Φίλες και Φίλοι σήμερα θα σας παρουσιάσω έναν διπλό συμπατριώτη, γιατί διπλό θα αναρωτηθεί κάποιος; γιατί ο Λευκάδιος ήταν Έλληνας Ιρλανδός και Ιάπωνας!!!!! και θα συνεχίσει ο καλόπιστος αναγνώστης και από που ως που εσύ Επικούρειε Πέπο είσαι Ιάπωνας; αυτή η απορία θα σας λυθεί αμέσως μόλις διαβάσετε το καταπληκτικό βιβλίο του ΧΑΡΟΥΚΙ ΜΟΥΡΑΚΑΜΙ με τίτλο ''Το Νορβηγικό Δάσος'' και θα συνεχίσει ο αναγνώστης, και που κολλάει το βιβλίο με την Γιαπωνέζικη καταγωγή σας Επικούρειε Πέπο; Αγαπητή Κέλλυ οφείλω να σας ενημερώσω πως στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν Ιαπωνέζος και είχα το όνομα Πεπέ!!!!!! Ακριβώς αυτό αναφέρει τι βιβλίο και επειδή ο φίλος μου ο Παπαγιώργης είναι καχύποπτος και θ' αρχίσει να ρωτάει πως και τι! θα σας διηγηθώ την πιο κάτω ιστορία η οποία ήρθε στο φως χάρη στον ερχομό σ' αυτόν το κόσμο ενός κοριτσιού, σας μιλάω για την Κοντεσίνα Ηρώ. Ω!!!!!!! του θαύματος η Κοντεσίνα με το που μπόρεσε να πει τις πρώτες λεξούλες άρχισε να με αποκαλεί -και συνεχίζει- Πεπέ!!!!! και επειδή οι σοφοί προγονοί μας έλεγαν ''αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις'' άρχισα κι εγώ να ψάχνω το γιατί, χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια για να μάθω το γιατί. Στη σελίδα 114 λοιπόν του βιβλίου ''Το Νορβηγικό Δάσος'' εκεί βρήκα την απάντηση στο γιατί η Κοντεσίνα Ηρώ με αποκάλεσε από την πρώτη στιγμή Πεπέ, εκεί σ' αυτή τη σελίδα ξεκινάει η λύση του μυστηρίου χάρη λοιπό στην Κοντεσίνα Ηρώ και κατόπιν στον συγγραφέα Χαρούκι Μουρακάμι βρήκα τις ρίζες της προηγούμενης ζωής μου, τότε κατάλαβα κάτι που με απασχολούσε χρόνια, συνήθως όλος ο κόσμος όταν διαβάζει μια εφημερίδα, η ένα βιβλίο ξεκινούν από την πρώτη σελίδα, σωστά; Εγώ ξεκίναγα πάντα από την τελευταία σελίδα!!!!!!!!!!! αυτό το κάνουν μόνο οι Ιάπωνες έτσι σιγά σιγά άρχισαν να μου λύνονται πολλές απορίες σε σχέση με κάποιες συμπεριφορές και προτιμήσεις. Και βέβαια να μη ξεχνάμε και την κορυφαία στιγμή της επίσκεψης μου στην Ιαπωνία τότε που γνώρισα τη Νεραϊδοφεγγαρολουσμένη Μούσα Μiyoko san και τον καρπό αυτής της ανεπανάληπτης σχέσης την λατρευτή μας Θάλασσα. Να γιατί σας μίλησα στην αρχή για το διπλός συμπατριώτης με τον Λευκάδιο Χέρν. Εις ό,τι με αφορά εννοείται πως πιστεύω απόλυτα την πρώτη ιστορία που αφηγείται ο Λευκάδιος, άλλωστε μια τέτοια συγκλονιστική ιστορία έζησα κι εγώ ένα βράδυ που έμεινα κλεισμένος στο Μουσείο της Ακρόπολης και σίγουρα κάποια στιγμή θα σας την παρουσιάσω, απλά επειδή είναι αρκετά μεγάλη και για να τη γράψω θα περάσει χρόνος περιμένω την Περσεφόνη-Δήμητρα να έρθει από την Κέρκυρα ώστε να ξεκινήσουμε την πληκτρολόγηση της.Παρακαλώ απολαύστε τώρα τον Λευκάδιο Χέρν. Σας χαιρετώ ohayo anone! και εύχομαι καλή δύναμη και καλή διαπραγμάτευση στον Αλέξη γιατί απέναντί του θα έχει σκυλιά λυσσασμένα, με σεβασμό και εκτίμηση ο Επικούρειος Πέπος-Πεπέ-Fuji Tomo Kazu-Poof o Eλληνοϊαπωνέζος.
Είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα από το έργο του Λευκάδιου Χερν. Η ιστορία φέρει τον τίτλο το κορίτσι του πορτραίτου και ανήκει στα κείμενα που έγραψε ο Χερν στην Ιαπωνία κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του. Στα κείμενά του αυτά ο Λευκάδιος Χερν διασώζει τον απόηχο του Βουδισμού στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων της Ιαπωνίας.
Στο κορίτσι του πορτραίτου ένας σπουδαστής που κατοικεί στο Κυότο, στην ιστορική πρωτεύουσα της Ιαπωνίας και κέντρο του Βουδισμού, ερωτεύεται το ζωγραφισμένο πρόσωπο μίας νεαρής κοπέλας.
Suzuki Harunobu, Καλλονή που επισκέπτεται ένα ναό μία βροχερή νύχτα. Περίοδος Έντο, 18ος αιώνας. Εθνικό Μουσείο του Τόκυο.Ο Λευκάδιος Χερν επινοεί έναν γέρο Ιάπωνα αφηγητή, δια της "φωνής" του οποίου ακούμε την ιστορία για το κορίτσι του πορτραίτου. Από την εισαγωγή της ιστορίας μαθαίνουμε ότι στα κινέζικα και ιαπωνικά βιβλία υπάρχουν ιστορίες για θαυμάσιους πίνακες που μαγεύουν όσους τους κοιτάζουν....Πρόκειται για εξαίσιες ζωγραφιές λουλουδιών, πουλιών ή ανθρώπων από πινέλο φημισμένων καλλιτεχνών...Σύμφωνα με την παράδοση οι απεικονιζόμενες μορφές βγαίνουν κάποιες φορές από το χαρτί ή το μεταξωτό όπου είναι ζωγραφισμένες, ζωντανεύουν, αρχίζουν να κινούνται και προβαίνουν σε πράξεις...Μετά από αυτή την εισαγωγή, ο γέρο Ιάπωνας αφηγητής αρχίζει να διηγείται την ιστορία ενός τέτοιου φημισμένου πορτραίτου.
Ένας νεαρός σπουδαστής με το όνομα Τοκκέι, που ζούσε στο Κυότο, ένα βράδυ καθώς επέστρεφε στο σπίτι του, είδε στη βιτρίνα ενός παλαιοπωλείου ένα παλιό απλό χάρτινο χώρισμα όπου επάνω του ήταν ζωγραφισμένο το ολόσωμο πορτραίτο μίας νεαρής κοπέλας. Επειδή ο παλαιοπώλης δε ζητούσε κανένα σπουδαίο ποσό, ο Τοκκέι αγόρασε τον πίνακα και επέστρεψε στο σπίτι του.
