Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

18.6.17

Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας του ιωδίου για το μέλλον των λαών... Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ

Τα αρχαία ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι Έλληνες. Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι, τα αρχαία ελληνικά δεν θέλουν ούτε να τ’ ακούσουν. Και το χειρότερο είναι, πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία.
Σήμερα όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα αρχαία ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του. Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες, ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό κατηγορούμενο. Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του ιουδαϊκού όχλου. Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα, δυσχέρεια ύπαρξης.

«Κύρος ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους Έλληνες και όλους τους δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή, και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του.
Βέβαια, για τα φορτία όλου αυτού του κακού, ο τελευταίος που ευθύνεται είναι οι Έλληνες και τα κείμενά τους. Στο θρυλικό «τις πταίει» του Τρικούπη η απόκριση είναι: Οι δάσκαλοι φταίνε· οι δάσκαλοι και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει, που φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ. Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ τους πανεπιστημιακούς που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να δασκαλίζουν. Να πιθηκίζουν δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το «Καλημέρα» του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα τους σχολαστικοί και ομπρελοφόροι. Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα!
Η ακολουθία πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μιας πραγματικότητας πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία μας, όπως είναι φυσικό. Η τελευταία συνέπεια του πράγματος δηλαδή, η πιο επώδυνη και η πιο κολασπκή, είναι πως η σύγχρονη Ελλάδα λογαριάζεται ο ουραγός και το μπαίγνιο των εθνών σε όλες τις σφαίρες και σε όλες τις συμπεριφορές. Το αποτέλεσμα το καταμετράς από την κατάσταση της εθνικής οικονομίας ως τα ποδόσφαιρα, και από την επιστημονική έρευνα ως τις σκουπιδοφόρες ακτές της πανάρχαιας ελληνικής θάλασσας. Εκεί που ο ποιητής Ρίλκε έλεγε κάποτε «das uralte griechische Meer» (η αρχαία ελληνική θάλασσα), και έσκυβε την κεφαλή με κατάνυξη.
Γιατί τάχα. Και οι Ιταλοί στη γειτονική μας χερσόνησο κατοικούν το Λάτιο και την αρχαία Καμπανία, όπως κι εμείς κατοικούμε την αρχαία Ήλιδα και το Ληλάντιο πεδίο. Γιατί οι Ιταλοί σήμερα μετριούνται στους εφτά ανεπτυγμένους λαούς του κόσμου, κι εμείς καταντήσαμε να γίνουμε οι κατσίβελοι της Ευρώπης;
Βέβαια το φαινόμενο είναι σύνθετο και έχει πολλές αιτίες. Ωστόσο ο θεμελιώδης λόγος εντοπίζεται στον εγκληματικό τρόπο, που μέσα από την παιδεία μεταβιβάζεται στις νέες γενεές η κλασική παράδοση.
Να μη μας το ειπούν, γιατί το γνωρίζουμε, πως εμείς δεν έχουμε Μ.Α.Ν. και A.E.G και Bosch. Δεν έχουμε Ι.Β.Μ. και Gross, και FIAT και General Motors Corporation και Scotch Whisky. Έχουμε όμως μια παράδοση μεγάλη σαν τον Ειρηνικό και σαν τη Σιβηρία. Έχουμε τέτοιο τον ήλιο και τη θάλασσα, που αν γνωρίζαμε να τα βοσκήσουμε και να τα αρμέγουμε, η μικρή μας χώρα, τούτο το πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που έλεγε ο Σεφέρης, θα ήταν εφτά φορές Ελβετία. Και μάλιστα μια Ελβετία χωρίς τα οικονομικά λύματα και όλα τα κλοπιμαία του αιώνα που συσσωρεύουνται εκεί από κλέφτες τύπου Σάχη, και Μάρκος, και Τσαουσέσκου. Όμως άλλα…
Η προειδοποίηση του παλαιού Οδυσσέα να μη σφάξουν οι ναύτες τα γελάδια του Ήλιου, ούτε από τους συντρόφους του καιρού του, ούτε από μας σήμερα λογαριάζεται. Όχι μόνο τον ήλιο μας σφάζουμε, αλλά και τη θάλασσα μαστιγώνουμε, και τον αέρα τον φτύνουμε στο πρόσωπο. Έγινε καυσαέριο πια.
