Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

30.10.15

Ο "βιβλιοπώλης της υπόγας" - Μανώλης Μπαρμπουνάκης (1932 - 2010)

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναθλητές της αδράνειας και της αποδοχής της ασχήμιας σας καλησπερίζω, σήμερα η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη μνήμη ενός βιβλιοπώλη, ενός βιβλιοπώλη μιας άλλης εποχής, και μιας και αναφερθήκαμε σε βιβλιοπώλες θα μνημονεύσω έναν πολύ καλό βιβλιοπώλη που για αρκετά χρόνια όταν μέναμε στο Νέο Κόσμο ήμουν ίσως ο πιο τακτικός πελάτης γι' αυτό είχα και προνομιακή τιμή στα βιβλία, σας μιλάω για τον Σωτήρη, το βιβλιοπωλείο του είναι στο Κουκάκι στην οδό Δημητρακοπούλου και Δράκου γωνία, σ' αυτόν τον υπέροχο βιβλιοπώλη και καλό φίλο τον Σωτήρη θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για τις πολύ καλές προτάσεις του και για τις πολύ καλές τιμές που μου έκανε. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu. Υ.Γ. Όλα αυτά που έζησα στο παρελθόν κοντά σε ανθρώπους που λάτρευαν το βιβλίο, και σε ανθρώπους όπως ό Σωτήρης στο Κουκάκι, ήταν το καλύτερο σχολείο και γι' αυτό προσπαθώ να φανώ κι εγώ χρήσιμος όταν παραβρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο του αδερφού μου''Καλειδοσκόπιο'' στο Κορωπί.

Ο "βιβλιοπώλης της υπόγας" - Μανώλης Μπαρμπουνάκης (1932 - 2010)

'Εφτασε στο τέλος το "μεγάλο της ζωής του ταξίδιον" έπειτα από παραπάνω από μισό αιώνα παρουσίας εκεί στη θρυλική υπόγα της Αριστοτέλους, στη Θεσσαλονίκη, ο Μανώλης Μπαρμπουνάκης, ο πρώτος Ελληνας βιβλιοπώλης που «θεσμοθέτησε» τις παρουσιάσεις βιβλίων από τους ίδιους τους συγγραφείς.

«Ενα τίποτα είναι ο θάνατος: 
όταν υπάρχουμε εμείς, ο θάνατος είναι απών 
και 
όταν ο θάνατος είναι παρών,
δεν υπάρχουμε εμείς».
(Μανώλης Μπαρμπουνάκης) 

Το ταξίδι του περιλάμβανε αρκετούς σταθμούς όπου ανακατεύονταν βιβλία, εξώφυλλα, συγγραφείς μα και πιστοί αναγώστες που καθημερινά κατέκλυζαν το «Κατώι» ένα χώρο "δέκα σκαλιά κάτω από τη γη" - εξ ου και το παρατσούκλι του...."ο βιβλιοπώλης της υπόγας".....

«Στη χούντα, πολλά βιβλία δεσμεύονταν, η αγορά ήταν περιορισμένη», αλλά ήταν η εποχή που οι δύσκολες καταστάσεις τον έφεραν κοντά με σπουδαίους ανθρώπους. Ανάμεσα τους ο Μενέλαος Λουντέμης, «ένας ευαίσθητος, πανέξυπνος άνθρωπος, λάτρης της ζωής, που έφυγε ταλαιπωρημένος, αλλά διψασμένος για ζωή και αγάπη», ο Μάνος Κατράκης που σφράγισε τη βαθιά του φιλία με κουμπαριά, ο Κίτσος Τεγόπουλος που «στάθηκε παλικαρίσια κοντά του σε πολύ δύσκολους καιρούς».

Ο Μανώλης Μπαρμπουνάκης γεννήθηκε την 10 Νοεμβρίου του 1932 στα Περιβόλια Ρεθύμνου Κρήτης. Εγκατέλειψε το χωριό του τον Οκτώβρη του '50 έφηβος γύρω στα 17 για να μείνει αρχικά στην Αθήνα και από τις 5 Οκτωβρίου του 1959 να εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη που τότε φάνταζε σαν την Αμερική στα μάτια της κυρά Λένης, της μάνας του. 

"Γεννήθηκα στο Ρέθυμνο (στου Κόρακα την Καμάρα) το 1932. Eνώ πήγαινα στο δημοτικό σχολείο, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, έβοσκα ξυπόλητος και τα πρόβατα της οικογένειάς μας. Ήμασταν μια οικογένεια με επτά παιδιά. Ζούσαμε όχι με ανέσεις αλλά με λίγα χρήματα και πολλή αγάπη. Ο ένας πρόσεχε πάντα τον άλλο. Μόλις τελείωσα το τότε γυμνάσιο (1950), πήγα στην Αθήνα να σπουδάσω. Μαζί με τις άλλες σπουδές, δούλευα στο εργοστάσιο (Υφαντουργείο) του Μποδοσάκη, στα Άνω Πατήσια. Ξυπνούσα στις 5 το πρωί. Επειδή τα υφαντουργεία στην Ελλάδα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο ο εργοστάσιο έκλεισε. Από μικρός μου άρεσαν τα βιβλία και ήταν η τύχη μου που γνωρίστηκα με το Σταύρο Μπίρη. 'Έτσι άρχισε η σταδιοδρομία μου (1958) στα βιβλία. Μετά από ένα χρόνο (1959) οι εκδότες, ο Γκοβόστης και ο Μπίρης, μ' έστειλαν ως αντιπρόσωπό τους εδώ, στη Θεσσαλονίκη. Ένα μικρό δωμάτιο του 2ου ορόφου στην οδό Φραγκίνη (στα Λουλουδάδικα), αποτέλεσε το πρώτο μου γραφείο, που χωρισμένο μ' ένα ξυλοτέξ, ήταν και το μέρος που κοιμόμουν. Έπειτα από λίγο καιρό, πήρα ένα μεγαλύτερο γραφείο στον 4ο όροφο, χωρισμένο κ ατό με ράφια από βιβλία.
1962. Διαμερισματάκι στην οδό Τσιμισκή 64, μεσώροφος, όπου έμενα και πάλι μαζί με τα βιβλία μου.
1964. Το πρώτο μου βιβλιοπωλείο στην Αριστοτέλους 4, όπου ήταν και το μοναδικό βιβλιοπωλείο της περιοχής.

1965. Το δεύτερο βιβλιοπωλείο μου στην Εγνατία 156. 
1980. Το Κατώι του Βιβλίου.
1985. Το Σπιτάκι του παιδιού, που ήταν καθαρά παιδικό βιβλιοπωλείο, μοναδικό στην Ελλάδα.

Το 1959 άρχισε αν εργάζεται ως αντιπρόσωπος ενός εκδοτικού οίκου μέχρι να φτιάξει τον δικό του εκδοτικό οίκο. «Ημουν ο πρώτος στην Ελλάδα που ξεκίνησα εκδηλώσεις για το βιβλίο», καυχιέται. Από το υπόγειο, όπου πέρασαν ο Φρέντυ Γερμανός, ο Μουρσελάς, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Νίκος Μπακόλας, η Μαλβίνα, η Αλίκη Βουγιουκλάκη...Οι φωτογραφίες τους πάνω από τα σκονισμένα ράφια, τραβηγμένες από τον ίδιο, βεβαιώνουν «του λόγου το ασφαλές» και παραπέμπουν σε ένδοξες στιγμές του υπογείου.
Στο "Κατώϊ" του (όνομα και πράμα) μεταξύ μεσημεριανού ύπνου και τσικουδιάς έδινε τροφή σε συζητήσεις με σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων, των τεχνών, της πολιτικής ενώ που και που τη συζήτηση και τις μαντινάδες που απήγγειλε τα διέκοπταν τα κραξίματα των παπαγάλων του. Οι μαντινάδες που έγραφε εκδόθηκαν σε τρεις μικρούς τόμους, ενώ τα τελευταία πέντε χρόνια μια μαντινάδα του φιλοξενούνταν κάθε εβδομάδα στον «Αγγελιοφόρο της Κυριακής».

«Οι Ελληνες ποτέ δεν αγόραζαν βιβλία. Πρώτα σκέφτονται το ταβερνάκι και τη διασκέδασή τους και μετά το διάβασμα. Ετσι ήταν πάντα κι έτσι παραμένει. Η μόνη διαφορά από παλαιά είναι ότι τότε υπήρχαν περισσότεροι αναγνώστες νεαρής ηλικίας ...» έλεγε...

Σε ηλικία 77 ετών άφησε τη τελευταία του πνοή.....
Μέχρι τελευταία σαν τον ρωτούσες ποιές είναι οι εμπιερίες που αποκόμισε από τη μακρόχρονη διαδρομή του στον χώρο του βιβλίου απαντούσε με παράπονο....
......"Ψάχνω να βρω ανθρώπους" ....... 

«Δουλεύω μέχρι τώρα -μαζί με το στρατό- 56 χρόνια αδιάκοπα. Το τι έφτιαξα σε μια γενιά, θα το κρίνουν οι άλλοι. Δεν υπήρξα ποτέ μέλος σε καμία οργάνωση, κόμμα ή κάστα και δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους από το χρώμα, τη φυλή ή τη θρησκεία... 

Το 1965 στην έκδοσή μου το "Ασμα Ασμάτων" σε μετάφραση Γιόσεφ Ελιγιά, έγραψα σε μια αφιέρωση: .

..και σ' όσους αγωνίζονται και άξια πεθαίνουν....
.....σε όποια φυλή κι αν ανήκουν....
.....όπου κι αν μένουν....
.....και σε όποια πίστη κι αν είναι δοσμένοι!...» 

(Μανώλης Μπαρμπουνάκης, «Μαντινάδες Γ'»).

"Έσβησ' ο λύχνος κι η νυχτιά
μας σκέπασαν σκοτάδια
ψάχνουμε φως μα πουθενά
δε δείχνουν τα σημάδια" 
("Μαντινάδες Α΄", σελ. 31)

Στη ζωή μου γνώρισα πολλούς.
Άλλους μικρούς κι άλλους μεγάλους. 
Άλλοι άξιζαν, άλλοι όχι.
Άλλοι με βοήθησαν και με βοηθάνε, άλλοι το αντίθετο. 
....Αυτά.... 
Ανιχνευτής ο Ενδυμίων

29.10.15

ΜΙΑ ΑΚΟΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟ ΥΨΩΜΑ 731!!!!!!!!!! Τιμή και δόξα στους αληθινούς Ήρωες.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί αστροσπαρμένοι, πολυφάραγγοι και ψηλοβροντορίχτες καλημέρα και καλή ανάγνωση, ο φίλος μου ο ά-σοφος! Γεώργιος λέει πως σ' αυτον τον τόπο, δηλαδή στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν Έλληνες!!!!!!!!!! στην καλύτερη των περιπτώσεων άντε να είμαστε φιλέλληνες!!!!!!!!!! Εσείς τι λέτε; Ο δε δάσκαλος Λιαντίνης είχε πει πως δεν είμαστε ούτε καν φιλέλληνες, απλά είμαστε Ελληνοέλληνες!!!! Αυτό βέβαια είναι τριςχειρότερο, εσείς τι λέτε; Σε συνέχεια της χθεσινής ιστορίας σας στέλνω σήμερα την ιστορία του Νικόλα, ο Νικόλας θα μπορούσε να ήταν ο καθ' ένας από εμάς. Φαντασθείτε τώρα όλους εκείνους τους Άγιους Ήρωες που έχασαν τη ζωή τους εκείνη την περίοδο του πολέμου και της αντίστασης, πόση πίκρα θα ένιωθαν όταν θα αντίκριζαν μετά τον πόλεμο όλους τους συνεργάτες του κατακτητή να κυβερνούν αυτόν τον τόπο για τον οποίον αυτοί έδωσαν τη ζωή τους!!!!!!!!! Για φαντάσου!!!!!!! Τέτοια ώρα ο Γκοτζιόλας λέει: Άντε γανωθείτε καριόληδες!!!! Σας παρακαλώ κάποια στιγμή σήμερα αναζητήστε την απίστευτη ιστορία για το ύψωμα 731!!!! αλήθεια πόσο υπερήφανοι θα ένιωθαν εκείνοι οι Άγιοι Ήρωες για μας, και για τους σημερινούς ηγέτες του ΝΑΙ σε όλα; Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-Προμηθέας.

Ο Νικόλας - Μια άγνωστη ιστορία από τον πόλεμο του 40

Στη φωτό Ο Νικόλας και η αγαπημένη του
την ημέρα του γάμου τους

"Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον" έλεγαν οι παλιοί.
Ετσι και στην περίπτωση του Νικόλα. Κάποιες τραγικές συμπτώσεις έμελλαν να αλλάξουν τον ρου της ζωής του και να τον εξαναγκάσουν να φύγει από το μικρό χωριό της Εύβοιας στο οποίο ζούσε και να μετεγκατασταθεί σε μια μικρή κωμόπολη της Ν. Ιταλίας όπου έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Οι παλιοί έλεγαν ακόμη
"Ουδέν κακόν αμιγές καλού"

Κι έτσι είναι. Μπορεί ο πόλεμος και οι κακουχίες να ήταν υπεύθυνα που αμούστακο παλλικαράκι ακόμη ο Νικόλας αποχωρίστηκε από τη μάνα του, τα αδέλφια του και το αγαπημένο του χωριό, όμως ο ίδιος ο πόλεμος έμελλε να τον κάνει να γνωρίσει τη σύντροφό του με την οποία έζησε ευτυχισμένα και πάντα ερωτευμένος για 55 ολόκληρα χρόνια!!!!
Μοναχά ο θάνατος τους χώρισε.....

Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή. Ο Νικόλας γεννήθηκε λίγο μετά από το θάνατο του πατέρα του ο οποίος σκοτώθηκε στον Α Παγκόσμιο πόλεμο. Μεγάλωσε με την μητέρα του και τα αδέλφια του με πολλή στέρηση. Εγινε παλλικαράκι, μα δεν πρόλαβε να χαρεί, ήρθε ο επόμενος πόλεμος με τις αγριότητες, τη θηριωδία,τη φτώχεια, τη πείνα, τη στέρηση....Και νάτανε μόνο αυτό? Ηρθαν οι Γερμανοί στο χωριό του, τον συλλάβανε και τον στείλανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Γερμανία. Στα είκοσί του θάτανε θαρρώ. Από τότε οι δικοί του έχασαν τα ίχνη του. Δεν γνώριζαν εάν ζούσε η εάν σκοτώθηκε. Το ίδιο και αυτός.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Εκεί στη Γερμανία, ο Νικόλας νεαρό παλλικαράκι βρέθηκε για πρώτη φορά μακριά από το ζεστό σπιτικό του μικρού χωριού του, μακριά από τους δικούς του ανθρώπους, βίωσε τη μοναξιά, μόνος σε μια ξένη χώρα φυλακισμένος στον αφιλόξενο χώρο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης.... Δύσκολες οι συνθήκες....μοναδική συντροφιά του ένας Ελληνας από το χωριό του που τον είχαν πάρει και αυτόν οι Γερμανοί στο στρατόπεδο, και ένας Ιταλός, ο Μάριος....Αυτός ο Ιταλός δεν ήταν σαν τους άλλους῎ ήταν καλός και πρόσχαρος άνθρωπος και νοιαζόταν για τον Νικόλα.
"Αμα τελειώσει ο πόλεμος θα σε πάρω μαζί μου στην Ιταλία"
έλεγε ο Μάριος στο Νικόλα
"Ναι, θάρθω Μάριε στην Ιταλία μαζί σου"
του απαντούσε ο Νικόλας με βουρκωμένα μάτια...αφού πίστευε πως δεν τούχε απομείνει κανένας στον κόσμο...βλέπετε είχε χάσει τα ίχνη τους και τότε δεν ήταν εύκολες οι επικοινωνίες σαν τώρα, ούτε τηλέφωνα υπήρχαν, ούτε εύκολη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών. Τους δικούς του τους ήξερε για σκοτωμένους, το είχε πάρει πια απόφαση.
Με τον συγχωριανό του κάθε βράδυ ονειρεύονταν την επιστροφή στην πατρίδα. Σε αυτή την υγρή φυλακή το όνειρο της επιστροφής στην πατρίδα έμοιαζε με ηλιαχτίδα που τρύπωνε στη καρδιά, τους ζέσταινε και τους κρατούσε ζωντανούς.....αυτό το όνειρο ήταν που τους έδινε δύναμη να αντέξουν στις κακουχίες.....

Πέρασε ο καιρός, τελείωσε ο πόλεμος, ήρθε η ώρα να φύγει ο Μάριος
"Vienni" του λέει, "δεν ξεχνώ την υπόσχεσή μου, θάρθεις μαζί μου στην Ιταλία,θα σε πάρω στο σπίτι μου, θα σε γνωρίσω στους γονείς μου, στα αδέλφια μου"

"Ελα"
του λέει και ο συγχωριανός του, "έμαθα πως μεθαύριο φεύγει ένα καράβι για την Ελλάδα, θα γυρίσουμε παρέα στο χωριό"


Το βράδυ ο Νικόλας ξαγρύπνησε, δεν ήξερε τι να κάνει...
Τον Μάριο τον συμπαθούσε πολύ, μα να πάει σε μια ξένη χώρα?
Αλλά και στο χωριό να κάνει τι?
Αφού δεν είχε κανένα νέο από τους δικούς του, ορφανός τι θάκανε εκεί μοναχός του?
Τα χαράματα πήρε την απόφαση :
ΟΧΙ. Δεν θα γύρναγε στον τόπο του.
Θα ακολουθούσε τον Μάριο στην Ιταλία.....
Ο συγχωριανός του σαν τάκουσε στεναχωρέθηκε, δάκρυσε, αγκάλιασε τον Νικόλα σφιχτά σαν νάταν η στερνή φορά που βλέπονταν και του είπε "καλή αντάμωση".
Μα ήταν πράγματι η στερνή φορά που αγκαλιάζονταν...
Το καράβι με το οποίο ταξίδεψε ο συγχωριανός του στην Ελλάδα βούλιαξε και ο παιδικός του φίλος πνίγηκε.....
Αν τον είχε ακολουθήσει ο Νικόλας...
Μα το λαδάκι στο καντηλάκι του δεν είχε στερέψει ακόμη
Ο Μάριος κράτησε το λόγο του και πήρε τον Νικόλα στο σπίτι του. Τον φρόντισε, τον ενσωμάτωσε στην δική του οικογένεια, στα δικά του τα αδέλφια....τον ένοιωθε πια σαν αληθινό αδελφό του....πράγμα που δεν άργησε να γίνει και στην πραγματικότητα.....
Μία από τις αδελφές του Μάριου ήταν πανέμορφη και πολύ καλή κοπέλα. Αντουανέτα ήταν το όνομά της. Ενας άγγελος που από τη πρώτη στιγμή που ειδωθήκανε με τον Νικόλα ερωτοχτυπηθήκανε. Μια αγάπη γεμάτη από σεβασμό και αλληλοεκτίμηση και ας τους χώριζαν 10 ολόκληρα χρόνια.
Εκείνη ήταν μεγαλύτερή του.
....."Ο έρως χρόνια δεν κοιτά" λέγανε οι παλιοί.....
Μαζί απόκτησαν 3 παιδιά, η οικογένειά τους και το σπιτικό τους ήταν πάντα χαρούμενο και γεμάτο από κόσμο. Η γυναίκα του ήταν όπως οι περισσότερες ΝοτιοΙταλίδες καταπληκτική μαγείρισα και αφού καθώς λένε "ο έρωτας περνά πρώτα από το στομάχι" και το στομάχι γέμιζε πάντα με νοστιμιές, έτσι νόστιμος παρέμενε για πολλά-πολλά χρόνια και ο έρωτας . Ποτέ δεν άκουγες γκρίνιες και διαπληκτισμούς μέσα στο σπιτικό του Νικόλα. Μετά τον θάνατο του πεθερού του, ο Νικόλας ανέλαβε το μικρό ρολογάδικο, αφού εν τω μεταξύ του είχε μάθει την τέχνη από τον πεθερό του.

Τα χρόνια περνούσαν, τα παιδιά μεγάλωναν, μα τον Νικόλα τον έτρωγε το μαράζι της πατρίδας. Τι κι αν οι δικοί του ήταν σκοτωμένοι? Ηθελε να γυρίσει, να βρει τον τάφο τους και να ανάψει ένα κεράκι. Ηθελε να δει για μια φορά το χωριό του, αφού εκεί είχε γεννηθεί. Η νοσταλγία, ο νόστος, κακό πράμα νάσαι ξενιτεμένος.....
Βέβαια όταν επιχείρησε να αρχίσει τη διαδικασία να φτιάξει διαβατήριο, διαπίστωσε πως δεν ήταν καθόλου εύκολο....Στην Ελλάδα τον θεωρούσαν "λιποτάκτη"!!!!! Αν και δεν έφταιγε ο ίδιος που τον είχαν πάρει οι Γερμανοί από την Ελλάδα προτού να υπηρετήσει φαντάρος, οι Ελληνικές αρχές τον θεώρησαν λιποτάκτη....
Γρήγορα εγκατέλειψε την ιδέα της επιστροφής στην Ελλάδα και σκέφτηκε να αναζητήσει κανέναν θείο, καμία θεία, τίποτα ξαδέλφια για να μάθει τι συνέβη στους δικούς του.....

Ετσι απευθύνθηκε στον ΕΕΣ (Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό)!
Μετά από χρόνια ερευνών ο ΕΕΣ βρήκε τα ίχνη της χαμένης του οικογένειας και του έστειλε μια χαρμόσυνη είδηση : Τα αδέλφια του ζούσαν!!!! Μόλις του έδωσαν τη διεύθυνση έστειλε ένα απερίγραπτο γράμμα γεμάτο αγωνία. Ηθελε να μάθει νέα τους. Γρήγορα πήρε απάντηση και από τότε άρχισαν να αλληλογραφούν με τα αδέλφια του. Η μητέρα τους είχε πεθάνει από τις κακουχίες του πολέμου. Γράμματα συγκίνησης, απερίγραπτα λόγια αγάπης που πήγαιναν κι έρχονταν με το ταχυδρομείο, συνοδεύονταν με τις φωτογραφίες των παιδιών που είχαν αποκτήσει τα αδέλφια του αλλά και των δικών του. Λες και μέσα από τα γράμματα να προσπαθούσαν τα αδέλφια να απαλείψουν τα χρόνια που τους είχε χωρίσει ο πόλεμος.
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες στους πολέμους. Αγριο πράμα ο πόλεμος.....

Αφού ο Νικόλας δεν μπορούσε να ταξιδέψει στην Ελλάδα για να μην τον πιάσουν για λιποτάκτη, αποφάσισε ο ένας του αδελφός να πάει να τον βρει στην Ιταλία. Πρώτη φορά ταξίδευε εκτός Ελλάδος και μάλιστα σε μια εποχή που στην Ελλάδα υπήρχε ακόμη η χούντα. Πήρε το καράβι από την Πάτρα και ξεμπάρκαρε με την οικογένεια στο Μπρίντιζι. Οι τοίχοι γύρω ήταν γραμμένοι με συνθήματα κατά της χούντας. Ρώτησε κάποιους Ιταλούς πως μπορούσε να βγει στο δρόμο για την μικρή κωμόπολη. Θυμόταν τα Ιταλικά από τον πόλεμο (όλοι όσοι έζησαν τον πόλεμο έμαθαν Ιταλικά). Μετά από 3 περίπου ώρες έφτασε.....
Που θα πήγαινε όμως? Ηταν βράδυ.... Πως θα γνωρίζονταν με τον αδελφό του? Από αμούστακα παιδιά είχαν χωρίσει.....Ξάφνου άκουσε μια φωνή στα Ιταλικά "zio" (θείε).....Ηταν μια νεαρή όμορφη κοπέλα....Ιδια η μάνα του. Μετά έμαθε πως την λέγανε Ελένη. Ηταν η κόρη του Νικόλα που τους έψαχνε. Είχε δει στο σκοτάδι τις Ελληνικές πινακίδες και κατάλαβε.....Οδηγούσε ένα μικρό αυτοκινητάκι. Μπήκε μπροστά για να τους οδηγήσει.....σε λίγη ώρα έφτασαν στο σπίτι του Νικόλα.....Οταν άνοιξε η πόρτα τα δύο αδέλφια ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ξεσπώντας σε λυγμούς....Μιλούσαν και οι δύο ασταμάτητα, χωρίς ανάσα, σαν να ήθελαν να πουν όλα αυτά που κρατούσαν στο μυαλό τους τόσα χρόνια.....

Ξημέρωσαν....κανείς δεν ήθελε να κοιμηθεί εκείνη τη βραδιά....Τα δύο αδέλφια προσπαθώντας να προλάβουν να πουν τις ιστορίες τους και τα υπόλοιπα μέλη προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν πως ήταν συγγενείς....Δύσκολες καταστάσεις....Δύσκολη και η επικοινωνία αφού ούτε οι μεν μιλούσαν Ελληνικά ούτε οι δε Ιταλικά. Στο τέλος όμως κατάφερναν να συνενοηθούν αφού εκείνη τη βραδιά όλοι μιλούσαν με τη γλώσσα της καρδιάς.....

Τα επόμενα χρόνια ήρθαν τα παιδιά του Νικόλα για γαμήλιο ταξίδι στην Ελλάδα και επισκέφτηκαν για πρώτη φορά το χωριό του πατέρα τους.....

Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ο Νικόλας να ξεπεράσει τις πολύπλοκες γραφειοκρατικές διαδικασίες με την στρατολογία (για την "λιποταξία"). Γέρασε πια και μοναχά τότε κατάφερε να δει για τελευταία φορά το χωριό του....
Το αδίκημα της λιποταξίας λέει αίρεται άμα γεράσει ο άνθρωπος...
Δύο φορές όλες κι όλες κατάφερε να επισκεφτεί την Ελλάδα.

Ολα του τα χρόνια ο Νικόλας τα έζησε με την πολυαγαπημένη του γυναίκα στην μικρή κωμόπολη της Ιταλίας. Περάσανε τα χρόνια κι εκείνη έμεινε κατάκοιτη για 4 χρόνια...Εκείνος σπάνια πια έβγαινε από το σπίτι. Προτιμούσε να της κρατά συντροφιά και να της μιλά κρατώντας τρυφερά το χέρι της, και εκείνη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια και αν και στο κρεββάτι του πόνου έκανε τα χωρατά της....
Ηταν γυναίκα που δεν ήθελε να στεναχωρεί και να επιβαρύνει τους άλλους...
....Και οι δυό τους εξακολουθούσαν να είναι ακόμη ερωτευμένοι όπως τον πρώτο καιρό.....
....Η κοινή τους ζωή κράτησε 55 ολόκληρα χρόνια.....
Οταν εκείνη έφυγε στα 90 της χρόνια, μετά από 8 μήνες την ακολούθησε κι εκείνος απαρηγόρητος από τον χαμό της....

Σήμερα τα παιδιά του Νικόλα και τα εγγόνια ζουν στην ίδια κωμόπολη της Ν. Ιταλίας, στο Αβελίνο, εκεί που πέρασε τα χρόνια του ο Νικόλας, αλλά μακριά από τους φυσικούς τους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα τους.
Είναι Ιταλοί πολίτες και δεν μιλούν την Ελληνική γλώσσα.
Το Ελληνικό επώνυμο είναι το μόνο που απόμεινε να θυμίζει την Ελληνική καταγωγή τους....
Ετσι χωρίζουν οι οικογένειες εξ αιτίας των πολέμων.
Αγριο πράμα ο πόλεμος.....
Πηγή:Δυοσμαράκι.
Ανιχνευτής: Eνδυμίων

28.10.15

ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΤΟΥ 1940 Τότε που οι Έλληνες δεν έλεγαν ΝΑΙ σε όλα!!

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συνφιλέλληνες!!!!!!!! σας καλημερίζω και εύχομαι σε όσους το αξίζουν Χρόνια Καλά, Καλή Μνήμη, και καλή επάνοδο στην Ελλάδα σε όσους το επιθυμούν και νοσταλγούν την πατρίδα. Ο νομπελίστας ποιητής μας ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ είχε πει το εξής:  ''Όπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει''. Ας μου επιτρέψει ο αείμνηστος ποιητής να  πω πως η φράση του δεν ήταν σωστή, το σωστό θα ήταν να έλεγε πως  ''Όπου κι αν πάω οι  Έλληνες με πληγώνουν'' η Ελλάδα γιατί να σας πληγώνει αείμνηστε Γιώργο Σεφέρη; Εκτός και αν αυτό εννούσατε. Ψάχνοντας σήμερα στο διαδίκτυο βρήκα αυτή τη συγκλονιστική ιστορία, παρακαλώ κάντε τον κόπο και διαβάστε το πιο κάτω κείμενο. Υ.Γ. Στην κ. Διοικητού που αύριο 28/10/15 έχει τα γενέθλιά της της εύχομαι ολόψυχα καλή αποστρατεία. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-Προμηθέας.

