφος μὲ διαλεκτικὴ ὑλιστικὴ ὀπτικὴ τῆς τέχνης.

«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. 

Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι.

 Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».

 

Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου.

Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό. Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι• ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό. 

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ’ αχαμνά! 

Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή. 

Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ’ έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά. 

Kαι ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ’ αφεντός τα στρέμματα. 

Kαι στον πόλεμ’ «όλα για όλα» κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ. 

Kαι γι’ αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό! 

Aλλ’ εμένα σε μια σφήνα μ’ έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ. 

Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ’ έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός! 

Δούλεβε για να στουμπώσει όλ’ η Xώρα κ’ οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τι, να ζητάς την αρετή!

– Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! – Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! – Aντραλίζομαι!… Πεινώ!… – Σουτ! Θα φας στον ουρανό! K’ έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, θα ξεκουραστώ κ’ εγώ, του θεού τ’αβασταγό! 

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ! 

Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν’ η ζωή), η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ’ Aβράμη, τ’ άσπρα, τ’ αχερένια του να φιλάει τα γένια του!… 

Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά. Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: – «Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών! 

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ’ την αδικιά τ’ αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί! 

Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!…» Mα με την κουβέντ’ αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί. Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια:

 – «Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ’ οι ραγιάδες απ’ τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου θα το βρείς. 

Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί. 

Mη χτυπάς τον αδερφό σου – τον αφέντη τον κουφό σου! 

Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ’ αφεντικό. 

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! 

Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θα ’ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ’ έχ’ η πλάση πρασινίσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσ’, άλλη γη».


Πρόλογος (Σκλάβοι Πολιορκημένοι)

Πάλι μεθυσμένος εἶσαι, δυόμιση ὥρα τῆς νυχτός.

Κι ἂν τὰ γονατά σου τρέμαν, ἐκρατιόσουνα στητὸς

μπρὸς στὸ κάθε τραπεζάκι.«-Γειά σου Κωσταντὴ βαρβᾶτε!»

«-Καλησπερούδια, ἀφεντικά, πῶς τὰ καλοπερνᾶτε;»


Ἕνας σοὔδινε ποτήρι κι ἄλλος σοὔδινεν ἐλιά.

Ἔτσι πέρασες γραμμὴ τῆς γειτονιᾶς τὰ καπελιά.

Κι ἂν σὲ πείραζε κανένας - ἂχ ἐκεῖνος ὁ Τριβέλας!-

ἔκανες πὼς δὲν ἔνιωθες καὶ πάντα ἐγλυκογέλας.


Χτὲς καὶ σήμερα ἴδια κι ὅμοια, χρόνος μπρός, χρόνια μετά...

Ἡ ὕπαρξή σου σὲ σκοτάδια ὅλο πηχτότερα βουτᾷ.

Τάχα ἡ θελησή σου λίγη, τάχα ὁ πόνος σου μεγάλος;

Ἄχ, ποὖσαι νιότη, ποὔδειχνες πῶς θὰ γινόμουν ἄλλος!


Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,

ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!

Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει

καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.


Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,

τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν

κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,

νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!


Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει

(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)

σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει

κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!


Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .

καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .

νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,

τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.


Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,

μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,

(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι

ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ

τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,

ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,

ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.


Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι

καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια

καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,

τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.


Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,

γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .

Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,

λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.


Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,

ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.

Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,

δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!


Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,

ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.

Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.

Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.


Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου

στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!

Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)

δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!


Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .

Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη

κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,

τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.


Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα

σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»

Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!

Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα.



Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει»

Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω

ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ

στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω

ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά.


Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας

μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ

χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας

ἥλιος χωρὶς μαντύ.


Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι,

τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ

καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι

ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί.


Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου

τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ

τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου

νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά.


Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους

ὡς μέσα στὸ νερὸ

τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους

νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό.


Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου

μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ

καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,

πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.


Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ,

στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους

καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση,

μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους ....


Ὀρέστης

Σέλινα τὰ μαλλιά σου μυρωμένα,

λύσε τα νὰ φανεῖς, ὡς εἶσαι, ὡραῖος,

καὶ διῶξε ἀπὸ τὸ νοῦ σου πιὰ τὸ χρέος

τοῦ μεγάλου χρησμοῦ, μιὰ καὶ κανένα

τρόπο δὲν ἔχεις ἄλλονε! Καὶ μ᾿ ἕνα

χαμόγελον ἰδὲς πῶς σ᾿ ἔφερ᾿ ἕως

στοῦ Ἄργους τὴν πύλη ὁ δρόμος σου ὁ μοιραῖος

τὸ σπλάχνο ν᾿ ἀφανίσεις ποὺ σ᾿ ἐγέννα.