Θέλω να ειπώ πως ο ταξιτζής που κλέβει με το δεκαπλάσιο τον τουρίστα από το Ελληνικό ως το Σύνταγμα, διαφημίζει την ελληνική παιδεία του. Και πως οι χώροι καθαριότητας στα εστιατόρια που ζωντανεύουν τους σταύλους του παλιού Αυγεία, ζωγραφίζουν την παιδεία των Ελλήνων.
Ρωτάς, τι σχέση έχει ο τουρισμός με τα αρχαία ελληνικά. Μα την ίδια ακριβώς που είχε το θέατρο του Διονύσου στην αρχαία Αθήνα με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Για μας το κλίμα, η θάλασσα, και ο ήλιος είναι πρώτες ύλες πρώτης αξίας. Πολύ πιο πολύτιμες από το πετρέλαιο της Νιγηρίας με τα πλούσια οκτάνια, και από το ουράνιο του Καναδά με την πυκνή σχάση.”
“…Κοντολογής, την παράσταση της διδασκαλίας την έκλεψε ο ξυλότυπος της οικοδομής. Η προσοχή του μαθητή εγκλωβίστηκε στην εξωτερική μορφή, στην ορατή εικόνα, στο δείγμα επιφάνειας του κλασικού κόσμου. Και αμελήθηκε το ένυλο σάρκωμα.
Σα νά ‘χουμε απέναντι μας τον Αϊνστάιν και τον Αλ Καπόνε, που δεν αποκλείεται μια μέρα του Σικάγου να ταξίδεψαν άγνωστοι με το ίδιο τραίνο. Τους κοιτάμε και βρίσκουμε: Ετούτος τι ατημέλητος γεροντάκος. Κουρασμένος, τριμμένο σακάκι, ματάκια που λησμονήθηκαν, η γραβάτα του κρέμεται στον λαιμό, σφεντόνα του Δαβίδ. Και λησμόνησε να φορέσει την κάλτσα στο αριστερό του ποδάρι. Αλλά ο άλλος; Τι τζέντλεμαν. Κουστούμι παραγγελιά στα Παρίσια, γυαλισμένο υπόδημα, δαχτυλίδι με περικεφαλαία στην πέτρα, και το μαλλί του λάδι στον μουσαμά. Άρχοντας με αγωγή κι από καταγωγή. Ενώ ο πρώτος, όσο τον παρατηρείς, τόσο τον παρομοιάζεις με τον ζητιάνο του Αντρέα Συγγρού, που πήγε κάποτε να τον ελεήσει στην οδό Σταδίου, και τον προφτάξανε την τελευταία στιγμή: «Τι κάνεις, άνθρωπε; Είναι ο Παπαδιαμάντης!».
Τώρα το ποιος είναι από μέσα ο Αλ Καπόνε, και ποιος ο Αϊνστάιν, τα φαινόμενα το κρύβουν. Όμως πρέπει να υπάρχει διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνον που ζούσε στο λαγούμι με τις αράχνες και τη νυχτερίδα, και σ’ εκείνον που συζητά στο τηλέφωνο με τον Θεό, και σε μια στιγμή τον ακούμε να ρωτάει: «Για πες μου μάστορα, για να το μάθω. Μπορούσες να φτιάξεις τον κόσμο αλλιώτικο; Ή αναγκάστηκες να τον φτιάξεις, όπως τον έφτιαξες;».
Γραμματική, λοιπόν, συντακτικό, ετυμολογία, τυπικό, φθογγολογικό, σχήματα λόγου, προσωδία και μέτρα, κανόνες, εξαιρέσεις κανόνων, σημείωση, υποσημείωση, παράγραφος, υπνολαλία, υπνοπαιδεία. Και το ροχαλητό αστραπόβροντο στις σπηλιές.
