Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

21.3.16

21 Mαρτίου Ημέρα Ποίησης ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.


(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):


Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με να έρθω μαζί σου.
Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.
Άφησε με να έρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άυλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις
πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.
Άφησε με να έρθω μαζί σου.....
2
Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,
ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου
σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).
Άφησε με να έρθω μαζί σου
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να έρθω μαζί σου....

Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας

1. Αναβάφτιση
Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε
Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες
2. Κουβέντα με ένα λουλούδι
Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις
Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

3. Καρτέρεμα
Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο
Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ" και βγαίνει φύλλο λεύκας

4. Λαός
Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι
Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια

5. Μνημόσυνο
Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι
Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει

6. Αυγή
Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει
Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ' ανώφλι της πατρίδας

7. Δε φτάνει
Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη
Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι

8. Πράσινη μέρα
Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες
Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό-γιαλό βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι

9. Συλλείτουργο
Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη
Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ' αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο

10. Το νερό
Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης
Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα

11. Το κυκλάμινο
Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει
Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ' αρχίσεις το τραγούδι

12. Λιγνά κορίτσια
Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ - το πέλαο δεν το βλέπουν
Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του

13. Τ' άσπρο ξωκλήσι
Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό στενό παράθυρό του
Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη

14. Επιτύμβιο
Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει
Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους

15. Εδώ το φως
Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι
Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε

16. Το χτίσιμο
Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που 'ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες
Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι

17. Ο ταμένος
Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του
Και άπα στην πέτρα τής σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος

18. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις
Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο
Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος.

21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Τα πέντε (5) ωραιότερα Ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη

Ποιο από τα παρακάτω Ποιήματα του Κων/νου Π. Καβάφη μπορεί να θεωρηθεί το ...καλύτερο; Με το ερώτημα πριν από τέσσερις περίπου μήνες είχαμε ξεκινήσει στο παρόν Ιστολόγιο, μια ψηφοφορία. Είχαμε πει τότε το επαναλαμβάνουμε και τώρα  ότι αυτού του είδους οι ψηφοφορίες  θεωρούνται ως ένα μικρό …παιχνίδι προκειμένου να σταθμίσουμε απόψεις και γνώμες και τίποτα περισσότερο. Δεν έχουν επίσημο χαρακτήρα και λειτουργούν ως ένα μικρό σημείο αναφοράς ανάμεσά μας. Επιλέξαμε λοιπόν 18 από τα ποιήματα του Κων/νου Π. Καβάφη, που πιστεύαμε  ότι θα μπορούσαν να είναι τα...... ωραιότερά του. Κάποια έχουν τύχει παγκόσμιας αποδοχής όπως : Ιθάκη, Θερμοπύλες,  ενώ  4 από αυτά : Κεριά, Η  πόλις, Τρώες, Νέοι της Σιδώνος (400 μ.χ) είχαν επιλεγεί ανάμεσα στα 100 καλύτερα ποιήματα, μια ανθολογία Ποιημάτων των εκδόσεων Γλάρος . Κανείς από τους αναγνώστες του Ιστολογίου δεν ανέφερε ότι κάποιο άλλο ποίημα θα μπορούσε να βρίσκεται μέσα στα …καλύτερα. Προσωπικά δεν συμμερίζομαι αυτή την άποψη, αλλά…..

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.


Η πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ’ είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις—
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.


Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.


Απολείπειν ο θεός Aντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.


Ιθάκη


Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Γυναίκα 

(Χρόνια καλά στην παλιά φίλη που σήμερα έχει τα γενεθλιά της)

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες


Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Μουσώνας

Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.

Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.

Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί, φτερό, κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θα ‘δινα –«Πάψε, Σεβάχ» - για να 'μουνα παιδί!

Αυγή, ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και ‘μείς, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.

ΚΑΡΑΝΤΙ (Από την συλλογή : ΠΟΥΣΙ )

Στο κορίτσι από το Βόλο
Μπάσες στεριές, ήλιος πυρός και φοινικιές,
ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.
Γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα,
που αρρώστιες τα 'χουνε τσακίσει τροπικές.
Παντιέρα κίτρινη - σινιάλο του νερού.
Φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο.
Τα δυο φανάρια της νυχτός. Κι ο Pisanello
ξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού.
Το καραντί ... Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντο και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκε ο καρχαρίας που πιλοτάρει.
Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ' του Κολόμπου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά, να ζαλιστώ.
Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους.
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.
Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.
Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,
διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια.

Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου

Στο ημερολόγιο γράψαμε: « Κυκλών και καταιγίς ».
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριο Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στην Μπατάβια.
Μα δεν λυπάμαι μια σταλιάν – Εμείς οι ναυτικοί
Έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.
Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
Αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.
Συγχώρεσέ με ... Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρήν δουλειά της.
Κι ακόμα, Κύριε... ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα και υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' ένα μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.
Κύριε... τούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
Κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δεν θα τα φορέσει...

