Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

11.3.16

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΝΤΑΚΛΑΣ ΜΑΚΑΡΘΟΥΡ ΚΑΙ ΤΟ ΕΚΠΤΩΤΙΚΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΚΑΡΘΟΥΡ ΣΤΑ ΣΠΑΤΑ

Ο «αμερικανός καίσαρας», στρατηγός Ντάγκλας Μακάρθουρ

Ο πολυπαινεμένος Μακάρθουρ παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους αμερικανούς αξιωματικούς της Ιστορίας, σύμβολο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού στρατιωτικής υπεροχής και τακτικών μάχης.
Ήρωας των ΗΠΑ και μπαρουτοκαπνισμένος όσο λίγοι, ο Μακάρθουρ πήρε μέρος τόσο στον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και τις εχθροπραξίες της Κορέας, αν και εκεί που έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο του ήταν στο θέατρο του Ειρηνικού κατά τον Β' Παγκόσμιο.
Ως γιος λοχαγού του αμερικανικού στρατού, η επαγγελματική μοίρα του νεαρού Ντάγκλας ήταν λες σφραγισμένη, καθώς φοίτησε σε στρατιωτική σχολή για να ακολουθήσει τα πατρικά χνάρια. Από διοικητής μεραρχίας κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, έφτασε να έχει υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος των Συμμαχικών Δυνάμεων στον Ειρηνικό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα όλο το στράτευμα του ΟΗΕ στον Πόλεμο της Κορέας.
Αν και ήταν μεταξύ των κορυφαίων αναμφίβολα στρατηγών που γνώρισε ο σύγχρονος κόσμος, τα χρονικά του παραμένουν αμφιλεγόμενα. Όσοι υπηρετούσαν υπό τις διαταγές του, είτε τον λάτρευαν είτε τον μισούσαν, μέση οδός δεν υπήρχε. Δαιμόνιος τακτικιστής και στρατηγική ιδιοφυία, ο Μακάρθουρ τιμήθηκε με περισσότερα από 100 μετάλλια για τα ανδραγαθήματά του στο πεδίο της μάχης και βραβεύτηκε τόσο από τη χώρα του όσο και από πάμπολλες ξένες δυνάμεις, ως αναγνώριση της προσφοράς του στην αναχαίτιση των Δυνάμεων του Άξονα.
Ως προσωπικότητα ήταν βέβαια βαθύτατα αινιγματική και συχνότατα αντιφατική. Σύμφωνα με τις αναφορές, ήταν για άλλους εγωπαθής, απόμακρος και με άκρως επιτηδευμένη συμπεριφορά, αν και για τους κατώτερους επιτελάρχες ήταν ένας ζεστός και ταπεινός στρατηγός με αυξημένη νοημοσύνη και άκρατο πατριωτισμό. Φαίνεται πάντως πως ήταν αρκετά ασυνήθιστος και ιδιαίτερος άνθρωπος, καθώς απαιτούσε τυφλή υπακοή και άμεση εκτέλεση των διαταγών του, αν και ο ίδιος φαινόταν σχετικά απρόθυμος να εκτελέσει τις εντολές των δικών του ανωτέρων! Αν και κανείς δεν αμφισβήτησε ποτέ τα πατριωτικά του ιδεώδη και τον ζήλο του στα ιδανικά της τιμής και της ανδρείας.
Μετά τον θρύλο της Νορμανδίας, στρατηγό Τζορτζ Πάτον, και τον βρετανό θριαμβευτή του Β' Παγκοσμίου, Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, ώρα να δούμε άλλον έναν ξακουστό νικητή των Συμμάχων.
Ο Ντάγκλας Μακάρθουρ γεννιέται στις 26 Ιανουαρίου 1880 στη στρατιωτική βάση του Λιτλ Ροκ (Άρκανσο), μέσα σε οικογένεια με μεγάλη στρατιωτική ιστορία στις πλάτες της. Ο πατέρας του ήταν λοχαγός κατά τη στιγμή της γέννησης του Ντάγκλας και είχε τιμηθεί με μετάλλιο ανδρείας για τα ανδραγαθήματά του στον Στρατό της Ένωσης, την ίδια ώρα που τα αδέλφια της μητέρας του είχαν πολεμήσει στον αμερικανικό εμφύλιο με τις δυνάμεις της Συνομοσπονδίας και δεν πήγαν καν στον γάμο της με τον εχθρό!
Ο μικρός Ντάγκλας μεγαλώνει λοιπόν με τους δύο αδελφούς του μέσα στις στρατόπεδα που υπηρετούσε κατά καιρούς ο πατέρας του και μαθαίνει από μικρός ιππασία αλλά και στρατιωτική πειθαρχία. Το 1893, όταν ο λοχαγός πήρε άλλη μια απόσπαση για το Σαν Αντόνιο του Τέξας, έστειλε τον γιο του στη στρατιωτική σχολή του Τέξας. Άσος στα σπορ και πολύ γερός στα μαθήματα, ο Ντάγκλας διακρίθηκε στις σχολικές του επιδόσεις και ολοκληρώνοντας το σχολείο μία θα μπορούσε να είναι η επιλογή: η περίφημη στρατιωτική ακαδημία του Γουέστ Πόιντ! Αφού διαπρέψει και εκεί, αποφοιτεί το 1903 με τιμές και επαίνους.
Ο φέρελπις ανθυπολοχαγός τοποθετείται στο Μηχανικό και περνά την επόμενη δεκαετία σε διάφορα πόστα. Αυτό που χαρακτήρισε την πρώτη αυτή στρατιωτική του καριέρα ήταν οι συχνές προαγωγές, καθώς ο ασίγαστος αξιωματικός ταξίδευε διαρκώς αναλαμβάνοντας διάφορες αποστολές σε Ιαπωνία, Φιλιππίνες και Μεξικό, ενώ το 1914 θα βρεθεί στη Γαλλία, έχοντας διατελέσει υπασπιστής πολλών προβεβλημένων επιτελαρχών, αλλά και του ίδιου του προέδρου Θίοντορ Ρούσβελτ στον Λευκό Οίκο.