Εδώ είναι η έρημος και ο άνυδρος τόπος που μας καλεί να λογαριάζουμε, ότι θα μένουν θρυλικά τα λόγια του Μαβίλη: «Με γενικές απόλυτες και ισόκωλα αντί να πάμε ομπρός πάμε πισόκωλα».
Μ’ έναν λόγο, ο μαθητής προακτέος, μόριο αποφατικό, γενική επισκόπηση. Και παραλίγο ο πρωκτοφαντασματοσκόπος του Φάουστ.”
“…Το πρόβλημα λοιπόν διατυπώνεται έτσι: Δεν έχει νόημα να διδάσκεις τη διδακτική των αρχαίων ελληνικών, έστω κι αν η δεξιοτεχνία σου ξεπερνά τις «ηλεκτρικές τριπλές» του Μαραντόνα, όταν δεν έχεις ιδέα για το τι είναι ο κλασικός κόσμος. Όταν δεν άκουσες ποτέ σου τον λόγο: Οι Έλληνες δεν γράψανε· οι Έλληνες ζήσανε. Το ξέρουμε αυτό;
«Όσο για μέριμνα του τόπου, για διοίκηση -ούτ’ ήξερε τι γένονταν τριγύρω του»·. Αχ! Ο Καβάφης… Πάντα μπροστά μας βγαίνει ο πονηρός ο γέρος.
Σήμερα μία μυλόπετρα πλακώνει την παιδεία των παιδιών μας. Ένας βραχνάς γράφει το παρόν μίζερο, και διαγράφει απαίσιο το μέλλον της χώρας. Γιατί, η αγωγή των νέων είναι κακή. Και η αγωγή των νέων είναι το θεμέλιο της πολιτείας. Και κρίνει τη σωτηρία και την ικμάδα της από το Α ως το Ω. Αφήνω σκόπιμα έξω τα «Έκτορος λύτρα», γιατί εκεί ο χαλασμός και ο θρήνος είναι μέγας. Η παιδεία των νέων είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών. Επένδυση πιο ασφαλή για προοπτική μακρόπνοη δεν πρόκειται να βρεις. Την αλήθεια αυτή τη λαλούν και την κράζουν, από τους νόμους του Λυκούργου μέχρι τους χάρτες του ΟΗΕ. Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας.
Χρειάζεται να στηθούν οδοφράγματα στους δρόμους. Να στηθούν δικαστήρια στις αίθουσες, και ίσως ίσως γκιλοτίνες στις πλατέες. Για να σταυρωθεί το κακό, και να πάψει η βασκανία. Από τον καιρό του Σχινά και του Μαυροκορδάτου, μας βαραίνει ο σοφολογιότατος και ο Φαναριώτης. Το δίκαιο του μέλλοντος όμως, χρειάζεται πολλούς δικαστές, σαν τον Τερτσέτη, τίμιους. Και σαν τον Πολυζωίδη. Για να εξαλειφθούν κάποτε οι αιτίες της δίκης του Κολοκοτρώνη.
Τονίζοντας το δράμα στους ιδικούς μου τόνους, έχω να το κλείσω σε μία πρόταση που δεν δυσωπείται. Είναι πικρή, όσο το παλαιό εκείνο «εάλω η Πόλις», που ακούστηκε κάποτε σε όλη τη Ρωμανία, και κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. Η πρόταση λέει: Εμείς, οι Νεοέλληνες, αγνοούμε παντάπασι την κλασική Ελλάδα. Λέγοντας «παντάπασι», φωνάζω μία πράξη. Εννοώ δηλαδή, τις λέξεις με την ακρίβεια του δύο και δύο ίσον τέσσερα.
Είναι χρεία να επισημάνω, κάτι που είναι ομόλογο σε μιζέρια με την πλάνη μέσα στην οποία οι δάσκαλοι μας μάθανε να ζούμε για τους Έλληνες. Το στοιχείο αυτό είναι, πως δεν αγνοούμε μόνο την αλήθεια για την κλασική Ελλάδα, αλλά η εικόνα που αποχτήσαμε γι’ αυτήν, είναι παράμορφη και αντίστροφη. Η παράσταση που έχουμε για τους Έλληνες, έχει μεταξιώσει το σύνταγμα των αξιών, τη φυσικότητα, και την τάξη. Αναποδογύρισε τα πράγματα, και το άσπρο τό ‘καμε μαύρο.”
