Σαν φύγω δεν θέλω αγάπη μου
Να κλαις μαρτυρικά στα λουλούδια που φύτρωσαν στον τάφο μου
Δεν θέλω να κλαις για μένα
Σαν φύγω δεν θέλω αγάπη μου τα δάκρυά σου
Να ποτίζουν τ ΄ αλαφρό τούτο το χώμα
Θέλω μόνο να με θυμάσαι που και που
Με νοσταλγία μονάχα κι όχι πόνο
Σαν φύγω να ξέρεις αγάπη μου δεν θα 'μαι νεκρός
Θα ζω κάπου για σένα και θα σε σκέφτομαι
Θα 'μαι αστέρι που θα σε οδηγεί σε κάθε
Νέο μονοπάτι, σε κάθε νέο έρωτα
Θα 'μαι νυχτοπούλι που θα σου κελαηδά ευλαβικά
Όλα τα βράδια εκείνα που είναι η χαρά μακριά
Σαν φύγω δεν θέλω αγάπη μου
Να ζεις στην καταχνιά του θανάτου μου
Δεν θέλω το μαύρο να κυκλώσει τη ζωή σου
Θέλω μονάχα να γελάς σαν παιδί
Σαν να σου μιλούσα για ένα ταξίδι πολύ μακρύ
Σαν φύγω δεν θέλω αγάπη μου
Να κλαις μαρτυρικά στα λουλούδια που φύτρωσαν στον τάφο μου
Μια ζωή ματαιότητας
Γεννιέσαι κλαίγοντας ανύποπτα με πόνο
Δεν διαλέγεις τίποτα, μετράς το χρόνο
Ο καιρός περνά γρήγορα, έχεις ακόμη δρόμο
Τις δυσκολίες της ζωής σου έδωσαν δώρο
Περίεργοι σε πλησιάζουν μα δεν τους βλέπεις
Μεγαλώνεις και σου λένε πως πρέπει να τρέχεις
Σε στηρίζουν όλοι λένε μα όλοι φεύγουν
Το παιχνίδι του κέρδους πάντα παίζουν
Χάνεσαι κυνηγώντας νεκρές και μαύρες σκιές
Ποτέ δεν πρόκειται να έχεις αυτό που θες
Όλα τα ωραία που σου έχει τάξει ο θεός
Θα τα βρεις μπροστά σου εμπόδια γιατί ήσουν καλός
Συνεχίζεις να υπάρχεις σε περνάνε για τρελό
Ελπίζεις σε κάτι ωραίο και πιο αβρό
Η μοναξιά σκεπάζει πάντα όσα ονειρεύτηκες
Να τολμήσεις να αλλάξεις ποτέ δεν σκέφτηκες
Βολτάρεις, ψωνίζεις, γεμίζεις σκουπίδια
Τα πάντα σε κουράζουν τα βλέπεις ίδια
Να νιώσεις μέσα σου ζωή δεν βρίσκεις τρόπο
Τελικά φεύγεις το ίδιο ανύποπτα σχεδόν γεμάτος τρόμο
Ο γιός της ελπίδας
Είδαν τα μάτια μου ανθρώπους διαφορετικούς,
να κυνηγούν μια ζωή απόκρυψης και μοναξιάς
χωρίς φίλους πραγματικούς
Τους μιλάς και χάνονται σ΄ ένα κόσμο
που δημιούργησαν μόνοι τους
καθαρά για να χωρέσουν σ' αυτόν την τρέλα τους
Πόσες πλατείες γεμάτες παιδιά και πόσοι δρόμοι
να μένουν θεατές αυτού που βλέπεις και κάνεις
άραγε πως νιώθεις που σκοτώνεις τη μοίρα;
ταξίδια με μια φυσαρμόνικα στο χέρι
κι αναζητάς κι εσύ όπως όλοι ένα άνθρωπο
κι αν έχει και μια κιθάρα καλώς θα περνάτε φίνα
όπως και να 'χει γυρνάς με τραίνα και λεωφορεία
χάνεις τα μάτια σου από τον κόσμο
προσπαθώντας απλά να ζήσεις όπως ονειρεύτηκες
σε μια πόλη γεμάτη σκόνη και μιζέρια
