Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

23.3.16

Βασίλης Τσιτσάνης 1915 – 1984

Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και γενικά της ελληνικής λαϊκής μουσικής του 20ου αιώνα.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι. Αργότερα, οι φίλοι του οι ρεμπέτες του κόλλησαν το παρατσούκλι «Ο Βλάχος», επειδή ήταν ο μόνος  ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.
Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, πρωτόπιασε όργανο στα χέρια του μετά το θάνατο του πατέρα του το 1926. Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. Αν και δεν είχε εμφανιστεί ακόμα δημοσίως με το μπουζούκι, καθώς ήταν απαγορευμένο και χωρίς καμία κοινωνική καταξίωση, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια πάνω σ’ αυτό, σε ηλικία μόλις 15 ετών.
Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν»,  όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.Βρισκόμαστε στον αστερισμό της δικτατορίας Μεταξά και η εποχή επιβάλλει εμβατήρια, ενώ απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου, όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Ο Τσιτσάνης απαντά με το μπόλιασμα του ρεμπέτικου με δυτικά μελωδικά στοιχεία κι έτσι προσεγγίζει τις ευρύτερες μάζες. Τον Μάρτιο του 1938 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη. Παίρνει άδειες και ποτέ δεν γυρνά στην ώρα του, γεγονός που εξοργίζει τους διοικητές του. Περνά πολλές μέρες στο πειθαρχείο, όπου γράφει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, την «Αρχόντισσα». Στη Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει και τη μελλοντική σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα.
Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.
Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μία πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, πολλά κυκλοφόρησαν αρκετά χρόνια μετά, ενώ κάποια δεν εκδόθηκαν ποτέ. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές, που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα...
Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έβαλε τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ελληνική λαϊκή μουσική. Μπόλιασε το ρεμπέτικο με δυτικά μελωδικά στοιχεία και το έβγαλε από το περιθώριο, που το είχαν τάξει τα «αντικοινωνικά» και ανατολίτικα στοιχεία του. Εμπλούτισε τη λαϊκή ορχήστρα με νέα ηχοχρώματα, προσθέτοντας το πιάνο κι επιβάλλοντας το ακορντεόν ως όργανο της κομπανίας. Καινοτόμησε στο στίχο, με την απομάκρυνσή του από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου και της ομοιοκαταληξίας και επισημοποίησε και γενίκευσε το ρόλο του ρεφρέν. Με τον Τσιτσάνη, το ρεμπέτικο γίνεται «τέχνη» και η ρήξη με την παράδοση αρχίζει να γίνεται ορατή.

Γιώργος Ζαμπέτας 1925 – 1992

Συνθέτης, βάρδος του λαϊκού τραγουδιού και δεξιοτέχνης στο μπουζούκι. Γεννήθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 1925 στην Αθήνα. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε από τον κουρέα πατέρα του και από το 1950 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά σε λαϊκά κέντρα. Στη δισκογραφία μπήκε το 1953.

Το 1959 ο Μάνος Χατζιδάκις τον έκανε «σολίστ» στις συνθέσεις του. Τα επόμενα χρόνια, ο Γιώργος Ζαμπέτας «κέντησε» με τις ξεχωριστές πενιές του τις εισαγωγές και τα τραγούδια των Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Πλέσσα, Μαρκόπουλου, Μαρκέα, Καπνίση και πολλών άλλων συνθετών. Έγραψε ακόμα τραγούδια με τους Πυθαγόρα, Καγιάντα, Πρετεντέρη, Παπαδόπουλο, Τζεφρώνη, Μπακογιάννη και Παπαγιαννοπούλου, ενώ συνεργάστηκε στενά με τον κορυφαίο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη - Τσάντα, τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και τον Αλέκο Σακελλάριο.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται πάνω από 250 τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες, όπως Πατέρα κάτσε φρόνιμα, Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά, Σταλιά-σταλιά, Τι σου ’κανα και μ’ εγκατέλειψες, Τι γλυκό να σ’ αγαπούν, Ο πενηντάρης, Μάλιστα κύριε, Ο πιο καλός ο μαθητής κ.ά. Με τα τραγούδια του ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά τραγουδιστών: Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα κ.α.
Πήρε μέρος σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες (Κόκκινα Φανάρια, Λόλα, Οδός Ονείρων κ.ά.).
Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίσι, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια. "Μάλιστα κύριε" (τίτλος τραγουδιού του Γ. Ζαμπέτα, με ερμηνεία δική του και στίχους του Αλέξανδρου Καγιάντα)».
Πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1992.
Στις 25 Ιανουαρίου του 1925 γεννήθηκε στην Αθήνα ο αγαπημένος συνθέτης, τραγουδιστής και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Γιώργος Ζαμπέτας. Ο προικισμένος με εξαιρετικό μουσικό αυτί Γιώργος Ζαμπέτας πήρε τα πρώτα του μαθήματα μπουζουκιού από τον πατέρα του, κουρέα στο επάγγελμα, και σε ηλικία 7 ετών είχε ήδη βραβευτεί σε σχολικό διαγωνισμό. Στα 13 του είχε την τύχη να γνωρίσει τον σπουδαίο συνθέτη, στιχουργό και ερμηνευτή Βασίλη Τσιτσάνη, ο οποίος άσκησε καθοριστική επιρροή στο νεαρό ταλέντο.
Εξασκεί το πάθος του με αφοσίωση αδιάκοπα. Το 1940 η οικογένεια μετακομίζει από το Μεταξουργείο στο Αιγάλεω – το οποίο θα αποκαλεί «Σίτι». Το 1942, τον φοβερό εκείνο χειμώνα της Κατοχής, ο Ζαμπέτας δημιουργεί το πρώτο του συγκρότημα με το οποίο τραγουδούσαν καντάδες σε κορίτσια. Η επαγγελματική του καριέρα ωστόσο ξεκινάει στ’ αλήθεια τη δεκαετία του 1950, οπότε αρχίζει να παίζει μπουζούκι σε λαϊκά κέντρα. Το ταλέντο του τον κάνει να διακριθεί σύντομα, ενώ από το 1952 ξεκινάει να συνθέτει και μουσική για τραγούδια, με πρώτο το Σαν σήμερα σαν σήμερα σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Το 1953 ηχογραφεί για πρώτη φορά. Δημιουργεί σταθερά τραγούδια ενώ συνεχίζει να παίζει σε λαϊκά κέντρα, διαμορφώνοντας το προσωπικό του στιλ που τον καθιέρωσε ως τον σπουδαιότερο μουσικό μπουζουκιού της χώρας.
Ορισμένες από τις σημαντικότερες συνθέσεις του της δεκαετίας του 1950 είναι: Αφήνω γεια (1954) σε στίχους Κώστα Βίρβου, Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα (1956) σε στίχους Γιώργου Μητσάκη, Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω (1956) σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη, ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου (1958) σε στίχους Χ. Βασιλειάδη καθώς και το γνωστό και πολυτραγουδισμένο Ο πιο καλός ο μαθητής (1959) πάλι σε στίχους Χ. Βασιλειάδη.
Το 1959 είναι η χρονιά που ο Μάνος Χατζηδάκις τον κάνει σολίστ στα έργα του και ταξιδεύουν μαζί, καθώς και με την Μελίνα Μερκούρη και τον Ζιλ Ντασέν, στις Κάννες για το "Ποτέ την Κυριακή" - το πάρτυ υπό τους ήχους του Ζαμπέτα άφησε ιστορία στο φεστιβάλ.
Το παίξιμο του Ζαμπέτα γίνεται το μέτρο επιδεξιότητας του οργάνου, ενώ στις αρχές του 1960 γνωρίζεται με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και συνθέτει μια σειρά από εξαιρετικά τραγούδια, όπως: Το κουτούκι (1960) σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιανοπούλου, Δεν έχει δρόμο να διαβώ (1963), Πόρτα κλειστή τα χείλη σου και Τα δειλινά (1964) και Τι να φταίει (1969)σε στίχους Δ. Χριστοδούλου, Σήκω χόρεψε συρτάκι, Η Κυριακή (1965), Δημήτρη μου Δημήτρη μου (1966) σε στίχους Αλέκου Σακελάριου, Σταλιά, σταλιά (1967) σε στίχους Διονύση Τζεφρώνη και Αγωνία (1970) σε στίχους Χ. Βασιλειάδη.
Ο Γιώργος Ζαμπέτας εμφανίστηκε σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και σε ακόμα περισσότερες κινηματογραφικές ταινίες όπως «Ο πύργος των ιπποτών» (1952), «Ανήσυχα νιάτα» (1963), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Κόκκινα φανάρια» (1963), «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966), κ.α. ενώ εκτός απ την πλούσια σε επιτυχίες δισκογραφική δραστηριότητα του στο εσωτερικό, έκανε αρκετές εμφανίσεις στο εξωτερικό ως δεξιοτέχνης του μπουζουκιού.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται περισσότερα από 250 τραγούδια που ερμήνευσαν σπουδαίοι καλλιτεχνες του λαϊκού τραγουδιού όπως οι Τόλης Βοσκόπουλος, Μαρινέλλα, Δημήτρης Μητροπάνος, Βίκυ Μοσχολιού, Σταμάτης Κόκοτας, Δούκισσα, Πόλυ Πάνου, Στέλιος Καζαντζίδης, Μανώλης Καναρίδης, Πρόδρομος Τσαουσάκης.
«Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουκτσής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σώου-μαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!» είπε ο στιχουργός και ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος. Ο Γιώργος Ζαμπέτας, μετά από πολύμηνη ασθένεια, πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1992, σε ηλικία 67 ετών.
ΠΗΓΗ: TVXS

Μάνος Λοΐζος 1937 – 1982

Ο Εμμανουήλ Λοΐζος γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1937 στο χωριό Άγιοι Βαβατσινιάς της επαρχίας Λάρνακας. Ήταν το μοναδικό παιδί του Ανδρέα Λοΐζου και της Δέσποινας Μανάκη, κόρης γεωπόνου από τη Ρόδο. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, όταν ο Μάνος ήταν επτά ετών.