Πηγή: Αντικλείδι.
Ιχνηλάτης ο Πεπέ της Ουτοπίας.

15.6.17

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ αγαπημένοι Έλληνες συνθέτες. Ημέρα Μνήμης για τον κορυφαίο Έλληνα συνθέτη.

Ο Μάνος Χατζιδάκις (Ξάνθη, 23 Οκτωβρίου 1925Αθήνα, 15 Ιουνίου 1994) ήταν κορυφαίος Έλληνας συνθέτης και ποιητής. Θεωρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, τη λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση[1]. Πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη και ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι από τον Μύρθιο Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου και της Αλίκης Αρβανιτίδου από την Αδριανούπολη[2]. Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα εξασκείται στο βιολί και στο ακορντεόν.

Ο Χατζιδάκις εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα με τη μητέρα του το 1932 έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδάκις εργάζεται για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο[εκκρεμεί παραπομπή].
Παράλληλα επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο την περίοδο 1940 - 1943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει ποτέ. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων ήταν οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ, όπου γνώρισε τον επίσης κορυφαίο μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίον σύντομα ανέπτυξε ισχυρή φιλία[3][4][5].
Τα πρώτα έργαΗ πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο "Τελευταίος Ασπροκόρακας" του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Η συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα αποδειχθεί ιδιαίτερα παραγωγική και θα διαρκέσει περίπου δεκαπέντε χρόνια. Τέλος, το 1946, καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία Αδούλωτοι Σκλάβοι.
Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος[2] που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης τη διάσημη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι[6].
Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, "Μαρσύας" (1950), "Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές" (1951), "Το Καταραμένο Φίδι" (1951) και "Ερημιά" (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις "Χοηφόρους" (1950) από την "Ορέστεια" του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η "Μήδεια" (1956), ο "Κύκλωπας" (1959), οι "Βάκχες" (1962), οι "Εκκλησιάζουσες" (1956), η "Λυσιστράτη" (1957) και οι "Όρνιθες" (1959). Το 1950 ο Χατζιδάκις συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία τραγωδία του ποιητή "Ο Θάνατος του Διγενή".
Την ίδια περίοδο γράφει σημαντικά μουσικά έργα, όπως τα πιανιστικά έργα "Ιονική σουίτα" (1952) και "Για μια μικρή λευκή αχιβάδα" (1947, το πρώτο από 51 έργα που ο ίδιος ξεχωρίζει με ιδιαίτερη αρίθμηση ανάμεσα στο σύνολο της δημιουργίας του ως opus 1) καθώς και τον κύκλο τραγουδιών "Ο Κύκλος του C.N.S." (1954, αφιερωμένο στον Carlos Novi Sanchez για το θάνατο του κοινού τους φίλου Ετιέν Ρέρυ).
Η μεγάλη δημοσιότηταΤο 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοφιλία, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα.
Το 1960 ήταν μία χρονιά με διακρίσεις και βραβεία. Του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο στο Β' Φεστιβάλ Ελαφρού Τραγουδιού του Ε.Ι.Ρ. για το "Κυπαρισσάκι" και την "Τιμωρία" με την Νάνα Μούσχουρη, απέσπασε το βραβείο για τη μουσική του στο "Ποτάμι" του Νίκου Κούνδουρου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έγραψε τα "Τα Παιδιά του Πειραιά" για το "Ποτέ την Κυριακή" του Ζυλ Ντασέν, που έκαναν το γύρο του κόσμου "αποδίδοντας" στον συνθέτη και το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού την επόμενη χρονιά, και επίσης συνέθεσε μουσική για τα θεατρικά έργα "Ευρυδίκη" του Ζαν Ανούιγ, "Το γλυκό πουλί της νιότης" του Τένεσι Ουίλιαμς, "Ο θάνατος του Διγενή" του Άγγελου Σικελιανού, "Η τύχη της Μαρούλας" του Δημητρίου Κορομηλά και για πολλές ταινίες. Ανάμεσά τους οι: "Μανταλένα", "Η Αλίκη στο ναυτικό", "Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος", "Η κυρία δήμαρχος", "Το κλωτσοσκούφι", "Ραντεβού στην Κέρκυρα", κ.α.[7]
Το 1961 κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για το τραγούδι "Τα παιδιά του Πειραιά". Η βράβευση αυτή του έδωσε παγκόσμια δημοσιότητα, την οποία ο Χατζιδάκις προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο, θεωρώντας ότι του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος την σχέση του με τον ακροατή του. "Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα", ήταν η απάντηση-δήλωση του συνθέτη. "Τα παιδιά του Πειραιά" έφεραν στην Ελλάδα το δεύτερο Όσκαρ, δεκαπέντε χρόνια μετά την Κατίνα Παξινού και το δικό της Όσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα. Το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι για το Ποτέ την Κυριακή του Ζυλ Ντασέν, που έκανε το γύρο του κόσμου, επικράτησε των άλλων υποψηφιοτήτων, προσφέροντας στον Έλληνα δημιουργό μία διεθνή διάκριση. Ήταν μια βράβευση την οποία ο ίδιος δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του. "Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό...", έλεγε. Την ίδια χρονιά ο Μάνος Χατζιδάκις απέσπασε το Β' βραβείο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού για το τραγούδι του "Κουρασμένο παλληκάρι". Το Α' δόθηκε στον Μίκη Θεοδωράκη για την "Απαγωγή"[8].
Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το "Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις" στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη. Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-66). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν από τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.
Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για την "Μήδεια" του Ευριπίδη (1958), το "Παραμύθι χωρίς όνομα" του Ι. Καμπανέλλη (1959), "Ο κύκλος με την κιμωλία" του Μπρεχτ, η "Οδός ονείρων" (1962), αλλά και "Το χαμόγελο της Τζοκόντας" - δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).

12.6.17

29 ΜΑΪΟΥ, 557 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ «ΚΕΡΚΟΠΟΡΤΑ; ΑΣΤΕΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ» Η Ελένη Αρβελέρ διαλύει τους μύθους για την Αλωση.

Η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ θυμάται παλαιότερα τους- ξένους
φοιτητές της στη Σορβόννη να της στέλνουν... συλλυπητήριο τηλεγράφημα κάθε 29η Μαΐου, την ίδια ώρα που τα περισσότερα Ελληνόπουλα αν τα ρωτούσες τι έγινε τη μέρα εκείνη δεν ήξεραν ακριβώς. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση αντιστράφηκε. Στην Ελλάδα έγινε, λίγο έως πολύ, μόδα να θυμόμαστε κάθε χρόνο τέτοια μέρα την Άλωση της Πόλης- μερικοί από κεκτημένη ταχύτητα ή άγνοια μιλούν για «εορτασμό», αντί για επέτειο, και να μην αρκούμαστε στον εορτασμό της έναρξης της Επανάστασης, κάθε 25 του Μαρτίου. Μεγάλη η σημασία της Πόλης, θα πει κανείς, για τους  Έλληνες. Σωστό. Οπότε και η συμβολική σημασία της Άλωσης είναι εξίσου μεγάλη. 