Ἕνα συγκινητικὸ ἡμερολόγιο ἀπὸ τὸ μέτωπο καὶ μιὰ φωτογραφία ποὺ ἀναζητεῖ τρία πρόσωπα

Πιστέψτε με. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα σχετικά με το Επος του '40 που μπορούν να με συγκινήσουν. Εχω διαβάσει αρκετά κι έχω ακούσει άλλα τόσα, όπως οι περισσότεροι εξ υμών άλλωστε, τα περισσότερα συγκινητικά. Εχω θαυμάσει τις αντοχές του ανθρώπου αλλά και τα ανδραγαθήματα των Ελλήνων, έχω συμπονέσει τους ηττημένους και σε μερικές περιπτώσεις τους νικητές.
Εχω αμφισβητήσει, όπως είναι του συρμού τελευταία, τη σκοπιμότητα του μεγάλου εκείνου πολέμου. Και έχω επιστρέψει με την ταπεινότητα του απλού αναγνώστη ξανά στις πρωτογενείς μαρτυρίες και στις λεπτομέρειες που συνθέτουν -ψηφίδες αυτές- έναν πίνακα με τόσα πρόσωπα όσα η ίδια η ιστορία βάφει με τα ανεξίτηλα χρώματα της μνήμης. Νόμιζα όμως ότι δεν θα ξαναβρώ την αθώα ματιά των 18 χρόνων, που όλα τα διαβάζει, όλα τα πιστεύει, όλα τα θαυμάζει. Πριν από δύο εβδομάδες επέστη η ώρα να αναθεωρήσω.

Οταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο "Ημερολόγιο από το Μέτωπο" του Μιλτιάδη Νικολάου το πρώτο σημείο που πρόσεξα είναι η σεμνή και επιμελημένη έκδοση από τον γνωστό εκδοτικό οίκο Κασταλία.
Ομως η αποκάλυψη ήρθε όταν άρχισα να το διαβάζω. Διότι δεν πρόκειται για μια ηρωική αφήγηση, για ένα ακόμη χρονικό κατορθωμάτων ενός πολεμιστή στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Είναι μόνο η πορεία της ψυχής του Μιλτιάδη Νικολάου από το Δίστομο στην Αλβανία και πάλι στο Δίστομο. Είναι τα όνειρα ενός 32χρονου νέου, είναι η ανάσα της ίδιας της ζωής όπως προσαρμόζεται στη δίνη του πολέμου και στη σκιά του θανάτου. Είναι όλες οι αξίες του ανθρώπου σε λίγες γραμμές, όλες οι δοκιμασίες του πνεύματος και του σώματος σε λίγες σελίδες, είναι η μορφή και το σχήμα του θαύματος που συντηρεί στην κόψη του το άτομο από τη μια και την κοινωνία από την άλλη.

Η γλώσσα στην οποία γράφει ο Μιλτιάδης Νικολάου είναι άμεση και περιεκτική. Λαϊκή και λόγια μαζί, αισθαντική, τρυφερή και σκληρή ταυτόχρονα, δυνατή, λιτή και όμως πλήρης πληροφοριών σε κάνει να νοσταλγείς την εποχή που η δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα παρήγαγε τέτοιους τεχνίτες/διανοούμενους.
Η αφήγηση είναι στρωτή και πολύ ενδιαφέρουσα. Είναι εντυπωσιακό και συνάμα διδακτικό πόσο ο απλός λόγος παράγει τέτοιο αποτέλεσμα όταν προέρχεται από ένα πλούσιο ψυχικό κόσμο. Δεν θα συνεχίσω με μια κριτική στο αφήγημα που του είναι βέβαια και παντελώς άχρηστη, καθώς το κείμενο μιλάει από μόνο του.
Μερικά όμως βιογραφικά στοιχεία για τον Μιλτιάδη Νικολάου, το τραγικό αυτό πρόσωπο, είναι απαραίτητα.

Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου γεννήθηκε στο Δίστομο το 1907. Μετά το Δημοτικό παρακολούθησε το Σχολαρχείο (το Λύκειο της εποχής). Το επάγγελμά του ήταν τσαγκάρης, υποδηματοποιός. Οταν έφυγε για το μέτωπο επίστρατος στις 28 Οκτωβρίου του 1940 σε ηλικία 32 ετών, ήταν ήδη παντρεμένος με την Κονδυλία Καίλη και πατέρας δύο κοριτσιών ενώ η γυναίκα του ήταν έγκυος σε ένα τρίτο.

Ο Μιλτιάδης Ν. Νικολάου επέστρεψε από την Αλβανία στο Δίστομο στις 3 του Μάη του 1941. Ομως η άγρια, η τραγική του μοίρα δεν είχε ημερώσει. "Στις 10 Ιουνίου του 1944 σφάζεται από τους Γερμανούς μαζί µε την αγαπηµένη του σύντροφο, τις δύο λατρευτές θυγα­τέρες του, και σώζεται η Νίτσα µέσα στον άγριο Εσπερινό της σφαγής του Διστόµου. Η Νίτσα πεντάρφανη επιβιώνει, παντρεύεται, γεννάει δύο γιους, ο πρώτος πήρε το όνοµα του, Μιλτιάδης Σφουντούρης, τώρα δικηγό­ρος, όπως και ο µικρότερος γιος ο Κώστας, µα κυρίως αποστάγµατα και οι δύο του βαθιόριζου και πολύτιµου ανθρωπισµού του παππού Μιλτιάδη", όπως αναφέρει ο Ευστάθιος Σταθάς στο επίλογο του βιβλίου.

Αυτή ήταν η μοίρα του Μιλτιάδη Νικολάου που βρέθηκε ανάμεσα στις μυλόπετρες της ιστορίας. Εκείνος και εκατομμύρια άλλοι αυτούς τους μαύρους καιρούς. Κι αν δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για τη χαμένη ζωή του, κάνουν ό,τι μπορούν για τη μνήμη του η μοναδική επιζήσασα κόρη του Νίτσα Σφουντούρη και οι εγγονοί του με την έκδοση αυτού του βιβλίου. Δεν είναι το ίδιο αλλά είναι κάτι. Για την ακρίβεια είναι κάτι πολύ μεγάλο και σπουδαίο...
Μια φωτογραφία αναζητεί τρία πρόσωπα
 Αυτή η φωτογραφία είναι συλλεκτική καθώς για πρώτη φορά δημοσιεύεται στο δίκτυο. Ο Μιλτιάδης Νικολάου είναι ο πρώτος από αριστερά. Οι υπόλοιποι τρεις είναι άγνωστοι στην οικογένεια του Μ. Νικολάου. Αν κάποιος γνωρίζει ποιοι εικονίζονται ή άλλες σχετικές πληροφορίες μπορεί να απευθύνεται στη viotia.
Ανιχνευτής Ενδυμίωνας.

27.10.15

ΛΑΜΠΡΟΣ ΑΗΔΟΝΟΧΩΡΙΤΗΣ ΕΝΑΣ ΥΠΕΡΟΧΟΣ ΕΛΛΗΝΑΣ Ένα μικρό αφιέρωμα σ' εκείνους τους Άγιους Ήρωες του ΟΧΙ Άραγε που να είναι οι Έλληνες σήμερα;

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί φιλέλληνες καλησπέρα και Χρόνια Καλά σε όσους το αξίζουν, η σημερινή ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε όλους εκείνους τους Έλληνες του 1940 που δεν ήταν σαν τους σημερινούς Ναιναίκους!!!!!!!!! που αν και γνώριζαν το τι σημαίνει ένα ΟΧΙ είχαν τα καρύδια να το πουν και να γράψουν τη δική τους ιστορία με χρυσά γράμματα. Υ.Γ. Εκείνοι οι Έλληνες ουδεμία σχέση έχουν με τον ενοικιαστή του Μεγάρου Μαξίμου που το ΟΧΙ του λαού το μετέτρεψε σ' ένα ταπεινωτικό ΝΑΙ σε όλα............... Ίσως ο Παππούς Λάμπρος τελικά να ήταν τυχερός που δεν έζησε αυτή τη ξεφτίλα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος-fuji Tomo Kazu.

Αναμνήσεις ενός απλού στρατιώτη του 1940

by Μια επίκαιρη, λόγω της εθνικής γιορτής, περυσινή και πολυαγαπημένη ανάρτηση, αφιερωμένη στους νέους φίλους του ιστολογίου που,  όπως κι εγώ,  αγαπούν  τις επετείους:
Στη ζωή μας  υπάρχουν άνθρωποι που μας σημαδεύουν. Για μένα ένας απ΄ αυτούς είναι ο παππούς μου ο Λάμπρος, που έφυγε απ΄ αυτή τη ζωή περήφανος, πλήρης ημερών και εμπειριών, την Πρωτοχρονιά του 2004. Από τον άνθρωπο αυτόν έμαθα (ελπίζω τόσο καλά ώστε να μου ’χει γίνει βίωμα ζωής) την αξία τού να μένεις αληθινά ζωντανός και δραστήριος, ανεξάρτητα από την ηλικία σου, μέσα από την καθημερινή  δραστηριότητα και τη συμμετοχή στα πράγματα. Αναγνώρισα τη σημασία τού να είσαι «παρών» στη ζωή, περιφρονώντας τα στερεότυπα του πολιτισμού μας, που καλλιεργούν τη  λανθασμένη αντίληψη ότι από τη μέση ηλικία και μετά οι άνθρωποι γίνονται σταδιακά ανήμποροι, ασθενείς και «απόντες» από την ίδια τους τη ζωή.
 Κάθε φορά που μιλούσε για τον Ελληνοαλβανικό πόλεμο τα μάτια του έλαμπαν. Ο χρόνος συνθηκολογούσε μαζί του και γύριζε πίσω, αφαιρώντας καμιά εξηνταριά χειμώνες από την κορμοστασιά του. Γινόταν και πάλι ο ευθυτενής τριαντάχρονος που η κήρυξη του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, βρήκε να κουβαλάει με το γάιδαρό του ένα φορτίο πατάτες και να το ανταλλάσσει με καλαμπόκι, κάπου κοντά στην Αγόριανη. Ηταν τέτοιο το κλίμα της εποχής, με τον κόσμο να περιμένει τον πόλεμο από ώρα σε ώρα να χτυπήσει την πόρτα του, που θυμόταν με λεπτομέρεια κάθε στιχομυθία, κάθε γκριμάτσα, κάθε εικόνα. «Καταλαβαίνω ότι εσύ θα πας στρατιώτης, εγώ όμως χρειάζομαι ακόμα ένα  τέτοιο φορτίο» του είπε η νοικοκυρά του σπιτιού που πήρε τις πατάτες. Όμως είχε ήδη κηρυχτεί επιστράτευση…
Με το γάιδαρο γύρισε στο χωριό του, το Αηδονοχώρι. Στην πλατεία, όπως κάθε φθινόπωρο «έβραζαν τα τσίπουρα». Καμιά εβδομηνταριά νέοι, ανάμεσά τους και ο ίδιος, είχαν επιστρατευθεί και έφευγαν για τα Γιάννενα, όπου χωρίστηκαν από τους επιτελείς ανάλογα με τις ανάγκες του στρατού.
Ο παππούς υπηρέτησε, μαζί με άλλους έντεκα Θεσσαλούς, στην τροφοδοσία. Μέχρι να εκπνεύσει ο  Νοέμβριος είχαν ήδη φτάσει στην πλημμυρισμένη από Ελληνες Κορυτσά, αναλαμβάνοντας τη λειτουργία του κεντρικού φούρνου της πόλης. Φούρνιζαν ψωμί σε 24ωρη βάση, χωρισμένοι σε δύο βάρδιες. Διέμεναν σε ένα κατάλυμα με έξι κρεβάτια, δίπλα στο φούρνο. Οι μισοί δούλευαν, οι άλλοι μισοί κοιμόντουσαν. Και στο χρόνο που μεσολαβούσε ανάμεσα στις φουρνιές έβγαζαν τα χιτώνια και τα έβαζαν μέσα στο φούρνο κι αυτά, για να εξολοθρεύσουν τις ψείρες που τους βασάνιζαν ασταμάτητα!
Αυτή την ειδική «περιποίηση», την πρόσφεραν και στους καταπονημένους φαντάρους της πρώτης γραμμής που έρχονταν για λίγες ώρες στην Κορυτσά για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα. Ξεψείριζαν με τη βοήθεια της θερμότητας από το φούρνο τα ρούχα τους, τους πρόσφεραν ένα από τα έξι κρεβάτια για λίγες ώρες ξεκούρασης και τους έδιναν να φάνε μακαρόνια, το μόνο φαγητό που υπήρχε σε αφθονία χάρη στις γεμάτες ζυμαρικά αποθήκες την ηττημένων Ιταλών! Βρασμένα σκέτα μακαρόνια ήταν το καθημερινό φαγητό των φαντάρων στην Κορυτσά, μεσημέρι – βράδυ. Γι΄ αυτό κι ο παππούς , από τότε δεν ξανάφαγε μακαρόνια στη ζωή του, όσο νόστιμα κι αν ήταν μεγειρεμένα.
Παρά την προσπάθεια του σώματος τροφοδοσίας, οι φαντάροι της πρώτης γραμμής πεινούσαν. Σ΄ αυτούς δεν έφταναν πάντα οι κουραμάνες και τα μακαρόνια και γι΄ αυτό συχνά αναζητούσαν οι ίδιοι με κάθε μέσο τροφή. Ενας φίλος του παππού, τσομπάνης στο χωριό όπως και οι περισσότεροι νέοι, έκλεψε ένα κατσίκι από ένα κοπάδι Αλβανών. Επιστρέφοντας στη  μονάδα του συνάντησε έναν άλλο πεινασμένο φαντάρο από άλλη μονάδα που επίσης αναζητούσε κάτι να φάει. Εκοψε επί τόπου το κεφάλι του ζώου και του το ΄δωσε για να το κάνει βραστό  στην καραβάνα. Για να τον ευχαριστήσει ο άλλος του χάρισε μια ξυριστική μηχανή της εποχής, την οποία φύλαξε για ενθύμιο  όλη του τη ζωή!
Ετσι και ο παππούς είχε κρατήσει από την Αλβανία και χρησιμοποιούσε με θρησκευτική ευλάβεια ένα χιλιοχτυπημένο παγούρι μεταλλικό. Επειδή είχε χάσει το πώμα κάπου στην Κορυτσά, είχε φτιάξει ένα άλλο από καλαμπόκι και το είχε πάντα μαζί του στα χωράφια και τα μελίσσια. Σήμερα είναι οικογενειακό μας κειμήλιο.
Κάπου προς το τέλος Μαρτίου του 1941, έφτασε στην Κορυτσά ο επικεφαλής στρατηγός Τσολάκογλου και ο παππούς μαζί με κάποιο συγχωριανό τον πλησίασαν. «Τι θέλετε παιδιά;» τους ρώτησε. «Τίποτα δεν θέλουμε στρατηγέ, απλά να σε δούμε» του απάντησαν, κοιτώντας τον με θαυμασμό. «Μην με κοιτάτε έτσι, σε λίγο καιρό θα χτυπήσουν οι Γερμανοί και θα καταλάβετε πώς  πάνε τα «κόπια» μας χαμένα», τους απάντησε.
Πράγματι, σε λίγο καιρό ήλθε το γερμανικό χτύπημα από τα ελληνοσερβικά σύνορα και ο στρατηγός Τσολάκογλου υπέγραψε τη συνθηκολόγηση. Ολοι οι επιστρατευμένοι του χωριού, ακόμα και αυτοί που πολέμησαν στο θρυλικό ύψωμα 731, γύρισαν πίσω ζωντανοί, περπατώντας για εβδομάδες χωρίς να τους πειράξει ο γερμανικός στρατός.
Δεν ξέρω αν «πήγαν τα κόπια τους χαμένα». Αυτό που ξέρω είναι πως ο παππούς μου ο Λάμπρος ήταν γεμάτος περηφάνεια που άγγιξε από κοντά την αληθινή ιστορία σ΄ αυτή της τη φάση. Αν και ήταν ένας από τους χιλιάδες ανώνυμους στρατευμένους της εποχής, το ότι υπηρέτησε στον πόλεμο του 1940 τον έκανε να νιώθει ότι συμμετείχε σε κάτι συλλογικό και μεγαλειώδες που ξεπερνούσε τον ίδιο και αυτό σημάδεψε τη ζωή του. Στις διηγήσεις του δεν υπήρχε το πνεύμα του ηρωϊσμού που διακατέχει τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, αλλά η ανθρώπινη ματιά του απλού στρατιώτη που ακολουθεί με εμπιστοσύνη τις εντολές, αγωνίζεται να βοηθήσει τον διπλανό του, πιστεύει στον κοινό αγώνα και στη βοήθεια της Αγίας Παρασκευής για να γυρίσει καλά στην οικογένειά του.
 Γι ΄  αυτό κι όλα τα εγγόνια του τού τηλεφωνούσαμε κάθε 28η Οκτωβρίου  σαν να ήταν η ονομαστική του γιορτή. Και ακόμα και τώρα, έξι  χρόνια από το θάνατό του, κάθε επέτειο του «Όχι» τον θυμόμαστε με αγάπη.

