«Σου δίνει τέρψη το να κάθεσαι να παρακολουθείς από τη στεριά τις
σκληρές δοκιμασίες του άλλου που παραδέρνει μες στην απέραντη θάλασσα,
την ώρα που οι άνεμοι σηκώνουν τα κύματα και την κάνουν να λυσσομανά.
Όχι βέβαια γιατί ηδονίζεσαι με τα ξένα βάσανα, μα γιατί είναι γλυκό να
βλέπεις από τι κακά έχεις γλιτώσει εσύ ο ίδιος. Όπως κι είναι ευχάριστο
να βλέπεις τις σκληρές μάχες να μαίνονται πέρα στους κάμπους, χωρίς να
σε αγγίζει ο κίνδυνος.
Τίποτε όμως δεν είναι πιο γλυκό από το να είσαι θρονιασμένος στα ύψη τα οχυρωμένα από τις γνώσεις και τη διδασκαλία των σοφών, κι από τις γαλήνιες αυτές κατοικίες σκύβοντας να ρίχνεις το βλέμμα στους άλλους και να τους βλέπεις να τρέχουν πέρα δώθε, ψάχνοντας στα τυφλά το δρόμο της ζωής, να συναγωνίζονται σε εξυπνάδα, να μαλώνουν για την ευγενή τους καταγωγή, να μοχθούν μέρα και νύχτα και να τσακίζονται να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του πλούτου ή να κατακτήσουν την εξουσία.
Ω, κακόμοιρα ανθρώπινα μυαλά και τυφλωμένες καρδιές! Σε τι σκοτάδια, σε τι κινδύνους κυλάει ο λίγος χρόνος της ζωής σας! Δεν ακούτε λοιπόν την κραυγή της φύσης που διαλαλεί την επιθυμία της, από το κορμί να φύγει κάθε πόνος και το πνεύμα να νιώσει ευδαιμονία ελεύθερη από έγνοιες και αγωνίες;
Το βλέπουμε πως δε χρειάζεται το κορμί πολλά πράγματα. Κάθε τι που διώχνει τον πόνο, μπορεί και πολλές απολαύσεις να προσφέρει. Η ίδια η φύση τότε δεν ζητά μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αν το σπίτι δεν έχει χρυσά αγάλματα εφήβων να κρατούν στο δεξί το χέρι αναμμένες δάδες και να φωτίζουν τα νυχτερινά φαγοπότια, αν το σπίτι δεν αστραποβολεί από ασήμια και χρυσάφια, αν δεν αντιλαλούν κιθάρες μες στα στολισμένα σαλόνια, εμάς μας είναι αρκετό να ξαπλώνουμε στο τρυφερό χορτάρι, φίλοι με φίλους στην ακροποταμιά, κάτω από τα σκιερά κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου μας είναι αρκετό να μπορούμε να διασκεδάζουμε με λίγα έξοδα, ιδίως αν μας χαμογελά ο καιρός, κι η εποχή ραίνει το καταπράσινο χορτάρι με λουλούδια. Ο καυτός πυρετός δεν αφήνει γρηγορότερα το κορμί που ξαπλώνει πάνω σε κεντητά στρώματα και σε άλικες πορφύρες, απ' ότι το κορμί που 'ναι ξαπλωμένο σ' ένα φτωχικό στρωσίδι.
Κι αφού τα πλούτη κι η ευγενική καταγωγή κι η δόξα του θρόνου δεν ωφελούν σε τίποτα το κορμί, θα πρέπει να σκεφτούμε πως ούτε και το πνεύμα ωφελούν. Μήπως τάχα, την ώρα που βλέπεις τις λεγεώνες σου να κάνουν πολεμικές ασκήσεις στο πεδίο του Άρεως και να προελαύνουν ορμητικά, και μήπως, την ώρα που παρακολουθείς τα γυμνάσια του στόλου σου στην ανοιχτή θάλασσα, θα τρομάξουν οι δεισιδαιμονίες σου και θα πάρουν δρόμο και θα φύγει απ' την ψυχή σου ο φόβος του θανάτου, αφήνοντας την λεύτερη, απαλλαγμένη από το άγχος;»
Τίποτε όμως δεν είναι πιο γλυκό από το να είσαι θρονιασμένος στα ύψη τα οχυρωμένα από τις γνώσεις και τη διδασκαλία των σοφών, κι από τις γαλήνιες αυτές κατοικίες σκύβοντας να ρίχνεις το βλέμμα στους άλλους και να τους βλέπεις να τρέχουν πέρα δώθε, ψάχνοντας στα τυφλά το δρόμο της ζωής, να συναγωνίζονται σε εξυπνάδα, να μαλώνουν για την ευγενή τους καταγωγή, να μοχθούν μέρα και νύχτα και να τσακίζονται να σκαρφαλώσουν στην κορυφή του πλούτου ή να κατακτήσουν την εξουσία.
Ω, κακόμοιρα ανθρώπινα μυαλά και τυφλωμένες καρδιές! Σε τι σκοτάδια, σε τι κινδύνους κυλάει ο λίγος χρόνος της ζωής σας! Δεν ακούτε λοιπόν την κραυγή της φύσης που διαλαλεί την επιθυμία της, από το κορμί να φύγει κάθε πόνος και το πνεύμα να νιώσει ευδαιμονία ελεύθερη από έγνοιες και αγωνίες;
Το βλέπουμε πως δε χρειάζεται το κορμί πολλά πράγματα. Κάθε τι που διώχνει τον πόνο, μπορεί και πολλές απολαύσεις να προσφέρει. Η ίδια η φύση τότε δεν ζητά μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αν το σπίτι δεν έχει χρυσά αγάλματα εφήβων να κρατούν στο δεξί το χέρι αναμμένες δάδες και να φωτίζουν τα νυχτερινά φαγοπότια, αν το σπίτι δεν αστραποβολεί από ασήμια και χρυσάφια, αν δεν αντιλαλούν κιθάρες μες στα στολισμένα σαλόνια, εμάς μας είναι αρκετό να ξαπλώνουμε στο τρυφερό χορτάρι, φίλοι με φίλους στην ακροποταμιά, κάτω από τα σκιερά κλαδιά ενός μεγάλου δέντρου μας είναι αρκετό να μπορούμε να διασκεδάζουμε με λίγα έξοδα, ιδίως αν μας χαμογελά ο καιρός, κι η εποχή ραίνει το καταπράσινο χορτάρι με λουλούδια. Ο καυτός πυρετός δεν αφήνει γρηγορότερα το κορμί που ξαπλώνει πάνω σε κεντητά στρώματα και σε άλικες πορφύρες, απ' ότι το κορμί που 'ναι ξαπλωμένο σ' ένα φτωχικό στρωσίδι.
Κι αφού τα πλούτη κι η ευγενική καταγωγή κι η δόξα του θρόνου δεν ωφελούν σε τίποτα το κορμί, θα πρέπει να σκεφτούμε πως ούτε και το πνεύμα ωφελούν. Μήπως τάχα, την ώρα που βλέπεις τις λεγεώνες σου να κάνουν πολεμικές ασκήσεις στο πεδίο του Άρεως και να προελαύνουν ορμητικά, και μήπως, την ώρα που παρακολουθείς τα γυμνάσια του στόλου σου στην ανοιχτή θάλασσα, θα τρομάξουν οι δεισιδαιμονίες σου και θα πάρουν δρόμο και θα φύγει απ' την ψυχή σου ο φόβος του θανάτου, αφήνοντας την λεύτερη, απαλλαγμένη από το άγχος;»
*
Λουκρήτιος, Περί της φύσεως των πραγμάτων II, 1-59
Λέω πρώτον πως ο νους –που συχνά τον λέμε «λογικό»- όπου έχει την έδρα της η φρόνηση και η διακυβέρνηση της ζωής, είναι μέρος του ανθρώπινου σώματος, όχι λιγότερο απ’ ό,τι το χέρι και το πόδι καθώς και τα μάτια, που είναι μέρη ολάκερου του έμβιου όντος.
Ο νους και η ψυχή, λοιπόν, κρατιούνται σφιχτοδεμένα μεταξύ τους κι αποτελούν μια ενιαία φύση΄ όμως αυτό που ονομάζουμε «νου» και «λογικό» κυριαρχεί σ’ ολόκληρο το σώμα κι η έδρα του βρίσκεται στη μέση του στήθους. Από εδώ ξεπηδά ο φόβος κι ο τρόμος· κι η χαρά αυτό το μέρος χαϊδεύει. Εδώ λοιπόν βρίσκεται το πνεύμα και η σκέψη. Η υπόλοιπη ψυχή είναι μοιρασμένη σ’ ολόκληρο το κορμί και κινείται όπως της υπαγορεύει ο νους. Κι από μόνος του ο νους σκέφτεται για τον εαυτό του και χαίρεται για τον εαυτό του, όταν τίποτα δεν ταράσσει το σώμα ή την ψυχή. Και ακριβώς όπως δεν βασανίζεται ολόκληρο το κορμί μας όταν κεντρίζει ο πόνος το μάτι ή το κεφάλι μας, έτσι και ο νους μπορεί να υποφέρει ή να λάμπει από χαρά τη στιγμή που την υπόλοιπη ψυχή δεν την ταράσσει τίποτα το καινούριο. Όταν όμως ο νους ταράσσεται από δυνατό φόβο, βλέπουμε να τον συμμερίζεται ολόκληρη η ψυχή στα μέλη του σώματος, ν’ απλώνεται ιδρώτας και χλομάδα παντού κι η γλώσσα να τραυλίζει, η φωνή να σβήνει, τα μάτια να θαμπώνουν, τ’ αυτιά να βουίζουν, τα μέλη να παραλύουν, και βλέπουμε ανθρώπους να καταρρέουν από τον τρόμο του νου. Από αυτό εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η ψυχή είναι δεμένη με το νου΄ κι όταν δεχτεί από το νου ένα χτύπημα δυνατό, σπρώχνει κι αυτή με τη σειρά της και χτυπά το σώμα.
Ο ίδιος συλλογισμός μας δείχνει πως η φύση του νου και της ψυχής είναι σωματική. Τη βλέπουμε να δίνει ώθηση στα μέλη, να βγάζει το σώμα από τον ύπνο και ν’ αλλάζει την όψη μας, και να διευθύνει και να στρέφει ολόκληρο τον άνθρωπο – και το βλέπουμε πως τίποτα απ’ αυτά δεν μπορεί να γίνει χωρίς επαφή· και χωρίς υλικό σώμα δεν υπάρχει επαφή. Δεν πρέπει να τ’ ομολογήσουμε, λοιπόν, πως η σύσταση του νου και της ψυχής είναι σωματική;
Εξάλλου, το νιώθουμε πως ο νους γεννιέται, αναπτύσσεται και γερνάει μαζί με το σώμα. Όπως τα νήπια παραπατάνε με το αδύναμο και τρυφερό τους σώμα, έτσι κι η σκέψη τους είναι ασθενική· μετά, σαν δυναμώσει το κορμί τους ωριμάζοντας, μεγαλώνει κι η δύναμη του νου. Κι αργότερα, που το σώμα χτυπιέται από τη δύναμη του χρόνου και χαλαρώνουν οι δυνάμεις και παραλύουν τα μέλη, παραπατάει και το λογικό, παραληρεί η γλώσσα, παραπαίει το πνεύμα, όλα είναι λειψά και χάνονται στη στιγμή. Συνεπώς διαλύεται η φύση της ψυχής σαν καπνός στα ψηλά ρεύματα του ανέμου΄ αφού τη βλέπουμε να γεννιέται δεμένη με το σώμα, να μεγαλώνει μαζί του και, όπως έδειξα, να εξαντλείται μαζί του τσακισμένη από τα χρόνια.
Χώρια που, αν η φύση της ψυχής είναι αθάνατη και μπορεί να αισθάνεται απ’ τη στιγμή που θα χωριστεί από το σώμα μας, θα πρέπει τότε να την φανταστούμε προικισμένη με πέντε αισθήσεις. Με κανέναν άλλο τρόπο δεν μπορούμε να φανταστούμε ψυχές να περιφέρονται κάτω στον Αχέροντα. Γι’ αυτό και οι ζωγράφοι κι οι παλιοί συγγραφείς μας τις παρουσίασαν έτσι τις ψυχές, εξοπλισμένες με αισθήσεις. Όμως ψυχή χωρισμένη από το σώμα, ούτε μάτια μπορεί να έχει ούτε μύτη ούτε και χέρι, μήτε γλώσσα μήτε αυτιά. Δεν μπορούν λοιπόν από μόνες τους οι ψυχές να έχουν αίσθηση ούτε να υπάρχουν.
* Λουκρήτιος, Περί της φύσεως των πραγμάτων III 94-97, 136-167,445-458,624-633 -Επίκουρος, Κείμενα ~ Πηγές της Επικούρειας Φιλοσοφίας και Τέχνης του Ζην, Επιμέλεια:Γ. Αβραμίδης, Θύραθεν Εκδόσεις.
Ο νους και η ψυχή, λοιπόν, κρατιούνται σφιχτοδεμένα μεταξύ τους κι αποτελούν μια ενιαία φύση΄ όμως αυτό που ονομάζουμε «νου» και «λογικό» κυριαρχεί σ’ ολόκληρο το σώμα κι η έδρα του βρίσκεται στη μέση του στήθους. Από εδώ ξεπηδά ο φόβος κι ο τρόμος· κι η χαρά αυτό το μέρος χαϊδεύει. Εδώ λοιπόν βρίσκεται το πνεύμα και η σκέψη. Η υπόλοιπη ψυχή είναι μοιρασμένη σ’ ολόκληρο το κορμί και κινείται όπως της υπαγορεύει ο νους. Κι από μόνος του ο νους σκέφτεται για τον εαυτό του και χαίρεται για τον εαυτό του, όταν τίποτα δεν ταράσσει το σώμα ή την ψυχή. Και ακριβώς όπως δεν βασανίζεται ολόκληρο το κορμί μας όταν κεντρίζει ο πόνος το μάτι ή το κεφάλι μας, έτσι και ο νους μπορεί να υποφέρει ή να λάμπει από χαρά τη στιγμή που την υπόλοιπη ψυχή δεν την ταράσσει τίποτα το καινούριο. Όταν όμως ο νους ταράσσεται από δυνατό φόβο, βλέπουμε να τον συμμερίζεται ολόκληρη η ψυχή στα μέλη του σώματος, ν’ απλώνεται ιδρώτας και χλομάδα παντού κι η γλώσσα να τραυλίζει, η φωνή να σβήνει, τα μάτια να θαμπώνουν, τ’ αυτιά να βουίζουν, τα μέλη να παραλύουν, και βλέπουμε ανθρώπους να καταρρέουν από τον τρόμο του νου. Από αυτό εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η ψυχή είναι δεμένη με το νου΄ κι όταν δεχτεί από το νου ένα χτύπημα δυνατό, σπρώχνει κι αυτή με τη σειρά της και χτυπά το σώμα.
Ο ίδιος συλλογισμός μας δείχνει πως η φύση του νου και της ψυχής είναι σωματική. Τη βλέπουμε να δίνει ώθηση στα μέλη, να βγάζει το σώμα από τον ύπνο και ν’ αλλάζει την όψη μας, και να διευθύνει και να στρέφει ολόκληρο τον άνθρωπο – και το βλέπουμε πως τίποτα απ’ αυτά δεν μπορεί να γίνει χωρίς επαφή· και χωρίς υλικό σώμα δεν υπάρχει επαφή. Δεν πρέπει να τ’ ομολογήσουμε, λοιπόν, πως η σύσταση του νου και της ψυχής είναι σωματική;
Εξάλλου, το νιώθουμε πως ο νους γεννιέται, αναπτύσσεται και γερνάει μαζί με το σώμα. Όπως τα νήπια παραπατάνε με το αδύναμο και τρυφερό τους σώμα, έτσι κι η σκέψη τους είναι ασθενική· μετά, σαν δυναμώσει το κορμί τους ωριμάζοντας, μεγαλώνει κι η δύναμη του νου. Κι αργότερα, που το σώμα χτυπιέται από τη δύναμη του χρόνου και χαλαρώνουν οι δυνάμεις και παραλύουν τα μέλη, παραπατάει και το λογικό, παραληρεί η γλώσσα, παραπαίει το πνεύμα, όλα είναι λειψά και χάνονται στη στιγμή. Συνεπώς διαλύεται η φύση της ψυχής σαν καπνός στα ψηλά ρεύματα του ανέμου΄ αφού τη βλέπουμε να γεννιέται δεμένη με το σώμα, να μεγαλώνει μαζί του και, όπως έδειξα, να εξαντλείται μαζί του τσακισμένη από τα χρόνια.
Χώρια που, αν η φύση της ψυχής είναι αθάνατη και μπορεί να αισθάνεται απ’ τη στιγμή που θα χωριστεί από το σώμα μας, θα πρέπει τότε να την φανταστούμε προικισμένη με πέντε αισθήσεις. Με κανέναν άλλο τρόπο δεν μπορούμε να φανταστούμε ψυχές να περιφέρονται κάτω στον Αχέροντα. Γι’ αυτό και οι ζωγράφοι κι οι παλιοί συγγραφείς μας τις παρουσίασαν έτσι τις ψυχές, εξοπλισμένες με αισθήσεις. Όμως ψυχή χωρισμένη από το σώμα, ούτε μάτια μπορεί να έχει ούτε μύτη ούτε και χέρι, μήτε γλώσσα μήτε αυτιά. Δεν μπορούν λοιπόν από μόνες τους οι ψυχές να έχουν αίσθηση ούτε να υπάρχουν.
* Λουκρήτιος, Περί της φύσεως των πραγμάτων III 94-97, 136-167,445-458,624-633 -Επίκουρος, Κείμενα ~ Πηγές της Επικούρειας Φιλοσοφίας και Τέχνης του Ζην, Επιμέλεια:Γ. Αβραμίδης, Θύραθεν Εκδόσεις.
Από το ιστολόγιο Περιβάλλον και Υγεία
Από το ιστολόγιο Ecrasez l' Infame