Διαβάζουμε από την ιστορία του Χερν: "...Στη μοναξιά του στενού δωματίου του, ξανακοίταξε προσεκτικά το χώρισμα. Το πορτραίτο του φάνηκε ακόμη πιο γοητευτικό...Ο Τοκκέι πείστηκε πως το άγνωστο μοντέλο υπήρξε αληθινά τόσο όμορφο, όσο η εικόνα του στο χαρτί, μια κι εκείνη η εικόνα έμοιαζε ζωντανή έτοιμη ν' απαντήσει σ' όποιον της μιλούσε. Όσο κοιτούσε με πάθος την όμορφη εικόνα, ο Τοκκέι άρχισε σιγά σιγά να μαγεύεται, να κατακτιέται από τη γοητεία που ανέδυε εκείνο το κομμάτι ζωγραφισμένου χαρτιού.
-Υπήρξε άραγε πραγματικά τόσο θελκτικό πλάσμα; ψιθύριζε συνεχώς. Αχ! θα' δινα ευχαρίστως και τη ζωή μου, ακόμη και χίλια χρόνια ζωής αν τα διέθετα, να την κρατήσω έστω και μερικές στιγμές στην αγκαλιά μου. Έτσι έγινε κι ο Τοκκέι ερωτεύτηκε το πορτραίτο. Το ερωτεύτηκε τόσο πολύ που κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε ποτέ ν' αγαπήσει γυναίκα άλλη από την άγνωστη που απεικονιζόταν στο χώρισμα...Κάθε μέρα το πάθος του τον κατακτούσε. Δεν έτρωγε καθόλου, δεν μπορούσε πια να κοιμηθεί. Το μυαλό του αρνούνταν να καταβάλλει την οποιαδήποτε προσοχή στις σπουδές, που παλιότερα του ήταν τόσο αγαπητές. Περνούσε ώρες ολόκληρες μπροστά στο πορτραίτο...".
...Ο Τοκκέι, λοιπόν, μας λέει ο αφηγητής, έπεσε άρρωστος από έρωτα. Ευτυχώς, όμως, είχε φίλο έναν γέρο σοφό, ο οποίος, όταν έμαθε για την ασθένεια του Τοκκέι, τον επισκέφθηκε στο σπίτι του. Ο "αξιοσέβαστος εκείνος γέρος" αντίκρισε το χώρισμα με το πορτραίτο και κατάλαβα αμέσως τι συνέβη, γιατί γνώριζε για αυτές τις μαγικές ζωγραφιές. Έτσι, συμβούλευσε τον Τοκκέι να ακολουθήσει μία παραδοσιακή τελετουργία για να ζωντανέψει την κοπέλα του πορτραίτου και να την βγάλει από το ζωγραφισμένο χαρτί. Του είπε να της δώσει ένα όνομα και κάθε μέρα να στέκεται μπροστά στον πίνακα, να σκέφτεται μόνο αυτήν τη γυναίκα-πράγμα που δεν ήταν καθόλου δύσκολο για τον Τοκκέι, γιατί έτσι και αλλιώς μόνο αυτήν σκεφτόταν συνεχώς μέρα και νύχτα-και να την αποκαλεί με το όνομά της μέχρι να του απαντήσει. Όταν η κοπέλα του απαντήσει, τότε να της προσφέρει μία κούπα κρασί που θα αγοράσει από διαφορετικούς εμπόρους και αυτή θα κατέβει από τον πίνακα και θα δεχτεί να πιει το κρασί...Πράγματι, ο Τοκκέι ακολούθησε τις συμβουλές του γέρου φίλου του, αλλά ο Ιάπωνας αφηγητής ξέχασε να μας πει το όνομα που έδωσε στην κοπέλα. Πάντως, κάποια στιγμή ένα βράδυ, επιτέλους, το κορίτσι του πορτραίτου απάντησε στο κάλεσμα του ονόματός της από τον ερωτευμένο Τοκκέι. Και όταν ο Τοκκέι της πρόσφερε την κούπα με το κρασί, εκείνη κατέβηκε με χάρη από το χαρτί, περπάτησε στις ψάθες που κάλυπταν το πάτωμα του δωματίου και γονάτισε μπροστά του για να πάρει την κούπα. Στη συνέχεια, του χαμογέλασε και τον ρώτησε:
Διαβάζουμε κατά λέξη από την ιστορία του Λευκάδιου Χερν.
"- Πώς μπορείτε να μ' αγαπάτε τόσο; Σ' αυτό το σημείο ο Ιάπωνας αφηγητής προσθέτει: Ήταν πολύ ομορφότερη απ' το πορτραίτο της. Ήταν όμορφη ως την άκρη των νυχιών της. Όμορφη επίσης στο χαρακτήρα και την καρδιά, πιο όμορφη από όλες τις γυναίκες του κόσμου. Δεν μας λέει όμως τι απάντησε ο Τοκκέι. Έτσι την απάντηση οφείλουμε να τη φανταστούμε εμείς οι ίδιοι.
-Δεν θα με βαρεθεί τε όμως κάποτε; ρώτησε η νεαρή κοπέλα.
-Ποτέ όσο ζω! διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
-Ύστερα όμως; επέμεινε εκείνη. Η Ιαπωνίδα δεν αρκείται σε έρωτα που κρατάει μόνο μία ζωή.
-Ας υποσχεθούμε ο ένας στον άλλο έρωτα που θα κρατήσει εφτά ζωές, την παρακάλεσε ο Τοκκέι.
-Αν ποτέ γίνεται κακός μαζί μου, θα ξαναγυρίσω στον πίνακα. Και γελούσε με γοητευτικό νάζι.
Υποσχέθηκαν λοιπόν ο ένας στον άλλο εφτά ζωές και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως ο Τοκκέι υπήρξε θαυμάσιος σύζυγος, γιατί η γυναίκα του δεν γύρισε ποτέ στον πίνακά της. Η θέση που είχε κάποτε σ' αυτόν έμεινε για πάντα κενή.
Και καταλήγει ο Ιάπωνας αφηγητής:
Πόσο σπάνια όμως συμβαίνουν παρόμοια πράγματα στο δικό μας κόσμο!".
Έτσι, τελειώνει αυτή η μαγευτική ιστορία του Λευκάδιου Χερν, μία ιστορία της Ιαπωνικής παράδοσης από τη γραφίδα ενός Δυτικού που γοητεύτηκε από την Ιαπωνία και την παράδοσή της.
Ο συγγραφέας Πάτρικ Λευκάδιος Χερν συμπεριλαμβάνεται στον αρκετά μακρύ κατάλογο των Δυτικών που, "διωγμένοι" από τον ορθολογισμό του ευρωπαϊκού πολιτισμού και έχοντας κουρασθεί από τη μάλλον ανιαρή σταδιοδρομία τους, αναζήτησαν τα χαμένα όνειρα και τη νοηματοδότηση της ζωής τους στη μακρινή μυστηριώδη και άγνωστη Ανατολή. Ο Λευκάδιος περιπλανήθηκε από τα νησιά του Ιονίου πελάγους όπου ξεκίνησε η ζωή του στην Ιρλανδία, τη Γαλλία, την Αγγλία, τις ΗΠΑ, τη Μαρτινίκα για να φθάσει έως την Ιαπωνία όπου έζησε τα δεκατέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ασπαστεί το Βουδισμό και λαμβάνοντας την ιαπωνική υπηκοότητα και το ιαπωνικό όνομα Γιάκομο Κοϊζούμι. Η μετάλλαξη του Χερν σε Δυτικό Ιάπωνα ήταν η κατάληξη μίας επώδυνης διαδρομής που ξεκίνησε από την Ανατολική Μεσόγειο για να πάει στη Δύση έως την Αμερική και να επιστέψει στα ανατολικά, στο απώτατο σημείο της μακρινής Ανατολής, την Ιαπωνία.
