Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.4.20

Ένα ποίημα και ένα διήγημα από τον Τρικαλινό Ετεοκλή [πρώην Γιάννης]

Φίλες και φίλοι καλησπέρα, χρόνια καλά στις εορτάζουσες και τους εορτάζοντες 23 Απριλίου σήμερα και σε τρεις μέρες τα μέλη της Π.Η.Ε.Φ. σε ολόκληρο τον πλανήτη θα γιορτάσουμε και θα τιμήσουμε την ημέρα της φιλίας. Αυτό συμβαίνει κάθε χρόνο στις 26 Απριλίου.
Είναι μια ξεχωριστή μέρα η 26τη Απριλίου για όσες και όσους συμμετέχουν σ' αυτή τη Χρυσή αλυσίδα φιλίας.

Ας έρθω τώρα στην ουσία της σημερινής ανάρτησης, αφορά ένα ποίημα και ένα διήγημα.
Πριν λίγα χρόνια είχα τη χαρά να γνωρίσω έναν ποιητικό νέο, έτυχε να είμαι εκεί την ώρα που ζωγράφιζε!!! 

Με βάση μια δημοτική παραδοσιακή χορογραφία άφησε εκστασιασμένους τους λάτρεις του χορού.
Για όση ώρα ζωγράφιζε με τις διάφορες φιγούρες που έκανε στον καμβά της τέχνης του χορού, όλοι οι παραβρισκόμενοι παρατηρούσαν αυτή την ιεροτελεστία μαγεμένοι.
Ένα μόνο θα σας πω, Παρ' ό,τι κρατούσα στα χέρια μου την κάμερα και θα μπορούσα να έχω καταγράψει όλη την μυσταγωγία δυστυχώς δεν το έκανα γιατί ήμουν τόσο απορροφημένος μ' αυτό που έβλεπα που ξεχάστηκα!!
Από αυτόν τον δεινό χορευτή και υπέροχο άνθρωπο έλαβα χθες βράδυ τα δύο κείμενα της σημερινής ανάρτησης.
Αγαπητέ φίλε Ετεοκλή σ' ευχαριστώ για την παραχώρηση της πνευματικής τροφής, ελπίζουμε πως στο άμεσο μέλλον θα έχουμε τη χαρά και την τιμή να αναρτήσουμε ξανά δικά σου κείμενα.
Σας χαιρετώ με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο δόκιμος Επικούρειος και δόκιμος άνθρωπος Επικούρειος Πέπος.

Tις καθημερινές σκηνές θυμάμαι
Στης Μύρινας το λιμανάκι
Κι από το κάστρο, βλέπω δυο γιαλούς
Της άνοιξης φυσά δροσάτο αεράκι
«Ασμάτων ήχοι έρχονται, ακούς;»
Μόνος μου το ρωτούσα, πώς λυπάμαι!

Μια μέρα, έσβησα δίπλα στο κύμα
Αδειάζοντας μπρούσκο λημνιό κρασί
Κι ο χρόνος της εξόδου μου, γοργα, κυλούσε
Μ’ αγκάλιασε με θλίψη το νησί
Έκανε το φεγγάρι πως μιλούσε
Τόσο ήμουν έρημος, θεέ μου τι κρίμα

Μια νύχτα κόκκινη, κι έναν τέτοιον καιρό
Έπρεπε να’ μαι εγώ κι εκείνη π’ αγαπούσα
Ήθελα μια πραγματική επαφή
«Μα ποια ζητώ;» του φεγγαριού ρωτούσα
«Κάθε παλιάς αγάπης την υφή»
Απάνταγε βουτώντας στ’ αλμυρό νερό

Κι έτσι καθώς τα μάτια μου σχεδόν κλειστά
Απ’ του νυχτιάτικου ήλιου το μανδύα
Τ’ άσμα του φεγγαριού λέγαν τ’ αηδόνια
Κάπου έβριζε κι ο διοικητής το Δία
Και τόσο μ’ έκαιαν της καρδιάς τα χιόνια
Μεσονυχτίς, ρούφηξα του κρασιού στερνή γουλιά


