Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

7.2.17

Τι είναι ο έρωτας; Το συμπόσιο σε μια υπέροχη ηχογράφηση του 1961 Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί επισκέπτες του ιστολογίου σας καλησπερίζω, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να επισκεφτείτε την πιο κάτω ιστοσελίδα για ν' ακούσετε ένα μοναδικό ηχητικό ντοκουμέντο. Συγχαρητήρια στους υπεύθυνους του antiklidi.com γι' αυτό το υπέροχο και νοσταλγικό ηχητικό πανόραμα.

http://antikleidi.com/2016/01/20/simposio/ 

Ακούστε το “Συμπόσιο”, σε μια υπέροχη νοσταλγική ηχογράφηση του 1961, με σπουδαίους ηθοποιούς σαν τον Λυκούργο Καλλέργη και τον Νίκο Κουρκουλο, αλλά και με την επιμέλεια του μεγάλου Νίκου Γκάτσου. Θα σας αφήσει άφωνους
Ο νεαρός ποιητής Αγάθωνας κέρδισε το βραβείο στα Λήναια το έτος 416 π.Χ., επί άρχοντος Ευφήμου. Την επόμενη μέρα όμως κάλεσε σε συμπόσιο όλους τους εξέχοντες άνδρες της αριστοκρατικής τάξης της Αθήνας, επειδή την προηγούμενη μέρα δεν είχαν μπορέσει να παρευρεθούν στην γιορτή.
Στο συμπόσιο πήραν μέρος ο Αριστόδημος, ο Φαίδρος, ο Αγάθωνας, ο γιατρός Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας, ο Αριστοφάνης, ο Αλκιβιάδης και αργότερα ο Σωκράτης, ο οποίος αρχικά δίσταζε να παρευρεθεί και περίμενε έξω από την πόρτα ακούγοντας τα λεγόμενα. Η πρώτη μας επαφή με τον Σωκράτη γίνεται στο ενδιάμεσο του κειμένου, τη στιγμή που αυτός εμφανίζεται στο συμπόσιο. Οι παρευρισκόμενοι αποφασίζουν να περάσουν τη βραδιά όχι με άγριο φαγοπότι, αλλά όμορφα και διαλεκτικά, συζητώντας γύρω από ένα συγκεκριμένο θέμα. Το θέμα του συμποσίου είναι λοιπόν η αναζήτηση της υφής του έρωτα: «τι είναι ο έρωτας;»
Δομή του έργου
Σχεδόν ολόκληρος ο διάλογος είναι σε μορφή αφήγησης από τον Απολλόδωρο στον Εταίρο, έναν φίλο του στον δρόμο για την Αθήνα. Ο Απολλόδωρος άκουσε τη συζήτηση από τον Αριστόδημο, ο οποίος συμμετείχε στο συμπόσιο, και πιθανότατα ο Πλάτωνας έλαβε γνώση των λεγομένων από τον αδερφό του ή από τον ακατονόμαστο φίλο.
• Η συζήτηση αρχίζει με τον λόγο του Φαίδρου, που υποστηρίζει, ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ο έρωτας είναι αυτός που μας κάνει να κάνουμε τις ηρωικότερες πράξεις.
Ο Παυσανίας φέρνει τον έρωτα σε σχέση με την θεά Αφροδίτη, και υποστηρίζει ότι όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και την θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές. Ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.
Ο γιατρός Ερυξίμαχος από ιατρικής άποψης βλέπει τον έρωτα σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα.
Ο Αριστοφάνης επιχειρεί να αποδείξει την δύναμη του έρωτα με τον μύθο των σφαιρικών ανθρώπων, που ήταν ερμαφρόδιτοι. Είχαν τόσο μεγάλη δύναμη, που οι θεοί τους έκοψαν στην μέση και από τότε το ένα μισό αναζητάει το άλλο. (διαβάστε το λόγο του Αριστοφάνη, μαζί με μια υπέροχη εικονογράφηση ΕΔΩ)
Ο Αγάθων με μεγάλη ρητορική ικανότητα και με την βοήθεια λογικών αποδείξεων λέει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός. Προς τιμή του τραγουδάει και έναν ύμνο.
Εκείνη την στιγμή παρουσιάζεται ο Σωκράτης, ο οποίος λέει ότι δεν ξέρει να πει τίποτα. Η ιέρεια Διοτίμα όμως του ανέθεσε να μεταφέρει ότι ο έρωτας είναι ένας δαίμονας, που μεσολαβεί μεταξύ των θνητών και των αθανάτων.
Ξαφνικά εμφανίζεται ο Αλκιβιάδης, πολύ μεθυσμένος και με την μορφή ενός Διόνυσου. Όλοι οι παρευρισκόμενοι θέλουν να τους κάνει παρέα, αλλά ο Αλκιβιάδης στρέφεται μόνο στον Σωκράτη και τον επαινεί.
Η συζήτηση συνεχίζεται όλη τη νύχτα, και με άφθονο φαγητό και κρασί. Μόνον ο Σωκράτης παραμένει νηφάλιος, αν και πίνει περισσότερο από τους άλλους. Την επόμενη μέρα θα ξεκινήσει πρωί-πρωί για να κάνει τις καθημερινές του απασχολίες, μαζί με τον μαθητή του, τον Αριστόδημο.
Για το ραδιόφωνο: ηχογράφηση το 1961 Μετάφραση διασκευή του Θρασύβουλου Σταύρου Μουσική Μιχάλη Αδάμη Φλάουτο ντόλτσε Δέσποινα Μαζαράκη Ραδιοφωνική επιμέλεια Νίκου Γκάτσου Παίζουν οι ηθοποιοί: Λυκούργος Καλλέργης, Θάνος Κωτσόπουλος, Νίκος Χατζίσκος, Βασίλης Παπανίκας, Γρηγόρης Βαφειάς, Βύρων Πάλλης, Αγνή Καραβά, Ιορδάνης Μαρίνος, Νίκος Παπαναστασίου, Νίκος Κουρκουλος.
Πηγή: hradio-theatre , πληροφορίες/εικόνες: διαδίκτυο, επεξεργασία: Antikleidi

Edith Hamilton – Αθάνατη Ελλάδα. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Πεντακόσια χρόνια πριν από το Χριστό, σε μια μικρή πόλη, στις ακραίες παρυφές τού τότε πολιτισμένου και κατασταλαγμένου κόσμου, μια καινούρια, παράξενη δύναμη άρχισε να έρχεται στο φως.
Κάτι είχε ξυπνήσει μέσα στο νου των ανθρώπων πού ζούσαν εκεί κι αυτό το κάτι θα ’μενε πια γραμμένο στην μορφή του κόσμου ολόκληρου, κι ούτε οι αιώνες ούτε οι αλλαγές πού φέρνει η ιστορία θα είχαν τη δύναμη να σβήσουν τα βαθιά του σημάδια.

Αν είμαστε σήμερα διαφορετικοί, κι αν νιώθουμε διαφορετικά, το χρωστάμε σ’ ότι δημιουργούσε επί ένα δυο αιώνες εκείνη η μικρή πολιτεία, —- πάνε δυο χιλιάδες τετρακόσια χρόνια τώρα.
Ήτανε κρίσιμη η στιγμή.
Πολιτισμοί παλιοί, ισχυροί, είχανε εκλείψει και χαθεί, κι η σκιά τς άγνοιας πλανιότανε πάνω απ’ τη γη. ο κόσμος πορευότανε ξανά προς μια εποχή άγρια, και σκοτεινή, και βάρβαρη…
Κι όμως στο κέντρο αυτής τής σκοτεινιάς, μια μικρή Ιστία πνευματική φούντωνε σιγά σιγά και σπίθιζε: στην πόλη των ’Αθηνών ένας καινούριος πολιτισμός γεννιότανε, πού η Ανθρωπότητα ως τότε δεν είχε ξαναδεί.

Πώς έγινε αυτό;
Έχει σημασία για μας να το γνωρίσουμε.
Αυτό πού ανακάλυψαν οι Έλληνες, κι ο τρόπος με τον όποιο το ανακάλυψαν, κι ο τρόπος με τον όποιο έφεραν στο φως έναν καινούριο κόσμο μέσα από τα χαλάσματα ενός παλιού πού μόλις είχε γκρεμιστεί, μπορεί να είναι χρήσιμο και σέ μας πού είδαμε χτες έναν ολόκληρο κόσμο να καταρρέει μέσα σε δυο δεκαετίες.
Πραγματικά.
Στο χάος και στη σύγχυση τού σύγχρονου καιρού μας αξίζει να μελετήσουμε πολύ σοβαρά πώς οι Έλληνες κατόρθωσαν να πετύχουν μια τέτοια διαύγεια στη σκέψη τους και μια τέτοια σταθερή τελείωση της τέχνης πού δημιούργησαν.
Άλλες είναι βέβαια οι συνθήκες πού τότε αντιμετώπιζαν, μα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου πώς όσο κι αν αλλάζει το φλούδι τής ζωής η ουσία της μένει ίδια και πώς ένα είναι το βιβλίο πού πρέπει να διαβάζουμε αν θέλουμε σωστά ν’ αποφοιτήσουμε απ’ το σχολείο τής ανθρώπινης εμπειρίας: ο Άνθρωπος.
Τα μεγάλα βιβλία, παλιά και σημερινά, δεν είναι παρά το απόσταγμα τής γνώσης τής ανθρώπινης καρδιάς, και τα μεγάλα έργα δεν είναι παρά η επίτευξη μιας ισορροπίας στη σύγκρουση ανάμεσα στις επιταγές τού εξωτερικού και τού εσωτερικού μας κόσμου.
Κρίμα.
Απ’ όσα έφτιαξαν οι Έλληνες λίγα έχουν φτάσει ως εμάς και δεν έχουμε τρόπο να εξακριβώσουμε αν είναι κιόλας ότι καλύτερο είχαν δημιουργήσει. Στους μεγάλους σπασμούς τής ιστορίας οπού επικρατεί μονάχα ο νόμος τού Δυνατού δεν υπάρχει κι άλλος ένας νόμος να πού διασφαλίζει την επιβίωση τού ωραίου.
Μα όσα λίγα διατήρησαν για χάρη μας οι ιδιοτροπίες των καιρών και οι συντυχιές των περιστάσεων μοιάζει να δίνουν το μέτρο τής υψηλότερης στάθμης στην οποία είναι δυνατόν ποτέ να αναχθεί το κάθε τι πού άγγιξε ο Ελληνικός πολιτισμός.

Την γλυπτική τους, τίποτα δεν την συναγωνίζεται.
Την αρχιτεκτονική τους, κανένας δεν την ξεπέρασε.
Την γραμματεία τους, ποιος θα την φτάσει;
Τί έχει απομείνει απ’ όλον τούτο τον τεράστιο αισθητικό πλούτο;
Γκρεμίστηκαν τα κτίρια, παραμορφώθηκαν τα Αγάλματα, έσβησαν οι ζωγραφιές κι απ’ τα γραφτά λίγα έχουν σωθεί.
Κι όμως. Πάνω σ’ αυτά τα συντρίμμια των όσων προ υπήρξανε, ο κόσμος έμαθε να κτίζει, γιατί επί δύο χιλιάδες χρόνια δεν είχε τίποτα καλύτερο. Τούτα τα λιγοστά κατάλοιπα της πανώριας Ελληνικής οικοδομής στάθηκαν έμπνευση και πρόκληση στον άνθρωπο κι είναι ακόμα ότι πιο πολύτιμο κατέχει ο Δυτικός πολιτισμός.
‘Ότι έφτιαξαν οι Έλληνες το έχει υιοθετήσει πια ολόκληρη η άνθρωπό της, και δεν υπάρχει σήμερα κανένας πού να αρνείται στο Ελληνικό πνεύμα την πλήρη δικαίωσή του.
Εκείνο όμως πού δεν είναι τόσο γνωστό και πού συχνά παραγνωρίζουμε, είναι οι αιτίες πού οδήγησαν σ’ αυτές τις επιτεύξεις. Συνηθίσαμε, στον καιρό μας, να μιλάμε για το Ελληνικό θαύμα και να θεωρούμε την ξαφνική άνθιση τού Ελληνικού πνεύματος σαν κάτι πού δεν έχει ρίζες πουθενά και πού δεν μπορούμε να το αποδώσουμε σε καμιάν αίτια. οι ανθρωπολόγοι μάλιστα προσπαθούνε να μας μεταφέρουνε με το στανιό πίσω σέ κείνα τ’ άγρια δάση οπού έχει την προέλευσή του κάθε τι το ανθρώπινο και να μας πείσουν πώς εκεί γεννήθηκε και κάθε τι το Ελληνικό.
Μ’ άλλο είναι ο σπόρος και άλλο το λουλούδι.
Η τραγωδία, λένε, τι άλλο είναι παρά συνέχεια πρωτόγονων ιεροτελεστιών χαμένων στα βάθη των αιώνων; Μα να είναι τάχα μόνον αυτό; Κανένας ως τώρα δεν πρόσφερε μίαν ιστορική γεφύρωση ανάμεσα σ’ εκείνες τις άγριες τελετές και στο συγκροτημένο οικοδόμημα τής πραγματικής Ελληνικής Τραγωδίας, ενώ υπάρχει αυτή η γέφυρα, και υπάρχει και η ερμηνεία. ’Αποφεύγουμε απλώς την ευθύνη παρουσιάζοντας την Τραγωδία σαν ένα θαύμα απρόσμενο. Η πνευματική και αισθητική δραστηριότης πού μέσα σ’ ελάχιστα χρόνια έκανε την ’Αττική εποχή να μην συγκρίνεται με καμιάν άλλη εποχή στην ιστορία δεν είναι ανεξήγητη…

Σήμερα όλοι συμφωνούμε πώς η Ελλάδα ανήκει στον κόσμο τον Αρχαίο. Κάθε φορά πού ο ιστορικός πάει να τραβήξει μια γραμμή ανάμεσα στον κόσμο τον παλιό και τον κόσμο τον καινούριο, τοποθετεί τούς “Έλληνες στον κόσμο τον παλιό, γιατί εκεί, λέει, ανήκουν.
Κι εκεί βέβαια ανήκουν χρονικά, αλλά, μονάχα από πλευράς αριθμήσεως τον αιώνων. Αν κοιτάξουμε βαθύτερα μέσα στον καθρέφτη του καιρού θα δούμε ευθύς τη διαφορά.
Αυτός ο «αρχαίος κόσμος» αλήθεια,—ως το σημείο, φυσικά, πού μπορούμε να τον αναπλάσουν —έχει παντού τα ίδια χαρακτηριστικά. στην Αίγυπτο, στην Κρήτη, στην Μεσοποταμία, όσο μπορούμε να μαντέψουμε απ’ τα θρύψαλα, ίδιες ήταν οι συνθήκες τής ζωής.
Ένας μονάρχης, δεσποτικός, πού κυβερνούσε το λαό του σύμφωνα με τα κέφια του και τα κρυφά του πάθη. “Ένας λαός κατατρεγμένος, υποταγμένος, εξαθλιωμένος. και μια μεγάλη ιερατική ομάδα προνομιούχων πού χειρίζεται αποκλειστικά κάθε τι με το πνεύμα και τη σκέψη.
Αυτός είναι ο τύπος ενός κράτους πού ακόμα και σήμερα ονομάζουμε Ασιατικό. Διατηρήθηκε μέσα στους αιώνες χωρίς να χάση κανένα από τα χαρακτηριστικά του, και μονάχα στα τελευταία χρόνια παρουσιάζει, τουλάχιστον εξωτερικά, δείγματα προσπάθειας να συμμορφωθεί προς τίς επιταγές τού σύγχρονου πολιτισμού.
Μα κατά βάθος η Ανατολή ποτέ της δεν αλλάζει. Από τ’ αρχαία χρόνια ως σήμερα στάθηκε πάντα φοβισμένη και διατακτική σέ κάθε εξέλιξη και σέ κάθε γόνιμη αλλαγή.
Πως να σύνδεσης λοιπόν τούς Έλληνες με μια τέτοια νοοτροπία ;
Οι Έλληνες φτιάξανε κάτι εντελώς νέο και πρωτότυπο.
Ήταν οι πρώτοι Δυτικοί, οι δημιουργοί μιας νοοτροπίας πού σήμερα είναι πια η δική μας.
Αυτή ήταν η βασική Ελληνική συνεισφορά κι’ αυτή είναι και σήμερα η θέση τής Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο μας.
Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για την Ρώμη.
Δεν ήταν βέβαια υποταγμένη, η Ρώμη, στο πνεύμα το ανατολικό κι ήταν φορές πού άνθρωποι υπεύθυνοι επαναστατούσαν και θεωρούσαν ανόητους τούς διαλογισμούς των σοφών τής Ανατολής. «Τί έστιν αλήθεια;» ρώτησε με περιφρόνηση ο Πιλάτος.
Αλλά εξίσου απομακρυσμένη ήταν η Ρώμη κι από το πνεύμα. το Ελληνικό. Οι επιστήμες,—τα μαθηματικά, η φιλοσοφία,— η αέναη έρευνα των μυστικών του κόσμου και των τρόπων με τούς όποιους πορεύεται,—σταμάτησαν επι αιώνες όταν η ηγεσία πέρασε από τούς Έλληνες στους Ρωμαίους.
Η δήθεν Ελληνορωμαϊκή «κλασσική παράδοση» στην όποια συχνά αναφερόμαστε και στην, όποια αποδίδουμε τα ίδια χαρακτηριστικά είναι μια ψευδαίσθηση. η Αθήνα και η Ρώμη είχαν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους.

Εκείνο πού διακρίνει τον σύγχρονο κόσμο μας απ’ τον παλιό και πού χωρίζει τη Δύση από την Ανατολή είναι η υπεροχή του νου στις σχέσεις των ανθρώπων, κι αυτό στην Ελλάδα μόνο γεννήθηκε και ανάμεσα στους Έλληνες μόνον διατηρήθηκε, απ’ όλους τούς λαούς τού αρχαίου κόσμου. Σέ μια ανθρωπότητα όπου επικρατούσε ο παραλογισμός, αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι τού λόγου, οι πρώτοι αληθινά πνευματικοί άνθρωποι πού φάνηκαν στη γη.
Μας είναι δύσκολο σήμερα να συλλάβουμε τι μεγάλη σημασία είχε αυτή η καινοτομία.
Ο κόσμος μες στον όποιο ζούμε μας φαίνεται κάπως λογικός και καταληπτός, κι έχουμε πια ένα πλήθος συγκεκριμένα στοιχεία για το κάθε τι πού μας τριγυρίζει.
Τώρα πού βρήκαμε τον τρόπο να εντάσσουμε τις τρομακτικές φυσικές δυνάμεις στην εξυπηρέτηση δικών μας σκοπών η κυριότερη προσπάθειά μας είναι να εντείνουμε την επικυριαρχία μας πάνω στον υλικό κόσμο.
Δεν πλανιόμαστε πάνω απ’ την γη με τα φτερά τής φαντασίας, ούτε βυθιζόμαστε μέσα στον εσωτερικό μας κόσμο με τα μάτια τής ψυχής. Παρατηρούμε απλώς τι γίνεται γύρω μας και βγάζουμε τα συμπεράσματά μας με το μέσο τής λογικής.
Η δραστηριότης μας είναι κυρίως νοητική. η κοινωνία μέσα την όποια ζούμε είναι μια κοινωνία βασισμένη στη λογική. τα συναισθήματα και τα δράματα έχουν τη θέση τους μονάχα όταν εναρμονίζονται προς τα έλλογο αυτό κοινωνικό μας πλέγμα.
Μα δεν ήταν τέτοιος ο κόσμος μέσα στον όποιο πρωτοβρέθηκαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Ακόμα και σήμερα αυτά πού λέμε για τον κόσμο μας εφαρμόζονται μονάχα σ’ ένα περιορισμένο γεωγραφικό χώρο και δεν περιλαμβάνουν τις απέραντες εκτάσεις και τούς απειράριθμους πληθυσμούς τής ’Ανατολής.
Εκεί ισχύει αυτό πού ίσχυε πάντα, η υπεροχή του ψυχικού στοιχείου. Ότι δεν συμβαίνει μέσα στον άνθρωπο θεωρείται ασήμαντο και ανάξιο τής προσοχής των αληθινά σοφών. Η παρατηρητικό της για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, για τα πραγματικά περιστατικά τού έξω κόσμου, δεν εκτιμάται στην Ανατολή.