Κανεὶς δὲ σὲ θυμᾶτ᾿ ἐδῶ. Κι ἐσὺ ὅμοια

τὸν ἑαυτό σου ξέχανέ τον, κι ἄμε

στῆς χρυσῆς πολιτείας τὰ σταυροδρόμια

καὶ τὸ ἔργο σου σὰ νὰ ᾿ταν ἄλλος κάμε.

Ἔτσι κι ἀλλιῶς, θὰ παίρνει σε ἀπὸ πίσου

γιὰ τὸ αἷμα τῆς μητρός σου γιὰ ἡ ντροπή σου.


Οἱ μοιραῖοι

Μὲς στὴν ὑπόγεια τὴν ταβέρνα,

μὲς σὲ καπνοὺς καὶ σὲ βρισιές,

(ἀπάνου ἐστρίγγλιζε ἡ λατέρνα)

ὅλη ἡ παρέα πίναμε ἐψές,

ἐψές, σὰν ὅλα τὰ βραδάκια,

νὰ πᾶνε κάτου τὰ φαρμάκια.


Σφιγγόταν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλο

καὶ κάπου ἐφτυοῦσε καταγῆς,

ὤ! πόσο βάσανο μεγάλο

τὸ βάσανο εἶναι τῆς ζωῆς!

Ὅσο κι ὁ νοῦς ἂν τυραννιέται

ἄσπρην ἡμέρα δὲ θυμιέται!


(Ἥλιε καὶ θάλασσα γαλάζα

καὶ βάθος τοῦ ἄσωτου οὐρανοῦ,

ὤ! τῆς αὐγῆς κροκάτη γάζα

γαρούφαλλα τοῦ δειλινοῦ,

λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,

χωρὶς νὰ μπεῖτε στὴν καρδιά μας!)


Τοῦ ἑνοῦ ὁ πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος - ἴδιο στοιχειὸ

τοῦ ἄλλου κοντόμερη ἡ γυναῖκα

στὸ σπίτι λιώνει ἀπὸ χτικιό,

στὸ Παλαμήδι ὁ γυιὸς τοῦ Μάζη

κ᾿ ἡ κόρη τοῦ γιαβῆ στὸ Γκάζι.


-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!

--Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!

-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!

--Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!

«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;... κανένα στόμα

δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.


Ἔτσι, στὴν σκοτεινὴ ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,

σὰν τὰ σκουλήκια κάθε φτέρνα

ὅπου μᾶς εὕρει, μᾶς πατεῖ:

δειλοί, μοιραῖοι κι ἄβουλοι ἀντάμα!

προσμένουμε, ἴσως, κάποιο θάμα!


Καλή ανάγνωση και καλή αυτογνωσία.

Σε χαιρετώ με σεβασμό και επικούρεια προσέγγιση Επικούρειος Πέπος ο Γοργογυραίος.


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Κάψε, σκάψε, θάψε Δημήτρης Νανούρης.

Αποτίοντας τιμή στον Κωστή Παλαμά, που γεννήθηκε τέτοιες μέρες το 1859, υπενθυμίζω ορισμένα από τα πάντα επίκαιρα «Σατιρικά γυμνάσματα», στα οποία καυτηριάζει με προφητική οξυδέρκεια τις αιώνιες παθογένειες του λαού και του τόπου:

Στ' ακάθαρτα κυλήστε μας του βούρκου, και πιο βαθιά. Πατήστε μας με κάτι/ κι από το πόδι πιο σκληρό του Τούρκου./ Διαβασμένοι, ντοτόροι, σπιρουνάτοι,/ ρασοφόροι, δασκάλοι, ρουσφετλήδες,/ οικοπεδοφαγάδες, αβοκάτοι,/ κομματάρχηδες και κοτζαμπασήδες/ και της γραμματικής οι μανταρίνοι/ και της πολιτικής οι φασουλήδες,/ ταρτούφοι, ραμπαγάδες, ταρταρίνοι!/ –Αμάν! Αγά, στα πόδια σου! άκου! στάσου!–/ Βυζαντινοί - Γασμούλοι - Λεβαντίνοι./ Ρωμαίικο, νά! Με γεια σου, με χαρά σου.