Με τη μουσική ασχολήθηκε από τα μαθητικά του χρόνια. Γράφτηκε σε τοπικό Ωδείο και άρχισε να μαθαίνει βιολί, αλλά κατέληξε στην κιθάρα. Μετά την αποφοίτησή του από το Αβερώφειο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας το 1955 ήλθε στην Αθήνα και γράφτηκε αρχικά στη Φαρμακευτική Σχολή και στη συνέχεια στην ΑΣΟΕΕ. Στις αρχές του 1960 ήλθε η μεγάλη στροφή στη ζωή του, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική.
Για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές, από γκαρσόνι σε ταβέρνα μέχρι γραφίστας και διακοσμητής. Το 1962 έρχεται σε επαφή με τον Μίμη Πλέσσα, ο οποίος μεσολαβεί στη «Φίλιπς» για την ηχογράφηση του πρώτου του τραγουδιού. Είναι το «Τραγούδι του δρόμου», ελληνική απόδοση του Νίκου Γκάτσου σ' ένα ποίημα του Λόρκα με ερμηνευτή τον Γιώργο Μούτσιο.
Το Απρίλιο του 1962 έγινε ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής (ΣΦΕΜ), με στόχο τη στήριξη του έργου του Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και την προβολή νέων δημιουργών. Στις τάξεις του συλλόγου θα βρεθούν πολύ γρήγορα ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Νότης Μαυρουδής, ο Φώντας Λάδης, ο Μάνος Ελευθερίου και πολλοί άλλοι. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση της χορωδίας του συλλόγου και με αυτή συμμετέχει το καλοκαίρι στις παραστάσεις της μουσικής επιθεώρησης του Μίκη Θεοδωράκη «Όμορφη Πόλη» που ανεβαίνει με μεγάλη επιτυχία στο Θέατρο Παρκ.
Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου, τη μετέπειτα συγγραφέα παιδικών βιβλίων, γνωστή ως Μάρω Λοΐζου. Ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1966, θα γεννηθεί η κόρη τους Μυρσίνη. Τα επόμενα χρόνια θα είναι αρκετά δημιουργικά για τον συνθέτη. Γράφει τραγούδια και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας μπήκε πολλές φορές στο στόχαστρο των αρχών για τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις. Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 συνελήφθη και πέρασε 10 μέρες στα κρατητήρια στης Ασφάλειας. Μέσα στο ξέφρενο κλίμα της μεταπολίτευσης συμμετέχει στις μεγάλες λαϊκές συναυλίες της εποχής και στο τέλος του 1974 κυκλοφορεί το δίσκο «Τα Τραγούδια του Δρόμου», με όλα εκείνα τα τραγούδια του που είτε είχαν απαγορευτεί τα προηγούμενα χρόνια, είτε δεν τους είχε επιτραπεί η ηχογράφηση από τη λογοκρισία της επταετίας. Την τριετία 1974 - 1977 υπήρξε ένας από τους βασικούς εκφραστές του πολιτικού τραγουδιού. Το 1978 αναλαμβάνει την προεδρία της Ένωσης Μουσικοσυνθετών Ελλάδας και πρωτοστατεί στη δημιουργία φορέα είσπραξης των πνευματικών δικαιωμάτων. Τον ίδιο χρόνο παντρεύεται σε δεύτερο γάμο την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη.
Στην εικοσαετή μουσική του διαδρομή έγραψε μερικά από τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια, συνεργαζόμενος με τους στιχουργούς Γιάννη Νεγρεπόντη, Φώντα Λάδη, Μανώλη Ραούλη, Δημήτρη Χριστοδούλου και Λευτέρη Παπαδόπουλο, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1965 και έγιναν αχώριστοι φίλοι. Τα τραγούδια του, γεμάτα λυρισμό και τρυφερότητα, ερμήνευσαν μεγάλα ονόματα του ελληνικού τραγουδιού, όπως ο Γιάννης Καλατζής, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Γιάννης Πάριος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Δήμητρα Γαλάνη.
Ο Μάνος Λοΐζος έφυγε νωρίς από τη ζωή στις 17 Σεπτεμβρίου 1982. Άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Μόσχας, χτυπημένος από την επάρατη νόσο.

Βασική Δισκογραφία

  • «Ο Σταθμός» (1968): Επτά τραγούδια σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και πέντε ορχηστρικά. («Minos») Επιτυχίες: «Δελφίνι, Δελφινάκι», «Το παληό ρολό», «Η δουλειά κάνει τους άντρες», «Ο Σταθμός». Τραγουδούν: Γιάννης Καλατζής, Λίτσα Διαμάντη, Δημήτρης Ευσταθίου και Γιώργος Νταλάρας.
  • «Θαλασσογραφίες» (1970): 11 τραγούδια σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. («Minos») Επιτυχίες: «Έχω ένα καφενέ», «Τζαμάικα», «10 παλληκάρια». Τραγουδούν: Γιάννης Καλατζής, Γιώργος Νταλάρας, Μαρίζα Κωχ, Γιάννης Πάριος και ο συνθέτης.
  • «Ευδοκία» (1971): Το σάουντρακ της ομώνυμης ταινίας του Αλέξη Δαμιανού. («Minos») Επιτυχία: «Το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας».
  • «Να 'χαμε τι να 'χαμε...» (1972): 10 τραγούδια σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. («Minos») Επιτυχίες: «Παποράκι», «Ήλιε μου σε παρακαλώ», «Κουταλιανός», «Ελισσώ». Τραγουδούν: Γιάννης Καλατζής και Γιώργος Νταλάρας.
  • «Τραγούδια του δρόμου» (1974): 12 τραγούδια σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Νίκου Γκάτσου και Μάνου Λοΐζου. («Minos») Επιτυχίες: «Μέρμηγκας», «Τσε», «Τ' Ακορντεόν», «Τρίτος Παγκόσμιος». Τραγουδούν: Αλέκα Αλιμπέρτη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Χορωδία Γιώργου Κακίτση και ο συνθέτης.
  • «Καλημέρα ήλιε» (1974): 12 τραγούδια σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου και Μάνου Λοΐζου. («Minos») Επιτυχίες: «Καλημέρα Ήλιε», «Μια καλημέρα», «Με φάρο το φεγγάρι», «Θα έρθει μόνο μια στιγμή», «Δώδεκα παιδιά» και «Όταν σε είδα να ξυπνάς». Τραγουδούν: Κώστας Σμοκοβίτης, Χάρις Αλεξίου, Αλέκος Αλιμπέρτης και ο συνθέτης.
  • «Τα νέγρικα» (1975): Κύκλος 10 τραγουδιών σε ποίηση Γιάννη Νεγρεπόντη. («Minos») Επιτυχία: «Ο γερο νέγρο Τζιμ». Τραγουδούν: Μαρία Φαραντούρη και Μανώλης Ρασούλης.
  • «Τα τραγούδια μας» (1976): 12 τραγούδια σε στίχους Φώντα Λάδη με ερμηνευτή τον Γιώργο Νταλάρα. («Minos») Επιτυχίες: «Λιώνουν τα νιάτα μας», «Πάγωσε η τζιμινιέρα», «Το Δέντρο». Ο δίσκος έγινε πλατινένιος, αλλά τα περισσότερα τραγούδια κόπηκαν από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ, λόγω των πολιτικοκοινωνικών τους μηνυμάτων.
  • «Τα τραγούδια της Χαρούλας» (1979): 12 τραγούδια σε στίχους Μανώλη Ρασούλη και Πυθαγόρα. («Minos») Επιτυχίες: «Γύφτισσα τον εβύζαξε», «Τέλι, Τέλι, Τέλι», «Όλα σε θυμίζουν». Τραγουδούν: Χάρις Αλεξίου και Δημήτρης Κοντογιάννης. Ο δίσκος έγινε πλατινένιος.
  • «Για μια μέρα ζωής» (1980): 12 τραγούδια σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, Μανώλη Ρασούλη, Δώρας Σιτζάνη, Φώντα Λάδη, Τάσου Λειβαδίτη και Μάνου Λοΐζου. («Minos») Επιτυχίες: «Σ' ακολουθώ», «Κι αν είμαι ροκ», «Η ημέρα εκείνη δεν θα αργήσει». Τραγουδούν: Δήμητρα Γαλάνη, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Δώρα Σιτζάνη και ο συνθέτης.
  • «Γράμματα στην αγαπημένη» (1983): Μελοποιημένη ποίηση του τούρκου Ναζίμ Χικμέτ σε απόδοση Γιάννη Ρίτσου. («Minos»)
  • «Εκτός Σειράς. Σαράντα σκόρπιες ηχογραφήσεις» (2002): Συλλογή με επιτυχίες του που δεν είχαν συμπεριληφθεί σε δίσκους. («Minos»)
  • «Τα τραγούδια του Σεβάχ» (2003): Συλλογή με τις μεγάλες επιτυχίες του («Minos»)

Σταύρος Κουγιουμτζής 1932 – 2005

Μικρασιάτης στην καταγωγή, ο μουσικοσυνθέτης Σταύρος Κουγιουμτζής γεννήθηκε το 1932 στη Θεσσαλονίκη. Με το χώρο της μουσικής ήρθε σε επαφή σε ηλικία 15 ετών, οπότε κι άρχισε τις σπουδές του στη Σχολή πιάνου του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης.