Η Δύση γνώρισε την Ιαπωνία και τον πολιτισμό της μέσα από το βλέμμα ενός Δυτικού, ενός δικού της, αλλά και η Ιαπωνία γνώρισε τον εαυτό της μέσα από το βλέμμα ενός ξένου που την είχε αγαπήσει, ενός Δυτικού, του Λευκάδιου Χερν.Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε από Ιρλανδό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα το 1850 στη Λευκάδα από όπου φαίνεται ότι έλαβε το όνομα Λευκάδιος. Ο πατέρας του, Κάρολος Χερν, βρέθηκε τυχαία στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, γιατί υπηρετούσε ως αξιωματικός του βρετανικού στρατού. Ήταν στρατιωτικός χειρουργός του βρετανικού σώματος στρατού από το Δουβλίνο στα Επτάνησα. Εκεί, λοιπόν, γνώρισε τη Ρόζα Κασιμάτη, κόρη ευγενούς οικογένειας από τα Κύθηρα (ανήκουν στα Επτάνησα), την οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, αλλά γρήγορα αναγκάστηκε να την αφήσει μόνη μ' ένα μικρό παιδί στο πατρικό της σπίτι στα Κύθηρα, γιατί πήρε μετάθεση σε μία μακρινότερη βρετανική αποικία, τις Ινδίες. Ο Λευκάδιος ήταν, επομένως, ο καρπός ερωτικού ενθουσιασμού, ενός αιφνίδιου έρωτα δύο μάλλον αταίριαστων πολιτισμικά ανθρώπων που οι συνθήκες χώρισαν νωρίς.
Δύο χρόνια μετά την αναχώρηση του Ιρλανδού αξιωματικού για την Ανατολή, ο Λευκάδιος και η μητέρα του έφυγαν από τα Ιόνια νησιά για τη Δύση, για να ταξιδέψουν στο νησί της καταγωγής του πατέρα του, την Ιρλανδία. Ένα ταξίδι πραγματικά δύσκολο και μακρινό για μια νεαρή κοπέλα και το παιδί της στα μέσα του 19ου αιώνα! Πέρασαν πρώτα από το Παρίσι όπου ζούσε ο αδελφός του πατέρα, ο οποίος ήταν ζωγράφος. Ο θείος του Λευκάδιου τους συνόδεψε από το Παρίσι έως το Δουβλίνο.
Το Δουβλίνο, όμως, δεν έγινε ποτέ το τέλος της διαδρομής τόσο της νεαρής Ρόζας όσο και του παιδιού της. Η Ρόζα, η μητέρα του Λευκάδιου, δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί στο σκοτεινό και υγρό Δουβλίνο, αισθανόταν ξένη και φαίνεται ότι δεν έγινε θερμά αποδεκτή από τους συγγενείς του άνδρα της. Το μόνο συγγενικό πρόσωπο που έδειξε συμπάθεια απέναντι στη νεαρή Ελληνίδα από το Ιόνιο ήταν η Σάρα Μπρέναν, μια θεία του Λευκάδιου, στο σπίτι της οποίας βρήκαν καταφύγιο η μητέρα με το παιδί της. Η κατάσταση στην Ιρλανδία για τη μητέρα του Λευκάδιου δε βελτιώθηκε ακόμα και όταν γύρισε ο άνδρα της από τις Ινδίες. Ο έρωτας του Ιρλανδού αξιωματικού σύντομα εξαφανίστηκε και η σχέσεις του ζευγαριού έγιναν ψυχρές. Η Ρόζα, έγκυος στον τρίτο γιο τους (ο πρώτος είχε πεθάνει στα Επτάνησα όταν ήταν βρέφος, ο δεύτερος ήταν ο Λευκάδιος) και με διαταραγμένο το νευρικό της σύστημα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στα Επτάνησα, ενώ ο άλλοτε αγαπημένος της σύζυγος βρήκε νομικό τρόπο να ακυρώσει το γάμο τους. Ο μικρός Λευκάδιος έμεινε στην Ιρλανδία.
Ο Λευκάδιος Χερν πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια μακριά από τη μητρική αγάπη και στοργή και χωρίς το ενδιαφέρον του πατέρα, βιώνοντας απέραντη μοναξιά και ζώντας απομονωμένος στο σπίτι της φανατικά καθολικής άτεκνης θείας του Σάρας Μπρέναν, η οποία είχε αναλάβει την κηδεμονία του. Σχεδίαζε να αναθρέψει τον ανεψιό της σύμφωνα με τις αρχές του Καθολικισμού και να του κληροδοτήσει την περιουσία της. Δεν του πρόσφερε, όμως, την αγάπη που εκείνος πάντα λαχταρούσε. Ο Λευκάδιος μεγάλωσε στο καταθλιπτικό μεγάλο σπίτι της θείας του. Ο ίδιος σημειώνει ότι κανένας σ' εκείνο το αυστηρό σπίτι και τη βαριά ατμόσφαιρα δεν τον φώναζε με το όνομά του, όλοι τον αποκαλούσαν "το Παιδί". Ήταν, λοιπόν, ένα παιδί χωρίς όνομα, φοβισμένο και μόνο. Τα βράδια τρόμαζε στο σκοτεινό και γεμάτο σκιες δωμάτιό του, φοβόταν και φώναζε...Στην αρχή μια υπηρέτρια έτρεχε να δει τι συμβαίνει, αργότερα δόθηκε εντολή κανείς να μην ενδιαφέρεται για το τρομαγμένο παιδί...Κανείς δεν έτρεχε να τον σφίγξει στην αγκαλιά του και να απομακρύνει το φόβο του. "Ο φόβος μου έσφιγγε την καρδιά", γράφει αργότερα σ΄ένα κείμενό του, όταν θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Ιρλανδία.
Όταν ο Λευκάδιος έφθασε στη σχολική ηλικία, η θεία του προσέλαβε δάσκαλο για να του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Ήταν έξυπνος μαθητής και μάθαινε γρήγορα. Η βιβλιοθήκη του σπιτιού έγινε το καταφύγιό του, τα βιβλία ανακούφιζαν τη μοναξιά του... κόσμοι πολλοί και διαφορετικοί ανοίγονταν στα μάτια του παιδιού. Η καταθλιπτική ατμόσφαιρα του σπιτιού έγινε ελαφρότερη.
Η θεία Σάρα Μπρέναν, όμως, άρχισε να δείχνει την εύνοιά της σε κάποιον άλλο συγγενικό πρόσωπο, ένα μακρινό συγγενή του άνδρα της στον οποίο ανέθεσε τη διαχείριση της περιουσίας. Ο Λευκάδιος είχε αρχίσει να την απογοητεύει. Την ενοχλούσε ότι διάβαζε πολλά βιβλία και πίστευε ότι δε θα γινόταν καλός Καθολικός. Ο διαχειριστής της περιουσίας της τον έστειλε στην ιερατική Σχολή του Γαλλικού Κολλεγίου του Υβενό στη Ρουέν. Εκεί έμαθε καλά τη γαλλική γλώσσα. Στη συνέχεια τον έστειλαν να συνεχίσει τις σπουδές του σ' ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο στην πόλη Ουσό της Αγγλίας. Εκεί έδειξε πολύ καλές επιδόσεις στη γλώσσα και την έκθεση. Άρχισε να αποκτά αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Δυστυχώς, όμως, έπαθε κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού ατύχημα, με αποτέλεσμα να χάσει οριστικά το ένα μάτι του. Εκτός από αυτή την ατυχία, η ζωή του άλλαξε οριστικά και από ένα άλλο σημαντικό συμβάν. Η θεία του έχασε σχεδόν όλη την περιουσία της, γιατί χρεωκόπησε ο ευνοούμενος διαχειριστής της. Ο Λευκάδιος βρέθηκε να ζει πάμφτωχος στο Λονδίνο. Τελικά, ο διαχειριστής της περιουσίας της θείας, μόλις ανάκαμψε οικονομικά, του έδωσε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη...
Ο νεαρός Λευκάδιος, μόνος και δυστυχισμένος, ταξίδεψε προς τη Δύση. Στην αρχή η ζωή του στις ΗΠΑ ήταν πολύ δύσκολη. Έζησε κάτω από άθλιες συνθήκες φτώχειας για κάποιο διάστημα στη Νέα Υόρκη, δουλεύοντας στο λιμάνι όπου τον βοηθούσαν διάφοροι Ιρλανδοί εργάτες. Στη συνέχεια έφυγε για το Σινσινάττι, όπου συνάντησε τον τυπογράφο Χ. Γουώτκιν που του πρόσφερε βοήθεια και υποστήριξη. Χάρη σ' αυτόν βρήκε εργασία σε μία εφημερίδα και κατόρθωσε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, καλύπτοντας το αστυνομικό δελτίο. Άρχισε να αποκτά τη φήμη καλού δημοσιογράφου και να αναγνωρίζεται από την τοπική κοινωνία. Σε μια εποχή που επικρατούσαν η δουλεία και φυλετικές διακρίσεις, ο Λευκάδιος έκανε υπέρβαση και συζούσε με μια νεαρή μιγάδα, την οποία φαίνεται ότι είχε παντρευτεί. Εξαιτίας αυτής της ενέργειάς του έχασε τη δουλειά του.
Κάποια στιγμή εγκατέλειψε το Σινσινάττι και εγκαταστάθηκε στην κοσμοπολίτικη Νέα Ορλεάνη όπου εργάστηκε σε διάφορα έντυπα και απέκτησε μεγάλη φήμη για τα γραπτά του. Έγινε, επίσης, γνωστός και για τις εξαιρετικές μεταφράσεις της γαλλικής λογοτεχνίας. Παρά το ότι είχε καταξιωθεί ως δημοσιογράφος, ένιωθε πάντα ανικανοποίητος και απομονωμένος. Την ίδια εποχή σε επιστολές του και σε διάφορα κείμενά του άρχισε να εκφράζει τη διάθεσή του για φυγή και μακρινά ταξίδια για να γνωρίσει άλλους πολιτισμούς.
Στη συνέχεια έφυγε από τη Νέα Ορλεάνη για τη Νέα Υόρκη και από εκεί για τις Γαλλικές Αντίλλες, τη Μαρτινίκα, όπου έζησε για δύο χρόνια, γράφοντας κείμενα και δημοσιεύοντάς τα σε περιοδικά της Νέας Υόρκης. Στην απλή νησιωτική κοινωνία της Μαρτινίκα φαίνεται ότι αισθανόταν ελεύθερος και ευτυχισμένος. Το 1890 δέχτηκε με ενδιαφέρον την πρόταση ενός αμερικανικού περιοδικού να ταξιδέψει στην Ιαπωνία και να γράψει ανταποκρίσεις από αυτή τη μυστηριώδη χώρα της Ανατολής που τότε έδειχνε ότι προσπαθούσε να "ανοίξει" προς το Δυτικό Κόσμο. Το 1890 έφυγε από το λιμάνι του Βανκούβερ για τη Γιοκαχάμα. Ταξιδεύοντας προς τα δυτικά, θα έφθανε στην Ανατολή της Ανατολής, στα νησιά της Ιαπωνίας όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα και θα ζήσει τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του.
Ήταν κόρη παλιάς οικογένειας Σαμουράι, των Κοϊζούμι. Την περίοδο αυτή η παλιά κοινωνική τάξη των Σαμουράι είχε ξεπέσει. Το όνομα της οικογένειας της γυναίκας του, Κοϊζούμι, έλαβε ο Χερν όταν του δόθηκε η ιαπωνική υπηκοότητα. Ο Λευκάδιος βρήκε στην παραδοσιακή οικογένεια της γυναίκας του την ασφάλεια, τη στοργή και τη ζεστασιά που ο ίδιος είχε στερηθεί, αφού ποτέ δε γνώρισε αληθινές οικογενειακές σχέσεις. Ο ίδιος θαύμαζε την ιαπωνική παράδοση και απαγόρευσε στη γυναίκα του να μάθει αγγλικά. "Είναι πραγματικά κόρη της παλιάς Ιαπωνίας και πρέπει πάση θυσία να παραμείνει έτσι¨, έγραψε σε επιστολή του στον Τσάμπερλαιν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκυο που τον υποστήριζε και τον βοηθούσε ως το τέλος της ζωής του. Είχε επίσης και την υποστήριξη ενός Ιάπωνα ανώτατου υπαλλήλου του Υπουργείου Παιδείας, τον οποίο γνώριζε από τις ΗΠΑ, όταν ο τελευταίος είχε επισκεφθεί τη Διεθνή Έκθεση της Νέας Ορλεάνης.
Το ταξίδι στην Ιαπωνία ήρθε στην κατάλληλη στιγμή για τη ζωή του μοναχικού Λευκάδιου. Ο κόσμος και ο πολιτισμός της άγνωστης χώρας ήταν αληθινή "αποκάλυψη" και του έδωσε το νόημα που αναζητούσε, τον προορισμό που έψαχνε. Μαγεύτηκε από τη χώρα και τους ανθρώπους της και από την πρώτη στιγμή προσέγγισε τον ιαπωνικό πολιτισμό με αγάπη, σεβασμό και κατανόηση. Η ιαπωνική παράδοση τον γοήτευσε πραγματικά και με τα κείμενά του-πολλά διηγήματα αλλά και δοκίμια- διέσωσε παλιές λαϊκές αφηγήσεις και ιστορίες της Ιαπωνίας μέσα από το βλέμμα ενός Δυτικού που όμως είχε αρνηθεί τον εκσυγχρονισμό και τον ορθολογισμό του Δυτικού πολιτισμού. Ο Χερν αποφάσισε να μείνει στην Ιαπωνία σε μία περίοδο (στην ιαπωνική ιστορία ονομάζεται περίοδος Μέιτζι) κατά την οποία η χώρα περνούσε σε φάση κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα άλλαζαν εντυπωσιακά την παραδοσιακή φεουδαρχική κοινωνική συγκρότηση και θα οδηγούσαν στον εκσυχρονισμό και την εκβιομηχάνιση...Η παραδοσιακή κλειστή Ιαπωνία στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα μεταμορφωνόταν σε ισχυρή οικονομική δύναμη και επιχειρούσε να αποκτήσει σχέσεις με τη Δύση. Η εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας άρχισε να γίνεται απαραίτητο προσόν.