ΚΟΥΡΟ ΣΙΒΟ

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ιντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
Περ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σού 'πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;"
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυό μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος πού 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα!.. η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μιά ζώνη
κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

ΠΟΥΣΙ

ΠΟΥΣΙ
Στην Ελένη Χαλκιούση
'Επεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τομονιέρα να με δείς.
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί ,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλιά σου.
Κάτω στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπιλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.

KURO SIWO
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄ το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

ΑΡΜΙΔΑ
Στον Κώστα Βάρναλη
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κ' έχει τα φανάρια του στην πρύμη.
Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.
Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.
Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
- που να ξοδεύτηκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.
Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.
Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.
Κ' έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι. 

ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ
Στον Γιώργο Σεφέρη
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Cabes.
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κ' ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.
Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω»,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε εκείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές. 

FATA MORGANA
Στη Θεανώ Σουνά
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.
Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.
Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκουρίνη.
Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γερνά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει.
Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
'Αγια λαβίδα κι ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στη Πύλη, δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.
Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Πάντα οι κυκλώνες έχουν γυναικείο
όνομα. Εύα από τη Κίο.
Η μάγισσα έχει τρεις κόρες στ' Αμανάτι
κι η τέταρτη είν' εν' αγόρι μ' ένα μάτι.
Ψάρια που πετάν μέσα στην άπνοια,
όστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια της στεριάς και δέντρα σάπια,
άρμπουρα και τιμόνια και προπέλες.
Να 'χαμε το λύχνο του Αλαδίνου
ή το γέρο νάνο απ' τη Καντόνα.
Στείλαμε το σήμα του κινδύνου
πάνω σε άσπρη πέτρα με σφεντόνα.
Δαίμονας γεννά τη νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ' όνομά του.
Λούφαξεν ο δέκτης τ' ασυρμάτου,
και φυλλομετρά το καζαμία.
Ο άνεμος κλαίει. Σκυλί στα λυσσιακά του.
Γεια χαρά, στεριά κι αντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε η ψυχή μας από κάτου,
έχει και στη κόλαση μπορντέλο. 

ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.
Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.
Θαλασσοκόρη του βυθού - χίλιες οργιές -
του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.

Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε κι εξανεμίστηκε τo αλάτι.
Μα 'συ προσμένεις απ' το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.

Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά τo άσπρο χαλίκι.
 
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος 

20.3.16

21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Σώπα, μη μιλάς

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή  
κόψ' τη φωνή σου,σώπασε επιτέλους 
 κι αν ο λόγος είναι αργυρός  
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί  
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:  «σώπα».  
Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,  
μου λέγανε : 
«εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα
και μου λέγανε: 
 «κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ ....σώπα!»  
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.  
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια. 
 Ο λόγος του μεγάλου
  η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, 
 «Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,  
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα».  
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι 
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,  
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα»  
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,  
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και  ήξερε να σωπαίνει. 
 Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε «Σώπα».

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε : 
 «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»  
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές, 
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το "Σώπα".  

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω, 
 σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.  
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι. 
 Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.  
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.  
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα».  και μαζευτήκαμε πολλοί  
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, 
μας δώσανε παράσημα,  τα πάντα κι όλα πολύ.  
Εύκολα , μόνο με το Σώπα.  
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα». 
 Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου 
 κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις 
ξερίζωσε τη γλώσσα σου  και κάν'την να σωπάσει.  
Κόψ'την σύρριζα.  Πέτα την στα σκυλιά. 

 Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.  
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς, 
 χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς" 
  Αχ!  Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.  
και δεν θα μιλάς ,  
θα γίνεις φαφλατάς ,  
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .  
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ'την αμέσως.  
Δεν έχεις περιθώρια.  Γίνε μουγκός.  
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. 
Κόψε τη γλώσσα σου.  
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου 
 ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς 
κρατώ τη γλώσσα μου,  
γιατί νομίζω πως θα'ρθει η στιγμή 
που δεν θα αντέξω  και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ 
και θα ελπίζω  και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,  
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:  
ΜΙΛΑ! ...;. 
 Αζίζ Νεσίν

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΠΙΝΔΑΡΟΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ, ΕΝΑΣ ΠΑΙΑΝΑΣ ΚΙ ΕΝΑ ΠΡΟΣΟΔΙΟ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Ένας Ύμνος, ένας Παιάνας κι ένα Προσόδιο

Πίνδαρος, 522 ή 518 Κυνός Κεφαλές Θήβας-438 π.Χ. Άργος

Ο Πίνδαρος χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, τον οποίο όμως η πατρίδα του, η Θήβα, τιμώρησε με πρόστιμο όταν μίλησε τιμητικά για την Αθήνα. Η ποίησή του είναι υπερατομική. Με την έννοια ότι δεν μιλάει για συνθήκες και περιστατικά της προσωπικής του ζωής ή του περιβάλλοντός του αλλά κυρίως για αθλητικούς αγώνες, για την αρετή του αγώνα και του νικητή, για τις δόξες των γενιών, για τις ηθικές αξίες τους, για τους μύθους και τις παραδόσεις γενικά των πόλεων και των αριστοκρατικών γενών που κρατούν την αρχή τους από θεούς και ημίθεους.

Η ποίησή του εξάλλου ήταν Χ ο ρ ι κ ή. Ήταν για να τραγουδιέται από πολλούς σε δημόσιους χώρους, για πολλούς και για θέματα κοινά, όχι για προσωπικά προβλήματα και έγνοιες.

Ο κόσμος του Πίνδαρου είναι ένας κόσμος «ιδεοληπτικός» για μας, ένας κόσμος «συνείδησης» για τον ίδιο- με την έννοια ότι πίστευε με ευλάβεια στον κόσμο αυτόν, όπως τον έμαθε κι όπως τον εξιστορούσε.

Η ποίησή του είναι ευγενική και μεγαλόπρεπη. Ο λόγος του έχει ορμή και πλαστικότητα, είναι αδρός και επιβλητικός, γεμάτος σπάνιες δυνατές λέξεις και σύνθετες, είναι αφειλώλευτος λόγος. Οι λέξεις του προσπαθούσαν να ανεβάσουν το γεγονός σε έμπνευση ή να ντύσουν την έμπνευση στο σχήμα του γεγονότος. Πληθωρικός ο λόγος, εκπλήξεις γεμάτος και υπέρβαση.

Η Κόριννα, ποιήτρια της Θήβας πιθανά σύγχρονή του, τον παρομοιάζει με σπορέα που ρίχνει το σπόρο στη γη όχι με το χέρι σκορπίζοντάς τον, αλλά χύνοντας μαζί όλο το σακκούλι (ΤΗΙ ΧΕΙΡΙ ΔΕΙ ΣΠΕΙΡΕΙΝ, ΑΛΛΑ ΜΗ ΟΛΩ ΤΩΙ ΘΥΛΑΚΩΙ).

Το έργο του ήταν: Ύμνοι, Παιάνες, Διθύραμβοι, Προσόδια, Παρθένια, Υπορχήματα, Εγκώμια, Θρήνοι, Επίνικοι.
Από αυτά σώθηκαν όλοι οι επίνικοι (4 βιβλία) και ελάχιστα άλλα μικρά και φθαρμένα αποσπάσματα.
Πρώτα την ορθόγνωμη Θέμη την ουράνια

απ’ τις πηγές του Ωκεανού με άλογα χρυσά

οδήγησαν οι Μούσες στου Ολύμπου το θρόνο

ολόφωτο το δρόμο ανεβαίνοντας,

η πρώτη του Δία γυναίκα να είναι.

Και γέννησε αυτή τις Ώρες τις τακτές

με τα χρυσόδετα μαλλιά,
που φέρνουν των καρπών το θάμπος.
Στο όνομα του Ολύμπιου Δία, χρυσή

και ένδοξη μάντισσα Πυθώ,

δέξου με, σε ικετεύω με τις Χάριτες μαζί

και την Αφροδίτη,

σε τούτη τη θεία γιορτή (των Δελφών)

ποιητή των Μουσών ξακουσμένο.

Ακούγοντας της Κασταλίας το νερό να κελαρύζει

απ’ τις χάλκινες βρύσες

χωρίς συνοδεία χορού, ήρθα γιορταστής

την άγνοια των πιστών σου να βοηθήσω

με τις δικές μου τις τιμές.

Και όπως παιδί στη σεβάσμια μάνα

την καρδιά μου ακούοντας πρόθυμα

στο άλσος του Απόλλωνα έφτασα

Όπου στεφάνια και συμπόσια ανθίζουν

και όπου το γιο της Λητώς

των Δελφών οι κόρες συχνά

δίπλα στης γης τον Ομφαλό

τον ισκιωμένο, τραγουδούν

με πόδια γοργά το χώμα χτυπώντας.

( λείπουν 31 στίχοι)
Ο παιάνας συνεχίζεται με την α΄ επωδό κ.εξ.
Πηγή: http://idrymapoiisis.blogspot.gr/
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