τραγουδάς στους περαστικούς όχι για λεφτά
νομίζεις πως έχεις ταλέντο και κάποιος θα σε δει
κάθε μέρα ρίχνεις το σάκο σου στην πλάτη
και τραβάς ποιος ξέρει για που ούτε και συ ξέρεις
σε φωνάζουν αλήτη και βρωμιάρη τυχοδιώκτη
μα η καρδιά σου κρύβει όλη την ύπαρξή σου
άντεξε λοιπόν ανύπαρκτε εραστή των δρόμων
F.G.Lorca
Ποιητή των ανέμων εσύ
Που θέριεψες σαν τον λεβάντε τον δικό σου
Παγκόσμιε άνθρωπε, της φύσης τέκνο
Αγωνιστή αθάνατε των κατατρεγμένων
Ζεις παντοτινά
Αγάπης έκφραση και αθωότητας καθάριας
Τραγούδι των χωριών της μεσογείου
Παιδί που αναζητά φιλί στη χαραυγή
Πλατεία γεμάτη στοργή για όλα
Πόσες αμμουδιές σε ζήτησαν;
Ελέους αναλαμπή και δάκρυ μιας αχτίδας
Αφρέ όλων των θαλασσών της νιότης
Σκιά και όαση στην έρημο της θλίψης
Στάλα της πιο φτωχής ηπείρου
Δεν κάηκε η θύμησή σου
Μποέμικα μεσάνυχτα
Τα σύννεφα στάζουν πάνω από το κεφάλι μας
Τα τελευταία δάκρυα που χύθηκαν
Για έναν έρωτα χαμένο
Το χώμα ρουφά αχόρταγα και τα δικά μας
Δάκρυα, χωρίς να νιώθει
Την παραμικρή ενοχή
Τα κόκκαλά μας μαζεύονται και κοιτούν
Διστακτικά το βαρύ φορτίο
Που μας καταπονεί
Στην προβλήτα η μυρωδιά του θανάτου
Απλώνεται απροκάλυπτα από τα
Σάπια ψάρια
Σου φωνάζει πως είσαι ο επόμενος
Στη μεγάλη λίστα των ανόητων
Που τα παράτησαν νωρίς
Τα τραγούδια των μεθυσμένων
Πνίγονται στον απόηχο της φουσκοθαλασσιάς
Κι ακούγονται σαν αδέσποτα
Ένα ανοιχτό παράθυρο σκορπίζει
Λιγοστό το φώς σ' ένα κόσμο
Βυθισμένο στη λάσπη
Νιφάδες Δεκέμβρη
Οι θολές σταγόνες της βροχής
Πέφτουν με δύναμη και σβήνουν
Καθρεφτίζοντας για λίγο τη λύπη
Για το χαμό του παλιού μας εαυτού
Χάρτινα δέντρα και σιδερένιες πλατείες
Τρίζουν στο βάρος μιας νεολαίας επίμονης
Οι δρόμοι βούρκος κι η σιγαλλιά δίνει
Τη θέση της στην επανάσταση
Γέλια βουτηγμένα στην πίκρα
Και μάτια που δεν θέλουν να ανοίξουν
Τρελαίνεται ο κόσμος, η πνοή που
Περιμένει νύχτα ψυχρή έγινε, μυστικό
Που δεν λέει να φανερωθεί
Κοιτώντας με εξαφανίζεσαι ξαφνικά
Και παρατάς κάθε ελπίδα για μποέμικα ξενύχτια
Κι είναι η ώρα περασμένη κι ο ουρανός
Ακόμη σκοτεινός και λες «δεν το αφήνουμε;»
Γυρίζεις προσέχεις τις φωτιές που σιγοκαίνε
Συνεχίζεις «δεν είναι αυτό έτσι;»
Όχι μα είναι μια αρχή έστω σάπια
Κάποτε είμαστε άνθρωποι
Κάποτε είμαστε άνθρωποι
Με καρδιές που αγαπούσαν
Αγωνιζόμασταν για να υπάρξουμε
Και να νιώσουμε τα πάντα
Κάποτε είμαστε αισθήματα
Δίχως φθόνο και αμαρτία
Αυτόφωτες μορφές ηρωικές
Νύχτες ξάστερες μ ΄ αστέρια
Κάποτε είμαστε ρήματα
Και ζούσαμε για το είναι
Ορθώναμε τα στήθια στον αιθέρα
Σε κάθε δυσκολία μαρτυρική
Κάποτε αγγίζαμε τα όρια
Κάθε κύμα κι όνειρο
Κάποτε είμαστε άνθρωποι
με καρδιές που αγαπούσαν
Ένας άνθρωπος, μια ψυχή
Πληγές του παρελθόντος
Κάποτε είχα μια αγάπη σαν τα ονείρατα του πένθους
Μια αγάπη καθάρια, τρυφερή, γεμάτη άνθους
Μια αγάπη αεράκι της πιο μαβιάς αυγής
Παλιά είχα έναν έρωτα παθιασμένο, μαγευτικό
Σαγήνευε την κάθε μου λέξη κι όλα τα σ' αγαπώ
Παλιά υπήρχε ένας άγγελος που μου στεκόταν πάντα
Ένα ποτάμι που με δρόσιζε τα καυτά τα πρωινά
Στον Ιστό σου
Ο καπνός σου απλώνεται στην καρδιά
Και πλακώνει κάθε αλλιώτικο και νέο
Φεγγαροπατάς σαν άλλη αλαφροΐσκιωτη
Αμετανόητη ψυχή διαβολική
Πληγιάζεις τον αριστερό μου ώμο
Θέλοντας να νεκρώσεις τον άγγελο
Που κρύβω μέσα μου σαν φυλαχτό
Είσαι βιβλίο με λευκές σελίδες αδιάβαστο
Αμετακίνητη φωτιά που με φοβίζει
Έρχεσαι κύμα να με πνίξεις στο βυθό σου
Και κλέβεις λίγο λίγο την ανάσα μου
Δεν μοιάζεις στην αγάπη που γνώρισα
Ν΄ αλλάξω τις μοναχικές σου τρίλιες δεν μπόρεσα
Αρνήθηκα να ζήσω χώρια σου
Κι ας ήξερα ότι με σκοτώνει ο έρωτάς σου
Κι έτσι η μόνη μου ελπίδα
Για ανάσταση έγκειται στο δικό σου
Φως, στο δικό σου σκοτάδι
Γνωστή Κατάληξη
Κι όπως μας αφήνουν όλα γρήγορα
όλα αυτά που ποτέ δεν είχαμε
λέμε μην φταίμε εμείς γι' αυτό
δεν βλέπουμε τη μοίρα των ψυχών
κι όπως μας ξεχνούν όλοι γρήγορα
όλοι αυτοί που ποτέ δεν αγαπήσαμε
λέμε μην φταίμε εμείς γι' αυτό
δεν νιώθουμε τη μοίρα των φιλιών
κι όπως μας γερνούν τα γεγονότα
όλα αυτά που μάταια προσέχαμε
λέμε μην φταίμε εμείς γι' αυτό
δεν βλέπουμε πως γατζωθήκαμε άδικα
κι όπως οι ώρες περνούν ασταμάτητα
όλες αυτές που αφήσαμε να φύγουν
λέμε μην φταίμε εμείς γι' αυτό
δεν καταλάβαμε τη μοίρα των ανθρώπων
Φτασμένοι Ήρωες
Βουλιάζει η καρδιά μας σε νερά μαύρα βαθιά
Τα μάτια βλέπουν ότι μίσησαν ξανά
Το κορμί αγγίζει μια σάρκα σάπια
Το στόμα φιλά χείλη κρύα, μελανά
Πόδια που περπατούν σε βάραθρα που τόσο φοβήθηκαν να περάσουν
Μυαλό που τυλίχθηκε από εφιάλτες που σιχαινόταν πάντα
Κρατώ με δυσκολία μια ψυχή αδύναμη και κλαίω
Όπως πεθάνανε οι μόνοι φαντάζομαι πως θα πεθάνω κι εγώ
Ένα παιδί είμαι κι όμως πορεύομαι σαν άντρας έμπειρος
Νομίζω θα τα κάνω όλα μεμιάς μα από αγάπη πληγώνω πόσο μωρός
Κάθε μέρα που περνά
Χάνω ένα κομμάτι μου και φτιάχνω άλλο
Χαράζω πορεία με λάθη βιαστικά
Το δρόμο ξαναχάνω. Δεν μετανιώνω ούτε θυμώνω
Στενάχωρα περνώ το χρόνο
Είναι που θέλω τόσο να ζήσω όπως πόθησα στον κόσμο
-
Λίγα λόγια για τον Βασίλη Πράσινο:
Γεννήθηκε το 1988 στα Τρίκαλα Θεσσαλία. Κατάγεται από το Ξυλοπάροικο και το Γοργογύρι του Δήμου Κόζιακα.Το 2006 αποφοίτησε από το 6ο Γ.Ε Λύκειο Τρικάλων και μπήκε στη Σχολή Μονίμων Υπαξιωματικών. Το 2008 αποφοίτησε. Το 2009 μπήκε στο τμήμα Λογιστικής του Α. Τ .Ε .Ι Ηπείρου στην Πρέβεζα όπου και φοιτά. Επίσης την ίδια χρονιά συμμετείχε στο Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής που διοργάνωσαν οι Εκδόσεις Μεταίχμιο με τη συνεργασία του κ. Γιώργου Ξενάριου. Γράφει ποίηση και διήγημα από το 2005.
Φίλες και φίλοι του filomatheia μετά την παρουσίαση του ποιητή Βασίλη Πράσινου – μισός Γοργογυραίος και μισός Ξυλοπαροικιώτης- σας παρουσιάζουμε το πόνημα ενός ακόμα μέλους της Λ.Ο.Γ.
Ως φαίνεται τα μέλη της Λ.Ο.Γ. έχουν πολλές ευαισθησίες και είναι πολυτάλαντα. Για "τεχνικούς λόγους" θα παρουσιάσουμε το νέο μέλος με το όνομα "Μοναχικός Περιπατητής". Το υλικό που θα σας παρουσιάσουμε είναι ένα μέρος του όλου έργου. Είχα την τύχη να διαβάσω αρκετά ποιήματα τα οποία ελπίζω να σας παρουσιάσουμε στο μέλλον. Καλό ταξίδι στα μονοπάτια της ποιήσης.
Πόνος και Δάκρυ
Αν είναι ο πόνος μου όνειρο για τους άλλους
Τότε κι εγώ θα ζω μόνο γι’ αυτό!!!
Αν είναι το δάκρυ μου σταγόνα της αγάπης
Τότε θα κλαίω ώσπου να αποκοιμηθώ!!!
Θα ζήσω
Και δεν φοβάμαι να ζω μοναχή
Σ’ ένα κόσμο που δεν υπάρχει αγάπη…
Και δεν φοβάμαι να πέσω κάτω
Να με πατούν σαν σκουπιδάκι σε ένα κάδο…
Και δεν φοβάμαι να δω τον ήλιο που πέφτει
Πάνω και με καίει κάθε λίγο…
Κι όμως φοβάμαι τους συνανθρώπους
Που τρέχουν σαν τρελοί στους δρόμους…
Κι αναρωτιέμαι που να πηγαίνουν
Δεν ξέρουν πως οι ΚΑΙΡΟΙ μας φεύγουν…
Κι αφήνουν πίσω μόνο συντρίμμια
Αθώα θύματα πνιγμένα μες στην μοίρα
Που τριγυρνάει, καραδοκεί
Κι όποιος της αντιστέκεται πονάει…
Κι όμως θα ΖΉΣΩ…, θα το φωνάξω
Τόσο πολύ που τελικά θ’ αναστενάξω!
Όλο τον κόσμο θα αγκαλιάσω
Και με μια ράβδο μαγικά θα τους αλλάξω…
Κι όμως θα ΖΗΣΩ… θα αγαπήσω
Και κάθε τι που μ’ έκανε να λυγίσω
Κι όλα αυτά λίγο πριν φύγω
Πριν ταξιδέψω για τον φίλο μου… τον Ήλιο
Μαριονέτα
Χίλια πράγματα, λάθη σφάλματα
Σημαδεύουνε την κάθε μου στιγμή
Κάπου κάθομαι και φαντάζομαι να’ μια
Μαριονέτα σε ΚΛΟΥΒΙ…
Μα τι να κάνω που η ζωή μ’ έκανε τυφλό
Πώς να ζητήσω να δω τον ουρανό.
Μα τι να κάνω που η ζωή μ’ έκανε τυφλό
Αφού όσα βλέπω δεν μπορώ να τα γευτώ…
Έτσι έζησα και έτσι θα ζω
Όπως με δίδαξε ο κόσμος μου εδώ
Να περνώ γύρω μου ότι βρω
Χωρίς να λέω ένα απλό ευχαριστώ
Μια μαριονέτα σε ένα κλουβί
Έτσι έκανα τη δική μου Ζωή!
Δίνω άρα υπάρχω
Δώσε ότι θέλεις και όχι ότι μπορείς
Και ότι και να δώσεις μάθε να το λησμονείς
Μοναξιά
Είναι βράδια που η μοναξιά μου δίνει μια αγκαλιά
Είναι νύχτες που η καρδιά ακούει τον φόβο να της μιλά
Περί Αγάπης
Αγάπη είναι να μου γελάς, να μου λες λόγια από καρδιάς
Αγάπη είναι μια αγκαλιά, να μου κρατάς το χέρι τρυφερά
Να μου μιλάς, να μ’ ακουμπάς μες στην ψυχή σου να με κουβαλάς
Να’ σαι η ανάσα μου, να’ σαι η σιωπή, μες στο σκοτάδι μου να λάμπεις εσύ
Αγάπη είναι όρκος ζωής που όταν τον δώσεις, πιστά ακολουθείς
Αγάπη είναι σεβασμός, να θες τον άλλον γι’ αυτό που είναι αυτός
Να μου μιλάς, να μ’ ακουμπάς μες στην ψυχή σου να με κουβαλάς
Να’ σαι η ανάσα μου, να’ σαι η σιωπή, μες στο σκοτάδι μου να λάμπεις εσύ
Η τελευταία μου ευχή είναι η αγάπη να με επισκεφθεί
Νωρίς αν έρθει θα’ μια εκεί μα αν αργήσει θα έχω κοιμηθεί…..
Μοναχικός Περιπατητής
Η φυγή
Ο ίδιος δρόμος τόσες φορές
από το σπίτι της γέννας στο σπίτι της τρέλας
εκεί που ξεκίνησες έγινες τώρα πια περαστικός
κι όταν πηγαίνεις μετράς μέρες για να έρθει ο γυρισμός
στην αυλή που έκανες τα πρώτα σου βήματα
στέκεσαι πια σαν ξένος στην εξώπορτα
θες να περπατήσεις όπως τότε που δεν είχες προβλήματα
που ήσουν παιδάκι και σε έλουζε ο ήλιος.
Λησμονείς τις φωνές που σε μάλωναν
τα σπασμένα κλαδιά από τα λουλούδια της γιαγιάς
λησμονείς τους καρπούς της γης
τον καρπό της ψυχής σου κάθε μέρα κοντά τους
μα τώρα γεννήθηκε στο νου σου η φυγή
να είσαι με ξένους για πάντα μαζί
να μην μοιράζεσαι μαζί τους καμία σου ευχή
να είσαι ανάμνηση κι αυτή λίγο πριν χαθεί
κι όταν θυμάσαι νιώθεις ξένοςδεν ξέχασες ποιος είσαι
κι όταν ξαναγυρίζεις κάτι πιο λίγο σε τρομάζει
χάνεται ο φόβος νικιέσαι νικάς και σε αλλάζει
κι εκείνο το δάκρυ πάγωσε πια
το βλέμμα σου δε θόλωσε στις ίδιες εικόνες
λες και απέκτησες καινούργια ψύχη
λες και από τότε πέρασαν αιώνες
δεν άλλαξαν οι φωνές τους
εσύ σκλήρυνες τη φωνή σου
κι έγινες ξένος για τις ψυχές τους
κι έγινες ξένος για το κορμί σου
και χάνονται όλα-όλα τα αισθήματα
οι αναμνήσεις ψυχρές φωτογραφίες
σε πνίξανε κι εσένα ψεύτικα προβλήματα
έκανες της ζωής σκοπό σου μια χούφτα αηδίες
Το τέλος
Τίποτα δεν άγγιξε αυτή την καρδιά
σαν τον άνεμο ακούμπησε κι έφυγε μακριά
κάθε γνωριμία μια συμφορά
και κάθε τέλος μια νέα ελπίδα κι απ την αρχή ξανά
γέμισες το ποτήρι μου με αισθήματα και όνειρα
του 'δωσες μια και το 'σπασες και σκόρπισαν αιώνια.
Με μια χεριά δικιά σου κ μια απ το συνεργό σου
μα χαίρομαι γιατί απ' ότι ζήσαμε τίποτα δεν έμεινε δικό σου
κάθε προδοσία είχε τη δικιά της μοιρασιά
κι αν το σκεφτείς κανένας δε φταίει
απλά καθυστέρησες να κοιτάξεις μπροστά
γιατί όσα ξέρει η ζωή κανείς δεν τα ξέρει
τέλος.....
Τίποτα δεν άγγιξε αυτή την καρδιά
σαν τον άνεμο ακούμπησε κι έφυγε μακριά
κάθε γνωριμία μια συμφορά
και κάθε τέλος μια νέα ελπίδα κι απ την αρχή ξανά
γέμισες το ποτήρι μου με αισθήματα και όνειρα
του 'δωσες μια και το 'σπασες και σκόρπισαν αιώνια.
Με μια χεριά δικιά σου κ μια απ το συνεργό σου
μα χαίρομαι γιατί απ' ότι ζήσαμε τίποτα δεν έμεινε δικό σου
κάθε προδοσία είχε τη δικιά της μοιρασιά
κι αν το σκεφτείς κανένας δε φταίει
απλά καθυστέρησες να κοιτάξεις μπροστά
γιατί όσα ξέρει η ζωή κανείς δεν τα ξέρει
τέλος.....
Η φυγή
Ο ίδιος δρόμος τόσες φορές
από το σπίτι της γέννας στο σπίτι της τρέλας
εκεί που ξεκίνησες έγινες τώρα πια περαστικός
κι όταν πηγαίνεις μετράς μέρες για να έρθει ο γυρισμός
στην αυλή που έκανες τα πρώτα σου βήματα
στέκεσαι πια σαν ξένος στην εξώπορτα
θες να περπατήσεις όπως τότε που δεν είχες προβλήματα
που ήσουν παιδάκι και σε έλουζε ο ήλιος.
Λησμονείς τις φωνές που σε μάλωναν
τα σπασμένα κλαδιά από τα λουλούδια της γιαγιάς
λησμονείς τους καρπούς της γης
τον καρπό της ψυχής σου κάθε μέρα κοντά τους
μα τώρα γεννήθηκε στο νου σου η φυγή
να είσαι με ξένους για πάντα μαζί
να μην μοιράζεσαι μαζί τους καμία σου ευχή
να είσαι ανάμνηση κι αυτή λίγο πριν χαθεί
κι όταν θυμάσαι νιώθεις ξένοςδεν ξέχασες ποιος είσαι
κι όταν ξαναγυρίζεις κάτι πιο λίγο σε τρομάζει
χάνεται ο φόβος νικιέσαι νικάς και σε αλλάζει
κι εκείνο το δάκρυ πάγωσε πια
το βλέμμα σου δε θόλωσε στις ίδιες εικόνες
λες και απέκτησες καινούργια ψύχη
λες και από τότε πέρασαν αιώνες
δεν άλλαξαν οι φωνές τους
εσύ σκλήρυνες τη φωνή σου
κι έγινες ξένος για τις ψυχές τους
κι έγινες ξένος για το κορμί σου
και χάνονται όλα-όλα τα αισθήματα
οι αναμνήσεις ψυχρές φωτογραφίες
σε πνίξανε κι εσένα ψεύτικα προβλήματα
έκανες της ζωής σκοπό σου μια χούφτα αηδίες
Τάσος