Ο κόσμος, λοιπόν, μέσα στον όποιο πρωτοεμφανίστηκε η Ελλάς ήταν ένας κόσμος όπου ο νους είχε την τελευταία θέση. Ότι άξιζε και ότι επικρατούσε ως τότε ήταν το άγνωστο, το απύθμενο, κείνο πού βλέπει μόνο η ψυχή.
Αλλά τον ψυχικό κόσμο δεν τον βλέπει κανένας, ούτε τον ακούει, ούτε τον αγγίζει. τον ζει μονάχα, κι ούτε τον μοιράζεται με τον άλλον. Ίσως οι άγιοι η οι ήρωες να μπορούν να τον αποδώσουνε μ’ ένα λόγο η με ένα τραγούδι, η με μια ζωγραφιά, κι αυτό μονάχα αν είναι οι ίδιοι καλλιτέχνες.
Νους και ψυχή μαζί είναι ότι μας διακρίνουν απ’ τον άλλον κόσμο, τον ζωικό. Αυτά είναι πού δίνουν στον άνθρωπο την δυνατότητα να μάθει την Αλήθεια, μα και να πεθάνει για χάρη της. Δύσκολα χωρίζονται και δύσκολα απομονώνονται, γιατί και τα δυο μαζί είναι εκείνα πού (για να θυμηθούμε τον Πλάτωνα) «δίνουν στο άμορφο μορφή».
Κι όμως διακρίνονται.
Όταν ο Άγιος Παύλος λέει πώς τα όσα βλέπουμε είναι πρόσκαιρα και τα όσα δεν βλέπουμε είναι αιώνια, διαχωρίζει τα σύνορα τού νου πού ασχολείται με τα απτά και τα ορατά από τα όρια τής ψυχής πού ζει μέσα στ’ αόρατα και τα υπερκόσμια.

Όταν η Ελλάδα ανακάλυψε τη δύναμη του νου, η υπόλοιπη ανθρωπότης ήταν γυρισμένη κι αντίκριζε τα ψυχικά ερέβη. Τότε, για μια στιγμή, η Δύση κι η Ανατολή στην Ελλάδα σμίξανε: η τάση προς τον ρασιοναλισμό πού θα γινότανε με τον καιρό το έμβλημα τής Δύσης και η βαθιά ψυχική κληρονομιά τής  ανατολής ενώθηκαν.
Τί μεγάλη σημασία είχε μια τέτοια ένωση, τι καταπληκτική δημιουργική ώθηση είναι η διαύγεια του νου συνταιριαγμένη με την δύναμη την ψυχική, μπορεί κανένας να το νιώσει αν σκεφτεί τι συνέβαινε στην Ανθρωπότητα προτού φανεί η Ελλάδα, μ’ άλλους λόγους, τι συμβαίνει κάθε φορά πού υπάρχει ψυχική δύναμη, μα το μυαλό, παράλληλα, τηρείται σε μίαν απόσταση και μια ακινησία.
Edith Hamilton – Αθάνατη Ελλάδα: η ελληνική συνεισφορά στον δυτικό κόσμο.
Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Β. Ραφαηλίδης – Το διάβασμα, η ανάγνωση και ο περιπλανώμενος αναγνώστης. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Αν από το αρχαιοελληνικό ρήμα “διαβιβάζω” διαγράψετε σαν πλεονάζουσα τη μεσαία συλλαβή “βι”, θα πάρετε το νεοελληνικό ρήμα “διαβάζω” που σημαίνει, ακριβώς, διαβιβάζω, δηλαδή μεταφέρω απ’ το ένα μέρος στο άλλο. Μ’ άλλα λόγια, το διάβασμα είναι μια πράξη μεταφοράς της γνώσης από εκείνον που την έχει στον άλλο που δεν την έχει και που θα επιθυμούσε να την αποχτήσει.
Κατά κάποιον τρόπο, όλοι εμείς οι αναγνώστες ανήκουμε στο… σώμα των Διαβιβάσεων, με μια διαφορά ωστόσο απ’ τους στρατιώτες διαβιβαστές: Η γνώση μας διαβιβάζεται από άλλους και η επικοινωνία σταματάει σε μας. Για να διαβιβάσουμε, με τη σειρά-μας, τη γνώση που αποκτήσαμε, μαζί με τις δικές-μας ενδεχομένως προσθήκες, πρέπει από αναγνώστες να γίνουμε συγγραφείς, καλλιτέχνες, ρήτορες, ή απλώς συζητητές.

Αυτό σημαίνει πως η διαδικασία του διαβάσματος που σταματάει στο διάβασμα χάνει το νόημά-της, δηλαδή δεν είναι πια διαβίβαση της γνώσης, αφού το μήνυμα ή η πληροφορία θα χαθεί μαζί με μας αν δεν φροντίσουμε να διαβιβαστεί εμπλουτισμένη σε άλλους.
Για να συμβεί ωστόσο κάτι τέτοιο, για να σταματήσει δηλαδή η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης απ’ τον ένα άνθρωπο στον άλλο, απ’ τη μια γενιά στην άλλη, απ’ τον ένα αιώνα στον άλλο, πρέπει να φανταστούμε έναν κόσμο στον οποίο, ενώ όλοι γνωρίζουν ανάγνωση, κανείς δε γνωρίζει γραφή. Και το σπουδαιότερο, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει. Αν και υπάρχουν άνθρωποι που ούτε να γράψουν ούτε να μιλήσουν είναι σε θέση, ωστόσο ο πολιτισμός-μας στηρίζεται στην τεράστια πλειοψηφία εκείνων που μπορούν είτε να μιλήσουν, είτε να γράψουν, είτε να τα κάνουν και τα δυο.
Μ’ άλλα λόγια, η διαδικασία μεταβίβασης της γνώσης, που είναι το διάβασμα νοούμενο με μια έννοια διαλεκτική, απ’ τη στιγμή που άρχισε κάποτε δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να διακοπεί, παρά μόνο με τον γενικό και ολικό αφανισμό του “χόμο παρλάριμπους”, πράγμα που δεν αναμένεται να συμβεί παρά μόνο στην περίπτωση ολικού αφανισμού του ανθρώπινου γένους ύστερα από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα.
Για την διαιώνιση της γνωστικής λειτουργίας φροντίζουν οι πάντες ακόμα και οι… αστυνομικοί, δηλαδή άνθρωποι ενταγμένοι σ’ ένα σώμα εξ ορισμού ακατάλληλο για διαβιβαστικές λειτουργίες διαφορετικές απ’ αυτές που έχουν σχέση με τη διαβίβαση διαταγών. Απόδειξη για τη φροντίδα της αστυνομίας για τη διαιώνιση της γνώσης αποτελεί και το γνωστό ανέκδοτο που “εξηγεί” γιατί οι χωροφύλακες πάνε δυο δυο στα περιπολικά: Διότι, λέει, ο ένας γνωρίζει ανάγνωση και ο άλλος γράφη!! Μ’ αυτόν τον ανεκδοτολογικό συνδυασμό, που δεν απέχει πάρα πάρα πολύ από μια πραγματικότητα που καθορίζει η στάθμη παιδείας του “αστυνομικού οργάνου”, η αστυνομία έλυσε με τον τρόπο-της το πρόβλημα της μεταβίβασης της “αστυνομικής γνώσης”, και το αστυνομικό μοντέλο του “διδύμου” θα μπορούσε να ισχύει επίσης και για πνευματικά ανάπηρους, που ωστόσο δεν είναι αστυνομικοί.
Το διάβασμα λέγεται και “ανάγνωση”. Τούτη η αρχαιοελληνική και πάντα σε χρήση λέξη παραπέμπει σε μια οντολογική αντίληψη της γνώσης, ενώ η νεοελληνική λέξη “διάβασμα” παραπέμπει σε μια διαλεκτική αντίληψη της γνώσης. Πράγματι, “αναγιγνώσκω” ή “αναγινώσκω” σημαίνει στα αρχαία ελληνικά αναγνωρίζω, γνωρίζω καλά και με σαφήνεια κάτι που προϋπάρχει από μένα τον αναγνώστη. Κι αυτό που προϋπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, είναι η γνώση των άλλων, ή καλύτερα η αλήθεια καθεαυτή σα μια δυνατότητα που ενυπάρχει στη φύση. Στην ανάγνωση η γνώση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία, όπως στο διάβασμα αλλά μια επίμονη αναζήτηση αληθειών που υπάρχουν κάπου έτοιμες και που περιμένουν να τις “συλλέξουμε”, αν διαθέτουμε το μεγάλο χάρισμα να ερχόμαστε σε επαφή με το πνεύμα.
Εδώ η αλήθεια που ψάχνουμε με την ανάγνωση δεν είναι μια ατέρμονη διαδικασία αλλά μια οντότητα που υπάρχει κάπου και μας περιμένει εκεί απαθής να την πιάσουμε με την απόχη του μυαλού μας, σα να ήταν πεταλούδα. Όμως, τέτοιες “ακίνητες” αλήθειες δεν υπάρχουν, παρά μόνο στα μυαλά των θεολόγων. Η αλήθεια δεν είναι πράγμα, δεν έχει διαστάσεις, δεν έχει βάρος, δεν έχει σχήμα. Ούτε, ακόμα, είναι οντότητα άυλη και πνευματική. Η αλήθεια είναι μια διαρκής αναζήτηση που δεν σταματάει ποτέ. Η, αλήθεια συνεπώς είναι πάντα σχετική, και ο βαθμός της εγκυρότητάς της εξαρτάται πάντα απ’ τη νόηση και την παιδεία εκείνου που την ψάχνει, καθώς κι απ’ το ιδεολογικό σύστημα στα πλαίσια του οποίου την ψάχνει.
Τόσο η ανάγνωση όσο και το διάβασμα προϋποθέτουν ένα έξυπνο και στοχαστικό υποκείμενο που είτε μετέχει στη διαδικασία της μεταβίβασης της γνώσης (διάβασμα) είτε ψάχνει για τα σταθερά ερείσματα του νου (ανάγνωση). Το δυστύχημα είναι πως τούτο το αναγκαίο για τη γνώση υποκείμενο, δηλαδή ο αναγνώστης, δεν είναι ούτε πάντα έξυπνο ούτε αναγκαστικά στοχαστικό. (Η βαθιά και πλήρης μεταφυσική προσέγγιση των προβλημάτων προϋποθέτει κι αυτή βαθιά και πλήρη νόηση. Το παραλήρημα και η έκσταση δεν βοηθούν τη μεταφυσική, βοηθούν μόνο την αποβλάκωση). Έτσι, το διάβασμα, στις περισσότερες των περιπτώσεων, έχει εκπέσει σε μια εντελώς χρησιμοθηρική διαδικασία, μηχανική, ανούσια και αντιπνευματική, που δεν αποσκοπεί ούτε στη μεταβίβαση της γνώσης, που είναι το διάβασμα στη διαλεκτική-του έννοια, ούτε στην αποκάλυψη αληθειών, που είναι το διάβασμα (ανάγνωση) στην οντολογική του έννοια.
Οι περισσότεροι άνθρωποι διαβάζουν για τους παρακάτω λόγους:
  1. Για να αποχτήσουν ένα χρήσιμο στον βιοπορισμό τους δίπλωμα, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις πετύχουν το σκοπό τους. Εδώ το διάβασμα είναι ένα “αναγκαίο κακό” που μπορεί να γίνει μαρτύριο για τον σπουδαστή που πασχίζει να πάρει ένα δίπλωμα κι όχι να μάθει κάτι από αγάπη για τη μάθηση και προσωπικό ενδιαφέρον για τη γνώση. Σ’ αυτή την περίπτωση ο δάσκαλος, εντέλλεται να παίξει ρόλο χωροφύλακα της γνώσης, και γιαυτό συχνά αφήνει τη διδαχή και πιάνει την μαγκούρα. Πρόκειται για την τυπικά αστική αντίληψη περί γνώσεως, νοούμενης σαν “χρήσιμο εργαλείο” στην πιο χυδαία εκδοχή. Είναι χρήσιμη η γνώση γιατί μ’ αυτήν θα βγάλουμε λεφτά.
  2. Για ν’ αποχτήσουν κοινωνικό κύρος, και διακόπτουν το διάβασμα μόλις το αποχτήσουν ή το συνεχίζουν “με μέτρο”, ίσα ίσα για να τροφοδοτούν το κύρος τους και για να μη βρεθούν ξαφνικά “ντεμοντέ”. Είναι καταπληκτικό το τι ανοησίες διαβάζουν οι “παράγοντες”, των οποίων τα φρικαλέα αναγνωστικά γούστα τα επισημαίνουμε κάθε Χριστούγεννα σ’εκείνους τους άκρως αποκαλυπτικούς αναγνωστικούς απολογισμούς των εφημερίδων, που λες και γίνονται ίσα ίσα για να εκθέσουν τους αποπνευματοποιημένους “πνευματικούς” μας ανθρώπους.
  3. Για να ξεκουράζονται απ’ τη “σοβαρή” τους δουλειά!!! Εδώ έχουμε τον πλήρη και ολικό εξευτελισμό της λειτουργίας της ανάγνωσης, που γίνεται πράξη τελείως περιστασιακή και περιθωριακή, ίσης αξίας και σημασίας με το κουμ-κάν ή με τη μεσημβρινή σιέστα. Οι βροχερές μέρες ευνοούν πολύ αυτόν τον τύπο ανάγνωσης, αλλά η ελληνική εκδοχή της αμάθειας πρέπει να αποδοθεί μάλλον στην ηλιοφάνεια της Ελλάδας: Είναι προτιμότερο να λιάζεσαι παρά να διαβάζεις κάτω από τεχνητό φως. Και το διάβασμα κάτω απ’ το φως του ήλιου στην πλάζ δεν είναι παρά ένα πάσα-τέμπο που σε συντροφεύει τις μακρές ώρες της ηλιοθεραπείας.
  4. Για να υποβοηθούν τον κακό τους ύπνο. Έχουμε εδώ μια… ιατρική χρήση του βιβλίου, καθόλου αξιοκαταφρόνητη καθεαυτή: Είναι προτιμότερο, όταν έχεις αϋπνίες να “παίρνεις” μερικές σελίδες “Νόρας” παρά μερικά χαπάκια βάλιουμ. Βέβαια, σε μια τέτοια υπναγωγική κατάσταση, ούτε λόγος να γίνεται για ανάγνωση. Άλλωστε, τα καλά αναγνώσματα λειτουργούν σαν διεργετικό και όχι σαν υπνωτικό. Βιβλίο που είναι δυνατό να διαβαστεί στο κρεβάτι είναι ένα μη—βιβλίο, και ο αναγνώστης που διαβάζει στο κρεβάτι είναι, απλά, ένας νυσταγμένος άνθρωπος που θα ήταν προτιμότερο να μετράει προβατάκια, κατά την παλιά καλή συνταγή της γιαγιάς που φέρνει ύπνο βολικό, παρά σελίδες συμπεπυκνωμένης ανοησίας που, δυστυχώς, δεν ξεχνιούνται με τον ξύπνο:Πάντα κάτι μένει απ’ τα κρεβατικά αναγνώσματα κι αυτό μας κάνει να κοιμούμαστε κι όταν απ’ την οριζόντια βρεθούμε στην όρθια στάση. Πάντως δεν είναι και τόσο βλαβερό να διαβάζουμε στο κρεβάτι αναγνώσματα που γράφτηκαν γι’αυτόν ακριβώς το σκοπό: Να φέρνουν ύπνο.
Τα ίδια “φαρμακευτικά” αναγνώσματα μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε και σαν βοηθητικά της εκκένωσης στην περίπτωση χρόνιας δυσκοιλιότητας. Μάλιστα, αν βρεθούμε στην εξοχή ή σε τουαλέτα χωριού πολύ ορεινού, το υπακτικό ανάγνωσμα εύκολα γίνεται χαρτί τουαλέτας, κυρίως όταν είναι τυπωμένο σε καλό χαρτί. Και τα λεγάμενα “λαϊκά περιοδικά” είναι κατά κανόνα τυπωμένα σε καλό και μαλακό χαρτί, που αν το είχαμε στην κατοχή θα λύναμε ευκολότερα τα πολύ δύσκολα τότε προβλήματα ατομικής υγιεινής. Έτσι, λοιπόν, με τούτη την τελευταία χρήση του “λαϊκού αναγνώσματος” ολοκληρώνεται ο κύκλος της λειτουργίας-του, πράγμα που σημαίνει πως έχουμε τη γνώση στην κυριολεξία… χεσμένη!
Απομένει μια τελευταία κατηγορία αναγνωστών: Είναι αυτοί που διαβάζουν από μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη, που θέλουν οπωσδήποτε να ικανοποιήσουν κάποιες ουσιαστικές περιέργειές τους και να βρουν απαντήσεις — που εκ των προτέρων ξέρουν πως δεν θα τις βρουν τελικά— σε μερικά πρωταρχικά κα βασανιστικά ερωτήματα σχετικά με τον κόσμο μέσα στον οποίο βρέθηκαν τυχαία πεταγμένοι με μια γέννηση για την οποία δεν φέρουν καμιά ευθύνη. Μ’ άλλα λόγια είναι αυτοί που δεν αρκούνται στο γεγονός πως γεννήθηκαν άνθρωποι και που προσπαθούν να γίνουν άνθρωποι, προτάσσοντας έτσι την ύπαρξη στην ανθρώπινη “ουσία” τους, όπως θα έλεγε ο Σάρτρ. Η γεμάτη αίμα και δυστυχία ανθρώπινη Ιστορία μαρτυράει πως δεν είναι αρκετό να γεννηθεί κανείς άνθρωπος. Πρέπει να γίνει άνθρωπος. Κι αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της ανάγνωσης: Μας κάνει ανθρώπους ικανούς να ξεχωρίζουμε το ανθρώπινο απ’ το ζωώδες, το νοητικό απ’ το ενστικτώδες, το καλό απ’ το κακό, το όμορφο απ’ το άσχημο, το δίκαιο απ’ το άδικο.
Αν δεν γίνουμε ικανοί για τέτοιους διαχωρισμούς, που πρέπει να γίνονται αυτόματα ύστερα από μια κάποια ηλικία, θα έχουμε διαρκώς ανάγκη από ερμηνευτές των γραφών, που ως γνωστόν δεν τις ερμηνεύουν πάντα προς όφελος μας. Αν προηγηθεί η ανθρώπινη “ουσία” της ανθρώπινης ύπαρξης το μόνο που θα μπορούσε να μας σώσει πια είναι μια βαθιά, πλήρης και ειλικρινής πίστη στο Θεό, που όλα τα ξέρει κι όλα τα μπορεί για λογαριασμό ημών των ταπεινών, των αγνοούντων και των ανήμπορων.
Μπορούμε έτσι να δώσουμε αποφασιστική λύση στο φρικτό πρόβλημα της υπαρξιακής μας αγωνίας. Αλλά σε τι θα διαφέρει πια ο άνθρωπος απ’ το πρόβατο αν έπαυε να αγωνιά και να βιώνει την αγωνία του με πληρότητα, όπως ο Κίργκεργκορντ, για παράδειγμα, που όλο προσέγγιζε το Θεό κι όλο τούφευγε, ή όπως ο Καμύ που έζησε και πέθανε ηρωικά και πένθιμα, σαν τον Σίσυφο που τον λάτρεψε περίπου σα θεότητα;
Όταν μιλάμε για σωστούς αναγνώστες, λοιπόν, πρέπει να αναφερόμαστε μόνο σ’ αυτούς που αντιμετωπίζουν τη γνώση σαν απολύτως αναγκαία για την ίδια-τους την ύπαρξη, όπως το οξυγόνο. Οι υπόλοιποι, απλώς γεννήθηκαν άνθρωποι που αρνούνται τον παραπέρα εξανθρωπιστισμό – τους μέσα απ’ τη γνώση. Δικαίωμά τους να εξομοιώνουν την κατάστασή τους μ’ αυτήν του προβάτου.
(Το παραπάνω κείμενο είναι αναδημοσίευση, με προσθήκες και διορθώσεις, απ’ το περιοδικό “Διαβάζω”, No 58). – 4/3/1983
Κείμενα στο Έθνος – Β.Ραφαηλίδης
Αντικλείδι , http://antikleidi.com