25.10.15

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΠΕΜΠΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ευχαριστούμε Μάνο Χατζιδάκι.

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, τα μέλη της ΟΚΡΑ που απαρτίζουν το τμήμα φιλοσοφίας και επικοινωνίας με το εσωτερικό ''υπερπέραν'', θα βρεθούν σήμερα στο Μουσείο της Ακρόπολης προκειμένου να συζητήσουν διεξοδικά το θέμα της Επικούρειας Φιλοσοφίας και όχι μόνο. Παρόντες θα είναι όλοι οι τρισάγιοι πατέρες με επικεφαλής τον σοφό Γεώργιο. Για τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης θα υπάρξει σχετική ενημέρωση από το παρόν ιστολόγιο. 
Συνεχίζουμε και σήμερα το αφιέρωμα στον Μάνο Χατζιδάκι. Καλή ανάγνωση και καλή ανάρρωση, με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος- Fuji Tomo Kazu.
Ποιο είναι το πρώτο και ποιο το σπανιότερο άλμπουμ του; Ιστορίες με υψηλό καλλιτεχνικό νόημα από τα βάθη της δισκογραφίας.
Από τον ΦΩΝΤΑ ΤΡΟΥΣΑ Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να προσεγγίσεις το έργο ενός δημιουργού, ενός συνθέτη - και βεβαίως του Μάνου Χατζιδάκι (1925-15/6/1994). Άλλοι βαθυστόχαστοι, θεωρητικοί, αναλυτικοί, και άλλοι πιο πεζοί και καθημερινοί. Όλοι χρειάζονται. Κυρίως όταν πίσω από κάθε «τρόπο» ξεπροβάλλουν γεγονότα και ιστορίες με ουσιαστικό ενδιαφέρον. Το πρώτο άλμπουμ του Μάνου Χατζιδάκι ήταν το 10ιντσο LP με τα έργα του "For a Little White Seashell" (1948) και "Six Popular Pictures (Ballet)" (1950), που κυκλοφόρησε περί τα μέσα της δεκαετίας του '50 στην Ελλάδα (μάλλον το 1955), ως παραγωγή της ολλανδικής Philips. Εκ πρώτης περίεργο, αλλά στην πράξη όχι, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν πρέσες στην Ελλάδα που να μπορούσε να «κόψουν» long plays. Έτσι η κοπή του δίσκου, όπως και τα τυπώματά του (εξώφυλλο, ετικέτες), γίνονταν εξ ολοκλήρου στην Ολλανδία. Η «Αχιβάδα» συμπυκνώνει τις απόψεις του Χατζιδάκι γι' αυτήν την περιλάλητη επικοινωνία λόγιου και λαϊκού ύφους, χωρίς ίχνος αισθητικής ανισορροπίας. Σπάνιο, οπωσδήποτε, κατόρθωμα ψυχικού κοντρόλ και ξεκάθαρης ματιάς από έναν άνθρωπο μόλις 22-23 ετών. Τα πρώτα μαζικά LP της ελληνικής δισκογραφίας δηλαδή ήταν δεκάιντσα και ολλανδικά και δεν σχετίζονταν, φυσικά, μόνο με τον Χατζιδάκι. Τότε «κόπηκε» και το πρώτο LP τού Βασίλη Τσιτσάνη (με την Μαρίκα Νίνου), ένα LP με «μουσικές δωματίου» των Καλομοίρη, Βάρβογλη και Σκαλκώτα και μερικά ακόμη. Πολύ ωραίες εκδόσεις με βαριά. πρωτογενή βινύλια και ωραία γυαλιστερά (laminated) front covers. Πότε ακριβώς κυκλοφόρησαν αυτοί οι δίσκοι και κυρίως εκείνος του Χατζιδάκι, που εδώ μας ενδιαφέρει; Οι πιο πολλές πηγές (ιντερνετικές και άλλες) γράφουν για. 1954, αλλά το πιο πιθανόν είναι τούτο να συνέβη το 1955. Κάπου το εδράζω αυτό. Σε κάτι που σχετίζεται με τους κωδικούς των ελληνικών δίσκων της Philips και παρότι έχει ένα κάποιο ενδιαφέρον η ιστορία, δεν νομίζω πως υπάρχει, τώρα, λόγος να μπούμε σε λεπτομέρειες. Μάνος Χατζιδάκις / Julius Katchen, από την εμφάνιση του δεύτερου στην Αθήνα το 1948 (πηγή: CD «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα/ Ο κύκλος του C.N.S.», 2003) Μάνος Χατζιδάκις / Julius Katchen, από την εμφάνιση του δεύτερου στην Αθήνα το 1948 (πηγή: CD «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα/ Ο κύκλος του C.N.S.», 2003) Το πρώτο έργο τού ολλανδικού LP, το «Για μια Μικρή Λευκή Αχιβάδα», ολοκληρώθηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι το 1948 κι εδώ αποδίδεται από τον πιανίστα Γιάννη Παπαδόπουλο (η κλασική ηχογράφηση του 1954). Ο Παπαδόπουλος δεν ήταν ο πρώτος διδάξας. Το έργο είχε παρουσιαστεί αρχικά στην Αθήνα το 1948 από τον διάσημο, στα χρόνια του, αμερικανό πιανίστα Julius Katchen - ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, 20 χρόνια αργότερα, το 1968, θα συνεργαζόταν με τους Rolling Stones στο "Rock and Roll Circus"! Το έργο αποτελείται από 10 χορούς και πρελούδια πολύ μικρής διάρκειας (το συντομότερο κομμάτι, ο «Μπάλος», διαρκεί λιγότερο από ένα λεπτό, ενώ το μεγαλύτερο, το «Εμβατήριο», λίγο πάνω από δύο). Γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις για τη «Μια Μικρή Λευκή Αχιβάδα» (από το booklet του σχετικού CD, του 2003): «Με μια έμφυτη απέχθεια προς το αισθηματικό παίξιμο, που συνήθιζαν στον καιρό μου οι πιανίστες και τα Ωδεία (και που δυστυχώς συνεχίζουν μέχρι σήμερα), η ΑΧΙΒΑΔΑ γράφτηκε με μια διάθεση, θα 'λεγα, αντιδράσεως. Αντιδράσεως στην ταλαιπωρημένη "μουσική ευαισθησία", στο με χρωματιστό μολύβι "αίσθημα" που καθορίζει ο δάσκαλος, στη σοβαροφάνεια διδασκάλων και μουσουργών και τέλος στην κάθε σκονισμένη αντίληψη, ευρωπαϊκής επαρχιακής καταβολής, γύρω από τη μουσική και την ερμηνεία της. Γι' αυτό η ΑΧΙΒΑΔΑ πρέπει να παίζεται με αυστηρή ρυθμική αίσθηση και με το προσδιορισμένο από τη γραφή του αίσθημα. Τα πέρα από τα προβλεπόμενα όρια, είναι και άχρηστα και επιβλαβή. Η ΑΧΙΒΑΔΑ είναι ένα έργο αντιρομαντικό, τουλάχιστον με την έννοια που 'διναν στη λέξη ο Copland και ο Prokofiev μεσ' απ' τη μουσική τους. Κάθε ερμηνευτική υπερβολή και ρυθμική αυθαιρεσία γελοιοποιεί τον ερμηνευτή και εξαφανίζει τη μουσική ουσία του». Μάνος Χατζιδάκις / Γιάννης Παπαδόπουλος, από την πρώτη ηχογράφηση της «Αχιβάδας», το 1954 (πηγή: CD «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα/ Ο κύκλος του C.N.S.», 2003) Μάνος Χατζιδάκις / Γιάννης Παπαδόπουλος, από την πρώτη ηχογράφηση της «Αχιβάδας», το 1954 (πηγή: CD «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα/ Ο κύκλος του C.N.S.», 2003) Η «Αχιβάδα» συμπυκνώνει τις απόψεις του Χατζιδάκι γι' αυτήν την περιλάλητη επικοινωνία λόγιου και λαϊκού ύφους, χωρίς ίχνος αισθητικής ανισορροπίας. Σπάνιο, οπωσδήποτε, κατόρθωμα ψυχικού κοντρόλ και ξεκάθαρης ματιάς από έναν άνθρωπο μόλις 22-23 ετών. Οι «Έξι Λαϊκές ζωγραφιές», η δεύτερη πλευρά του ολλανδικού 10ιντσου δίσκου, ολοκληρώθηκαν το 1950 κι ήταν ένα μπαλέτο για πιάνο, προορισμένο για το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Το έργο ήταν βασισμένο, ως γνωστόν, σε έξι αγαπημένα λαϊκά τραγούδια (με τη σειρά. «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη, «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη, «Ψιλή βροχούλα έπιασε» του Μητσάκη, «Η άμαξα μεσ' τη βροχή» του Χατζηχρήστου, «Μπαξέ τσιφλίκι» του Τσιτσάνη, «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Καλδάρα). Θυμάται ο Χατζιδάκις (από κείμενο του 1951, για το πρόγραμμα των εναρκτήριων παραστάσεων, που υπάρχει στο booklet του σχετικού CD από το 2003): «(.) Εκείνο που μας έκανε να χαρούμε πραγματικά τη συνεργασία μας ήταν οι ΕΞΙ ΛΑΪΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ πάνω σε τραγούδια του Τσιτσάνη και του Μητσάκη. Χορεύει ο Γριμάνης και χορογραφεί το ρόλο του, χορογραφεί η Μάνου και χορεύει η Γεωργαλά, γράφει το ποιητικό κείμενο ο Γκάτσος που θα ακουστεί στο ρόλο του Αφηγητή από το Βασίλη Διαμαντόπουλο, τα σκηνικά και τα κουστούμια φτιάχνει ο Γιάννης Μόραλης -που είναι η πρώτη του επαφή με τη σκηνογραφία- το θέμα και τη μουσική διασκευή έκανα του λόγου μου και την ενορχήστρωση ανέλαβε ο Αργύρης Κουνάδης. Ζεϊμπέκικα, χασάπικα, Συννεφιασμένες Κυριακές, παλικάρια και κοπέλες απελπισμένες, βροχές, καταιγίδες, φωτισμένα παράθυρα, σφυρίγματα, λιμάνια, όλα τα βλέπουμε προς το παρόν σ' ένα δωμάτιο που γίνεται η δοκιμή(.)». Στην ηχογράφηση, που λογικά γίνεται την ίδια μέρα μ' εκείνη της «Αχιβάδας» (κάποια στιγμή μέσα στο '54), παίζει πιάνο ο ίδιος ο συνθέτης. Ο Μάνος Χατζιδάκις στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», το 1951 (πηγή: CD «Μουσική για το ελληνικό χορόδραμα», 2003) Ο Μάνος Χατζιδάκις στις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές», το 1951 (πηγή: CD «Μουσική για το ελληνικό χορόδραμα», 2003) Και σ' αυτό το έργο ο Χατζιδάκις οδηγείται σε μια διαδικασία συσσωμάτωσης της «ελληνικότητας» στη λόγια πιανιστική φιλολογία, επεκτείνοντας, στην πράξη πια, εκείνα που είχε διατυπώσει ο ίδιος στην περίφημη εισήγησή του για το «λαϊκό τραγούδι» (ας το πούμε προς χάριν της συνεννόησης και «ρεμπέτικο») την 31η Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης. Όσους χατζιδακικούς συλλέκτες έχω ρωτήσει κατά καιρούς, όλοι μου έχουν πει πως το σπανιότερο LP του Μάνου Χατζιδάκι είναι η πρώτη έκδοση του «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» στην Columbia από το 1963. Το LP αυτό ήταν για χρόνια χαμένο, τουλάχιστον μέχρι το 1986, όταν έγινε η πολύ περιποιημένη βινυλιακή επανέκδοσή του (μια συνεργασία του Σείριου και της Columbia). Όπως σημείωνε και ο Μάνος Χατζιδάκις στο σχετικό ένθετο: «Έτσι έμεινα μ' έναν δίσκο στο χέρι, εξ ίσου (με το έργο) "εμπορικώς μη επιτυχή". Και χάθηκε κι αυτός με τη σειρά του, χάθηκαν και οι μαγνητικές ταινίες της εγγραφής, για να ξαναβρεθούν ύστερα από χρόνια κάποια αντίγραφα στα χέρια του Δημήτρη Ράνιου, χάρη στον οποίο έχουμε την ευκαιρία να εκδώσουμε ξανά το έργο και με. καινούργιο πρόλογο». Καθώς ακούω τις υπέροχες μουσικές και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», διαβάζοντας συγχρόνως το σχετικό σημείωμα του Νίκου Εγγονόπουλου, αναλογίζομαι τα τόσα διαφορετικά επίπεδα που θα μπορούσε ν' ανοίξει μπροστά σου μια τέτοια παράσταση και... σχεδόν ανατριχιάζω. Κυρίως για 'κείνο το φορτίο της ελληνικότητας, που, ενώ ήταν αυθεντικά κοσμοπολίτικο, διατηρούσε συγχρόνως όλη τη στόφα και τη σοφία τής αληθινής λαϊκής αφήγησης. Αυτή είναι η σωστή στάση. Να μην «φυλακίζονται» τα ευρήματα στα αρχεία των συλλεκτών, αλλά να υπάρχει μέριμνα ώστε να φθάνουν (όταν υπάρχει λόγος και ενδιαφέρον) στ' αυτιά των περισσοτέρων - καθότι ελάχιστοι άνθρωποι θα τολμούσαν να δώσουν (σήμερα ή παλιότερα) μερικές εκατοντάδες ευρώ, για ν' απολαύσουν μια «καθαρή» κόπια του συγκεκριμένου βινυλίου. Εντελώς πληροφοριακά να πω πως ένα «μέτριας» κατάστασης αντίτυπο του «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» πουλήθηκε στο eBay, το 2012, για 665 ευρώ! Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του άλμπουμ του Μάνου Χατζιδάκι «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» (1963) Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του άλμπουμ του Μάνου Χατζιδάκι «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» (1963) Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του δίσκου, το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» είναι μια μουσική κωμωδία με χορούς και τραγούδια, με την ηχογράφηση να γίνεται στο στούντιο της Columbia από την 27/10/1962 μέχρι την 15/7/1963 (τόσο πολύ διήρκεσαν οι εγγραφές!), με ηχολήπτη τον Νίκο Κανελλόπουλο. Στον δίσκο τραγουδούσαν η Ευγενία Βάλβη (μετέπειτα Συριώτη), ο. Γεώργιος Κωνσταντίνου (για τον ηθοποιό Γιώργο Κωνσταντίνου πρόκειται), η Ζωή Φυτούση και ο Σπύρος Σακκάς. Περαιτέρω συμμετείχε το φωνητικό κουιντέτο των Χαράς Σαββινοπούλου, Γιάννη Μανωλάκη, Γιάννη & Σπύρου Αγγελόπουλου, Σπύρου Σακκά, ενώ τη μουσική διδασκαλία των τραγουδιστών και της χορωδίας είχε η Έλλη Νικολαΐδου, με την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών και τη Χορωδία να διευθύνονται από τον Μάνο Χατζιδάκι. Άλλο όμως ο δίσκος και ό,τι ακούμε εκεί και άλλο το θεατρικό έργο - η μουσική κωμωδία. Θυμάται ο Μάνος Χατζιδάκις (από το πολύτιμο ένθετο τής έκδοσης του '86): «Η επιτυχία της "Οδού Ονείρων" το καλοκαίρι του '62 οδήγησε τον Γεώργιο Χέλμη -σύζυγο της Μαρίκας Κοτοπούλη και μέγα θεατρικό παραγωγό του εν δόξαις ΡΕΞ- και την τότε και πάντα θριαμβεύουσα Αλίκη Βουγιουκλάκη στην απόφαση να με πολιορκήσουν με μια δελεαστική πρόταση. Ν' ανεβάσουμε αμέσως στην χειμωνιάτικη περίοδο που ακολουθούσε τον "Καίσαρα και Κλεοπάτρα" του Μπέρναρ Σω με τη μορφή ενός μουσικού έργου. Και φυσικά. με τους όρους που επιθυμούσα αποδεκτούς εκ των προτέρων. Έξυπνος μεν, αλλά και αθεράπευτα μη πονηρός, την έ π α θ α για πολλοστή φορά. Και λέω "την έπαθα", γιατί η θεατρική επιχείρηση με την οποία συνεργάστηκα, άλλαξε πρόσωπο σαν πέρασε το πρώτο δεκαπενθήμερο της περιέργειας και της κοσμοσυρροής. Μια μουσική όχι και τόσον άνετη για εύκολη τέρψη θεατού, με απηχήσεις διανοουμενίστικου ευρωπαϊκού καφενείου κείνης της εποχής, σκηνικά και κοστούμια του Εγγονόπουλου, υπέροχα ζωγραφικά και γνήσια θεατρικά, αλλά χωρίς την επιθεωρησιακής υφής χλιδή που απαιτούσαν οι τότε ελληνικοί καιροί σε μια υπερπαραγωγή, σκηνοθεσία του Σολομού με κλασικές προδιαγραφές αλλά και με εμπνευσμένες αυθαιρεσίες (δεν είχαν φανεί ακόμα οι νεώτεροι σκηνοθέτες μας για να μας συνηθίσουν), και τέλος, μια Αλίκη με κατάμαυρα μαλλιά, πανέμορφη μεν, αλλά όχι ξανθειά όπως την είχαμε συνηθίσει. Όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να γίνουν αποδεκτά απ' το "ακριβό κοινό των τότε Αθηνών".(.) Υπήρξεν όμως κι ένα ακόμη γεγονός που επέδρασε νομίζω κατά πολύ στην αποτυχημένη πορεία των παραστάσεων. Είχα την ατυχή έμπνευση να γράψω για το πρόγραμμα ένα μάλλον ανόητο προλογικό σημείωμα, που αποκαλούσα τους έλληνες συγγραφείς η λ ι θ ί ο υ ς (.)». Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως Κλεοπάτρα (πηγή: facebook) Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως Κλεοπάτρα (πηγή: facebook) Τι είχε συμβεί; Διαβάζουμε σε ρεπορτάζ του Εμμανουήλ Βερμισσώ από την εφημερίδα «Εμπρός» της 17/11/1962: «Ανεξάντλητη πηγή για τις οικείες στήλες των εφημερίδων, ο Μάνος Χατζηδάκις πάντοτε. επίκαιρος, ήλθε και πάλι στην επικαιρότητα, λόγω σοβαράς διαμάχης με τον θεατρικό επιχειρηματία του θεάτρου Κοτοπούλη κ. Γ. Χέλμη. Το αποτέλεσμα ήταν η λύσις της υφιστάμενης συμβάσεως, και η οριστική παύσις της συνεργασίας του με τον θίασον Αλίκης Βουγιουκλάκη. Συγκεκριμένως στην δημοσιότητα ήλθεν: α) ότι ο κ. Χέλμης ηναγκάσθη να κοινοποιήσει την 25ην παρελθόντος Σεπτεμβρίου εξώδικον πρόσκλησιν προς τον κ. Χατζηδάκι επειδή καθυστερούσε την παράδοσι της μουσικής του "Καίσαρ και Κλεοπάτρα". Όταν δε την παρέδωσε ήταν αργά -την ημέρα της πρεμιέρας- και αφού αναγκαστικώς η διεύθυνσις του θεάτρου υποχρεώθη να προβή σε αναβολή της "πρώτης". β) ότι τούτο το γεγονός «εθύμωσε» -όπως ήταν φυσικό- τον Μάνο Χατζηδάκι, και εψύχρανε τις σχέσεις του με τον κ. Γ. Χέλμη, ενώ παράμενε αμετάβλητη η φιλία του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη γ) ότι στις 9 Νοεμβρίου οι κ. Χατζηδάκις και Γ. Χέλμης υπέγραψαν συμφωνητικό ότι λύεται αμοιβαίως η μεταξύ των σύμβασις, και παύει η σχέσις ως καλλιτεχνικού διευθυντού του θεάτρου του Μάνου Χατζηδάκι δ) το χειρότερον ότι: η διεύθυνσις του θεάτρου Κοτοπούλη απηυθύνθη στον καλλιτεχνικώς αντίπαλο του Χατζηδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη για να γράψη τη μουσική του έργου που ανήγγειλε ότι ετοιμάζει για να παρουσιάση μετά το "Καίσαρ και Κλεοπάτρα". Ως γνωστόν το έργο αυτό είναι ελεύθερη διασκευή της ουγγρικής κωμωδίας "Αδικαιολόγητη Απουσία", που θ' ανεβασθή με σκηνικά Γιώργου Ανεμογιάννη στις 7 Δεκεμβρίου. Ο Θεοδωράκης αρνήθηκε, λόγω ανειλημμένων υποχρεώσεων, αλλά το ρήγμα είχε μεγαλώσει. ε) ο Μάνος Χατζηδάκις υπεσχέθη εν τω μεταξύ, ότι ανεξαρτήτως των όσων συνέβησαν, θα γράψη λόγω φιλίας και εκτιμήσεως, άνευ αμοιβής και αποκλειστικώς για την Βουγιουκλάκη, ένα ή δύο τραγούδια για το καινούργιο έργο, χωρίς να έχη σημασία του ποιος συνθέτης θα κληθή τελικά να γράψη τη μουσική». Η παράσταση δεν «τραβούσε». Αυτή είναι η αλήθεια. Μπορεί να ξεκίνησε «εξαίσια» την 11/10/1962, αλλά μετά από λίγο πήρε την κάτω βόλτα, με αποτέλεσμα να μην τη βρουν ούτε οι γιορτές, αφού στις αρχές Δεκεμβρίου είχε πια αντικατασταθεί από την κωμωδία του Αλέκου Σακελλάριου «Χτυποκάρδια στο Θρανίο», που έκανε πρεμιέρα στο Ρεξ την 7 ή 8/12 (του '62). Δεν παίχτηκε δηλαδή ούτε δυο μήνες. Η αποτυχία ήταν λογικό να φέρει γκρίνιες και προστριβές, κυρίως ως προς το οικονομικό σκέλος του πράγματος. Τζαβαλάς Καρούσος (Καίσαρ), Αλίκη Βουγιουκλάκη (Κλεοπάτρα) (πηγή: facebook) Τζαβαλάς Καρούσος (Καίσαρ), Αλίκη Βουγιουκλάκη (Κλεοπάτρα) (πηγή: facebook) Όπως έλεγε και ο Μάνος Χατζιδάκις (πάντα από το «Εμπρός» της 17/11/1962): α) ο κ. Χέλμης θέλησε να υπαναχωρήση αδικαιολογήτως στο θέμα των ποσοστών μου, παρ' όλο που είχαμε γραπτή συμφωνία β) μου ζήτησε να γράψω τη μουσική του καινούργιου έργου εντός του Νοεμβρίου, παρ' όλο που είχα υποχρέωσι να γράψω μουσική άλλη, αλλά τον Ιανουάριο του 1963 γ) για τους δύο αυτούς λόγους διέλυσα την σύμβασί μας, και δεν θέλω να συνεργασθώ μ' ένα θέατρο που αρνείται να σεβασθή βασικούς όρους του συμβολαίου μας δ) ο κυριώτερος λόγος, που δεν θέλησα να λάβη μεγαλύτερες διαστάσεις η διαφωνία μας, ήταν η προσωπική μου φιλία με την Αλίκη Βουγιουκλάκη ε) κι αυτός ακόμη ήταν ο λόγος που είχα αποφύγη να φέρω στη δημοσιότητα τα ανωτέρω στ) τώρα, αναγκάζομαι να μιλήσω, γιατί διέρρευσαν στον τύπο πληροφορίες που «έθιγαν την αξιοπρέπειά μου». Το 1986, όταν επανεκδόθηκε για πρώτη φορά το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» θυμόταν ο Χατζιδάκις: «Σαν σταμάτησε ο κόσμος να γεμίζει το ΡΕΞ, ο Χέλμης έχασε το χαμόγελό του, σοβάρεψε και δύσκολα τον συναντούσε κανείς στους διαδρόμους του Θεάτρου. Κλείστηκε -που λένε- στο γραφείο του. Ο Εγγονόπουλος με κωνσταντινουπολίτικη ευγένεια κι ειρωνεία μου τηλεφωνούσε από το σπίτι του γι' ασήμαντες λεπτομέρειες γύρω από τον ετοιμαζόμενο δίσκο. Ο Σολομός άρχισε κιόλας να ετοιμάζει μια επόμενη θεατρική του απασχόληση. Και η Βουγιουκλάκη, μελαγχολικά ξανάγινε. ξανθιά, για να την αναγνωρίζουν τα παιδιά. Εγώ συνέχισα τις ηχογραφήσεις για το δίσκο χωρίς την Αλίκη μελαχρινή ή ξανθιά. Γιατί η Αλίκη ανήκε σε διαφορετική δισκογραφική εταιρεία από μένα (σ.σ. η Βουγιουκλάκη ηχογραφούσε για την Fidelity, ενώ ο Χατζιδάκις στην Columbia). Και η εταιρεία είναι Ε τ α ι ρ ε ί α . Δεν αστειεύεται». Σκηνικό του Νίκου Εγγονόπουλου για την παράσταση «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του 1962 (πηγή: LP «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», 1986) Σκηνικό του Νίκου Εγγονόπουλου για την παράσταση «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του 1962 (πηγή: LP «Καίσαρ και Κλεοπάτρα», 1986) Το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω ήταν η πρώτη εμφάνιση της Αλίκης Βουγιουκλάκης στο θέατρο ως θιασάρχισσα. Τη μετάφραση του έργου είχε κάνει ο Κώστας Σταματίου, ενώ τη σκηνοθεσία του είχε αναλάβει ο Αλέξης Σολομός. Οι πρωταγωνιστές πολλοί και διάσημοι. Εκτός από την Αλίκη Βουγιουκλάκη (Κλεοπάτρα), στο έργο εμφανίζονταν οι Τζαβάλας Καρούσος (Καίσαρ), Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Δήμος Σταρένιος, Τζόλυ Γαρμπή, Γιώργος Πάντζας, Γιώργος Κωνσταντίνου και πολλοί άλλοι. Πολύ ενδιαφέρον είχε και το σημείωμα του Νίκου Εγγονόπουλου για την παράσταση. Γράφει ανάμεσα σε άλλα: «Χρωστώ χάρη και στην δεσποινίδα Βουγιουκλάκη, και στον Μάνο Χατζιδάκι, και στον Αλέξη Σολομό, που με άφησαν ελεύθερο ν' αποκαταστήσω, στο θέατρο, την αλήθεια σχετικά με την εποχή, τον διάκοσμο, τα φορέματα ενός έργου με κεντρική ηρωίδα την Κλεοπάτρα. Είθισται παρόμοια έργα να τ' "ανεβάζουν", είτε στη σκηνή, είτε στον κινηματογράφο (όπως, λόγου χάριν, και στην τελευταία πολύκροτη ταινία με την Ελισάβετ Ταίυλορ) με μια παράξενη, αρκετών αιώνων, παρέκκλιση από την πραγματική τους εποχή. Πάντα σ' έναν φαραωνικό αιγυπτιακό ρυθμό, του τύπου "Αΐντας". Κι αυτό γιατί μέχρι σήμερα οι "πληροφορίες" των Δυτικών ειδικών "επιστημόνων" συστηματικά αποσιωπούσανε, απέκρυπταν την αλήθεια για την Πτολεμαϊκή Αίγυπτο, για την ελληνική Αλεξάνδρεια, για την επικράτεια των Λαγιδών.(.) Έφτασε πια ο καιρός να μας ξεφουρνίσουν ίσως αύριο, με κάθε επισημότητα, πως η Αγία Σοφία και ο διάκοσμός της, τα μωσαϊκά του Καχριέ-Τζαμί, είναι έργα. Τούρκων!(.) Οι Πτολεμαίοι είχανε ελληνική συνείδηση, ελληνικά έθιμα, μιλούσαν ελληνικά. Οι μεγάλες αιγυπτιακές πόλεις είτανε αμιγώς ελληνικές, και μόνο στην Αλεξάνδρεια υπήρχε μια κάποια μειονότης ελληνιζόντων Εβραίων. Αν η Αλεξάνδρεια δεν ήταν πόλις παλαιόθεν ελληνική, είτανε τουλάχιστον ελληνίς από της ιδρύσεώς της. Οι ντόπιοι, οι πραγματικοί Αιγύπτιοι απαρτίζανε τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας. Το καθαρά αιγυπτιακό Ιερατείο το είχανε όχι μόνο απόλυτα σεβαστεί οι Πτολεμαίοι, με τη γνωστή των Ελλήνων ανεξηθρησκεία, αλλά και το περιποιόντουσαν όλως ιδιαιτέρως, και από πολιτική και από δεισιδαιμονία(.)». Καθώς διαβάζω το κείμενο του Εγγονόπουλου, ακούγοντας συγχρόνως τις υπέροχες μουσικές και τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι από τον δίσκο («Σαραμπάντα», «Η μητέρα μου ήταν γάτα», «Κοιμισμένη πριγκήπισσα», «Ο Νείλος είναι μια πηγή».), αναλογίζομαι τα τόσα διαφορετικά επίπεδα που θα μπορούσε ν' ανοίξει μπροστά σου μια τέτοια παράσταση και. σχεδόν ανατριχιάζω. Κυρίως για 'κείνο το ελληνικό φορτίο της, που, ενώ ήταν αυθεντικά κοσμοπολίτικο, διατηρούσε την ίδιαν ώρα όλη τη στόφα και τη σοφία τής αληθινής λαϊκής αφήγησης. Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, αλλά θα το πω. Ανεπανάληπτες καταστάσεις!
Πηγή: www.lifo.gr

Ανιχνευτής ο Fuji Tomo Kazu.

