Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

14.3.17

ΕΘΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΛΑΝΔΙΑΣ

To Κρατικό Μουσείο (ολλανδικά: Rijksmuseum, ˈrɛi̯ks myˈzeːʏm) είναι εθνικό μουσείο της Ολλανδίας. Βρίσκεται στην πρωτεύουσα της χώρας, Άμστερνταμ, στην Πλατεία (του) Μουσείου (Het Museumplein). Είναι αφιερωμένο στις τέχνες και την ιστορία. Είναι φημισμένο για τη μεγάλη συλλογή πινάκων από τον Ολλανδικό Χρυσό Αιώνα (17ος αι.), που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο γνωστά έργα ολλανδικής ζωγραφικής δημιουργών όπως ο Ρέμπραντ, ο Γιαν Στέεν, ο Βέρμεερ, καθώς και την εκτεταμένη του συλλογή ασιατικής τέχνης. Το μουσείο διαθέτει γύρω στο ένα εκατομμύριο αντικείμενα στη συλλογή του, δέχεται δε περίπου ισάριθμους επισκέπτες το χρόνο. Η είσοδος στο Μουσείο κοστίζει 15 € το άτομο (Μάιος 2013). 
Ίδρυση
Το μουσείο ιδρύθηκε στα 1800 στη Χάγη προκειμένου να στεγάσει τις συλλογές των Ολλανδών κυβερνητών (stadhouder), ακολουθώντας το παράδειγμα της Γαλλίας. Εκείνη την εποχή ήταν γνωστό σαν Εθνική Πινακοθήκη (στα ολλανδικά Nationale Kunst-Gallerij). Στα 1808 το μουσείο μεταφέρθηκε στο Άμστερνταμ, κατ' εντολήν του βασιλιά Λουδοβίκου Βοναπάρτη, αδελφού του Ναπολέοντα. Οι πίνακες των οποίων ήταν ιδιοκτήτης η πόλη, όπως η Νυχτερινή Περίπολος του Ρέμπραντ που είχε φιλοτεχνηθεί για το Δημαρχείο του Άμστερνταμ, έγιναν μερος της συλλογής του μουσείου.
Κτίριο Κάιπερς
Το 1863 έγινε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός προκειμένου να σχεδιαστεί ένα νέο κτίριο για το Ρέικσμουζέουμ. Μεταξύ άλλων συμμετείχε και ο μετέπειτα γνωστός αρχιτέκτονας Πιέρ Κάιπερς και το σχέδιό του κατέκτησε τη δεύτερη θέση, όμως τελικά καμία από τις συμμετοχές δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική. Το 1876 έγινε νέος διαγωνισμός και αυτή τη φορά ο Κάιπερς κέρδισε. Το σχέδιο ήταν ένας συνδυασμός γοτθικής αρχιτεκτονικής και αναγεννησιακών στοιχείων. Το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με το Δημαρχείο του Παρισιού, σε "Γαλλικό Νεο-Αναγεννησιακό" στυλ. Όμως στο Ρέικσμουζεουμ τα γοτθικά στοιχεία φαίνονται να υπερισχύουν των αναγεννησιακών και το κτίριο, παρά τους αγγλικού στυλ Αναγεννησιακούς γωνιόλιθους και τις γαλλικού στυλ σκεπές τύπου σατώ (δηλ. των γαλλικών πύργων), θεωρείται συνήθως γοτθικό.[2]
Η κατασκευή ξεκίνησε στις 1 Οκτωβρίου 1876. Για την πλούσια διακόσμηση του εξωτερικού αλλά και του εσωτερικού του κτιρίου, που θα ήταν αφιερωμένη στην ιστορία της Ολλανδικής τέχνης και περιελάμβανε γλυπτά, κεραμικά ταμπλώ, βιτρώ και ζωγραφική, έγινε ξεχωριστός διαγωνισμός. Το νέο κτίριο άνοιξε τις πόρτες του στις 13 Ιουλίου 1885.[3]
Η μπροστινή όψη του κτιρίου βλέπει στη λεωφόρο Stadhouderskade και το παρακείμενο κανάλι, η άλλη του πλευρά όμως δεσπόζει στην Πλατεία των Μουσείων, απέναντι από το Μουσείο Βαν Γκογκ, το Δημοτικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και την Αίθουσα Συναυλιών του Άμστερνταμ.
