Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

28.3.18

Όσο θα συνεχίσουν να υπάρχουν Φιλόλογοι όπως ο κ. Ηλίας Γιαννακόπουλος, θα υπάρχει ελπίδα.

1. Ιχνηλατώντας την πορεία του ανθρώπου από τις απαρχές της ύπαρξής του, επισημαίνουμε δυο βασικά στοιχεία – γνωρίσματα που καθόρισαν την επιβίωσή του και την εξέλιξή του. Τα στοιχεία αυτά είναι ο ΝΟΥΣ (Λογική, Σκέψη) αλλά και το πάθος – ορμή για ζωή. Και τα δυο βοήθησαν στην έξοδο του ανθρώπου από τον πρωτογονισμό και στη δημιουργία πολιτισμού. Η αρμονική σύμπλευση αυτών επιτάχυνε την πορεία του ανθρώπου από το «σκότος» στο «φως» από τη «δουλεία» στην «ελευθερία». Άνθρωποι, ωστόσο, αλλά και λαοί που δεν μπόρεσαν να ισορροπήσουν τα δυο παραπάνω γνωρίσματα γνώρισαν την επιβράδυνση της πορείας τους αλλά και την καταστροφή. Η προτεραιότητα του ενός έναντι του άλλου είναι δύσκολο να αποτυπωθεί χωρίς να κινδυνεύουμε να αυθαιρετήσουμε στην αξιολόγησή μας. Κι αυτό γιατί η Λογική – Σκέψη και το Πάθος – Ορμή για τη ζωή συνθέτουν το βασικό υπόβαθρο της ανθρώπινης οντότητας και η ατροφία ή υπερτροφία του ενός δρα περιοριστικά – καταστρεπτικά και για το άλλο. 

           
2. Τα παραπάνω δυο βασικά, αλλά και αντίθετα μεταξύ τους, γνωρίσματα οι αρχαίοι Έλληνες τα ενσωμάτωσαν σε δυο θεούς. Τον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Ο πρώτος λατρεύεται ως Θεός της λογικής, του φωτός και της ήρεμης δύναμης. Ο δεύτερος είναι ο εκφραστής του γήινου, του πάθους, της μανίας και των έντονων συναισθημάτων. Οι δυο θεοί συμπυκνώνουν δυο διαφορετικές βιοθεωρίες, δυο αντίθετα ρεύματα ζωής. Τα δυο αυτά ρεύματα – δυνάμεις βαδίζουν παράλληλα, συγκρούονται μεταξύ τους για να ισορροπήσουν τελικά σε ένα ανώτερο επίπεδο ζωής και να συμπορευτούν. Οι αντίθετες αυτές δυνάμεις συντίθενται σύμφωνα με το Εγελιανό διαλεκτικό σχήμα (θέση – αντίθεση = Σύνθεση) οδηγώντας έτσι τον άνθρωπο σε νέες δημιουργίες και σε υψηλές μορφές ζωής και δημιουργίας (επιστήμη, τέχνη, θεσμοί, ηθική). 

3. Ειδικότερα, ο άνθρωπος και ο πολιτισμός του είναι δημιούργημα τόσο του Απολλώνειου πνεύματος όσο και του Διονυσιακού. Το Απολλώνειο το συνθέτουν το φως, η καθαρή μορφή, η λογική, ο στοχασμός, η περίσκεψη, η αυτοσυγκράτηση, ο προβληματισμός, η νηφαλιότητα, η αυτοκυριαρχία, η ψυχραιμία, η σκέψη, η φρόνηση, η ηρεμία και η πνευματική γαλήνη. Αντίθετα, το Διονυσιακό πνεύμα το χαρακτηρίζει η μανία, το πάθος, το συναίσθημα, οι ψυχικές εκρήξεις, οι παρορμήσεις, τα ένστικτα, ο ηρωισμός, ο ρομαντισμός, ο οργή, η ορμή, το γήινο στοιχείο του ανθρώπου, η εύθυμη πλευρά της ζωής. Το Απολλώνειο πνεύμα ορίζεται από το «μέτρο», τη μεσότητα και την αποφυγή των υπερβολών. Αντίθετα, το Διονυσιακό πνεύμα δεν τα γνωρίζει όλα αυτά και ωθεί τον άνθρωπο σε πράξεις και συμπεριφορές οριακές που όχι σπάνια τείνουν να θέσουν σε δοκιμασία και την ίδια τη ζωή. Την συνύπαρξη του Απολλώνειου και Διονυσιακού πνεύματος απέδωσε με φοβερή πιστότητα ο Φειδίας στο περίφημο αέτωμα του Ναού της Ολυμπίας. Όπως περιγράφει ο Παπανούτσος «Άνθρωποι και θηρία μάχονται από κάτω το δεινό αγώνα της ζωής και του θανάτου…. εδώ έχουν εξαπολυθεί οι φυσικές δυνάμεις του πάθους (Διονυσιακό πνεύμα)…. Από πάνω τους, όμως, αγρυπνάει μέσα στο σιωπηρό μεγαλείο του, ήρεμος, γαλήνιος, ο Απόλλων (Απολλώνειο πνεύμα)… και τώρα πια δεν αμφιβάλλουμε ότι η μάχη θα σταματήσει, η σύμπνοια πάλι θα βασιλέψει» (Η φρόνηση και το πάθος). 
4. Βέβαια, αξιολογώντας τη συμβολή και την αναγκαιότητα των δυο αυτών αντίθετων «πνευμάτων» - ρευμάτων (Απολλώνειο πνεύμα vs Διονυσιακό πνεύμα) εύκολα θα μπορούσε κάποιος να διολισθήσει σε μια παραδοχή περί υπεροχής του Απολλώνειου πνεύματος έναντι του Διονυσιακού. Κι αυτό, γιατί η θετική συνεισφορά του πρώτου είναι πιο εμφανής. Ωστόσο, θα ήταν μεθοδολογικό ολίσθημα αν θεωρήσουμε τον άνθρωπο μόνο «πνεύμα» και τον αποκόβαμε από το υλικό και γήινο στοιχείο. Είναι, επίσης, λάθος αν δεχτούμε πως το Διονυσιακό στοιχείο καθηλώνει το ανθρώπινο γένος στο επίπεδο του «ζώου» και στον πρωτογονισμό, ενώ το Απολλώνειο στοιχείο το εξυψώνει και το βοηθά στη μέθεξη με τα ανώτερα και «ευγενέστερα» δημιουργήματα (πνευματικός – ηθικός πολιτισμός). «Το πολύ ζώο παραμορφώνει τον πολιτισμένο άνθρωπο, ο πολύς πολιτισμός κάνει άρρωστα ζώα» (Καρλ Γιουγκ). Η απάντηση βρίσκεται στο συνταίριασμα – συνύπαρξη των δυο «δίδυμων δυνάμεων», γιατί η πραγματική ζωή προϋποθέτει την ενότητα – σύζευξη της Διονυσιακής ζωτικότητας με το Απολλώνειο μέτρο – λογική.

            5. Όσο, όμως, κι αν όλα επιχειρηματολογούν πως το βαθύτερο νόημα της ανθρώπινης ζωής και το υπόβαθρο του πολιτισμού εμπεριέχουν και προϋποθέτουν την παράλληλη πορεία και γόνιμη αλληλεπίδραση του Απολλώνειου και Διονυσιακού πνεύματος, δεν παύουν οι υπέρμαχοι του πρώτου να διατυπώνουν με ευκολία και πειστικότητα επιχειρήματα υπέρ του ρόλου αυτού στο σύγχρονο πολιτισμό. Κι αυτό γιατί η ήρεμη σκέψη και η αψεγάδιαστη φρόνηση – νηφαλιότητα (Απολλώνειο πνεύμα) διαμορφώνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο επωάζεται η συνείδηση του ανθρώπου που συνιστά και την ειδοποιό διαφορά αυτού από τα άλλα έμβια όντα. Ο άνθρωπος, δηλαδή, είναι το ον «που έχει συνείδηση της συνείδησής του» και εξ αυτού του γεγονότος μπορεί να κυριαρχεί στο «ά–λογο» κομμάτι της ύπαρξής του. Όσο κι αν διαφωνεί ο Φιλόσοφος Κίρκεγκωρ για τον περιορισμό του πάθους «ο άνθρωπος που χάνεται μέσα στο πάθος του χάνει λιγότερα από εκείνον που χάνει το πάθος του», ο ρόλος της νηφάλιας κρίσης και της συνείδησης είναι εμφανής σε όλα τα επίπεδα της ζωής και του πολιτισμού.

            6. Αναλυτικότερα, η συνείδηση –πνευματική γαλήνη (Απόλλωνας) συνέβαλε στον απεγκλωβισμό του ανθρώπου από το χάος κι από τα δεσμά – όρια του εαυτού του. Με τη συνείδηση – λογική ο άνθρωπος προσδιορίζει τη θέση του στον κόσμο – σύμπαν και αυτοπροσδιορίζεται. Οργανώνει τη συμπεριφορά του, ελέγχει τις ψυχικές του λειτουργίες, ενεργοποιεί τις πνευματικές του ιδιότητες και κυριαρχεί στις αντιδράσεις του. Έχει άμεση γνώση της δύναμής του συναισθήματος, όσο κι αν αυτό πολλές φορές λειτουργεί αυτόνομα, γιατί σύμφωνα και με τον Πασκάλ «Η καρδιά έχει τους λόγους της που ο «λόγος» δεν τους γνωρίζει καθόλου». Επιπρόσθετα, το Απολλώνειο στοιχείο – πνεύμα συνέβαλε καταλυτικά στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου μέσα από τη θέσπιση ενός ηθικού κώδικα με βάση τον οποίο καθορίζει το «είναι» του, προδιαγράφει τα καθήκοντά του και αξιολογεί τις πράξεις του. Οδηγείται στην αυτογνωσία και αναγνωρίζει την κοινωνική του φύση. Μπορεί, δηλαδή, να εξηγήσει πως η κοινωνικότητα δεν προϋποθέτει και κατάργηση της ατομικότητας αλλά την υπέρβασή της.

            7. Ωστόσο, ο σύγχρονος άνθρωπος τείνει να συνθλιβεί από το τεχνοκρατικό πνεύμα που συνέβαλε στη γιγάντωση της Τεχνολογίας και των επιτευγμάτων της και στη συναισθηματική αφυδάτωσή του. Βιώνει, δηλαδή, τα αποτελέσματα της ανατροπής της αρμονίας ανάμεσα στο Απολλώνειο και Διονυσιακό πνεύμα (Λογική vs Πάθος), διαπράττει ύβρη, νιώθει μια αδικαιολόγητη οίηση και πληρώνει το τίμημα της υπέρβασης του μέτρου «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα˙ ει δε μη, Ερινύες μιν δίκης επίκουροι εξευρήσουσι». (Ηράκλειτος).

            8. Απέναντι, λοιπόν, στην πραγματικότητα που δημιούργησε η δεσποτεία της τεχνολογίας οφείλουμε να αντιτάξουμε τη νηφαλιότητα που μας εμπνέει ο Απόλλωνας και το πάθος για τη ζωή που μας παρακινεί ο Διόνυσος. Χρειαζόμαστε, δηλαδή, να ισορροπούμε συνεχώς πάνω στη δύναμη της Λογικής (Απολλώνειο πνεύμα) και στην ένταση του συναισθήματος (Διονυσιακό πνεύμα). Κι αυτό, γιατί ο τεχνοκρατικός πολιτισμός – δημιούργημα του τεχνολογικού γιγαντισμού – διογκώνει επικίνδυνα τα όρια – εξουσία της λογικής – γνώσης, ενώ αντίθετα αφυδατώνει τον άνθρωπο από την ευαισθησία και τα συναισθήματα. Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος – γέννημα του τεχνοκρατικού πνεύματος – απειλεί την ανθρωπιά μας, την ενότητά μας και υφαίνει την αλόγιστη «οίηση» και την ψευδαίσθηση της παντοδυναμίας του ανθρώπου – δημιουργού. Αντίθετα, η συναισθηματική αποξήρανση – προϊόν της άκρατης εξειδίκευσης – τείνει να μετατρέψει την καθημερινότητα του ανθρώπου και τις σχέσεις του με τους συνανθρώπους σε εφιάλτη.

            9. Μπορούμε, επομένως, να αντισταθούμε στις σειρήνες της τεχνολογίας με σύμμαχο τη λογική και το συναίσθημα για να διασώσουμε τον «άνθρωπο» ως το πιο απλό και συνάμα το πιο σύνθετο δημιούργημα του σύμπαντος. Αυτή η ισορροπία λογικής και συναισθήματος (σκέψη και παρορμήσεις) θα αποδυναμώσει όλες εκείνες τις δυνάμεις της τεχνολογίας που στοχεύουν στον πνευματικό υπερτροφισμό και στη συναισθηματική ατροφία. Ο άνθρωπος, δηλαδή, θα πρέπει να παραμείνει «άνθρωπος» με τη ριζική έννοια του όρου (άνω + θρώσκω) αλλά διακονώντας και τον «έσω» κόσμο του. Δεν μπορούμε να «υψωθούμε» (λογική υπερτροφία) αδιαφορώντας για το συνάνθρωπο. Ο πολιτισμός (τεχνολογικός) τείνει να γεννά τέρατα που θαμπώνουν αλλά και τρομάζουν. Με στοχαστικά, λοιπόν, βήματα και γαλήνιο πνεύμα (Απόλλων) και πλούσιοι σε συναισθήματα και πάθος για ζωή (Διόνυσος) να βαδίσουμε ενάντια σε δυνάμεις που μας αλλοτριώνουν και μας μεταλλάσσουν

            10. «Πολλά τα δεινά και ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει» διακηρύττει ο χορός στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Μας υπενθυμίζει έμμεσα πως ο άνθρωπος είναι ικανός για την κορύφωσή του αλλά και για την αυτοκαταστροφή του. Η αποφυγή των αυτοκαταστροφικών συνεπειών μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τον αυτοπεριορισμό. Οι υπερβολές της σκέψης («εργαλειακός ορθολογισμός») και της Ορμής – επιθυμίας για ζωή («τυφλές παρορμήσεις») θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωση του ανθρώπου. Μόνον, όταν ο άνθρωπος αποδεχθεί την αναγκαιότητα και των δυο Θεών (Απόλλων – Διόνυσος), θα προχωρήσει μπροστά, μένοντας αυτό που είναι εδώ και χιλιάδες – εκατομμύρια χρόνια……ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Του συνεργάτη της Μυσταγωγίας – Μυθαγωγίας, Ηλία Γιαννακόπουλου, Φιλόλογου. E-mail: iliasgia53@gmail.com     
Επιλογές, επεξεργασία, επιμέλεια δημοσιεύσεων/αναδημοσιεύσεων Πλωτίνος

Χρόνος ολετήρ του Ηλία Γιαννακόπουλου ένας άνθρωπος ως πνευματική όαση στην όμορφη πόλη των Τρικάλων.

«Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος/ δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή, που είναι μικρή».

Οι παραπάνω στίχοι του γνωστού τραγουδιού αποτυπώνουν με ενάργεια το άγχος του ανθρώπου απέναντι στη βέβαιη προοπτική πως ο χρόνος που απομένει να ζήσουμε είναι μικρότερος από αυτόν που ζήσαμε.

 Το άγχος και η αγωνία επιτείνεται κάθε φορά που συνειδητοποιούμε πως η πρωτογενής αιτία της γήρανσής μας είναι κάτι που δεν μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επιστήμη δεν μπόρεσε ακόμη να ορίσει με βεβαιότητα τη φύση και το περιεχόμενό του. Ο χρόνος ως έννοια και περιεχόμενο γεννά προβληματισμό στους ειδικούς και ερωτήματα στους απλούς ανθρώπους.

 Όσο κι αν ο Αϊνστάιν προσπάθησε να τον ορίσει με τη θεωρία της «σχετικότητας», αυτός – ο χρόνος – βρίσκει τρόπους να ξεγλιστρά, γιατί θέλει να είναι ο πρωταγωνιστής σε όλες τις αλλαγές που συμβαίνουν. Μόνον μέσα από την κίνηση, τη μεταβολή και την αλλαγή τον αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος νους.

 Συχνά ο καθένας διερωτάται αν ο Χρόνος υφίσταται αντικειμενικά ή συνιστά μια θεωρητική διάσταση, ένα νοητικό κατασκεύασμα, μια μύχια σύλληψη που αποκρυπτογραφεί την αβεβαιότητα και περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

 Ο ίδιος ο Καντ αναγκάστηκε να ομολογήσει μπροστά στην αδυναμία να ορίσει ακριβώς την έννοια του χρόνου: «Ο χρόνος δεν είναι κάτι αντικειμενικό. Δεν είναι ούτε ουσία, ούτε τυχαίο, ούτε σχέση, αλλά μια υποκειμενική συνθήκη που οφείλεται αναγκαστικά στη φύση του ανθρώπινου μυαλού».

Η ημέρα και η νύχτα ήταν τα πρώτα στοιχεία που κίνησαν την περιέργεια του πρωτόγονου ανθρώπου για να δώσει μια μυθική ή λογική αργότερα ερμηνεία του χρόνου. Ύστερα οι εναλλαγές των εποχών αλλά και η συνειδητοποίηση πως ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει. Όλα αυτά τροφοδότησαν ως στοιχεία τόσο τη Μυθολογία όσο και την Επιστήμη.

Οι αρχαίοι Έλληνες στο πρόσωπο του Κρόνου < ρέω διείδαν την έννοια του Χρόνου που αναδύθηκε μέσα από το Χάος (απουσία χρόνου). Δίπλα σε αυτόν πλάστηκαν θεοί και θεότητες που αντανακλούν την αγωνία των ανθρώπων να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα: Γιατί πεθαίνουμε;

Στο σημείο αυτό, εμβόλιμα, βρήκε ευκαιρία και αναπτύχθηκε η φιλοσοφία που διεύρυνε τον προβληματισμό και πολλαπλασίασε τα ερωτήματα, χωρίς να δίνει πειστικές απαντήσεις. Εξάλλου αποτελεί αξίωμα, πως «Η φιλοσοφία δεν αποδεικνύει, δεν δίνει απαντήσεις, αλλά ανακινεί ερωτήματα».

Αλλά ούτε και ο διαφωτισμός με τον ορθολογισμό και τη γέννηση της επιστήμης μπόρεσε να πείσει τον άνθρωπο να μη φοβάται το χρόνο, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει ως οντότητα, όπως ο χώρος. Ο χωροχρόνος του Αϊνστάιν φώτισε κάπως το πρόσωπο του χρόνου, αλλά ακόμη η μορφή του είναι θολή, ενώ τα έργα του απτά και αντικειμενικά.

Ο θάνατος βιώνεται ως το τέλος της ζωής και του χρόνου. Ο άνθρωπος, αιώνες τώρα παλεύει, για την αθανασία του. Η σκέψη και μόνο πως μια μέρα θα χαθούμε για πάντα, μας συγκλονίζει και χαρακώνει με αίμα το μυαλό μας. Γι’ αυτό ερμηνεύει την ελπίδα για αθανασία ως μια υπέρβαση του χρόνου ή ως μια νίκη ενάντια στο χρόνο. Όσες θεωρίες κι αν αναπτύχθηκαν, όσες ερμηνείες ή διδαχές κι αν δόθηκαν ο άνθρωπος δεν κατόρθωσε να νικήσει το χρόνο και να απαλλαγεί από το υπαρξιακό του άγχος. Φανερά ή υπόρρητα επιδιώκει την αθανασία ή την αιωνιότητα.

Από τον κανόνα δεν ξέφυγε ούτε ο Θουκυδίδης που με έναν τόνο εξομολογητικό τόνισε: «κτήμα τε ες αιεί μάλλον ή αγώνισμα ες το παραχρήμα ακούειν ξύγκειται». Η προφητική αυτή ομολογία φανερώνει τη μύχια επιθυμία του ανθρώπου να αφήσει το αποτύπωμά του έξω και πάνω από το χρόνο με το έργο του (υλικό – πνευματικό).

Αλλά και ο Ηρόδοτος από μία άλλη οπτική γωνία στόχευε στην υπέρβαση του χρόνου με το έργο του «ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται».

Η έννοια του χρόνου είναι παρούσα και στους δυο ιστορικούς που καθαρά διέβλεπαν πως η μνήμη των ανθρώπων αδυνατίζει με την πάροδο του χρόνου και διαβρώνεται η συνείδησή τους. Ασυνείδητα, δηλαδή, τριχοτόμησαν το σώμα του χρόνου σε: Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον τονίζοντας τον καταλυτικό του ρόλο στην πορεία του ανθρώπου και του πολιτισμού (αιεί – παραχρήμα – χρόνω).

 Το φόβο απέναντι στο θάνατο – ως το τέλος του χρόνου – έμμεσα εξέφρασε και ο Ιησούς τη μεγάλη εκείνη στιγμή στον κήπο της Γεσθημανής με το εμβληματικό «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο». Όταν ο θάνατος έγινε συνείδηση από το Χριστό, θέλησε να τον αποφεύγει, να ζήσει. Κι ενώ γνώριζε πως είναι ή θα είναι αιώνια ζωντανός, το βάρος του θανάτου τον λυπεί βαθύτατα. Ωστόσο, «αν ο Χριστός ζούσε μια ίδια ζωή χωρίς το θάνατο που δέχθηκε, θα ήταν ένας ακόμη απλός προφήτης. Ένας από τους πολλούς». (Φοίβος Καρακίτσος «Η αρχή της αντίθεσης»).

 Ανεξάρτητα από τις μυθολογικές περιγραφές, τις επιστημονικές αποδείξεις και τις φιλοσοφικές θεωρήσεις ο χρόνος «ως σώμα» παραμένει ασύλληπτος και ακανόνιστος. Δεν έχει  αρχή και τέλος, όσο κι αν προσπάθησε ο άνθρωπος με τις υποδιαιρέσεις και τα χρονόμετρα να τον εγκλωβίσει (Κλεψύδρα, αμμόμετρο, ηλιακό ρολόι, αστρολάβος…). Ο χρόνος είναι ενιαίος και η τριχοτόμησή του απέβλεπε μόνο στο να δώσει ο άνθρωπος μια ταυτότητα στη ζωή του. Ο χρόνος δεν έχει αρχή ούτε τέλος. Τα γεγονότα και ο άνθρωπος έχουν αρχή και τέλος.

Ο χρόνος κυλάει, τρέχει, φεύγει, μένει ανέπαφος από τις υποκειμενικές μας εμπειρίες. Ο χρόνος κυλά για κάθε άνθρωπο διαφορετικά ανάλογα με τις ανάγκες, τα συναισθήματα, τα κίνητρα και τις σκέψεις του. Άλλοι βλέπουν το χρόνο ως φίλο κι άλλοι ως εχθρό. Άλλοτε ευχόμαστε να μην τρέχει κι άλλοτε παρακαλούμε να περάσει γρήγορα. Κι ενώ ο χρόνος είναι «άμετρος» από πολλούς εκφράζεται το παράπονο πως «δεν έχω χρόνο» ή «μου λείπει χρόνος» ή «θέλω το χρόνο μου».

 Ίσως ο χρόνος να είναι από τα λίγα στοιχεία – αν όχι το μοναδικό – που αποκαλύπτουν τη γύμνια του ανθρώπου. Από το φως μπορούμε να προφυλαχτούμε ή να κατασκευάσουμε πηγές φωτός. Από το χρόνο πώς να ξεφύγουμε;

Εξάλλου το «βέλος του χρόνου» έχει κατεύθυνση προς το μέλλον και πως δεν γυρίζει πίσω (άσχετα αν η σύγχρονη φυσική δεν διακρίνει την κατεύθυνση προς το μέλλον). Τελικά βρισκόμαστε σε μια διανοητική πλάνη ή σε μια ή σε μια ψυχολογική σύγχυση; Για τον Αυστριακό φυσικό Μπόλτζμαν το βέλος του χρόνου (παρελθόν → μέλλον) είναι μια ανθρώπινη επινόηση αναγκαία για να εξηγήσει τη διαδικασία της βιολογικής μας γήρανσης. Για κάποιους άλλους το γήρας δεν προκαλείται από τη φθορά του χρόνου αλλά είναι προγραμματισμένο στο DNA μας.

«Δεν υπάρχει ανάστημα στο ανθρώπινο γένος που να μην το συνέτριψε ο χρόνος και ο φθόνος» (Απολλόδωρος).

Η διαπίστωση αυτή μας προκαλεί να ανιχνεύσουμε αν κάτι στον κόσμο αυτό διασώθηκε από τη φθορά του Χρόνου. Αξίες, ιδέες, αλήθειες, δημιουργήματα και άλλα πολλά μπόρεσαν να αντέξουν την επέλαση του Χρόνου. Για πολλούς μόνο οι μαθηματικές αλήθειες είναι διαχρονικές.

Στην πάλη του ανθρώπου με το Χρόνο το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο. Και αφού η ελπίδα μας να βρούμε τη μηχανή του χρόνου δεν τελεσφόρησε, το μόνο που μας μένει είναι να ζήσουμε, όσο πιο έντονα μπορούμε, το μόνο χρόνο που γνωρίζουμε, το παρόν (αν και γι’ αυτό οι φυσικοί αμφιβάλλουν, αφού η κάθε παροντική στιγμή αυτόματα γίνεται παρελθόν).

«Carpe diem, quam minimum credula postero» (Άδραξε τη μέρα και μην εμπιστεύεσαι το μέλλον) (Οράτιος, Ωδή Ι.ΧΙ 8) κι αυτό γιατί «dum loquimur, Fugerit invida aetas» (ενώ μιλάμε ο ζηλιάρης χρόνος έχει ήδη πετάξει).

Αν, όμως, στο σύμπαν υπάρχουν μόνο άτομα και μόρια που κινούνται στο κενό και όλα υπόκεινται στη φθοροποιό εξουσία του χρόνου, τότε δεν υπάρχει ελπίδα, ούτε ευθύνη, ούτε βούληση, άρα ούτε και ελευθερία. Άρα ούτε και άνθρωπος με τη ριζική έννοια του όρου (άνω – θρώσκω).

Αν όλα τα παραπάνω είναι η μόνη πραγματικότητα και χρησιμοποιώντας την επαγωγική μέθοδο ως εργαλείο, τότε νομοτελειακά οδηγούμαστε σε μια απαισιόδοξη στάση ζωής, ακόμη και στις ώρες που ο χρόνος αλλάζει. Γιατί αυτός είναι φθονερός και άτεγκτος. Δεν συμπονά, δεν συμπάσχει. Τρέχει, κυλάει και μας προσπερνά. Γι’ αυτό είναι και πολύτιμος και ιδιαίτερα για τους ώριμους.

«Μέτρησα τα χρόνια μου και συνειδητοποίησα, ότι μου υπολείπεται λιγότερος χρόνος από ό,τι έχω ζήσει έως τώρα…. Δεν έχω πια χρόνο για ατέρμονες συγκεντρώσεις όπου συζητούνται καταστατικά, νόρμες…. Γνωρίζοντας ότι δε θα καταλήξει κανείς πουθενά… Δεν έχω πια χρόνο για να λογομαχώ με μετριότητες… Ο χρόνος μου είναι λίγος για να συζητώ για τους τίτλους, τις επικεφαλίδες. Θέλω την ουσία, η ψυχή μου βιάζεται…. Θέλω να ζήσω δίπλα σε πρόσωπα… που μπορούν να γελούν με τα λάθη τους…. Που υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια…. Ναι, βιάζομαι, αλλά μόνο για να ζήσω με την ένταση που μόνο η ωριμότητα μπορεί να σου χαρίσει…..» (Mario de Andrade, «Ο πολύτιμος χρόνος των ώριμων ανθρώπων»).

Ηλίας Γιαννακόπουλος ένα ορυχείο χρυσού-πνεύματος στην περιοχή των Τρκάλων, θαυμάστε τον και απολαύστε τον.

«Κύκλωψ, ειρωτάς μ’ όνομα κλυτόν;……/ Ούτις εμοί γ’ όνομα˙ Ούτιν δε με κικλήσκουσι/ μήτηρ ηδέ πατήρ ηδ’ άλλοι πάντες εταίροι» (Ομήρου Οδύσσεια, ι 364-367. Το ξακουστό γυρεύεις, Κύκλωπα, να μάθεις όνομά μου….Κανένας το όνομά μου, κι όλοι τους/ κανένα με φωνάζουν, /κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι/ οι επίλοιποι σύντροφοι….)

Ο Οδυσσέας εξιστορώντας στον Αλκίνοο τις περιπέτειές του περιγράφει με λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο ξεγέλασε τον Κύκλωπα Πολύφημο και τον παγίδευσε με το όνομα που του έδωσε «Ούτις» = Κανένας. Έτσι, όχι μόνον έσωσε τη δική του ζωή και των συντρόφων του, αλλά έθεσε για πρώτη φορά στην παγκόσμια βιβλιογραφία – λογοτεχνία τις βάσεις για την ονοματολογία.

Μένοντας αυστηρά στο συγκεκριμένο επεισόδιο της Οδύσσειας παρατηρούμε πως ανάμεσα στο «ψευδώνυμο» Ούτις του Οδυσσέα και στο όνομα Πολύφημος < πολύ + φημί του Κύκλωπα υπάρχει μια φανερή αντίθεση. Το «ούτις» βρίσκεται κοντά στο ουτιδανός, στο άγνωστος, στο ανύπαρκτος. Αντίθετα, το όνομα Πολύφημος μας παραπέμπει στο ξακουστός, στο γνωστός, στο διάσημος, στο μεγαλόφωνος (φημί).

Στη σπηλιά του Κύκλωπα δεν συγκρούστηκαν μόνον τα πρωτόγονα ένστικτα του θηριώδους Κύκλωπα με την εξυπνάδα του Οδυσσέα, η βιαιότητα με την ανθρωπιά, η νηπιότητα (νή + έπος = ανοησία) με την επινοητικότητα αλλά και η υλική δύναμη (σωματική) με τη σοφία, τη γνώση, την πονηριά και την ηθική. Η δύναμη του νου (Οδυσσέας) αναμετράται στη σκοτεινή σπηλιά με τη μυϊκή δύναμη (Κύκλωπας) κι από την πάλη αυτή νικητής αναδεικνύεται ο νους, δηλαδή ο πολιτισμός, ο άνθρωπος.

Ο Κύκλωπας λόγω της αυτοπεποίθησής του – που απορρέει από τη σωματική του δύναμη – ξεπερνά το μέτρο, διαπράττει ύβρη και ο νους του θολώνει. Αυτή η αλαζονεία εκτός από το θόλωμα του νου (Άτη) ενεργοποιεί την δικαιοσύνη του Δία, τη Νέμεση. Σε λίγο θα έρθει και η τιμωρία – Τίση (τύφλωση του Πολύφημου). Η βαρβαρότητα ηττάται από τον πολιτισμό.

Ωστόσο, το «Ούτις» ως επινόημα του «πολύτροπου» Οδυσσέα έμελλε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και ανάλυσης όχι τόσο των γλωσσολόγων αλλά των ψυχολόγων και των κοινωνιολόγων. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το όνομα συνιστά το απόλυτο προσδιοριστικό στοιχείο του ανθρώπου από την πρωτόγονη εποχή έως σήμερα. Γιατί ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τους συνανθρώπους του όχι μόνο λόγω των σωματικών ιδιαιτεροτήτων αλλά και λόγω του ονόματος. Γι’ αυτό σε καμία ιστορική περίοδο του ανθρώπου δεν απαντάται άνθρωπος χωρίς όνομα. Χρήσιμη είναι η συμβολή του Ομήρου και σε αυτό το στοιχείο με την εμβληματική φράση «Ου μεν γαρ τις πάμπαν ανώνυμος εστ’ ανθρώπων, / ου κακός ουδέ εσθλός, επήν τα πρώτα γένηται, / αλλ’ επί πάσιν τίθενται» (Γιατί κανένας άνθρωπος δεν υπάρχει χωρίς όνομα, ούτε καλός ούτε κακός, από την ώρα που γεννιέται…. Ομήρου Οδύσσεια, θ 552-554).

Αυτή η θέση του Αλκίνοου προς τον Οδυσσέα απέκτησε παναθρώπινη αξία και σηματοδότησε τον κεντρικό ρόλο του ονόματος τόσο στον αυτοπροσδιορισμό του ανθρώπου όσο και στη δημιουργία και εξέλιξη του πολιτισμού.

Το όνομα, δηλαδή, συνιστά το κατεξοχήν προσδιοριστικό στοιχείο της ιδιαιτερότητας, της μοναδικότητας του ατόμου και καθορίζει καταλυτικά την προσωπικότητά του και γενικότερα την ταυτότητά του. Αποτελεί στοιχείο διαφοροποίησης από τους άλλους αλλά και σημείο αναγνώρισης. Είναι αυτό που μας ανασύρει από την ανωνυμία, το πλήθος, την αγέλη, τη μάζα. Μας διασώζει από την αποπροσωποποίηση και την ανυπαρξία. Γινόμαστε ύπαρξη μέσα από το όνομα, αφού οι άλλοι μόνο μέσα από το όνομα μας γνωρίζουν. Ο ανώνυμος είναι σαν να μην υπάρχει. Όλα τα μεγάλα επιτεύγματα της ανθρωπότητας έχουν ως σημείο αναγνώρισης το όνομα του δημιουργού (Ομήρου Ιλιάς, Η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν, το test Παπανικολάου, Αμπέρ (ηλεκτρισμός), Φορντ (Αυτοκίνητο), η Γκουέρνικα του Πικάσο).

Εξάλλου είναι γνωστός ο εκβιασμός του Περικλή προς τους Αθηναίους – που δεν ήθελαν να ξοδευτούν χρήματα από το συμμαχικό ταμείο – πως θα χτίσει τον Παρθενώνα με δικά του χρήματα και θα δώσει το όνομά του σε όλα αυτά που θαυμάζει η ανθρωπότητα σήμερα. Μόνον έτσι μεταπείστηκαν οι Αθηναίοι.

Από την άλλη πλευρά η απουσία του ονόματος συνοδεύεται από τον αφανισμό του προσωπικού στοιχείου. Η διάχυση της ύπαρξής μας μέσα στο ανώνυμο πλήθος (μάζα) συνεπάγεται και τη μείωση της ευθύνης αλλά και της ελευθερίας μας. Γιατί ευθύνη και ελευθερία βαδίζουν παράλληλα και αποδίδονται μόνο σε ανθρώπους με «όνομα» και όχι στο πλήθος και στις αγέλες ανθρώπων. Απόρροια όλων αυτών είναι και η αδυναμία συγκρότησης της ηθικής ταυτότητας του ατόμου.

Μια άλλη διάσταση της αξίας του «ονόματος» είναι και ο κίνδυνος που απορρέει από την τεχνοκρατική κοινωνία, την απόλυτη εξειδίκευση και από την ανάγκη της «μέγιστης παραγωγής». Σε αυτό το κλίμα ο εργαζόμενος τείνει να απωλέσει το «όνομά» του και να καταστεί ένας ανώνυμος «αριθμός». Αυτή η αριθμοποίηση – ανωνυμία συνιστά και τη δουλεία του σύγχρονου ανθρώπου. Γνωστή εξάλλου είναι και η αποστροφή του στιχουργού Γ. Σκούρτη «Είμαι το νούμερο 8/ με ξέρουν όλοι με αυτό/ κι εγώ κρατάω μυστικό/ ποιο είναι τ’ όνομά μου» (Η Φάμπρικα).

Συμπληρωματικά θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει την κυριαρχία του «κανένας» στις δημοσκοπήσεις για τη δημοφιλία των πολιτικών αλλά και στον εντοπισμό των υπευθύνων για την οικονομική κατάρρευση της χώρας, την ηθική αποβιταμίνωση, τον πνευματικό υποσιτισμό και την κοινωνική κατολίσθηση. Υπάρχει μια διάχυση ευθύνης και μια απουσία ανάληψης της ευθύνης. Τα παραπάνω αρνητικά φαινόμενα δεν έχουν το «όνομα» που τα προκάλεσε. Γιατί το όνομα ταυτίζεται με την ευθύνη. Έτσι όλοι αναγνωρίζουν την σκληρή πραγματικότητα αλλά αδυνατούν να τη χρεώσουν σε ένα πρόσωπο με «όνομα».

Το γεγονός αυτό επιτείνει το πρόβλημα και ιδιαίτερα όταν μας ζητούν να βρούμε τη λύση που μοιραία προϋποθέτει και το «όνομα» του υπεύθυνου της κρίσης με όλες τις αποχρώσεις. Τότε εύκολα αναφωνούμεν «Ω φίλοι, Ούτις με κτείνει δόλω ουδέ βίηφιν» (Ω φίλοι, με δόλο, όχι με δύναμη. Κανένας ο φονιάς μου, Οδύσσεια, ι 408). Ποιος, όμως, τότε θα μας πιστέψει και θα μας βοηθήσει; Σίγουρα θα έχουμε την τύχη του Πολύφημου ως άτομα και χώρα. Και μπορεί οι φίλοι του Κύκλωπα να συμβούλεψαν «αλλά συ γ’ εύχεο πατρί ποσειδάωνι άνακτι», αλλά τον πόνο τον έζησε μόνος του.

Κάποιοι άλλοι, όμως, θα χαίρονται για την αδυναμία μας να βρούμε το όνομα του φταίχτη και την τάση μας να κρυβόμαστε πίσω από το Κανένας – Ούτις «εμόν δ’ εγέλασσε φίλον κηρ,/ ως όνομ’ εξαπάτησεν εμόν και μήτις αμύμων» (κι εγώ στα μέσα μου χαιρόμουν, που το όνομα τους γέλασε, κι η περισσή μου γνώση, Οδύσσεια ι, 413-414).

Αρχή και Τέλος, επομένως, της ανθρώπινης ζωής είναι το όνομα˙ με ό,τι αυτό σηματοδοτεί (το δηλούν). Το «Ούτις» χαρακτηρίζει τον υπάνθρωπο. Το όνομα φωτίζει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο Οδυσσέας στο τέλος αποκαλύπτει το όνομά του στον Πολύφημο, όταν πια έχει αποφύγει τον κίνδυνο. Και μαζί με το όνομα δημιούργησε ένα πλήθος θετικών ιδιοτήτων που συνοδεύουν εκείνους τους ανθρώπους που μπόρεσαν να επιβιώσουν και να μεγαλουργήσουν.

«Κύκλωψ, αι κεν τις σε καταθνητών ανθρώπων/ οφθαλμού είρηται αεικελίην αλαωτύν,/ φάσθαι Οδυσσήα πτολιπόρθιον εξαλαώσαι,/ υιόν Λαέρτεω,/ Ιθάκη ένι οικί’ έχοντα» (Κύκλωπα, αν άνθρωπος θνητός σε ρωτήξει πως έτυχε το μάτι σου κακοτυφλιά να πάθει, το ‘χει τυφλώσει να τους πεις ο κουρσευτής Οδυσσέας, του Λαέρτη ο γιός, που η κατοικία του στην Ιθάκη βρίσκεται, Οδύσσεια ι, 502-505).

Ο μεγάλος δάσκαλος Δ. Λιαντίνης με έναν ξεχωριστό τρόπο δίνει το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται ο άνθρωπος και το όνομα, άλλοτε υποταγμένος κι άλλοτε ελεύθερος από τις συμπαντικές δυνάμεις:

«Την περιπέτεια την άρχισε ο Κανένας και την ετελείωσε ο Οδυσσέας. Η ιστορία αυτή στο νησί του Κύκλωπα είναι η ζωή του καθένα μας. Με τον ένα ή άλλο τρόπο, ο κάθε άνθρωπος του μέλλεται να ζήσει τη δική του Κυκλώπεια…. Ξεκινάμε τη ζωή μας ανυπόστατοι, αδοκίμαστοι, ανύπαρκτοι, ανώνυμοι. Ξεκινάμε τη ζωή μας μέσα στην οντολογική λήθη, και μέσα στην αδιαφανή ομίχλη της μέριμνας… Ο καθένας μας ξεκινά με το όνομα Κανένας. Αν ξεφύγουμε ετούτη την πανίσχυρη βαρυτική δύναμη που μας τη φόρτωσαν οι θεοί… αν αλλάξουμε το μουσικό μας τρόπο, πηδώντας από τον απλοικά υποστασιακό στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο… από το Ούτις στο Οδυσσέας˙ αν γίνει να κινήσουμε λειτουργικά τη διαλεκτική μας σχέση με το πρόβλημα της ουσίας και του βάθους της ζωής μας…. Τότες έχουμε νικήσει το φοβερό Κύκλωπα και τη φυλακή της σπηλιάς του. Ελαξουργήσαμε την άμορφη και άσχημη πέτρα του Κανένας, και μέσα από το σκοτάδι της ανεβάσαμε στο φως τον άνθρωπο με όνομα» (Δ. Λιαντίνη «Κυκλώπεια»)

Ο Πολύφημος τιμωρήθηκε, επειδή πρόσβαλε το θεσμό της φιλοξενίας (Ύβρις → Τίσις). Εμείς;

«σχέτλι’ επεί ξείνους ουχ άζεο σω ενί οίκω εσθέμεναι˙ τω σε Ζευς τίσατο και θεοί άλλοι». 

Ηλίας Γιαννακόπουλος, ένας φιλόλογος που κοσμεί με τα κείμενά του τον γραπτό λόγο: Ελευθερία και ανάγκες

Φίλες και Φίλοι σας καλημερίζω, αφού, στο πρόσωπο του κ. Ηλία Γιαννακόπουλου ανακαλύψαμε μια φλέβα χρυσού συνεχίζουμε με την ανάρτηση των δικών του άρθρων. Άραγε πόσοι Τρικαλινοί γνωρίζουν γι' αυτόν τον πνευματικό χείμαρρο; Ελπίζω πως τον έχουν ανακαλύψει αρκετοί προς όφελός τους. Σας χαιρετώ με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.
«Δεν υπάρχει λέξη που να έχει πάρει μεγαλύτερο αριθμό διαφορετικών νοημάτων από την ελευθερία».
Η θέση αυτή αποτελεί μια επισήμανση του Μοντεσκιέ από την περίοδο του Διαφωτισμού. Όλα τα δημοκρατικά αλλά και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα επικαλούνται την Ελευθερία ως την απόλυτη ανθρώπινη και κοινωνική αξία. Οι σημασιολογικές αποχρώσεις της ελευθερίας είναι πάμπολλες και προσδιορίζονται κάθε φορά από τις πολιτικές σκοπιμότητες, τις κοινωνικές διεργασίες, τις οικονομικές σχολές, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και τις φιλοσοφικές σχολές. Από το αρχαιοελληνικό «φύσις ουδένα δούλον πεποίηκεν, Θεός πάντας ελευθέρους αφήκε» (Αλκιδάμας), τη διακήρυξη του Ρουσσώ «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος», το «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι» (άρθρο 1, Διακήρυξη των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων) φθάσαμε στο σύνθημα του Υπουργείου Αλήθειας: «Ο πόλεμος είναι ειρήνη/ Η ελευθερία είναι σκλαβιά/ Η άγνοια είναι δύναμη» (Όργουελ, 1984).  

Πολλοί είναι εκείνοι που ορίζουν την ελευθερία σε σχέση με τα αντίθετά της και με όσα στοιχεία (γεγονότα, θεσμοί, αντικειμενική πραγματικότητα) την αναιρούν. Άλλοι προβάλλουν ως αναιρετικό στοιχείο της ελευθερίας την «αναγκαιότητα» (σε όλες τις αποχρώσεις της – φυσική, κοινωνική). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι φυσικοί – συμπαντικοί νόμοι, οι γονιδιακές εξαρτήσεις και οι κοινωνικές δεσμεύσεις. Όλα αυτά συνθέτουν ένα πλέγμα εξαρτήσεων που ακυρώνουν τα βάθρα της πραγματικής ανθρώπινης ελευθερίας. Άλλοι ορίζουν την ελευθερία ως μια αντίθεση – άρνηση της δουλείας και του εξαναγκασμού. Στην ομάδα αυτή ανήκουν όλοι εκείνοι οι παράγοντες που πηγάζουν από καταπιεστικά καθεστώτα, από θεοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης κι από κοινωνικές επιταγές που περιχαρακώνουν σε στενά πλαίσια την ελευθερία του ατόμου, που αναζητά τρόπους αντίστασης και απόδρασης. Οι παράγοντες – εξαναγκασμοί αυτοί αρνούνται το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού και εξοβελίζουν κάθε στοιχείο της «ιδιωτικής σφαίρας» και της ατομικότητας.

Υπάρχουν κι εκείνοι, όμως, που ορίζουν την ελευθερία ως μια εσωτερική και πνευματική κατάσταση. Αυτή η ελευθερία ανάγεται στη σφαίρα της εσωτερικότητας και εκδηλώνεται όχι ως ανεξαρτησία από κάτι εξωγενές – εξωτερικό εμπόδιο αλλά ως αυτονομία και ικανότητα αυτοπροσδιορισμού. Η υπέρβαση του κομφορμισμού, της αλλοτρίωσης, της ματαιοδοξίας και η αποδέσμευση από την ανάγκη αποδοχής – επιβεβαίωσης από τους άλλους (κοινή γνώμη). Ο Στούαρτ Μιλ θεωρεί πως η ελευθερία απειλείται συνεχώς από την ενυπάρχουσα στα άτομα τάση να συμμορφωθεί στις επιταγές της κοινής γνώμης, που λειτουργούν ως «μηχανές ηθικής καταπίεσης». Το αυθεντικό Εγώ εξεγείρεται και αντιστέκεται στην «τρομοκρατία» της κοινής γνώμης υπερασπίζοντας την ατομικότητά του. Γιατί ό,τι συνθλίβει την ατομικότητα, είναι δεσποτισμός – με όποιο όνομα κι αν εμφανίζεται.

Ένας άλλος προβληματισμός που αναπτύσσεται είναι αυτός που κινείται στην εξουσία των αναγκών εις βάρος της ελευθερίας του ανθρώπου ως πολυδιάστατης οντότητας. Η καθημερινή εμπειρία επιβεβαιώνει τη θέση πως οι ανάγκες του ανθρώπου – ιδιαίτερα οι υλικές- δεσμεύουν την ελευθερία του και τον βυθίζουν σε μια νέα μορφή δουλείας. Οι υλικές ανάγκες συνοδεύουν τον άνθρωπο από τα πρώτα βήματά του στον πλανήτη. Αυτές οριοθετούσαν την ύπαρξή του, νοηματοδοτούσαν τη ζωή του, διαμόρφωναν τη συμπεριφορά του και γενικά καθόριζαν την πορεία του στο πέρασμα του χρόνου. Φαίνεται, όμως, πως και σήμερα η εικόνα δεν άλλαξε και πολύ, παρόλο που η τεχνολογία παρέχει πλήθος δυνατοτήτων για ικανοποίηση αρκετών αναγκών. Η σύγχρονη καταναλωτική βουλιμία παραμερίζοντας τις πνευματικές και ηθικές αξίες έδωσε προτεραιότητα και αποκλειστικότητα στις υλικές αξίες. Αυτές με τη σειρά τους γεννούν και διογκώνουν τις υλικές ανάγκες, που καθημερινά πολλαπλασιάζονται.

Η ύπαρξη, όμως, οποιασδήποτε ανάγκης έρχεται σε αντίθεση με την έννοια της ελευθερίας, αφού ανάγκη σημαίνει αιχμαλωσία κα υποταγή του ανθρώπου σε δύναμη που δεν μπορεί να ελέγξει. Αντίθετα, η ελευθερία προϋποθέτει την απαλλαγή κι αποδέσμευση από ανάγκες και πάθη. Στο βαθμό, λοιπόν, που οι ανάγκες του ανθρώπου δημιουργούν ή και τροφοδοτούν το αίσθημα της στέρησης και του ανικανοποίητου, τότε εύκολα αποδεχόμαστε το κύρος της άποψης  που οι ανάγκες αναιρούν την ελευθερία του ανθρώπου. Θα αποτελούσε ασυγχώρητη εθελοτυφλία κι αυταπάτη αν νομίζαμε πως ο άνθρωπος υπάρχει και ζει ανεξάρτητα από την «αιτιολογική αλληλουχία» των αναγκών.

Στην παραπάνω θέση (ανάγκες vs ελευθερία) αντιπαρατίθεται η άποψη που επιχειρηματολογεί υπέρ του θετικού ρόλου των αναγκών στην κατάκτηση της ελευθερίας. Οι ανάγκες – σύμφωνα με την αιρετική αυτή άποψη- αποτελούν αναμφισβήτητα τον κύριο παράγοντα που ενεργοποιεί τον εσωτερικό κόσμο για την ικανοποίησή τους. Η ευρηματικότητα, η πρωτοβουλία, η θέληση, η υπομονή, η αντοχή και πολλές άλλες ψυχικές και πνευματικές αρετές καλλιεργούνται μέσα από την προσπάθεια του ανθρώπου να ικανοποιήσεις τις ανάγκες του. Αυτή, δε, η προσπάθεια έχει ως αποτέλεσμα και την υπέρβαση ή έλεγχο πολλών αδύνατων πτυχών της φύσης του και ως ένα σημείο την πλήρη αποδέσμευση απ’ αυτές. Ο άνθρωπος, δηλαδή, τότε και μόνο θεωρείται ελεύθερος, όταν κατορθώνει να περιορίσει στο ελάχιστο το ρόλο των αδυναμιών της φύσης του και να ενεργοποιεί – εξωτερικεύει όλες τις θετικές πτυχές – αρετές του.

Εξάλλου ο ίδιος ο πολιτισμός φαίνεται να είναι αποτέλεσμα – προϊόν της προσπάθειας και του αγώνα του ανθρώπου για ικανοποίηση πρωτίστως των βιολογικών του αναγκών και γενικότερα των αναγκών που έχουν σχέση και με τις άλλες συνιστώσες της φύσης του. Ο άνθρωπος μέσα στον παράδεισο δεν ήταν ελεύθερος, γιατί δεν υπήρχαν ανάγκες ή επειδή τις ανάγκες του, ως βιολογικού όντος, τις ικανοποιούσε η φύση (Θεός). Η έκπτωση του ανθρώπου από τον παράδεισο σήμανε και τη συνειδητοποίηση ότι η μελλοντική του πορεία θα καθοριζόταν από τον ασφυκτικό κλοιό των αναγκών και κατ’ ακολουθία από τον τρόπο και το μέγεθος αποδέσμευσής του απ’ αυτές. Ο αγώνας του ανθρώπου έκτοτε ήταν ένας αγώνας με εμπόδια και «ιδρώτα» για ικανοποίηση εκείνων των αναγκών που είχαν άμεση σχέση με τους βασικούς όρους της ύπαρξής του. Ικανοποιώντας τις ανάγκες δημιούργησε ταυτόχρονα πολιτισμό, εξασφαλίζοντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια πραγματική ελευθερία. Κι αυτό γιατί όσο δεν υπήρχαν ανάγκες, ο άνθρωπος ήταν καθηλωμένος σε μια πρωτόγονη κατάσταση, όπου επικρατούσε η ελευθερία των ενστίκτων. Οι ανάγκες που εμφανίστηκαν στην ιστορική πορεία του ανθρώπου λειτούργησαν ως πυροκροτητές της δράσης και με αυτήν  την έννοια το άτομο μετασχηματίζεται σε υποκείμενο της ιστορίας, άρα και σε ελεύθερο και αυτεξούσιο όν. «Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος ξεχωρίζει από το ζώο όταν επιχειρεί να παράγει ο ίδιος τα μέσα επιβίωσής του. Η παραγωγή αυτή δεν εξαρτάται μόνο από τη φύση αλλά επίσης και από τα συγκεκριμένα μέσα παραγωγής. Επενεργώντας πάνω στην υπό διαμόρφωση ύλη, ο άνθρωπος διαμορφώνεται ο ίδιος: η παραγωγή και οι τρόποι παραγωγής επιφέρουν ένα ανταποδοτικό αποτέλεσμα στον παραγωγό. Έτσι, διαμορφώνεται ένας δεσμός ανάμεσα στην παραγωγή, την κοινωνική δομή και το πολιτικό σύστημα» (Frederic Laupies “Η ελευθερία”). Οι ανάγκες, λοιπόν, και η ικανοποίησή τους ανέδειξαν τη δύναμη – θέληση του ανθρώπου για αυτοκυριαρχία και ελευθερία. Η υπέρβαση των αναγκών – αναγκαιότητας οδηγεί στη βίωση της ελευθερίας ως του απόλυτου αγαθού


«Το αληθινό βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει εκεί που σταματά η αναγκαιότητα» (Μαρξ). 
Όλα τα παραπάνω (οι διαφορετικές θεωρήσεις για τη σχέση Ανάγκης και Ελευθερίας) καθιστά αναγκαία μια άλλη πτυχή της ελευθερίας που συνιστά και τη βαθύτερη ουσία της την ανοχή και το σεβασμό της ακεραιότητας του ατόμου, της ετερότητας και του πλουραλισμού αλλά και της ικανότητας να ζούμε ειρηνικά με τη «διαφωνία» χωρίς να στιγματίζουμε τα υποκείμενα αυτής. Τότε η ελευθερία θα αποκτήσει και ηθική αξία.  

Γιατί «η προάσπιση της ελευθερίας ως μορφής του ανθρώπου πρέπει να είναι ασυνθηκολόγητη˙ όμως η χρήση της δεν μπορεί να είναι απολυτοποιημένη» (Frederic Laupies).  
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Φιλόλογος