Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναθλητές της αδράνειας και της αποδοχής της ασχήμιας σας καλησπερίζω, σήμερα η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη μνήμη ενός βιβλιοπώλη, ενός βιβλιοπώλη μιας άλλης εποχής, και μιας και αναφερθήκαμε σε βιβλιοπώλες θα μνημονεύσω έναν πολύ καλό βιβλιοπώλη που για αρκετά χρόνια όταν μέναμε στο Νέο Κόσμο ήμουν ίσως ο πιο τακτικός πελάτης γι' αυτό είχα και προνομιακή τιμή στα βιβλία, σας μιλάω για τον Σωτήρη, το βιβλιοπωλείο του είναι στο Κουκάκι στην οδό Δημητρακοπούλου και Δράκου γωνία, σ' αυτόν τον υπέροχο βιβλιοπώλη και καλό φίλο τον Σωτήρη θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις πολύ καλές προτάσεις του και για τις πολύ καλές τιμές που μου έκανε. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu. Υ.Γ. Όλα αυτά που έζησα στο παρελθόν κοντά σε ανθρώπους που λάτρευαν το βιβλίο, και σε ανθρώπους όπως ό Σωτήρης στο Κουκάκι, ήταν το καλύτερο σχολείο και γι' αυτό προσπαθώ να φανώ κι εγώ χρήσιμος όταν παραβρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο του αδερφού μου''Καλειδοσκόπιο'' στο Κορωπί.
Ο "βιβλιοπώλης της υπόγας" - Μανώλης Μπαρμπουνάκης (1932 - 2010)
'Εφτασε
στο τέλος το "μεγάλο της ζωής του ταξίδιον" έπειτα από παραπάνω από
μισό αιώνα παρουσίας εκεί στη θρυλική υπόγα της Αριστοτέλους, στη
Θεσσαλονίκη, ο Μανώλης Μπαρμπουνάκης, ο πρώτος Ελληνας βιβλιοπώλης που
«θεσμοθέτησε» τις παρουσιάσεις βιβλίων από τους ίδιους τους συγγραφείς.
«Ενα τίποτα είναι ο θάνατος:
όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος είναι απών
και
όταν ο θάνατος είναι παρών,
δεν υπάρχουμε εμείς».
(Μανώλης Μπαρμπουνάκης)
Το ταξίδι του περιλάμβανε αρκετούς
σταθμούς όπου ανακατεύονταν βιβλία, εξώφυλλα, συγγραφείς μα και πιστοί
αναγώστες που καθημερινά κατέκλυζαν το «Κατώι» ένα χώρο "δέκα σκαλιά
κάτω από τη γη" - εξ ου και το παρατσούκλι του...."ο βιβλιοπώλης της
υπόγας".....
«Στη χούντα, πολλά βιβλία δεσμεύονταν, η αγορά ήταν περιορισμένη», αλλά ήταν η εποχή που οι δύσκολες καταστάσεις τον έφεραν κοντά με σπουδαίους ανθρώπους. Ανάμεσα τους ο Μενέλαος Λουντέμης, «ένας ευαίσθητος, πανέξυπνος άνθρωπος, λάτρης της ζωής, που έφυγε ταλαιπωρημένος, αλλά διψασμένος για ζωή και αγάπη», ο Μάνος Κατράκης που σφράγισε τη βαθιά του φιλία με κουμπαριά, ο Κίτσος Τεγόπουλος που «στάθηκε παλικαρίσια κοντά του σε πολύ δύσκολους καιρούς».
Ο
Μανώλης Μπαρμπουνάκης γεννήθηκε την 10 Νοεμβρίου του 1932 στα Περιβόλια
Ρεθύμνου Κρήτης. Εγκατέλειψε το χωριό του τον Οκτώβρη του '50 έφηβος
γύρω στα 17 για να μείνει αρχικά στην Αθήνα και από τις 5 Οκτωβρίου του
1959 να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη που τότε φάνταζε σαν την Αμερική
στα μάτια της κυρά Λένης, της μάνας του.
"Γεννήθηκα
στο Ρέθυμνο (στου Κόρακα την Καμάρα) το 1932. Eνώ πήγαινα στο
δημοτικό σχολείο, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έβοσκα
ξυπόλητος και τα πρόβατα της οικογένειάς μας. Ήμασταν μια
οικογένεια με επτά παιδιά. Ζούσαμε όχι με ανέσεις αλλά με λίγα
χρήματα και πολλή αγάπη. Ο ένας πρόσεχε πάντα τον άλλο. Μόλις
τελείωσα το τότε γυμνάσιο (1950), πήγα στην Αθήνα να σπουδάσω. Μαζί
με τις άλλες σπουδές, δούλευα στο εργοστάσιο (Υφαντουργείο) του
Μποδοσάκη, στα Άνω Πατήσια. Ξυπνούσα στις 5 το πρωί. Επειδή τα
υφαντουργεία στην Ελλάδα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο ο
εργοστάσιο έκλεισε. Από μικρός μου άρεσαν τα βιβλία και ήταν η τύχη μου
που γνωρίστηκα με το Σταύρο Μπίρη. 'Έτσι άρχισε η σταδιοδρομία μου
(1958) στα βιβλία. Μετά από ένα χρόνο (1959) οι εκδότες, ο Γκοβόστης
και ο Μπίρης, μ' έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους εδώ, στη
Θεσσαλονίκη. Ένα μικρό δωμάτιο του 2ου ορόφου στην οδό Φραγκίνη
(στα Λουλουδάδικα), αποτέλεσε το πρώτο μου γραφείο, που χωρισμένο
μ' ένα ξυλοτέξ, ήταν και το μέρος που κοιμόμουν. Έπειτα από λίγο
καιρό, πήρα ένα μεγαλύτερο γραφείο στον 4ο όροφο, χωρισμένο κ ατό με
ράφια από βιβλία.
1962. Διαμερισματάκι στην οδό Τσιμισκή 64, μεσώροφος, όπου έμενα και πάλι μαζί με τα βιβλία μου.
1964. Το πρώτο μου βιβλιοπωλείο στην Αριστοτέλους 4, όπου ήταν και το μοναδικό βιβλιοπωλείο της περιοχής.
1962. Διαμερισματάκι στην οδό Τσιμισκή 64, μεσώροφος, όπου έμενα και πάλι μαζί με τα βιβλία μου.
1964. Το πρώτο μου βιβλιοπωλείο στην Αριστοτέλους 4, όπου ήταν και το μοναδικό βιβλιοπωλείο της περιοχής.
1965. Το δεύτερο βιβλιοπωλείο μου στην Εγνατία 156.
1980. Το Κατώι του Βιβλίου.
1985. Το Σπιτάκι του παιδιού, που ήταν καθαρά παιδικό βιβλιοπωλείο, μοναδικό στην Ελλάδα.
Το 1959 άρχισε αν εργάζεται ως αντιπρόσωπος ενός εκδοτικού οίκου μέχρι να φτιάξει τον δικό του εκδοτικό οίκο. «Ημουν ο πρώτος στην Ελλάδα που ξεκίνησα εκδηλώσεις για το βιβλίο»,
καυχιέται. Από το υπόγειο, όπου πέρασαν ο Φρέντυ Γερμανός, ο
Μουρσελάς, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Νίκος Μπακόλας, η Μαλβίνα, η
Αλίκη Βουγιουκλάκη...Οι φωτογραφίες τους πάνω από τα σκονισμένα ράφια,
τραβηγμένες από τον ίδιο, βεβαιώνουν «του λόγου το ασφαλές» και
παραπέμπουν σε ένδοξες στιγμές του υπογείου.
Στο "Κατώϊ" του (όνομα και πράμα)
μεταξύ μεσημεριανού ύπνου και τσικουδιάς έδινε τροφή σε συζητήσεις με
σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων, των τεχνών, της πολιτικής ενώ
που και που τη συζήτηση και τις μαντινάδες που απήγγειλε τα διέκοπταν τα
κραξίματα των παπαγάλων του. Οι μαντινάδες που έγραφε εκδόθηκαν σε
τρεις μικρούς τόμους, ενώ τα τελευταία πέντε χρόνια μια μαντινάδα του
φιλοξενούνταν κάθε εβδομάδα στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής».
«Οι Ελληνες ποτέ δεν αγόραζαν βιβλία. Πρώτα σκέφτονται το ταβερνάκι και τη διασκέδασή τους και μετά το διάβασμα. Ετσι ήταν πάντα κι έτσι παραμένει. Η μόνη διαφορά από παλαιά είναι ότι τότε υπήρχαν περισσότεροι αναγνώστες νεαρής ηλικίας ...» έλεγε...
Σε ηλικία 77 ετών άφησε τη τελευταία του πνοή.....
Μέχρι τελευταία σαν τον ρωτούσες ποιές είναι οι εμπιερίες που αποκόμισε από τη μακρόχρονη διαδρομή του στον χώρο του βιβλίου απαντούσε με παράπονο....
......"Ψάχνω να βρω ανθρώπους" .......
«Δουλεύω μέχρι τώρα -μαζί με το
στρατό- 56 χρόνια αδιάκοπα. Το τι έφτιαξα σε μια γενιά, θα το κρίνουν
οι άλλοι. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος σε καμία οργάνωση, κόμμα ή κάστα και
δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους από το χρώμα, τη φυλή ή τη θρησκεία...
Το 1965 στην έκδοσή μου το "Ασμα Ασμάτων" σε μετάφραση Γιόσεφ Ελιγιά, έγραψα σε μια αφιέρωση: .
..και σ' όσους αγωνίζονται και άξια πεθαίνουν....
.....σε όποια φυλή κι αν ανήκουν....
.....όπου κι αν μένουν....
.....και σε όποια πίστη κι αν είναι δοσμένοι!...»
(Μανώλης Μπαρμπουνάκης, «Μαντινάδες Γ'»).
"Έσβησ' ο λύχνος κι η νυχτιά
μας σκέπασαν σκοτάδια
ψάχνουμε φως μα πουθενά
δε δείχνουν τα σημάδια"
μας σκέπασαν σκοτάδια
ψάχνουμε φως μα πουθενά
δε δείχνουν τα σημάδια"
("Μαντινάδες Α΄", σελ. 31)
Στη ζωή μου γνώρισα πολλούς.
Άλλους μικρούς κι άλλους μεγάλους.
Άλλοι άξιζαν, άλλοι όχι.
Άλλοι με βοήθησαν και με βοηθάνε, άλλοι το αντίθετο.
....Αυτά....
Ανιχνευτής ο Ενδυμίων