Προσθήκες και ανακαινίσειςΤο 1890 προστέθηκε ένα κτίριο κατασκευασμένο από τμήματα κατεδαφισμένων κτιρίων, αντιπροσωπευτικών της ιστορίας της αρχιτεκτονικής του Άμστερνταμ, που σήμερα είναι γνωστό σαν Νότια Πτέρυγα ή Πτέρυγα Φίλιπς. Το 1906 η αίθουσα της "Νυχτερινής Περιπόλου" ξαναχτίστηκε. Κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 έγιναν αλλαγές στη διακόσμηση, και οι περισσότερες έγχρωμες διακοσμήσεις των τοίχων καλύφθηκαν με μπογιά. Επίσης τη δεκαετία του 1960 οι δυο αυλές του κτιρίου μετασκευάστηκαν σε επιπλέον εκθεσιακούς ορόφους και αίθουσες. Μικρότερες ανακαινίσεις και επισκευές έγιναν το 1984, 1995-96 και 2000.[4]
Το "Νέο" ΡέικσμουζέουμΑπό το 2003 έως το 2013[5] το Ρέικσμουζέουμ θα αποκαταστάθηκε και ανακαινίστηκε σύμφωνα με σχέδια των Ισπανών αρχιτεκτόνων Αντόνιο Κρουζ και Αντόνιο Ορτίζ. Πολλές από τις παλιές διακοσμήσεις του εσωτερικού, καθώς και οι αυλές αποκαταστάθηκαν. Οι εργασίες υπολογίζεται ότι θα κοστίσουν συνολικά 322 εκατομμύρια ευρώ. Μετά την ανακαίνιση στο μουσείο εκτίθενται αντικείμενα της τέχνης και του πολιτισμού της Ολλανδίας που χρονολογούνται από το 1100 έως το 2000.
Για τους σκοπούς των εργασιών το μεγαλύτερο μέρος του μουσείου είχε κλείσει για το κοινό από τον Δεκέμβριο του 2003. Κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης μόνο τετρακόσια από τα πιο γνωστά από τα έργα της συλλογής του μουσείου ήταν προσβάσιμα από το κοινό, σε μια έκθεση με τίτλο Τα Αριστουργήματα, στην Πτέρυγα Φίλιπς που ανακαινίστηκε νωρίτερα, το 1996.[6]
Αν και η ανακαίνιση αρχικά ήταν προγραμματισμένη να διαρκέσει λίγα μόνο χρόνια, λόγω διάφορων καθυστερήσεων η διάρκειά της παρατάθηκε σε περίπου μια δεκαετία: τον Φεβρουάριο του 2008 ανακοινώθηκε ότι θα ολοκληρωθεί το πρώτο μισό του 2013. Οι εργασίες τελείωσαν στις 16 Ιουλίου του 2012, και το μουσείο άνοιξε ξανά στις 13 Απριλίου του 2013, ενώ τα εγκαίνια έκανε η τότε βασίλισσα Βεατρίκη. Δυο εβδομάδες πριν, τα κύρια εκθέματα μετακινήθηκαν από την Πτέρυγα Φίλιπς στο κυρίως κτίριο. Ο πίνακας του Ρέμπραντ Νυχτερινή Περίπολος είναι το μόνο από τα εκθέματα που επέστρεψε στην αρχική του θέση, στη δική της αίθουσα στο κέντρο του κτιρίου.
Συλλογή
Η συλλογή του μουσείου το 2011 αριθμούσε περίπου ένα εκατομμύριο αντικείμενα. Είναι χωρισμένη σε τρεις μικρότερες συλλογές: Συλλογή Τέχνης (έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, εφαρμοσμένων τεχνών και ασιατικής τέχνης), Συλλογή Ιστορίας (τέχνεργα και έργα τέχνης, ένδυση, όπλα, φωτογραφίες) και Συλλογή Σχεδίων, Τυπογραφίας και Φωτογραφιών (χαρακτική, τυπογραφία, εικονογραφία, πορτρέτα).