Με σφιχταγκάλιασε όλη η δυτική ακτή
Δε μ’ άφηνε να φύγω, ένα πράγμα
Να κλάψω μ’ ήρθε μα ντρεπόμουν τη σελήνη
«Σε τέτοια χάλια πώς γυρνάς, πίσω, στο τάγμα;»
Ερωτευμένος μ’ ότι μ’ είχε απομείνει
«Ποιο υπόγειο να με κρύψει, ποιά καταπακτή;»

«Τρελάθηκες!» φώναξαν οι φαντάροι
«Τρελάθηκα», είπα  «και τι να κάνω;»
Ερωτευμένος με της λησμονιάς το πλάσμα
«Άμα γλυτώσω απόψε, θε να μην πεθάνω»
Κι έκανε πως μου τραγουδούσε τ’ άσμα
Κι έκανε πως μιλούσε το φεγγάρι.
Ετεοκλής ο νεότερος.

ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ.
Πάντα ήθελα να παίξω ντραμς, αλλά κατέληξα να παίζω κάτι κρουστά χωρίς  ρυθμό, που όμως στ’ αφτιά μου ακούγονταν σα μουσική. Ήταν ένας καιρός, που ξεκίνησα να διαγράφω μια πορεία χωρίς γνωστή κατεύθυνση και κάπου στις αρχές της, πέρασα μέσα από ένα τούνελ, που είχε τόση ησυχία, ώστε κατάφερα ν’ ακούσω τη φωνή μου με το στόμα κλειστό. Αργότερα θα διαπίστωνα ότι ήταν απλώς το πρώτο. Σύντομα, είδα πάλι το φως της μέρας, σ’ ένα καφέ μπροστά στην πλατεία της οδού Μαβίλη 22 , κάτω απ’ το αγαπημένο μου πλυσταριό που διέμενα τότε, στον –κατά παράδοση- όχι ελίτ Βαρδάρη, στη Θεσσαλονίκη, με μια συστάδα από χειρόγραφα στα χέρια, έτοιμος να τα μοιραστώ με όποιον θα έδειχνε το πρώτο ενδιαφέρον. Λίγες εβδομάδες αργότερα, έμεινα καθιστός μπροστά στο τρίποδο τραπεζάκι, περικυκλώνοντάς το με μια παρέα που δεν ξανασυνάντησα έκτοτε, και μοιράστηκα τις ανησυχίες μου με τις δικές τους, ως τη στιγμή που η νηφαλιότητά μας, δε θα κινδύνευε απ’ το κρασί, αλλά από τα όνειρά μας, όχι τόσο αυτά που από καιρό μας βασάνιζαν γλυκά, αλλά πολύ περισσότερο από κείνα που μόλις ανακαλύπταμε, μες στην ιεροτελεστία της περί βοριάδων και χειμάρρων συζήτησης, εν τα βαθιά μιας ξάστερης, θερινής νύχτας, κάτω απ’ τη ρετρό διακόσμηση που στόλιζε το επίσης κι επάξια φιλόδοξο μαγαζάκι.
Έτσι έγινε και, λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι για τα σπίτια μας, άφησα τα χειρόγραφα σε μια φίλη της παρέας, ενώ σε κάτι που έμοιαζε μ ’αντάλλαγμα, δέχτηκα εντελώς αναπάντεχα, μια παλιά γραφομηχανή, δανεικό δώρο από τ’ αγόρι της. Την είχε ανακαλύψει, μου είπε, καθώς μετακομίζανε. Η Έλλη, που δίδασκε στα νιάνιαρα, πως χωρίς κομμένα νύχια, δε θα μπορέσουν να παίξουν το τσέλο κι ο Γιώργος, αγιογράφος, ο οποίος επίσης κάποιον μαθήτευε εκείνη την περίοδο, κάνανε σχέδια χρωματιστά για κοινό βίο. Το επόμενο πρωί, μια φωνή σαν παρατεταμένος κρότος θα περνούσε ανάμεσα από χαραμάδες, ακάλυπτους κι ανελκυστήρες: «Γιάννη σκάσε!». Είχα αρχίσει ήδη να παίζω τα κρουστά μου, ξεσκονίζοντας τα πλήκτρα της κόκκινης “Olivetti Lettera 22” κι αφήνοντας την αδερφή μου στο διπλανό δωμάτιο, να ξεχάσει τι όνειρο είχε δει, πριν ξυπνήσει ακόμα. Την αγνόησα σα μικρό παιδί.
