Της Μαριλένας Παναγή
Έκρηξη και οργή από τη Χαρίτα Μάντολες: Θέλουμε να καταδικαστούν όσοι τους εσκοτώσαν
Μπήκα στο αυτοκίνητο και βγήκα στον αυτοκινητόδρομο. Σκούπισα για τελευταία φορά τα δάκρυά μου και έκλεισα το ραδιόφωνο το οποίο τη συγκεκριμένη στιγμή μου ήταν ιδιαίτερα ενοχλητικό.
Αν είχα στη διάθεσή μου ωτοασπίδες σίγουρα θα τις χρησιμοποιούσα. Ένιωθα ότι δεν ήθελα να βγουν από το μυαλό μου τα λόγια των δύο μαυροφορεμένων γυναικών με τις οποίες είχα μιλήσει. Ήθελα να κρατήσω τα λόγια τους, το κλάμα τους, τις φωνές τους, μέσα στο κεφάλι μου. Να νιώθω το βουητό τους στο μυαλό μου και να φθάσω όσο πιο γρήγορα γινόταν στο γραφείο μου για να καταθέσω την ψυχή μου, μαζί με τις ψυχές εκείνων των γυναικών πάνω στο πληκτρολόγιο.
- «Η κόρη μου έσιει τωρά κόρην που σπουδάζει, αλλά λαλεί ότι κρατεί την ακόμα ο παπάς της που το σιέρι» - «Να μεν έρκεται κανένας στες κηδείες. Εν λέσιν λέξη για τους ανθρώπους που εχάσαμεν, λαλεί μόνο ο καθένας τα δικά του. Εξευτελίζουν μας».
- «Ο άνδρας μου τζιαι τα τρία μου μωρά ήταν χαμαί πεσούμενοι μπροστά μου τζιαι εγώ εφώναζα να με αφήσουν να πάω κοντά τους. Επαρακαλούσα τους να με παίξουν τζιαι εμένα».
- «Μα να μου πουν εμένα ακούεις ότι ο άνδρας μου επέθανεν που φυσικά αίτια; Μα η σφαίρα που ήβραν πάνω του ύστερα που 36 χρόνια εν φυσικά αίτια»;
Φράσεις σκόρπιες και μπερδεμένες που στριφογύριζαν στο κεφάλι μου. Δύο γυναίκες κατέθεσαν την ψυχή τους και μέσα σε μισή ώρα κατάφεραν να τη «φυτέψουν» στο μυαλό μου. Δύο γυναίκες οι οποίες μόλις πριν από μερικούς μήνες πήραν τρία κουτιά με μια χούφτα λείψανα το καθένα και 36 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, έθαψαν γονείς και συζύγους.
- «Δεν ήταν ανακούφιση ότι τελικά καταφέρατε να θάψετε τους δικούς σας όπως τους άξιζε;» τόλμησα να ρωτήσω, όμως οι γυναίκες, λες και έκαναν εσωτερική έκρηξη, άρχισαν να φωνάζουν.
- «Τι σημαίνει εθάψαμεν τους δικούς μας; Ετέλειωσεν επειδή μας εδώσαν τα λείψανα; Γιατί δεν μας λένε τι έγιναν οι άνθρωποί μας πριν μας τους φέρουν έτσι; Νομίζουν ότι οι συγγενείς των αγνοουμένων εν τούτον που θέλουν;» Έβλεπα την κυρία Χαρίτα Μάντολες, τη γυναίκα που χωρίς να το θέλει έγινε το σύμβολο του αγώνα των συγγενών των αγνοουμένων, να φουσκώνει από θυμό. Η αδελφή της, η κυρία Γιαννούλα, καθόταν κάπως πιο ψύχραιμη λίγο παραπέρα και δακρυσμένη περίμενε να έρθει η δική της σειρά για να ξαναπεί την ιστορία της οικογένειάς της. Στις 8 το πρωί της Τετάρτης βρισκόμουν στον Προσφυγικό Συνοικισμό Αγίου Αθανασίου. Η δροσούλα του Οκτώβρη έκανε την απλή αλλά γεμάτη γλάστρες και λουλούδια βεράντα του προσφυγικού σπιτιού να μοιάζει με παράδεισο.
Η κ. Χαρίτα ήξερε τι την ήθελα πριν καν της εξηγήσω το σκοπό της επίσκεψής μου. 36 ολόκληρα χρόνια λέει και ξαναλέει τα ίδια πράγματα στους δημοσιογράφους. Δεν κουράζεται όμως ποτέ.
- Τώρα που η ταυτοποίηση των λειψάνων προχωρά, νιώθετε ότι κάτι γίνεται;
- «Τίποτε δεν γίνεται. Εν τζιαι θέλαμεν εμείς να μας πουν επέθανε, ετέλειωσε. Πιάστε τους ανθρώπους σας να τους θάψετε και ανακουφιστείτε. Εν τζιαι μόνο οι δικοί μας που τους πυροβόλησαν τζιαι βρέθησαν. Έχει ανθρώπους που τους επήραν στην Τουρκία αιχμάλωτους τζιαι εν τους εξαναείδε κανένας. Η γειτόνισσά μου έσιει επιστολή που της έστειλεν ο άνδρας της που τον είχαν στο Πέλλα-Πάις τζιαι μετά εν τον είδε κανένας. Τι έγινε τούτος ο άνθρωπος; Εν θα μάθει τούτη η γυναίκα τι έγινε ο άνδρας της; Τζιαι που την άλλη, καλά οι μεγάλοι, μες στους αγνοούμενους έχουμε τζιαι μωρά. Τι εγίναν τζιείνα τα μωρά, εν να μάθουμε ποτέ, οξά εν να έβρουμε μόνο όσα λείψανα έβρουμε τζιαι ετέλειωσε;» Η κυρία Χαρίτα συνέχισε να μιλά. Τα λόγια της καρφώνονταν σαν πρόκες πάνω στην ψυχή μου. Δεν είχα απαντήσεις να της δώσω. Μόνο η ψυχή μου μάλλον κατανοούσε τα πάντα γιατί ένιωσα ξαφνικά ένα σφίξιμο να μου κόβει την ανάσα.
Την άκουγα να μιλά και για κάποιο λόγο άρχισα να νιώθω ενοχές γιατί ως δημοσιογράφος απλώς γυρίζω σελίδα στην εφημερίδα όταν πέσω πάνω σε είδηση που αφορά την κηδεία κάποιου νεκρού της τουρκικής εισβολής. Ένιωσα ως επαγγελματίας ενοχές γιατί ακόμα και οι συνάδελφοι στα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης έφθασαν πλέον στο σημείο να προβάλλουν ρεπορτάζ για τις κηδείες των ανθρώπων αυτών στα «πακέτα μικρών ειδήσεων» στα δελτία τους.
Η κ. Χαρίτα όμως μιλούσε ασταμάτητα και τα λόγια της στη συνέχεια με έκαναν να νιώσω ενοχές και ως πολίτης. Άστραψε και βρόντηξε στην κυριολεξία όταν άρχισε να αναφέρεται στην παρουσία κυβερνητικών αξιωματούχων στις κηδείες.
- «Είναι φοβερό τούτον που κάμνουν. Είναι απαράδεκτο. Κανονικά δεν θα έπρεπε να επιτρέπουμε σε κανέναν τους να έρκεται στις κηδείες. Έρκουνται, στέκουνται τζιαμαί και λέσιν τα δικά τους. Ο καθένας να περάσει τη δική του γραμμή για το Κυπριακό. Κανένας τους δεν μιλά για τούτους τους ανθρώπους. Κανένας τους εν λέει θκυο κουβέντες για την ιστορία των ανθρώπων. Εμείς κάμνουμε κηδεία τα λείψανα που μας εδώσαν τόσα χρόνια μετά, τζιαι τούτοι μιλούν μας για τες διαπραγματεύσεις τους. Εμείς θέλουμε να καταδικαστούν όσοι εσκοτώσαν τους δικούς μας, δεν γίνεται να μας λέσιν στην κηδεία να δώσουμε συγχωροχάρτι στην Τουρκία. Είναι απαράδεκτα τούτα τα πράγματα, μας εξευτελίζουν εντελώς. Πού είναι ο Παλληκαρίδης, πού είναι ο Δημητρίου που εκρεμαστήκαν στην αγχόνη; Δεν θέλω να θωρώ κανέναν τους στις κηδείες, δεν θέλω να ακούω κανέναν τους».
Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με το δικό της. Χαμήλωσα τα μάτια και για μερικά δευτερόλεπτα συγκράτησα τα δάκρυα μου. Δεν είχα τι να της πω και έτσι προτίμησα να στραφώ προς την αδελφή της.
40 χρόνια πόνου θάβονται μαζί με ένα κουτί με οστά;
«ΑΛΛΟΣένας ήρωας του 1974 κηδεύτηκε σήμερα από τον ιερό ναό...». Φράση που τείνει να γίνει κλισέ. Κάθε Σαββατοκυρίακο κάποιοι άνθρωποι οδηγούν με καθυστέρηση 36 χρόνων, τον πατέρα, το γιο, τον αδελφό, τη μάνα, το παιδί τους, στην τελευταία του κατοικία. Οι ταυτοποιήσεις των λειψάνων των αγνοουμένων συνεχίζονται. Η παράδοση λειψάνων στους συγγενείς, δυστυχώς, άρχισε να γίνεται «ζήτημα ρουτίνας». Δύο ή τρεις κηδείες τελούνται κάθε βδομάδα. Στις ειδήσεις πλέον, περνούν στα ψιλά γράμματα. Στις εφημερίδες, η αγγελία για την κηδεία, δυστυχώς, παίρνει περισσότερο χώρο από την «είδηση» για το γεγονός. Εκείνες οι μαυροφορεμένες γυναίκες με τις φωτογραφίες στα χέρια που ξημεροβραδιάζονταν στα οδοφράγματα κάνοντας τον δικό τους αγώνα, οι συγγενείς που έκαναν υπομονή, που έπνιγαν τον πόνο τους περιμένοντας κάποιο νέο τού ανθρώπου που έχασαν το μαύρο καλοκαίρι του ’74, παίρνουν απλώς ένα κουτί με λείψανα. Κηδεύουν και τιμούν τους ανθρώπους τους. Ανακούφιση για τους συγγενείς, λένε αρμόδιοι και αναρμόδιοι. Ξαλαφρώνουν οι ψυχές, προσθέτουν. Αλήθεια, ξαλαφρώνουν; Μόνο εκείνοι ξέρουν. Οι υπόλοιποι, αν όχι όλοι οι περισσότεροι, απλώς προσπερνάμε το γεγονός. Όσο για την ειδησεογραφία καταλήγει πάντα με απόσπασμα της ομιλίας του εκάστοτε κυβερνητικού αξιωματούχου που είναι παρών στην κηδεία. Η ουσία όμως είναι ότι η Κύπρος, 36 χρόνια μετά, συνεχίζει να θάβει τους νεκρούς της...
«Τα παιθκιά μας ήταν μεγάλα, αθυμούνται είντα που εγίνικε μπροστά στα μάθκια τους»
- «ΤΑ ΠΑΙΘΚΙΑ ΜΑΣήταν μεγάλα, αθυμούνται είντα που εγίνικεν μπροστά στα μάθκια τους. Εν τζιαι ξηχάνουν επειδή έκαμαμεν την κηδεία του παπά τους», άκουσα την κυρία Γαννούλα να λέει ακούγοντας το ξέσπασμα της αδελφής της.
- Πόσων χρόνων ήταν τα παιδιά σας τότε;
- «Ήταν μεγάλα, ήταν 10, 8 και 7 χρονών. Τόσα χρόνια εν εσταματήσαν ούτε λεπτό να σκέφουνται το τι έγινε. Επήραν μας τζιαμαί στες ελιές τζιαι εβάλαν μας να περπατούμε θκυο-θκυο. Εγώ εκρατούσα τον γιο μου τζιαι την μια μου την κόρη, τζιαι ο άνδρας μου ήταν πίσω μου με την άλλη μας κόρη. Εβαστούσαν όπλα τζιαι εσημαθκιάζαν μας. Επυροβολούσαν στον αέρα τζιαι εμείς επερπατούσαμεν. Σε κάποια στιγμή εμίλησα του άνδρα μου τζιαι εν μου απάντησε. Εγύρισα πίσω να τον δω, να τον έβρω... Ένας Τούρκος ετράβαν το σιέρι του μωρού μου που ήταν γαντζωμένο πάνω στο σιέρι του παπά του. Ο άνδρας μου επάλεφκε να κρατήσει το μωρό. Μόλις έπιασεν όμως το σιέρι της κόρης μας, επαίξαν τον. Ήμουν τζιαμαι, τζιαι εγώ τζιαι τα μωρά μας. Εβλέπαμεν. Είδα τον άνδρα μου να πέφτει χαμαί. Επροσπάθησα να πάω κοντά του. Εκουντούσαν με. Εφώναζα τζιαι εγύρισα τζιαι είδα μετά τζιαι τα μωρά μου χαμαί. Ήταν ούλλοι μπρούμουτα. Είδα τους τζιαι τους τέσσερις πεσμένους χαμαί μπροστά μου. Εφώναζα του Τούρκου να με παίξει τζιαι εμένα. Τελικά, εν εκατάλαβα τι έγινε. Εδώσαν μου τα μωρά μου αλλά τον άνδρα μου εν με αφήσαν να τον δώ...» Η κ. Γιαννούλα σκούπισε τα δάκρυά της, με κοίταξε και συνέχισε: - «Νομίζεις επειδή εβρεθήκαν τα λείψανα του άνδρα μου τζιαι έγινε η κηδεία, τα παιθκιά μου εξηχάσαν τι εζήσαν;»
- Πώς το αντιμετώπισαν όταν έγινε η ταυτοποίηση;
- «Η κόρη μου η μεγάλη επήε σε ψυχολόγο για να ρωτήσει αν έπρεπε να πάει να δει τα λείψανα του παπά της. Τελικά επήε, το ίδιο τζιαι ο γιος μου. Η άλλη μου η κόρη όμως αρνήθηκε. “Εμένα το σιέρι του παπά μου εν πάνω στο σιέρι μου τζιαι βαστά το”, είπεν μας. Η κόρη μου, έχει κόρη που σπουδάζει σήμερα, όμως ακόμα νιώθει το σιέρι του παπά της να την κρατά».
Δεν άντεξα. Οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει. Η ψυχή μου υπερίσχυσε και άφησα τα δάκρυα, που για αρκετή ώρα προσπαθούσα να συγκρατήσω, να κυλήσουν.
«Άλλος ένας ήρωας του 1974 κηδεύτηκε σήμερα από τον ιερό ναό...». Φράση που τείνει να γίνει κλισέ. Κάθε Σαββατοκυρίακο, κάποιοι άνθρωποι οδηγούν με καθυστέρηση 36 χρόνων, τον πατέρα, τον γιο, τον αδελφό, τη μάνα, το παιδί τους, στην τελευταία του κατοικία.
Οι ταυτοποιήσεις των λειψάνων των αγνοουμένων συνεχίζονται. Η παράδοση λειψάνων στους συγγενείς, δυστυχώς, άρχισε να γίνεται «ζήτημα ρουτίνας». Δυο ή τρεις κηδείες τελούνται κάθε εβδομάδα. Στις ειδήσεις πλέον περνούν στα ψιλά γράμματα. Στις εφημερίδες, η αγγελία για την κηδεία, δυστυχώς, παίρνει περισσότερο χώρο από την «είδηση» για το γεγονός. Εκείνες οι μαυροφορεμένες γυναίκες με τις φωτογραφίες στα χέρια που ξημεροβραδιάζονταν στα οδοφράγματα κάνοντας τον δικό τους αγώνα, οι συγγενείς που έκαναν υπομονή, που έπνιγαν τον πόνο τους περιμένοντας κάποιο νέο του ανθρώπου που έχασαν το μαύρο καλοκαίρι του ’74, παίρνουν απλώς ένα κουτί με λείψανα. Κηδεύουν και τιμούν τους ανθρώπους τους. Ανακούφιση για τους συγγενείς, λένε αρμόδιοι και αναρμόδιοι. Ξαλαφρώνουν οι ψυχές, προσθέτουν. Αλήθεια, ξαλαφρώνουν; Μόνο εκείνοι ξέρουν. Οι υπόλοιποι, αν όχι όλοι οι περισσότεροι, απλώς προσπερνάμε το γεγονός.
Όσο για την ειδησεογραφία, καταλήγει πάντα με απόσπασμα της ομιλίας του εκάστοτε κυβερνητικού αξιωματούχου που είναι παρών στην κηδεία. Η ουσία όμως είναι ότι η Κύπρος, 36 χρόνια μετά, συνεχίζει να θάβει τους νεκρούς της.
ΔΕΝ ΗΜΟΥΝη μόνη που δεν άντεξα και δάκρυσα ακούγοντας την κ. Γιαννούλα. Κοίταξα ασυναίσθητα το συνάδελφο φωτογράφο Ανδρέα Λαζάρου και είδα ότι και τα δικά του μάτια ήταν βουρκωμένα. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και γνωρίζοντας τον άνθρωπο κατάλαβα ότι ο θυμός είχε ξεχειλίσει μέσα του. Ήξερα ότι είναι ευαίσθητος σε τέτοια ζητήματα, δεν ήξερα όμως το λόγο. Τον έμαθα εκείνη τη στιγμή. Συγκράτησε τα δάκρυά του, κοίταξε τις δύο γυναίκες και είπε: - «Και εμένα ο παππούς μου χάθηκε στη Γύψου. Δεν ξέρουμε τι έγινε, μόνο ότι σκοτώθηκε. Έδωσε η οικογένεια δείγμα DΝΑ και περιμένουμε». Εκείνη τη στιγμή μάθαινα ότι και ο συνάδελφος περιμένει να θάψει, 36 χρόνια μετά την εισβολή, τον παππού του.
Κοίταξα τις δύο αδελφές και τον Ανδρέα και για μια στιγμή αναρωτήθηκα τι δουλειά είχα εγώ ανάμεσά τους. Αυτές τις σκέψεις μου διέκοψε ένας μονόλογος της κυρίας Χαρίτας:
- «Μα είναι δυνατόν να έχουν την απαίτηση να μου δώσουν ένα χαρτί, μετά την ταυτοποίηση, ότι ο παπάς μου, ο άνδρας μου και οι γαμπρούδες μου επεθάναν που φυσικά αίτια»;
Την παράδοση αυτού του χαρτιού στους συγγενείς των αγνοουμένων τα λείψανα των οποίων είχαν ταυτοποιηθεί την είχα ακούσει κάπου, όταν έγινε αντικείμενο συζητήσεων στην καθημερινή ειδησεογραφία. Την είχα όμως καταχωνιάσει μέσα στο μυαλό μου και εκείνη τη στιγμή απλώς την επανέφερα.
- Σας έδωσαν και εσάς ένα τέτοιο χαρτί;- «Εμάς όχι, αφού έκαμα τους ολόκληρη ιστορία. Εν εδέχουμουν να μου δώσουν ένα χαρτί που να το υπογράφει μάλιστα δικός μας ιατροδικαστής, της κυβέρνησης, και να γράφει ότι ο ιατροδικαστής ήταν τζιαμαί την ώρα του θανάτου και ο θάνατος επήλθε από φυσικά αίτια... Μα γίνουνται τούτα τα πράγματα; Ποιος ιατροδικαστής ήταν τζιαμαί τζιαι ποια φυσικά αίτια; Η σφαίρα που ήβραν πάνω στον άνδρα μου εν φυσικά αίτια; Εν δολοφονία, εκτέλεση εν ψυχρώ. Εγώ έκαμά τους ιστορία τζιαι μετά που εμένα αλλάξαν την παράγραφο σε τζιείνο το χαρτί τζιαι εκαλέσαν όσους τους εδώσαν τους δικούς τους πριν που εμάς τζιαι αλλάξαν τους και τζιείνους το χαρτί που είχασιν». Μετά από αυτό, ένιωσα ότι το κάθε λεπτό μαζί με τις δύο γυναίκες ήταν από μόνο του ένα χαστούκι σε όλους εμάς που απλώς παρακολουθούμε απαθείς τις σχετικές ειδήσεις.
Η διαδικασία εκταφών και ταυτοποιήσεων, οι κηδείες που τελούνται το τελευταίο διάστημα κάθε Σαββατοκυρίακο η μια μετά την άλλη, δεν απαλύνουν τον πόνο των συγγενών. Από ό,τι διαπίστωσα από τις δύο αδελφές μάλλον μεγαλώνουν την οργή τους. Μάζεψα κασετόφωνα, κινητά κ.λπ. και σηκώθηκα να φύγω. Ευχαρίστησα τις δύο γυναίκες και απολογήθηκα που τις είχα αναστατώσει πρωί-πρωί.
- «Εν μας αναστάτωσες κόρη μου. Εμάς εν ούλλη μας η ζωή που πάει έτσι. Τζιαι μόνες μας άμα είμαστε τούτα συζητούμε. Εν τζιαι να μας φκάλουν την ψυσιή μας οι πολιτικοί. Λαλούν μας τωρά για το περιουσιακό, άμα τα μωρά ήταν κάτω που τόσων χρονών εν δικαιούνται περιουσία. Μα περιπαίζουν μας; Τα παιθκιά μας που είδαν τους πατεράες τους να τους πυροβολούν αλλά ήταν κάτω που δέκα χρονών, να τα χάσουν ούλλα; Γιατί το άλλο; Να κυβερνούμε με τη σειρά με τους Τούρκους με εκ περιτροπής προεδρίες; Εν τζιαι να δεκτούμε, τζιαι καλώ τον κόσμο επιτέλους να αρχίσει να φωνάζει. Εν τζιαι να μας ξηκάμουν την ψυσιή μας τούτοι. Η ψυσιή μου εν να είναι η ίδια τζιαι θα φωνάζω ώσπου να κλείσουν τα μάθκια μου».
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