Έτσι, ήταν εύκολο για τον Χερν να βρει δουλειά ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας. Για αυτό, βρήκε εύκολα θέση ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη βορειοδυτική Ιαπωνία. Μετά από την πόλη Ματσούε, εγκαταστάθηκε στην πόλη Κουμαμότο όπου εργάστηκε ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας σ' ένα μεγάλο κρατικό κολέγιο. Η πόλη, όμως, αυτή, που ήταν ένα μεγάλη σύγχρονο αστικό κέντρο, φαίνεται ότι δεν άρεσε στον Λευκάδιο που είχε μαγευτεί από την παραδοσιακή παλιά Ιαπωνία.
Το 1894 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην παραλιακή πόλη Κόμπε, στο νησί Χονσού. Εκεί τελείωσε και το δεύτερο βιβλίο του "Πέρα από την Ανατολή". Ένα χρόνο αργότερα θα τελειώσει και το τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο "Καρδιά", το υλικό του οποίου, όπως και των επόμενων, προέρχεται από ιστορίες της μεσαιωνικής Ιαπωνίας που του άρεσε να συγκεντρώνει και να καταγράφει. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το "Καϊντάν", το οποίο θεωρείται ως το καλύτερο.
Από το 1897 εγκαταστάθηκε στο Τόκυο όπου του είχε δοθεί η έδρα του καθηγητή της αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο. Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκαν οι διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο, οι οποίες θεωρούνται από τις πιο συναρπαστικές παρουσιάσεις της αγγλικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Την περίοδο του Τόκυο έγραψε και τα υπόλοιπα βιβλία του για την Ιαπωνία, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στη Δύση, γιατί υπήρχε ενδιαφέρον για τη μακρινή άγνωστη χώρα της Ανατολής που τότε άρχιζε να γίνεται μεγάλη δύναμη.
Ο Χερν είχε μεγάλη επιρροή και επίδραση στους μαθητές και τους φοιτητές του, πολλοί από τους οποίους αργότερα απέκτησαν σημαντικές θέσεις στην Ιαπωνία. Μιλούσε με αγάπη για τη χώρα τους και την παράδοσή της και τους έκανε να αισθάνονται υπερήφανοι για τον ιαπωνικό πολιτισμό. Έτσι, οι μαθητές του πάντα τον υποστήριζαν και χάρη σ' αυτούς θα αναγνωρισθεί η αξία και θα διαδοθεί η φήμη του έργου του μετά από τον ξαφνικό του θάνατο το 1904 (πέθανε από πνευμονικό οίδημα).
Είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα από το έργο του Λευκάδιου Χερν. Η ιστορία φέρει τον τίτλο το κορίτσι του πορτραίτου και ανήκει στα κείμενα που έγραψε ο Χερν στην Ιαπωνία κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του. Στα κείμενά του αυτά ο Λευκάδιος Χερν διασώζει τον απόηχο του Βουδισμού στην καθημερινή ζωή των απλών ανθρώπων της Ιαπωνίας.
Στο κορίτσι του πορτραίτου ένας σπουδαστής που κατοικεί στο Κυότο, στην ιστορική πρωτεύουσα της Ιαπωνίας και κέντρο του Βουδισμού, ερωτεύεται το ζωγραφισμένο πρόσωπο μίας νεαρής κοπέλας.
Suzuki Harunobu, Καλλονή που επισκέπτεται ένα ναό μία βροχερή νύχτα. Περίοδος Έντο, 18ος αιώνας. Εθνικό Μουσείο του Τόκυο.Ο Λευκάδιος Χερν επινοεί έναν γέρο Ιάπωνα αφηγητή, δια της "φωνής" του οποίου ακούμε την ιστορία για το κορίτσι του πορτραίτου. Από την εισαγωγή της ιστορίας μαθαίνουμε ότι στα κινέζικα και ιαπωνικά βιβλία υπάρχουν ιστορίες για θαυμάσιους πίνακες που μαγεύουν όσους τους κοιτάζουν....Πρόκειται για εξαίσιες ζωγραφιές λουλουδιών, πουλιών ή ανθρώπων από πινέλο φημισμένων καλλιτεχνών...Σύμφωνα με την παράδοση οι απεικονιζόμενες μορφές βγαίνουν κάποιες φορές από το χαρτί ή το μεταξωτό όπου είναι ζωγραφισμένες, ζωντανεύουν, αρχίζουν να κινούνται και προβαίνουν σε πράξεις...Μετά από αυτή την εισαγωγή, ο γέρο Ιάπωνας αφηγητής αρχίζει να διηγείται την ιστορία ενός τέτοιου φημισμένου πορτραίτου.
Ένας νεαρός σπουδαστής με το όνομα Τοκκέι, που ζούσε στο Κυότο, ένα βράδυ καθώς επέστρεφε στο σπίτι του, είδε στη βιτρίνα ενός παλαιοπωλείου ένα παλιό απλό χάρτινο χώρισμα όπου επάνω του ήταν ζωγραφισμένο το ολόσωμο πορτραίτο μίας νεαρής κοπέλας. Επειδή ο παλαιοπώλης δε ζητούσε κανένα σπουδαίο ποσό, ο Τοκκέι αγόρασε τον πίνακα και επέστρεψε στο σπίτι του.
Διαβάζουμε από την ιστορία του Χερν: "...Στη μοναξιά του στενού δωματίου του, ξανακοίταξε προσεκτικά το χώρισμα. Το πορτραίτο του φάνηκε ακόμη πιο γοητευτικό...Ο Τοκκέι πείστηκε πως το άγνωστο μοντέλο υπήρξε αληθινά τόσο όμορφο, όσο η εικόνα του στο χαρτί, μια κι εκείνη η εικόνα έμοιαζε ζωντανή έτοιμη ν' απαντήσει σ' όποιον της μιλούσε. Όσο κοιτούσε με πάθος την όμορφη εικόνα, ο Τοκκέι άρχισε σιγά σιγά να μαγεύεται, να κατακτιέται από τη γοητεία που ανέδυε εκείνο το κομμάτι ζωγραφισμένου χαρτιού.
-Υπήρξε άραγε πραγματικά τόσο θελκτικό πλάσμα; ψιθύριζε συνεχώς. Αχ! θα' δινα ευχαρίστως και τη ζωή μου, ακόμη και χίλια χρόνια ζωής αν τα διέθετα, να την κρατήσω έστω και μερικές στιγμές στην αγκαλιά μου. Έτσι έγινε κι ο Τοκκέι ερωτεύτηκε το πορτραίτο. Το ερωτεύτηκε τόσο πολύ που κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε ποτέ ν' αγαπήσει γυναίκα άλλη από την άγνωστη που απεικονιζόταν στο χώρισμα...Κάθε μέρα το πάθος του τον κατακτούσε. Δεν έτρωγε καθόλου, δεν μπορούσε πια να κοιμηθεί. Το μυαλό του αρνούνταν να καταβάλλει την οποιαδήποτε προσοχή στις σπουδές, που παλιότερα του ήταν τόσο αγαπητές. Περνούσε ώρες ολόκληρες μπροστά στο πορτραίτο...".