Ήταν μια μέρα τόσο φωτεινή, από κείνες που δε μπορούσα ν’ αντισταθώ στην ανατολή, ξεχνώντας την εξάντληση της άγρυπνης νύχτας, καθώς τρεφόμουν μ’ ενθουσιασμό κι ανάσαινα λέξεις. Ένα ποτήρι με φραπέ, μια «χρυσή κασετίνα», η πρωινή δροσιά στο διαμπερές διαμέρισμα, λίγη μουσική  κι η χαρά (όχι της ζωγραφικής) του να ταιριάζω τις λέξεις σε μιαν ακολουθία, ήταν κάτι παραπάνω από αρκετά, ώστε να επιτύχω μια προσωρινή  απεξάρτηση απ’ την ανάγκη του ύπνου. Ήταν εκείνες οι μέρες, που ανακάλυπτα, θα έλεγα, πόση μαγεία κρύβει το γράψιμο και το συγκεκριμένο πρωινό είχε και κάτι σαν παιχνίδι στο μενού: θα πληκτρολογούσα πάνω στη γραφομηχανή ένα διήγημα (δείγμα γραφής μάλλον) που ακόμα βρίσκονταν στα αρχεία, ως δυνητικό υλικό για κάτι καλύτερο στο μέλλον, σε μια ταυτόχρονη προσπάθεια να βιώσω, μέσα από τη «βουή και τη μανία» της γραφομηχανής, ένα ταξίδι σε ένδοξα παρελθόντα! Είχα ξεχάσει φαίνεται, πως το έδωσα στην Έλλη το προηγούμενο βράδυ και –στιγμιαία- δε χάρηκα ιδιαίτερα, όχι που δεν είχα τα χειρόγραφα, αλλά από κόμπλεξ, ότι ήταν άκρως κακογραμμένα. Αποτελούσαν το πρώτο αποτέλεσμα που προέκυψε, όταν ένα δύσκολο βράδυ αποφάσισα, χωρίς πολλή σκέψη, να γράψω ένα διήγημα. Σίγουρα δεν ήταν ό, τι καλύτερο. Πάντως ο Σίμος, ο μαγαζάτορας, με είχε καθησυχάσει το προηγούμενο βράδυ, λίγο μετά που η Έλλη με ρώτησε αν θα μπορούσε να κρατήσει τα πρώτα μου γραπτά, την ώρα που αποχωρούσαν.
-«Την κέρδισες!», είπε. «Όταν τραβάς την προσοχή μιας μουσικού, σημαίνει πολλά».
Τόση ήταν η πειθώ του, ώστε το είχα πάρει πάνω μου. Άλλωστε, ό, τι είχε να πει ακόμα και σε προσωπικό επίπεδο, το έλεγε πάντα ξάστερα κι επιπλέον ήταν κι ο ίδιος μουσικός, ο οποίος έπαιζε πιάνο για πάρτη του πια και δημόσια σε ιδιαίτερες στιγμές, καθώς η νύχτα, όπως ο ίδιος υποστήριζε, μετά από ένα σημείο είχε αρχίσει να καταβροχθίζει τη ζωή του. Σε παλιότερη κουβέντα που είχαμε, με αφορμή κάποιον ενοχλητικό πελάτη, ακραίο κι αυστηρό επικριτή, με προέτρεπε με μια πραότητα και κάπως φωναχτά για ν’ ακουστεί:
-«Θα λες τα λάθη σου κι όποιος τ’ αντέχει: έχω κάνει αυτό και το άλλο», έλεγε, «δε θα φοβάσαι κανέναν!».
Ότι είχα κάποιους φόβους, αληθεύει. Κάποιοι άνθρωποι θα μπορούσαν να μου κάνουν τη ζωή αρκετά δύσκολη λογομαχώντας και δεν είχα καμία τέτοια όρεξη, του το δήλωσα. Χαμογέλασε με κατανόηση.
Ήταν ο πρώτος που είχε διαβάσει την πρώτη μου ολοκληρωμένη γραπτή δουλειά κι όταν ετοιμαζόμουν να του ζητήσω σχόλια, με πρόλαβε με μια νότα ειλικρίνειας.
-«Το διάβασα δυο φορές», είπε, «δε θα μπορούσα να σχολιάσω τίποτα, αν δεν το έκανα».
-«Αυτό σημαίνει ότι το’ χω;», απάντησα μ’ ερωτηματικό, «πρώτη φορά κάνω κάτι τόσο διασκεδαστικό και θέλω να ξέρω…».
-«Συνέχισε να το δουλεύεις κι ας μην ξέρεις για την ώρα!», με διέκοψε με το ευγενικό εκείνο χαμόγελο.
Λίγες μέρες αργότερα, κι αφού είχαμε σμίξει δυο παρέες κι η κουβέντα σίγουρα θα έφτανε στα ενδιαφέροντά μας, τον είδα να βγαίνει απ’ το μαγαζί με τις εν λόγω μουτζούρες. Δεν αγχώθηκα. Το άφησα να συμβεί. Είχα αρχίσει να γράφω, γιατί να το έκρυβα; Άλλωστε δεν υποχρέωνα κανέναν να πει τα καλύτερα. Απλώς ήμουν σε μια διαρκή αναζήτηση, γιατί γράφω και που θέλω να φτάσω μ’ όλα αυτά, ερωτήματα στα οποία δεν έχω απαντήσει ακόμα.
-«Θα σε κάνω διάσημο», έλεγε κι έδινε το «σκέφτομαι και γράφω» μου, σε όποιον θεωρούσε κατάλληλο, ως τη μέρα που η Έλλη το κράτησε μαζί της για πάντα.
 Μέχρι τότε, πάντως, το είχανε διαβάσει κάποιοι ακόμα, ώστε στα δέκα εκείνα τετραγωνικά του μαγαζιού, κατέληξα να είμαι γνωστός ως συγγραφέας.