Α' Παγκόσμιος Πόλεμος Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μακάρθουρ παίρνει άλλη μια προαγωγή, τώρα σε ταγματάρχη, και πλέον διοικεί την Υπηρεσία Πληροφοριών του Υπουργείου Πολέμου. Όταν όμως οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, ο Μακάρθουρ καταθέτει στον αρμόδιο υπουργό ένα σχέδιο ενεργοποίησης της Εθνοφυλακής για να πολεμήσει στο πλευρό του τακτικού στρατού. Η 42η Μεραρχία, που απαρτίστηκε πράγματι από στρατιώτες διαφόρων σωμάτων και όπλων (γι' αυτό και ονομάστηκε «Μεραρχία Ουράνιο Τόξο»), κατά τις υποδείξεις του πάντα, απέπλευσε για την Ευρώπη και είχε φυσικά διοικητή τον συνταγματάρχη τώρα Ντάγκλας Μακάρθουρ!
Το 1917-1918 ο Μακάρθουρ θα πάρει μέρος σε πολλές μάχες του Α' Παγκόσμιου και θα διακριθεί επανειλημμένως για τα ηγετικά του χαρίσματα, αλλά και την ανδρεία του στο πεδίο της μάχης. Ως ο νεότερος σε ηλικία διοικητής μεραρχίας του στρατεύματος, ο Μακάρθουρ διοικούσε άοπλος τις δυνάμεις του από την πρώτη γραμμή του πυρός ουρλιάζοντας διαρκώς στους στρατιώτες του να παρελαύνουν με θάρρος και τόλμη. Ούτε κράνος ούτε μάσκα αερίων φόρεσε ποτέ, καθώς ισχυριζόταν ότι ο εχθρός δεν μπορούσε να τον πλήξει!

Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ μετά τον πόλεμο, ο Μακάρθουρ προβιβάζεται σε ταξίαρχο, παρασημοφορείται ευρύτατα και χαρακτηρίζεται από τους ανωτέρους του ως ο «καλύτερος ποτέ πολεμιστής του στρατού μας». Ο ίδιος ο στρατηγός Τζον Πέρσινγκ τον αποκάλεσε «τον μεγαλύτερο στρατιωτικό ηγέτη που διαθέτουμε»! Ο νεότερος ποτέ ταξίαρχος του αμερικανικού στρατού (38 ετών) ξεπήδησε από τον Μεγάλο Πόλεμο ως ο πιο ικανός στρατιωτικός, αφήνοντας πίσω ακόμα και τον Τζορτζ Μάρσαλ. Αν και οι κακές γλώσσες διατείνονται σταθερά ότι οι προαγωγές και τα παράσημά του έρχονται λόγω του ονόματος του υποστράτηγου πια πατέρα του, αλλά και των οικογενειακών σχέσεων με τους ανώτερους επιτελάρχες του.
Ο Μακάρθουρ αναλαμβάνει διοικητής της σχολής ευελπίδων του Γουέστ Πόιντ, μια θέση που θα κρατήσει για τα επόμενα τρία χρόνια. Σε αυτό το διάστημα θα παντρευτεί την πρώτη του σύζυγο, Louise Cromwell Brooks, και θα αφήσει έργο τομής στη στρατιωτική εκπαίδευση, εισάγοντας στις στρατιωτικές ακαδημίες μαθήματα διοίκησης και οικονομίας. Το υπόλοιπο της δεκαετίας του 1920 θα το περάσει σε διάφορες υψηλόβαθμες στρατιωτικές θέσεις, την ίδια ώρα που προήδευε πια της Αμερικανικής Ολυμπιακής Επιτροπής.
Αυτή την περίοδο της ειρήνης του Μεσοπολέμου θα έρθουν αρκετές μαύρες στιγμές της καριέρας του, όταν κατέστειλε βίαια μια κινητοποίηση βετεράνων του Α' Παγκοσμίου αλλά και πέρασε από στρατοδικείο-παρωδία έναν στρατηγό που καλούσε σε μεγαλύτερες εξοπλιστικές δαπάνες για λογαριασμό της αεροπορίας. Το 1935 αναλαμβάνει διοικητής δικού του επιτελείου και καλεί κοντά του τους συνταγματάρχες ακόμα Μάρσαλ και Αϊζενχάουερ, παρά τις κάκιστες σχέσεις που διατηρούσαν ήδη μεταξύ τους.

Το 1937 θα αναλάβει καθήκοντα αρχιστρατήγου των Φιλιππίνων με διαταγές να οργανώσει εκεί τακτικό στρατό, καθώς παρά την ανεξαρτησία της χώρας, παρέμενε σταθερά προσδεμένη στο άρμα των ΗΠΑ. Υπασπιστής του ήταν ο Αϊζενχάουερ. Την ίδια χρονιά θα έρθει στη ζωή ο μοναχογιός του Άρθουρ, καρπός του δεύτερου γάμου του με την Jean Faircloth (με την Cromwell χώρισαν το 1929), και θα εμπλακεί σε έναν κυκεώνα αποκαλύψεων της πρώτης του συζύγου ότι οι προαγωγές του ήταν αποτέλεσμα οικογενειακών σχέσεων.
Φανατικός αντικομμουνιστής, ο Μακάρθουρ θα γίνει ένας από τους πιο φλογερούς κήρυκες που προειδοποιούσαν για την «κόκκινη» απειλή τόσο τις ΗΠΑ όσο και τις άλλες δυτικές χώρες. Λέγεται ότι ο πρόεδρος Ρούσβελτ τον ξαπέστειλε στις Φιλιππίνες για να ησυχάσει από τις παραινέσεις του να αναλάβει δράση κατά των Σοβιετικών.