24.10.15

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ Ευχαριστούμε Μάνο Χατζιδάκι.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναθλητές της σιωπής και της αποχής καλημέρα κ.ο.μ. Ξανά σήμερα στο filomatheia blogspot. gr MANOS XATZIDAKIS ευχαριστώ θερμά τους/τις φίλες και φίλους για τα καλά τους λόγια σχετικά με τις αναρτήσεις για τον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ συνεχίζουμε λοιπόν το αφιέρωμα σ' αυτόν τον υπέροχο Έλληνα, σ' αυτόν τον καταπληκτικό δημιουργό, Αριάδνη έχεις απόλυτα δίκο και για μένα  ''Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ'' είναι το αριστουργήμά του, είναι η πεμπτουσία των έργων του, φοβερή μουσική, ανεπανάληπτες ερμηνίες. Σας εύχομαι ξανά καλή ακρόαση και καλή ανάρρωση, με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.
Τα ευθύβολα λόγια του. Μια μικρή επιλογή από ρήσεις του Μάνου Χατζιδάκι 
AΠΟ ΤΗ ΧΡΥΣΑ ΓΙΑΜΟΥΡΙΔΟΥ
Για τον Έρωτα «Αν ξαναρχόμουνα στον κόσμο θα ήταν για να κάνω έρωτα και για το μόνο που θα λυπηθώ όταν θα φύγω, θα ΄ναι για τον έρωτα που θα χάσω.»
Για την Εξουσία «H εξουσία είναι μια εγωπαθής και ανεγκέφαλη κυρία που αγαπάει τους εραστές της και καταδιώκει όσους την αντιπαθούν και την εχθρεύονται.»
Για τη δόξα, το τραγούδι και τους «δήθεν» «Αδιαφορώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ. Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ' αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθέντες συνήθειές μας. Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.»
Για τον Θάνατο «Η ιδέα του θανάτου οδηγεί τον αληθινά ελεύθερο άνθρωπο στο να αντιληφθεί βαθιά μέσα του, πως η ύπαρξή Του έχει ημερομηνία λήξεως. Ο Άνθρωπος οφείλει να συμφιλιωθεί με την ιδέα αυτή κι όχι να αγκιστρώνεται από τη ζωή σε σημείο που να μη θέλει να φύγει-πράγμα που όλες οι θρησκείες εκμεταλλεύονται υποσχόμενες μελλοντική κι ατέλειωτη ζωή. Κι όμως είναι τόσο απλό, γι' αυτό και τόσο δύσκολο.»
Για κάθε λογής φασισμό «Βιώνουμε μέρα με την ημέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας που ή φοβάται ή δε σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος "αρχηγός" που θα ηγηθεί αυτού του κατάπτυστου περιεχομένου μας. Και τότε θα 'ναι αργά για ν'αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς - όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλλο. Είμαστε εμείς, εσείς και τα παιδιά σας.» 
Πηγή: www.lifo.gr

O Μάνος Χατζιδάκις μιλά στον Στ. Τσαγκαρουσιάνο
"Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι".Υπήρξε μια εποχή σ' αυτή την πόλη, που περπατώντας «πολλές φορές τη νύκτα» άκουγα τις αναπνοές των ανθρώπων απ' τ' ανοιχτά παράθυρα. Άκουγα τις ερωτικές τους συνομιλίες, τους ψιθυρισμούς τους, τις αγωνίες τους για τις ασήμαντες ή σπουδαίες υποθέσεις. Κι όσο απομακρυνόμουνα στις συνοικίες, τόσο πιο πολύ έμπαινα στη διαφάνεια του κόσμου τους. Τότε η παρουσία του ανθρώπου στις γειτονιές και τα περίχωρα ήταν παντοδύναμη. Όπως και η παρουσία του έρωτα. Ενός έρωτα που κυκλοφορούσε στον δρόμο και μετουσίωνε την πόλη ολόκληρη σ' ένα ερωτικό εργαστήρι. Σήμερα δεν υπάρχουν δρόμοι, δεν υπάρχουν ούτε νέοι για να αισθανθούν τον έρωτα και να τον ενσαρκώσουν. Η επικινδυνότητα του έρωτα -το πιο σπουδαίο ίσως συστατικό του- είναι στο δόσιμο, στον χαμό. Επικινδυνότητα δεν είναι το να βρεθείς σφαγμένος ένα πρωί αλλά το να διαλύσεις τα όρια του εγωισμού σου, χωρίς να ξέρεις το σημείο που θα φτάσεις. Δεν έχει αυτό σχέση με το αν κινδυνεύεις σε ύποπτες συνοικίες. Νοσταλγώ μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου. Η απανθρωπιά αυτής της πόλης είναι συνυφασμένη με τις μεγάλες της κλίμακες. Σήμερα δεν τολμάς πια να δοθείς. Αναγκάζεσαι διαρκώς να αλώνεσαι. Έχει διαμορφωθεί, δυστυχώς, μια άλλη ψυχολογία που πριμοδοτεί τον τυχοδιωκτισμό - ένα καθεστώς πια οριστικό. Η μεγάλη κλίμακα φέρνει την αθλιότητα, γιατί κάνει διάφανες και σκληρές τις οικονομικές αντιθέσεις, προκαλώντας την εγκληματικότητα ως απάντηση αυτού του φαινομένου. Ο υπερπληθυσμός των Αθηνών, σε μια πόλη ανάρχως οικοδομημένη, οδήγησε στην αρχιτεκτονική των εργολάβων, που ρίχνει τους ανθρώπους στη λάσπη και μπορεί να γεννήσει μόνον εγκληματίες. Τα δυόμισι εκατομμύρια αυτής της πόλης είναι τυχοδιώκτες της επαρχιακής Ελλάδας που έφερναν βία και ανασφάλεια. Υπάρχει μια κακή εκτίμηση των προοπτικών που θεωρεί την Αθήνα χρυσοφόρα γη. Ή υπάρχει μια χυδαία άποψη περί της επιτυχίας. Τώρα οι πλούσιοι τροφοδοτούν τα σκυλάδικα. Έχουν εξαφανιστεί οι ευγενικές μορφές. Αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από την επικράτηση του κιτς. Αρκεί να ρίξετε μια ματιά στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων: γκρανγκινιολική κατάσταση, κακοτυπωμένες -πλην έγχρωμες- φωτογραφίες με μάτια κόκκινα, σαν γιοι του Φρανκενστάιν. Δέστε τις φυσιογνωμίες. Δεν εκπέμπουν καμία ευγένεια, μόρφωση ή ήθος. Εξέλιπεν η αρχοντιά και η καλή παιδεία που εξομάλυνε κάπως τις διαφορές των πληβείων και των αρχόντων. Υπάρχουν, όμως, κάθε τόσο ευγενικές μορφές χαμένες στο πλήθος. Τις συναντώ καμιά φορά στις συναυλίες μου, σε διαλέξεις ή παραστάσεις. Είναι, όμως, αυτά πρόσωπα που έχουν οικειοθελώς αποχωρήσει ή ακόμα βάναυσα παραγκωνιστεί, χωρίς να παίζουν κανέναν ρόλο στη ζωή του τόπου. Πώς μπορεί να διορθωθεί αυτή η πόλη; Μόνο με τις σούπερ λουξ συνοικίες, σαν την Πλάκα της Μελίνας, που στην ουσία παραμένει απάνθρωπη και άξενη: ξαναφτιάχνονται για να γίνουν συνοικίες ορισμένων προνομιούχων, για να εντείνουν ακόμη περισσότερο τον διχασμό των στρωμάτων, για να διαλύσουν οριστικά την παλιά, λειτουργική διαταξική δομή της αθηναϊκής συνοικίας. Όταν ήμουν εγώ νεαρός φοιτητής, η Πλάκα ήταν το καταφύγιό μας για τις ωραίες, απλές στιγμές. Και φτηνές. Τότε δεν τρώγαμε στα ακριβά ρεστοράν, προτιμούσαμε την Πλάκα, όπου πίναμε και μιλούσαμε σε χώρους κατεξοχήν συνομιλιών. Η Πλάκα που γνώρισα δεν έχει να κάνει μ' αυτό το απαστράπτον λουξ. Κατά κανέναν τρόπο δεν θα δεχτώ τη μουσική κρίση ενός ζωώδους νέου, κι ας με ελκύει σεξουαλικά. Οι νέοι που μ' ενδιαφέρουν είναι αυτοί που με ανακαλύπτουν. Όπως κι εγώ, νεαρός, μες στην αγέλη της ηλικίας μου, ανακάλυπτα τους δασκάλους μου, έτσι θα 'θελα να με βρουν οι νέοι σήμερα. Μόνο μέσα από μια τέτοια παιδευτική σχέση, ανάμεσα στους παλιούς και τους νέους επίλεκτους, προχωρεί η ποίηση μέσα σ' αυτή την πόλη. Ο έρωτας σήμερα δεν είναι για μένα αποκλειστικά σεξουαλικός μηχανισμός. Με έλκουν οι νέοι που πρωτίστως νογάνε, αυτοί που θα εκπροσωπήσουν τη γενιά τους αύριο. Όπως η γέννηση ενός παιδιού είναι ένα διαβατήριο για τη μελλοντική γενιά (όταν δεν αποτελεί δημογραφικό στόχο, αλλά φυσική συνέπεια του έρωτα), έτσι κι αυτή η έλξη μου για τους επίλεκτους νέους διεκδικεί ένα διαβατήριο ποιητικής συνέχειας. Όμως υπάρχει αυτό το τίμημα της σεξουαλικής γνώσης: έχει χαθεί ο έρωτας ανάμεσα στους νέους. Υπάρχουν καλές κατασκευές, πολλές φορές μια ωραιότατη πράξη - έχει χαθεί η αδεξιότητα των παλαιοτέρων. Αλλά μαζί μ' αυτή έχει χαθεί και η ένταση μιας ερωτικής μυθολογίας, αφού όλοι «ερώνται» με εξαλλοσύνη μέσα από ασφαλιστικές δικλείδες. Παλιότερα οι άνθρωποι χάνονταν στον έρωτα, παραδινόντουσαν. Έχετε δει εσείς σήμερα να χάνεται κανείς από το πάθος; Ο κάθε έρωτας πρέπει να 'χει την υποψία ενός μεγάλου. Είμαι εξαίρετα μόνος προκειμένου να καταναλίσκομαι. Τη μοναξιά, έτσι όπως τη χρησιμοποιείτε, τη συνάντησα για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη - παλιότερα στην Ελλάδα δεν τη είχα ακούσει. Δέχομαι την ένστασή σας ότι άκουγα τότε τη λέξη «πείνα» και «επιβίωση». Αλλά σκεφτείτε ότι αυτό ήταν υγιέστερη κατάσταση. Στην Κατοχή το Δημόσιο Ψυχιατρείο είχε κλείσει και η έννοια των καρδιακών νοσημάτων ήταν σχεδόν άγνωστη. Θέριζε, βέβαια, η φθίση, που έγινε θρυλική με τη Μαργαρίτα Γκωτιέ. 
Νοσταλγώ μόνο δύο περιόδους στη ζωή μου: όταν ήμουν και στις δύο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφανισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου. Την πρώτη, ακριβώς μετά τον Πόλεμο, όταν οι μεγάλες ομάδες ξεχυνόντουσαν στους δρόμους κι εγώ ήμουν μια απίθανη μονάδα όλως ανυποψίαστη. Και άλλη μια φορά, στην Καλιφόρνια, το 1968. Απορείτε που νοσταλγώ την ανωνυμία και όχι έναν έρωτα; Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με τη διασημότητα. Όταν είμαι με κόσμο, είμαι αμήχανος. Κάθε φορά νιώθω έναν μικρό πανικό, που απλώς έχω τη δύναμη να μεταμφιέζω. Δεν υπερβάλλω που σας λέω πως μόνο αυτές οι δύο περίοδοι (η «Εποχή της Μελισσάνθης» και η εποχή της «Δεύτερης Μυθολογίας») ήταν οι κορυφώσεις της ζωής μου... Θυμάμαι ακόμα τη λεωφόρο Κάνυον, τότε το '68, που έδενε τα βουνά του Χόλιγουντ, γεμάτα σπίτια νέων που συζούσαν, που το βράδυ έπαιζαν μουσική, μοίραζαν free press, ενταγμένοι στο νεανικό κίνημα με την πρώτη πολιτική συνείδηση. Έγινα τότε φίλος με το συγκρότημα Jefferson Airplane κι έφυγα μαζί τους, χάθηκα για 6 μήνες μες στο Λος Άντζελες, το πνιγμένο στα ινδικά αρώματα. Για όλα αυτά τα παιδιά ήμουν απλώς ένας περίεργος Έλληνας που τους ακολουθεί. Αλλά εγώ, βλέπετε, ήμουν πολύ ρωμιός, πολύ αττικός για να χαθώ. Έτσι γύρισα στη Νέα Υόρκη. Όμως αυτές οι εποχές είναι οι μόνες που μπορώ να νοσταλγήσω - όλες τις άλλες σας τις χαρίζω. Συνέντευξη στο Στάθη Τσαγκαρουσιάνο το 1985.
Πηγή: www.lifo.gr
Aνιχνευτής Fuji Tomo Kazu

23.10.15

23/10/1925 23/10/2015 ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ 90 χρόνια μετά... Μα που πήγαν οι Έλληνες; Μα που είναι κρυμμένοι οι λεγόμενοι άνθρωποι του πνεύματος;

Φίλες και Φίλοι καλημέρα, ξανά σήμερα ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ το αφιέρωμα συνεχίζεται γι' αυτόν τον υπέροχο Έλληνα, αξίζει τον κόπο να διαβάσετε τα σταράτα λόγια ενός ακόμα υπέροχου Έλληνα και καταπληκτικού μουσικού, του ΓΙΏΡΓΟΥ ΖΑΜΠΕΤΑ για τον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ σκεφτόμουν σήμερα που είναι η επέτειος των 90 χρόνων από τη γέννηση του 23/10/1925 λόγω του αφιερώματος του δεύτερου προγράμματος της ΕΡΤ μήπως ο πρόεδρός της ο κ. ΤΣΑΚΝΗΣ θα έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη από τον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ  εκ μέρους των τότε υπαλλήλων της ΕΡΤ που χλέυαζαν αυτόν τον κορυφαίο συνθέτη επειδή τόλμησε να ξεβρομίσει τον κόπρο του Αυγέα, καλές οι τιμές σήμερα αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη λάσπη που είχαν ρίξει τότε, μιλάω για την εποχή του ΤΡΙΤΟΥ επίσης μήπως επιτέλους κάποιος φορέας θα έπρεπε να αναλάβει τη διωργάνωση του ετήσιου φέστιβαλ, -στα πρότυπα του εξωτερικού- για να τιμούμε τη μνημη του ΜΑΝΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ; Αυτό το φεστιβάλ μπορεί να συμπεριλάβει αρκετές πόλεις της Ελλάδας και κάθε φορά να ανακαλύπτουμε έναν καινούριο ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ μέσα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις των εκάστοτε καλλιτεχνών. Τί θα έλεγε γι' αυτή την πρόταση ας πούμε ο τραγουδοποιός ΑΛΚΊΝΟΟΣ ΙΩΑΝΊΔΗΣ; εννοώ στο να γινόταν αυτός που θα άναβε και θα συντηρούσε τη φλόγα αυτής της πρωτοβουλίας. Πριν σας παρουσιάσω το άρθρο για τον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ θα μου επιτρέψετε να σας παρουσιάσω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του DOMINIQUE EUDES με τίτλο  ''ΟΙ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΙ'' σελίδα 68 για κάποιους ΥΠΕΡΟΧΟΥΣ-ΜΟΝΑΔΙΚΟΥΣ ανωνυμους ΕΛΛΗΝΕΣ που στις 05/03/1943 ως νέοι Σπαρτιάτες όρμηξαν στις κάνες των όπλων των Γερμανοϊταλών στρατιωτών και αναρωτήθηκα: MA ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
''Οι διαδηλώσεις των δυο τελευταίων εβδομάδων κόστισαν ακριβά, οι Αθηναίοι όμως ετοιμάζονται για μιαν ακόμα φορά ν' αψηφήσουν τα αυτόματα.
Προσυγκεντρώσεις γίνοντε σε όλα τα σημεί της πόλης. Τα ρεύματα συγκλίνουν και η θάλασσα του λαού της Αθήνας προσκρούει από τις πρώτες πρωϊνές ώρες σε μια πρωτοφανή κινητοποίηση των Γερμανοϊταλων. Όταν η πρώτη φάλαγγα ξεπροβάλει στον χώρο της Ακαδημίας, τα αυτόματα αρχίζουν να βάλουν χωρίς διακοπή. Γερμανοί τοποθετημένοιστις στέγες, ρίχνουν χειροβομβίδες μέσα στη συμπαγή μάζα του πλήθους. Οι απώλειες είναι φοβερές. Μια δύναμη όμως αν΄ψνυμη και αποφασιστική, αναβλύζει από παντού και σπρώχνει και ποδοπατά τις πρώτες ζώνες ασφαλείας -200.000 άνθρωποι, το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Αθήνας, βαδίζουν με άδεια χέρια απέναντι στο χαλάζι των σφαιρών.
Ακόμα μια φορά, το κύμα αυτό στρέφεται προς το Υπουργείο Εργασίας, που έχει μεταβλγθεί σε πραγματικό φρούριο. Η φρουρά έχει δεκαπλασιαστεί και ένας λόχος Γερμανοί υποστηρίζουν τους Ιταλούς. Η πρώτη έφοδος των διαδηλωτών αποτυχαίνει κάτω από τα πυρά . Ύστερα από μια μικρη ταλάντευση, η μάζα ορμά, παράλογα, τρελά, ασυγκράτητα. Αέρα!!!!!!!!!!! Ούτε οι νεκροί ούτε το αίμα δεν αναχαιτίζουν αυτή την ορμή, το πλήθος καταυθύνεται στον στόχο του, συνεπαρμένο από τον ίλιγγο της εφόδου. Οι χειροβομβίδες και τ' αυτόματα δεν μπορούν πια να χρησιμοποιηθούν. Δυνάμεις ασφαλείας και διαδηλωτές ρίχνονται στην πάλη σώμα με σώμα. Η μάζα αρπάζει, ξεσκίζει, καταπίνει τους στρατιώτες. Για άλλη μια φορά, το υπουργείο παραδίνρται στις φλόγες.
Η αιματοχυσία εξακολουθεί στο τετράγωνο ώσπου όλα τα αρχεία και όλα τα γραφεία γίνοντε στάχτη.
Λίγες μέρες νωρίτερα, ο Χίτλερ είχε απαγγείλει με τσακισμένη φωνή τον επικήδειο των στρατευμάτων του Σταλινγκραντ. Δεν θα του είναι τώρα δυνατό να χαλαρώσει την πίεση του στην Ελλάδα και να αντλήσει από εκεί τις μονάδες που τόσο είχε ανάγκη στο Ρωσικό Μέτωπο. Χτυπάει με μανία τα πόδια του:
''Πρέπει να ξεμπερδέβουμε μ' αυτές τις ψείρες''.
Δεν θα ξεμπερδέψει όμως ποτέ.
Εδώ κλείνει το απόσπασμα και αρχίζει το δικό μου σχόλιο: Ποτέ; ποτέ μη λες ποτέ, αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει τότε το ζούμε τα τελευταία χρόνια. Φίλες και Φίλοι σε κείνους τους ΑΓΙΟΥΣ ΗΡΩΕΣ υποκλίνομαι με σεβασμό και δέος.

Και τώρα ας πάμε στον ΥΠΕΡΟΧΟ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Για τη σημερινή επέτειο του Μάνου Χατζιδάκι ΙΙ
Ένα συγκινητικό διήγημα του σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη.
Από τον ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗ
Την όπερα του Μότσαρτ τότε τη λέγαμε Μαγεμένο Αυλό και όχι Μαγικό όπως σωστά λέγεται σήμερα. Γι' αυτό και το εστιατόριο όπου σύχναζαν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και φιλότεχνοι όλοι το ήξεραν σαν Μαγεμένο Αυλό. Ήταν πασίγνωστο στην Αθήνα για το καλό φαγητό του, αλλά κυρίως γιατί τις βραδινές ώρες σύχναζε εκείνος. Έτρωγε συνήθως τορνεντό σωτέ και μετά έπινε τον εσπρέσσο του ρίχνοντας μέσα κάτι σαν ζαχαρίνη. Δεν ήταν ποτέ μόνος. Κατέφταναν σιγά - σιγά φίλοι και συνεργάτες που έκαναν έναν κύκλο γύρω του. Συνήθως μόνο άντρες. Μουσικοί, ποιητές, ζωγράφοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες γέμιζαν τις καρέκλες και τις έσερναν κοντά του. Ανάμεσα τους πού και πού και κάποιος νέος άγνωστος, λαϊκό παιδί, που δεν μιλούσε καθόλου. Αυτός καθόταν πάντα δίπλα του και έφευγε μαζί του. Άκουγε τις συζητήσεις χωρίς να πολυκαταλαβαίνει γιατί τα θέματα σχετίζονταν με την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Εκείνος κυριαρχούσε, όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Σαν να ήταν πρύτανης ενός προφορικού πανεπιστημίου του καφενείου, που λειτουργούσε μόνο τις βραδινές ώρες και είχε επιλεγμένους ακροατές. Χωρίς να στο λέει, καταλάβαινες αν ήσουν ευπρόσδεκτος ή όχι. Αν δηλαδή τις δυο-τρεις πρώτες φορές φαινόταν πως ταίριαζες, πως κολλούσες, γινόσουν τακτικός θαμώνας. Σαν να περνούσες από εξετάσεις. Έλεγε αστεία - τρανταζόταν πάντα από το γέλιο μόλις τα τελείωνε, έστω κι αν τα είχε πει δεκάδες φορές - αλλά και πολύ γοητευτικές ιστορίες για τη ζωή του στο θέατρο, τον κινηματογράφο και τη μουσική. Αξιολογούσε και την πνευματική ζωή μ' έναν πολύ προσωπικό τρόπο. Δεν ήταν μόνο οι θαμώνες αλλά και οι περαστικοί που για λίγο στα όρθια έλεγαν δυο κουβέντες μαζί του και χάνονταν. Αυτές οι συζητήσεις, κάτω από την ψωραλέα ακακία, στο μισοσκόταδο, σαν να είχαν κάτι από τα αρχαία συμπόσια. Ακουγόταν λόγος προφορικός και ελεύθερος που δεν στερεωνόταν με τη γραφή. Εκείνος δεν μιλούσε σαν δοκιμιογράφος, ούτε σαν σοφός, αλλά σαν μουσικός και ποιητής. Οι σκέψεις του είχαν πάντα κάτι ρευστό, συγκινητικό και ερωτικό. Όταν τον άκουγες, ενεργοποιούσες το είναι σου για να επωφεληθείς από τα λεγόμενα του. Κάθε Σάββατο, αργά το βράδυ, ένα γκαρσόνι του έφερνε το λογαριασμό της εβδομάδας μέσα σε κλειστό φάκελλο. Αυτός τον άνοιγε, κοιτούσε το νούμερο και ξεσπούσε σε γέλια. Μετά άνοιγε το τσαντάκι του, έπαιρνε το μπλοκ επιταγών, έγραφε το νούμερο και υπέγραφε. Επειδή το στυλό του ήταν με μελάνι, κουνούσε την επιταγή να αερίζεται για να στεγνώσει. Κάποιοι γνώριζαν πως πλήρωνε μια μικρή περιουσία κάθε εβδομάδα γιατί δεν άφηνε ποτέ κανέναν από την παρέα να πληρώσει ούτε μια δραχμή. Επιπλέον η φροντίδα του για τα γκαρσόνια ήταν πάντα διακριτική και γενναιόδωρη. Γνώριζε την οικογενειακή κατάσταση του καθενός και τους φώναζε πάντα με τα μικρά τους ονόματα. Δεν ήταν μόνο οι θαμώνες αλλά και οι περαστικοί που για λίγο στα όρθια έλεγαν δυο κουβέντες μαζί του και χάνονταν. Ο δρόμος μπροστά στον Μαγεμένο Αυλό δεν ήταν πολυσύχναστος κι εύκολα μπορούσες να ξεχωρίσεις τον κάθε περαστικό. Όπως το μηχανάκι με τους δυο καβάλα που σήμερα πηγαινοέρχονταν και κοίταζαν επίμονα. Η παρέα σκορπούσε τρεις - τέσσερις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Εκείνος πήγαινε με τα ποδια στο σπίτι του που ήταν κοντά. Ένα βράδυ, όταν ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος, δημιουργήθηκε ρεύμα και ο αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο. Άκουσε και το παράθυρο να κλείνει με θόρυβο. Μόλις άναψε το φως τα είδε όλα στο πάτωμα. Τους δίσκους, τα βιβλία, τα συρτάρια του. Από το ράφι έλειπαν το πικάπ και το μαγνητόφωνο. Πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο. Είδε τρεις να απομακρύνονται. Δεν ήταν εύκολη η φυγή τους. Ισορροπούσαν δύσκολα, φορτωμένοι τα λάφυρα, στο στενό περβάζι του διπλανού σπιτιού μεταξύ δευτέρου και τρίτου ορόφου. Με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο και με μικρά πλάγια βηματάκια προσπαθούσαν να απομακρυνθούν. Κινδύνευαν να πέσουν γιατί δεν είχαν από που να πιαστούν. Δεν καλόβλεπε τα πρόσωπα τους, αλλά η μία φιγούρα κάτι του θύμιζε. Το μόνο που ένιωθε ήταν αγωνία μην πάθουν τίποτα. Πώς να τους βοηθήσει; Η φωνή του βγήκε πνιχτά: - Προσέξτε...σιγά - σιγά, μη φοβάστε... Οι δύο κατάφεραν να περάσουν στη διπλανή ταράτσα και να εξαφανιστούν. Ο τρίτος δεν μπόρεσε να συνεχίσει και έπεσε. Τηλεφώνησε αλαφιασμένος να έρθει ασθενοφόρο. Μετά βγήκε τρέχοντας. Κατέβηκε τις σκάλες στα σκοτεινά, κινδυνεύοντας να τσακιστεί. Έφτασε στο φωταγωγό. Τον είδε και πλησίασε. Σφάδαζε, δε μπορούσε να κουνηθεί. Τον αναγνώρισε... - Παντελή... - Με συγχωρείτε, ντρέπομαι. Εγώ τους έφερα, ήξερα πως είστε στον Μαγεμένο Αυλό. - Κουράγιο, θά'ρθει το ασθενοφόρο σε λίγο. Πάω στην πόρτα να τους περιμένω μη χαθούν. Δεν θα ξέρουν πού να χτυπήσουν. Πού να μας βρουν στο φωταγωγό...Όλα θα πάνε καλά. Το ασθενοφόρο ήρθε γρήγορα γιατί διανυκτέρευε ο Ευαγγελισμός που ήταν κοντά. Δύο νοσοκόμοι τον έβαλαν στο φορείο προσεκτικά. Μπήκε κι αυτός μέσα στο αυτοκίνητο και κάθισε δίπλα του. Στο νοσοκομείο τον πήγαν για ακτινογραφίες. Διαπιστώθηκε κάταγμα στο δεξί του πόδι. Το έβαλαν στο γύψο. Μετά τον μετέφεραν σ' ένα δωμάτιο με τέσσερα κρεβάτια - οι άλλοι τρεις ασθενείς ροχάλιζαν. Οι γιατροί και οι νοσοκόμοι έκπληκτοι τον αναγνώρισαν και του μίλησαν με μεγάλο σεβασμό. - Είναι συγγενής σας; - Φίλος. - Τι ασφάλεια έχει; ΤΕΒΕ ή ΙΚΑ; Κοίταξε τον Παντελή που τώρα ένιωθε κάπως καλύτερα. - Έχω στο σπίτι το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Στο Σκαραμαγκά δουλεύω. Θα τηλεφωνήσω στην αδελφή μου να το φέρει. Άρχισε σιγά - σιγά να ξημερώνει. Κοιτάζονταν για ώρα. - Η αστυνομία θά'ρθει; Θα χάσω τη δουλειά μου. Αυτός κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. - Ησύχασε. - Θα πω στους άλλους να φέρουν πίσω το μαγνητόφωνο και το πικάπ. Σταμάτησαν να μιλάνε για λίγο γιατί στο δωμάτιο μπαινόβγαιναν νοσοκόμες που μετέφεραν κάποιον με καροτσάκι. - Δεν θα σε ξαναδώ στο νοσοκομείο. Σε λίγες ώρες θα φύγεις. Έχεις λεφτά για το ταξί; Ο Παντελής κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. - Να μου τηλεφωνήσεις, ο αριθμός δεν άλλαξε. Του χάιδεψε βιαστικά τα μαλλιά και βγήκε. Πρωινή Αθήνα. Άναψε τσιγάρο χωρίς να χρησιμοποιήσει τη μικρή πίπα που συνήθιζε. Βαθιές ρουφηξιές. Έξω από τον Ευαγγελισμό η ζωή ξυπνούσε. Πολλοί περίμεναν ν' ανοίξουν οι πόρτες για το επισκεπτήριο ψωνίζοντας κουλούρια, γλυκά και λουλούδια. Άγνωστες εικόνες γι'αυτόν σε μια ώρα που συνήθως κοιμόταν. Έφτασε στο Χίλτον. Στάθηκε απέναντι απ' τη μεγάλη προμετωπίδα που χάραξε πριν χρόνια ο φίλος του. Αυτή την ώρα, με αυτό το φως, τα χαράγματα του έμοιαζαν με αρχαϊκά. Κατηφόρισε τη Βασιλέως Κωνσταντίνου. Σκέφτηκε να στρίψει για καφέ στο Μαγεμένο Αυλό, που σχεδόν δεν έκλεινε ποτέ. Το καφενείο όμως με το πρωινό φως ήταν ένα άλλο καφενείο, άγνωστο σ' αυτόν. Μπαίνοντας στο σπίτι κάθισε στο πιάνο. Άρχισε να παίζει. Αργά στην αρχή, πολύ έντονα μετά. Αυτοσχεδίαζε για πολλή ώρα. Ο ίδιος ήταν απολύτως προσηλωμένος, σαν να εκτελούσε με ακρίβεια ένα συγκεκριμένο μουσικό έργο που το είχε μελετήσει για μήνες. Κι ας μην το γνώριζε, κι ας μην τό'χε ξανακούσει. Ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε να το ξαναπαίξει, πως αναδύθηκε ξαφνικά από μέσα του κι εξαφανίστηκε. Όταν τελείωσε αναρωτήθηκε, όπως όταν ήταν μικρός, από που έρχεται η μουσική; Και μετά, αφού την ακούσουμε, πού πάει; Μετά το λαχάνιασμα και την ένταση έπαιξε κάτι αργό, μια δική του σύνθεση, το Βαλς των Χαμένων Ονείρων. Το είχε γράψει πριν απο δεκαετίες για μια ελληνική ταινία της σειράς. Την ταινία τη ξέχασε, τη μουσική όμως την έπαιζε συχνά, τον συγκινούσε πάντα, παρ'όλο που δεν είχε χορέψει ποτέ στη ζωή του βαλς. Είχε ζητήσει να ταφεί μακριά από την Αθήνα. Όσο γινόταν πιο απλά. Όταν έφυγε απ' τη ζωή συνόδευσαν τη σορό του μόνο φίλοι και γνωστοί. Παρά την πανελλήνια συγκίνηση, ο κόσμος σεβάστηκε την επιθυμία του. Όλη η παρέα του Μαγεμένου Αυλού έδωσε το παρόν. Στο τέλος, ένας σαραντάρης με γκρίζους κροτάφους έμεινε μόνος πάνω απ' τον τάφο με τα λουλούδια δακρυσμένος. Δύο συνομήλικοι που στέκονταν παραδίπλα τού φώναξαν: ''Έλα, Παντελή, πάμε...''
Πηγή: www.lifo.gr
Ανιχνευτής ο Πεπέ-Πουφ-Ενδυμίων                                                                                                        

22.10.15

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΣΕΒΑΣΜΟΣ

Φίλες και Φίλοι καλησπέρα όπως σας είχα ενημερώσει με τη χθεσινή ανάρτηση θα συνεχίσουμε στο filomatheia blogspot.gr το αφιέρωμα στον ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ αυτή τη φορά μιλάει για τον συνθέτη-στοχαστή ο κ. ΣΤΑΘΗΣ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟΣ σας εύχομαι καλή ανάγνωση και καλή ακρόαση σε όποιες μελωδίες αποφασίσετε ν' ακούσετε. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος. 
Καθώς η Ελλάδα νοσεί εκ νέου, η απουσία του Χατζιδάκι γίνεται σχεδόν επώδυνη. Στο νέο κύκλο του άρρωστου δημόσιου βίου, οι παρεμβάσεις του θα ήταν κρίσιμες.
 Τον θαύμαζα βαθύτατα και του μιλούσα πάντα στον πληθυντικό, ενώ δεν το ήθελε. Θαύμαζα την ελευθερία του, πόσο αλλιώτικο, δριμύ, ακηδεμόνευτο, ιδιοφυές ήταν το βλέμμα του. Χιούμορ και κατανόηση είχε κάθε του κουβέντα. Υψηλή εννόηση. Χαριτωμένο πνεύμα. Τον θαύμαζα βαθύτατα και του μιλούσα πάντα στον πληθυντικό, ενώ δεν το ήθελε. Θαύμαζα την ελευθερία του, πόσο αλλιώτικο, δριμύ, ακηδεμόνευτο, ιδιοφυές ήταν το βλέμμα του. Χιούμορ και κατανόηση είχε κάθε του κουβέντα. Υψηλή εννόηση. Χαριτωμένο πνεύμα.
Από τον ΣΤΑΘΗ ΤΣΑΓΚΑΡΟΥΣΙΑΝΟ
Αποφεύγω να μιλώ προσωπικά για τον Μάνο Χατζιδάκι, για να μη φανεί ότι πάω να κλέψω κύρος. Το κάνουν πολλοί. Ακόμα και άνθρωποι που ξέρω ότι δεν τον ήξεραν. Αλλά σήμερα θέλω να το γράψω: ο Χατζιδάκις μού άλλαξε τη ζωή και κυριολεκτικά με έσωσε. Ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος που συνάντησα στη ζωή μου. Δεν εννοώ ότι με έσωσε συναισθηματικά. Αυτό το έχει κάνει για χιλιάδες Έλληνες. Το έχει κάνει για ολόκληρη τη μεταπολεμική Ελλάδα. Εμείς που μεγαλώσαμε στις επαρχίες, όπου υπήρχε απλότητα αλλά όχι λεπτότητα, υπήρχε γνησιότητα αλλά όχι σεβασμός στη φαντασία, υπήρχε ο ρυθμός της ανάγκης αλλά όχι ιδιαίτερη μέριμνα για τις ανάγκες του συναισθήματος ή της νόησης - για εμάς, στην επαρχία, ο Χατζιδάκις ήταν το παρήγορο πνεύμα που μας υπενθύμιζε ότι αυτό που ζούμε δεν ειναι η μόνη πραγματικότητα. Μόνος, σε αυτό το στεγνό περιβάλλον, άκουγα στο ραδιόφωνο τις εκπομπές του Τρίτου - έμαθα όσα ξέρω και ανέπτυξα μετά. Ο Χατζιδάκις έγινε ο τολμηρότερος στοχαστής της εποχής του - ο ουσιωδέστερος για τα ουσιωδέστερα. Και τα έβαλε με το Τέρας καθεαυτό, την ώρα που οι διανοούμενοι ασχολούνταν με το άνθος του λωτού Εννοώ ότι με έσωσε κυριολεκτικά. Τον συνάντησα πρώτη φορά στα 24 μου χρόνια. Κουτσοέγραφα τότε σε ένα περιοδικό που ασχολιόταν με μια εν πολλοίς άγνωστη έννοια: τη Νέα Οικολογία. Ήταν οπαδός. Με δέχτηκε στο μικροσκοπικό σπίτι που είχε τότε, στην οδό Φωκιανού. Του άρεσε αυτό που έγραψα. Του άρεσαν τρεις ξυραφιές τους κροτάφους μου (τάχα μου πανκ!). Νομίζω, διασκέδαζε με τον γενικό θυμό που με διακατείχε. Και κράτησε το τηλέφωνό μου. Ζούσα τότε την ηλικία μου, χωρίς να ξέρω πού θα με βγάλει. Και ψηνόμουν από γρίπη ένα απόγευμα που μου τηλεφώνησε ο Χατζιδάκις να μου πει ότι πρόκειται να βγάλει ένα περιοδικό κι αν θέλω να πάω να δουλέψω μαζί του, να κάνω συνεντεύξεις. Ήμουν όρθιος πάνω στο κρεβάτι και του μιλούσα. Αυτό ήταν το πιο άγριο όνειρό μου. Και μου προσφερόταν στο πιάτο. Ο Χατζιδάκις ήξερε τους πάντες από τη δημοσιογραφική ελίτ του καιρού, αλλά διάλεγε ένα άβγαλτο μειράκιο για το πρώτο του έντυπο. Έμεινα άυπνος όλο το βράδυ. Και μετά όλα άλλαξαν. Όχι γιατί μου έδωσε την ευκαιρία. Αλλά γιατί έτυχε να τον ζήσω έναν χρόνο από κοντά (κι αργότερα ως σεβάσμιο φίλο). Να γνωρίσω τον κόσμο του, τις αναφορές του, τις βάσεις της παιδείας του που αχνά είχαν εντυπωθεί μέσα μου από τα χρόνια του Τρίτου. Του άρεσε να είναι «δάσκαλος» κι εγώ, που ποτέ δεν είχα κάποιον να μου μάθει τι είναι πρώτο και τι δεύτερο, μάζευα ό,τι έπεφτε στο πάτωμα. Αποδελτίωνα κάθε όνομα που έλεγε, κάθε καλλιτέχνη - και τον έψαχνα μετά (τότε δεν υπήρχε το ίντερνετ!). Του άρεσε να εξηγεί, να ερμηνεύει -από τη μελαγχολία των φάδος μέχρι τον ζόφο της «Αυριανής»- με την «απλή, αφτιασίδωτη γλώσσα των Δοκιμών του Σεφέρη». Μάλλον αποστρεφόταν την επιδεικτική νοηματική κράμπα της γαλλικής σχολής που ήταν τότε της μόδας με τα ήξεις αφήξεις (αν και εκτιμούσε τη Ναταλί Σαρότ), αλλά έβρισκε ερεθιστική την αντιπαράθεση με τους «κουλτουριάρηδες». Του άρεσε να ξημερώνεται στο Πάρτυ, στο σπίτι του, συζητώντας. Τον θαύμαζα βαθύτατα και του μιλούσα πάντα στον πληθυντικό, ενώ δεν το ήθελε. Θαύμαζα την ελευθερία του, πόσο αλλιώτικο, δριμύ, ακηδεμόνευτο, ιδιοφυές ήταν το βλέμμα του. Χιούμορ και κατανόηση είχε κάθε του κουβέντα. Υψηλή εννόηση. Χαριτωμένο πνεύμα. Μέχρι που ο υπόκοσμος της «Αυριανής» πήρε κεφάλι και το «Κλικ» εμφύσησε αυτοπεποίθηση στα χαμηλά ένστικτα των Νεοελλήνων - εσωτερικοί μετανάστες που ζήταγαν εκδίκηση από τις κομμένες ρίζες τους οι περισσότεροι. Εκεί, ο Χατζιδάκις έγινε ο τολμηρότερος στοχαστής της εποχής του - ο ουσιωδέστερος για τα ουσιωδέστερα. Και τα έβαλε με το Τέρας καθεαυτό, την ώρα που οι διανοούμενοι ασχολούνταν με το άνθος του λωτού. Τότε η «Αυριανή», σχεδόν επίσημο όργανο της κυβέρνησης, έγραφε ότι πρέπει όλοι στο Τέταρτο να κάνουμε εξετάσεις για AIDS, διότι η "Μανού" μολύνει τα παιδιά των Ελλήνων - και έδινε έναν αριθμό τηλεφώνου για να πάρει όποιος θέλει να καταγγείλει τις πομπές του κίναιδου. Τώρα, που έχει φανεί ποιος ήταν ο επικίνδυνος, εμετικός φασίστας, και ποιος ο ποιητής, ίσως φαίνεται εύκολη η λύση της εξίσωσης. Όμως, τότε, δεν ήταν. Η «Αυριανή» του κυρίου Κουρή (με τον οποίο ο Νίκος Χατζηνικολάου κάνει τώρα μπίζνες) πούλαγε 350.000 φύλλα καθημερινά, το ΠΑΣΟΚ την είχε ευαγγέλιο, το σάπιο πανελλήνιο που σήμερα κλαίει στα πατώματα μετανιωμένο τότε χειροκροτούσε πρασινοφρουρούς, έμπαινε με τις λασπωμένες γαλότσες στα σαλόνια των αστών να πάρει εκδίκηση, χαχάνιζε με τα αισχρά, σκατολογικά στιχάκια του Μάνου Χάρη, φρικιούσε δήθεν, σουρωμένο μεταξύ διπλοπενιάς, παρτούζας και Μπαλαντάινς, με τα όργια στη βίλα του Ιόλα, ζητούσε αφρισμένο διορισμούς, αργομισθίες και επιδόματα, τα σκάνδαλα πολλαπλασιάζονταν, η κοινωνία αρρώσταινε (έτσι ακριβώς όπως έχει ξαναρρωστήσει σήμερα) και δήλωνε κουλ γι' αυτό. Ο Χατζιδάκις σε ορισμένους φαινόταν ένα εμμονικό, ένδοξο απομεινάρι. Και ήταν. Είναι. Είναι ένα από τα ευγενέστερα πρόσωπα που έβγαλε η Ελλάδα, μεταπολεμικά. Το πρωί που ξυριζόμουν για να 'ρθω στη δουλειά, το ραδιόφωνο έπαιζε μια μουσική του και μ' έπιασαν τα κλάματα. Πάντα πενθούμε τις μεγάλες απουσίες χρόνια μετά, σε μια ανύποπτη στιγμή. Σήμερα, συνειδητοποίησα το μέγεθος της ευεργεσίας που ήταν αυτός ο άνθρωπος στη ζωή μου. Μόνο δωρεά. Μόνο ομορφιά. Μόνο γενναιοδωρία. Και πράγματι ένιωσα ότι μου λείπει πολύ. Όσο ποτέ άλλοτε. Τίποτα δεν γεμίζει το κενό του.
Πηγή: www.lifo.gr