Ήταν κι η Αντιγόνη, μια κοπέλα όμορφη όσο και το όνομά της, η οποία πέρασε απ’ την καθημερινότητα του καφέ για λίγες μέρες κι έπειτα εξαφανίστηκε. Δεν έκανε το ίδιο κι η φήμη της. Με τα λίγα «καλημέρα» και «καλησπέρα» της, διέγειρε τα ενοχλητικά βλέμματα των ανδρών κι αναδίδονταν, ασφυκτικό, το φαινόμενο της καψούρας. Ένα απόγευμα, κάθισε για μια στιγμή  στο τραπέζι μου, ώστε να πάρει λίγο απ’ τον καπνό μου κι εγώ πολλή από την αύρα της.
-«Ευχαριστώ πολύ», είπε, «θα στο χρωστάω» κι έφυγε κατηφορίζοντας για την παραλία.
Δεν της απάντησα. Είχα τρελαθεί μάλλον. Γιατί δεν της πρότεινα να πιεί καφέ μαζί μου;
-«Έχεις ένα ατού πάντως, που ρίχνει τις γυναίκες σαν τον κυνηγό τις πέρδικες», ακούστηκε ο Σίμος την ώρα που ακουμπούσε το φραπέ του στο τραπέζι, σε μια μάταιη προσπάθειά του να μην πιω τον καφέ μου μόνος. «Δεν τα δίνεις όλα κι αυτό τις τρελαίνει, όμως πρόσεχε, κάποια στιγμή πρέπει να το κάνεις», είπε, «μια μέρα θα γράφεις αριστουργήματα μ’ αυτά που έχει να σου δώσει αυτή η γυναίκα».
Δεν του έδωσα σημασία, αλλά τώρα ξέρω πως είχε δίκιο.
Κάποια άλλη φορά, η τύχη με βρήκε μαζί της, πάλι στο ίδιο τραπέζι, με μια κουβέντα που απογείωνε τη γαστρονομία κι εμένα να παινεύω τη σπεσιαλιτέ μου: μακαρονάδα με μύδια σε κόκκινη σάλτσα.
-«Κανόνισε πότε θα δοκιμάσω απ’ τη μακαρονάδα σου», με διέκοψε κάπως προστακτικά, ενώ είχα αρχίσει να μιλώ για γεύσεις ακατάπαυστα, «κι εγώ θα βρω κανένα καλό ροζέ να τη συνοδέψει».
-«Σίγουρα, όμως μετά το καλοκαίρι, γιατί φεύγω σε δυο μέρες», απάντησα χωρίς να ξέρω αν συμφωνούσα με τον εαυτό μου.
-«Περιμένω!», επέμεινε.
Ξεκινούσε κάτι τόσο ωραίο, που σίγουρα θα ευχόμουν κάποτε γι’ αυτό, όμως τώρα το έκανα κομματάκια, όχι γιατί δε γούσταρα, αλλά γιατί είχα κανονίσει από καιρό ένα ταξίδι αναψυχής-μαζί με κάτι σαν εξόρμηση- εξίσου σημαντικό για την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν εκείνη την περίοδο. Ίσως η πιο κατάλληλη γυναίκα, την ακαταλληλότερη, μέχρι τότε, στιγμή. Μπορεί ο πιο ακατάλληλος άντρας για κείνη τη γυναίκα.