Τα κεφάλια του Γένους και του Κράτους. Ο βουλευτής κι ο δάσκαλος. Τα πιάσαν/ όλα τα πόστα! Νους, καρδιά, δικά τους./ Δέσαν το νου· την καρδιά τη ντροπιάσαν./ Νά το ρουσφέτι νά κι η ελληνικούρα,/ τ’ άρματά τους. Με κείνα μάς χαλάσαν./ Η σκέψη, νούλα. Η Τέχνη, πατσαβούρα./ Ο ψευτοαττικιστής κι ο ψηφοφόρος./ Τ’ άγιο κόνισμα, μια καλικατούρα./ Στη γη που πιάνει και προκόβει ο σπόρος/ κάθε λογής τζουτζέδων και πιερότων/ κι εγώ φυτρώνω ανάξιος ριμαδόρος/ μαύρων θυμών και πορφυρών ερώτων.

Προγόνους πάρε, απόγονους, δαιμόνους,/ όλα της Ιστορίας τα συναξάρια,/ όλους του Ελληνισμού τους φανφαρόνους,/ όλα της Ρωμιοσύνης τα καμάρια,/ του Λόγου τις κορφές, τους παραλήδες,/ τους σοφούς, των πολέμων τα λιοντάρια,/ Ομηρους, Αρχιμήδες, Αχιλλήδες,/ καθώς περνούν ανάκατα στη στράτα,/ Καποδίστρηδες, Διάκους, Κοραήδες./ Ολα φκιάσ’ τα γκιουβέτσι και σαλάτα,/ νά και το ρετσινάτο στην ταβέρνα,/ και τα βιολιά, και ρίξου τους και φάτα./ Κέρνα, ρούφα, ξεφάντωνε, και ξέρνα.

Ιδεολόγοι και νιτερεσολόγοι/ κι όσους μεθάνε της ζωής οι χάρες/ κι εσείς με του ασκητή το κομπολόγι/ κι εσείς, τραγουδιστές με τις κιθάρες/ κι εσείς που τη ζωή κατάρα κλαίτε/ κι εσείς με των παθών τις λιγωμάρες/ κι εσείς που σε νερά γαλήνης πλέτε/ των «όλα αλλάζουν» οι διαλαλητάδες/ κι όσοι στο γυρισμό των ίδιων καίτε/ λιβάνι, κι όσοι καταφρονητάδες/ των όχλων κι εσείς οι άθεοι κι όσοι θρήσκοι/ κι εσείς, των προλετάριων οι λαμπάδες/ κι όλοι, υπεράνθρωποι, άνθρωποι, ανθρωπίσκοι!

Γυναίκα, αν θες αντρίκεια να δουλέψεις/ για τον ξεσκλαβωμό σου, δε σε φτάνει/ να κάψεις, να σκορπίσεις, να ξοδέψεις/ το χρυσάφι, τη σμύρνα, το λιβάνι/ στο νέο βωμό. Μέσα σου πρώτα κάψε/ το τριπλό ξόανο που τους δούλους κάνει:/ Συνήθεια, Κέρδος, Πρόληψη. Και σκάψε/ και του παλιού καιρού τα παραμύθια/ κι ας είν’ όμορφα, μια για πάντα θάψε./ Α! τα μεστά καμαρωτά σου στήθια/ βραχνάς τα πνίγει, πνίχ’ τον, πολεμίστρα/ για την Αγάπη και για την Αλήθεια./ Πάντα μαζί σου κι η Ομορφιά η μεθύστρα.

Και για μούντζα ο λαός και για λιβάνι./ Ο λαός είναι τίποτε και είν’ όλα/ είναι του εκδικητή το γιαταγάνι/ κι είν’ η μαϊμού η ξαδιάντροπη, η μαριόλα/ και η ρίζα και η κορφή, ο στερνός κι ο πρώτος/ κι εγώ κι εσύ, κι ο ανθός κι η καρμανιόλα/ κι ο αρχαίος Αθηναίος κι ο Οτεντότος./ Στο τραγούδι του αηδόνι αναστενάζει,/ στο θυμό του της αστραπής ο κρότος./ Σαν τρώει τα σπλάχνα του λαού μαράζι,/ κανείς πλαστουργός ήρωας, κανείς θεός./ Η δόξα, όπου κι αρχόντοι και βαστάζοι/ με μια σφραγίδα σφραγισμένοι: Λαός.

Πηγή: meteoros@efsyn.gr

ΓΛΩΣΣΟδρόμιον ."Τα φαινόμενα απατούν…" Ηλίας Γιαννακόπουλος φιλόλογος - συγγραφέας.

 «Ακτίς αελίου, το κάλ/λιστον επταπύλω φανέν/ Θήβα των πρότερον φάος,/ εφάνθης ποτ’…».(Σοφοκλής, «Αντιγόνη»)

Ο Σοφοκλής δια στόματος Χορού χαιρετίζει το φως (φάος) του ήλιου και το θεωρεί το πιο όμορφο για την επτάπυλη Θήβα. Η παρουσία τριών τύπων του ρήματος φαίνομαι είναι καταλυτική (φάοςφανένεφάνθης).

«Τα δε αντίκ’ εις το φως φανεί κακά/ εκόντα κουκ άκοντα»

(Σοφοκλής, «Οιδίπους Τύραννος»)

Ο Εξάγγελος προοικονομεί την αποκάλυψη των ανοσιουργημάτων του Οιδίποδα που διέπραξε αγνοώντας την ταυτότητά του (φωςφανεί).

«Και έθετο αυτούς ο θεός εν τω στερεώματι του ουρανού, ώστε φαίνειν επί της γης».(Γένεσις, 1,17)

Στη «Γένεση» περιγράφεται ο τρόπος δημιουργίας του σύμπαντος και των δύο μεγάλων αστεριών, του Ήλιου και της Σελήνης, για να φωτίζουν την Γη.

Το πλήθος των ρηματικών τύπων και των παραγώγων του (ουσιαστικών και επιθέτων ή επιρρημάτων) φαίνω-ομαι κοσμεί τον αρχαίο λόγο όσο και τον νεοελληνικό. Ετυμολογικά το ρήμα φαίνω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bha (λάμπω, φωτίζω) με προσθήκη του έρρινου προσφύματος -ν- και αργότερα του ενεστωτικού επιθήματος -jω-. Έτσι από το θέμα *φαν-σχηματίστηκαν οι περισσότεροι τύποι του φαίνω-ομαι.

«Οι Φαναριώτες κατείχαν σημαντικά αξιώματα στην κρατική διοίκηση κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Το Φανάρι διέψευσε τις πληροφορίες για ασθένεια του πατριάρχη. Η διαρκής Ιερά Σύνοδος τάχτηκε αναφανδόν υπέρ της συνέχισης του διαλόγου με το οικουμενικό πατριαρχείο. Το ιερό φως των Αγίων Τόπων θα διέλθει από τις νησιωτικές περιοχές της χώρας μας».

Οι λέξεις Φαναριώτεςφανάριαναφανδόν και φως έλκουν την καταγωγή τους από το ρήμα φαίνω-ομαι. Η πρωτογενής μορφή του ρήματος ήταν: Φα-ν-j(είμαι, γίνομαι αντιληπτός με την όραση). Οι παράγωγες λέξεις του φαίνομαι που κυριαρχούν στο λόγο μας είναι: φάσηφάσμαφαινόμενοέμφασηαφάνειααπόφασηφαντασίαεμφάνισηαφανήςπροφανήςεμφανήςδιαφάνειαπεριφανήςφαινομενικόςάφαντοςφαεινόςαποφασιστικόςφάντασμαφανερόςφανόςφανοποιείον.

Το πλήθος των λέξεων – παραγώγων του φαίνω-ομαι καταδεικνύει την αξία και τον ρόλο του στον εμπλουτισμό της επικοινωνίας μας.