Έστω και αν η πολιορκία της από τους Οθωμανούς ήταν απλώς μία από τις πολλές, έστω και αν το κλίμα της εποχής ήταν τέτοιο, η κατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν τέτοια, που έκπληξη θα ήταν το να μην αλωθεί η Πόλη. «Βρισκόμαστε στα μέσα του 15ου αιώνα, γύρω στο 1450. Η Πόλη είναι μια μικρή πόλη πια- έχει δεν έχει 70.000 κατοίκους, όταν άλλοτε είχε περάσει το μισό εκατομμύριο» αφηγείται στα «ΝΕΑ» η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ, επιχειρώντας να βάλει για λογαριασμό μας τα πράγματα στη θέση τους, να καταγράψει αλήθειες και μύθους της Άλωσης έτσι όπως μόνο μία βυζαντινολόγος με τη δική της διαδρομή μπορεί να κάνει. «Η Πόλη έχει αποδεκατιστεί από την πανώλη και τις αλλεπάλληλες πολιορκίες των Τούρκων. Αλλά και από τις διαμάχες των Δυτικών, αφού οι προστριβές Γενοβέζων και Βενετσιάνων γίνονταν στο λιμάνι της μέσα. Υπήρχε και μια τάση ανεξαρτητοποίησης των λίγων χωρών που παρέμεναν ελεύθερες- όχι μόνο του Μυστρά που παρεμπιπτόντως έπεσε το 1460, επίσης στις 29 Μαΐου! Η κατάσταση ήταν μιας ανασφάλειας γενικής». Ο διχασμός. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, «υπήρχε μια μεγάλη ενωτική και ανθενωτική διαμάχη, υπέρ και εναντίον της Ένωσης των Εκκλησιών. Οι αντίθετοι στην Ένωση συμμαχούσαν και με τους Τούρκους ήταν οι λεγόμενες παρά φύσιν συμμαχίες. Οι υπέρμαχοι της Ένωσης διακήρυσσαν: “Οταν οι δύο Ρώμες ήταν ενωμένες διαφεντεύαμε τον κόσμο. Όταν διχάστηκαν, χάσαμε τα πρωτεία”. Με αυτή την έννοια η πραγματική πτώση της Πόλης χρονολογείται από το 1204 και μετά. Η ανθενωτική διαμάχη πήρε μάλιστα τεράστιες διαστάσεις μετά το 1438 και τη Σύνοδο της Φερράρας. Εκεί ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ ξεσήκωσε την Εκκλησία σε μια τελευταία προσπάθεια Ένωσης, αλλά ενώ η διανόηση ήθελε να είναι αναγεννησιακή, η Εκκλησία παρέμενε προσηλωμένη στα πάτρια κατά τρόπο φανατικό, αν όχι τίποτα παραπάνω», λέει χωρίς να μασάει τα λόγια της η Ελληνίδα βυζαντινολόγος, η πρώτη γυναίκα πρύτανης της Σορβόννης στα 700 χρόνια ιστορίας του μεγάλου γαλλικού πανεπιστημίου. Και συνεχίζει: «Υπήρχε όμως ακόμη ένας παράγοντας παρακμής. Ήταν η γενική δεισιδαιμονία που τρεφόταν από τις προφητείες. Ήδη από τον 6ο αιώνα υπήρχαν προφητείες, τότε ήταν όμως αισιόδοξες. Τώρα προφήτευαν το τέλος της Πόλης και μαζί το τέλος του κόσμου και της Ιστορίας. Αυτό ήταν, λοιπόν, το κλίμα στην Κωνσταντινούπολη της εποχής. Δεισιδαιμονία, διχόνοια, φτώχεια, κακομοιριά. Οι Βυζαντινοί ζούσαν σε μια πόλη ερημωμένη. Και στα ανάκτορα του Πορφυρογέννητου πολύ λίγα δωμάτια χρησιμοποιούνταν. Όπως λέει και ο Παλαμάς στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου”: “Και ήταν οι καιροί που η Πόλη/ πόρνη σε μετάνοιες ξενυχτούσε/ και τα χέρια της δεμένα τα κρατούσε/ και καρτέραγ΄ ένα μακελάρη (...) Και καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει”». Το κλίμα της εποχής ήταν: δεισιδαιμονία, διχόνοια, φτώχεια, κακομοιριά «Η Πόλη θα μπορούσε να είχε πέσει πολύ νωρίτερα» Η Πόλη θα μπορούσε να είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων πολύ νωρίτερα. «Ο λόγος που δεν έγινε αυτό και ανάσανε για πενήντα χρόνια ήταν ότι ο Βαγιαζίτ έπεσε στα χέρια των Μογγόλων» λέει η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ. «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της όρθια. Ο Μανουήλ έτρεχε να δει τους Καρόλους, ο Ιωάννης πήγε στη Φερράρα. Είναι η εποχή των επαιτών αυτοκρατόρων. Πήγαιναν επαίτες στη Δύση, έστω και αν τους δέχονταν εκεί με τιμές και δόξες. Κάτι που συνήθως οι Έλληνες δεν δέχονται είναι ότι ο Πάπας προσπάθησε να βοηθήσει. Διέθεσε τις ιντουλγκέντσιες- τα επί πληρωμή συγχωροχάρτια- του 1450, που ως ιντουλγκέντσιες Ιωβηλαίου ήταν πιο προσοδοφόρες, στον πόλεμο κατά των Τούρκων. Αλλο αν αυτό δεν ήταν αποτελεσματικό, αφού έδωσε τα χρήματα στους Αραγωνέζους που τα χρησιμοποίησαν για δικούς τους σκοπούς. Πολλοί λένε ότι η Δύση δεν βοήθησε.  Όταν όμως μιλάμε για Δύση τι εννοούμε; Οι Βυζαντινοί ήταν όλη η Ανατολή. Η Δύση ήταν πολυδιασπασμένη και ο Πάπας είχε ένα σχίσμα στην πλάτη του και την Ανατολική Εκκλησία εναντίον του. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Παλαιολόγος πολεμάει τους Τούρκους μαζί με τον απεσταλμένο του Πάπα, Ισίδωρο του Κιέβου, και τους Γενοβέζους, ο Γεννάδιος- ο Γεώργιος Σχολάριος, πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση τοιχοκολλούσε ανάθεμα εναντίον του Παλαιολόγου. Και επίσης: μετά την πτώση της Πόλης, οι Δυτικοί έτρεμαν. Όταν ανέλαβε Πάπας ο Ενιο Σίβλιο Πικολομίνι, δηλαδή ο Πίος Β΄, έγραψε μια πραγματεία για την Άλωση στην οποία μιλούσε για καταστροφή της Χριστιανοσύνης. Αντίθετα οι Ρώσοι, που είναι μάλιστα φανατικοί ανθενωτικοί, δεν γράφουν σχεδόν τίποτα για την πτώση της Πόλης. Πέρασαν χρόνια για να αρχίσουν οι σλαβικοί θρήνοι. Εκείνοι που θρήνησαν από την αρχή για την Πόλη είναι στην Τραπεζούντα. “Πάρθεν η Πόλη, πάρθεν η Ρωμανία”, έλεγαν». Κάτι που συνήθως οι Ελληνες δεν δέχονται είναι ότι ο Πάπας προσπάθησε να βοηθήσει Η συμφωνία του σουλτάνου με τον Πατριάρχη Το Ρούμελι Χισάρ, το κάστρο που έχτισε ο Μωάμεθ το 1452 για να ελέγχει το πέρασμα ανάμεσα στη Μαύρη Θάλασσα και τη Θάλασσα του Μαρμαρά, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην έκβαση της πολιορκίας, λέει η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ. «Διούλκησε και τον στόλο περνώντας τα πλοία του στον Κεράτιο. Από την άλλη πλευρά, μόνο 3-4 πλοία γενοβέζικα πέρασαν και αυτά για να φέρουν τροφή στους πολιορκημένους». Βέβαια, δεν ήταν μόνο αυτή η αιτία της ήττας των Βυζαντινών. «Ο Μωάμεθ είχε μαζέψει Σέρβους, Αλβανούς, Τούρκους. Απέναντι στους