Το μέλλον μας θα ήταν άλλες δυο στιγμιαίες συναντήσεις, που δε θα τις ξεχάσω ποτέ: τη μέρα που θα έφευγα και, το βράδυ πριν, όταν χαιρετούσα τους υπόλοιπους στο μαγαζί, καθώς με τη σχολή έφτανα στο τέλος, κι ίσως να μην ξανάβλεπα κανέναν, μιας και θα επέστρεφα μόνο αυθημερόν, ίσα-ίσα για τις τελευταίες μου εξετάσεις. Το ευχόμουν. Ήθελα πολύ να αφήσω αυτή την πόλη και να μην επέστρεφα ξανά, αν ήταν να το κάνω μόνος. Είχα δυο χρόνια που το’ χα διαλύσει με μια μικρή γυναίκα, που με είχε χωρίς να την έχω κάποτε, ώστε τώρα όλο αυτό το έβγαζα πάνω σε μια  οπτασία που με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα που μάλλον δεν είχα εκπαιδευτεί να τ’ αντέξω ακόμα, ώσπου εκείνο το βράδυ, η ζεστασιά της ανάσας της, μου ψιθύρισε προκλητικά στ’ αυτί, λίγο πριν κατηφορίσει ξανά για τη νυχτερινή της έξοδο προς την παραλία.
-«Ξέρεις και γράφεις, όμως δε σε κόβω να ξέρεις να ζεις».
Είχα διαβαστεί κι απ’ αυτήν. Δεν πρόλαβα να της απαντήσω, πως είναι εξίσου μαγικό να γράφεις και για ό, τι δε ζεις. Ήθελα να της το χτυπήσω αντιδρώντας από εγωισμό μάλλον, όμως καλύτερα έτσι, είχε ακράδαντα δίκιο. Άλλο ήταν το κόλλημα: είχα μάθει να τα καταφέρνω τόσο καλά μόνος μου, ώστε εγκλωβίστηκα στην ίδια την ελευθερία μου. Δεν επρόκειτο καν για ατού.
Την επόμενη τ’ απόγευμα κι ενώ βάδιζα προς τη στάση για τα ΚΤΕΛ, κάπως βαριά καθώς κουβαλούσα μαζί μου ολόκληρο το δωμάτιο, τη συνάντησα την ώρα που ανέβαινε για το σπίτι της, το οποίο επίσης άφησε κι η ίδια, λίγες μέρες αργότερα, αντιδρώντας ίσως πιο έγκαιρα σε σχέση με μένα, στην τόση μοναξιά της φτωχής γειτονιάς: είχε ακόμα μισή φοιτητική ζωή μπροστά της.
-«Διακοπές, έ;», με ρώτησε κάπως αμήχανη.
-«Καλοκαιράκι!», απάντησα ανόητα, ανασαίνοντας βαθιά έναν αέρα που δε μου έφτανε και χαζογελώντας για να μη δακρύσω, καθώς κοίταζα τα μάτια της να κοκκινίζουν και να λάμπουν με έναν τρόπο που γινόταν κολλητικός.
-«Κάνεις ό, τι καλύτερο», ψιθύρισε τη στιγμή που αγκαλιαστήκαμε, «να το θυμάσαι» και με μια βιαστική κίνηση πέρασε στα δάχτυλά μου ένα τσιγάρο που είχε στρίψει για τον εαυτό της, πριν τη συναντήσω.
 Έφυγε και την ατένιζα ν’ απομακρύνεται. Γύρισε και με κοίταξε με μια αστεία γκριμάτσα, γνωρίζοντας ότι την κοιτάζω, την ώρα που προσπαθούσα να μαζέψω τη θλιμμένη φάτσα μου.

Τελικά επέστρεψα, μόνος μου πάλι, μια νύχτα μ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι, για να μάθω πως είχε μετακομίσει. Ήμουν έτοιμος να ψάξω για κανένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής και καμιά δουλειά σ’ εφημερίδα, ώστε να μάθω να γράφω και να χαρτζιλικώνομαι μαζί, αποκτώντας κι ένα λόγο για να μη διακόψω την αναβολή της στρατιωτικής μου θητείας ακόμα. Αφού ήταν ήδη τέσσερις το ξημέρωμα κι η παρέα με τη γραφομηχανή είχε αποχωρήσει, έκανα πως βοηθούσα το Σίμο να κλείσει το μαγαζί, την ώρα που μου ξέφυγε μια σκέψη.
-«Μάλλον δε θα γράψω για την Αντιγόνη ποτέ!».
 Με κοίταξε με θυμό, αλλά δε μου τόνισε ξανά, αυτά που κατά τη γνώμη του έκανα λάθος. Άλλωστε, είναι δύσκολο να ορίσεις το λάθος κι όποτε το κάνεις αβίαστα, απλώς κατορθώνεις να το βιώσεις κιόλας. Μόνο με ρώτησε, κάπως ρητορικά, αυτό που με ρωτούσαν όλοι, αν ήταν πραγματικότητα τα συμβάντα του διηγήματος. Περιέγραφα μια κατάσταση, στην οποία κάποιος δε βρίσκει τον τρόπο να εκφράσει αυτά που νοιώθει για κάποια, τη μία και μοναδική φορά που τη συναντά, καθώς τι να της έλεγε, έτσι άγνωστος που της ήταν. Κάνει το λάθος και καταλήγει να τα λέει… μόνος του, αυτός με το υπόλοιπό του, το καλύτερο βράδυ του καλοκαιριού, ώστε παραδέχεται πως θέλει λίγη τρέλα για να συμβεί κάτι αληθινό κι ωραίο και πως είναι προτιμότερο να χάσεις, παρά να μην προσπαθήσεις καν και λοιπές ρητορείες. Του απάντησα πως μοιάζουν σίγουρα προφητικά –δεν ήταν πάντως-. Γελάσαμε.
-«Και τώρα;», τον ρώτησα, από περιέργεια να δω τι συμπέρασμα έβγαζε απ’ όλα αυτά.
-«Συνεχίζεις, βλέπεις και κάνεις», με καληνύχτισε. Κι έτσι έκανα.
Στις δέκα η ώρα το πρωί κι αφού η συγγενική μου συγκάτοικος, μου έκανε τη χάρη να μ’ αφήσει μόνο στο σπίτι, αποφάσισα να γράψω κι άλλα τέτοια δείγματα, ετοιμάζοντας έτσι υλικό για μια πιθανή πρώτη μου δουλειά σε περιοδικό ή εφημερίδα με διηγήματα. Λίγο νωρίτερα, είχα πληκτρολογήσει φασαριόζικα, έτσι δοκιμαστικά, τ’ όνομά μου, με τόσους διαφορετικούς τρόπους, ώστε κατάφερα να τη διώξω για μάθημα. φανταζόμουνα τους λίγους συγγραφείς που είχα διαβάσει ως τότε, να κάθονται μπροστά σε μια “ollivetti lettera 22”, όπως κι εγώ. Η ατμόσφαιρα ήταν πια κατάλληλη, έτσι πέρασα μια καινούρια κόλλα Α4 κι αποφάσισα να γράψω ολόκληρο το πρώτο μου διήγημα προς δημοσίευση, πάνω στη γραφομηχανή, όμως σύντομα σκάλωσα. Δεν είχα ιδέα τι θα έγραφα.
Σκέφτηκα να γράψω για ό, τι θα περνούσε πρώτο απ’ το μυαλό μου:  μια ανάμνηση απ’ τα δέκα, τότε που μάθαινα ματαίως την προπαίδεια, όταν έγραφα για μια φάρμα που ως δια μαγείας κάθε μέρα τα δυο άλογα γεννούσαν άλλα δύο και την τρίτη μέρα ήταν οχτώ και πάει λέγοντας. Οι σκέψεις όμως δεν έρχονται ποτέ σ’ ακολουθία, μα κουβάρια. Θυμήθηκα τις επισκέψεις που κάναμε οικογενειακώς στο διακοσμημένο σπίτι μιας θείας και πως απ’ όλα τα αντικείμενα, τη προσοχή μου τραβούσε μια άσπρο-μπλε, όχι επαγγελματική, γραφομηχανή, στο δωμάτιο της ξαδέρφης μου.
Άργησα κάπως ν’ αρχίσω το γράψιμο, καθώς έμεινα να σκέφτομαι πόσο πιθανό θα ήταν γράφοντας, να κάνω την ιδέα που πάντα είχα, για μια ζωή σε φάρμα, τόσο μακρινή σαν το Θιβέτ, κι αυτό το όνειρο για ταξίδι, ακόμα πιο άπιαστο. Σκέφτηκα τα λόγια της Αντιγόνης κι ένοιωσα, κάπως πρόωρα, τη μοναξιά του συγγραφέα. Σύντομα σταμάτησα, θα την ψώνιζα αν συνέχιζα έτσι. Κι ύστερα ήρθαν οι σκέψεις αντίδοτα, ότι κι αν έκανα αλλιώς, τώρα πια θα ένοιωθα τη μοναξιά της εσωστρέφειας. Άλλωστε δεν υπέγραψα και κάνα συμβόλαιο για το μέλλον! Δοκίμασα να δω τι δεν ήθελα να γράψω, μήπως και βοηθούσε, όμως είχε ήδη μεσημεριάσει, κι είχα ξεμείνει από τσιγάρα κι έτσι ασυναίσθητα, μιας και δεν έβλεπα να ξεκολλάω, πάτησα έναν τίτλο με κεφαλαία ελληνικά κι ύστερα κατέβηκα ως το περίπτερο. Θα το συνέχιζα μετά κι όπου έβγαζε. Τι θα συνέχιζα, τον τίτλο;

Αρκετούς μήνες μετά κι αφού τελικά δε γλύτωσε η θητεία από μένα, ετοιμαζόμουν για συνάντηση με την αρχισυντάκτρια ενός lifestyle περιοδικού. Περίμενα από πολύ νωρίς στο χολ έξω απ’ το γραφείο της. Μετά από αρκετή ώρα μπήκε -τρέχοντας-, με μια αγκαλιά από έντυπα απειλούμενα από μια χάρτινη κούπα γεμάτη με καφέ, κοιτάχτηκε με μια συντάκτρια συνάδελφό της μ’ αυτόν τον γυναικείο τρόπο που προδίδει ότι δυο γυναίκες κάτι σου «μαγειρεύουν» και λίγο πριν μπει στο γραφείο της, με πλησίασε με ύφος. Πρέπει να ήταν τριάντα πέντε με σαράντα χρονών και σίγουρα παντρεμένη με παιδιά, όλα πάνω της το μαρτυρούσαν, χύμα αντί στη τρίχα, χωρίς πολλά φτιασιδώματα και περισσότερο, δε θα την πρόδιδαν άλλα γνωρίσματα, παρά οι διάσπαρτες μικροσκοπικές κηλίδες σάλτσας, ενός δείπνου που έπρεπε να είναι έτοιμο απ’ το πρωί, πριν τη δουλειά.
Αφού γλύτωσα απ’ τον καυτό καφέ της κι εκείνη ξελαχάνιασε, μου πέταξε δυο κουβέντες, που χρειάστηκα λίγο μέλλον, ώστε να καταλάβω που το πήγαινε.
-«Προσπαθείς να μου πεις κάτι;», με ρώτησε κάπως ηλεκτρισμένα.
Πριν από δυο μέρες είχα αφήσει κάποια δείγματα από τη δουλειά μου, στη γραμματέα της.
-«Μ’ ενδιαφέρει να γράφω, εβδομαδιαίως, διηγήματα σε μια στήλη, ώστε…»
-«Εννοώ το «ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ», είναι πραγματικότητα;», με διέκοψε.
-«Τι σημασία έχει, θα μπορούσε τόσο να είναι, όσο και να μην είναι», της απάντησα κι εκείνη έφυγε για μέσα, χαζογελώντας που με ψάρωσε, σα στο στρατό.
Σε δυο λεπτά το ίδιο θα έκανε κι η συνεργός στο χιούμορ της, ενώ με κοίταζε με τον «σε τσακώσαμε μπαγάσα» τρόπο της.
-«Η κυρία Αντιγόνη είναι έτοιμη να σας δεχτεί».
-«Η κυρία…;», γέλασα. Επιτέλους αποκάλυψη!
Τι μπορούσε να τη νοιάζει αν η γραφομηχανή ήταν “lettera 22”, ή αν το καφέ βρισκόταν στη Μαβίλη 22, ή πως όταν προέκυψε εκείνο το πρωτόλειο διήγημα, είχα μόλις κλείσει τα 22; Αυτή είναι η μαγεία, να γράφεις για μια Αντιγόνη ενώ το απέφευγες, και τώρα να θες να τεντωθείς στα γέλια, όταν η κατά πολύ μεγαλύτερή σου, παντρεμένη με παιδιά κι ομώνυμη συντάκτρια, σ’ αφήνει να νομίζεις πως έπεσες θύμα τέτοιας παρεξήγησης! Κι η συνάδελφος «όλα τα λεφτά»! Προλαβαίνω ακόμα να φύγω! Ή μήπως όχι;

-Κι ο χρόνος περνά, η ζωή είναι τόσο ωραία που δεν την χορταίνω μερικές φορές και παραληρώ με τα χέρια μου πάνω στη “lettera”, σα σε μια προσπάθεια να προλάβω να αποτυπώσω την ύπαρξή μου, ή να με προκαλέσω να τη ζήσω.-

Και δεν ξέρω τελικά αν είναι πιο έντονα τα γεγονότα ή η εξιστόρησή τους. Δεν έμαθα ακόμα αν οι συγκινήσεις είναι πιότερες στη διήγηση ή στο σκέτο βίο. Όμως σήμερα, ένα ζευγάρι ωραίοι άνθρωποι μειώνουν τα έξοδά τους, πολλαπλασιάζοντας τον έρωτά τους, στο κοινό για πρώτη φορά σπίτι τους. Ένας μουσικός ομορφαίνει τη γωνιά μιας ερημωμένης, από την… κρίση, γειτονιάς, γεμίζοντάς την ξανά με κόσμο και φυτά στα παρτέρια που από καιρό ο δήμος εγκατέλειψε. Μια μικρή φοιτήτρια επιλέγει έγκαιρα να ζήσει τη ζωή της και συμβουλεύει κάποιον άλλον για το που βαδίζει. Κι αυτός δεν την αγνοεί πέρα ως πέρα, όμως για την ώρα συνεχίζει για κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιος, αλλά που όταν το κάνει, καταφέρνει και νοιώθει λιγότερο αβέβαιος, γιατί ανακαλύπτει μικρά σημάδια που ομορφαίνουν τη ζωή και την Α4 κόλλα του, πάνω στη γραφομηχανή. Τα 22αρια πάντως, ήταν πραγματικότητα. Ή όχι;
Ετεοκλής ο νεότερος.

Η ΓΡΑΦΟΜΗΧΑΝΗ, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Parallaxi Magazine, free press της Θεσσαλονίκης, 2014.