Το πρώτο τραγούδι του το έγραψε το 1960. Ήταν το «Περιστεράκι», με το οποίο συμμετείχε ένα χρόνο αργότερα στο Φεστιβάλ του ΕΙΡ, με ερμηνεύτρια τη Ζωή Κουρούκλη. Ακολούθησε μια σειρά από τραγούδια που έγιναν επιτυχίες, όπως «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», καθώς και μια σειρά από συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής: Γιάννης Βογιατζής, Γιάννης Πουλόπουλος, Γιώργος Ζωγράφος, Καίτη Χωματά.
Το 1966 μπήκε δυναμικά και στο χώρο του θεάτρου, γράφοντας τη μουσική για το έργο του Γιώργου Θεμελή «Το ταξίδι», το οποίο ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, σε σκηνοθεσία Ευγένιου Σπαθάρη.
Την επόμενη χρονιά μετακόμισε στην Αθήνα κι άρχισε μια μεγάλη συνεργασία με τη δισκογραφική εταιρεία ΜΙΝΟΣ και με τον ανερχόμενο τότε τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου, τον Γιάννη Καλατζή και τη Βίκυ Μοσχολιού. Αυτή την περίοδο έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, που έμειναν στην ιστορία του ελληνικού πενταγράμμου: «Κάπου νυχτώνει», «Πού ’ναι τα χρόνια», «Όλα καλά κι όλα ωραία», «Ο ουρανός φεύγει βαρύς».
Αν και εξαιρετικός στιχουργός των μεγαλύτερων επιτυχιών του, συνεργάστηκε με σπουδαίους στιχουργούς (Κ. Βίρβος, Σ. Τσώτου, Μ. Μπουρμπούλη, Μ. Ελευθερίου, Λ. Παπαδόπουλο) και ποιητές (Γ, Θέμελης, Ντ. Χριστιανόπουλος, Κ. Βάρναλης), δημιουργώντας για περισσότερο από 30 χρόνια κλασσικά λαϊκά τραγούδια, με ιδιαίτερη απήχηση στον κόσμο.
Ακολούθησε μια ηθελημένη σιωπή 11 ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων επέστρεψε στη γενέτειρα του. Κατόπιν προτροπής του Γιώργου Νταλάρα, επανήλθε το 1998, με κομμάτια βασισμένα στη βυζαντινή υμνογραφία, που παρουσιάστηκαν και ηχογραφήθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής, με τον Νταλάρα, την Αιμ. Κουγουμτζή και χορωδία, με τον τίτλο «Ύμνοι αγγέλων σε ρυθμούς ανθρώπων».
Πέθανε, σε ηλικία 73 ετών, στις 12 Μαρτίου του 2005.

Γιάννης Χρήστου 1926 – 1970 [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ο Γιάννης Χρήστου υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους έλληνες συνθέτες, με διεθνή αναγνώριση. Κύριο χαρακτηριστικό της ζωής και του έργου του ήταν οι έντονες φιλοσοφικές και μεταφυσικές του ανησυχίες, τις οποίες συσχέτιζε άμεσα με τη μουσική, προσπαθώντας να αναδείξει την πανανθρώπινη θρησκευτική, μεταφυσική και μυστικιστική της διάσταση, πέρα από ιστορικές περιόδους, τεχνοτροπίες, πολιτισμούς και θρησκευτικά δόγματα.

Γεννήθηκε στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου στις 8 Ιανουαρίου 1926 και μεγάλωσε στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου σε ηλικία πέντε ετών. Ήταν ο δευτερότοκος γιος του σοκολατοβιομήχανου Ελευθέριου (Τέρη) Χρήστου και της ποιήτριας Καλλιόπης (Λιλίκας) Ταβερνάρη, κυπριακής καταγωγής.
Ο νεαρός Γιάννης φοίτησε στα καλύτερα αγγλόφωνα σχολεία της Αλεξάνδρειας, παράλληλα με τις σπουδές του στο πιάνο υπό την καθοδήγηση της διάσημης πιανίστριας Τζίνας Μπαχάουερ. Το 1939 οι γονείς του χωρίζουν και ο δεκατριάχρονος Γιάννης μαζί με τον αδελφό του μένουν στην πατρική εστία. Τελειώνοντας το σχολείο, ο πατέρας του τον στέλνει στην Αγγλία για να σπουδάσει οικονομικά, ελπίζοντας να αναλάβει στη συνέχεια τις οικογενειακές επιχειρήσεις, κάτι που δε συνέβη ποτέ.
Ο Χρήστου, αν και πήρε τελικά το πτυχίο του στα οικονομικά, προτίμησε να σπουδάσει φιλοσοφία με τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν και τον Μπέρτραντ Ράσελ στο Καίμπριτζ, καθώς και ανώτερα θεωρητικά της μουσικής. Συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στην Ιταλία από το 1949 έως το 1953, ενώ την ίδια χρονική περίοδο ασχολήθηκε σε βάθος και με την αναλυτική ψυχολογία, επηρεαζόμενος και από τον αδερφό του, ο οποίος σπούδαζε εκείνη την εποχή στο Ινστιτούτο Γιουνγκ στη Ζυρίχη.
Επιστρέφοντας στην Αίγυπτο, αφοσιώθηκε στη σύνθεση, δουλεύοντας αρκετές ώρες την ημέρα. Το 1956 παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Θηρεσία (Σία) Χωρέμη, ζωγράφο, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Την ίδια χρονιά σκοτώθηκε ο πολυαγαπημένος αδερφός του σε τροχαίο δυστύχημα, γεγονός που θα τον σημάδευε αφάνταστα για όλη του τη ζωή.
Το 1960, με τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια, όπως και οι περισσότεροι εύποροι Έλληνες της Αιγύπτου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Χίο, όπου είχε επίσης αρκετή οικογενειακή περιουσία. Στο σπίτι του, μέσα σ' ένα μεγάλο κτήμα, ο Γιάννης Χρήστου εγκατέστησε τη μεγάλη του βιβλιοθήκη κυρίως με βιβλία φιλοσοφίας, θρησκειολογίας, ανθρωπολογίας, ψυχολογίας, μαγείας, πνευματισμού, προϊστορίας και πρωτόγονων πολιτισμών, ιστορίας, λογοτεχνίας, τέχνης και μουσικής καθώς και τις προσωπικές του συλλογές.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διέμενε κυρίως στην Αθήνα, όπου και ασχολήθηκε, εκτός από τη σύνθεση, με την προώθηση της πρωτοποριακής ελληνικής μουσικής. Ασκούσε πολύ μεγάλη επιρροή στους ελληνικούς πρωτοποριακούς μουσικούς κύκλους της εποχής του και στις πρώτες θεσμικές τους εκφράσεις, όπως το Εργαστήρι Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου «Γκαίτε» (1962) και ο Ελληνικός Σύνδεσμος Σύγχρονης Μουσικής (1965).
Η οικονομική του άνεση του προσέφερε τη δυνατότητα να μην χρειαστεί ποτέ να αναζητήσει εργασία σε Ωδεία (τα οποία δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα ως εκπαιδευτικό θεσμό) ή σε άλλους μουσικούς φορείς, ούτε να αναλάβει ποτέ θέση ευθύνης σε οποιοδήποτε μουσικό ίδρυμα ή επιτροπή, με εξαίρεση μία και μοναδική φορά, το 1962, ως μέλος κριτικής επιτροπής διαγωνισμού σύγχρονης μουσικής, τον οποίο διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις.
Ο Γιάννης Χρήστου σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα τη νύχτα της 8ης Ιανουαρίου 1970, κατά την επιστροφή του στο σπίτι από τον εορτασμό των γενεθλίων του. Στο ίδιο δυστύχημα τραυματίστηκε σοβαρά η γυναίκα του, η οποία εξέπνευσε δέκα ημέρες αργότερα, αφήνοντας τα τρία τους παιδιά ορφανά.

Ιάννης Ξενάκης 1922 – 2001 [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνικής καταγωγής μουσικοσυνθέτης, που σταδιοδρόμησε στο χώρο της πρωτοποριακής μουσικής στη Γαλλία. Γεννήθηκε στις 29 Μαΐου του 1922 στη Βράιλα της Ρουμανίας. Τελείωσε το Γυμνάσιο της Κοργιαλενείου Σχολής Σπετσών και σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, απ' όπου αποφοίτησε το 1946, ενώ συγχρόνως έκανε μαθήματα ανώτερων θεωρητικών στη μουσική.

Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και φυλακίστηκε από τις κατοχικές δυνάμεις. Στα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε από όλμο, με αποτέλεσμα να χάσει το αριστερό μάτι του και να παραμορφωθεί το πρόσωπό του. Απειλούμενος με σύλληψη, το 1947 διέφυγε στο Παρίσι, από όπου του απαγορευόταν να ξαναγυρίσει, λόγω της ερήμην καταδίκης του σε θάνατο για λιποταξία. Το 1965 πήρε τη γαλλική υπηκοότητα, ενώ έπρεπε να περιμένει έως το 1974 για να αρθεί η απαγόρευση.
Στη Γαλλία εργάστηκε ως αρχιτέκτονας και, παράλληλα, συνέχισε τις σπουδές του στη μουσική, με σημαντικότερη την επαφή του με τον Ολιβιέ Μεσιάν. Κατά την περίοδο 1947 - 1959 συνεργάστηκε με το διάσημο γάλλο αρχιτέκτονα Λε Κορμπιζιέ στο σχεδιασμό σημαντικών έργων. Το 1953 παντρεύτηκε τη Φρανσουάζ, δημοσιογράφο και συγγραφέα μυθιστορημάτων και βιογραφιών, με την οποία απέκτησε μία κόρη.
Το πρώτο του μουσικό έργο - σταθμός, με το οποίο αποκηρύσσει τα προηγούμενα, είναι οι «Μεταστάσεις» (1954), για ορχήστρα, όπου αρχίζει να χρησιμοποιεί μαθηματικές και αρχιτεκτονικές έννοιες στη μουσική δομή, ερχόμενος σε αντίθεση με τον σειραϊσμό και την αντίληψη της γραμμικής κίνησης των μουσικών φθόγγων και προβάλλοντας την έννοια των ηχητικών επιφανειών: τις «ηχητικές μάζες» ή «γαλαξίες» όπως τις ονόμαζε. Ασχολήθηκε συστηματικά με τη μεταφορά στη μουσική των μαθηματικών «Νόμων των πιθανοτήτων», ενώ επινόησε τον όρο «Στοχαστική μουσική», που βασίζεται στην ιδέα ανάπτυξης του ηχητικού υλικού, με στατικούς μέσους όρους «προς ένα στόχο». Σαν βάση για τη μουσική του σύνθεση χρησιμοποίησε τουλάχιστον 15 μαθηματικές θεωρίες.
Ανάμεσα στις συνθέσεις του Ιάννη Ξενάκη περιλαμβάνονται έργα ηλεκτροακουστικής μουσικής, τα οποία χαρακτηρίζονται από ένα συνδυασμό μουσικής και φωτισμών, ενώ στο έργο του συνειδητά ενέταξε ήχους της φύσης και ανθρωπογενείς. Σε όλο του το έργο είναι εμφανής η λατρεία του προς την αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Συνέθεσε έργα για μπαλέτο, φωνητικά - χορωδιακά για μεικτά μέσα και πολύτεχνα, έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, ηλεκτρονική, μουσική για αρχαίο δράμα κ.ά. Ανάμεσα στα περίπου 130 έργα του περιλαμβάνονται τα «Λιθόπρακτα»,«Ψάφπα», «Περσέφασσα», «Πλειάδες», «Ανατολή - Δύση», «Ορέστεια» κ.ά.
Το τελευταίο έργο του είχε ως τίτλο το τελευταίο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Το «Ωμέγα» ήταν αυτό που έμελλε να κλείσει τον κύκλο της μεγάλης δημιουργικής περιπέτειάς του, καθώς σταμάτησε να συνθέτει το 1997, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας.
Δίδαξε σύνθεση στη Σορβόνη, ανακηρύχτηκε διδάκτωρ και καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής και τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία και διακρίσεις. Από το 1966 διηύθυνε το Κέντρο Έρευνας για την Πρωτοποριακή Μουσική στο Παρίσι, ενώ ίδρυσε στην Ελλάδα το Κέντρο Σύγχρονης Μουσικής Έρευνας, που αποτελούσε όνειρο της ζωής του.
Στις 23 Ιανουαρίου του 2001 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 4 Φεβρουαρίου, πέθανε στο Παρίσι.

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Ο ΜΟΤΣΑΡΤ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Σπουδαίος συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας· από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας.

Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα. Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του (ανώτερος δημόσιος υπάλληλος) πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).
Πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης. Το 1943 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο. Συνθέτει έργα «κλασσικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη.
Το 1953 θα νυμφευθεί τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα) και θα συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν και τον Εζέν Μπιγκό. Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.
Ένα βράδυ του 1958, ενώ περιμένει τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κι επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα. Το 1960 θα ηχογραφηθούν για πρώτη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είναι η εποχή, που ο Θεοδωράκης περνάει στο χώρο του τραγουδιού και «παντρεύει» τους λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του '30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κ.ά.). Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί». Επίσης, θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» (1964) και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του '60, τη «Μαγική Πόλη» και τη «Η γειτονιά των Αγγέλων». Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 θα αρχίσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ. Θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Την περίοδο της Μεταπολίτευσης θα γνωρίσει ευρεία αποδοχή και η μουσική του, που θα ακουστεί πάλι ελεύθερα. Θα γίνει σημείο αναφοράς μιας νέας περιόδου για την Ελλάδα και ταυτόχρονα θα παραμείνει σύμβολο για τους αγωνιστές πολλών χωρών ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα. Πολλά από τα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της επταετίας θα εκδοθούν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια Αβέρωφ» και πολλά άλλα), ενώ σταδιακά θα αρχίσει η ηχογράφηση και η έκδοση των συμφωνικών του έργων.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Παράλληλα, ξεκίνησε με τον τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Στην εξηντάχρονη καριέρα του, ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες και μουσική για τον κινηματογράφο.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Ο ΜΠΕΤΟΒΕΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελλάδας, ο Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος.

Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα.
Εν τω μεταξύ, από τα τέσσερά του χρόνια έχει αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν..

Παγοπώλης και φορτοεκφορτωτής

Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.
Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.

Γνωριμία με τον Κουν

Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα της χώρας γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.
Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.
Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.
Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.

Χατζιδάκις και σινεμά

Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974), κ.ά.Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή», τραγούδι το οποίο θα συμπεριληφθεί στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών τού χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Μ. Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου ανεβάζει στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική θα παραμείνει μέχρι το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.
Τo 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.

Η γέννηση του «Τρίτου»

Το 1975 αρχίζει η χρυσή εποχή του «Τρίτου». Γίνεται διευθυντής του κρατικού ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα» (1975-81) τον οποίο, σε συνεργασία με μια ομάδα νέων και ταλαντούχων δημιουργών, γίνεται σημείο αναφοράς.
Το 1989-93 ιδρύει την «Ορχήστρα των Χρωμάτων», για να παρουσιάσει «πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες», την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Ορχήστρα των Χρωμάτων με μαέστρο τον Χατζιδάκι έδωσε 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου με Έλληνες και ξένους σολίστ.
Στη διάρκεια όλων αυτών των χρόνων ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν διαρκώς παρών στην ελληνική δισκογραφία, με δεκάδες δίσκους που θεωρούνται πια κλασικοί: Ο Κύκλος με την Κιμωλία (1956), Παραμύθι χωρίς Όνομα (1959), Πασχαλιές μέσα απ' τη νεκρή γη (1961), Δεκαπέντε Εσπερινοί (1964), Μυθολογία (1965), Καπετάν Μιχάλης (1966), Τα Λειτουργικά (1971), Αθανασία (1975), Τα Παράλογα (1976), Σκοτεινή Μητέρα (1985), Τα Τραγούδια της Αμαρτίας (1992) κ.ά.
Μοναδικός, ιδιοφυής και αεικίνητος, ο Μάνος Χατζιδάκις «έφυγε» από κοντά μας στις 15 Ιουνίου 1994.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ 1911-1992 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Ποιητής, στιχουργός και μεταφραστής, ο Νίκος Γκάτσος παραμένει μία ξεχωριστή περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Με μία μόνο ποιητική σύνθεση στο ενεργητικό του, την περίφημη και αξεπέραστη Αμοργό, που έγραψε μεσούσης της Κατοχής, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές μας.

Γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1911, κατ' άλλους στις 30 Απριλίου 1915, στα Χάνια Φραγκόβρυσης (Κάτω Ασέα) Αρκαδίας. Τελείωσε το Δημοτικό στο χωριό του και το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου μυήθηκε στη λογοτεχνία και έμαθε μόνος του ξένες γλώσσες. Στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθμός» (1933). Γνώριζε ήδη αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, το Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις της ευρωπαϊκής ποίησης.
Το 1943 κυκλοφόρησε την ποιητική του σύνθεση «Αμοργός», που προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον και του χάρισε περίοπτη θέση στο Πάνθεον των ελλήνων ποιητών. Λέγεται ότι το μακρύ αυτό ποίημα γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα με το σύστημα της «αυτόματης γραφής», που χρησιμοποιούν οι σουρεαλιστές δημιουργοί. «Μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου» χαρακτήρισε την «Αμοργό» ο στενός φίλος του Μάνος Χατζιδάκις, «επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου». Με την «Αμοργό» κλείνει και ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, που είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Εμπειρίκο και τον Εγγονόπουλο.
Από τότε έως τον θάνατό του, ο Γκάτσος δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα: «Ελεγείο» (1946), «Ο Ιππότης και ο θάνατος» (1947) και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963). Τη λυρική του φλέβα ο Νίκος Γκάτσος τη διοχέτευσε στους στίχους τραγουδιών, καταργώντας συχνά τα όρια ποίησης και στιχουργίας. Το έργο του είναι εντυπωσιακό σε ποσότητα και ποιότητα. Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Δήμος Μούτσης, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης και άλλοι συνθέτες μελοποίησαν στίχους του, που τραγουδήθηκαν από δημοφιλείς καλλιτέχνες και έγιναν μεγάλες επιτυχίες («Αθανασία», «Της γης το χρυσάφι», «Ρεμπέτικο», «Αρχιπέλαγος», «Πήρες το μεγάλο δρόμο», «Πορνογραφία», «Λαϊκή Αγορά», «Η Μικρή Ραλλού», «Μια γλώσσα, μια πατρίδα», «Αν θυμηθείς τ' ονειρό μου», «Η νύχτα», «Στον Σείριο υπάρχουνε παιδιά», «Αντικατοπτρισμοί», «Το κατά Μάρκον», «America, America», «Χάρτινο το Φεγγαράκι», «Πάει ο καιρός» κ.ά.).
Σπουδαίο είναι και το μεταφραστικό του έργο, το οποίο δοκιμάστηκε επί σκηνής. Μετέφρασε για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα»), Αύγουστο Στρίνμπεργκ («Ο Πατέρας»), Ευγένιο Ο' Νηλ («Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα»), Λόπε ντε Βέγκα («Φουέντε Οβεχούνα») και Τενεσί Ουίλιαμς («Λεωφορείο ο Πόθος»).
Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 1992 και τάφηκε στη γενέτειρά του.

Μυρτιώτισσα 1881 – 1968 [Απο΄τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια. Αγαπήθηκε όσο λίγες γυναίκες στην εποχή της, τόσο για την ομορφιά της, όσο και για το πνεύμα και τα ερωτικά της ποιήματα.

Η Θεώνη Δρακοπούλου, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε το 1881 στο Μπεμπέκι, προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης και έξι χρόνια μετά τη γέννηση της κόρης του διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη τότε Κρήτη, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του. Μετά από παραμονή δυο χρόνων στο νησί, η οικογένεια Δρακόπουλου εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου η Θεώνη φοίτησε στη Σχολή Χιλ της Πλάκας..
Από μαθητική ηλικία είχε κλίση προς την ποίηση και το θέατρο. Σε ηλικία 16 ετών προκάλεσε θόρυβο γύρω από το όνομά της, όταν απήγγειλε στον «Παρνασσό» το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Ξύπνα, ξύπνα», - ένα σπαραξικάρδιο θρηνολόγημα για το παιδί του. Στη συνέχεια πήρε μέρος σε ερασιτεχνικές παραστάσεις αρχαίου δράματος και συνεργάστηκε με τη «Νέα Σκηνή» του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου. Την ίδια εποχή ερωτεύεται τον κατά έξι χρόνια μεγαλύτερό της ποιητή Πέτρο Ζητουνιάτη (1875-1909). Ο έρωτάς τους θα έχει άδοξο τέλος, μετά τις απειλές της οικογένειάς της προς τον νεαρό ποιητή από τη Λειβαδιά, για διακοπή της σχέσης του.
Έπειτα από σύντομη διακοπή της ενασχόλησής της με το θέατρο, λόγω αντίδρασης της οικογένειάς της, συνέχισε τις δραματικές σπουδές της στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μετά το γάμο της με τον μακρινό της εξάδελφο Σπύρο Παππά, ο οποίος υπηρετούσε στο διπλωματικό σώμα. Το ζευγάρι απέκτησε ένα γιο, τον Γιώργο Παππά (1903-1958), ο οποίος αναδείχθηκε σε μεγάλο πρωταγωνιστή του ελληνικού θεάτρου.
Ο γάμος της  ήταν βραχύβιος, αφού έγινε παρά τη θέλησή της, και μετά από μερικά χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια απαγγελίας στο Ωδείο Αθηνών. Καθοριστική για την ποιητική της έκφραση στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη. Μετά τον δραματικό θάνατό του στη μάχη του Δρίσκου το 1912 κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της. Το 1919 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Τραγούδια». Σημαντική για τη ζωή της στάθηκε επίσης η βαθιά φιλία που τη συνέδεε με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος στάθηκε καθοδηγητής της.
Τιμήθηκε με κρατικά βραβεία ποίησης, το 1932 για τα «Δώρα της αγάπης» και το 1939 για τις «Κραυγές». Μετά τον πρόωρο χαμό του γιου της, τον οποίο υπεραγαπούσε, εξέδωσε το βιβλίο «Ο Γιώργος Παππάς στα παιδικά του χρόνια (1962)». Ασχολήθηκε, επίσης, με τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών και ελλήνων κλασικών, που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά ή κυκλοφόρησαν σε αυτοτελή βιβλία. 
Η Μυρτιώτισσα πέθανε στην Αθήνα στις 5 Αυγούστου 1968, σε ηλικία 87 ετών.
Η ποίηση της  κυριαρχείται από έντονο λυρισμό, ενώ συχνά θέματά της είναι η φύση και το δίπτυχο έρωτας - θάνατος. Η Μυρτιώτισσα, όπως  παρατήρησε και ο Κωστής Παλαμάς, δεν επιμένει, ιδίως στις πρώτες της συλλογές, στην επεξεργασία του στίχων και παρουσιάζει χαλαρότητα στο ύφος, μειονεκτήματα, που καλύπτονται συχνά από τον πηγαίο θερμό λυρισμό της.

ΜΑΛΙΣΣΑΝΘΗ-ΗΒΗ ΚΟΥΓΙΑ [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνίδα ποιήτρια, από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές της υπαρξιακής ποίησης στην Ελλάδα.
Η Ήβη Κούγια, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1907 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο με καθηγητή τον Οκτάβιο Μερλιέ, ο οποίος την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με την ποίηση. Σπούδασε ακόμη, γερμανικά, αγγλικά, μουσική και μελέτησε φιλοσοφία.
Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και καθηγήτρια γαλλικών, ενώ υπήρξε συνεργάτιδα του λογοτεχνικού προγράμματος του ΕΙΡ από το 1945 έως το 1955, από το οποίο παρουσίαζε ελληνική και ξένη ποίηση, δικές της εργασίες και θεατρικές διασκευές. Το 1932 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Σκανδαλάκη, δικηγόρο, πολιτικό (βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος) και συγγραφέα φιλοσοφικών δοκιμίων.

Στη λογοτεχνία εμφανίσθηκε το 1930 με την ποιητή συλλογή «Φωνές Εντόμου». Ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η ποιητική συλλογή «Προφητείες», η οποία αποτέλεσε το λογοτεχνικό γεγονός της χρονιάς και την καθιέρωσε ως ποιήτρια. Σε μία συνέντευξή της στην Ελευθεροτυπία (31/12/1976) η Μελισσάνθη αποκάλυψε το πώς ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την ποίηση:
Οι ερεθισμοί οι δικοί μου ξεκίνησαν από προβλήματα υπαρξιακά, από την οδυνηρή επαφή μου με τον κόσμο και όπως μου άρεσε η ποίηση βρήκαν διέξοδο σ' αυτήν. Οι συγκρούσεις με το περιβάλλον πρώτα πρώτα. Ένας νέος άνθρωπος σ' έναν κόσμο φτιαγμένο από τους άλλους, που του είναι αδύνατο να τον παραδεχτεί. Αρχίζει τότε μια πάλη που είτε είναι εξωτερική, στήθος με στήθος, είτε εσωτερική, να εξηγήσει και να παραδεχτεί το σκληρό παιχνίδι που παίζεται γύρω μου. Η δεύτερη αυτή πάλη γίνεται πιο σκληρή όταν αισθάνεσαι την αδυναμία σου να δράσεις εξωτερικά.
Η Μελισσάνθη τιμήθηκε με το Β' και το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1966 και 1976) και με το ποιητικό βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (1976). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, ΗΠΑ, Καναδά, Μεξικό, Ρουμανία, Πολωνία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία και έχουν περιληφθεί σε συνολικά 26 ξένες ανθολογίες.
Ο θρησκευτικός και υπαρξιακός χαρακτήρας στάθηκαν από την αρχή τα κύρια γνωρίσματα του έργου της Μελισσάνθης, ενός έργου άνισου στο σύνολό του, τόσο από την άποψη της γραφής όσο και από την άποψη της ποιότητας, προ πάντων στις προ του 1950 ποιητικές της συλλογές. Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα πλαίσια της παραδοσιακής στιχουργικής και οδηγήθηκε σταδιακά προς τον ελεύθερο στίχο (από το 1945), επιλογή που οδήγησε και σε μια ανάλογη ανανέωση των θεματικών και γλωσσικών της επιλογών.
Η ποίησή της εκτιμάτο από μεγάλη μερίδα του λογοτεχνικού κόσμου της εποχής της. «Φαινόμενο που πραγματικά αγγίζει το θαύμα», την έχει αποκαλέσει ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης. Ο συγγραφέας και εκπαιδευτικός Ιωάννης Γρυπάρης την παραλληλίζει με τον Γκαίτε, ενώ ο κριτικός της λογοτεχνίας Μάρκος Αυγέρης σημειώνει ότι η ποίησή της «και σαν αίσθηση και σαν ποίηση και στους τόνους και στην έκφραση είναι ολότελα μοντέρνα, βυθίζεται ολόκληρη μέσα στη σημερινή αισθαντικότητα και όπως αναζητά την πνευματική γεύση του κόσμου συναντά τους ίδιους πανάρχαιους δρόμους της πνευματικής ηδονής ενώνοντας “τα εγγύς και τα άπω”».

Είπε... Για την ελληνική ποίηση…

Το γεγονός και μόνο ότι έχουμε στην κορυφή έναν-δύο παγκόσμια αναγνωρισμένους ποιητές σημαίνει ότι έχουμε ένα πολύ σημαντικό υπόστρωμα. Πιστεύω ότι η ελληνική ποίηση όχι μόνο στέκεται δίπλα στην ευρωπαϊκή αλλά και προπορεύεται σε ποιότητα, προβληματισμό και θεματικό πλούτο.

Για την σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την ποίηση…

Από μια διαίσθηση, ίσως να βρει το καθαρό του βλέμμα που έχει χάσει στη σκληρή κερδοσκοπική κοινωνία που ζούμε, να δει τα πράγματα στην ιερότητα και στην αγνότητά τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το «τερατώδες» της εποχής μας είναι γέννημα της χρησιμοθηρικής αντίληψης του κόσμου που είναι ταυτόσημη με το πνεύμα της στυγνής εκμετάλλευσης σ' όλα τα πεδία.«Και να λοιπόν, που σε μια εποχή πέρα για πέρα χρησιμοθηρική, ψυχρά ωφελιμιστική και απάνθρωπη, οι νέοι άνθρωποι του τόπου μας αρχίζουν ν' αποζητούν αυτό που φαίνεται λιγότερο χρήσιμο: την ποίηση και τον ποιητή! Μέσα σ' έναν κόσμο θωρακισμένο, οικοδομημένο πάνω στην υλική δύναμη , ο ποιητής -αυτός ο ανυπεράσπιστος άνθρωπος του πλανήτη- μαθαίνει ξαφνικά ότι τον χρειάζονται. Κι αυτό είναι πολύ πολύ συγκινητικό.

Για την σωτηρία του ανθρώπου…

Ο κόσμος επιζεί από την ισορροπία. Αν υπάρχει κάποια πάλη σήμερα μεταξύ καλού και κακού, φαίνεται ότι υπερισχύει το κακό. Πιστεύω όμως πως όπως σ' έναν άρρωστο οργανισμό δημιουργούνται αντίθετες δυνάμεις που τον βοηθάνε να επιζήσει, έτσι θα βρεθούνε δυνάμεις τέτοιες που δεν θ' αφήσουν τον κόσμο να καταστραφεί. Πιστεύω ότι από τον άνθρωπο πάλι θα 'ρθει η σωτηρία. Η σωτηρία αυτή θα μπορούσε να 'ρθει και τώρα αν σε μεγάλο ποσοστό οι άνθρωπο έπαυαν να συντηρούν το κακό…Αυτό το κακό που συμβαίνει στην καταναλωτική κοινωνία, η μανία που μας έχει πιάσει όλους ν' αποκτήσουμε πράγματα περιττά και άχρηστα. Αν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, όπως το συνειδητοποίησαν κάποτε οι χίπις, που δεν έκαναν όμως μια πλήρη επανάσταση, θα μπορούσαν ν' αλλάξουν πολλά πράγματα.

Για την ποίησή της…

Μιλάω έμμεσα, με σύμβολα, αλληγορικά. Θα πρέπει ίσως να σας πω εγώ η ίδια ότι κάποιο ποίημά μου είναι εμπνευσμένο από την Κατοχή ή το Πολυτεχνείο για να το καταλάβετε. Βλέπω το δράμα το ανθρώπινο διαχρονικά. Δεν μ' ενδιαφέρει να κάνω δημαγωγία. Δεν μου αρέσουν οι αφορισμοί, το κάθε τι που δικαιώνεται σαν ποιητικός λόγος είναι δεκτό. Μιλάω για τη δική μου ποίηση. Δεν έχω κλειστεί σε κανέναν πύργο. Κλείνεται κανένας σ' έναν πύργο όταν έχει κλειστεί σε μια ιδεολογία. Αυτός μένει αμετακίνητος. Στο μόνο που μένω αμετακίνητη είναι η πίστη μου στον άνθρωπο. Δεν είναι μια ιδεολογία, είναι μια βαθιά πεποίθηση που βγαίνει υπαρξιακά από μέσα μου.
Για την Αθήνα…
Καμία ίσως πόλη του κόσμου δεν αντικατοπτρίζει την κόλαση του σημερινού κόσμου όσο η Αθήνα!
Η Ήβη Κούγια-Δασκαλάκη πέθανε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 1990.

Ζωρζ Σαρή 1925 – 2012 [Από τον ανιχνευτή κειμένων κ.ο.μ. Επικούρειο Πέπο.]

Ελληνίδα ηθοποιός και συγγραφέας. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους συγγραφείς παιδικών βιβλίων στη χώρα μας.

Η Ζωρζ Σαρή ή Γεωργία Σαρηβαξεβάνη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, γεννήθηκε τον Μάιο του 1925 στην Αθήνα από Μικρασιάτη πατέρα και Γαλλίδα μητέρα. Από πολύ μικρή άρχισε να ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο το Βασίλη Ρώτα. Στα χρόνια της Κατοχής φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη, παράλληλα με τη δράση της στην Αντίσταση, μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ. Το 1947, μεσούντος του Εμφυλίου Πολέμου, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές της στην υποκριτική, στη σχολή του Σαρλ Νιτλέν. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη χειρουργό Μάρκελλο Καρακώστα, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά.
Το 1962 επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίστηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Μετά την επικράτηση της Απριλιανής Χούντας το 1967 έμεινε άνεργη και στράφηκε στο γράψιμο. Ως συγγραφέας πρωτοεμφανίσθηκε το 1969, με το μυθιστόρημα Ο Θησαυρός της Βαγίας, που ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά της και τους φίλους τους. Το βιβλίο είχε και εξακολουθεί να έχει μεγάλη εκδοτική επιτυχία και το 1985 μεταφέρθηκε στην τηλεόραση. Συνέχισε να γράφει πολλά βιβλία, κυρίως για μικρά παιδιά και νέους, με τη  θεματολογία της να περιστρέφεται πολλές φορές γύρω από σημαντικές στιγμές της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Μαζί με την Άλκη Ζέη καθιέρωσε ένα νέο στυλ στο νεανικό μυθιστόρημα, τόσο από την άποψη του ζωντανού, αυτοβιογραφικού ύφους, όσο και της εισαγωγής του πολιτικού, κοινωνικού και ιστορικού στοιχείου στο είδος, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η πολιτική σκέψη να μην αποτελεί πια προνόμιο μόνο των ενηλίκων. Με τα βιβλία της  οδήγησε στην απομάκρυνση της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας από τα πρότυπα του 19ου αιώνα, στα οποία κυριαρχούσε το προστατευτικό ύφος, ο ηθικοπλαστικός διδακτισμός και η προβολή ενός ιδεατού κόσμου. Η Ζωρζ Σαρή αντιμετώπισε το παιδί ως αυτόνομο άτομο με δική του προσωπικότητα και προέβαλε ήρωες ρεαλιστικούς.
Το 1994 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το μυθιστόρημα Νινέτ. Το 1995 και το 1999 βραβεύτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 1988 προτάθηκε για το διεθνές βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ως ηθοποιός τιμήθηκε το 1960 με το βραβείο Β' Γυναικείου ρόλου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη Έγκλημα στα Παρασκήνια.
Η Γεωργία Σαρηβαξεβάνη (Ζωρζ Σαρή) πέθανε στις 9 Ιουνίου 2012, σε ηλικία 87 χρονών.

Σαρλ Περό 1628 – 1703 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Γάλλος συγγραφέας παιδικών παραμυθιών («Κοκκινοσκουφίτσα», «Ωραία Κοιμωμένη», «Κοντορεβυθούλης» κ.α), ποιητής και πεζογράφος. Υπήρξε διακεκριμένο μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας και πρωτοστάτησε στη φιλολογική διαμάχη, γνωστή ως «Διαμάχη των Αρχαίων και των Νεωτέρων» («Querelle des Anciens et des Modernes»).

Ο Σαρλ Περό (Charles Perrault) γεννήθηκε στο Παρίσι στις 12 Ιανουαρίου 1628, στους κόλπους μιας πλούσιας αστικής οικογένειας. Σπούδασε νομικά κι εργάστηκε αρχικά ως υπεύθυνος των βασιλικών κτηρίων. Άρχισε να γίνεται γνωστός ως λογοτέχνης περί το 1660 με ερωτικά ποιήματα, οπότε αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη μελέτη τής ποίησης και των καλών τεχνών.
Το 1671 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, η οποία σύντομα διχάστηκε εξαιτίας της αποκαλούμενης «Διαμάχης μεταξύ των Αρχαίων και των Νεωτέρων». Ο Περό υποστήριξε την άποψη των νεωτέρων, σύμφωνα με την οποία και η λογοτεχνία εξελίσσεται με την πρόοδο του πολιτισμού με την πρόοδο. Το ποίημά του «Ο αιώνας του Μεγάλου Λουδοβίκου» («Le Siecle de Louis le Grand», 1687) τοποθετούσε νεώτερους συγγραφείς, όπως τον Μολιέρο και τον Φρανσουά ντε Mαλέρμπ σε υψηλότερη θέση από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς. Ο βασικός αντίπαλός του σ' αυτή τη διαμάχη ήταν ο Νικολά Μπουαλό - Ντεπρεό (1636-1711).
Το 1697 δημοσίευσε τη συλλογή παραμυθιών «Διηγήσεις και Ιστορίες του παρελθόντος» με τον υπότιτλο «Ιστορίες της μάνας μου της χήνας» για να διασκεδάσει τα παιδιά. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται πασίγνωστα παραμύθια, όπως «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Η Ωραία Κοιμωμένη», «Ο Παπουτσωμένος Γάτος» και «Ο Κυανοπώγων», που είναι διασκευές μισοξεχασμένων παραδοσιακών παραμυθιών, τα οποία διηγήθηκε με ύφος απλό και ανεπιτήδευτο.
Ο Σαρλ Περό πέθανε στο Παρίσι στις 16 Μαΐου 1703, σε ηλικία 75 ετών.

Γιάκομπ και Βίλχελμ Γκριμ 1785–1863 / 1786–1859 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Οι αδελφοί Γκριμ γεννήθηκαν σ’ ένα μικρό χωριό της Γερμανίας, ο Γιάκομπ (Jacob Ludwig Carl Grimm) στις 4 Ιανουαρίου του 1785 και ο Βίλχεμ (Wilhelm Carl Grimm) στις 24 Φεβρουαρίου του 1786. Και οι δύο σπούδασαν νομικά, όπως και ο πατέρας τους, ενώ από μικρή ηλικία έδειξαν τεράστιο ενδιαφέρον για τις γερμανικές λαϊκές αφηγήσεις και παραδόσεις.

Συνέλεγαν παραδοσιακές ιστορίες, προσπαθώντας να αποτυπώσουν στο χαρτί όσο πιο πιστά μπορούσαν την τεχνική και τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι αφηγητές. Από αυτές εμπνεύστηκαν για να γράψουν περισσότερα από 200 παραμύθια, τα οποία σήμερα είναι γνωστά ως Παραμύθια Γκριμ. Ο πρώτος τόμος με 86 παραμύθια κυκλοφόρησε στις 20 Δεκεμβρίου 1812 εν μέσω αντιδράσεων, επειδή ορισμένα από αυτά θεωρήθηκαν ακατάλληλα για παιδιά. Τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ έχουν μεταφραστεί σε 160 γλώσσες και αγαπήθηκαν από τα παιδιά όλου του κόσμου. Ανάμεσά τους, Η Κοκκινοσκουφίτσα, Η Σταχτοπούτα, Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι, Η ωραία κοιμωμένη, Χάνσελ και Γκρέτελ, Ραπουντζέλ.
Ο Γιάκομπ ως φιλόλογος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μεσαιωνική λογοτεχνία και γλωσσολογία. Συνέταξε τη Γερμανική Γραμματική, ενώ διατύπωσε και μία γενική αρχή, γνωστή ως Νόμος του Γκριμ, που περιγράφει τη σχέση μεταξύ των διαφόρων γλωσσών. Ο Βίλχελμ ασχολήθηκε περισσότερο με τη λογοτεχνική κριτική.
Το 1829 τα δύο αδέλφια έγιναν βιβλιοθηκάριοι και καθηγητές στο Πανεπιστήμιο του Gottingen. Την ίδια χρονιά, ο Γιάκομπ εξέδωσε άλλο ένα σημαντικό πόνημά του, τις Γερμανικές Μυθολογίες, με όλες τις δοξασίες της προχριστιανικής Γερμανίας.
Το 1840 ο βασιλιάς Φρειδερίκος Ουίλιαμ IV της Πρωσίας τούς κάλεσε στο Βερολίνο, όπου έγιναν μέλη της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών. Ξεκίνησαν να εργάζονται για τη δημιουργία ενός τεράστιου ιστορικού λεξικού, το οποίο άφησαν ημιτελές, καθώς ο Βίλχεμ πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου του 1859 και ο Γιάκομπ στις 20 Σεπτεμβρίου του 1863. Το έργο τους ολοκληρώθηκε από μεταγενέστερους ερευνητές, πολλά χρόνια αργότερα.

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν 1805 – 1875 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Δανός συγγραφέας και ποιητής, πασίγνωστος σ’ όλο τον κόσμο για τα παραμύθια του. Γιος ενός παπουτσή και μιας πλύστρας, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Hans Christian Andersen) γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1805 στην πόλη Οντένσε. Έμεινε ορφανός από πατέρα στα 11 του χρόνια και έκανε διάφορες δουλειές για να τα φέρει βόλτα αυτός και η μητέρα του. Το σχολείο ήταν μια πολυτέλεια για τον μικρό Χανς Κρίστιαν.

Το προσωπικό του καταφύγιο, τις όποιες ελεύθερες ώρες είχε, ήταν ένα μικρό κουκλοθέατρο. Έφτιαχνε με τα ίδια του τα χέρια τις κούκλες, τις έντυνε κι έδινε τις δικές του προσωπικές παραστάσεις, με έργα κυρίως του Σαίξπηρ, τα οποία απομνημόνευε με χαρακτηριστική ευκολία.
Η χάρη του αυτή έφτασε στα αυτιά του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου του 6ου, ο οποίος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για το παράξενο αυτό αγόρι. Τον έστειλε σ’ ένα από τα καλύτερα σχολεία της χώρας, καταβάλλοντας ο ίδιος τα δίδακτρα. Μετά κόπων και βασάνων, ο Χανς Κρίστιαν τελείωσε το Γυμνάσιο σε ηλικία 23 ετών. «Τα χρόνια αυτά ήταν τα πιο πικρά και σκοτεινά της ζωής μου», έγραψε στην αυτοβιογραφία του. Στη συνέχεια γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Το 1822 εκδίδει το πρώτο βιβλίο του, που θα περάσει απαρατήρητο. Το 1829 γράφει μια ιστορία φαντασίας με τίτλο «Περίπατος από το κανάλι του Χόλμενς στο ανατολικό σημείο του νησιού Άμαγκερ, που θα σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Συνεχίζει να γράφει, ποιήματα, θεατρικά έργα, λιμπρέτα για λυρικά έργα, μυθιστορήματα, που γνωρίζουν επιτυχία περισσότερο στη Γερμανία, παρά στην πατρίδα του.
Το 1835 δημοσιεύει τα πρώτα του «Παραμύθια για παιδιά» και μόνο 8 χρόνια αργότερα κερδίζουν την επιδοκιμασία του κόσμου. Θα γράψει συνολικά 168 παραμύθια ως το 1872 με πιο γνωστά, «Τα κόκκινα Παπούτσια», «Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι», «Η βασίλισσα του χιονιού», «Το ασχημόπαπο», «Το μολυβένιο στρατιωτάκι», «Το μικρό έλατο», «Η μικρή γοργόνα», «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα», «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα» και «Η Τοσοδούλα».
Ενώ τα έργα του Άντερσεν είναι σχεδόν άγνωστα έξω από τη Δανία και τις γειτονικές της χώρες, τα παραμύθια του είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα έργα σ’ όλη την ιστορία της λογοτεχνίας. Μολονότι βασίζονται σε λαϊκούς θρύλους, τα περισσότερα χαρακτηρίζονται από έναν ηθικό ρεαλισμό, παρά απ’ την ανάγκη εκπλήρωσης μιας επιθυμίας. Οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες των λαϊκών μυθιστοριών, αλλά εκπρόσωποι ανθρώπινων αδυναμιών, όπως ματαιοδοξίας, σνομπισμού ή εγωιστικής αδιαφορίας. Ορισμένα από τα παραμύθια του αποκαλύπτουν μία αισιόδοξη πίστη στην επικράτηση του καλού και του ωραίου, άλλα είναι βαθιά απαισιόδοξα και έχουν δυσάρεστο τέλος.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν θα διακριθεί και στην ταξιδιωτική λογοτεχνία. Από το 1833 ως το 1857 πραγματοποιεί 29 ταξίδια σε Ευρώπη, Ασία και Αφρική, γνωρίζεται με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής και καταγράφει τις εμπειρίες του σε σειρά ταξιδιωτικών βιβλίων.
Τα βήματά του θα τον φέρουν ως την Ελλάδα τον Μάρτιο του 1841. Στο οδοιπορικό του «Το Παζάρι ενός ποιητή», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Εστία» με τον τίτλο «Οδοιπορικό στην Ελλάδα» περιγράφει λεπτομερώς τη διαμονή στην Αθήνα.
Παρά τις ανησυχίες και τις φοβίες του, δεν δίστασε να ταξιδέψει και να επισκεφτεί το Θησείο, το Φάληρο, τον Κολωνό και την Ακρόπολη, όπου ανέβαινε κάθε μέρα. Με ειδική άμαξα εξόρμησε στα χωριά των Μεσογείων, αλλά και τις πλαγιές της Πεντέλης.
Η προσωπική του ζωή δεν μοιάζει με την εικόνα ενός καλοκάγαθου τζέντλεμαν, που αφιέρωσε τη ζωή του ολοκληρωτικά στη συγγραφή έργων για παιδιά, μα πιο πολύ με την εικόνα ενός φιλόδοξου, τρωτού, ματαιόδοξου, ευαίσθητου και ευφυή άνδρα. Δεν έκανε οικογένεια, αν και πολλές φορές ερωτεύτηκε βαθιά, ιδιαίτερα τη διάσημη σουηδέζα τραγουδίστρια Γιένυ Λιντ.
Την άνοιξη του 1872, ο Άντερσεν έπεσε από το κρεβάτι του και χτύπησε σοβαρά. Δεν ξανάγινε ποτέ τελείως καλά και στις 4 Αυγούστου του 1875 πέθανε, σε ηλικία 70 ετών.

Κάρολος Ντίκενς 1812 – 1870 [Από τον ανιχνευτή κειμένων Επικούρειο Πέπο.]

Άγγλος δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο κορυφαίος μυθιστοριογράφος, που ανέδειξε η βικτωριανή Αγγλία κι ένας από τους σπουδαιότερους σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπήρξε από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας, την οποία σήμανε για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση. 
Ο Ντίκενς είναι ο συγγραφέας των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.

Ο Τσαρλς Τζον Χάφαμ Ντίκενς (Charles John Huffam Dickens) γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812 στο νησί Πόρτσι, που περιβάλλεται από την πόλη Πόρτσμουθ της Νότιας Αγγλίας. Ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον και της Ελίζαμπεθ Ντίκενς. Ο πατέρας του ήταν υπάλληλος στην Υπηρεσία Μισθοδοσίας του Ναυτικού. Αμειβόταν ικανοποιητικά, αλλά οι σπατάλες και η άσωτη ζωή του οδήγησαν πολλές φορές την οικογένεια σε οικονομικό αδιέξοδο ή και στην καταστροφή, με αποκορύφωμα το 1824, όταν ο Τζον Ντίκενς φυλακίστηκε για χρέη.
Το 1817 η οικογένειά του μετακόμισε στο Τσάταμ του Κεντ, όπου ο νεαρός Κάρολος πέρασε πέντε ευτυχισμένα χρόνια. Πήγαινε σε ιδιωτικό σχολείο, έπαιζε πολύ και διάβαζε μανιωδώς τις νουβέλες των Χένρι Φίλντινγκ και Τομπάιας Σμόλετ. Το 1822 η οικογένειά του αναγκάσθηκε να μετακομίσει στο Λονδίνο, λόγω των χρεών του πατέρα του.
Μετά τη φυλάκιση του πατέρα του για χρέη το 1824 έζησε στο σπίτι της γηραιάς κυρίας Ελίζαμπεθ Ρόιλανς, που ήταν φίλη της οικογένειας. Για να πληρώνει τη διαμονή και διατροφή του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλεύει καθημερινά επί δεκάωρο σ’ ένα εργοστάσιο βερνικιών. Οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες, αλλά διαμόρφωσαν τον κατοπινό συγγραφικό του χαρακτήρα. Τη δική του οικτρή οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης αποτέλεσαν το θέμα του πιο αγαπημένου του έργου, του αυτοβιογραφικού Δαβίδ Κόπερφιλντ (1849-1850).
Μία απρόσμενη κληρονομιά βοήθησε τον πατέρα του να βγει από τη φυλακή και να διευθετήσει τα χρέη με τους πιστωτές του. Όμως, η σχέση με τον γιο του Κάρολο είχε διαρραγεί οριστικά. Τη διετία 1827-1828 ο νεαρός Ντίκενς δούλεψε ως βοηθός σε δικηγορικό γραφείο και στη συνέχεια ως στενογράφος στα δικαστήρια του Λονδίνου. Οι δύο αυτές ενασχολήσεις τού άφησαν μία βαθειά απέχθεια γιο το αγγλικό δικαστικό σύστημα, που πίστευε ότι ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των πλουσίων.
Το 1830 ο Ντίκενς συνάντησε τον πρώτο έρωτα της ζωής του, στο πρόσωπο της Μαρίας Μπίντνελ, που αποτέλεσε το μοντέλο για τον χαρακτήρα της Ντόρα Σπένλοου στον Δαβίδ Κόπερφιλντ. Οι γονείς της νεαρής κοπέλας εναντιώθηκαν στη σχέση και την έστειλαν να σπουδάσει στο Παρίσι.
Από το 1833 και μετά η επαγγελματική του ζωή εναλλασσόταν μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας. Διετέλεσε πολιτικός και κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα έντυπα φιλελευθέρων αποχρώσεων. Γνωρίζοντας την πολιτική ζωή από τα μέσα, έχασε σιγά -σιγά την εμπιστοσύνη του στο πολιτικό σύστημα, που εξέθρεφε «τη φτώχεια, την πείνα και την αμάθεια», όπως έλεγε, ενώ ήταν ιδιαίτερα επικριτικός για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που «αποδεικνύεται τέλεια αποτυχία». Δεν είχε όμως και κάποια άξια λόγου εναλλακτική λύση να προτείνει.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1830 άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του λογοτεχνικά έργα με τη μορφή επιφυλλιδογραφικών μυθιστορημάτων, δηλαδή σε συνέχειες σε περιοδικά και εφημερίδες. Ήταν σαν να λέγαμε τα τηλεοπτικά σήριαλ της εποχής, εξ ου και η ικανότητα του Ντίκενς να διατηρεί αμείωτη την προσοχή του αναγνώστη από ενότητα σε ενότητα και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, εξασφαλίζοντας ένα γεμάτο εντάσεις μύθο, που συνδυάζεται με τη συναρπαστική δράση.
Το πρώτο μυθιστόρημα αυτής της κατηγορίας είναι Τα Χαρτιά του Πίκγουικ, που εξέδωσε το 1836 και αμέσως έκανε γνωστό το όνομά του. Στο έργο αυτό παρουσιάζονται σε εμβρυακή κατάσταση, πολλά από τα χαρακτηριστικά, που υπάρχουν στο μεταγενέστερο μυθοπλαστικό του σύμπαν: σατιρικές ή καταγγελτικές επιθέσεις εναντίον των κοινωνικών κακών και των ανεπαρκών θεσμών, παρεμβάσεις σε κοινωνικά ζητήματα της εποχής, γνώση του Λονδίνου (του χώρου που κυριαρχεί πάντα στα έργα του), ένα διάχυτο πνεύμα συμπόνιας και μια στάση εγκαρδιότητας απέναντι στους ανθρώπους, καθώς και μια ανεξάντλητη δυνατότητα στο πλάσιμο των χαρακτήρων.Στις 2 Απριλίου 1836 ο Κάρολος Ντίκενς παντρεύεται την Κάθριν Χόγκαρθ, κόρη του ευυπόληπτου σκωτσέζου δημοσιογράφου Τζορτζ Χόγκαρθ, με την οποία θα αποκτήσει δέκα παιδιά. Θα χωρίσουν 22 χρόνια αργότερα, λόγω των εξωσυζυγικών περιπετειών του.
Η φήμη του εκτοξεύεται με τα δύο επόμενα μυθιστορήματα του, Όλιβερ Τουίστ (1837-1838) και Νίκολας Νίκλεμπι (1838-1838), τα οποία αποκαλύπτουν με τα μελανότερα χρώματα τη μαύρη καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο στην εκμετάλλευση, στο έγκλημα και την πορνεία.
Το 1842 πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι στις ΗΠΑ, όπου θα παραμείνει επί πεντάμηνο. Παντού γίνεται δεκτός με άκρατο ενθουσιασμό και απολαμβάνει βασιλικών τιμών. Δεν διστάζει, όμως, να θίξει το φιλότιμο των αμερικανών, υποστηρίζοντας την κατάργηση της δουλείας και διαμαρτυρόμενος για την έλλειψη προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων των συγγραφέων της χώρας. Αυτός που ασκούσε δριμύτατη κριτική κατά των βρετανικών θεσμών, περίμενε  περισσότερα «από τη δημοκρατία των ονείρων του», όπως έλεγε.
Το 1844 γράφει το πιο δημοφιλές έργο του, τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, που είναι ο μοναδικός χριστουγεννιάτικος μύθος της σύγχρονης λογοτεχνίας και μέσα από τον οποίο ξεπροβάλλει η φιλοσοφία του για τη ζωή, που δεν είναι άλλη από το πνεύμα των Χριστουγέννων, που θα έπρεπε να κυριαρχεί στις σχέσεις των ανθρώπων καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Το 1849 αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Δαβίδ Κόπερφιλντ, που αποκαλύπτει το στυγνό πρόσωπο της εργοδοσίας. Δύο άλλα σπουδαία μυθιστορήματά του, ο Ζοφερός Οίκος (1852-1853) και Μικρή Ντόριτ (1855-1857), θα αποτελέσουν ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς και τη βικτωριανή οικονομία (άδικο δικαστικό σύστημα, με σωρεία φυλακίσεων για χρέη, αποχαλινωμένη εργασιακή αγορά, απουσία της οποιασδήποτε προστασίας για τον πολύωρο και προκλητικά απλήρωτο μόχθο).
Το 1855 η πρώτη του αγάπη, η Μαρία Μπίντνελ, επανακάμπτει για λίγο στη ζωή του και αμέσως μετά ερωτεύεται την 27χρονη ηθοποιό Έλεν Τέρναν. Ο γάμος του κλονίζεται και το 1858 ο Ντίκενς χωρίζει από τη σύζυγό του Ελίζαμπεθ. Το σκάνδαλο που θα ξεσπάσει στη συντηρητική βικτωριανή Αγγλία δεν θα επηρεάσει την απήχησή του στο ευρύ κοινό, αλλά θα του στερήσει κάποιες σπουδαίες φιλίες.
Τα επόμενα χρόνια δημοσιεύει δύο από τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του, την επική Ιστορία των δύο Πόλεων (1859), που εκτυλίσσεται στο Λονδίνο και το Παρίσι κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (θεωρείται ένα από τα λογοτεχνικά μπεστ σέλερ, με πωλήσεις άνω των 200 εκατομμυρίων αντιτύπων) και τις Μεγάλες Προσδοκίες (1860-1861), με ήρωα ένα ορφανό, τον Πιπ. Ένα έργο που παρουσιάζει ομοιότητες με τον Δαβίδ Κόπερφιλντ, ως αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο και από την άποψη ότι δίνουν το περίγραμμα κάποιων πλευρών της προσωπικότητας και των προσωπικών εμπειριών του Ντίκενς.
Το φιλάνθρωπο πνεύμα, που είναι διάχυτο στο έργο του Ντίκενς, βρίσκει συχνά πρακτική έκφραση σε δημόσιες ομιλίες, οργάνωση εράνων και ιδιωτικές φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες. Μία από αυτές είναι η διοργάνωση δημοσίων συγκεντρώσεων με εισιτήριο, στις οποίες διαβάζει αποσπάσματα από τα έργα του. Η δραστηριότητά του εντάθηκε κι έγινε επικερδής για τον Ντίκενς μετά τον χωρισμό του από τη σύζυγό του. Αποκαλυπτική είναι η παρατήρηση της καθηγήτριας Κάθλιν Τίλοτσον (1906-2001), ειδικής στο έργο του συγγραφέα, ότι «ο ισόβιος ερωτά του Ντίκενς με το αναγνωστικό του κοινό, ήταν σε τελευταία ανάλυση ο σημαντικότερος έρωτας της ζωής του».
Συνολικά πραγματοποίησε από σκηνής 471 παρουσιάσεις των λογοτεχνικών έργων του. Ήταν ένας λαμπρός ηθοποιός και κατά τη διάρκεια των παραστάσεων αποκαλύφθηκαν σπουδαία στοιχεία της τέχνης του (απαγγελία, δραματική μίμηση). Κανένας άλλος σπουδαίος συγγραφέας από την εποχή του Ομήρου δεν είχε αφιερώσει τόσο χρόνο και τόσες δυνάμεις σε μια τέτοια δραστηριότητα.Στις 9 Ιουνίου 1865, επιστρέφοντας από το Παρίσι με την ερωμένη του Έλεν Τέρναν και τη μητέρα της, ενεπλάκη σε σιδηροδρομικό δυστύχημα στο Στέιπλχαρστ του Κεντ. Τα βαγόνια της πρώτης θέσης του συρμού εκτροχιάστηκαν πάνω σε μία προσφάτως ανακαινισμένη γέφυρα και έπεσαν στα νερά του ποταμού Μπελτ. Μόνο το βαγόνι στο οποίο επέβαινε η συντροφιά του Ντίκενς παρέμεινε στις ράγες. Ο διάσημος συγγραφέας δεν έπαθε το παραμικρό και βοήθησε τους τραυματίες μέχρις ότου φθάσουν τα σωστικά συνεργεία. Τον επόμενο χρόνο περιέγραψε την εμπειρία του στο διήγημα The Signal-Man. Στο σιδηροδρομικό αυτό δυστύχημα, που έμεινε στην ιστορία για τον διάσημο επιβάτη του, έχασαν τη ζωή τους δέκα άνθρωποι, ενώ οι τραυματίες ξεπέρασαν τους σαράντα. 
Τον Νοέμβριο του 1967 ο Ντίκενς πραγματοποίησε τη δεύτερη αμερικάνικη περιοδεία του με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία, παραμένοντας στον Νέο Κόσμο επί τετράμηνο. Η φήμη του παρέμενε αμείωτη, παρά το γεγονός ότι η στάση της κριτικής ήταν διαρκώς περισσότερο εχθρική απέναντί του. Ο συγγραφέας Χένρι Λονγκφέλοου, επισημαίνοντας τον απίστευτο ενθουσιασμό που προκαλούσε ο Ντίκενς, παρατηρεί: «Δύσκολα μπορεί να συλλάβει στην ολότητά της αυτή την αλήθεια και να συνειδητοποιήσει την παγκοσμιότητα της φήμης του». Ο φιλόσοφος Ραλφ Γουόλντο Έμερσον, παρακολουθώντας μία δημόσια ανάγνωση του Ντίκενς στη Βοστώνη, θα γράψει: «Φοβούμαι ότι έχει πάρα πολύ ταλέντο για τη μεγαλοφυΐα του. Πρόκειται για μια φοβερή ατμομηχανή, στην οποία είναι δεμένος και δεν μπορεί ούτε να ελευθερωθεί από αυτήν, ούτε να ηρεμήσει… Με τρομάζει! Δεν μπορώ να το εξηγήσω, δεν έχω το κλειδί».
Την επόμενη διετία ο Ντίκενς πραγματοποίησε περιοδείες με αναγνώσεις έργων του εντός της Μεγάλης Βρετανίας. Στις 22 Απριλίου 1869 έπαθε το πρώτο του εγκεφαλικό. Γρήγορα το ξεπέρασε και επιδόθηκε στις συνήθεις δραστηριότητες τους με τους γνωστούς φρενήρεις ρυθμούς του. Στις 8 Ιουνίου 1870 έπαθε ένα ακόμη εγκεφαλικό στην αγροικία του στο Γκαντ’ς Χιλ του Τσάταμ, που απέβη μοιραίο. Την επόμενη μέρα άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 58 ετών, ακριβώς πέντε χρόνια μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα του Στέιπλχαρστ, αφήνοντας ημιτελές το μυθιστόρημά του Το μυστήριο του Έντουιν Ντρουντ, το οποίο πολλοί επιχείρησαν να ολοκληρώσουν από τότε.
Ο Κάρολος Ντίκενς υπήρξε ένας μεγάλος δημιουργός στον χώρο τόσο της ψυχαγωγίας όσο και της τέχνης. Το έργο του συγκέντρωνε τέτοιες αρετές, ώστε να βρίσκει απήχηση τόσο στον απλό άνθρωπο, όσο και στον καλλιεργημένο. Επαινέθηκε από ομοτέχνους του, όπως ο Λέων Τολστόι και κατακρίθηκε από συγγραφείς όπως ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ, που τον κατηγόρησαν για συναισθηματισμό, μελοδραματισμό κι έλλειψη αληθοφάνειας. Τα έργα του έχουν γίνει γνωστά στα πέρατα της οικουμένης και με τη βοήθεια των σύγχρονων μέσων, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και του κόμικς.
Στην Ελλάδα το πρώτο λογοτεχνικό έργο του Ντίκενς -το μυθιστόρημα Τα δύσκολα χρόνια- εκδόθηκε το 1887 από το περιοδικό Εβδομάς, χωρίς να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή. Προηγουμένως είχε δημοσιευτεί στο εν λόγω περιοδικό σε συνέχειες. Εικάζεται ότι είναι ο κεφαλλονίτης λόγιος Παναγιώτης Πανάς (ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του ελληνικού ριζοσπαστισμού κατά τον 19ο αιώνα), ο οποίος ένα χρόνο αργότερα μετέφρασε το διήγημα Άσμα των Χριστουγέννων (A Christmas Carol, Χριστουγεννιάτικη Ιστορία, όπως είναι γνωστό σήμερα). Έκτοτε, τα σημαντικότερα έργα του Ντίκενς έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, όχι μία, αλλά πολλές φορές. Οι μεταπολεμικές γενιές γνώρισαν τον Ντίκενς και μέσα από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα.