“Δεν μπορείς να αναγκάσεις τον εαυτό σου να αισθανθεί κάτι που δεν αισθάνεσαι, αλλά μπορείς να τον αναγκάσεις να κάνει το σωστό παρά τα αισθήματά του” (Περλ Μπακ, Αμερικανίδα συγγραφέας)
Είναι δύσκολο (ακόμα για τους γλωσσολόγους και τους κοινωνιολόγους) να αποφανθεί κάποιος με βεβαιότητα στο ερώτημα «αν η κοινωνική πραγματικότητα διαμορφώνει και την γλωσσική πραγματικότητα ή το αντίθετο».
Κι αυτό γιατί οι μεν κοινωνιολόγοι ισχυρίζονται πως προηγείται το κοινωνικό γεγονός που υποχρεώνει τη γλώσσα να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να το αποδώσουν με νοηματική πιστότητα και πληρότητα.
Από την άλλη πλευρά οι γλωσσολόγοι αντιτείνουν πως οι λέξεις ως φορείς νοημάτων και οχήματα της σκέψης διαμορφώνουν και συγκροτούν την κοινωνική πραγματικότητα, αφού σύμφωνα με αυτούς τίποτα δεν υπάρχει ως αντικείμενο νόησης αν δεν υπάρχει η κατάλληλη λέξη να το αποδώσει. Δηλαδή, σύμφωνα πάντα με την άποψη των γλωσσολόγων οτιδήποτε δεν μπορεί να αποδοθεί με λέξη είναι σαν να μην υπάρχει.
Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί προς τι όλες οι παραπάνω αντιτιθέμενες θεωρίες και πώς σχετίζονται με τον τίτλο του άρθρου στον οποίο κυριαρχεί η έννοια της «Ενσυναίσθησης»;
“Βγείτε να μιλήσετε με ενσυναίσθηση…” (K. Μητσοτάκης).
Αφόρμηση για όλα τα παραπάνω αποτέλεσαν οι αλλεπάλληλες αναφορές των πολιτικών μας στον όρο αυτό τόσο στον κοινοβουλευτικό διάλογο όσο και στις πολιτικές και κομματικές τους αντεγκλήσεις. Όλοι πρόβαλαν εμφαντικά το υψηλό επίπεδο ενσυναίσθησης που τους χαρακτηρίζει, κατηγορώντας ταυτόχρονα τους αντιπάλους τους για την απουσία ενσυναίσθησης.
Η συχνή χρήση και μόνον αυτού του όρου υποδηλώνει τη σημαντική θέση που κατέχει στο αξιακό μας σύστημα (ή μάλλον θα έπρεπε να έχει). Η Ενσυναίσθηση, δηλαδή, αξιολογείται από όλους ως η μέγιστη προσωπική αρετή και κοινωνική αξία στις μέρες μας.
Θεωρείται πως η Ενσυναίσθηση προσδίδει προστιθέμενη αξία στα επιχειρήματα εκείνου που χαρακτηρίζεται από το υψηλό επίπεδο αυτής. Το αντίθετο ισχύει για όσους χαρακτηρίζονται από την απουσία της.
“Όταν δεν έχεις ενσυναίσθηση, όταν δεν έχεις συναισθήματα και αισθήματα για τον ελληνικό λαό, τέτοια λες” (Κυριάκος Βελόπουλος για τον Πρωθυπουργό…)
Βέβαια κανείς δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να μιλά για Ενσυναίσθηση, ούτε να την επικαλείται με τόση συχνότητα και έμφαση στο βαθμό που δεν γνωρίζει το νοηματικό της υπόβαθρο και το ρόλο της στην ατομική τελείωση και στην κοινωνική ευρυθμία.
Υπακούοντας στον αφορισμό του Αντισθένη «Αρχή Σοφίας η των Ονομάτων Επίσκεψις» ένας ορισμός της έννοιας της έννοιας Ενσυναίσθησης θα ήταν αναγκαίος, αν και κάθε ορισμός συνιστά ένα επίπονο και επικίνδυνο τόλμημα «omnis definition periculosa est”.
Σε έναν “σύντομο” ορισμό θα μπορούσε να χωρέσει η ικανότητα του ανθρώπου να καταλαβαίνει και να σκέφτεται τι αισθάνεται ο συνάνθρωπός του σε κάθε στιγμή. Τα συνθετικά της λέξης εν, συν και αίσθηση υποδηλώνουν την ικανότητα επέκτασης του ατόμου πέραν του εαυτού του.
Ωστόσο πρέπει ο όρος Ενσυναίσθηση (από το αγγλικό EMPATHY=εμπάθεια) να διαφοροποιηθεί από τους όρους συμπάθεια, συμπόνια ή και ευαισθησία.
Κι αυτό γιατί οι παραπάνω όροι εμπεριέχουν τα στοιχεία του οίκτου και της συλλύπησης. Το αποτέλεσμα του οίκτου και της συλλύπησης είναι η περιχαράκωση της προσοχής του ατόμου στα δικά του συναισθήματα και στην υποτιθέμενη ομοιότητά τους με εκείνα του άλλου, διατηρώντας ταυτόχρονα την ταυτότητά του
Αντίθετα, στην Ενσυναίσθηση η προσοχή του ατόμου (ενσυναισθητικού) εστιάζεται στα συναισθήματα και στον πόνο του άλλου, χάνοντας για λίγο τον εαυτό του. Βέβαια, για το θέμα της ταύτισης ή της διατήρησης της ταυτότητας ποικίλλουν οι γνώμες.
Στην Ενσυναίσθηση o “συμπάσχων” (ενσυναισθητικός) αποστασιοποιείται για λίγο από τις πεποιθήσεις, τις αξίες και τις αρχές του. Προσπαθεί να μπει προσωρινά στην κατάσταση και στη βιοθεωρία του άλλου, αποδεσμευμένος από στερεότυπα και προκαταλήψεις. Γι αυτό και η Ενσυναίσθηση προϋποθέτει και συνεπάγεται την αρετή της ανεκτικότητας.
Σχετικά ό εισηγητής του όρου Carl Rogers (1951) τονίζει:
“Ενσυναίσθηση είναι ένας μοναδικός τρόπος που σου επιτρέπει να γνωρίσεις τον εαυτό σου και το άλλο πρόσωπο, ένας τρόπος συντονισμού και κατανόησης. Όταν η Ενσυναίσθηση επεκτείνεται, ικανοποιεί τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας για οικειότητα και μάς σώζει από τα συναισθήματα μοναξιάς”.
Με άλλα λόγια, λοιπόν, ένας άνθρωπος (ενσυναισθητικός) μπορεί μεν να συμπάσχει με την βίωση του πόνου του συνανθρώπου του ή να αισθάνεται συμπόνια προς αυτόν, αλλά δεν μπορεί να μπει στη θέση του και να αντιληφθεί τα συναισθήματά του, αν δεν έχει Ενσυναίσθηση.
“Διότι ο πολίτης που βρίσκεται σε κίνδυνο χρειάζεται ασφάλεια με ενσυναίσθηση. Αυτό χρειάζεται η χώρα μας” (Στέφανος Κασελάκης).
Η Ενσυναίσθηση με μια άλλη εκδοχή αφορά την ικανότητα του ατόμου να μοιραστεί τα συναισθήματα του άλλου «συναισθηματική ενσυναίσθηση» (νιώθω λύπη κι εγώ, όταν νιώθεις κι εσύ). Ενσυναίσθηση, όμως, σημαίνει το να μπορεί κάποιος να καταλάβει τις σκέψεις του άλλου «γνωστική ενσυναίσθηση» (κατανοώ τις σκέψεις σου και την αιτία που νιώθεις λύπη).
Η Ενσυναίσθηση, επίσης, δεν είναι να φαντάζεσαι πώς μπορεί να αισθάνεσαι εσύ στη θέση του άλλου. Ενσυναίσθηση είναι να φαντάζεσαι και να προσπαθείς να καταλάβεις τι και πώς αισθάνεται ο άλλος. Η διαφορά, δηλαδή, μεταξύ του να σκέφτεσαι τον εαυτό σου στη θέση του άλλου και του να σκέφτεσαι το άλλο άτομο σε αυτήν την κατάσταση είναι μεγάλη και απαιτεί υψηλού επιπέδου πνευματικές ικανότητες.
Η Ενσυναίσθηση, λοιπόν, με άλλα λόγια είναι εστιασμένη στον απέναντι συνάνθρωπό σου, στον άλλον άνθρωπο και όχι στον εαυτό μας. Στην ενσυναίσθηση το κέντρο αναφοράς είναι ο άλλος και όχι το Εγώ μας. Φυσικά Ενσυναίσθηση δεν σημαίνει και ταύτιση ή πλήρη αποδοχή του άλλου. Στην Ενσυναίσθηση ο καθένας είναι ο εαυτός του χωρίς καμία αλλοίωση της ταυτότητάς του.
“Το πρώτο στοιχείο αυτού που μπορεί να διοικήσει είναι η ενσυναίσθηση, καθώς έχει να κάνει με ανθρώπινες ζωές” (Στέφανος Κασελάκης).
Γενικά η Ενσυναίσθηση παραπέμπει και προϋποθέτει την συναισθηματική ταύτιση που βιώνει κάποιος με την ψυχική κατάσταση του συνανθρώπου του σε συνδυασμό πάντα να μπορεί και να προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει και κατανοήσει ή να ερμηνεύσει το γενεσιουργό αίτιο του πόνου ή της λύπης του άλλου.
Μία και τελευταία παράμετρος του νοηματικού φορτίου της Ενσυναίσθησης είναι και το γεγονός πως ενσυναίσθηση δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκην ότι βιώνω και εγώ ή ότι έχω βιώσει το ίδιο συναίσθημα με τον πάσχοντα συνάνθρωπό μου .
Ενσυναίσθηση σημαίνει ότι θέλω και μπορώ να κατανοήσω πως είναι να το νιώθει και να το βιώνει ο άλλος, αλλά και να έχω την δύναμη και τον τρόπο να ανταποκριθώ στον πόνο του άλλου.
Ενσυναίσθηση είναι και η δεξιότητα, ικανότητα και η θέληση-προσπάθειά μας να μπούμε στην θέση του άλλου (ακόμη κι ενός αγνώστου μας) και να κατανοήσουμε τον κόσμο του μέσα από τα δικά του μάτια.
“Τα χειροκροτήματα των βουλευτών της ΝΔ, το ύφος του Καραμανλή, οι χαρακτηρισμοί δείχνουν ότι το κόμμα [που κυβερνά έχει μηδενική ενσυναίσθηση” (Νίκος Ανδρουλάκης).
Σε επίπεδο Ψυχολογίας Ενσυναίσθηση σημαίνει : α. Αντιλαμβάνομαι τα συναισθήματα και τον πόνο του άλλου, β. Αισθάνομαι αυτό που αισθάνεται κι ο άλλος και γ. Αντιδρώ συμπονετικά στη λύπη του άλλου και προσπαθώ να βοηθήσω.
Στο ερώτημα αν η Ενσυναίσθηση συνιστά κάτι το εγγενές στην ανθρώπινη φύση κάποιες έρευνες στις αρχές του 21ου αιώνα εντόπισαν και επιβεβαίωσαν την ύπαρξη κάποιων εγκεφαλικών κυκλωμάτων από νευρώνες-καθρέφτες (κάτοπτρα) που εμπλέκονται άμεσα στην εκδήλωση μιας sui generis “Συναισθηματικής Νοημοσύνης» που αποτελεί την προϋπόθεση αν δεν ταυτίζεται με αυτό που αργότερα ονομάστηκε Ενσυναίσθηση.
Δεν παύουν, όμως, να υπάρχουν κι εκείνοι που υποστηρίζουν πως η Ενσυναίσθηση καλλιεργείται ή και εμπλουτίζεται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον του ατόμου-υποκειμένου.
Στις παραπάνω θέσεις-θεωρίες θα μπορούσε να καταγραφεί και ως θέση-πρόταση το δίλημμα «Με την Καρδιά-Συναισθήματα ή τον Εγκέφαλο-Λογικά» σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να ενεργούμε ως άτομα, κοινωνία και πολιτεία για την επίλυση πολλών προβλημάτων.
Ο P. Bloom συγγραφέας του «Ενάντια στην Ενσυναίσθηση» εκφράζει τον σκεπτικισμό και τη διαφωνία του ή και την πολεμική του για την μαζική και άκριτη χρήση του όρου Ενσυναίσθηση στο βαθμό που αυτή χρησιμοποιείται για αλλότριους σκοπούς.
Βέβαια πολλοί θα είναι κι αυτοί που θα υποβάλλουν ένσταση για τον ορισμό της Ενσυναίσθησης κι αυτό γιατί το νοηματικό της υπόβαθρο είναι ακόμη ασαφές αφού από τη φύση της κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά που πυροδοτείται από τα συναισθήματα είναι δύσκολο να περιχαρακωθεί σε αυστηρά νοηματικά όρια.
Ωστόσο, εύλογες και θεμιτές θα ήταν κι εκείνες οι ενστάσεις για την ειλικρίνεια και το γνήσιο και ανθρώπινο ενδιαφέρον των πολιτικών μας για τα θύματα διαφόρων δυστυχημάτων ή δολοφονιών (από τα οποία τώρα τελευταία ταλανίζεται η ελληνική κοινωνία) στο βαθμό που αυτό το ενδιαφέρον εκφράζεται και συνοδεύεται από τη χρήση-προτροπή για Ενσυναίσθηση.
“Διαχειριζόμαστε κάθε θύμα με Ενσυναίσθηση και του παρέχουμε κάθε υποστήριξη” (M. Χρυσοχοϊδης).
Η συχνότητα και η περισσή έως και άκριτη χρήση του όρου Ενσυναίσθηση και οι υπόρρητες πολιτικές ή και κομματικές σκοπιμότητες καθιστούν την αναφορά-επίκληση της Ενσυναίσθησης πολιτική ρητορική και σύνθημα.
Πολλές φορές αυτή επίκληση-προτροπή για Ενσυναίσθηση ενέχει και στοιχεία παρηγορητικής προπαγάνδας .
Δεν λείπουν, βέβαια, και οι περιπτώσεις που η Ενσυναίσθηση προβάλλεται από τους πολιτικούς μας ως ιδεολογική πανάκεια ή και ως μία υποκριτική δικαιολογία για όλα τα ατομικά δράματα και τα κοινωνικά ναυάγια. Ο στόχος ασφαλώς είναι εμφανής. Η αποσιώπηση και η απόκρυψη των πραγματικών αιτιών για όσα δυσάρεστα συμβαίνουν καθημερινά στη ζωή μας.
Ας είμαστε, λοιπόν, όλοι μας, Πολίτες και Πολιτικοί πιο φειδωλοί στη χρήση του όρου της Ενσυναίσθησης για να γινόμαστε και πιστευτοί. Κι αυτό γιατί για τον Antoine de Saint-Exupery:
“Οι άνθρωποι δεν χρειάζονται πάντα συμβουλές. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζονται είναι ένα χέρι για να κρατηθούν, ένα αυτί να τους ακούσει και μια καρδιά που μπορεί να τους καταλάβει”.
Εξάλλου στην ιστορία των κοινωνιών ισχύει πάντα αυτό που διακήρυξε ο Νόρμαν Μέιλερ ( αμερικανός συγγραφέας) και που έχει ως άμεσους αποδέκτες τους Πολιτικούς:
“Δεν είναι τα αισθήματα των ανθρώπων που γράφουν ιστορία, αλλά οι πράξεις του”.