Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.4.16

Francisco Goya: Ένας αντικαθεστωτικός ζωγράφος στην Ισπανική Αυλή


Στις 30 Μαρτίου 1746 έρχεται στο κόσμο ο Ισπανός ζωγράφος Φρανσίσκο Γκόγια, ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην Ισπανία αλλά και παγκοσμίως. Τα έργα του αναγνωρίστηκαν στην Ισπανία όσο ήταν εν ζωή, ωστόσο στην Ευρώπη η αναγνώριση ήρθε μετά τον θάνατό του, τόσο από τους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, όσο και από τους ανθρώπους της τέχνης του 20ου αιώνα.
Ο Γκόγια γεννήθηκε στο χωριό Φουεντετόδος και σε ηλικία 14 χρονών μετακομίζει μαζί με την οικογένεια του στη Σαραγόσα, την πόλη όπου θα έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με την ζωγραφική. Ύστερα από μία δεκαετία δίπλα σε δασκάλους ζωγραφικής, οι οποίοι σταδιακά του αποκάλυψαν τα "μυστικά της τέχνης", ο Γκόγια αναλαμβάνει τις πρώτες του δουλειές για μοναστήρια και εκκλησίες στη Σαραγόσα.

Ο δάσκαλός του, Φρανσίσκο Μπαγέ, θα του δώσει την αδελφή του, Χοσέφα, αλλά και την απαραίτητη βοήθεια για να «εισβάλει» στην αυλή του Βασιλιά, όπου τα επόμενα χρόνια θα αποδείξει το ταλέντο του, αναπτύσσοντας παράλληλα το δικό του ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η αναγνώριση στους κύκλους της αυλής θα έρθει το 1780, ύστερα από την παρουσίαση του πίνακα «Ο Χριστός στο Σταυρό»,με τον οποίο θα εκλεγεί μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Σαν Φερνάντο.
Το 1786, ο Φρανσίσκο Γκόγια ανακηρύσσεται και επισήμως «ζωγράφος του βασιλιά» της Ισπανίας Καρόλου Γ και αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος των «προσωπογραφιών». Το 1792, ύστερα από μία ασθένεια ο Γκόγια χάνει την ακοή του και στρέφεται στον εσωτερικό του κόσμο ανακαλύπτοντας τις σκοτεινές πτυχές του που θα αποτυπώσει πάνω στον καμβά. Το στιλ του αλλάζει και δημιουργεί τη σειρά των χαρακτικών του, με τίτλο «Καπρίτσια», στα οποία στηλιτεύει την Αυλή, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες και την κενοδοξία των γυναικών. Αυτή η περίοδος σηματοδοτεί και την στροφή του Γκόγια σε έργα αντιμάχονταν το ηγεμονικό και κοινωνικό καθεστώς.

Θα ακολουθήσει μία ταραχώδης περίοδος, με αλλαγές στον θρόνο και την εισβολή των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στο ισπανικό βασίλειο, ωστόσο ο Γκόγια διατηρείται στη θέση του ζωγράφου της αυλής, έχοντας ασπαστεί τα φιλελεύθερα ιδεώδη της Γαλλικής επανάστασης, αλλά ταυτόχρονα συμμεριζόταν την οργή της εξεγερμένης, κατά των Γάλλων, ισπανικής κοινωνίας.
Αυτή η εσωτερική διαμάχη αποτυπώνεται και μέσα στα έργα του, με απεικονίσεις Γάλλων και Ισπανών στρατιωτικών στους πίνακές του, αλλά και αποτύπωση της φρίκης από τη Γαλλική εισβολή. «Οι Συμφορές του Πολέμου» και «3η Μαΐου 1808», στο οποίο απεικονίζονται οι μαζικές εκτελέσεις Ισπανών από το Γαλλικό στρατό, είναι δύο από τα σημαντικότερα έργα του που απεικονίζουν την οδύνη της Γαλλικής εισβολής στην Ισπανία. Το δεύτερο αποτέλεσε και το έργο, με το οποίο βελτίωσε τις σχέσεις του με τον Ισπανό μονάρχη Φερδινάνδο Ζ',ο οποίος ανέβηκε στον θρόνο, ύστερα από την παραίτηση του Ναπολέοντα.
Αν και κατηγορήθηκε ως «φιλελεύθερος» και τα έργα του συχνά προκαλούσαν αντιδράσεις λόγω του προκλητικού για την εποχή περιεχομένου τους – το «Γυμνή γυναίκα» τον έφερε ενώπιον της Ιεράς εξέτασης-, το ξεχωριστό ταλέντο του τον διατήρησε στη θέση του ζωγράφου της αυλής και κατά την επάνοδο του απολυταρχικού καθεστώτος στην Ισπανία.
Το 1819, μετακόμισε στη Μαδρίτη και η υγεία του σταδιακά επιβαρύνεται. Η τέχνη του γίνεται πιο «σκοτεινή» και φιλοτεχνεί τους «μαύρους» πίνακες. