Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.4.16

Βασλάβ Νιζίνσκι

Το Μουσείο Ορσέ του Παρισιού διοργανώνει σε συνεργασία με το Μουσείο Χορού της Στοκχόλμης, την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας και τον Τζον Νόιμαγερ, διευθυντή του Μπαλέτου του Αμβούργου, μεγάλη έκθεση προς τιμήν της πιο εκθαμβωτικής και ταυτόχρονα οριακής προσωπικότητας της χορευτικής τέχνης




Τα ενθύμια ενός μύθου
Τι κάνει τον μύθο του Νιζίνσκι (1889-1950) αναλλοίωτο στο πέρασμα του χρόνου ώστε να προστρέχουμε σε αυτόν με κάθε αφορμή; Το 1989 αφορμή ήταν τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, πέρυσι η έκδοση του πλήρους, μη λογοκριμένου Ημερολογίου του. Το 2000, στα 50 χρόνια από τον θάνατό του, ήλθε η έκθεση στο Μουσείο Ορσέ να τον επαναφέρει στο προσκήνιο εστιάζοντας κυρίως στον Νιζίνσκι ως προσωπικότητα της χορευτικής τέχνης και λιγότερο στην ανθρώπινη πλευρά του. Αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης των αρχών του 20ού αιώνα που άφηνε εκστατικούς τους συγχρόνους του, ο αποκαλούμενος θεός του χορού, συμπίπτει βεβαίως με την προσωπικότητα που στην έλξη της από το Απόλυτο έμελλε να ραγίσει στο κατώφλι της τρέλας, να αποσυρθεί από τη σκηνή και να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη σιωπή πεθαίνοντας στο Λονδίνο το 1950.
Τι απομένει από αυτά τα μυθικά χρόνια, με τον Νιζίνσκι άπιαστο Πουλί της Φωτιάς και Φαύνο να γράφει την πιο λαμπρή σελίδα στην ιστορία των Ρωσικών Μπαλέτων;
Η αινιγματική προσωπικότητά του μας καλεί εκ νέου να ξεδιπλώσουμε το νήμα με μόνους οδηγούς τις μαρτυρίες των συγχρόνων του, τα εικαστικά έργα ­ πίνακες, παστέλ, σχέδια, γκραβούρες, γλυπτά ­ και, το κυριότερο, τις φωτογραφίες που τον αναπαριστούν.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι για τον Τζον Νόιμαγερ, όπως και για άλλους, η συλλεκτική μανία γύρω από τον Νιζίνσκι ξεκίνησε με μια φωτογραφία του από το Φάσμα του Ρόδου, εικόνα που γίνεται αληθινή εμμονή με την ακατάλυτη γοητεία που ασκεί διαχρονικά.
Απουσία άλλων ντοκουμέντων του χορού του, οι φωτογραφίες του Νιζίνσκι από διαφορετικούς ρόλους που ερμήνευσε με τα Ρωσικά Μπαλέτα αποδεικνύονται πολύτιμο υλικό. Η εξαιρετική τους ποιότητα υπονοεί την «πανταχού παρουσία» της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Ντιάγκιλεφ ενώ η μαγική φιγούρα του Νιζίνσκι τις απογειώνει. Η επιτυχία μιας τέτοιας στατικής χορευτικής πόζας δεν σχετίζεται απλώς με τη φωτογένεια του πρωταγωνιστή. Υποχρεωτική είναι η μνεία του καταλόγου στο κείμενο του κορυφαίου αμερικανού συγγραφέα και κριτικού του χορού Edwin Denby (1901-1983) με τις Σημειώσεις για τις φωτογραφίες του Νιζίνσκι. Οι λεπτομερέστατες αναφορές του στη σωματική διάπλαση του Νιζίνσκι δεν έχουν σχολαστικό χαρακτήρα, αντιθέτως συμβάλλουν στην εμβάθυνση και στην ερμηνεία της περίφημης αλτικότητάς του, στη ζωογόνο πνοή που καταφέρνει να εμφυσήσει και στις πλέον στατικές πόζες του. Ο Νιζίνσκι ήταν μικρόσωμος, με έναν ιδιαίτερα εκφραστικό λαιμό και, όπως αποδεικνύουν οι φωτογραφίες, με έντονο μυϊκό σύστημα στα πόδια, αμιλλώμενος σαφώς τους αθλητές της εποχής του. Η μοναδική του ικανότητα να μεταμορφώνεται για τις ανάγκες του εκάστοτε ρόλου κατέπλησσε το κοινό καθώς κατάφερνε να μετασχηματίζει μπρος στα μάτια τους τη μυϊκή του μάζα σε διαφορετικές προσωπικότητες, άλλοτε αιθέριες, άλλοτε εξωτικές, όλες όμως τόσο φυσικά ερωτικές που έκανε τους συγχρόνους του να μιλούν για «ζωικό μαγνητισμό». Οπως καταλήγει ο Ντένμπι πολύ εύστοχα στο σχετικό κείμενό του, «μέσα στην ακινησία τους οι φωτογραφίες του Νιζίνσκι έχουν περισσότερη ζωντάνια απ' ό,τι οι χοροί που βλέπουμε σήμερα στη σκηνή. Υπάρχουν για να μας θυμίζουν τι μπορεί να είναι ο χορός, δημιουργούν το μέτρο για το τι μπορεί να προσδοκά ο θεατής και να επιδιώκει ο χορευτής. Νομίζω πως δίνουν στον αποθαρρημένο εραστή αυτής της τέχνης πίστη ότι ο χορός είναι μια σοβαρή ανθρώπινη δραστηριότητα». Οπως έγραψε ο Van Vechten το 1916, «ο χορός του έχει την ποιότητα της αδιάσπαστης συνέχειας της μουσικής, την ισορροπία της μεγάλης ζωγραφικής, το νόημα της ποιοτικής λογοτεχνίας και τη συγκίνηση που ενυπάρχει σε όλες αυτές τις τέχνες».
Η πρώτη και η δεύτερη εποχή των Ρωσικών Μπαλέτων στο Παρίσι μεταξύ 1909 και 1914 είναι ένας θρίαμβος και αυτός είναι εκ των πραγμάτων ο πρωταγωνιστής του: από το Φάσμα του Ρόδου, το Καρναβάλι, τη Σεχραζάντ ή τον Πετρούσκα ως τις δικές του δημιουργίες στο Απομεσήμερο ενός Φαύνου και τα Παιχνίδια, σε μουσική του συγχρόνου του Ζορζ Ντεμπυσί. Η υπερβατική παρουσία του στη σκηνή θα εμπνεύσει διαφορετικούς καλλιτέχνες της εποχής: Ροντέν, Σαγκάλ, Κοκόσκα, Μοντιλιάνι, Κοκτό, Μαλαρμέ, Βαλερί, Γέιτς, Ελιοτ, Σεφέρης. Στην έκθεση του Ορσέ εκτίθενται μεταξύ άλλων πίνακες του Μπακστ, του Κοκόσκα, γλυπτά του Ροντέν και σχέδια του Μοντιλιάνι και του Μαγιόλ.
Αν δεχθούμε τον ορισμό της ιδιοφυΐας από τον Καντ («Η ιδιοφυΐα δημιουργεί πρωτότυπα και υποδειγματικά έργα υπερβαίνοντας τους κανόνες»), τότε ο Βασλάβ Νιζίνσκι υπήρξε ένας ιδιοφυής χορευτής αλλά και χορογράφος. Υστερα από μισό αιώνα παρακμής του ανδρικού χορού στο κλασικό μπαλέτο ήρθε με τις εμφανίσεις του να ανατρέψει το σκηνικό, ενώ λίγο αργότερα από τον ρόλο του χορογράφου ανοίγει νέους δρόμους με το νεωτεριστικό του πνεύμα ­ η χορογραφία του για την Ιεροτελεστία της Ανοιξης (1913) θα τον τοποθετήσει ανάμεσα στους πρωτεργάτες του μοντερνισμού. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι ένας καθαρόαιμος κλασικός χορευτής σαν αυτόν αντιμετώπισε πρωτόγνωρα τη χορογραφία ­ κεφάλι χαλαρό, κινήσεις βίαιες, γόνατα και πόδια στραμμένα προς τα μέσα ­ καθοδηγούμενος από την πρωτοποριακή παρτιτούρα του Στραβίνσκι και αποφεύγοντας κάθε είδους περιττή επίδειξη δεξιοτεχνίας που δεν θα υπηρετούσε τη βαθύτερη αλήθεια του έργου.
Ανατροπών συνέχεια καθώς την ίδια χρονιά ο απροσδόκητος γάμος του με τη Ρομόλα ντε Πούλσκι πυροδοτεί τη ζήλια και την οργή του Ντιάγκιλεφ, με αποτέλεσμα να τον αποπέμψει από τα Ρωσικά Μπαλέτα. Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί μόνο την αρχή για τα δύσκολα χρόνια που θα ακολουθήσουν αλλά και τα Ρωσικά Μπαλέτα δεν είναι ίδια πια χωρίς αυτόν. «Οποιος είδε τον Νιζίνσκι να χορεύει μένει για πάντα πιο φτωχός από την απουσία του» παρατηρούσε η Anna de Noailles.
Από τον Νοέμβριο του 1917 μαζί με τη γυναίκα του και τη μικρή τους κόρη Κύρα εγκαθίστανται στο Σεν Μορίτς της Ελβετίας όπου ζουν σχετικά απομονωμένοι ενώ ο πόλεμος μαίνεται γύρω τους. Τότε ξεκινά να ζωγραφίζει μια σειρά παστέλ με κεντρικό μοτίβο τον κύκλο ανάμεσα σε άλλες γεωμετρικές φόρμες στην οποία εντάσσει πρόσωπα και σώματα.
Τον Ιανουάριο του 1919, λίγο προτού χορέψει για τελευταία φορά και σε ένα διάστημα επτά εβδομάδων, γράφει τα τέσσερα τετράδια Ημερολογίου του, τη μοναδική σωζόμενη γραπτή μαρτυρία του για την επερχόμενη ψύχωση. Θα ακολουθήσει ο εγκλεισμός του σε ψυχιατρικό άσυλο.
Το Ημερολόγιό του εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1936 με πολλές περικοπές από τη σύζυγό του και μόνο το 1995 κυκλοφόρησαν σε γαλλική μετάφραση τρία από τα τέσσερα τετράδια χωρίς περικοπές από τις εκδόσεις Actes Sud. Πρόσφατα και παράλληλα προς την έκθεση κυκλοφόρησε η νέα γαλλική έκδοση με ενσωματωμένο και το τέταρτο ημερολόγιό του.
Η καριέρα του Βάσλαβ Νιζίνσκι ήταν ένα διαρκές παιχνίδι στα όρια της εκκεντρικότητας. Ως χορευτής άνοιξε τον δρόμο για τους διαδόχους του αναβαθμίζοντας τους ανδρικούς ρόλους. Ως χορογράφος μετακινήθηκε από την κυριαρχούσα ως τότε παράδοση του μπαλέτου προκειμένου να δημιουργήσει την πρώτη μοντέρνα χορογραφία. Στο τέλος, η σχιζοφρένεια «ταρακούνησε» το κέντρο της ύπαρξής του. Ο περισσότερος κόσμος ωστόσο διατήρησε στον νου του μια ρομαντική άποψη για τον Νιζίνσκι: αυτήν του θεϊκού χορευτή, η καριέρα του οποίου ωστόσο διακόπηκε στην ακμή της λόγω τρέλας.
Ο Βάσλαβ Νιζίνσκι γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1888 στο Κίεβο της Ουκρανίας, στη διάρκεια μιας περιοδείας των επίσης χορευτών γονιών του. Δέκα χρόνια αργότερα έγινε δεκτός στην Αυτοκρατορική Σχολή Χορού της Αγίας Πετρούπολης και αμέσως μετά την αποφοίτησή του, το 1907, προσελήφθη στο θέατρο Μαριίνσκι. Ηταν μικροκαμωμένος, ντροπαλός και εσωστρεφής, εν τούτοις το κοινό λάτρευε την απαράμιλλη τεχνική και τα «ουράνια» άλματά του. Καθώς κινούνταν στην υψηλή κοινωνία της πόλης, κάποια στιγμή στη διάρκεια μιας κοινωνικής εκδήλωσης γνώρισε τον Σέργιο Ντιαγκίλεφ και έγινε προστατευόμενός του. Από εκείνη τη στιγμή, ο Ντιαγκίλεφ παρακολουθούσε κάθε του κίνηση είτε επάνω είτε κάτω από τη σκηνή. Βεβαιωνόταν ότι ο Νιζίνσκι διάβαζε τα σωστά βιβλία, επισκεπτόταν μουσεία και αίθουσες τέχνης, παρακολουθούσε συναυλίες προκειμένου να βελτιώσει την κουλτούρα του. Στη διάρκεια των διακοπών του ο Νιζίνσκι ταξίδεψε με τον μέντορά του στο Παρίσι όπου χόρεψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη «Συλφίδα» δίπλα στην Αννα Πάβλοβα το 1909. Συνέχισε να συμμετέχει στα Ρωσικά Μπαλέτα του Ντιαγκίλεφ και μετά, παρά το ότι η μυθική χορεύτρια είχε εγκαταλείψει το σχήμα επειδή θεωρούσε ότι ευνοούνταν περισσότερο οι άνδρες χορευτές. Παρά το ότι έκτοτε ο Νιζίνσκι χόρεψε με πολλές παρτενέρ συνδέθηκε ιδιαίτερα με την Ταμάρα Καρσάβινα.
Σύμφωνα με κάποιες ιστορίες χορού, ο Νιζίνσκι χόρεψε με την περίφημη Ιζαντόρα Ντάνκαν στο Παρίσι και επηρεάστηκε από αυτήν τόσο ως χορευτής όσο και ως χορογράφος. Οι δημιουργίες του συχνά ήρθαν σε διάσταση με την κλασική παιδεία του. Το 1913, τα Ρωσικά Μπαλέτα περιόδευσαν στη Νότια Αμερική. Επρόκειτο για μια περιοδεία την οποία δεν ακολούθησε ο Ντιαγκίλεφ εξαιτίας του φόβου του για τα υπερατλαντικά ταξίδια. Μακριά από την επιτήρηση του μέντορά του, ο Νιζίνσκι ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μια ουγγαρέζα χορεύτρια, τη Ρομόλα ντε Πούλτσκι. Ο γάμος τους έγινε στο Μπουένος Αϊρες. Μόλις το σχήμα επέστρεψε στην Ευρώπη, ο Ντιαγκίλεφ, σε μια έκρηξη ζήλιας, τους απέλυσε και τους δύο.
Στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Νιζίνσκι, ρώσος πολίτης, εγκαταστάθηκε στην Ουγγαρία. Ο Ντιαγκίλεφ κατάφερε να τον πείσει να λάβει μέρος σε μια νέα περιοδεία του σχήματός του στη Βόρεια Αμερική αυτή τη φορά, όπου ο Νιζίνσκι χορογράφησε και ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Till Eulenspiegel. Τα σημάδια της παράνοιάς του ωστόσο άρχισαν να γίνονται αντιληπτά. Φοβόταν τους άλλους χορευτές και παρουσίαζε διάφορες εμμονές. Ο Νιζίνσκι έζησε πολλά χρόνια σε διάφορα ψυχιατρεία. Το 1947 μετακόμισε στο Λονδίνο όπου η αγαπημένη του σύζυγος τον φρόντισε ως τον θάνατό του το 1950. Ο συνδυασμός της δεξιοτεχνίας του με την υποκριτική του δεινότητα και το εν γένει ύφος του τον «κατέγραψαν» ως τον διασημότερο άνδρα χορευτή του 20ού αιώνα.
Πηγή: TO BHMA

ΣΕΡΓΚΕΙ ΝΤΑΓΚΙΛΕΦ

ΜΟΝΑΚΟ Περισσότερα από 260 έργα (πίνακες, δοκιμαστικά σχέδια, μακέτες σκηνικών, κοστούμια, γραπτά και ηχητικά ντοκουμέντα κτλ.) προερχόμενα από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε ολόκληρο, σχεδόν, τον κόσμο περιλαμβάνει η μεγάλη έκθεση που συνεχίζεται ως τις 27 Σεπτεμβρίου στο Μονακό (Villa Sauber) με τίτλο «Ξάφνιασέ με: Ο Σεργκέι Ντιάγκιλεφ και τα Ρωσικά Μπαλέτα». Πρόκειται για μία μόνο πτυχή της πολυποίκιλης συμμετοχής του κοσμοπολίτικου πριγκιπάτου στην εφετινή διεθνή επέτειο των 100 χρόνων από την πρώτη παράσταση του περίφημου συγκροτήματος στο Παρίσι και αποτελεί συνεργασία του Νέου Εθνικού Μουσείου του Μονακό με τον Πολιτιστικό Οργανισμό «Αικατερίνη» της Μόσχας. Στο πλαίσιο αυτό η έκθεση θα ταξιδέψει αργότερα στη ρωσική πρωτεύουσα, όπου μεταξύ 27 Οκτωβρίου 2009 - 25 Ιανουαρίου 2010 θα φιλοξενηθεί στην Πινακοθήκη Τρετιακόφ.

Επικεντρωμένη στην προσωπικότητα του Σεργκέι Ντιάγκιλεφ, ο οποίος υπήρξε προστατευόμενος του Πρίγκιπα Αλβέρτου Α΄ από το 1911, η έκθεση αντλεί τον τίτλο της από μια επιστολή του Ζαν Κοκτό στον θρυλικό ρώσο ιμπρεσάριο, χρονολο γούμενη στα 1939. «(...) Βρισκόμουν σε αυτή την ανόητη ηλικία όπου κανείς θεωρεί τον εαυτό του ποιητή και αισθάνθηκα μια ευγενική απόρριψη από πλευράς του Ντιάγκιλεφ» έγραφε χαρακτηριστικά ο Κοκτό και συνέχιζε: «Του είπα λοιπόν “ξάφνιασέ με” και μου απάντησε “θα περιμένω να με ξαφνιάσεις εσύ”. Η φράση αυτή με γλίτωσε από μια πιθανή επιφανειακή καριέρα. Γρήγορα συνειδητοποίησα ότι δεν μπορείς να εντυπωσιάσεις έναν Ντιάγκιλεφ μέσα σε δύο εβδομάδες. Από τη στιγμή εκείνηαποφάσισα να πεθάνω και να αναστηθώ...».

Τ α Ρωσικά Μπαλέτα ήταν ένα «πλανόδιο» συγκρότημα μπαλέτου το οποίο κατά την εικοσαετία 1909-1929 έδινε παραστάσεις υπό τη διεύθυνση του πολυπράγμονα ιμπρεσάριου Σεργκέι Ντιάγκιλεφ. «Βάση» τους αποτέλεσαν το Τheatre Μogador και το Τheatre du Chatelet του Παρισιού, καθώς στη γαλλική πρωτεύουσα υπήρχε μια μεγάλη κοινότητα ρώσων εξορίστων. Ωστόσο κατά καιρούς «φιλοξενήθηκαν» σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων η Βρετανία, η Ισπανία και οι ΗΠΑ. Αρκετοί από τους χορευτές προέρχονταν από τα Αυτοκρατορικά Μπαλέτα της Αγίας Πετρούπολης. Με το συγκρότημα συνεργάστηκαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους χορογράφους ( Πετιπά, Φοκίν, Μπρονισλάβα Νιζίνσκα, Λεονίντ Μασίν, ΒάσλαβΝιζίνσκι, αλλά και ο Ζορζ Μπαλανσίν στην αρχή της καριέρας του), συνθέτες ( Ντε Φάλια, Προκόφιεφ, Ντεμπυσί, Στραβίνσκι κ.ά.) και εικαστικοί καλλιτέχνες ( Μπρακ, Ντε Κίρικο, Πικάσο κ.ά.) της εποχής, βοηθώντας στο να «καταγραφεί» ως ένα από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα, με την επιρροή του να «επιβιώνει» ως τις ημέρες μας.

ΣΑΡΛ ΠΕΡΩ ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ

Η Google αποφάσισε να τιμήσει σήμερα τον Σαρλ Περώ με το Doodle της. Ο Σαρλ Περώ είναι ο μεγάλος "παραμυθάς". Ο Σαρλ Περώ γεννήθηκε τον Ιανουαρίου του 1628 στο Παρίσι, και ήταν ένα από τα εφτά παιδιά μιας μεγαλοαστικής οικογένειας.

Ο πατέρας του Σαρλ Περώ ήταν διαπρεπής δικηγόρος που προσέφερε τις υπηρεσίες του στο κράτος. Ο Σαρλ Περώ είναι περισσότερο γνωστός σε όλο τον κόσμο από τη συλλογή παραμυθιών για παιδιά, που περιλαμβάνονται στις «Ιστορίες της μαμάς μου της χήνας», που τα έγραψε για τη διασκέδαση των παιδιών του και που έφεραν στη λογοτεχνία τη μόδα των «παραμυθιών». Ανάμεσα σ’ αυτά περιλαμβάνονται «Η Κοκκινοσκουφίτσα», «Η Σταχτοπούτα», «Ο Παπουτσωμένος Γάτος», «Η Ωραία Κοιμωμένη», «Ο Κυανοπώγων», «Ο Κοντορεβιθούλης» κ. ά. Το 1695, ο Σαρλ Περώ, σε ηλικία 62 ετών, εγκατέλειψε τις περισσότερες από τις κυβερνητικές του θέσεις και τα εκτελεστικά του καθήκοντα σε λογοτεχνικές εταιρίες και καλλιτεχνικούς ομίλους, αφιερώνοντας πια τη ζωή του στη συγγραφή αλλά και την οικογένειά του.
Διαβάστε εδώ περισσότερ αγια τον Σαρλ Περώ.
Ο Σαρλ Περώ έφτασε σε ηλικία 55 ετών, όταν θα ζούσε τα τελευταία πλέον χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, που θα αφιερωνόταν ολοένα και περισσότερο στη συγγραφή, εγκαταλείποντας σταδιακά τα κυβερνητικά του καθήκοντα. Ο Σαρλ Περώ είχε προλάβει να ενταχθεί στη φιλολογική διαμάχη για τη σύγκριση αρχαίων και νεότερων συγγραφέων και ήταν μάλιστα ο εισηγητής της «αιρετικής» άποψης ότι οι νεότεροι λογοτέχνες υπερείχαν ασύγκριτα των αρχαίων.
Σε μια τέτοια προσπάθεια αποφάσισε να καταγράψει τα προφορικά παραμύθια της εποχής του, που κυκλοφορούσαν εδώ και χρόνια στα στόματα των γονέων της Γαλλίας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης, περιβάλλοντάς τα βέβαια με την απαραίτητη δόση λογοτεχνικότητας και αλλάζοντας συχνά τα τέλη τους, ώστε να είναι διδακτικές οι ιστορίες και να μεταφέρουν ηθικά μηνύματα, στα πρότυπα των μύθων του Αισώπου. Ο παπουτσωμένος γάτος είναι λαϊκό παραμύθι το οποίο είναι γνωστό ως ένα από τα οκτώ παραμύθια της συλλογής "Ιστορίες και παραμύθια μιας προηγούμενης εποχής" που εκδόθηκε το 1697. Επίσης περιλαμβανόταν στην πρώτη έκδοση της συλλογής παραμυθιών «Παιδικά και Οικιακά Παραμύθια- Kinder- und Haus-Märchen» των αδελφών Grimm του 1812.
Η Ωραία Κοιμωμένη ή Η Ωραία του κοιμώμενου δάσους (La Βelle au bois dormant) είναι ένα από τα παραμύθια του διάσημου συγγραφέα παραμυθιών Σαρλ Περό, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τα Παραμύθια της Μητέρας Χήνας, το 1697. Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι χαρακτήρας του ομώνυμου παραμυθιού, στο οποίο ένα κοριτσάκι έρχεται αντιμέτωπο με τον κακό λύκο. Η πιο γνωστή έκδοση του παραμυθιού σήμερα είναι αυτή που γράφτηκε από τους Αδελφούς Γκριμ, ανάμεσα στα άλλα παραμύθια που κατέγραψαν μεταξύ των ετών 1812 - 1857, ενώ προγενέστερα το παραμύθι είχε καταγραφεί από τον Σαρλ Περώ (Charles Perrault) το 1697.
Η Σταχτοπούτα είναι ένα κλασικό παραμύθι που αφηγείται τις περιπέτειες μιας κοπέλας, που την κακομεταχειρίζονται η κακιά μητριά της και οι αδερφές της. Συγγραφέας της Σταχτοπούτας θεωρείται ο Σαρλ Περώ, ωστόσο υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία παρόμοιων ιστοριών σε κινεζικά χειρόγραφα που χρονολογούνται από το 850 μ.Χ., και μια έκδοση του μύθου από την αρχαία Αίγυπτο.

Giacometti: 44 χρόνια από το θάνατο ενός μεγάλου γλύπτη

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ένας από τους μεγαλύτερους σχεδιαστές του 20ου αιώνα. Ο Alberto Giacometti (10 Οκτωβρίου 1901 – 11 Ιανουαρίου 1966), ο Ελβετός γλύπτης και ζωγράφος φοίτησε στη Σχολή Καλλιτεχνικών Επαγγελμάτων της Γενεύης και το 1922 μετακόμισε στο Παρίσι για σπουδές δίπλα στον γλύπτη Antoine Bourdelle. Εκεί για πρώτη φορά πειραματίστηκε με τον κυβισμό και τον σουρεαλισμό ενώ κατέληξε να θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους σουρεαλιστές γλύπτες. Τη συγκεκριμένη περίοδο συνεργάστηκε με τους Joan Miró, Max Ernst, Pablo Picasso και Balthus.

Μεταξύ του 1936 και του 1940, ο Giacometti επικεντρώθηκε στη γλυπτική της ανθρώπινης κεφαλής, εστιάζοντας στο βλέμμα των μοντέλων, ενώ σταδιακά προσχώρησε στο κίνημα του υπαρξισμού. Ακολούθησε μία μοναδική καλλιτεχνική περίοδος της ζωής του η οποία είχε ως κυρίαρχο στοιχείο την επιμήκυνση των σωμάτων, των άκρων και των προσώπων. Πολύ συχνά διαμόρφωνε τα έργα του ώστε να είναι τόσο λεπτά όσο το πάχος ενός νυχιού, ενώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι ως προς το μέγεθος ήταν όσο ένα πακέτο τσιγάρα. Κάποτε, ένας φίλος του δήλωσε ότι «ο Giacometti μπορεί να κάνει το κεφάλι οποιουδήποτε να μοιάζει με λεπίδα μαχαιριού». Μετά το γάμο του, τα μικροσκοπικά του γλυπτά έγιναν μεγαλύτερα, αλλά όσο «μεγάλωναν», τόσο «λέπταιναν». Ο Giacometti είπε ότι το τελικό αποτέλεσμα αντικατόπτριζε τα συναισθήματά του στη θέαση μιας γυναίκας. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι τα έργα του περιγράφουν τη μοναξιά των ανθρώπων, ενώ κριτικοί τέχνης αναφέρουν ότι οι φιγούρες του απεικονίζουν τον τρόπο που έβλεπε τον εαυτό του.
Το 1962 έλαβε το πρώτο βραβείο γλυπτικής στην Μπιενάλε της Βενετίας, το οποίο τον έκανε παγκοσμίως γνωστό.
Τα επόμενα χρόνια, τα έργα του Giacometti παρουσιάστηκαν σε πολλές εκθέσεις στην Ευρώπη. Παρόλο που η υγεία του επιδεινωνόταν, το 1965 ταξίδεψε στις Η.Π.Α. για να εκθέσει τα έργα του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Το τελευταίο έργο του πριν το θάνατό του ήταν ένα κείμενο για το βιβλίο Paris sans fin, μια σειρά 150 λιθογραφιών που εμπεριέχουν μνήμες απ’ όλα τα μέρη που έζησε.
Ο Giacometti πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 1966 από περικαρδίτιδα και χρόνια βρογχίτιδα.
Επιμέλεια: Νάνσυ Φαφούτη

Πάμπλο Πικάσο, όταν μιλάμε για τέχνη


Με έργα όπως οι Δεσποινίδες της Αβινιόν και Γκερνίκα, ο σπουδαίος ζωγράφος, και γλύπτης Pablo Picasso, ο θεμελιωτής του κινήματος του Κυβισμού, συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων ζωγράφων του 20ου αιώνα.
Ήρθε στη ζωή στις 25 Οκτωβρίου του 1881 στην ανδαλουσιανή πόλη της Μάλαγα, στην Ισπανία. Γιος ζωγράφου, επέδειξε από παιδί μεγάλο πάθος για εξαιρετικό ταλέντο για τη ζωγραφική, δημιουργώντας ρεαλιστικά έργα κατά την παιδική και εφηβική του ηλικία.

Σπούδασε στην Βαρκελώνη στα τέλη του 19ου αιώνα, μια εποχή που αναπολούσε για όλη του τη ζωή με νοσταλγία. Σε ηλικία 16 ετών, και ενώ επιδείκνυε εξαιρετικό ταλέντο για την ηλικία του, εστάλη στην ισπανική πρωτεύουσα, Μαδρίτη, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές του στο ανώτατο ίδρυμα Καλών Τεχνών της χώρας. Εκεί, ήρθε σε επαφή με το έργο των κορυφαίων ζωγράφων, όπως οι Francisco Goya, Diego Velasquez, Francisco Zurbarán και Δομίνικος Θεοτοκόπουλος (El Greco), το έργο του οποίου τον επηρέασε σημαντικά. Μετά τις σπουδές στη Μαδρίτη, το 1900, ο νεαρός Pablo ταξίδεψε στο Παρίσι για πρώτη φορά αλλά επέστρεψε και πάλι στην ισπανική πρωτεύουσα. Εκεί ίδρυσε με τον αναρχικό φίλο του Francisco de Asís Soler το περιοδικό Arte Joven (Νέα τέχνη), του οποίου κυκλοφόρησαν πέντε τεύχη. Ήδη μέχρι το 1905, τα έργα του Picasso είχαν κερδίσει την εύνοια των διάσημων συλλεκτών Leo και Gertrude Stein αλλά και άλλων μελών του κύκλου τους. Η Gertrude Stein έγινε η βασική πάτρονας του Picasso, εκθέτοντας τα έργα του στο ανεπίσημο Salon της στο Παρίσι.
Το 1905 επίσης συνάντησε τον Henri Matisse, με τον οποίο θα γινόταν φίλοι και ανταγωνιστές για όλη τους τη ζωή. Στο Παρίσι ο Picasso έγινε μέλος ενός κύκλου διανοούμενων που περιλάμβανε τους André Breton, τον ποιητή Guillaume Apollinaire, τον συγγραφεά Alfred Jarry κ.α. Κυβισμός Τo 1907, ο Picasso δημιούργησε το πρώτο κυβιστικό του έργο, τις διάσημες σήμερα Δεσποινίδες της Αβινιόν (Les demoiselles d’Avignon). Οι κριτικοί ονόμασαν αμέσως την περίοδο αυτή της δουλειάς του ζωγράφου Μαύρη, βλέποντας σε αυτήν μοναχά τα στοιχεία της αφρικανικής τέχνης. Οι αντιδράσεις μεταξύ των φίλων του ήταν μικτές για το σοκαριστικά καινοτόμο αυτό έργο. Με το έργο Ψωμί και πιατέλα Φρούτων σε Τραπέζι, αποτελεί την έναρξη του Αναλυτικού Κυβισμού του Picasso.
Έως το 1912, οι προοπτικές του Αναλυτικού κυβισμού έμοιαζαν να έχουν εξαντληθεί και ο Picasso, μαζί με τον φίλο του Georges Braque (1882-1963), ξεκίνησαν νέους πειραματισμούς. Έτσι, γεννήθηκε ο Συνθετικός Κυβισμός, με έργα όπως η Κιθάρα. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος άλλαξε τη ζωή, τις σκέψεις και φυσικά την τέχνη του Picasso. Πολλοί φίλοι του έφυγαν για το μέτωπο, άλλοι έπρεπε να φύγουν, να φυλακιστούν και να πωληθούν οι συλλογές τους, όπως έγινε με τον γνωστό Γερμανό γκαλερίστα Kahnweiler. Τα έργα του εκείνης της εποχής γίνονται πιο νηφάλια, πιο ρεαλιστικά από ποτέ, όπως δείχνει ο Pierot (Πιερότος).
To 1916, ο νεαρός ποιητής Jean Cocteau του γνώρισε τον ιμπρεσάριο των Ρωσικών μπαλέτων Diaghilev και τον συνθέτη Erik Satie. Ο ζωγράφος δέχτηκε να σχεδιάσει το ντεκόρ του μπαλέτου Parade, μια απόφαση που θα επηρέαζε σημαντικά την πορεία του. Την ίδια εποχή γνωρίζεται με τον συνθέτη Igor Stravinsky και τη χορεύτρια Olga Khokhlova, με την οποία παντρεύτηκε το 1918. Την εποχή του Μεσοπολέμου το έργο του χαρακτηρίζεται Κλασικό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα έργα όπως Οι Εραστές. Παρόλα αυτά, το 1921 ζωγραφίζει τους κυβιστικούς Τρεις Μουσικούς, έργο που θεωρείται αριστούργημα του Κυβισμού.
Δυο χρόνια αργότερα ζωγράφισε τους Αυλούς του Πάνα, έργο που θεωρείται το κορυφαίο της Κλασικής περιόδου του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 το όνομά του είναι πασίγνωστο και ο ίδιος βασανίζεται από την συνεχή προσοχή στο πρόσωπο και το έργο του. Το 1937, στο άκουσμα της έιδησης του βομβαρδισμού της επαρχίας αυτής της Χώρας των Βάσκων από τις δυνάμεις του Φράνκο, δημιουργεί το συγκλονιστικό έργο Guernica.
Τα επόμενα χρόνια χώρισε, σύναψε σχέση με την 17χρονη Marie-Thérèse Walter, η οποία έφερε στον κόσμο μια κόρη, χώρισε ξανά και γνώρισε την Γιουγκοσλάβα φωτογράφο Dora Maar με την οποία ανέπτυξε μια παθιασμένη σχέση μέχρι το 1943. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρέμεινε στο κατεχόμενο από τους Ναζί Παρίσι, όπου δεν μπορούσε να εκθέσει τα έργα του, τα οποία δεν έχαιραν εκτίμησης από το ναζιστικό καθεστώς. Με την απελευθέρωση της πόλης, το 1944, γνώρισε την νεαρή Françoise Gilot, με την οποία απέκτησε άλλα δυο παιδιά και χώρισε το 1953. Ακολούθως, παντρεύτηκε την Jacqueline Roque το 1961.
Εκτός από τη ζωγραφική, ο Pablo Picasso ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο, κάνοντας μάλιστα μια εμφάνιση στο Testament of Orpheus του Jean Cocteau. Το 1955 βοήθησε στη δημιουργία της ταινίας Le Mystère
του Henri-Georges Clouzot.

Ο Pablo Picasso πέθανε στις 8 Απριλίου του 1973, σε ηλικία 92 ετών. Συντετριμμένη η σύζυγός του Jacqueline Roque αφαίρεσε τη ζωή της σε ηλικία 60 ετών, το 1986.

Πηγή: tvxs

Henri Matisse: Ο ζωγράφος των χρωμάτων

O Henri-Émile-Benoît Matisse γεννήθηκε στη Γαλλία στις 31 Δεκεμβρίου του 1869. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι αλλά την ίδια εποχή που πήρε το πτυχίο του ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, όταν η μητέρα του τού έκανε δώρο είδη ζωγραφικής σε μια εποχή που έπρεπε να μείνει περιορισμένος στο σπίτι λόγω ασθενείας. Τότε ανακάλυψε «ένα είδος παραδείσου» όπως είπε ο ίδιος, και αποφάσισε ότι αυτό που επιθυμούσε να κάνει ήταν να γίνει ζωγράφος, κάτι που προκάλεσε την απογοήτευση του πατέρα του.
Το 1891 επέστρεψε στο Παρίσι, για να σπουδάσει ζωγραφική στην Académie Julian, ως μαθητής των William-Adolphe Bouguereau και Gustave Moreau. Αρχικά ζωγράφιζε κυρίως νεκρές φύσεις με το τυπικό φλαμανδικό στυλ. Ο Jean-Baptiste Chardin ήταν από τους αγαπημένους του ζωγράφους, τέσσερα έργα του οποίου αντέγραψε ως μαθητής (σήμερα αυτά τα έργα βρίσκονται στο μουσείο του Λούβρου).

Το 1896 εξέθεσε, για πρώτη φορά, 5 έργα του στην Société Nationale des Beaux-Arts, όπου το γαλλικό κράτος αγόρασε δύο από τα έργα. Τα δυο επόμενα χρόνια επισκέφτηκε επανειλημμένα τον Αυστραλό ιμπερισονιστή ζωγράφο John Peter Russell, ο οποίος του γνώρισε τον ιμπρεσιονισμό και το έργο του προσωπικού του φίλου αλλά ακόμα άγνωστου Ολλανδού Vincent van Gogh.
Ως συνέπεια, το προσωπικό στιλ του Matisse άλλαξε δραματικά, και ο ίδιος αργότερα θα πει: «Ο Russell ήταν ο δάσκαλός μου και ο Russell μου εξήγησε την θεωρία των χρωμάτων».
Ο Matisse επηρεάστηκε επίσης από τους Nicolas Poussin, Antoine Watteau, Edouard Manet, Cézanne, Gauguin, Signac, καθώς επίσης και από τον Auguste Rodin, και την Ιαπωνική τέχνη. Μελέτησε με πάθος τα έργα των ζωγράφων και μάλιστα χρεώθηκε για να αγοράσει έργα των αγαπημένων του ζωγράφων.
Μεταξύ των έργων που είχε σπίτι του ήταν μια γύψινη προτομή του Rodin, ένας πίνακας του Gauguin, ένα σχέδιο του van Gogh, αλλά και το υπέροχο έργο του Cézanne, με τις Τρεις Λουόμενες. Στο έργο του Cezanne, o Matisse βρήκε την κύρια πηγή έμπνευσής του.
Το 1898 επισκέφτηκε το Λονδίνο για να μελετήσει τα έργα του J. M. W. Turner. Η πρώτη του προσωπική έκθεση έγινε στην γκαλερί Vollard's το 1904 (χρονιά με την οποία γνωρίστηκε με τον κατά 12 χρόνια νεότερό του Pablo Picasso), χωρίς να σημειώσει σημαντική επιτυχία.
Ακολούθησαν ομαδικές εκθέσεις, σκληρές κριτικές αλλά και έπαινοι. Το ζεύγος των Gertrude και Leo Stein αγόρασε το έργο του «Γυναίκα με καπέλο», κάτι που είχε σημαντική ψυχολογική επίδραση στον καλλιτέχνη που βασανιζόταν από την κακή υποδοχή των έργων του.
Ο Matisse είχε μακρά σχέση με τον Ρώσο συλλέκτη Sergei Shchukin, για τον οποίο δημιούργησε ένα από τα διασημότερα έργα του, το «La Danse». Το 1941, ύστερα από μια χειρουργική επέμβαση, ο ζωγράφος άρχισε να χρησιμοποιεί αναπηρικό αμαξίδιο, κάτι που χρειάστηκε μέχρι το θάνατό του.
Συνέχισε ωστόσο να ζωγραφίζει, παράγοντας έργα που ήταν πρωτοπόρα και ριζοσπαστικά όπως την σειρά «Μπλε Γυμνά» και το βιβλίο με πολύχρωμα κολάζ «Jazz» (1947). Ο ίδιος απόλυτα εκτός της πολιτικής, συγκλονίστηκε από το φυλακισμό και το βασανισμό της αντιστασιακής κόρης του Marguerite στον στρατόπεδο συγκέντρωσης Ravensbrück.
Το 1951 ολοκλήρωσε τον σχεδιασμό του εσωτερικού, των παραθύρων και της διακόσμησης του παρεκκλησίου, κάτι που έκανε λόγω της στενής φιλίας του με την δομινικανή καλόγρια Jacques-Marie ενώ το 1952 ίδρυσε ένα μουσείο για το έργο του στην γενέθλια πόλη του.
Ο Matisse έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 84 ετών, το 1954, ύστερα από καρδιακή προσβολή. Ενταφιάστηκε στο κοιμητήριο της Notre Dame de Cimiez, κοντά στη Νίκαια.

Πηγή: tvxs

Francisco Goya: Ένας αντικαθεστωτικός ζωγράφος στην Ισπανική Αυλή


Στις 30 Μαρτίου 1746 έρχεται στο κόσμο ο Ισπανός ζωγράφος Φρανσίσκο Γκόγια, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην Ισπανία αλλά και παγκοσμίως. Τα έργα του αναγνωρίστηκαν στην Ισπανία όσο ήταν εν ζωή, ωστόσο στην Ευρώπη η αναγνώριση ήρθε μετά τον θάνατό του, τόσο από τους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, όσο και από τους ανθρώπους της τέχνης του 20ου αιώνα.
Ο Γκόγια γεννήθηκε στο χωριό Φουεντετόδος και σε ηλικία 14 χρονών μετακομίζει μαζί με την οικογένεια του στη Σαραγόσα, την πόλη όπου θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με την ζωγραφική. Ύστερα από μία δεκαετία δίπλα σε δασκάλους ζωγραφικής, οι οποίοι σταδιακά του αποκάλυψαν τα "μυστικά της τέχνης", ο Γκόγια αναλαμβάνει τις πρώτες του δουλειές για μοναστήρια και εκκλησίες στη Σαραγόσα.

Ο δάσκαλός του, Φρανσίσκο Μπαγέ, θα του δώσει την αδελφή του, Χοσέφα, αλλά και την απαραίτητη βοήθεια για να «εισβάλει» στην αυλή του Βασιλιά, όπου τα επόμενα χρόνια θα αποδείξει το ταλέντο του, αναπτύσσοντας παράλληλα το δικό του ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η αναγνώριση στους κύκλους της αυλής θα έρθει το 1780, ύστερα από την παρουσίαση του πίνακα «Ο Χριστός στο Σταυρό»,με τον οποίο θα εκλεγεί μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο.
Το 1786, ο Φρανσίσκο Γκόγια ανακηρύσσεται και επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ και αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος των «προσωπογραφιών». Το 1792, ύστερα από μία ασθένεια ο Γκόγια χάνει την ακοή του και στρέφεται στον εσωτερικό του κόσμο ανακαλύπτοντας τις σκοτεινές πτυχές του που θα αποτυπώσει πάνω στον καμβά. Το στιλ του αλλάζει και δημιουργεί τη σειρά των χαρακτικών του, με τίτλο «Καπρίτσια», στα οποία στηλιτεύει την Αυλή, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες και την κενοδοξία των γυναικών. Αυτή η περίοδος σηματοδοτεί και την στροφή του Γκόγια σε έργα αντιμάχονταν το ηγεμονικό και κοινωνικό καθεστώς.

Θα ακολουθήσει μία ταραχώδης περίοδος, με αλλαγές στον θρόνο και την εισβολή των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στο ισπανικό βασίλειο, ωστόσο ο Γκόγια διατηρείται στη θέση του ζωγράφου της αυλής, έχοντας ασπαστεί τα φιλελεύθερα ιδεώδη της Γαλλικής επανάστασης, αλλά ταυτόχρονα συμμεριζόταν την οργή της εξεγερμένης, κατά των Γάλλων, ισπανικής κοινωνίας.
Αυτή η εσωτερική διαμάχη αποτυπώνεται και μέσα στα έργα του, με απεικονίσεις Γάλλων και Ισπανών στρατιωτικών στους πίνακές του, αλλά και αποτύπωση της φρίκης από τη Γαλλική εισβολή. «Οι Συμφορές του Πολέμου» και «3η Μαΐου 1808», στο οποίο απεικονίζονται οι μαζικές εκτελέσεις Ισπανών από το Γαλλικό στρατό, είναι δύο από τα σημαντικότερα έργα του που απεικονίζουν την οδύνη της Γαλλικής εισβολής στην Ισπανία. Το δεύτερο αποτέλεσε και το έργο, με το οποίο βελτίωσε τις σχέσεις του με τον Ισπανό μονάρχη Φερδινάνδο Ζ',ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο, ύστερα από την παραίτηση του Ναπολέοντα.
Αν και κατηγορήθηκε ως «φιλελεύθερος» και τα έργα του συχνά προκαλούσαν αντιδράσεις λόγω του προκλητικού για την εποχή περιεχομένου τους – το «Γυμνή γυναίκα» τον έφερε ενώπιον της Ιεράς εξέτασης-, το ξεχωριστό ταλέντο του τον διατήρησε στη θέση του ζωγράφου της αυλής και κατά την επάνοδο του απολυταρχικού καθεστώτος στην Ισπανία.
Το 1819, μετακόμισε στη Μαδρίτη και η υγεία του σταδιακά επιβαρύνεται. Η τέχνη του γίνεται πιο «σκοτεινή» και φιλοτεχνεί τους «μαύρους» πίνακες. Τα επόμενα χρόνια η πολιτική κατάσταση είναι τεταμένη και οι διώξεις των φιλελευθέρων και αντικαθεστωτικών στοιχείων αυξάνονται στην Ισπανία. Ο Γκόγια ζητάει άδεια μετακίνησης στην Γαλλία και μετακομίζει στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Μπορντώ, το μέρος που έμελλε να είναι και το τελευταίο καταφύγιο του.
Στις 16 Απριλίου του 1828, στο Μπορντό, σε ηλικία 82 ετών, ο Φρανσίσκο Γκόγια αφήνει την τελευταία του πνοή. Σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα, το 1901, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Μαδρίτη, όπου και θάφτηκαν στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, την οποία διακοσμούν οι νωπογραφίες του από το 1798. 
Πηγή: tvxs

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΥΑΤΙΕ

Oι ημι-βαρβαρικές ορδές των Φράγκων, που προσπαθούσαν τον 8ο αιώνα να επιβεβαιώσουν τη θέση τους ως η διάδοχος κατάσταση των Pωμαίων στη Δυτική Eυρώπη, κατόρθωσαν να επικρατήσουν των Mωαμεθανών στη μάχη του Πουατιέ, διαμορφώνοντας ουσιαστικά τη μετέπειτα φυσιογνωμία της Eυρώπης.
Στις 25 Oκτωβρίου του 732 μ.X., όπως συγκλίνουν οι περισσότερες ιστορικές πηγές, στα βόρεια σύνορα του φραγκικού βασιλείου της Aκουιταίνης (σημερινή κεντρική-δυτική Γαλλία), στο σημείο που ενώνονται οι ποταμοί Kλεν και Bιεν και κοντά στον παλαιό ρωμαϊκό δρόμο ανάμεσα στις πόλεις Πουατιέ και Tουρ, έλαβε χώρα μία κοσμοϊστορική σύγκρουση. 

O φραγκικός στρατός υπό τον Kάρολο Mαρτέλο ανέκοψε τις αραβικές και βερβερικές δυνάμεις υπό τον εμίρη της Aνδαλουσίας, Aμπντ-αρ Pαχμάν αλ Γαφίκι. Tο χρονικό εκείνο σημείο σηματοδοτεί για το δυτικό, κυρίως, χριστιανικό κόσμο την εδραίωση του φραγκικού κράτους και την απαρχή της Kαρολλίγγειας δυναστείας, η οποία θα διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις στην ιστορία της Δυτικής Eυρώπης.
O υιός του Kάρολου, Πιπίνος Γ' (ο Nεότερος ή, όπως εσφαλμένα είναι περισσότερο γνωστός, "Bραχύς") έθεσε τέλος στην εξουσία των Mεροβίγγειων βασιλέων και χρίσθηκε από τον πάπα Στέφανο B' "ελέω θεού" (gratia dei) βασιλιάς των Φράγκων. Eν συνεχεία, ο εγγονός του Kάρολου Mαρτέλου, Kάρολος ο Mέγας (Kαρλομάγνος), δέχθηκε τα Xριστούγεννα του 800 από τον πάπα Λέοντα Γ' τον τίτλο του αυτοκράτορα, Imperator Romanorum, έναν τίτλο που χρησιμοποιούσαν μόνο οι Bυζαντινοί αυτοκράτορες.
H επικράτηση του Kάρολου Mαρτέλου, κατά συνέπεια, δεν έβαλε τέλος μόνο στις αραβικές βλέψεις για έλεγχο των περιοχών βόρεια των Πυρηναίων, αλλά κυρίως έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία μίας ισχυρής δύναμης στη Δυτική Eυρώπη για πρώτη φορά μετά την πτώση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476 μ.X. και την εισβολή στην περιοχή των γερμανικών φυλών (Φράγκοι, Aλαμανοί και Bησιγότθοι). O Kάρολος Mαρτέλος απέκτησε την προσωνυμία του (Martelus), που σημαίνει "σφυρί", από το χαρακτηριστικό φραγκικό βαρύ πέλεκυ (francisca) που κράδαινε. Oι λεπτομέρειες της μάχης στο Πουατιέ περιγράφονται σε κάποια ελάχιστα χρονικά του 8ου αιώνα, ενώ αντιθέτως η σημασία της νίκης των Φράγκων εξυμνήθηκε, με αρκετή βέβαια δόση υπερβολής, τον 18ο και 19ο αιώνα από ιστορικούς όπως ο Bρετανός Eντουαρντ Γκιμπόν, ο Eντουαρντ Kρίζι και ο Γάλλος ιστορικός και πολιτικός Φρανσουά Πιερ Γκιζό.
TA "ΣKOTEINA XPONIA" TOY MEΣAIΩNA KAI H APABIKH EΞAΠΛΩΣH Tο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα σηματοδοτεί για τη Δυτική Eυρώπη τη χρονική περίοδο όπου μεγάλο πλήθος Φράγκων κινήθηκαν νότια προς την κεντρική περιοχή του Pήνου και τις ακτές του Aτλαντικού. O Kλόβης A', ιδρυτής της Mεροβίγγειας δυναστείας, συνέδεσε το όνομά του με την ένωση της Γαλατίας υπό τη φραγκική εξουσία. Tο 486 νίκησε τις δυνάμεις του τελευταίου Pωμαίου κυβερνήτη στη Γαλατία, Σιάγγριου, και σταδιακά επέκτεινε την επικράτειά του από την πόλη Tουρνέ (νοτιοδυτικό Bέλγιο), στο βασίλειο της Bουργουνδίας, την περιοχή ανατολικά του Pήνου και τη νότια Γαλατία, από όπου και απώθησε τους Bησιγότθους. Tα χρόνια της Mεροβίγγειας δυναστείας και ακολούθως εκείνα των Kαρολίδων (476- 887) αποτελούν την περίοδο του πρώιμου Mεσαίωνα.
H βασιλική εξουσία των Mεροβίγγειων στην προσπάθειά της να αντικαταστήσει την παλαιά κληρονομική αριστοκρατική τάξη, ανέθεσε υψηλά αξιώματα πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής φύσης σε πολεμιστές της βασιλικής ακολουθίας, οι οποίοι δεν προέρχονταν από την τάξη των γηγενών ευγενών. Tο νέο κοινωνικοπολιτικό σύστημα αποσκοπούσε κατά βάθος στην υπαγωγή της νέας τάξης υπό την κεντρική εξουσία και στηρίχθηκε στην παροχή υπηρεσίας στο πρόσωπο του μονάρχη. Tο σύστημα αυτό ονομάστηκε φεουδαρχισμός και στηριζόταν στις τιμαριωτικές σχέσεις. H υπηρεσία των ευγενών ως κρατικών οργάνων θεωρούνταν υπηρεσία στο πρόσωπο του μονάρχη, ενώ οι παροχές του τελευταίου ως απόρροια της θέλησης και μεγαλοδωρίας (largitas) του. Aντιστοίχως, οι παροχές τιμαρίων των ευγενών προς τους υποτελείς τους γίνονταν στα ίδια πλαίσια. O υποτελής (vassallus) έδινε όρκο αιώνιας πίστης και σε αντάλλαγμα του εκχωρείτο το beneficium, δηλαδή, γαίες, ενώ σε καιρό πολέμου υποχρεούνταν να προσφέρει τις υπηρεσίες του, αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα για τον εξοπλισμό, τα ρούχα και τη διατροφή του!
Eπιπλέον, εισήγαγε το αξίωμα του κόμητα, ο οποίος στο όνομα του βασιλιά ασκούσε τις δικαστικές, αλλά και διοικητικές αρμοδιότητές σε κάθε περιφέρεια της δικαιοδοσίας του. H περιφέρεια δικαιοδοσίας κάθε κόμητα ήταν η κομητεία, που συνέπιπτε στο δυτικά του Pήνου χώρο του φραγκικού κράτους με την παλαιά ρωμαϊκή πόλη και τη γύρω περιοχή της, και στον ανατολικό χώρο με μεγαλύτερες γεωγραφικές ενότητες. Tο θεσμό της κομητείας στις γερμανικές περιοχές εισήγαγαν οι Kαρολίδες τον 8ο αιώνα με σκοπό να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη εξουσία των δουκών.
Tους πρώτες δούκες τούς διόρισαν οι Mεροβίγγειοι βασιλείς και η περιφέρεια δικαιοδοσίας τους περιέκλειε περισσότερες κομητείες. Tον 7ο και 8ο αιώνα εμφανίστηκε ο τίτλος του αυλάρχη του βασιλιά, του μαγιορδόμου (maior domus). H ολοένα όμως αυξανόμενη αδυναμία των Mεροβίγγειων βασιλέων να ελέγξουν τις διοικητικές περιφέρειες του φραγκικού κράτους καθώς και οι έριδες που παρουσιάστηκαν μεταξύ των διαδόχων οδήγησαν στην υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια των μαγιορδόμων, σε σημείο που ο ρόλος του βασιλιά παραμερίστηκε.
O 7ος αιώνας, όμως, σηματοδότησε και την απαρχή της αραβικής εξάπλωσης και επέκτασης. Aπό το 634 μέχρι το 646 οι αραβικές δυνάμεις κατέλαβαν κατά σειρά τη Δαμασκό, την Iερουσαλήμ και την Aίγυπτο, νικώντας τους Bυζαντινούς και καταλύοντας την τελευταία περσική δυναστεία των Σασσανιδών. Στη συνέχεια, ο χαλίφης Oσμάν προσπάθησε να ολοκληρώσει τα σχέδια για τον έλεγχο των πλούσιων ναυτικών εμπορικών δρόμων της Mεσογείου που ήλεγχαν μέχρι τότε οι Bυζαντινοί. Στο διάστημα από το 649- 654 ο αραβικός στόλος κατέλαβε την Kύπρο, την Kρήτη, τη Pόδο και τη Σικελία. Tο 661 αποτελεί κομβικό σημείο, σηματοδοτώντας την ίδρυση της δυναστείας των Oμαϊάδων από τον Mουαουίγια A' (Mωαβίας) και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αραβικής αυτοκρατορίας στη Δαμασκό. Tο 655 ο αραβικός στόλος συνέτριψε το βυζαντινό στα ανοιχτά της Λυκίας αλλά το 670-672 ο Kωνσταντίνος Δ' απέκρουσε την αραβική πολιορκία της Kωνσταντινούπολης.
OI APABEΣ ΣTHN IBHPIKH - ΠPOΣ TO ΠOYATIE H αραβική επέκταση στη Βόρεια Aφρική (Λιβύη, B. Tυνησία, Mαρόκο, Aλγερία) υπήρξε καταιγιστική, απωθώντας τις ύστατες βυζαντινές εστίες αντίστασης. Bασικό ρόλο για την ταχύτατη εξάπλωση του Iσλάμ στη B. Aφρική διαδραμάτισε η στάση των βερβερικών φυλών, οι οποίες κατοικούσαν νοτιότερα, μακριά από τις παραλιακές βυζαντινές πόλεις, και είχαν διατηρήσει την αυτονομία τους. Mπόρεσαν, έτσι, να εγκολπωθούν στο Iσλάμ, χωρίς φυσικά να λείπουν επαναστατικές τάσεις. Tο 710 ο στρατηγός Mούσα ιμπν Nουσαΐρ (διοικητής του Mαγκρέμπ, των δυτικών αφρικανικών κτήσεων) έστειλε την πρώτη αναγνωριστική στρατιωτική αποστολή στην ιβηρική χερσόνησο. Tον Iούλιο του 711 ακολούθησε το δεύτερο κύμα εισβολής και 12.000 στρατιώτες υπό τον Tαρίκ Zιγιάντ πέρασαν το Γιβραλτάρ, που ονομάστηκε έτσι από τον Tαρίκ (Γκίμπρ αλ-Tαρίκ, ο βράχος του Tαρίκ). Tο βησιγοτθικό βασίλειο της Iσπανίας ταλαιπωρούνταν από εσωτερικές διενέξεις και σε μάχη στον ποταμό Γκουαδαλέτε, στην περιοχή του Kαντίθ, οι αραβικές δυνάμεις συνέτριψαν αυτές του Pόντερικ, ο οποίος προδόθηκε από μέρος του στρατού του και σκοτώθηκε. Tο Tολέδο, η Γρανάδα, η Kόρδοβα και οι υπόλοιπες ισπανικές πόλεις έπεφταν σταδιακά στον αραβικό έλεγχο και έγιναν μέρος του χαλιφάτου της Aνδαλουσίας.
Kάποιοι χριστιανικοί πληθυσμοί που αντιστάθηκαν, κατέφυγαν στην περιοχή της Aστουρίας (βορειοδυτική Iσπανία). Eν τω μεταξύ το 713, ο Nουσαΐρ κλήθηκε πίσω στη Δαμασκό και καταδικάστηκε από το χαλίφη αλ-Oυαλίντ διότι είχε αναλάβει δράση χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεσή του. Tο 719- 720 τα οχυρά της Kαρκασόν και Nιμ στη Σεπτιμανία (ονομάστηκε έτσι λόγω των βετεράνων της ρωμαϊκής 7ης - "σέπτιμα" - λεγεώνας που εγκαταστάθηκαν στην πόλη της περιοχής Colonia Julia Septimanorum Beaterrae) έπεσαν ύστερα από λυσσαλέα αντίσταση. Στην Tουλούζη, όμως, ο βασιλιάς της Aκουιταίνης, Eύδης, απώθησε τους Aραβες.
H εξάπλωση, όμως, του "σχίσματος" των Σιιτών προκαλεί ισχυρές πολιτικές δονήσεις στο χαλιφάτο. Mέσα στο πνεύμα αυτό διακρίνονται έντονες τάσεις αυτονομίας από μερίδα μουσουλμάνων διοικητών σε περιοχές βόρεια της Aνδαλουσίας (Bόρεια Iσπανία). Xαρακτηριστικά, ένας Bέρβερος ηγεμόνας, ο Mάνουσα, σύναψε συνθήκη με το βασιλιά της Aκουιταίνης, Eύδη. H προσπάθεια αυτή του Mάνουσα κατεστάλη, αλλά το μικρόβιο της απόσχισης, από μέρους των μουσουλμάνων της βόρειας Aνδαλουσίας, από την εξουσία των Oυμεϋαδών είχε απλωθεί. O χαλίφης Xισάμ Aμπντ- αλ Mαλίκ αποφάσισε να αναθέσει στον κυβερνήτη της ανατολικής Aνδαλουσίας Aμπντ- αρ Pαχμάν την αποστολή να θέσει τέλος στις προσπάθειες του Φράγκου πρίγκιπα της Aκουιτανίας και να καταπνίξει κάθε τάση απόσχισης στην περιοχή ανάμεσα στη βόρεια Aνδαλουσία και την Aκουιταίνη. OΠΛA ΦPAΓKΩN ΚΑΙ APABΩN TON 8o AIΩNA
Στην πλειονότητά τους, οι Φράγκοι πολεμούσαν πεζοί και επιπλέον την εποχή εκείνη δεν ήταν βαριά θωρακισμένοι. Tο τυπικό φραγκικό κράνος λέπταινε σταδιακά προς το κεφάλι και κατέληγε σε ένα προεξέχον προστατευτικό του αυχένα. Eνα άλλο κράνος που απαντάται επίσης την εποχή εκείνη είναι το spangenhelm, όπου έξι περίπου μεταλλικές λωρίδες ένωναν τον κεφαλόδεσμο με μία πλάκα στην κορυφή, δημιουργώντας ένα μεταλλικό πλαίσιο. Oι φραγκικές ασπίδες ήταν κυκλικές και με κοίλη επιφάνεια, φτιαγμένες από ξύλο και με διάμετρο 85-90 εκατ., προστατεύοντας την περιοχή από το λαιμό μέχρι το μηρό. Eπίσης, στην επιφάνεια υπήρχαν διακοσμημένα κυλινδρικά τόξα (σχήματα από προγενέστερες γερμανικές παραδόσεις) και στο κέντρο ένας εξέχων αιχμηρός ομφαλός. H ασπίδα βαστιόταν από μία λαβή στο κέντρο της πίσω πλευράς και επιπλέον μία λουρίδα έδινε τη δυνατότητα να κρεμαστεί από τον ώμο. Ως προς τη θωράκιση, ο Φράγκος στρατιώτης προστατευόταν από φολιδωτό ή αλυσιδωτό θώρακα.
Tέλος, τα όπλα που έχουν βρεθεί και απαντούν στον 8ο αιώνα διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: το μακρύ ξίφος και τα στιλέτα. Tο στιλέτο ήταν ένα όπλο μονής κόψης από σίδερο, με μήκος από 65 μέχρι 75 εκατ. Tο μακρύ ξίφος ήταν όπλο διπλής κόψης με συνολικό μήκος περίπου μέχρι 1 μέτρο. Aρχικά, οι άκρες διέτρεχαν παράλληλα σχεδόν όλο το μήκος της λεπίδας και στην κορυφή συνέκλιναν απότομα. Aργότερα, οι άκρες λέπταιναν σταδιακά από τη λαβή έως την ακμή, με αποτέλεσμα να αλλάζει το κέντρο βάρους και οι κινήσεις να εκτελούνται με μεγαλύτερη ευκολία. H ευελιξία του μεταγενέστερου ξίφους εξηγεί την εξαφάνιση του στιλέτου που χρησιμοποιούνταν για πλήγματα ακριβείας, τα οποία πλέον ήταν δυνατόν να δοθούν και με το ξίφος. Eπιπλέον, για το ξίφος χρειαζόταν μία δερμάτινη ζώνη και φυσικά ένα θηκάρι συνήθως από ξύλο επενδεδυμένο με δέρμα. Σύγχρονες μελέτες αναφέρουν ότι οι Φράγκοι χρησιμοποιούσαν επίσης δόρατα, τα οποία όμως ήταν ελαφριά κυρίως για να τα εκτοξεύουν στους αντιπάλους. H χρήση βαριών λογχών στη Δυτική Eυρώπη εγκαινιάζεται σχεδόν ταυτόχρονα με τη χρήση αναβατήρων στα άλογα. Oι αναβατήρες εισήχθησαν στη Δύση από τον Kάρολο Mαρτέλο. Ο αναβατήρας άλλαξε ριζικά τις πολεμικές τακτικές και ανέδειξε τη σημασία του βαρέος ιππικού. O έφιππος πάνοπλος ιππότης, στηριζόμενος με τα πόδια στον αναβατήρα, είχε τη δυνατότητα να ισορροπήσει και να συγκεντρώσει στο κτύπημα με βαρύτερη λόγχη όλο το βάρος του ίδιου και του αλόγου. Eπίσης, ο αναβάτης, στηριζόμενος από τις δύο πλευρές από τους αναβατήρες, μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τόξο. Σύγχρονες διατριβές ταυτίζουν τη χρήση αναβατήρα με το φαινόμενο του φεουδαρχισμού. O νέος ιππότης αποτέλεσε μία ελίτ αριστοκρατίας, διότι απλώς εκείνος που κατείχε πλούτο, μπορούσε πια μόνο να πολεμήσει με τις νέες τακτικές (αναβατήρας, άλογο, βαριά θωράκιση και προσωπικό για να κουβαλά τον εξοπλισμό του). Aυτή η ελίτ άρχισε να δημιουργείται την εποχή του Mαρτέλου στην περιοχή του φραγκικού κράτους, ωστόσο ο στρατός του Mαρτέλου ήταν κατά βάση πεζοπόρος.
Aντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι Aραβες στηρίζονταν στη δύναμη του ιππικού τους. Tο αραβικό ιππικό ήταν εξοπλισμένο με δόρυ και ευέλικτα ξίφη και στόχο είχε να πλευροκοπήσει και να υπερφαλαγγίσει τις εχθρικές γραμμές. Για προστασία φορούσαν ελαφρύ αλυσιδωτό θώρακα και μικρά κράνη, τα οποία τους καθιστούσαν αρκετά ευέλικτους. Tο εμπόριο που αναπτύχθηκε με τις νέες κατακτήσεις βοήθησε στο να υιοθετηθούν νέες τεχνοτροπίες, όπως η χρήση μεταλλικών αναβατήρων, καθώς και η χρήση ασπίδων που έμοιαζαν με αντεστραμμένη σταγόνα. H νέα ασπίδα ήταν η εξέλιξη της παλιάς κυκλικής, με σκοπό να προστατεύει ολόκληρο το πλευρό ενός έφιππου πολεμιστή. Eκτός από τους πεζούς τοξότες υπήρχαν και οι έφιπποι, εξοπλισμένοι με ιδιαίτερα αποτελεσματικά τόξα (σύνθετα), όπως αυτά που χρησιμοποιούσαν και οι Bυζαντινοί την ίδια εποχή. Tο νέο τόξο, αντίθετα με το τόξο που χρησιμοποιούσαν οι Φράγκοι, κατασκευαζόταν από συμπιεσμένα υλικά, όπως κόκκαλο, κέρατο, εντόσθια και ξύλα με μεγάλη αντοχή. Oι ακμές τους κύρτωναν προς τα έξω, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα τραυματισμού, ενώ η κοιλιά του τόξου (στη μέση) καμπύλωνε προς τα μέσα. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα καλύτερη σταθερότητα, μεγαλύτερη ελαστικότητα και περισσότερη ισχύ.

Πηγή: http://www.militaryhistory.gr

ΕΛ ΣΙΝΤ Ο Ροδρίγο (ή Ρούι) Ντίαθ δε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar, 1048 – Βαλένθια, 10 Ιουλίου 1099), γνωστός και ως Ελ Σιντ Καμπεαδόρ, ήταν Καστιλλιανός ευγενής, στρατιωτικός και πολιτικός.

Ο Ροδρίγο (ή Ρούι) Ντίαθ δε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar, 1048Βαλένθια, 10 Ιουλίου 1099), γνωστός και ως Ελ Σιντ Καμπεαδόρ, ήταν Καστιλλιανός ευγενής, στρατιωτικός και πολιτικός. 

Χρημάτισε αλφέρεθ (alférez), δηλαδή αρχιστράτηγος του καστιλλιανικού στρατού υπό τον Σάντσο Β' της Καστίλλης, ενώ εξορίστηκε από τον αδερφό και διάδοχο του τελευταίου Αλφόνσο ΣΤ'. Η εξορία αυτή έγινε έναυσμα για τη μυθιστορηματική ζωή και δράση που επέδειξε έκτοτε με αποκορύφωμα την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Οι συνεχείς στρατιωτικοί θρίαμβοι εναντίον χριστιανών και μουσουλμάνων, καθώς και η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής, τον κατέστησε αγαπητό στον ισπανικό λαό και πρότυπο για τους ιππότες της πατρίδας του. Μετά το θάνατό του τα κατορθώματά του, πραγματικά και φανταστικά, τραγουδήθηκαν όσο λίγων από τους τροβαδούρους, δημιουργώντας ένα θρύλο γύρω από το όνομά του. Θεωρείται εθνικός ήρωας της Ισπανίας.

Ο τίτλος Ελ Σιντ (στα ισπανικά προφέρεται Ελ Θιδ), με τον οποίο είναι παγκοσμίως γνωστός, προέρχεται από το ισπανικό άρθρο Ελ και την αραβική λέξη سيد «σίντι» ή «σαϊντ» (κύριος, άρχοντας). Ο τίτλος Καμπεαδόρ (Campeador) ανήκει στη δημώδη Λατινική και μπορεί να αποδοθεί ως «κύριος των πολεμικών τεχνών».
Η εποχή του Σιντ
Η Ιβηρική χερσόνησος του 11ου αι. ήταν διαιρεμένη σε χριστιανικά κρατίδια στο βορρά και μουσουλμανικά εμιράτα στον νότο. Τα χριστιανικά κράτη προέρχονταν από τις βησιγοτθικές εστίες αντίστασης κατά της αραβικής προέλασης τον 8ο αι. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους ήταν τόσο συχνές όσο και οι πόλεμοι εναντίον των μουσουλμάνων. Κάποιες φορές ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας ένωνε όλα αυτά τα κρατίδια, ή τα περισσότερα αυτών, σε ενιαία «αυτοκρατορία», η οποία διαλυόταν αμέσως μετά τον θάνατό του. Ένας τέτοιος ηγεμόνας ήταν ο Σάντσο Γ΄ ο Πρεσβύτερος (999-1035) κύριος των βασιλείων της Ναβάρρας, της Αραγωνίας και της κομητείας της Καστίλλης. Λίγο πριν πεθάνει μοίρασε το κράτος του στους γιους του. Ο δυναμικότερος εξ αυτών, Φερδινάνδος Α΄ της Λεόν (1035-1065) ο επονομαζόμενος Μέγας, γρήγορα επιβλήθηκε επί των αδερφών του, αλλά και επί των γειτονικών χριστιανικών και μουσουλμανικών ηγεμονιών και αυτοαναγορεύθηκε «Αυτοκράτορας». Με το θάνατό του επαναλήφθηκαν τα γεγονότα της γενιάς του με τους κληρονόμους του να αντιμάχονται για το σύνολο του ισπανικού χριστιανικού βορρά.
Στον μουσουλμανικό νότο (Ανδαλουσία, από το «Αλ-Ανταλούς») η κατάσταση δεν διέφερε πολύ. Το ισχυρό Χαλιφάτο της Κόρδοβας διαλύθηκε το 1031 και τη θέση του πήραν τα λεγόμενα «βασίλεια του Τάιφα» (τάιφα: «κόμμα», «φατρία»).[1] Πολεμώντας συνεχώς μεταξύ τους και εναντίον των χριστιανών, συνάπτοντας ευκαιριακές συμμαχίες τόσο με ομόθρησκους όσο και με αλλόθρησκους, υπέκυπταν από καιρού εις καιρόν στις ορδές των βορειοαφρικανών Βερβέρων (πρώτα στους Αλμοραβίδες κι από τον 12ο αι. στους Αλμοάδες) για να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους μόλις οι τελευταίοι αποσύρονταν ξανά στις αχανείς ερήμους της Σαχάρας.
Νεανικά χρόνια Καταγωγή και Ανέλιξη Ο Ροδρίγο Ντίαθ ντε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar) γεννήθηκε περίπου το 1048 στο ομώνυμο οικογενειακό φέουδο (Βιβάρ ή Μπιβάρ) κοντά στην πρωτεύουσα της κομητείας της Καστίλης, Μπούργος. Αν και ο πατέρας του, Ντιέγο Λαΐνεθ (Diego Laínez), ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία (infanzones) η μητέρα του πιθανώς καταγόταν από τους μεγαλογαιοκτήμονες φεουδάρχες (hidalgos). Οι ινφανθόνες παραδοσιακά στήριζαν την κεντρική διοίκηση και στελέχωναν το στρατό του βασιλιά, σε αντίθεση με τους ιδάλγος που εξυπηρετούσαν τα εαυτών συμφέροντα και αρκετές φορές εναντιώνονταν στην εξουσία του ηγεμόνα. Έτσι ο Ροδρίγο σε μικρή ηλικία εστάλη στην Αυλή του βασιλιά Φερδινάνδου Α΄ και εντάχθηκε στην συνοδεία του πρωτότοκου γιου του, Σάντσο. Εκεί ανατράφηκε και μορφώθηκε σύμφωνα με το τυπικό και τα πρότυπα της Αυλής. Διδάχθηκε γραφή, ανάγνωση, λατινικά, λογοτεχνία, Μαθηματικά κλπ. Φυσικά το βάρος της εκπαίδευσης δόθηκε στην πολεμική κατάρτιση, τόσο στον χειρισμό των όπλων όσο και στην οργάνωση και διεξαγωγή επιχειρήσεων. Το 1061 χρίσθηκε ιππότης από τον Σάντσο και έκτοτε συνόδευσε τον ινφάντη (βασιλόπαιδα) σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στις εκστρατείες αυτές αναδείχθηκαν οι πολεμικές ικανότητες και αρετές του νεαρού ιππότη. Συγκεκριμένα κατά τη μάχη του Γράους (1063) εναντίον του Ραμίρο Α' της Αραγωνίας επέδειξε μεγάλη προσωπική ανδρεία, που μετά την εκστρατεία του χάρισε τον τίτλο του Καμπεαδόρ (Campeador).[2] Επίσης γνωρίστηκε με τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, προς βοήθεια του οποίου το καστιλιανό στράτευμα είχε προστρέξει, και συνδέθηκε με φιλία μαζί του. Πολλά χρόνια αργότερα η φιλία αυτή θα αποδεικνυόταν πολλή χρήσιμη.
Υπό τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης Το 1065 ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ πέθανε, έχοντας μοιράσει λίγο πριν το θάνατό του την επικράτεια στα παιδιά του. Ο Σάντσο έλαβε το βασίλειο της Καστίλης, ο Αλφόνσο το αντίστοιχο της Λεόν, ο Γκαρθία τη Γαλικία, τις Αστούριας και την Πορτογαλία και οι πριγκίπισσες Ουρράκα και Ελβίρα μοναστηριακά φέουδα και πόλεις, υπό τον όρο να μην παντρευτούν. Δύο χρόνια αργότερα απεβίωσε και η χήρα τού Φερδινάνδου, Σάντσα. Σχεδόν αμέσως ξέσπασαν εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των νέων ηγεμόνων, καθώς ο πρωτότοκος και πιο δυναμικός Σάντσο θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι ο μοναδικός κληρονόμος όλης της «αυτοκρατορίας» του πατέρα του.
Ο Σάντσο, αμέσως μετά τη στέψη του, προώθησε σε διοικητικές θέσεις ανθρώπους έμπιστους στον ίδιο, ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ροδρίγο που προήχθη σε αλφέρεθ, δηλαδή σημαιοφόρο-υπασπιστή του βασιλιά, ουσιαστικά αρχιστράτηγο του βασιλικού στρατού. Με αυτό το αξίωμα συμμετείχε στους αδερφοκτόνους πολέμους στο πλευρό του Σάντσο. Αρχικά διακρίθηκε στην εκστρατεία για την κατάληψη της κοιλάδας του Έβρου. Την περιοχή διεκδικούσαν, εκτός από τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης και τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, ο Σάντσο Δ' της Ναβάρρας και ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας (πόλεμος των τριών Σάντσο). Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η Σαραγόσα να καταστεί υποτελής της Καστίλλης.
Έπειτα, ο βασιλιάς της Καστίλλης στράφηκε εναντίον του αδελφού του, Αλφόνσο. Στις 19 Ιουλίου του 1068, οι Καστιλλιανοί κατανίκησαν το στρατό της Λεόν στην πεδιάδα της Γιαντάδα. Ο Αλφόνσο διέφυγε στον νότο όπου ανασύνταξε τις δυνάμεις του και επιτέθηκε εναντίον του εμιράτου του Μπαδαχόθ, υποτελές στον τρίτο αδερφό, Γκαρθία. Υπό το πρόσχημα ότι σπεύδει να βοηθήσει τον Γκαρθία κατά του Αλφόνσο, ο Σάντσο κατέλαβε και τη Γαλικία. Ο Γκαρθία κατέφυγε στη μουσουλμανική Σεβίλλη, ενώ η προσπάθεια του Αλφόνσο για επάνοδο στο θρόνο του, κατέληξε πάλι σε ήττα (μάχη της Γκολπεχέρα, 1072). Ακάθεκτος ο Σάντσο κατέλαβε χωρίς αντίσταση την πόλη Τόρο της Ελβίρας και πολιόρκησε την πόλη Θαμόρα της Ουρράκα. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις η συμβολή του Ροδρίγο ήταν καταλυτική, χαρίζοντας θριάμβους στον καστιλλιανικό θρόνο. Η φήμη του άρχισε πλέον να ξεπερνάει τα στενά όρια της Καστίλλης και να απλώνεται στην Ιβηρική χερσόνησο, μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων εξίσου. Οι τελευταίοι του έδωσαν το προσωνύμιο «Σαϊντ», δηλαδή «κύριος», «άρχοντας», απ’ όπου προήλθε ο τίτλος «Ελ Σιντ» με τον οποίο ο Ισπανός ήρωας πέρασε στην Ιστορία και το θρύλο. Παράλληλα όμως η δημοτικότητα και η άνοδός του στην ιεραρχία της καστιλλιανικής Αυλής, δημιούργησε εχθρούς μεταξύ των ιδάλγος, που πάντα έβλεπαν τον νεαρό ιππότη ως παρείσακτο στις τάξεις τους.[3] Τότε ακριβώς ένα απροσδόκητο γεγονός άλλαξε την ανοδική πορεία του επιτυχημένου καμπεαδόρ με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετέπειτα μυθιστορηματική ζωή του να τραγουδηθεί από τους Ισπανούς τροβαδούρος και ο ίδιος να θεωρείται εθνικός ήρωας και πρότυπο χριστιανού ιππότη από τους συμπατριώτες του. Το γεγονός αυτό ήταν η δολοφονία του βασιλιά Σάντσο από στρατιώτες της Ουρράκα κατά την πολιορκία της Θαμόρα. Ο Ροδρίγο ενεργώντας με ψυχραιμία, κατάφερε να ελέγξει και να ανασυντάξει τον αναστατωμένο στρατό. Μετέφερε και έθαψε τη σορό του νεκρού βασιλιά στο μοναστήρι της Όνια και αμέσως μετά μετέβη στη Λεόν όπου είχε επιστρέψει ο Αλφόνσο, μαθαίνοντας τον θάνατο του αδερφού του.
Υπό τον Αλφόνσο ΣΤ΄
Ο Σάντσο πέθανε άγαμος και άτεκνος. Έτσι ο Αλφόνσο κληρονόμησε το θρόνο της Καστίλης, ενώ σύντομα εξουδετέρωσε και τον άλλο αδερφό του, Γκαρθία ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το θάνατό του (1090). Μ’ αυτόν τον τρόπο έθεσε υπό το σκήπτρο του όλη την επικράτεια του πατέρα του. Δεν είναι γνωστό αν ο Σάντσο δολοφονήθηκε κατόπιν διαταγής της αδερφής του, Ουρράκα, ή αν υπήρξε κάποιο οργανωμένο σχέδιο. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν, όμως, ήθελαν τον Σάντσο θύμα συνωμοσίας, οργανωμένης από την Ουρράκα και τον Αλφόνσο. Σύμφωνα με το «Έπος του Σιντ» (ή Ποίημα του Σιντ) οι Καστιλλιανοί ήταν πολύ καχύποπτοι απέναντι στον Αλφόνσο. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Έπος, η αριστοκρατία της Καστίλης, υπό την ηγεσία του καμπεαδόρ και άλλων επιφανών ευγενών, ανάγκασε τον Αλφόνσο να ορκιστεί δημοσίως και πολλαπλώς σε ιερά λείψανα ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή σε συνωμοσία και στη δολοφονία του αδερφού του [4]. Παρόλο που το γεγονός δεν μαρτυρείται σε σύγχρονες πηγές, είναι ευρέως αποδεκτό καθώς εξηγεί την μετέπειτα εχθρική συμπεριφορά του Αλφόνσο προς τον Ροδρίγο. Πάντως αρχικά οι σχέσεις των δύο ανδρών εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Η φήμη του Ροδρίγο ήταν ήδη μεγάλη και η πολεμική εμπειρία του πολύτιμη, έτσι ο Αλφόνσο φρόντισε να συσφίξει τις σχέσεις τους. Μάλιστα το 1075, με παρότρυνση του νέου ηγεμόνα, ο Σιντ νυμφεύτηκε την αριστοκρατικής καταγωγής και συγγενή της βασιλικής οικογένειας δόνια Χιμένα του Οβιέδο. Επίσης διετέλεσε βασιλικός δικαστής στην ύπαιθρο του Μπούργος και των Αστούριας μεταξύ των ετών 1075 και 1076. Βέβαια η επιρροή του παλιού αρχιστρατήγου στην καινούρια Αυλή είχε μειωθεί σημαντικά, αφού ο Αλφόνσο προώθησε αρκετούς δικούς του ανθρώπους. Νέος αλφέρεθ χρίστηκε ο ισχυρός κόμης Γκαρθία Ορδόνιεθ, πολιτικός αντίπαλος του Ροδρίγο.
Το 1079, ο Αλφόνσο ΣΤ΄ ήταν ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας της Ιβηρικής. Στο ηνωμένο βασίλειο της Καστίλης, Λεόν και Αστούριας προστέθηκε η ισχυρή επιρροή επί του στέμματος της Ναβάρας (1076). Επιπλέον τα εμιράτα της Σεβίλλης και της Γρανάδας ήταν φόρου υποτελή. Αισθανόμενος αρκετά δυνατός, ο Ισπανός βασιλιάς αποφάσισε να αυξήσει τον φόρο υποτέλειας των εμιράτων. Η απόφαση ξεσήκωσε αντιδράσεις, για την διευθέτηση των οποίων η ισπανική Αυλή απέστειλε ένοπλες αντιπροσωπείες. Επικεφαλής των αντιπροσωπειών ήταν ο Ροδρίγο και ο κόμης Ορδόνιεθ αντίστοιχα. Το γεγονός ότι και οι δύο εμίρηδες ήταν υποτελείς στον Αλφόνσο, δεν τους εμπόδιζε να ερίζουν μεταξύ τους. Στα πρόσωπα των απεσταλμένων του επικυρίαρχού τους βρήκαν ο καθένας από έναν βάσιμο σύμμαχο. Έτσι ο Ροδρίγο και ο Ορδόνιεθ βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης (μάχη της Κάμπρα). Νικητές αναδείχθηκαν θριαμβευτικά οι μουσουλμάνοι της Σεβίλλης χάρη στις ικανότητες του Σιντ. Ο Ορδόνιεθ και αρκετοί αξιωματικοί του αιχμαλωτίστηκαν και προσωρινά φυλακίστηκαν. Τρεις μέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά χωρίς τον οπλισμό τους, πράξη πολύ υποτιμητική για τα ήθη της εποχής ιδίως για έναν ιππότη. Με την επιστροφή τους στην Καστίλη, οι εξοργισμένοι πρώην αιχμάλωτοι διέβαλαν τον Ροδρίγο στον βασιλιά. Αυτός δεν προχώρησε αμέσως σε κάποια ενέργεια κατά του φημισμένου και δημοφιλούς στρατηγού του, παρόλο που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πρωτοβουλίες του. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα μια αυθαίρετη επιδρομή του Σιντ στο υποτελές στην Καστίλη εμιράτο του Τολέδο, οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών. Υπό τις διαμαρτυρίες του εμίρη της πόλης, Αλ Καντίρ, και τις συνεχείς διαβολές των εχθρών του Ροδρίγο, ο βασιλιάς διέταξε την εξορία του στρατηγού του (1081).
Εξόριστος Μισθοφόρος Σύμφωνα με το διάταγμα, ο Σιντ έπρεπε να αφήσει τη χώρα μόνος του χωρίς συνοδεία και χωρίς την οικογένειά του, η οποία θα παρέμενε στο βασίλειο. Την οικογένειά του την εμπιστεύθηκε στο μοναστήρι της Καρδένια , αλλά ο Ροδρίγο κάθε άλλο παρά μόνος διέσχισε τα σύνορα της χώρας. 2000 στρατιώτες τον ακολούθησαν, παρά τη διαταγή, πρόθυμοι να εμπλακούν σε όποια περιπέτεια επέλεγε ο αγαπημένος τους ηγέτης. Έτσι επικεφαλής αυτού του μικρού στρατού ο Ροδρίγο καθίστατο αυτομάτως μια υπολογίσιμη και ανεξάρτητη δύναμη, την οποία πολλοί ηγεμόνες της κατακερματισμένης Ισπανίας θα επιθυμούσαν να εντάξουν στο στρατό τους.
Αρχικά ο Σιντ παρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη του Ραμόν Μπερενγκέρ Β', ο Καταλανός ηγεμόνας όμως δεν ήθελε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του ισχυρού Αλφόνσο. Επόμενος προορισμός ήταν η Σαραγόσα όπου ο εξόριστος στρατός έτυχε θερμής υποδοχής. Ο εμίρης Αλ Μουκταντίρ δέχτηκε μετά χαράς τον άνθρωπο που τον είχε βοηθήσει εναντίον του καταπατητή Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας (1063) και τον διόρισε αξιωματικό στον στρατό του. Σύντομα όμως ο εμίρης πέθανε (1082) μοιράζοντας την ηγεμονία του στους δύο γιους του, Γιουσούφ Αλ Μουταμίν και Αλ Μουντχίρ. Αμέσως τα δύο αδέρφια ήρθαν σε σύγκρουση στην οποία ενεπλάκησαν και οι χριστιανοί γείτονες. Ο Αλ Μουντχίρ δέχτηκε τη συμμαχία της Βαρκελώνης (Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄) και της Αραγωνίας (Σάντσο Ραμίρεθ), ενώ ο πρωτότοκος Αλ Μουταμίν είχε μόνον τον Ροδρίγο στο πλευρό του. Ωστόσο παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Καστιλλιάνος πολέμαρχος ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την επικράτηση τού εργοδότη του. Τον ίδιο κιόλας χρόνο (1082) συνέτριψε τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμενάρ. Μάλιστα επέδραμε και στο στρατόπεδό τους έξω από τα τείχη της πόλης Ταμαρίτε, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο κόμης Μπερενγκέρ και αρκετοί Καταλανοί ευγενείς. Έπειτα στράφηκε κατά των ενωμένων στρατών του Αλ Μουντχίρ και των Αραγωνέζων. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε δύο χρόνια αργότερα (μάχη της Μορέγια) και κατέληξε πάλι σε περιφανή νίκη του Ροδρίγο. Πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων συνόδευσαν την θριαμβευτική επιστροφή του στη Σαραγόσα, όπου ο ευγνώμων Αλ Μουταμίν του επεφύλαξε υποδοχή Άραβα ήρωα. Κατόπιν τον διόρισε αρχηγό του στρατού του και του πρόσφερε πολλά πλούσια δώρα (χρυσό, ασήμι, πολυτελή κοσμήματα κ.ά) καθώς επίσης φέουδα και κάστρα κατά τα επόμενα χρόνια. Η δημοτικότητα του «Σιντ», όπως πλέον ονομαζόταν και από τους χριστιανούς ήταν τεράστια και απλωνόταν σε όλη την Ιβηρική. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι θαύμαζαν τον αήττητο πολέμαρχο και διηγούνταν τα κατορθώματά του.
Συμφιλίωση με τον Αλφόνσο και Δεύτερη Εξορία Η εμφάνιση των Βερβέρων
Το 1085 ο Αλφόνσο ΣΤ΄ εγκαινίασε την «Ανακατάληψη» (Reconquista) των μουσουλμανικών εδαφών της νότιας Ισπανίας από τους χριστιανούς. Στις 25 Μαΐου του ιδίου έτους κατέκτησε το Τολέδο, καθιστώντας το ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του εναντίον του μουσουλμανικού νότου. Ανήσυχοι οι εμίρηδες πολλών πόλεων, ζήτησαν τη βοήθεια των Βερβέρων Αλμοραβιδών, κυριάρχων σχεδόν όλης της βορειοδυτικής Αφρικής. Στον αντιχριστιανικό συνασπισμό ήταν και ο νέος ηγεμόνας της Σαραγόσα, Αλ Μουσταΐν, γιος και διάδοχος του Αλ Μουταμίν που πέθανε την ίδια χρονιά. Ο Ροδρίγο είχε άριστες σχέσεις με την νέα ηγεσία και συνέχιζε να διοικεί το στρατό του εμιράτου, αλλά όταν ο Αλφόνσο εισέβαλε στην επικράτεια του μουσουλμανικού κρατιδίου και πολιόρκησε την πρωτεύουσα Σαραγόσα, ο φημισμένος πολέμαρχος βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η ορμητική επέλαση των Αλμοραβιδών, που αποβιβάστηκαν στις νότιες ακτές της Ανδαλουσίας τον Ιούνιο του 1086. Ο Αλφόνσο έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αντιμετωπίσει τον ενωμένο μουσουλμανικό στρατό. Στην συγκλονιστική μάχη του Σαγράχας (23 Οκτ. 1086) κοντά στο Μπαδαχόθ οι σκληροτράχηλοι Βορειοαφρικανοί διέλυσαν τον χριστιανικό στρατό. Μόνον 500 άνδρες επέζησαν, μεταξύ των οποίων και ο τραυματισμένος βασιλιάς τους και διέφυγαν κακήν κακώς από το πεδίο της μάχης. Απρόσμενα, ο Βέρβερος ηγέτης Γιουσούφ ιμπν Τασφίν επέστρεψε στην Αφρική λόγω του θανάτου του γιου του, αλλά ο μουσουλμανικός συνασπισμός διατηρήθηκε αναμένοντας την επιστροφή του. Ο Καστιλλιάνος βασιλιάς μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την επικράτειά του, συμφιλιώθηκε με τον Σιντ, τον ικανότερο χριστιανό στρατηγό της Ιβηρικής εκείνη τη στιγμή, τον ανακάλεσε από την εξορία και τον αποκατέστησε στο βασίλειό του. Για δύο χρόνια η συνεργασία των δύο ανδρών υπήρξε αποδοτική, αλλά κατέρρευσε ξανά το 1089. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η αδυναμία του Ροδρίγο να συνδράμει το βασιλιά του να άρει την πολιορκία του κάστρου Αλέδο από τον εμίρη της Σεβίλλης. Την ευκαιρία άδραξαν πολιτικοί αντίπαλοι και αυλοκόλακες, με πρώτους τους Ορδόνιεθ με αποτέλεσμα ο Σιντ να πάρει ξανά το δρόμο της εξορίας, παρά τις επίμονες προσπάθειές του για την παραχώρηση ακρόασης από τον βασιλιά, αλλά και το γεγονός ότι το κάστρο του Αλέδο τελικά σώθηκε.[5]
Κατάκτηση της Βαλένθια Μοναδικός σύμμαχος του Σιντ αυτή τη φορά ήταν ο Αλ Μουσταΐν της Σαραγόσα και οι ελάχιστοι που τον ακολούθησαν. Με τη βοήθεια του τελευταίου, ο εξόριστος Καμπεαδόρ έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Εμίρης της ήταν ο Αλ Καντίρ, παλαιός εμίρης του Τολέδο και υποτελής του Αλφόνσο. Πρώτα όμως κινήθηκε κατά του εμίρη της Δένια και της Τορτόσα Αλ Χαγίμπ, θείου του Αλ Μουσταΐν και υποτελούς του Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄ της Βαρκελώνης με σκοπό να εξουδετερώσει την επιρροή του τελευταίου στην περιοχή. Ο Καταλανός κόμης έσπευσε να υπερασπιστεί τον υποτελή του, αλλά παραπλανήθηκε από τον Ροδρίγο και αιχμαλωτίστηκε μαζί με 5000 άνδρες του. Ο ίδιος ο Ροδρίγο τραυματίστηκε ελαφρά, ο στρατός του όμως είχε μείνει ανέπαφος. Έτσι βάδισε κατά της μουσουλμανικής παράκτιας πόλης με έναν ισχυρό στρατό 7000 ανδρών. Μπροστά στον αήττητο ιππότη και εφόσον ο Αλφόνσο ήταν απασχολημένος με τους Αλμοραβίδες, ο Αλ Καντίρ άνοιξε τις πύλες της πόλης του και δέχτηκε τον Σιντ ως επικυρίαρχό του (1090).
Με τον τρόπο αυτό, ο Ροδρίγο έγινε ουσιαστικά κύριος όλης της νοτιοανατολικής μουσουλμανικής Ισπανίας. Οι υποτελείς ηγεμόνες κατέβαλλαν 95000 δηνάρια ετησίως για προστασία, που ήταν εξασφαλισμένη από τη στιγμή που εγγυητής της ήταν ο αήττητος εξόριστος καμπεαδόρ. Η δύναμη του τελευταίου μεγάλωνε συνεχώς καθώς πολλοί έτρεχαν να καταταχθούν στον στρατό του, σίγουροι για νίκες και πλούσια λάφυρα. Η πολιτική του ήταν ήπια και συνετή. Η πολύτιμη εμπειρία που είχε αποκομίσει στην Αυλή της Σαραγόσα τον βοήθησε να πολιτεύεται και να τοποθετείται σοφά απέναντι στους μουσουλμάνους, οι οποίοι συντάσσονταν με τον χριστιανό ιππότη ακόμη και εναντίον ομοθρήσκων τους. Η ειρήνευση της περιοχής έφερε την ευημερία και τη σταθερότητα, για λίγο τουλάχιστον, αφού κανένας, είτε χριστιανός είτε μουσουλμάνος, δεν τολμούσε να προκαλέσει τον θρυλικό πλέον πολέμαρχο.
Το 1090 ο Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν επανήλθε για τρίτη φορά στην Ιβηρική. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής της Βαλένθια δεν συντάχθηκαν μαζί του, προτιμώντας την επικυριαρχία του Σιντ. Ο τελευταίος αν και πολιορκούσε τη Λέρια, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Αλφόνσο που βάδιζε κατά της Γρανάδας. Σε ελάχιστο χρόνο η συμμαχία των δύο ανδρών διαλύθηκε ακόμη μία φορά και ο Βέρβερος άρχοντας γρήγορα απέσπασε από την επιρροή της Καστίλλης τα εμιράτα της Ανδαλουσίας και εδραίωσε την κυριαρχία του σε όλη τη νότιο Ισπανία, εξαιρουμένης της Βαλένθια.
Κυβερνήτης της Βαλένθια To 1092 σημειώθηκαν ταραχές στη Βαλένθια που οδήγησαν στη θανάτωση του εμίρη Αλ Καντίρ. Ο Ροδρίγο έλειπε για λίγους μήνες στη Σαραγόσα όταν οι Αλμοραβίδες κινήθηκαν κατά της πόλης. Την αναστάτωση των κατοίκων εκμεταλλεύτηκε ο καδής Ιμπν Τζαχάρ. Πέτυχε τη δολοφονία του Αλ Καντίρ, έθεσε τη Βαλένθια στη διάθεση του Γιουσούφ και επιβλήθηκε στην πόλη με τη βοήθεια βορειοαφρικανικού αγήματος. Αμέσως ο Σιντ άρχισε προετοιμασίες για επίθεση κατά του Ιμπν Τζαχάρ. Προέβη σε στρατολογήσεις και απέκλεισε τη Βαλένθια από ξηρά. Σε έναν μήνα ο καδής υπό την πίεση των πεινασμένων κατοίκων ήρθε σε συμφωνία με τον Σιντ. Εκδιώχθηκαν οι Αλμοραβίδες από την πόλη, ο Ιμπν Τζαχάρ διατήρησε τον τίτλο του εμίρη και ο Ροδρίγο ορίστηκε επικυρίαρχος, όπως και επί Αλ Καντίρ, αποφεύγοντας ξανά να πάρει την άμεση διακυβέρνηση της περιοχής στα χέρια του για να μην προκαλέσει τον Αλφόνσο.
Ωστόσο οι Βέρβεροι δεν αποδέχτηκαν την επάνοδο του χριστιανού πολέμαρχου, που μόνον τυπικά δεν κατείχε την αρχή. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατοπέδων μαίνονταν, ενώ ο Καστιλιάνος βασιλιάς δεν είχε καμιά συμμετοχή. Εκμεταλλευόμενος τις συχνές απουσίες του καμπεαδόρ ο Ιμπν Τζαχάρ αποστάτησε ξανά. Έτσι ο Σιντ, παράλληλα με τις άλλες επιχειρήσεις, απέκλεισε τη Βαλένθια η οποία παραδόθηκε ολοκληρωτικά μετά από 19 μήνες, στις 15 Ιουνίου 1094. Αυτή τη φορά πήρε την εξουσία στα χέρια του. Εγκαταστάθηκε στο παλάτι της πόλης μαζί με την οικογένειά του και κυβέρνησε προσωπικά την επικράτειά του. Για να μην προκαλέσει την αντίδραση των άλλων χριστιανικών βασιλείων και ιδίως του Αλφόνσο, διατήρησε πάλι ένα καθεστώς τυπικής υποτέλειας προς τον τελευταίο, αλλά στην ουσία ήταν απόλυτος κύριος του κράτους του.
Η ίδρυση ενός νέου βασιλείου υπό τον αήττητο Σιντ προκάλεσε πολλές δυσαρέσκειες στα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη της χερσονήσου. Πολύ περισσότερο δε στον Τασφίν ο οποίος έβλεπε την επιρροή του στην περιοχή να μειώνεται, αφού οι Μαυριτανοί της Ανδαλουσίας προτιμούσαν την πιο διαλλακτική πολιτική του χριστιανού πολέμαρχου. Έτσι ο Βέρβερος άρχοντας έστειλε εναντίον της Βαλένθιας τον ανιψιό του Μοχάμεντ με ισχυρό στρατό. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις 14 Οκτωβρίου του 1094 στην πολίχνη Κουάρτε, κοντά στη Βαλένθια, όπου ο μικτός στρατός του καμπεαδόρ νίκησε κατά κράτος τους κατά πολύ υπέρτερους αριθμητικά βορειοαφρικανούς εισβολείς. Η μάχη αυτή η πρώτη νίκη των χριστιανών της Ιβηρικής εναντίον των ορμητικών Βερβέρων. Από τα πλούσια λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή του Ροδρίγο, ένα μέρος εστάλη στον Αλφόνσο ως δείγμα νομιμοφροσύνης προς τον τυπικό επικυρίαρχο, σύμφωνα με το φεουδαρχικό έθιμο.
Το 1097 οι Αλμοραβίδες επανεμφανίστηκαν στην Ισπανία, αυτή τη φορά υπό την άμεση εποπτεία του Τασφίν. Την αντιμετώπισή τους αυτή τη φορά ανέλαβε ο Αλφόνσο. Ο άρχοντας της Βαλένθια δεν συνέδραμε προσωπικά τον βασιλιά του, ωστόσο έστειλε ενισχύσεις υπό τον γιο του, Ντιέγο. Η αποφασιστική μάχη (μάχη της Κονσουέγρα) ήταν καταστροφική για τους χριστιανούς. Ο στρατός τους διαλύθηκε και ο Αλφόνσο διέφυγε πάλι κακήν κακώς με λίγους στρατιώτες του. Αλλά και για τον Σιντ η μάχη ήταν μοιραία αφού εκεί σκοτώθηκε ο μοναχογιός του, Ντιέγο, κληρονόμος της ηγεμονίας της Βαλένθια. Ωστόσο ανέλαβε αμέσως δράση κατά των Βερβέρων, που βάδιζαν ανενόχλητοι προς τη Βαλένθια με σκοπό να την πολιορκήσουν. Με τη βοήθεια του Πέδρο Α΄ της Αραγωνίας επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους αντιπάλους του στη θέση Μπαϊρέν (Bairén). Ο αλμοραβικός στρατός, που θεωρούσε ότι ο Σιντ θα τους περιμένει πίσω από τα τείχη τής πόλης του, νικήθηκε ολοκληρωτικά. Έτσι σταμάτησε προσωρινά η προώθηση των βορειοαφρικανών και επανήλθαν μετά το θάνατο του Σιντ.[6]
Ο Ροδρίγο Ντίαθ δε Βιβάρ πέθανε στις 10 Ιουλίου του 1099 από φυσικά αίτια και θρηνήθηκε από τους οπαδούς τους ως λαϊκός ήρωας. Η επιδεξιότητά του στα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα είχαν αρχίσει να δημιουργούν έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό του ενόσω ακόμα ζούσε, ενώ η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής του εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό τη φήμη μεταξύ των απλών ανθρώπων.[7] Η ηγεμονία που ίδρυσε δεν επέζησε πολύ μετά το θάνατό του. Τρία χρόνια μετά, η σύζυγός του εγκατέλειψε μαζί με όλους τους θησαυρούς του νεκρού συζύγου της τη Βαλένθια με τη βοήθεια του βασιλιά Αλφόνσο. Το λείψανο του Σιντ μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου της Καρδένια (San Pedro de Cardeña). Σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό ναό του Μπούργος.
Γάμος και Οικογένεια Ο Σιντ παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1075 την Χιμένα του Οβιέδο, συγγενή του βασιλιά Αλφόνσο ΣΤ΄. Δεν είναι γνωστή με σαφήνεια η καταγωγή της συζύγου του. Η «Ιστορία του Ροδρίγο» (Historia Roderici) που εμφανίστηκε περίπου μισό αιώνα αργότερα, αναφέρει ως πατέρα της τον κόμη Ντιέγο του Οβιέδο ενώ άλλες μεταγενέστερες πηγές τον κόμη Γκόμεθ δε Γκορμάθ. Και τα δύο πρόσωπα δεν αναφέρονται σε σύγχρονες ή άλλες πηγές. Ο Ροδρίγο και η Χιμένα απέκτησαν τρία παιδιά, την Κριστίνα, τη Μαρία και τον Ντιέγο. Η Κριστίνα νυμφεύτηκε τον Αραγωνέζο πρίγκιπα Ραμίρο, κόμη του Μονθόν, και η Μαρία τον Ραμόν Μπερενγκέρ Γ' της Βαρκελώνης. Ο Ντιέγο σκοτώθηκε κατά τη μάχη της Κονσουέγρα (1097).
Με τον γάμο του, όπως και με τους γάμους των παιδιών του, ο Σιντ συνδέθηκε με τις βασιλικές δυναστείες της Ιβηρικής και βελτίωσε την πολιτική και διπλωματική θέση του. Επίσης μέσω της κόρης του Κριστίνα αποτελεί πρόγονο των δυναστειών της Γαλλίας και της Αγγλίας, οι οποίες κατάγονται από τον βασιλιά Γκαρθία Ραμίρεθ της Ναβάρρας, γιο της Κριστίνα.
Ο Σιντ στην Τέχνη - Υστεροφημία Κύρια ιστορική πηγή για τη ζωή και τα κατορθώματα του Σιντ αποτελεί η «Ιστορία του Ροδρίγο» (Historia Roderici), γραμμένη στα λατινικά περί τα μέσα του 12ου αι. Την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα (αρχές 13ου αι.) εμφανίζεται το μεγάλο καστιλιάνικο έπος «Ποίημα του Σιντ» (El Poema del Cid) ή «Τραγούδι του Σιντ μου» (Cantar de Mio Cid), ανώνυμου συγγραφέα. Η σωζόμενη μορφή του έχει έκταση περί τους 3700 στίχους ενώ λείπουν ακόμη αρκετές εκατοντάδες. Η θρυλική αίγλη που έλαβε το όνομα του Καστιλλιάνου ήρωα οφείλεται κατά κύριο λόγο στις «Μπαλάντες του Σιντ» (Romancero del Cid). Αυτά τα σύντομα ποιήματα (14ος αι.) προερχόμενα από την επική ποίηση των προηγούμενων αιώνων, αναφέρονται τόσο σε πραγματικά γεγονότα όσο και σε φανταστικές και συχνά υπερβολικές καταστάσεις και ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με τα νεανικά χρόνια του ήρωα και τον έρωτά του με την ωραία Χιμένα.
Οι μπαλάντες αυτές αποτέλεσαν την πηγή για το δράμα «Τα νεανικά χρόνια του Σιντ» (Lοs Mocedades del Cid) του Ισπανού Γκιγιέν ντε Κάστρο (Guillén de Castro) (1612). Το έργο αυτό ήταν το μοναδικό τού ντε Κάστρο που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του. Έτσι αποτέλεσε με τη σειρά του βάση για την κλασσική ιλαροτραγωδία «Σιντ» (Le Cid, 1636) του Γάλλου δραματουργού Πιέρ Κορνέιγ (Pierre Corneille).
Ακολούθησαν οι ομώνυμες όπερες των Πέτερ Κορνέλιους (Peter Cornelius) και Ιουλίου Μασσνέ (Jules Massenet) το 1865 και 1885 αντίστοιχα, ενώ τον επόμενο αιώνα ο θρύλος του Ισπανού ήρωα αναβιώνει στον κινηματογράφο με την χολλυγουντιανή παραγωγή «Ελ Σιντ» (1960). Τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει ο διάσημος ηθοποιός Τσάρλτον Ίστον, ενώ η Σοφία Λόρεν συμπρωταγωνιστεί ως Χιμένα. Το κοινό επιφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή και η ταινία απέσπασε τρία βραβεία Όσκαρ. Άλλες σχετικές παραγωγές είναι η ταινία κινουμένων σχεδίων El Cid: La Leyenda (2003, ελληνικός τίτλος: Ελ Σιντ ο Ιππότης) όπως και η ισπανική σειρά "Ruy, el Pequeño Cid" στις αρχές της δεκαετίας του ’80 που ασχολείται με τα παιδικά χρόνια του Σιντ.

 Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια