Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

3.4.17

Ludwig Van Beethoven: Η ζωή και το έργο του. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο. Ακούστε το ''EMPEROR''

Πρόκειται για έναν από τους γνωστότερους και σημαντικότερους συνθέτες στην παγκόσμια ιστορία της μουσικής, το έργο του οποίου αποτέλεσε τομή για την κλασική μουσική παράδοση και ταυτόχρονα σηματοδότησε την απαρχή της ρομαντικής περιόδου. Παρότι η συμβολή του στην πορεία της μουσικής ανά τους αιώνες δεν υπήρξε διόλου μονόπλευρη ή εξειδικευμένη σε ορισμένο μουσικό είδος (αφού οι καταγεγραμμένες συνθέσεις του υπερβαίνουν σε αριθμό τις εκατόν τριάντα και περιλαμβάνουν κοντσέρτα, σονάτες, κουαρτέτα, κουιντέτα, όπερα, λειτουργίες, σερενάτες κ.ο.κ.) το όνομα του Μπετόβεν συνδέθηκε άρρηκτα με τις εννέα διάσημες συμφωνίες του, εξαιτίας των οποίων έχει χαρακτηριστεί ως «ο μεγαλύτερος συμφωνικός συνθέτης».
Η ζωή του δεν υπήρξε εύκολη, παρά τη μεγάλη επαγγελματική του επιτυχία και αναγνώρισή του ως μουσική ιδιοφυΐα, ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Γεννήθηκε το 1770 μ.Χ. στη Βόννη, από φτωχούς γονείς που κατάγονταν από το Βέλγιο και είχε άλλα έξι αδέλφια, εκ των οποίων επιβίωσαν μόνο τα δύο. Η μητέρα του (Κατερίνα Κέρβεριχ) εργαζόταν ως υπηρέτρια και ήταν άνθρωπος πράος και καλόκαρδος, ενώ ο πατέρας του (Γιόχαν Μπετόβεν), ο οποίος ήταν επίσης μουσικός και εργαζόταν ως τενόρος στην Αυλή της Βόνης, αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού.
Το ταλέντο του νέου Μπετόβεν έγινε φανερό σε πολύ πρώιμη παιδική ηλικία και ο πατέρας του, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα μουσικού διδασκάλου προσδοκώντας να τον παρουσιάσει στο κοινό ως παιδί-θαύμα, τον υποχρέωνε να μελετά νυχθημερόν, προκειμένου να προετοιμαστεί για την πρώτη του δημόσια ερμηνεία. Πράγματι, το 1778, σε ηλικία μικρότερη των οκτώ ετών, ο Μπετόβεν έδωσε την πρώτη του δημόσια συναυλία στην Κολωνία, για τις ανάγκες προώθησης της οποίας ο πατέρας του είχε διαδώσει σε όλους ότι ήταν μόλις έξι χρονών. Το γεγονός αυτό του δημιούργησε εσφαλμένη εντύπωση της ηλικίας του, η οποία τον ακολούθησε για σημαντικό χρονικό διάστημα της ζωής του.
Οι περιορισμένες μουσικές γνώσεις του πατέρα του κατέστησαν σύντομα επιτακτική την ανάγκη εύρεσης περισσότερο καταρτισμένων μουσικών διδασκάλων. Έτσι, σε ηλικία δέκα ετών ανέλαβε τη μουσική του παιδεία ο επαγγελματίας παίκτης οργάνου της Αυλής, Κρίστιαν Νεέφε, ο οποίος αντιλήφθηκε πόσο ιδιαίτερο και σπάνιο ήταν το ταλέντο του μαθητή του. Κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του και τον αποδέσμευσε από την αυστηρή και καταπιεστική μελέτη, στην οποία τον υποχρέωνε ο πατέρας του. Παράλληλα, πέραν της διδαχής του οργάνου και των βασικών αρχών της σύνθεσης, ο Νεέφε συνετέλεσε και στην ευρύτερη μόρφωσή του, μυώντας τον στα έργα των μεγάλων φιλοσόφων (αρχαίων αλλά και σύγχρονών του).
Το 1782 μ.Χ. και σε ηλικία σχεδόν δώδεκα ετών, ο Μπετόβεν δημοσίευσε το πρώτο του έργο με τίτλο «9 παραλλαγές στην ντο μείζονα σε ένα εμβατήριο του Earnst Christoph Dressler (WoO 63)». Tο 1784 μ.Χ., κατόπιν συστάσεων του δασκάλου του, ο Μπετόβεν ανέλαβε καθήκοντα οργανίστα στην Αυλή του πρίγκιπα Μαξιμιλιανού Φραγκίσκου, νεότερου γιου της Μαρίας Θηρεσίας και Δούκα της Κολωνίας. Η θέση αυτή, την οποία κατέλαβε σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών, πέρα από το ότι συνετέλεσε στην ευρύτερη διάδοση του ταλέντου του και στη δημοσιοποίηση των ικανοτήτων του, του έδωσε επίσης την ευκαιρία να διευρύνει τον κοινωνικό του κύκλο, κάνοντας γνωριμίες και ιδρύοντας φιλίες, οι οποίες έμελλε να τον ακολουθήσουν σε όλη τη μετέπειτα ζωή του. Την ίδια εποχή ο Μπετόβεν άρχισε να εκτελεί πατρικά χρέη αναφορικά με την οικογένειά του, αναλαμβάνοντας τόσο την οικονομική υποστήριξη των συγγενών του (αφού ο πατέρας του -εξαιτίας του αλκοολισμού- δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει αποτελεσματικά τα καθήκοντά του ως μουσικού στην Αυλή), όσο και τη γενικότερη φροντίδα των δύο μικρότερων αδελφών του, για τους οποίους ένιωθε υπεύθυνος, συναίσθημα το οποίο διατηρήθηκε καθ’ όλη του τη ζωή, μερικές φορές μάλιστα σε σημείο υπερβολής.
Το 1787 μ.Χ. ο πρίγκιπας Μαξιμιλιανός Φραγκίσκος, ο οποίος πίστευε στο ταλέντο του νεαρού μουσικού, τον έστειλε στη Βιέννη, που ήταν η πολιτιστική και μουσική πρωτεύουσα της εποχής, για να μαθητεύσει κοντά στον Μότσαρτ. Οι ελάχιστες και αμφίβολης γνησιότητας πηγές που υπάρχουν αναφορικά με την πρώτη συνάντηση των δύο αυτών σπουδαίων μουσικών μορφών, αποδίδουν στον Μότσαρτ ενθουσιώδεις φράσεις αναγνώρισης του μουσικού ταλέντου του νεαρού Μπετόβεν. Ωστόσο, η μαθητεία αυτή διήρκεσε μόλις δεκατέσσερις ημέρες, διακοπτόμενη από την αιφνίδια είδηση της βαριάς ασθένειας της μητέρας του, λόγω της οποίας ο Μπετόβεν μετέβη άμεσα στη Βόννη.
Η Κατερίνα Κέρβεριχ υπέκυψε στην ασθένειά της στις 17-7-1787. Η απώλεια του μόνου ανθρώπου του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος, με τον οποίο είχε αναπτύξει πολύ στενό δεσμό αγάπης, εκτίμησης και αφοσίωσης, του άφησε ένα μεγάλο συναισθηματικό κενό, κρατώντας τον για μερικά χρόνια εκτός της πολιτιστικής επικαιρότητας. Μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια και μετά από νέα επιχορήγηση του πρίγκιπα Μαξιμιλιανού Φραγκίσκου, αλλά και του κόμη Βάλντσταϊν, φίλου και προστάτη του, ο Μπετόβεν επέστρεψε στη Βιέννη το 1792 μ.Χ. για να συνεχίσει τις σπουδές του και να μαθητεύσει αυτή φορά κοντά στον Χάυντν. Αργότερα συνέχισε την εκπαίδευσή του με τους Άλμπρεχτσμπέργκερ και Σαλιέρι. Έκτοτε δεν επέστρεψε ποτέ στη γενέτειρά του.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της διαμονής του στη Βιέννη, ο Μπετόβεν –με τη βοήθεια του ηχηρού ονόματος των χρηματοδοτών του- ανέπτυξε κοινωνικές σχέσεις με τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις της πόλης, οι οποίες τον δέχτηκαν στους κόλπους τους. Παρά τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις του και τον ιδιόρρυθμο και κυκλοθυμικό χαρακτήρα του, που τον ωθούσε σε συχνές αψιθυμίες και συγκρούσεις με διαφορετικό κάθε φορά αριστοκράτη, για τις οποίες επανόρθωνε σχεδόν άμεσα (πολλές φορές και με αφιερώσεις έργων του), οι φιλόμουσοι των ευγενών τάξεων έγιναν σταδιακά οι μεγαλύτεροι και πιστότεροι υποστηρικτές του και τον αναγνώριζαν ως μεγάλο πιανίστα, ταλαντούχο βιρτουόζο και αυτοσχεδιαστή, συγχωρώντας την απρόβλεπτη και υπερβολική συμπεριφορά του.
Το 1794 μ.Χ. συνέθεσε το έργο του «Opus 1, Trios for Piano» και το1795 μ.Χ. ο Μπετόβεν έκανε την πρώτη του δημόσια ερμηνεία στη Βιέννη, στο Burgtheater, στο πλαίσιο μίας εκδήλωσης όπου ο κάθε μουσικός παρουσίαζε τις προσωπικές του συνθέσεις. Ακολούθησε μία περιοδεία, η οποία περιέλαβε κοντσέρτα στην Πράγα, στη Δρέσδη, στο Βερολίνο και στη Βουδαπέστη και το 1799 μ.Χ συνέθεσε την «Απασιονάτα» (μτφ: Παθητική Σονάτα), την οποία εμπνεύστηκε από τον έρωτά του για την αριστοκράτισσα Τερέζα Φον Μπρούνσβικ.
Το 1800 μ.Χ. έδωσε άλλη μία συναυλία στη Βιέννη, στην οποία μάλιστα παρουσίασε στο κοινό την πρώτη Συμφωνία. Το κοινό της εποχής τη βρήκε πολύ παράξενη στο άκουσμα, παρότι οι σημερινοί ακροατές την χαρακτηρίζουν ως την πιο κλασική του συμφωνία, με φανερές τις επιρροές του από το Μότσαρτ και το Χάυντν. Την ίδια χρονιά συνέθεσε το «Σεπτέτο» και μερικούς μήνες αργότερα τη «Σονάτα της Άνοιξης». Ακολούθησε η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως», την οποία αφιέρωσε στην αγαπημένη του Τζουλιέτα Γκουιτσιάρντι, η οποία όμως τον εγκατέλειψε το 1802, βυθίζοντάς τον σε βαθιά θλίψη.
Παράλληλα, από το 1794 μ.Χ. είχε αρχίσει να εμφανίζεται κάποιο πρόβλημα στην ακοή του, το οποίο σταδιακά επιδεινώθηκε, σε σημείο να του δημιουργήσει σοβαρή βαρηκοΐα περί το 1801 μ.Χ. (σε ηλικία μόλις 31 ετών). Τότε εξομολογήθηκε στους φίλους του από τη Βόννη, ότι κάποια στιγμή στο μέλλον θα έχανε τελείως την ακοή του. Τον επόμενο χρόνο μάλιστα έγραψε ένα κείμενο, το οποίο είναι γνωστό ως «διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ», το οποίο απευθυνόταν στους αδελφούς του. Στο κείμενο αυτό εξέφραζε τη φρίκη που ένιωθε για την αδικία και την ειρωνεία που του επιφύλασσε η ζωή, υποχρεώνοντας ένα μουσικό να ζήσει τη ζωή του κουφός, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι το μόνο που τον συγκράτησε από την αυτοκτονία ήταν η Τέχνη και η σκέψη ότι δεν μπορούσε να φύγει από τη ζωή πριν διεκπεραιώσει το καθήκον του απέναντί Της.
Ο Μπετόβεν όχι μόνο δεν αυτοκτόνησε, αλλά άντλησε δύναμη από το ταλέντο του και επικεντρώθηκε στην προσπάθειά του να συνθέσει σε σύντομο χρονικό διάστημα όσο περισσότερα έργα μπορούσε, προκειμένου να προλάβει και να νικήσει τη συνεχώς επιδεινούμενη βαρηκοΐα του. Στο διάστημα αυτό δίδασκε περισσότερους μαθητές και μαθήτριες, τους οποίους έβρισκε ελπιδοφόρους ή και ελκυστικούς, επεκτείνοντας έτι περαιτέρω τους κοινωνικούς του δεσμούς με την άρχουσα τάξη. Αναπόφευκτα, ερωτεύτηκε περισσότερες μαθήτριές του, αλλά και γενικότερα περισσότερες γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του, χωρίς όμως να βρει την ανταπόκριση που προσδοκούσε. Στα έργα που δημιουργήθηκαν την εποχή εκείνη περιλαμβάνονται διάφορες σονάτες για πιάνο, μεταξύ των οποίων και «η Καταιγίδα» (μτφ.: The Tempest), καθώς και η δεύτερη Συμφωνία, η οποία παρουσίασε περισσότερες δομικές καινοτομίες σε σχέση με την πρώτη. Το ίδιο χρονικό διάστημα ολοκλήρωσε και τη μοναδική όπερά του με τον τίτλο «Λεονώρα» (η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε «Φιντέλιο»).
Το 1803 μ.Χ. συνέθεσε την περίφημη τρίτη Συμφωνία του, γνωστή ως «Ηρωική». Το έργο του αυτό ήταν εμπνευσμένο από το Ναπολέοντα, τον οποίο θαύμαζε απεριόριστα και τον θεωρούσε ήρωα, απελευθερωτή των ανθρώπων, ο οποίος θα κατάφερνε να ιδρύσει μία νέα κοινωνία που θα στηριζόταν στην ελευθερία, την αλληλεγγύη και τη δικαιοσύνη. Για το λόγο αυτό η Τρίτη Συμφωνία είχε αρχικά ονομαστεί «Βοναπάρτης». Το 5ο κοντσέρτο για πιάνο, το οποίο ονομάστηκε «Αυτοκρατορικό» και συνετέθη το 1809 μ.Χ. ήταν επίσης αφιερωμένο στο Ναπολέοντα. Όταν αργότερα ο Βοναπάρτης έλαβε τον τίτλο του Αυτοκράτορα και κατέστη πλέον σαφές ότι οι φιλοδοξίες του ήταν περισσότερο απολυταρχικές και δεν συμβιβάζονταν με την εικόνα του ένδοξου απελευθερωτή με τα υψηλά ιδανικά, την οποία έτρεφε και θαύμαζε ο συνθέτης, εξοργίστηκε τόσο που μετονόμασε την τρίτη Συμφωνία του σε «Ηρωική».
Η πέμπτη Συμφωνία του γράφτηκε το 1807 μ.Χ. και πραγματευόταν την αέναη μάχη του ανθρώπου με τη μοίρα. Η έκβαση της πάλης αυτής, όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο έργο, έχει διχάσει τους μελετητές. Κατά μία άποψη, το έργο καταλήγει με τον θρίαμβο του ανθρώπου απέναντι στο πεπρωμένο του, αλλά σύμφωνα με άλλη άποψη, η εκδηλωθείσα πάλη (που περιγράφεται με τα τρία χαρακτηριστικά χτυπήματα που συνθέτουν ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο), σιγά σιγά ξεθυμαίνει, με αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μία συμφιλίωση του ανθρώπου με τη μοίρα του.
Την ίδια περίοδο γράφτηκε και η έκτη Συμφωνία, η οποία ονομάστηκε «Ποιμενική» και αποτελεί έναν ύμνο στη φύση, που ήταν για τον Μπετόβεν μεγάλη πηγή έμπνευσης και θαυμασμού. Ακολούθησαν η ουβερτούρα «Κοριολανός» (η οποία είχε ως θέμα την ομώνυμη τραγωδία του αυστριακού συγγραφέα Χάινριχ Τζόζεφ Βον Κόλιν) και η διάσημη τρίλεπτη σύνθεση για πιάνο με τον τίτλο «Για την Ελίζα» (μτφ. στα γερμανικά: Für Elise). Το τελευταίο αυτό έργο προκάλεσε ερωτηματικά για την ακριβή ταυτότητα της Ελίζας, στην οποία είχε αφιερωθεί. Ειδικοί μελετητές πιστεύουν ότι το έργο αυτό είχε τιτλοφορηθεί «Για την Τερέζα» («Für Therese») και αποσκοπούσε στον εντυπωσιασμό της Τερέζας Μαλφάτι, η οποία όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του. Όταν το έργο εκδόθηκε τελικά τρεις δεκαετίες μετά το θάνατο του μεγάλου συνθέτη, λόγω του κακού γραφικού του χαρακτήρα, οι αρμόδιοι μουσικολόγοι αντέγραψαν λανθασμένα τον τίτλο («Ελίζα» αντί για «Τερέζα»).
Όταν το 1809 μ.Χ. ο Μπετόβεν θέλησε να φύγει από τη Βιέννη, περισσότεροι φίλοι και εύποροι θαυμαστές του έργου του, του πρότειναν να του παράσχουν ετησίως το ποσό των 4.000 φλορινιών (το οποίο του επέτρεπε να ζει με οικονομική άνεση), με μόνο όρο να παραμείνει στη Βιέννη. Ο συνθέτης δέχτηκε, εγκαινιάζοντας μία νέα εποχή ανεξαρτησίας για τους μουσικούς, έχοντας πλέον την ευχέρεια να συνθέτει ό,τι ήθελε, όποτε ήθελε και ανεξάρτητα από «παραγγελίες» χρηματοδοτών του. Διότι μέχρι τότε, οι μουσικοί εντάσσονταν στο οικόσιτο προσωπικό των αριστοκρατών και ασκούσαν καθήκοντα σύνθεσης και ερμηνείας, σύμφωνα με τις οδηγίες των αφεντικών τους, αλλά χωρίς να απαλλάσσονται και από τα λοιπά χρέη του υπηρετικού προσωπικού.  
Το 1815 μ.Χ. πραγματοποίησε την τελευταία δημόσια ερμηνεία του. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο αδελφός του Κάσπαρ Καρλ, αφήνοντας πίσω τη χήρα και τον εννιάχρονο γιο του, έχοντας προβλέψει με διαθήκη του να ασκηθεί η κηδεμονία του ανηλίκου από τον αδελφό του, Λούντβιχ, από κοινού με τη χήρα μητέρα του ανηλίκου. Το γεγονός αυτό μετέβαλε δραματικά τα δεδομένα της ζωής του, αφού ο ήδη 45χρονος εργένης συνθέτης, ο οποίος μέχρι το έτος 1818 μ.Χ. είχε χάσει τελείως την ακοή του, δυσκολεύτηκε πολύ να συγκατοικήσει με ένα παιδί και ταυτόχρονα να διαχειριστεί τα προβλήματα και τις διαφωνίες με τη χήρα συγκηδεμόνα του ανηλίκου.
Το 1816 μ.Χ. συνέθεσε τη συλλογή τραγουδιών λίντερ με τον τίτλο «Στη Μακρινή Αγαπημένη» και ξεκίνησε τη συγγραφή της ένατης Συμφωνίας, ενώ παράλληλα δούλευε τη λειτουργία «Missa solemnis», την οποία είχε ξεκινήσει χρόνια πριν και την ολοκλήρωσε μόλις το 1822 μ.Χ.. Το έργο αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την κοινωνία της εποχής, διότι θεωρήθηκε ότι ήταν υπερβολικά «έντονο» ηχητικά για λειτουργία, η οποία εκ φύσεως προορίζεται για να εκφράσει τη θρησκευτική κατάνυξη, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ακόμα και ασεβές προς τα Θεία. Η πραγματική αναγνώριση του έργου αυτού, το οποίο αναγνωρίζεται πλέον ως ένα από τα κορυφαία δημιουργήματά του, επήλθε πολύ αργότερα. 

Beethoven - Moonlight Sonata - Daniel Barenboim
Το 1823 μ.Χ. ο Μπετόβεν γνώρισε τον εντεκάχρονο τότε Φραντς Λιστ, σε μία από τις συναυλίες του. Συνεχάρη εγκάρδια το νεαρό πιανίστα, ο οποίος στο μέλλον επρόκειτο να διεκπεραιώσει τη μεταφορά όλων των συμφωνιών του στο πιάνο. Το ίδιο έτος ολοκληρώθηκε και η φημισμένη ένατη Συμφωνία, που φέρει τον τίτλο «Ύμνος στη Χαρά». Το έργο αυτό αποτελεί για πολλούς το αποκορύφωμα της δημιουργίας του και παρότι γράφτηκε υπό ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες (οικονομικά προβλήματα, επιδείνωση της υγείας, διαφωνίες με τον υπό την κηδεμονία άτακτο ανιψιό του), εξυμνεί την ευτυχία και τη χαρά της ζωής. Η πρώτη παρουσίαση της ένατης Συμφωνίας στο κοινό πραγματοποιήθηκε το 1825 μ.Χ. και ο συνθέτης αποθεώθηκε.
Ένα χρόνο αργότερα, επιστρέφοντας από το σπίτι του αδελφού του, με τον οποίο είχε καυγαδίσει –όπως γινόταν επανειλημμένα- ο Μπετόβεν αρρώστησε με ένα απλό κρύωμα στην αρχή, το οποίο όμως εξελίχθηκε σε πνευμονία, επιδεινώνοντας τα άλλα μακροχρόνια προβλήματα υγείας του. Πέθανε στις 26-3-1827, σε ηλικία 57 ετών, περιστοιχισμένος από τους στενότερους φίλους του, την ώρα που ξέσπαγε καταιγίδα. Κηδεύτηκε με όλες τις τιμές στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος στη Βιέννη, όπου λέγεται ότι παρευρέθηκαν περισσότερα από 10.000 άτομα. Υποστηρίζεται ότι το φέρετρο σήκωσε, μεταξύ άλλων διάσημων καλλιτεχνών της εποχής και ο Φραντς Σούμπερτ, ο οποίος ήταν μεγάλος θαυμαστής του. Όταν πέθανε και ο ίδιος τον επόμενο χρόνο, θάφτηκε δίπλα του.
Μετά το θάνατό του, βρέθηκαν στο σπίτι του, στο ίδιο συρτάρι με τη «διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ», δύο μικρών διαστάσεων πορτρέτα γυναικών, συνοδευόμενα από μία επιστολή προς την «αθάνατη πολυαγαπημένη». Το κείμενο αυτό έχει προκαλέσει αμέτρητες εικασίες αναφορικά με την ταυτότητα της μυστηριώδους αυτής γυναίκας, αλλά κανείς δεν μπορεί να καταλήξει σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα και μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί ούτε και η ταυτότητα των δύο γυναικών στα πορτρέτα.

Η ανήθικη «Κάρμεν» του Ζώρζ Μπιζέ. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Η Όπερα Κομίκ στο Παρίσι ανέβασε το 1875 την παράσταση της «Κάρμεν» του Μπιζέ. Υπολογίσθηκε ότι σε ένα διάστημα άνω των εξήντα ετών, το έργο παίχθηκε στην Κομίκ χίλιες πεντακόσιες φορές, ενώ σε άλλα μουσικά θέατρα παγκοσμίως οι παραστάσεις της Κάρμεν, υπερέβησαν τις είκοσι χιλιάδες!
Κανένα άλλο μουσικό έργο δεν παρουσίασε τόσο μεγάλη επιτυχία, όσο η Κάρμεν, εκείνη την ατίθαση κοπέλα των ισπανικών βουνών, με την γλυκιά μουσική του Μπιζέ, που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να γοητεύει. Κι όμως το έργο αυτό κατά μια τραγική ειρωνεία, θεωρήθηκε από τις πρώτες κιόλας παραστάσεις ως μια αποτυχία!

Κι ο Γάλλος μουσουργός και δημιουργός του ο Ζώρζ Μπιζέ, στεναχωρήθηκε τόσο πολύ, που ένα μήνα από το ανέβασμα της πρώτης παράστασης, πέθανε, σε ηλικία 36 ετών μόλις!
Την όπερα αυτή ο Μπιζέ, την συνέθεσε βασιζόμενος πάνω σε ένα διήγημα του Προσπέρ Μεριμέ. Ήδη πριν από την σύνθεση του «Κάρμεν» είχε συνθέσει παρά το νεαρό της ηλικίας του, άλλες τρεις όπερες, τους «Αλιείς Μαργαριταριών», την «Πεντάμορφη του Περθ» και την «Αρλεζιάνα». Και στα τρία αυτά έργα ο Μπιζέ, είχε λάβει σκληρή κριτική, ακόμα και στην «Αρλεζιάνα» που σήμερα αναγνωρίζεται σαν ένα έργα μοναδικό, στην αναπαράσταση της μεσογειακής ψυχής. Ο κόσμος στην εποχή του Μπιζέ, δεν πρόσεχε τόσο την μουσική του, όσο την θεματολογία του. Και το κοινό προέρχονταν από την αστική τάξη, στην οποία κυριαρχούσε το αίσθημα της οικογένειας και της ηθικής. Αυτές οι ιστορίες εγκαταλείψεων συζύγων, ενόχων, ερώτων παράνομων κ.λ.π. δεν έκαναν καλή εντύπωση στο κοινό πάνω στο οποίο στηρίζονταν η όπερα. Κι ο Μπιζέ γοητεύονταν από τέτοιες ιστορίες, που ήταν προβληματικές για το κοινό της εποχής. Όταν διάβασε το διήγημα για το κορίτσι των ισπανικών βουνών, την Κάρμεν, ο Μπιζέ κλείσθηκε για δύο ολόκληρα χρόνια στο 
σπίτι του και μελετούσε την ισπανική κουλτούρα. Δεν είχε καμία γνώση για τον ισπανικό πολιτισμό, αφού δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την Ισπανία και δεν γνώριζε και από ισπανική λαϊκή μουσική. Κι όμως αυτός ο αυτόβουλος εγκλεισμός του για δύο χρόνια μέσα στο σπίτι του, τον οδήγησαν να κατανοήσει τόσο πολύ την ισπανική ψυχή, ώστε σήμερα το έργο του να θεωρείται τόσο «ισπανικό» που θεωρείται σχεδόν απίστευτο ότι συνετέθητε από έναν Γάλλο!
Έτσι ο άνθρωπος που δεν γνώρισε ποτέ την Ισπανία στην πραγματικότητα, συνέθεσε τραγούδια που τραγουδιούνται μέχρι σήμερα από κάθε ισπανικό στόμα. Η «Κάρμεν» έχει τόσο δυνατό τοπικό χρώμα, που θεωρείται σήμερα το πρότυπα της ιβηρικής μουσικής, ενώ στις αρένες των ταυρομαχιών, η είσοδος του ταυρομάχου «τορεαδόρ» συνοδεύεται πάντα από το λεγόμενο τραγούδι του ταυρομάχου, που είναι σύνθεση του Μπιζέ!
Η πρώτη της «Κάρμεν» δόθηκε όπως προαναφέραμε, στην αίθουσα της Όπερας Κομίκ, στις 3 Μαρτίου 1875. Ο κόσμος που είχε πλημμυρίσει την αίθουσα, ήταν προδιατεθειμένος κατά του νεαρού συνθέτη, καθώς ο ίδιος ο Μπιζέ είχε δηλώσει με αφροσύνη, εγωισμό και έπαρση, πως η «Κάρμεν» ήταν το μεγαλύτερο αριστούργημα και όποιου δεν του αρέσει, σημαίνει πως δεν γνωρίζει από μουσική! Μετά την σκληρή αυτή δήλωση το έργο είχε ξεκινήσει μέσα στην σιωπή, από πλευράς κοινού, μέχρι που τελείωσε η πρώτη πράξη. Στην δεύτερη πράξη όμως, καθώς εμφανίζονταν μια ηθική που το κοινό δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί, άρχισαν να ακούγονται φωνές μέσα στην αίθουσα. Τέτοιες «ανήθικες ιστορίες» δεν ήταν επιτρεπτές για τους Παρισινούς αστούς που πήγαιναν να παρακολουθήσουν μαζί με της συζύγους τους και τις κόρες τους. Το έργο τελείωσε χωρίς κανένα χειροκρότημα, αντιθέτως με πολλά σφυρίγματα. Την επομένη κιόλας μέρα, η κριτική στρέφονταν επιθετικά εναντίον του. Η «Κάρμεν» χαρακτηρίζονταν ως ανοσιούργημα με τραγούδια από ισπανικά καπηλεία. Ο Μπιζέ τότε ήταν που άρχισε μόνος του να παλεύει εναντίον όλων, για την διάσωση του έργου του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν από τους ηθοποιούς της Όπερας Κομίκ, που επέμεναν να αλλάξει το πρόγραμμα, καθώς δεν άντεχαν την αρνητική κριτική που γίνονταν. Περνά έτσι, ένας μήνας πάλης, αγωνίας και έντασης. Ο Μπιζέ ασθενούσε διαρκώς και αδυνάτιζε. Οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν. Πηγαίνει στην εξοχή, όπου μετά από τρεις ημέρες ακαθόριστης ασθένειας πεθαίνει, την ίδια στιγμή που πίσω στο Παρίσι, η «Κάρμεν» ανεβαίνει σε μια γεμάτη αίθουσα για να παιχθεί για τριακοστή Τρίτη φορά!
Το έργο του σιγά σιγά άρχισε να αναγνωρίζεται μέχρι που σήμερα η «Κάρμεν» θεωρείται μια αξεπέραστη όπερα του είδους!
Πηγή: Ωδείο Όπερα Αθηνών.
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

Από το δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν, στον άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Το «Δαχτυλίδι των Νιμπελούγκεν» αποτελεί στην ουσία μια τετραλογία, αφού αποτελείται από τέσσερα έργα: Τον «Χρυσό του Ρήνου», τη «Βαλκυρία», το «Σίνγκφριντ» και το «Λυκόφως των Θεών». Γράφτηκε από τον Βάγκνερ μέσα σε ένα διάστημα είκοσι ετών, από το 1852 έως το 1872 με ενδιάμεσα διαλείμματα καθώς ο Γερμανός μουσουργός το χρονικό αυτό διάστημα έγραψε δύο ακόμα αριστουργήματα τον «Τριστάνο και Ιζόλδη» και τους «Μαστόρους τραγουδιστάδες».

Η υπόθεση αυτού του κύκλου προέρχεται από τους θρύλους και την μυθολογία των βόρειων λαών της Ευρώπης και ξετυλίγεται όπως μια αρχαία τραγωδία. Θα προσπαθήσουμε να πούμε δύο λόγια για την υπόθεση του έργου, γεγονός δύσκολο καθώς ο μύθος είναι μπερδεμένος με θρύλους και δοξασίες, ξεχωριστές ιστορίες από μόνες τους. Μια γενιά παράξενη φτιαγμένη από νάνους ζει στα έγκατα της γης. Αυτή την γενιά του σκοταδιού την λένε Νιμπελούγκεν. Ένας από νάνος των Νιμπελούγκεν ο Άλμπεριχ, με την χρήση καταραμένου χρυσού, κατασκευάζει ένα δακτυλίδι που του χαρίζει δύναμη. Έτσι με το δακτυλίδι αυτό επικρατεί σε όλους τους νάνους και γίνεται αρχηγός τους. Έτσι ο Άλμπεριχ μετά τους νάνους, ονειρεύεται να κατακτήσει όλα τα 
όντα που ζουν στη γη. Η γενιά των Γιγάντων που είναι η λεγομένη Βόρεια γενιά, βλέποντας όλα αυτά, αρχίζει να ανησυχεί. Οι Θεοί εκμεταλλεύονται την έχθρα των Γιγάντων με τους νάνους και ένας θεός, ό Βόταν παροτρύνει τους Γίγαντες να χτίσουν ένα κάστρο, τη Βαλχάλα, ώστε να κυβερνά τον κόσμο. Μόλις τελείωσαν οι Γίγαντες το χτίσιμο του κάστρου, ζήτησαν ως ανταμοιβή όλο το χρυσάφι της γης. Φυσικά αυτό το είχε ήδη μαζέψει ο νάνος Άλμπεριχ. Έτσι οι θεοί αντί για χρυσό παρέδωσαν στους Γίγαντες τον νάνο Άλμπεριχ, που είχε όλο το χρυσάφι και μαζί με αυτό και το δακτυλίδι της δύναμης. Έτσι ο Άλμπεριχ αναγκάζεται να παραδώσει χρυσό και δακτυλίδι, προκειμένου να ελευθερωθεί. Δίνοντας το δακτυλίδι, καταριέται εκείνον που θα το κατέχει. Και η κατάρα αυτή πιάνει πραγματικά. Τότε οι θεοί αποφασίζουν να βοηθήσουν ένα τρίτο γένος, τους ανθρώπους. Οι κόρες του Θεού Βόταν, οι Βαλκυρίες τους παραστέκονται και όσους πέφτουν στην μάχη τους οδηγούν στη Βαλχάλα. Ωστόσο όλοι αναμένουν από το ανθρώπινο γένος, τον ήρωα εκείνο που με την νίκη θα φέρει την ειρήνη. Κι αυτός είναι ο Σίγκφριδ (Σίγκ είναι η νίκη), (Φριδ είναι η ειρήνη). Μετά από ατέλειωτες περιπέτειες και συνωμοσίες ο Σίγκφριδ τελικό πεθαίνει και η αγαπημένη γυναίκα του η Μπρουνχιλδ ξαναπετά το δακτυλίδι στον βυθό του Ρήνου. Φλόγες ξεπηδούν στο παλάτι της Βαλχάλα που καίνε τους θεούς. Η φωτιά φαίνεται ότι καίει και εξαγνίζει τα πάντα. Αυτή εν συντομία, ήταν η υπόθεση του κύκλου του δακτυλιδιού.
Ο μεγάλος Έλληνας μουσουργός Μανώλης Καλομοίρης έλεγε, πως για να καταλάβει κάποιος εκτός Βορείου Ευρώπης, το έργο αυτό, θα πρέπει να γνωρίζει οπωσδήποτε την 
υπόθεση, αλλά και να έχει μυηθεί στην Βαγκνερική όπερα, καθώς η μελωδία απουσιάζει. Κυριαρχούν επί το πλείστον υπερκόσμια μελωδικά ευρύματα και αυτό που επικρατεί είναι η δύναμη του λόγου που επικρατεί της μουσικής!
Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για διάσπαρτους μύθους των Τευτόνων, που ο Βάγκνερ ένωσε σε μια ιστορία. Οι μύθοι αυτοί ήταν σωμένοι στην παράδοση των Βορείων λαών, σαν να λέμε σήμερα εμείς ιστορίες άλλες για τον Ηρακλή, άλλες για τον Θησέα, τον Αχιλλέα ή τον Οδυσσέα! Δηλαδή ιστορίες που διαδραματίζονταν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Ο Βάγκνερ τις ένωσε σχηματίζοντας μια τετραλογία και δημιουργώντας ένα νέο μουσικοδραματικό είδος, την Βαγκνερική Όπερα. Η συγκεκριμένη ιστορία είχε διάρκεια 15 ώρες. Σήμερα η τετραλογία εξακολουθεί να μαγεύει τους Αγγλοσαξωνικούς λαούς, έστω και παρουσιαζόμενη ως τριλογία με παραλλαγμένη πλοκή, όπως συνέβει με το μυθιστόρημα «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» του Άγγλου συγγραφέα Τόλκιν, όπου κι εδώ συναντούμε Χόμπιτ, νάνους, ανθρώπους, γίγαντες κι εδώ το δαχτυλίδι χαρίζει δύναμη, αλλά είναι καταραμένο για όποιον το φορά. Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, στην ουσία, συνεχίζει να μαγεύει, όπως κάποτε μάγευε τους Βόρειους λαούς, ο Σίγκφριδ, η Βαλχάλα και οι επικές ιστορίες.
Πηγή: Ωδείο Όπερα Αθηνών.
Ανιχνευτής ο Πεπέ.