Ανάμεσα στα εκθέματα βρίσκονται επίσης η πρύμνη του πλοίου HMS Royal Charles, λάφυρο από την επιδρομή στο Μέντγουεϊ κατά τον δεύτερο Αγγλο-Ολλανδικό πόλεμο καθώς και ο δίσκος του Χάρτογκ, παλαιότερο τεκμήριο της άφιξης Ευρωπαίων στα παράλια της Αυστραλίας.
ΠΗΓΉ: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

Οικία - Μουσείο Ρέμπραντ

Η Οικία - Μουσείο Ρέμπραντ (ολλαν. Museum het Rembrandthuis) βρίσκεται στην Jodenbreestraat αριθ. 4-6 στο Άμστερνταμ. Εδώ έζησε ο διάσημος Ολλανδός ζωγράφος και χαράκτης Ρέμπραντ Χάρμενσζον φαν Ράιν (Rembrandt Harmenszoon van Rijn, 1606 - 1669). 
To Σπίτι του Ρέμπραντ
Ο Ρέμπραντ, γεννημένος στο Λέιντεν της Ολλανδίαw, αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του ως ζωγράφος το 1625, άνοιξε εργαστήρι ζωγραφικής και εργάστηκε στη γενέτειρα πόλη του μέχρι το 1631. Στα τέλη του 1631 εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ, πρωτεύουσα της χώρας που αριθμούσε τότε 120.000 κατοίκους.
Ο Ρέμπραντ, αναγνωρισμένος ήδη ζωγράφος, αγόρασε το 1639 το σπίτι στη σημερινή Jodenbreestraat για 13.000 φλορίνια, υπέρογκο ποσό για την εποχή του, όταν οι ετήσιες αποδοχές ενός μισθωτού κυμαίνονταν γύρω στα 200 φλορίνια. Το διώροφο αυτό σπίτι οικοδομήθηκε το 1606, όπου ο Ρέμπραντ ζωγράφισε τα αριστουργήματά του. Εδώ έζησε ο Ρέμπραντ για είκοσι περίπου χρόνια, από το 1639 ως το 1658, με τη σύζυγό του Σάσκια φαν Ούλενμπουρχ (Saskia van Uylenburgh, 1612 - 1642), ανιψιά εμπόρου έργων τέχνης και κόρη εύπορης οικογένειας, την οποία νυμφεύτηκε στις 22 Ιουνίου 1634, η οποία όμως πέθανε πρόωρα από φυματίωση το 1642.
Το 1658, ο Ρέμπραντ χρεωκόπησε και κήρυξε πτώχευση, αναγκαζόμενος να δημοπρατήσει το σπίτι και τις συλλογές του έργων τέχνης και να μετακομίσει σ' ένα νοικιασμένο μικρό σπίτι στο Rozengracht, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του.
Ο Ρέμπραντ πέθανε στις 4 Οκτωβρίου του 1669 και ενταφιάστηκε στην Εκκλησία Βέστερκερκ (Westerkerk) σε άγνωστο σημείο.
Το Μουσείο ΡέμπραντΤο Σπίτι του Ρέμπραντ αγοράστηκε από το Δήμο του 'Αμστερνταμ το 1906. Ακολούθησε ριζική ανακαίνιση του κτηρίου από τον αρχιτέκτονα K.P.C. de Basel (1869 - 1923), που ολοκληρώθηκε το 1911, οπότε και εγκαινιάστηκε στις 10 Ιουνίου 1911 ως Μουσείο Ρέμπραντ από τη βασίλισσα της Ολλανδίας Βιλελμίνη (Wilhelmina).
Στο Μουσείο διατηρούνται το Εργαστήριο (studio) του Ρέμπραντ, όπου ζωγράφισε τα αριστουργηματικά έργα τέχνης του από το 1639 μέχρι το 1658, η Αίθουσα με τις πλούσιες συλλογές αντικειμένων τέχνης (objects of art), τα οποία χρησιμοποιούσε συχνά στους πίνακές του, η Αίθουσα με έργα ζωγράφων που εργάζονταν στο Άμστερνταμ πριν από την εποχή του και που ήταν γνωστοί ως "προ-ρεμπρανιστές" (pre-Rembrandtists), καθώς και η Κουζίνα του σπιτιού με τα σκεύη μαγειρικής και το θολωτό κρεβάτι της υπηρέτριας.
Το Μουσείο φημίζεται κυρίως για τα 290 περίπου χαρακτικά (eaux-fortes) του Ρέμπραντ. Ανάμεσα σ' αυτά είναι "Αυτοπροσωπογραφία δίπλα στο παράθυρο" (1648), "Αυτοπροσωπογραφία με έκπληκτα μάτια" (1630), "Αυτοπροσωπογραφία με τη Σάσκια" (1636), "Αυτοπροσωπογραφία ακουμπισμένος σε τοίχο" (1639), " Η μητέρα του Ρέμπραντ" (1633), "Η Σάσκια με πέρλες στα μαλλιά" (1634), "Γιαν Σιξ" (1647), "Οικογένεια ζητιάνων στην πόρτα ενός σπιτιού" (1648), "Ζητιάνος με ξύλινο πόδι" (περ. 1630), "Άνδρας που ουρεί" (1631), "Γυναίκα που ουρεί" (1631), "Τα τρία δέντρα" (1643), "Άποψη του Omual" (1645), "Δίας και Αντιόπη" (1659), "Γυναίκα γυμνή" (περ. 1631), "Η Πτώση" (1638), "Οι τρεις σταυροί" (1653), "Μισόγυμνη γυναίκα καθισμένη πλάι σε θερμάστρα" (1658) και άλλα.
Οι αίθουσες του μουσείου διακοσμούνται ακόμη με πίνακες του Πίτερ Λάστμαν (Pieter Lastman, 1583 - 1633), δασκάλου του Ρέμπραντ, όπως "Η Σταύρωση" (1616) και "Ο θρήνος για τον Άβελ" (1623), καθώς και με τον πίνακα "Ο αναστημένος Χριστός εμφανιζόμενος στη Μαρία Μαγδαληνή" (1638) του Φέρντιναντ Μπολ (Ferdinand Bol, 1616 - 1680), μαθητή του Ρέμπραντ.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΟΡΣΕ (orsay) στο Παρίσι

Το Μουσείο Ορσέ (γαλλ. Musée d'Orsay) είναι Γαλλικό εθνικό μουσείο στο 7ο διαμέρισμα (VIIe arrondissement) της πόλης του Παρισιού, στην αριστερή όχθη (rive gauche) του ποταμού Σηκουάνα (la Seine) και κατά μήκος της ομώνυμης αποβάθρας. Σε αυτό εκτίθενται έργα ζωγραφικής και γλυπτικής δημιουργημένα από το 1848 έως το 1914, ενώ παράλληλα φιλοξενεί και περιοδικές εκθέσεις. 
Ιστορία
Το κτήριο του μουσείου σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Βικτόρ Λαλού (Victor Laloux) και κατασκευάσθηκε με την επίβλεψή του καθώς και των αρχιτεκτόνων Λυσιέ Μάν(ι) (Lucien Magne) και Εμίλ Μπενάρ (Émile Bénard). Άρχισε να κατασκευάζεται το 1898 και χρησιμοποιήθηκε, από το 1900[1] έως το 1939, ως κτήριο του κεντρικού σιδηροδρομικού σταθμού της σιδηροδρομικής εταιρείας Παρισιού - Ορλεάνης (Chemin de fer de Paris à Orléans) επί 39 χρόνια. Το μήκος που είχαν οι πλατφόρμες του, όμως, κατέστησαν το σταθμό ακατάλληλο για τα μεγάλου μήκους τρένα της εποχής. Έτσι, ο σταθμός άρχισε να χρησιμοποιείται μόνο από τους συρμούς του προαστιακού, ενώ ένα τμήμα του, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως ταχυδρομικό γραφείο αλλά και ως σταθμός μεταφοράς κρατουμένων στη Γερμανία. Ο σταθμός χρησιμοποιήθηκε, επίσης, για τη μεταφορά των επαναπατριζόμενων Γάλλων από τα Στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Μετά τον Πόλεμο χρησίμευσε ως στούντιο για το γύρισμα αρκετών ταινιών (όπως η Δίκη του Φραντς Κάφκα σε σκηνοθεσία Όρσον Γουέλς)[2] και ως κέντρο δημοπρασιών, καθώς το κτήριο των δημοπρασιών (Hôtel Drouot) ανακατασκευαζόταν. Το κτήριο σταμάτησε οριστικά να χρησιμοποιείται το 1973.