Περλ Χάρμπορ, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και Πόλεμος της Κορέας

Παροπλισμένος στις Φιλιππίνες και σχετικά ξεχασμένος πια, ο Μακάρθουρ επανήλθε τάχιστα στα καθήκοντά του με επείγουσα απόφαση του Υπουργείου Πολέμου τον Ιούλιο του 1941. Ως αντιστράτηγος πια, ανέλαβε τη διοίκηση των αμερικανικών δυνάμεων στην Άπω Ανατολή, έχοντας έδρα τις Φιλιππίνες. Ο Μακάρθουρ δεν πίστευε ότι η Ιαπωνία θα προέβαινε σε επίθεση κατά της Αμερικής, παρά τις προειδοποιήσεις των ανωτέρων του και ειδικά του Μάρσαλ, τον οποίο απεχθανόταν εξάλλου. Κι έτσι ακόμα και μετά την αιφνιδιαστική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, καθυστέρησε ώρες και ώρες να θέσει τις δυνάμεις του σε συναγερμό, συντελώντας έτσι κι αυτός με τη σειρά του στην ολέθρια καταστροφή που υπέστη ο αμερικανικός στόλος.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η ιαπωνική εισβολή στις Φιλιππίνες την ίδια χρονιά ανάγκασε τις αμερικανικές δυνάμεις του Μακάρθουρ να εγκαταλείψουν άρον άρον το νησί! Η προέλαση του εχθρού τον ώθησε να καταφύγει κατατροπωμένος τον Μάρτιο του 1942 στην Αυστραλία, όπου και θα προβεί στη μεγαλόστομη δήλωσή του: «Ξέφυγα και θα επιστρέψω».
Θα περνούσαν μάλιστα δύο χρόνια για να τηρήσει ο Μακάρθουρ την υπόσχεσή του: μέσα από μια καλά υπολογισμένη και σταδιακή αντεπίθεση κατά των ιαπωνικών δυνάμεων, με προοδευτική κατάληψη νησιών και οχυρών του εχθρού, πήρε κάποια στιγμή το πάνω χέρι στον Ειρηνικό.
Παρά το κακό ξεκίνημά του, απέδειξε την ηγετική του αξία συντονίζοντας υποδειγματικά (αν και όχι χωρίς λάθη και παράτολμες ενέργειες) στρατό ξηράς, ναυτικό και αεροπορία, μετρώντας μια σειρά από εμφατικές νίκες που τον έστεψαν «καίσαρα του αμερικανικού στρατού». Μέσα στους θριάμβους που σημείωνε πια σωρηδόν, ο Μακάρθουρ δεν έχανε ευκαιρία να καταφέρεται ανοιχτά κατά της πολιτειακής ηγεσίας, αλλά και της στρατιωτικής, ισχυριζόμενος αγέρωχα πως ήταν λάθος η επικέντρωση της αμερικανικής στρατηγικής στην Ευρώπη και όχι στον Νοτιοδυτικό Ειρηνικό.
Κι έτσι όταν τον Οκτώβριο του 1944 δήλωσε περιχαρής «επέστρεψα» και ο Ρούσβελτ τον διόρθωσε λέγοντας πως έπρεπε να πει «επιστρέψαμε», ο Μακάρθουρ έκανε πως δεν άκουσε! Για τον θρίαμβο του Ειρηνικού παρασημοφορήθηκε και πάλι και πήρε άλλη μια προαγωγή, ως στρατηγός πια του αμερικανικού στρατού (Δεκέμβριος του 1944), όντας τώρα στα 65 του χρόνια.
Στο τέλος του πολέμου, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν τον έχρισε ανώτατο διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων και ο ίδιος υποδέχθηκε την ιαπωνική επιτροπή πάνω στο θωρηκτό «Μιζούρι» στις 2 Σεπτεμβρίου 1945 για την παράδοση της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τα επόμενα έξι χρόνια (1945-1951) θα τα περάσει στο Τόκιο ως επικεφαλής των κατοχικών δυνάμεων, επιτηρώντας την εκ νέου ανοικοδόμηση της χώρας αλλά και τον πλήρη αφοπλισμό των ιαπωνικών οχυρών που πολεμούσαν ακόμα, παρά την παράδοση.
Όταν εισέβαλαν οι Βορειοκορεάτες στη Νότια Κορέα τον Ιούνιο του 1950, τα νεοϊδρυθέντα Ηνωμένα Έθνη τον έχρισαν επικεφαλής των ενωμένων δυνάμεών τους. Ο Μακάρθουρ, παρά την εκ νέου αργοπορημένη αντίδρασή του, θα αποδείξει για άλλη μια φορά τη στρατηγική του ευφυΐα αψηφώντας το εγκεκριμένο σχέδιο επίθεσης και κάνοντας τα δικά του! Η επίθεσή του τον Σεπτέμβριο ήταν αποτελεσματικότατη και έτρεψε τους εισβολείς σε φυγή. Ως αγύριστο κεφάλι όμως που ήταν, αγνόησε για άλλη μια φορά τις υποδείξεις για επικείμενη κινεζική επίθεση κι έτσι αιφνιδιάστηκε και πάλι τον Οκτώβριο από τη μεγάλης κλίμακας κινεζική αντεπίθεση, όταν αναγκάστηκε να αποσυρθεί κάτω από τη Σεούλ.
Τότε, στον απόηχο της ηχηρής του ήττας, ήταν που κάλεσε από τα Μέσα ολομέτωπη επίθεση στην Κίνα, παρά τις ρητές υποδείξεις του Τρούμαν να κρατήσει τις απόψεις για τον εαυτό του. Εξοργισμένος ο αμερικανός πρόεδρος από τα θρασύτατα καμώματα του στρατηγού του, τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον Απρίλιο του 1951.
Τελευταία χρόνια
. Επιστρέφοντας σε αμερικανικό έδαφος για πρώτη φορά από το 1937, ο Μακάρθουρ έγινε δεκτός με αλαλαγμούς ως εθνικός ήρωας. Ο λαϊκός ενθουσιασμός καταλάγιασε ωστόσο όταν εξεταστική επιτροπή της Γερουσίας τον κάλεσε να λογοδοτήσει για την εσπευσμένη απόλυσή του από το στράτευμα, διερευνώντας παράλληλα αν ήταν νόμιμη η απόταξή του. Ο Μακάρθουρ μπλέχτηκε στη δίνη του πολιτικού παιχνιδιού, αν και έδειξε για άλλη μια φορά τον αλαζονικό του χαρακτήρα λέγοντας χαρακτηριστικά: «Οι παλιοί στρατιώτες δεν πεθαίνουν ποτέ, απλά σιγοσβήνουν».
Οι Ρεπουμπλικανοί προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν το λαϊκό του έρεισμα προσπαθώντας να τον προωθήσουν για το προεδρικό χρίσμα του κόμματος τόσο το 1944, όσο και το 1948 και το 1952. Ο ίδιος περνούσε τώρα τον καιρό του στην Ουάσιγκτον, εκτοξεύοντας κατηγορίες κατά του Τρούμαν που άφηνε τον κομμουνισμό να εξαπλωθεί στην οικουμένη και προσπαθώντας να υπερασπιστεί τη δράση του στην Κορέα. Το 1952 συναντήθηκε επίσης με τον άσπονδο φίλο του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, που είχε μόλις εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ, και τον συμβούλευσε για τον ιδανικότερο στα μάτια του τρόπο να τελειώνει μια και καλή με τον πόλεμο στην Κορέα: μέσω εκτεταμένης χρήσης πυρηνικών! Ευτυχώς ο Αϊζενχάουερ απέρριψε το σχέδιό του.
Έπειτα από τη μικρή και αποτυχημένη εμπλοκή του στο πολιτικό σκηνικό, ο Μακάρθουρ μετακόμισε με τη σύζυγό του στη Νέα Υόρκη, όπου ανέλαβε καθήκοντα προέδρου στο διοικητικό συμβούλιο του κατασκευαστή γραφομηχανών Remington Rand. Τώρα μοίραζε τον χρόνο του μεταξύ των νέων του καθηκόντων αλλά και της συγγραφής των απομνημονευμάτων του, τα οποία θα εκδοθούν αργότερα σε βιβλίο αλλά και σταδιακά στο περιοδικό «Life».
Οι εμφανίσεις του στη δημόσια σφαίρα είναι τώρα σποραδικές, αν και οι επόμενοι πρόεδροι Τζον Κένεντι και Λίντον Τζόνσον θα σπεύσουν να τον συμβουλευτούν σε στρατιωτικά θέματα που ανέκυψαν κατά τις θητείες τους.
Κάποια στιγμή αποσύρθηκε εντελώς από τον δημόσιο βίο και ζούσε πια σαν ερημίτης σε γνωστό νεοϋορκέζικο ξενοδοχείο. Ο Ντάγκλας Μακάρθουρ άφησε την τελευταία του πνοή στην Ουάσιγκτον στις 5 Απριλίου 1964, σε ηλικία 84 ετών. Ενταφιάστηκε δημοσία δαπάνη ως ήρωας πολέμου.