τουλάχιστον 100.000 άντρες του- μερικοί μιλούν για 120.000, άλλοι τους ανεβάζουν σε 200.000- αντιπαρατάσσονταν περίπου 4.500 άνθρωποι το πολύ, μαζί με τους ξένους. Και πολλοί ήταν παιδιά και γυναίκες που πολεμούσαν με αγκωνάρια. Μεγάλη ήταν η βοήθεια των Γενοβέζων, αλλά όταν σκοτώθηκε ο Τζουστινιάνι έχασαν το ηθικό τους και υποχώρησαν. Οσοι πολέμησαν, πάντως, πολέμησαν ηρωικά. Όταν ο Μωάμεθ έστειλε αποκρισάριο στον Παλαιολόγο ζητώντας του να παραδώσει την Πόλη, πήρε την απάντηση ότι η Πόλη δεν είναι δικό του πράγμα και πως “με τη δική μας θέληση αποφασίσαμε να πεθάνουμε”. Ακόμη και ο περίφημος Νοταράς που είχε τρεις υπηκοότητες και όλη του την περιουσία στο εξωτερικό, και που είπε ότι είναι καλύτερο το τουρκικό καφτάνι από τη λατινική τιάρα, πολέμησε και εν τέλει εκτελέστηκε από τους Τούρκους. Χαρακτηριστικό του ηρωισμού είναι ότι όταν στην Πύλη του Ρωμανού οι Τούρκοι άρχισαν να ανεβαίνουν πάνω και πέρασαν μέσα, έψαχναν τους αντίπαλους πολεμιστές και δεν πίστευαν ότι ήταν τόσοι λίγοι. Και πρέπει να πούμε και για τον Μωάμεθ, που συνηθίζουμε να τον ταυτίζουμε με τη βαρβαρότητα, ότι δεν ήταν βάρβαρος ή δεν ήταν μόνο βάρβαρος. Ήταν από τους μεγαλύτερους μεταρρυθμιστές της Τουρκίας. Ηξερε τι ήθελε και πώς να το κάνει».

Όσο για την Κερκόπορτα... «Ανοιγμένη ή ξεχασμένη. Αστεία πράγματα. Ήταν χιλιάδες έξω, τα καράβια τους στον Κεράτιο, οι Γενοβέζοι έφευγαν. Τι να πεις για την Κερκόπορτα; 

Σε συμβολικό επίπεδο μόνο μπορείς κάτι να πεις. Αλλά είναι σαν να λέμε ότι αντί να σκοτώνονταν τρεις Τούρκοι κατά την είσοδό τους στην Πόλη, θα σκοτώνονταν δέκα αν η πόρτα ήταν κλειστή. Και λοιπόν; Αφού είχαν ανεβάσει σκάλες και έμπαιναν από όπου ήθελαν». «Ο Μωάμεθ έδωσε το πατριαρχικό αξίωμα στον Γεννάδιο Σχολάριο, ορίζοντάς τον αμέσως αρχηγό του Μιλιέτ, δηλαδή όλων των ορθοδόξων. Κάπως έτσι ξέρουμε γιατί η Εκκλησία κράτησε όλα τα κτήματά της και η αυτοκρατορία τα έχασε», λέει δηκτικά η Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ. «Κάπως έτσι φτάσαμε και στα σημερινά βατοπεδινά βακούφια. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε, σε αντίθεση με άλλες συμπεριφορές της πολιτείας, ότι όταν ο Μανουήλ Παλαιολόγος είναι στη Θεσσαλονίκη και υπάρχει κίνδυνος καταστροφής, δημεύει όλα τα κτήματα του Άθω. Και ότι ο Κομνηνός δημεύει όλη την εκκλησιαστική περιουσία για να αντιμετωπίσει τους Σελτζούκους». Την εποχή της Άλωσης, εξάλλου, υπήρχε έξαρση του μοναχισμού. «Σε όλη τη διαμάχη των ανθενωτικών οι καλόγεροι στα μοναστήρια της Πόλης και του Άθω ήταν πρώτοι. Είναι πολλοί και δεν πολεμούν. Αντίθετα με τους δυτικούς μοναχούς που μπορούν να φέρουν όπλα, οι ορθόδοξοι δεν μπορούν», σημειώνει η Ελληνίδα βυζαντινολόγος. Η Εκκλησία κράτησε όλα τα κτήματά της και η αυτοκρατορία τα έχασε...
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