Το 1977 η Γαλλική Κυβέρνηση αποφάσισε τη μετατροπή του κτηρίου σε μουσείο αφιερωμένου αρχικά στην τέχνη του 19ου αιώνα, ενώ το 1978 χαρακτηρίστηκε ως εθνικό μνημείο. Την αναμόρφωση ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Ρενό Μπαρντόν, Πιέρ Κολμπόκ και Ζαν-Κλώντ Φιλιππόν, ενώ την αναμόρφωση των εσωτερικών χώρων η Ιταλίδα αρχιτέκτονας Γκαέ Αουλέντι (Gae (Gaetana) Aulenti). Οι εργασίες άρχισαν το 1983 και ολοκληρώθηκαν το 1986. Κατασκευάστρια εταιρεία ήταν η Γαλλική Bouygues[3]. Η αναμόρφωση περιλάμβανε, ουσιαστικά, την ανακατασκευή των δαπέδων και των τεσσάρων ορόφων του κτίσματος και, φυσικά, τη συντήρηση των διακοσμητικών στοιχείων του. Το νέο μουσείο εγκαινιάσθηκε από τον τότε Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Φρανσουά Μιτεράν την 1η Δεκεμβρίου 1986 και άνοιξε για το κοινό στις 9 του ίδιου μήνα.
Το κτήριο έχει συνολικό μήκος 173 μ. και πλάτος 75 μ. Η συνολική επιφάνεια των αιθουσών του φθάνει τις 57.000 τ.μ., ενώ οι επιφάνειες των εκθεσιακών χώρων καταλαμβάνουν 16.900 τμ. περίπου, (κατανεμημένων σε 80 ξεχωριστές αίθουσες). 1.200 τ.μ καταλαμβάνουν το εστιατόριο και η καφετέρια, 570 τ.μ/ η αίθουσα διαλέξεων και 1.850 τ.μ περίπου οι αίθουσες των περιστασιακών εκθέσεων.
Οργάνωση του Μουσείου
Στο μουσείο υπάρχουν τρία επίπεδα. Στο ισόγειο οι αίθουσες εκθέσεων είναι κατανεμημένες αμφίπλευρα της κεντρικής αίθουσας, στην οποία εκτίθενται κυρίως έργα γλυπτικής, ενώ οι πλαϊνές αίθουσες περιλαμβάνουν κυρίως εκθέματα πινάκων ζωγραφικής. Στο μεσαίο επίπεδο υπάρχουν εξώστες, οι οποίοι δίνουν πρόσβαση στις αίθουσες εκθεμάτων, και στον τρίτο (τελευταίο) όροφο, ο οποίος εκτείνεται κατά μήκος της όχθης του Σηκουάνα με την ομώνυμη αποβάθρα (Quai d' Orsay)[4]. Από τον τρίτο όροφο υπάρχει η δυνατότητα εξόδου στον εξώστη, απ' όπου ο επισκέπτης μπορεί να δει το ποτάμι, το Μουσείο του Λούβρου διαγωνίως απέναντι και, σε μεγαλύτερη απόσταση, αντικριστά τη Βασιλική της Ιερής Καρδιάς (Basilique de Sacre-Coeur), το Ναό που βρίσκεται κτισμένος στην κορυφή του λόφου της Μονμάρτρης.
Στο Μουσείο στεγάζονται εκθέματα γλυπτικής, ζωγραφικής, αντικειμένων έργων τέχνης (Objets d' Art), αρχιτεκτονικής, φωτογραφίας και γραφικών τεχνών. Οι Συλλογές του προέρχονται από:
Στο Μουσείο στεγάζονται, επίσης, σε ειδικές αίθουσες, και περιστασιακές και ειδικές εκθέσεις έργων τέχνης, φωτογραφίας, γραφικών τεχνών και ειδών διακοσμητικών τεχνών (Arts décoratifs). Υπάρχουν, ακόμη, εστιατόριο, καφετέρια, (Café des Hauteurs), αίθουσα διαλέξεων και βιβλιοπωλείο.
Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.