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr

ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ FUJI TOMO KAZU

IΑΠΩΝΕΣ ΚΑΜΙΚΑΖΙ ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ. Από τον FUJI TOMO KAZU =Επικούρειο Πέπο.

Οι ιάπωνες καμικάζι

Ο πρόδρομος των «μαρτύρων του Ισλάμ»

Από τον Φοίβο Οικονομίδη
Μ.G. Sheftall
Καμικάζι Το επίφοβο όπλο της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας, 1944-1945
«Ιωλκός», 2008

Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου, ο Μ. Τζ. Σέφταλ, είναι συνεργάτης καθηγητής στη Σχολή Πληροφορικής του Πανεπιστημίου της Σιζουόκα στην Ιαπωνία, όπου διδάσκει Πολιτισμική Συγκριτική ΗΠΑ-Ιαπωνίας καθώς επίσης και Δημιουργική γραφή.
Είναι ακόμη μεταφραστής και δημοσιογράφος, ειδικευμένος σε θέματα Αεροπορίας και Στρατιωτικής Ιστορίας. Στις μέρες μας ζει στην πόλη Χαμαμάτσου της Ιαπωνίας.
Ο επιμελητής της έκδοσης δεν μας διευκρινίζει αν είναι Αμερικανός ή Καναδός ή Αυστραλός, πάντως θα πρέπει να είναι οπωσδήποτε Αγγλοσάξονας που εντρυφεί σε στρατιωτικά, πολεμικά θέματα και τον προσελκύει η μελέτη και διείσδυση στο ιαπωνικό μιλιταριστικό πνεύμα, παρόμοιο μ' εκείνο των ναζιστών του Χίτλερ και των φασιστών του Μουσολίνι, που οδήγησε στη συντριβή της Ιαπωνίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας, αντίστοιχα, στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τους καμικάζι επανέφεραν στην επικαιρότητα οι επιθέσεις αυτοκτονίας των «πιστών του Ισλάμ», που συντάραξαν τη Νέα Υόρκη και συνεχίζουν να συνταράσσουν το Ιράκ, το Αφγανιστάν ή την Παλαιστίνη και το Ισραήλ.
Αντίθετα απ' ό,τι ίσως πιστεύεται, οι καμικάζι δεν ήταν μια διαρκής ιαπωνική παράδοση, όπως δεν ήταν και οι «μάρτυρες του Ισλάμ». Το φαινόμενο αυτό υπήρξε αποτέλεσμα έκτακτων καταστάσεων και κυρίως του επερχόμενου κινδύνου κατάρρευσης και άμεσης κατάληψης της Ιαπωνίας από τους Αμερικανούς.
Οπως αναφέρει ο Σέφταλ, «το πνεύμα αυτοθυσίας» απέπνεε μια αίσθηση ένδοξου θανάτου που ταίριαζε στη νοοτροπία μεσήλικων αξιωματικών καριέρας που συναθροίζονταν γύρω από τραπέζια συνεδριάσεων και έπαιζαν με τις ζωές των στρατιωτών τους. Δεν υπήρχε ιστορικό προηγούμενο στην Ιαπωνία για οργανωμένες τακτικές «αυτοκτονίας», ωστόσο η ιδέα των καμικάζι έμοιαζε με κάτι που πιθανώς θα έκαναν οι πολεμιστές του παρελθόντος και μπορούσε να παρουσιαστεί με ανάλογο τρόπο. «Θα έπρεπε να επινοηθούν» από την κρατική εξουσία κάποιες πειστικές παραδόσεις, με νεφελώδεις απαρχές και με ιδιαίτερο τονισμό του συνήθους ιαπωνικού πολεμικού πνεύματος. Αν η ιδέα παρουσιαζόταν σωστά, το κοινό ίσως να τη δεχόταν (σ. 68).
Με το πέρασμα του χρόνου η Ιαπωνία κινδύνευε με συντριβή και ο ναύαρχος Τακιτζίρο Ονισι θεώρησε τη λύση των καμικάζι την έσχατη λύση για να προκληθούν σοβαρές καταστροφές στα αεροπλανοφόρα και τα αμερικανικά πολεμικά πλοία γενικότερα.
Το ειδικό αυτό σώμα, αποτελούμενο κατά κύριο λόγο από πιλότους της Πολεμικής Αεροπορίας, σχηματίστηκε τελικά και ο ναύαρχος Ονισι μίλησε προς τη 201 Σμηναρχία των καμικάζι με τα παρακάτω λόγια, μεταξύ άλλων: «Η Ιαπωνία βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο. Κάποιος πρέπει να τη σώσει, δεν θα το κάνουν όμως οι ναύαρχοι και οι στρατηγοί ή οι πολιτικοί, και πάντως όχι οι ανώτατοι αξιωματικοί όπως εγώ. Θα το κάνουν εξαίρετοι, δυνατοί, νέοι άνδρες, όπως εσείς. Εμένα, που στέκομαι ταπεινά μπροστά σας, να με βλέπετε ως την ενσάρκωση και των 100 εκατομμυρίων συμπατριωτών σας που ζητούν τη βοήθειά σας... Εχοντας αναλάβει αυτό το ιερό καθήκον, έχετε όλοι σας καταστεί νέοι θεοί, που δεν θα έχετε πλέον επίγειες επιθυμίες, εκτός από την απόλυτα φυσική επιθυμία να ξέρετε αν πετύχατε ή όχι στην εκτέλεση της αποστολής σας. Καθώς όλοι σας θα περάσετε στον μακρύ, όμορφο ύπνο, λυπάμαι, -αλλά δεν θα μπορείτε να το γνωρίζετε με βεβαιότητα και οπωσδήποτε δεν θα μπορούμε εμείς, οι ζωντανοί, να σας το πούμε» (σελ. 102).
Διαβάζοντας στις σελίδες του βιβλίου περιγραφές αεροπορικών επιθέσεων των πιλότων-καμικάζι που προσδένονταν στο αεροπλάνο τους και έπεφταν πάνω σε αμερικανικά πολεμικά πλοία στις μάχες στον Ειρηνικό ωκεανό, ήρθε συνειρμικά στη μνήμη μας η τραγωδία των πύργων της Νέας Υόρκης την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, τότε που επιβατικά αεροπλάνα λειτούργησαν σαν πύραυλοι που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των Νεοϋρκέζων.
Πρόκειται για ένα παράξενο βιβλίο που κινείται σε διαφορετικά επίπεδα. Από τη μια πλευρά προσφέρει ιστορικά στοιχεία, από την άλλη προσεγγίζει τη λογοτεχνία προσπαθώντας ν' αναπαραστήσει κάποιες χρονικές στιγμές της περιόδου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ιαπωνία, πολεμικά, κοινωνικά ή ανθρώπινα στιγμιότυπα.
Παράλληλα ο συγγραφέας δίνει κάποιες εικόνες της σύγχρονης Ιαπωνίας περιγράφοντας τις συναντήσεις του από το 2002 και μετά με ανθρώπους των οποίων η μαρτυρία είχε αξία για τη συγγραφή του βιβλίου του.
Επειδή οι πιλότοι-καμικάζι που επιτέθηκαν σε πολεμικά πλοία, πέθαναν ακαριαία, δεν ήταν φυσικά δυνατόν να περιγράψουν και να καταθέσουν τη μοναδική εμπειρία τους.
Ο συγγραφέας εντόπισε πιλότους-καμικάζι που δεν χρησιμοποιήθηκαν την τελευταία στιγμή, κι έτσι παρέμειναν ζωντανοί, είτε στενά συγγενικά πρόσωπα καμικάζι που βρίσκονται εν ζωή.
Τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Από τους επιζώντες μάρτυρες μιας εποχής άλλοι θέλουν να ξεχάσουν αυτό το στρατοκρατικό παρελθόν των μάταιων θυσιών, που δεν απέτρεψαν τελικά τη συντριβή της Ιαπωνίας, άλλοι, γέροντες βετεράνοι του πολέμου, νοσταλγούν το παρελθόν, χωρίς όμως να εισακούονται από τη νεολαία, γεγονός που τους απογοητεύει.
Ο πρώην πιλότος της Αεροπορίας του ιαπωνικού Ναυτικού Χιντέο Σουζούκι έγραψε ένα ποίημα γεμάτο νόημα που προτάσσεται του βιβλίου:
«Μια μητέρα, τουλάχιστον όταν εμφανιζόταν δημοσίως, ήταν υποχρεωμένη να δείχνει ευτυχισμένη και ευγνώμων προς τον Αυτοκράτορα και τη χώρα της, που χάρισαν στον γιο της έναν τόσο ωραίο θάνατο».
Το αντιπολεμικό ιαπωνικό πνεύμα εκφράστηκε καταπληκτικά και στον κινηματογράφο, αν θυμηθούμε και την περίφημη ταινία του Ακίρο Κουροσάβα «Τα όνειρα».
Μια σύζυγος ενός καμικάζι, η κυρία Σιγκέκο, θυμόταν τη μέρα που έμαθε ότι η Ιαπωνία ηττήθηκε. Τα πόδια της λύγισαν «καθώς αφομοίωνε τον αντίκτυπο και τη βαρύτητα της πληροφορίας». Η προπαγάνδα του ιαπωνικού ιμπεριαλισμού, που αποδείχτηκε σκληρός στη συμπεριφορά του προς τις χώρες που κατέλαβε, είχαν δημιουργήσει την πεποίθησή στους πολίτες της χώρας ότι η Ιαπωνία δεν μπορεί να χάσει. Και εκείνη τη μαύρη μέρα η Σιγκέκο σκέφτηκε: «Γιατί δεν είχε φυσήξει ο θεϊκός άνεμος; Πώς μπορεί να νίκησαν οι Αμερικανοί τη στιγμή που οι πιλότοι αυτοκτονίας είχαν κάνει τόσο μεγαλειώδεις θυσίες;». Ανάμεσα τους ήταν και ο άνδρας της. Αλλά με τον καιρό κατάλαβε ότι δεν ήταν τα πράγματα έτσι όπως τα είχαν περιγράψει οι ιάπωνες ιθύνοντες. Και η Σιγκέκο κατέληξε λέγοντας ότι «η ζωή είναι πολύ μικρή για να την περνάς δυστυχισμένος» (σ.σ. 446-451). Αντιθέτως ο πρώην πιλότος Ιβάο Φουκαγκάουα πιστεύει ότι δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστεί η θυσία των συναδέλφων του.
Ο συγγραφέας φαίνεται να συμμερίζεται τις απόψεις του Φουκαγκάουα γράφοντας ότι «οι θυσίες της πολεμικής γενιάς της Ιαπωνίας θα αποδειχτούν ολότελα μάταιες μόνον αν οι Γιαπωνέζοι -και ο υπόλοιπος κόσμος- επιλέξουν να τις ξεχάσουν» (σ. 571).
Βέβαια εξαρτάται και πώς θα τη θυμούνται αυτή τη θυσία: σαν μια ηρωική πατριωτική πράξη ή σαν μια ανώφελη θυσία που στόχευε στη διατήρηση της ιμπεριαλιστικής στρατοκρατικής ιαπωνικής εξουσίας;
Το βιβλίο του Σέφταλ, που πλαισιώνεται από μια πλούσια εικονογράφηση, επιχειρεί να προσεγγίσει την ψυχοσύνθεση ενός λαού στο χτες και στο σήμερα. Και όσο παράξενο κι αν φαίνεται, οι Ιάπωνες μοιάζουν τόσο μακρινοί, αλλά και τόσο κοντινοί, άμα τους πλησιάσεις, με τους άλλους ανθρώπους. 

ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ FUJI TOMO KAZU

11/03/2011 ΜΙΑ ΤΡΑΓΙΚΗ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΦΟΥΚΟΣΙΜΑ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ Από τον FUJI TOMO KAZU = Επικούρειο Πέπο.

Η ιαπωνική κουζίνα... πέρα από το sushi

Ξεχάστε για λίγο την απόλαυση των φρέσκων sushi και περιπλανηθείτε σε άλλες γευστικές προτιμήσεις των Ιαπώνων…

Μπορεί η αυθόρμητη απάντηση στην ερώτηση «Τι τρώνε στην Ιαπωνία;» να είναι «sushi», αυτό όμως, είναι μόνο η κορυφή από το «παγόβουνο» της ιαπωνικής κουζίνας. Και η αλήθεια είναι ότι η τοπική κουζίνα έχει να επιδείξει πολλές νoστιμιές, που δεν περιλαμβάνουν... ωμό ψάρι. Ας τις γνωρίσουμε.
Yakitori
Οι izakaya στην Ιαπωνία –γιαπωνέζικο είδος pub- είναι μέρος κοινωνικοποίησης για τους Ιάπωνες, καθώς εκεί οι ντόποιοι συναντούν τους φίλους τους μετά τη δουλειά. Το πιο συνηθισμένο φαγητό στις izakaya είναι το yakitori. Πρόκειται για μικρά σουβλάκια από κρέας βουτηγμένα σε μια ιδιαίτερη bbq sauce και ψημένα ιδανικά στα κάρβουνα. Δοκιμάστε όλα τα είδη, από μοσχάρι και χοιρινό, μέχρι καρδιά κοτόπουλου και συκώτι. Το horumon (εντόσθια) είναι ίσως το πιο σημαντικό συστατικό των yakitori. Εκείνοι με που έχουν πιο συντηρητικές προτιμήσεις, μπορούν να δοκιμάσουν σουβλάκια με κοτόπουλο και φρέσκα κρεμμυδάκια ή gyuu rosu με κομμάτια μοσχαριού.
Curry Rice
Το curry rice είναι για πολλούς το εθνικό φαγητό της Ιαπωνίας. Μπορεί να μην είναι παραδοσιακή ιαπωνική συνταγή –το curry έφτασε στην Ιαπωνία από Ινδούς εμπόρους την εποχή Meiji (1868-1912)- αλλά στις επόμενες δεκαετίες, ενσωματώθηκε πλήρως στις ιαπωνικές γεύσεις και έγινε η πεμπτουσία των αγαπημένων τροφών των Ιαπώνων. Πιο αρωματικό και αρκετά πιο γλυκό σε σχέση με το ινδικό curry, το ιαπωνικό ρύζι με curry (curry rice) συνδυάζει γιαπωνέζικα λαχανικά, κρέας ή θαλασσινά και φυσικά, μπορεί να γίνει όσο πικάντικο επιθυμεί ο καταναλωτής.

Yakiniku
Το yakiniku είναι ένα κορεάτικου στιλ barbecue που υιοθέτησαν και οι Ιάπωνες και είναι εξαιρετικά δημοφιλές στη χώρα. Yakiniku για την ακρίβεια, σημαίνει «ψητό κρέας» στα ιαπωνικά. Μέρος της παρουσίασης του yakiniku είναι η τσίκνα και η φωτιά, καθώς κάθε συνδαιτυμόνας ψήνει μόνος του το κρέας του σε μια mini ψηστιέρα που έχει τοποθετηθεί στο κέντρο του τραπεζιού. Ψητά λαχανικά, χοιρινό, μοσχάρι, κοτόπουλο, θαλασσινά και ψάρια ή πιο εξεζητημένες γεύσεις, όπως εντόσθια, μοσχαρίσια γλώσσα, καρδιά κοτόπουλου, συκώτι και άλλα έχουν τη δική τους θέση στο bbq αυτό. Ό,τι κι αν επιλέξεις το yakiniku είναι υπέροχο!
Onigiri 

Ξεχάστε τα sandwich που ξέρατε. Τα onigiri είναι το απόλυτο fast food. Είναι μπάλες από ρύζι, συχνά γεμισμένες με άλλα υλικά όπως τόνο, σολομό, αυγά σολομού, προτού τυλιχτούν σε φύκι. Στα izakaya (bbq) μπορείτε να ψήσετε και onigiri αν θέλετε, να τα βουτήξετε σε σάλτσα σόγιας και να τα απολαύσετε τραγανά. Πολλοί προτιμούν τα onigiri σαν μεσημεριανό για τη δουλειά, ενώ πλανόδιοι τα πωλούν σε ειδική συσκευασία που διαχωρίζει τις ρυζόμπαλες από τα φύκια για να παραμένουν φρέσκα.
Nabe Θα έχετε διαπιστώσει ότι τα περισσότερα ιαπωνικά εστιατόρια εκτός Ιαπωνίας, προτιμούν στα μενού τους τη σούπα miso (σούπα με σόγια, φύκια και tofu). Αν θέλετε όμως, να απολαύσετε πραγματικά νόστιμη σούπα, το nabe είναι η ιδανική επιλογή. Το nabe είναι το καλύτερο χειμωνιάτικο πιάτο. Βάλτε στη φωτιά μια μεγάλη κατσαρόλα και προσθέστε κρέας, λαχανικά και θαλασσινά και αφήστε τα να σιγοβράσουν μέχρι να μαγειρευτούν. Στη συνέχεια, χωρίστε σε ατομικές μερίδες και όταν φάτε σχεδόν όλη τη σούπα, προσθέστε μερικά noodles στο υπόλοιπο ζουμί για να ρουφήξουν τη σούπα που περίσσεψε και να μην αφήσετε να πάει χαμένη ούτε μια σταγόνα από το πιάτο.
Nagashi SomenΈνας τρόπος για να παραμείνεις χαλαρός κατά τη διάρκεια του ζεστού ιαπωνικού καλοκαιριού είναι τα soumen –κρύα soba noodles. Με διαφορά, ο καλύτερος τρόπος για να τα απολαύσετε είναι με το τελετουργικό nagashi soumen. Σε αυτό, τα soumen noodles περνούν μέσα από μπαμπουδένιους σωλήνες κομμένους στα δύο με τη βοήθεια κρύου νερού που κυλά. Εσείς αρκεί να σταθείτε με το πιάτο σας κοντά στον σωλήνα και να σερβίρετε τα noodles στο πιάτο σας, αφού πρώτα τα βουτήξετε σε γλυκόξινη σάλτσα. Αν μη τι άλλο, είναι πολύ διασκεδαστικό.
Nikujaga 

Το nikujyaga είναι ένα κλασικό σπιτικό γιαπωνέζικο πιάτο που μοιάζει με στιφάδο, γεμάτο με πρωτεΐνη και υδατάνθρακες. Λεπτοκομμένα κομμάτια από μοσχάρι βράζονται στην κατσαρόλα μαζί με πατάτες, καρότα, κομμάτια ψαριού και sake και σερβίρεται πάνω από ρύζι. Είναι ένα παραδοσιακό πιάτο που μπορείτε να βρείτε στα οικογενειακά γιαπωνέζικα τραπέζια ή στα τάπερ της δουλειάς, καθώς είναι εξίσου νόστιμο, κρύο και ζεστό.
Okonomiyaki
Χωρίς αναφορά στην κουζίνα της Οsaka, η λίστα δεν θα ήταν ολοκληρωμένη. H κουζίνα της Osaka –γνωστή και ως «η κουζίνα του έθνους»- είναι γνωστή ως γαστρονομικός παράδεισος. Το οkonomiyaki σημαίνει «ψημένο όπως θέλεις» στα γιαπωνέζικα. Είναι κάτι ανάμεσα σε ομελέτα και pancake. Περιέχει αυγά, βούτυρο, αλεύρι, λάχανο και οποιαδήποτε κρέας ή λαχανικό θέλετε. Αφού ψηθεί, το okonomiyaki συνήθως σερβίρεται με bbq sauce, φύκια, τσιπς γαρίδας ή μαγιονέζα.
Takoyaki 

Ένας ακόμα γευστικός πειρασμός της Osaka είναι το takoyaki, το πιο γνωστό street food της πόλης. Τα takoyaki είναι τηγανίτες σε σχήμα μπάλας, τραγανές απέξω και κρεμώδεις μέσα, με γέμιση από χταπόδι. Σερβίρονται με φύκια, τσιπς ψαριών, bbq sauce, κρεμμυδάκια και μαγιονέζα. Τσιμπήστε τα με μια οδοντογλυφίδα και φάτε τα με προσοχή: τα takoyaki σερβίρονται εξαιρετικά καυτά.
Tonkatsu 

Οι τηγανητές χοιρινές κοτολέτες είναι από τις καλύτερες νοστιμιές της Ιαπωνίας και μοιάζουν πολύ με το γνωστό μας σνίτσελ. Οι κοτολέτες tonkatsu είναι τηγανητό παναρισμένο χοιρινό, πολύ ζουμερό, που σερβίρεται σε λευκό ρύζι, πολλές φορές μαζί με πίκλες, ραπανάκι ή σάλτσα δαμάσκηνου. Τα tonkatsu είναι επίσης πολύ συνηθισμένο συνοδευτικό για το curry rice. 

ANIXNEYTHS FUJI TOMO KAZU

Η ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΩΝ (ΙΑΠΩΝΙΑ)

Στη Χώρα των Χρυσανθέμων

Η ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ
Tου BAΣIΛH XAPΩNITH

Ο Έλληνας και γενικά ο δυτικός άνθρωπος, άμα βρεθεί στην Ιαπωνία πρέπει να λησμονήσει εντελώς τις διατροφικές του συνήθειες. Στα σύγχρονα εστιατόρια, θα βρει, βέβαια, ό,τι επιθυμήσει, μα αν θελήσει να γνωρίσει την παλιά ιαπωνική κουζίνα, ασφαλώς θα εκπλαγεί.
Στα παραδοσιακά σπίτια και τα αντίστοιχα εστιατόρια, δεν υπάρχουν πηρουνοκούταλα και μαχαίρια, ούτε και πιάτα απ' αυτά που εμείς χρησιμοποιούμε. Τα αναπληρώνουν, με ικανοποιητικό τρόπο, δύο ξυλάκια, τα Χάσι και αρκετά μπολ, συνήθως πορσελάνινα, περίτεχνα και σε διαφορετικά μεγέθη. Δεν τρώνε ψωμί. Τη θέση του έχει πάρει το ρύζι. Το κρέας και οι πατάτες απουσιάζουν από το τραπέζι ή παρουσιάζονται ελάχιστα. Τρώγονται όμως οι γλυκοπατάτες, όπως και τα λαχανικά, αλλά δεν τα μαγειρεύουν όπως εμείς. Εκεί χρησιμοποιούνται διαφορετικά, σαν συμπλήρωμα ή σαν στολίδι και γι' αυτό στα ανάλογα καταστήματα πουλιούνται συσκευασμένα σε πολύ μικρές ποσότητες μέσα σε νάιλον (2 φασόλια, 3 μπάμιες, 1 πιπεριά, 1 ντοματάκι κλπ). Τρώνε επίσης πολλά μανιτάρια και κρεμμύδια.
Όσον αφορά το κρέας, τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα καταναλώνεται με αποτέλεσμα το ύψος των νέων ατόμων να έχει αυξηθεί. Έμαθα ότι εκτρέφουν μοσχάρια με ιδιαίτερη φροντίδα: τους κάνουν καθημερινά μασάζ, τα ποτίζουν μπύρα και τους έχουν συνέχεια ν' ακούν μουσική. Το κρέας τους είναι εξαιρετικά μαλακό και, φυσικά, πανάκριβο.
Δεν χρησιμοποιούν καρέκλες. Κάθονται χάμω, επάνω σε μαξιλάρια, γύρω από ένα χαμηλό τραπέζι. Σε μερικά εστιατόρια είδαμε ένα άνοιγμα, σαν πηγαδάκι, κάτω από το χαμηλό τραπέζι, για τα πόδια. Ήταν πολύ αναπαυτικό. 