α.«Η στρατιωτική άσκηση θα διεξαχθεί σε τρεις φάσεις»β.«Το υπουργικό συμβούλιο εξήτασε όλο το φάσμα των τελευταίων εξελίξεων»γ.«Ο φασματικός χαρακτήρας της σύγχρονης ελευθερίας είναι προϊόν των ψευδαισθήσεων που γεννά η ικανοποίηση των καταναλωτικών μας αναγκών»δ.«Η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου μετά την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού τροπαίου βγήκε από την ποδοσφαιρική αφάνεια της τελευταίας δεκαετίας»ε.«Η φαντασία συνιστά το βασικό πυλώνα της καλλιτεχνικής δημιουργίας»στ.«Η εμφάνιση της ομάδας ήταν αποκαρδιωτική»ζ.«Η επιχείρηση έκλεισε προφανώς για λόγους οικονομικούς»η.«Η απόφαση της κυβέρνησης για διαφάνεια στα δημόσια έργα είναι αμετάκλητη»θ.«Τα έντονα καιρικά φαινόμενα των τελευταίων χρόνων προβληματίζουν τους μετεωρολόγους»ι.«Οι φαεινές ιδέες των συμβούλων παρέσυραν το διοικητή του οργανισμού σε λανθασμένες ενέργειες»ια.«Η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα κάθε εχθρική εισβολή»ιβ.«Σύμφωνα με απόφαση της Νομαρχίας τα φανοποιεία θα μείνουν κλειστά το απόγευμα της Τρίτης»ιγ.«Ο κακοποιός μετά τη διάπραξη του εγκλήματος έγινε άφαντος»ιδ.«Έγιναν πλέον φανεροί οι στόχοι των Αμερικανών με την εισβολή τους στο Ιράκ»ιε.«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη: Το φάντασμα του κομμουνισμού» (Κομμουνιστικό μανιφέστο).

Εκτός από την κυριολεκτική του σημασία το φαίνομαι απαντάται και με άλλες σημασίες, όπως αυτές αναδύονται από τα παραδείγματα: α.«Έλα πιο κοντά, δεν φαίνεσαι από τόσο μακριά» (κυριολεκτική), β.«Η επιχείρηση φαίνεται πως πάει καλά» (δίνει την εντύπωση), γ.«Δεν φάνηκες αντάξιος της εμπιστοσύνης μου» (αποδείχτηκες), δ.«Αφού δεν τηλεφώνησε, φαίνεται πως απουσιάζει» (είναι πιθανόν), ε.«Από τα λεγόμενά του φαίνεται πως είναι αμετανόητος» (συνάγεται), στ.«Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται»ζ.«Είσαι και φαίνεσαι»η.«Έτσι μου φαίνεται»θ.«Σαν όνειρο μου φαίνεται», ι. «Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται».

Τα «φαινόμενα»

Η ουσιαστικοποιημένη μετοχή στην πορεία του χρόνου έλαβε πολλές σημασίες κι ενσωματώθηκε σε πολλά πεδία της γλωσσικής αλλά και πνευματικής μας επικοινωνίας. Στην «Πολιτεία» του Πλάτωνα, όπου αναζητείται η ουσία των όντων (οι «ιδέες»),τα «φαινόμενα» αντιπαρατίθενται με την αληθινή ουσία του κόσμου.."Tα ουν εμοί φαινόμενα ούτω φαίνεται"

                          Ωστόσο τα «φαινόμενα απατούν».

Η φαινομενολογία

Η φαινομενολογία αποτελεί ένα φιλοσοφικό κίνημα που βασίζεται στην διερεύνηση των φαινομένων. Δηλαδή εκείνων των πραγμάτων που γίνονται αντιληπτά ενσυνείδητα, με τις αισθήσεις και όχι με μηχανισμούς που βρίσκονται έξω από τα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας. Πατέρας αυτής της φιλοσοφικής σχολής θεωρείται ο Χούσερλ.

«Θειότατον φαίνεται»

Ο Ηρόδοτος αποδίδει κάποια γεγονότα του Πελ/κού πολέμου στην θεϊκή παρέμβαση.«Τούτο μοι θειότατον φαίνεται γενέσθαι»

Ο Οιδίποδας

Η τραγωδία του Οιδίποδα συνίσταται στο γεγονός ότι διαπράττει ανοσιουργήματα για να αποφύγει την μοίρα του προκαλώντας, όμως, ταυτόχρονα το ριζικό του. Γι’ αυτό ομολογεί, μετά την αποκάλυψη, πόσο δυστυχισμένος είναι, κι ας φαίνεται σε κάποιους δίκαιος.

«φαίνη δίκαιος, δρων δ’ εφευρίσκη κακά…/ Ει δ’ αν φανείς δύστηνος, ως εγώ ‘φάνην»»

(φαίνεσαι δίκαιος, αλλά κάνεις αδικίες/ Κι αν, δυστυχισμένος σαν εφάνηκα, καθώς φάνηκα τότε…, «Οιδίπους επί Κολωνώ»)

­Στη στήλη αυτή "ΓΛΩΣΣΟδρόμιον"  θα ανιχνεύονται οι σημασίες των λέξεων καθώς και οι υπόγειες διαδρομές της γλώσσας μας.