...Ο Τοκκέι, λοιπόν, μας λέει ο αφηγητής, έπεσε άρρωστος από έρωτα. Ευτυχώς, όμως, είχε φίλο έναν γέρο σοφό, ο οποίος, όταν έμαθε για την ασθένεια του Τοκκέι, τον επισκέφθηκε στο σπίτι του. Ο "αξιοσέβαστος εκείνος γέρος" αντίκρισε το χώρισμα με το πορτραίτο και κατάλαβα αμέσως τι συνέβη, γιατί γνώριζε για αυτές τις μαγικές ζωγραφιές. Έτσι, συμβούλευσε τον Τοκκέι να ακολουθήσει μία παραδοσιακή τελετουργία για να ζωντανέψει την κοπέλα του πορτραίτου και να την βγάλει από το ζωγραφισμένο χαρτί. Του είπε να της δώσει ένα όνομα και κάθε μέρα να στέκεται μπροστά στον πίνακα, να σκέφτεται μόνο αυτήν τη γυναίκα-πράγμα που δεν ήταν καθόλου δύσκολο για τον Τοκκέι, γιατί έτσι και αλλιώς μόνο αυτήν σκεφτόταν συνεχώς μέρα και νύχτα-και να την αποκαλεί με το όνομά της μέχρι να του απαντήσει. Όταν η κοπέλα του απαντήσει, τότε να της προσφέρει μία κούπα κρασί που θα αγοράσει από διαφορετικούς εμπόρους και αυτή θα κατέβει από τον πίνακα και θα δεχτεί να πιει το κρασί...Πράγματι, ο Τοκκέι ακολούθησε τις συμβουλές του γέρου φίλου του, αλλά ο Ιάπωνας αφηγητής ξέχασε να μας πει το όνομα που έδωσε στην κοπέλα. Πάντως, κάποια στιγμή ένα βράδυ, επιτέλους, το κορίτσι του πορτραίτου απάντησε στο κάλεσμα του ονόματός της από τον ερωτευμένο Τοκκέι. Και όταν ο Τοκκέι της πρόσφερε την κούπα με το κρασί, εκείνη κατέβηκε με χάρη από το χαρτί, περπάτησε στις ψάθες που κάλυπταν το πάτωμα του δωματίου και γονάτισε μπροστά του για να πάρει την κούπα. Στη συνέχεια, του χαμογέλασε και τον ρώτησε:
Διαβάζουμε κατά λέξη από την ιστορία του Λευκάδιου Χερν.
"- Πώς μπορείτε να μ' αγαπάτε τόσο; Σ' αυτό το σημείο ο Ιάπωνας αφηγητής προσθέτει: Ήταν πολύ ομορφότερη απ' το πορτραίτο της. Ήταν όμορφη ως την άκρη των νυχιών της. Όμορφη επίσης στο χαρακτήρα και την καρδιά, πιο όμορφη από όλες τις γυναίκες του κόσμου. Δεν μας λέει όμως τι απάντησε ο Τοκκέι. Έτσι την απάντηση οφείλουμε να τη φανταστούμε εμείς οι ίδιοι.
-Δεν θα με βαρεθεί τε όμως κάποτε; ρώτησε η νεαρή κοπέλα.
-Ποτέ όσο ζω! διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
-Ύστερα όμως; επέμεινε εκείνη. Η Ιαπωνίδα δεν αρκείται σε έρωτα που κρατάει μόνο μία ζωή.
-Ας υποσχεθούμε ο ένας στον άλλο έρωτα που θα κρατήσει εφτά ζωές, την παρακάλεσε ο Τοκκέι.
-Αν ποτέ γίνεται κακός μαζί μου, θα ξαναγυρίσω στον πίνακα. Και γελούσε με γοητευτικό νάζι.
Υποσχέθηκαν λοιπόν ο ένας στον άλλο εφτά ζωές και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως ο Τοκκέι υπήρξε θαυμάσιος σύζυγος, γιατί η γυναίκα του δεν γύρισε ποτέ στον πίνακά της. Η θέση που είχε κάποτε σ' αυτόν έμεινε για πάντα κενή.
Και καταλήγει ο Ιάπωνας αφηγητής:
Πόσο σπάνια όμως συμβαίνουν παρόμοια πράγματα στο δικό μας κόσμο!".
Έτσι, τελειώνει αυτή η μαγευτική ιστορία του Λευκάδιου Χερν, μία ιστορία της Ιαπωνικής παράδοσης από τη γραφίδα ενός Δυτικού που γοητεύτηκε από την Ιαπωνία και την παράδοσή της.
Η Δύση γνώρισε την Ιαπωνία και τον πολιτισμό της μέσα από το βλέμμα ενός Δυτικού, ενός δικού της, αλλά και η Ιαπωνία γνώρισε τον εαυτό της μέσα από το βλέμμα ενός ξένου που την είχε αγαπήσει, ενός Δυτικού, του Λευκάδιου Χερν.Ο Λευκάδιος Χερν γεννήθηκε από Ιρλανδό πατέρα και Ελληνίδα μητέρα το 1850 στη Λευκάδα από όπου φαίνεται ότι έλαβε το όνομα Λευκάδιος. Ο πατέρας του, Κάρολος Χερν, βρέθηκε τυχαία στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, γιατί υπηρετούσε ως αξιωματικός του βρετανικού στρατού. Ήταν στρατιωτικός χειρουργός του βρετανικού σώματος στρατού από το Δουβλίνο στα Επτάνησα. Εκεί, λοιπόν, γνώρισε τη Ρόζα Κασιμάτη, κόρη ευγενούς οικογένειας από τα Κύθηρα (ανήκουν στα Επτάνησα), την οποία ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε, αλλά γρήγορα αναγκάστηκε να την αφήσει μόνη μ' ένα μικρό παιδί στο πατρικό της σπίτι στα Κύθηρα, γιατί πήρε μετάθεση σε μία μακρινότερη βρετανική αποικία, τις Ινδίες. Ο Λευκάδιος ήταν, επομένως, ο καρπός ερωτικού ενθουσιασμού, ενός αιφνίδιου έρωτα δύο μάλλον αταίριαστων πολιτισμικά ανθρώπων που οι συνθήκες χώρισαν νωρίς.
Δύο χρόνια μετά την αναχώρηση του Ιρλανδού αξιωματικού για την Ανατολή, ο Λευκάδιος και η μητέρα του έφυγαν από τα Ιόνια νησιά για τη Δύση, για να ταξιδέψουν στο νησί της καταγωγής του πατέρα του, την Ιρλανδία. Ένα ταξίδι πραγματικά δύσκολο και μακρινό για μια νεαρή κοπέλα και το παιδί της στα μέσα του 19ου αιώνα! Πέρασαν πρώτα από το Παρίσι όπου ζούσε ο αδελφός του πατέρα, ο οποίος ήταν ζωγράφος. Ο θείος του Λευκάδιου τους συνόδεψε από το Παρίσι έως το Δουβλίνο.
Το Δουβλίνο, όμως, δεν έγινε ποτέ το τέλος της διαδρομής τόσο της νεαρής Ρόζας όσο και του παιδιού της. Η Ρόζα, η μητέρα του Λευκάδιου, δεν μπόρεσε να προσαρμοσθεί στο σκοτεινό και υγρό Δουβλίνο, αισθανόταν ξένη και φαίνεται ότι δεν έγινε θερμά αποδεκτή από τους συγγενείς του άνδρα της. Το μόνο συγγενικό πρόσωπο που έδειξε συμπάθεια απέναντι στη νεαρή Ελληνίδα από το Ιόνιο ήταν η Σάρα Μπρέναν, μια θεία του Λευκάδιου, στο σπίτι της οποίας βρήκαν καταφύγιο η μητέρα με το παιδί της. Η κατάσταση στην Ιρλανδία για τη μητέρα του Λευκάδιου δε βελτιώθηκε ακόμα και όταν γύρισε ο άνδρα της από τις Ινδίες. Ο έρωτας του Ιρλανδού αξιωματικού σύντομα εξαφανίστηκε και η σχέσεις του ζευγαριού έγιναν ψυχρές. Η Ρόζα, έγκυος στον τρίτο γιο τους (ο πρώτος είχε πεθάνει στα Επτάνησα όταν ήταν βρέφος, ο δεύτερος ήταν ο Λευκάδιος) και με διαταραγμένο το νευρικό της σύστημα, αναγκάστηκε να επιστρέψει στα Επτάνησα, ενώ ο άλλοτε αγαπημένος της σύζυγος βρήκε νομικό τρόπο να ακυρώσει το γάμο τους. Ο μικρός Λευκάδιος έμεινε στην Ιρλανδία.
Ο Λευκάδιος Χερν πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια μακριά από τη μητρική αγάπη και στοργή και χωρίς το ενδιαφέρον του πατέρα, βιώνοντας απέραντη μοναξιά και ζώντας απομονωμένος στο σπίτι της φανατικά καθολικής άτεκνης θείας του Σάρας Μπρέναν, η οποία είχε αναλάβει την κηδεμονία του. Σχεδίαζε να αναθρέψει τον ανεψιό της σύμφωνα με τις αρχές του Καθολικισμού και να του κληροδοτήσει την περιουσία της. Δεν του πρόσφερε, όμως, την αγάπη που εκείνος πάντα λαχταρούσε. Ο Λευκάδιος μεγάλωσε στο καταθλιπτικό μεγάλο σπίτι της θείας του. Ο ίδιος σημειώνει ότι κανένας σ' εκείνο το αυστηρό σπίτι και τη βαριά ατμόσφαιρα δεν τον φώναζε με το όνομά του, όλοι τον αποκαλούσαν "το Παιδί". Ήταν, λοιπόν, ένα παιδί χωρίς όνομα, φοβισμένο και μόνο. Τα βράδια τρόμαζε στο σκοτεινό και γεμάτο σκιες δωμάτιό του, φοβόταν και φώναζε...Στην αρχή μια υπηρέτρια έτρεχε να δει τι συμβαίνει, αργότερα δόθηκε εντολή κανείς να μην ενδιαφέρεται για το τρομαγμένο παιδί...Κανείς δεν έτρεχε να τον σφίγξει στην αγκαλιά του και να απομακρύνει το φόβο του. "Ο φόβος μου έσφιγγε την καρδιά", γράφει αργότερα σ΄ένα κείμενό του, όταν θυμάται τα παιδικά του χρόνια στην Ιρλανδία.
Όταν ο Λευκάδιος έφθασε στη σχολική ηλικία, η θεία του προσέλαβε δάσκαλο για να του κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Ήταν έξυπνος μαθητής και μάθαινε γρήγορα. Η βιβλιοθήκη του σπιτιού έγινε το καταφύγιό του, τα βιβλία ανακούφιζαν τη μοναξιά του... κόσμοι πολλοί και διαφορετικοί ανοίγονταν στα μάτια του παιδιού. Η καταθλιπτική ατμόσφαιρα του σπιτιού έγινε ελαφρότερη.
Η θεία Σάρα Μπρέναν, όμως, άρχισε να δείχνει την εύνοιά της σε κάποιον άλλο συγγενικό πρόσωπο, ένα μακρινό συγγενή του άνδρα της στον οποίο ανέθεσε τη διαχείριση της περιουσίας. Ο Λευκάδιος είχε αρχίσει να την απογοητεύει. Την ενοχλούσε ότι διάβαζε πολλά βιβλία και πίστευε ότι δε θα γινόταν καλός Καθολικός. Ο διαχειριστής της περιουσίας της τον έστειλε στην ιερατική Σχολή του Γαλλικού Κολλεγίου του Υβενό στη Ρουέν. Εκεί έμαθε καλά τη γαλλική γλώσσα. Στη συνέχεια τον έστειλαν να συνεχίσει τις σπουδές του σ' ένα αυστηρό καθολικό κολλέγιο στην πόλη Ουσό της Αγγλίας. Εκεί έδειξε πολύ καλές επιδόσεις στη γλώσσα και την έκθεση. Άρχισε να αποκτά αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Δυστυχώς, όμως, έπαθε κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού ατύχημα, με αποτέλεσμα να χάσει οριστικά το ένα μάτι του. Εκτός από αυτή την ατυχία, η ζωή του άλλαξε οριστικά και από ένα άλλο σημαντικό συμβάν. Η θεία του έχασε σχεδόν όλη την περιουσία της, γιατί χρεωκόπησε ο ευνοούμενος διαχειριστής της. Ο Λευκάδιος βρέθηκε να ζει πάμφτωχος στο Λονδίνο. Τελικά, ο διαχειριστής της περιουσίας της θείας, μόλις ανάκαμψε οικονομικά, του έδωσε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Νέα Υόρκη...
Ο νεαρός Λευκάδιος, μόνος και δυστυχισμένος, ταξίδεψε προς τη Δύση. Στην αρχή η ζωή του στις ΗΠΑ ήταν πολύ δύσκολη. Έζησε κάτω από άθλιες συνθήκες φτώχειας για κάποιο διάστημα στη Νέα Υόρκη, δουλεύοντας στο λιμάνι όπου τον βοηθούσαν διάφοροι Ιρλανδοί εργάτες. Στη συνέχεια έφυγε για το Σινσινάττι, όπου συνάντησε τον τυπογράφο Χ. Γουώτκιν που του πρόσφερε βοήθεια και υποστήριξη. Χάρη σ' αυτόν βρήκε εργασία σε μία εφημερίδα και κατόρθωσε να εργάζεται ως δημοσιογράφος, καλύπτοντας το αστυνομικό δελτίο. Άρχισε να αποκτά τη φήμη καλού δημοσιογράφου και να αναγνωρίζεται από την τοπική κοινωνία. Σε μια εποχή που επικρατούσαν η δουλεία και φυλετικές διακρίσεις, ο Λευκάδιος έκανε υπέρβαση και συζούσε με μια νεαρή μιγάδα, την οποία φαίνεται ότι είχε παντρευτεί. Εξαιτίας αυτής της ενέργειάς του έχασε τη δουλειά του.
Κάποια στιγμή εγκατέλειψε το Σινσινάττι και εγκαταστάθηκε στην κοσμοπολίτικη Νέα Ορλεάνη όπου εργάστηκε σε διάφορα έντυπα και απέκτησε μεγάλη φήμη για τα γραπτά του. Έγινε, επίσης, γνωστός και για τις εξαιρετικές μεταφράσεις της γαλλικής λογοτεχνίας. Παρά το ότι είχε καταξιωθεί ως δημοσιογράφος, ένιωθε πάντα ανικανοποίητος και απομονωμένος. Την ίδια εποχή σε επιστολές του και σε διάφορα κείμενά του άρχισε να εκφράζει τη διάθεσή του για φυγή και μακρινά ταξίδια για να γνωρίσει άλλους πολιτισμούς.
Στη συνέχεια έφυγε από τη Νέα Ορλεάνη για τη Νέα Υόρκη και από εκεί για τις Γαλλικές Αντίλλες, τη Μαρτινίκα, όπου έζησε για δύο χρόνια, γράφοντας κείμενα και δημοσιεύοντάς τα σε περιοδικά της Νέας Υόρκης. Στην απλή νησιωτική κοινωνία της Μαρτινίκα φαίνεται ότι αισθανόταν ελεύθερος και ευτυχισμένος. Το 1890 δέχτηκε με ενδιαφέρον την πρόταση ενός αμερικανικού περιοδικού να ταξιδέψει στην Ιαπωνία και να γράψει ανταποκρίσεις από αυτή τη μυστηριώδη χώρα της Ανατολής που τότε έδειχνε ότι προσπαθούσε να "ανοίξει" προς το Δυτικό Κόσμο. Το 1890 έφυγε από το λιμάνι του Βανκούβερ για τη Γιοκαχάμα. Ταξιδεύοντας προς τα δυτικά, θα έφθανε στην Ανατολή της Ανατολής, στα νησιά της Ιαπωνίας όπου θα εγκατασταθεί μόνιμα και θα ζήσει τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια της ζωής του.
Ο Λευκάδιος Χερν με την Ιαπωνέζα σύζυγό του Σετζούκο |
Το ταξίδι στην Ιαπωνία ήρθε στην κατάλληλη στιγμή για τη ζωή του μοναχικού Λευκάδιου. Ο κόσμος και ο πολιτισμός της άγνωστης χώρας ήταν αληθινή "αποκάλυψη" και του έδωσε το νόημα που αναζητούσε, τον προορισμό που έψαχνε. Μαγεύτηκε από τη χώρα και τους ανθρώπους της και από την πρώτη στιγμή προσέγγισε τον ιαπωνικό πολιτισμό με αγάπη, σεβασμό και κατανόηση. Η ιαπωνική παράδοση τον γοήτευσε πραγματικά και με τα κείμενά του-πολλά διηγήματα αλλά και δοκίμια- διέσωσε παλιές λαϊκές αφηγήσεις και ιστορίες της Ιαπωνίας μέσα από το βλέμμα ενός Δυτικού που όμως είχε αρνηθεί τον εκσυγχρονισμό και τον ορθολογισμό του Δυτικού πολιτισμού. Ο Χερν αποφάσισε να μείνει στην Ιαπωνία σε μία περίοδο (στην ιαπωνική ιστορία ονομάζεται περίοδος Μέιτζι) κατά την οποία η χώρα περνούσε σε φάση κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που θα άλλαζαν εντυπωσιακά την παραδοσιακή φεουδαρχική κοινωνική συγκρότηση και θα οδηγούσαν στον εκσυχρονισμό και την εκβιομηχάνιση...Η παραδοσιακή κλειστή Ιαπωνία στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα μεταμορφωνόταν σε ισχυρή οικονομική δύναμη και επιχειρούσε να αποκτήσει σχέσεις με τη Δύση. Η εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας άρχισε να γίνεται απαραίτητο προσόν.
Έτσι, ήταν εύκολο για τον Χερν να βρει δουλειά ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας. Για αυτό, βρήκε εύκολα θέση ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στην πόλη Ματσούε στη βορειοδυτική Ιαπωνία. Μετά από την πόλη Ματσούε, εγκαταστάθηκε στην πόλη Κουμαμότο όπου εργάστηκε ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας σ' ένα μεγάλο κρατικό κολέγιο. Η πόλη, όμως, αυτή, που ήταν ένα μεγάλη σύγχρονο αστικό κέντρο, φαίνεται ότι δεν άρεσε στον Λευκάδιο που είχε μαγευτεί από την παραδοσιακή παλιά Ιαπωνία.
Το 1894 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην παραλιακή πόλη Κόμπε, στο νησί Χονσού. Εκεί τελείωσε και το δεύτερο βιβλίο του "Πέρα από την Ανατολή". Ένα χρόνο αργότερα θα τελειώσει και το τρίτο βιβλίο του με τον τίτλο "Καρδιά", το υλικό του οποίου, όπως και των επόμενων, προέρχεται από ιστορίες της μεσαιωνικής Ιαπωνίας που του άρεσε να συγκεντρώνει και να καταγράφει. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το "Καϊντάν", το οποίο θεωρείται ως το καλύτερο.
Από το 1897 εγκαταστάθηκε στο Τόκυο όπου του είχε δοθεί η έδρα του καθηγητή της αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο. Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκαν οι διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο, οι οποίες θεωρούνται από τις πιο συναρπαστικές παρουσιάσεις της αγγλικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Την περίοδο του Τόκυο έγραψε και τα υπόλοιπα βιβλία του για την Ιαπωνία, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στη Δύση, γιατί υπήρχε ενδιαφέρον για τη μακρινή άγνωστη χώρα της Ανατολής που τότε άρχιζε να γίνεται μεγάλη δύναμη.
Ο Χερν είχε μεγάλη επιρροή και επίδραση στους μαθητές και τους φοιτητές του, πολλοί από τους οποίους αργότερα απέκτησαν σημαντικές θέσεις στην Ιαπωνία. Μιλούσε με αγάπη για τη χώρα τους και την παράδοσή της και τους έκανε να αισθάνονται υπερήφανοι για τον ιαπωνικό πολιτισμό. Έτσι, οι μαθητές του πάντα τον υποστήριζαν και χάρη σ' αυτούς θα αναγνωρισθεί η αξία και θα διαδοθεί η φήμη του έργου του μετά από τον ξαφνικό του θάνατο το 1904 (πέθανε από πνευμονικό οίδημα).
Μία από τις ανθολογίες διηγημάτων του Λευκάδιου Χερν που έχουν μεταφρασθεί στα ελληνικά από τον Σωτήρη Χαλικιά. Στο βιβλίο ο Χαλικιάς έχει γράψει και μία εξαιρετική εισαγωγή για τη ζωή και το έργο του.
Μία ακόμη ανθολογία διηγημάτων του Λευκάδιου Χερν με πρόλογο και μετάφραση του Σ. Χαλικιά. |
Η προτομή του Λευκάδιου Χερν στον "Κήπο των ποιητών" στη Λευκάδα. Βρίσκεται δίπλα στις προτομές του Βαλαωρίτη και του Σικελιανού. Ο Ελληνοϊαπωνικός Σύνδεσμος είχε ήδη τοποθετήσει στη Λευκάδα μία αναμνηστική πλάκα από το 1933. Τότε έγινε και μία τελετή προς τιμήν του Λευκάδιου συγγραφέα.
Επιμέλεια ανάρτησης : Επικούρειος Πέπος
Υψηλή εποπτεία και εικαστική παρέμβαση : Dr. Γενικός