Στο παραδοσιακό εστιατόριο, μόλις καθίσει ο πελάτης του φέρνουν μια λευκή, καυτή, βρεμένη πετσέτα, μέσα σε νάιλον, για να σκουπίσει τα χέρια του. Του φέρνουν επίσης ένα φλυτζάνι γιαπωνέζικο τσάι. Είναι πράσινο, άγλυκο, αλλά πολύ αγαπητό. Ακολουθούν σούπες με ή χωρίς φύκια, πίκλες, ψαρικά, λαχανικά, σάλτσες, σαλάτες. Ολα αυτά σε διαφορετικά μπολ. Και φυσικά, ρύζι. Το ρύζι βράζεται με διαφορετικό τρόπο, γίνεται πιο σφικτό από το δικό μας πιλάφι και πιάνεται εύκολα με τα Χάσι. Καμιά φορά ανακατεύεται με γαρίδες ή άλλα ψαρικά ή τυλίγεται με φύκια (όπως οι δικοί μας ντολμάδες) με ανοιχτές τις δύο άκρες. Αυτό λέγεται σούσι.
Σε κάποια εστιατόρια φέρνουν σύνεργα μαγειρικής (γκαζάκια, τηγανάκια) κι ο πελάτης ψήνει το φαγητό που έχει παραγγείλει.
Οι γιαπωνέζοι τρώνε πολλά φύκια, όπως και πολλά ωμά ψάρια. Τα ψάρια είναι κομμένα σε λεπτές φέτες, τα βουτούν στις ειδικές σάλτσες και είναι αρκετά νόστιμα. Τα λένε σασίμι.
Βούτυρα δεν χρησιμοποιούν. Ούτε γαλακτερά. Ολα τους τα φαγητά είναι ελαφρά.
Η γιαπωνέζικη κουζίνα δεν θέλει πολύ λάδι. Μόνο στις σαλάτες και σε κάποια τηγανητά που είναι μείγμα από ψαρικά, λαχανικά, μανιτάρια κλπ και τα λένε τεμπούρα μπορούν να βάλουν λίγο. Τώρα χρησιμοποιούν σπορέλαια ή ιταλικό λάδι. Με κατάλληλη διαφήμιση θα μπορούσε να προωθηθεί και το ελληνικό. Είναι πολλά εκατομμύρια άνθρωποι....
Η σόγια χρησιμοποιείται πολύ και σε πολλές μορφές (σκόνη για σούπες, λάδια για τα τεμπούρα ή τις σαλάτες, κύβους για τις σάλτσες).
Τα χάσι τα χειρίζονται με μεγάλη ευχέρεια. Τρώνε πολύ και γρήγορα. Στις σούπες, το υγρό, τι πιο φυσικό πίνεται.
Οπως πληροφορήθηκα, η πρώτη δουλειά της γιαπωνέζας νοικοκυράς, μόλις σηκωθεί το πρωί, είναι να ετοιμάσει μια μεγάλη ποσότητα ρύζι καθώς και αρκετό τσάι. Το ρύζι θα αποτελέσει τη βάση της διατροφής της οικογένειάς της για όλη τη μέρα. Το διατηρούν ζεστό και το χρησιμοποιούν και το πρωί και το μεσημέρι και το βράδυ.
Ενα φλυτζάνι τσάι κι ένα μπολ ρύζι, είναι καλό πρωινό.

Για μεσημεριανό ένα μπολ σκέτο ρύζι ή σούσι, καθώς και κάποια σούπα με μακαρονοειδή, καλύπτουν ικανοποιητικά τις θρεπτικές ανάγκες. Κατά τις 7 τρώνε το βραδινό. Είναι το πιο φροντισμένο και συνήθως το πιο πλούσιο φαγητό τους. Εκτός από τα παραπάνω, μπορεί να συνοδεύεται και με λαχανικά, σαλάτα ή φρούτα. Στις σούπες χρησιμοποιούν αρκετά αβγά.
Με τέτοια διατροφή φυσικό είναι να μη συναντά κανείς αρκετά παχείς ανθρώπους. Επίσης, εξ αιτίας των πολλών ψαριών, τα μαλλιά τους είναι συνέχεια μαύρα.
Βλέποντας το μεγάλο αριθμό των μπολ αναρωτήθηκα πόσο θα κοπίαζε η γιαπωνέζα νοικοκυρά και το ρώτησα. Μου είπαν απλά: Έτσι γίνεται!
Η εμφάνιση του φαγητού είναι πρωταρχικής σημασίας. Οι Γιαπωνέζοι φροντίζουν πάρα πολύ να ευχαριστήσουν και το μάτι τους. Η τακτοποίηση των φαγητών στον δίσκο, το στρώσιμο γενικά του τραπεζιού είναι αδύνατο να περιγραφεί. Ωρα μπορείς να το θαυμάζεις και να μην τολμάς να το χαλάσεις τρώγοντάς το. (Σ' ένα τηγανητό μπορεί να δεις ένα φύλλο χρυσάνθεμου. Μια ρόγα σταφύλι μπορεί να έχει μετατραπεί σε λουλούδι κλπ).
Φυσικά και η μεγάλη ποικιλία, καθώς και η ιδιαίτερη τακτοποίηση δεν μπορεί να γίνεται καθημερινά από σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους. Γίνεται στις επίσημες ημέρες και στα καλά εστιατόρια.
Ποτό για τους Γιαπωνέζους είναι το σακέ. Παρασκευάζεται από ρύζι και πίνεται σε μικρά ποτηράκια όπως και η δική μας τσικουδιά και είναι άλλο σακέ για τους άνδρες και άλλο (ελαφρύτερο σαν λικέρ) για τις γυναίκες.
Μετά το φαγητό, πίνεται και πάλι τσάι και η τελετουργία του φαγητού παίρνει τέλος.. 
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ FUJI TOMO KAZU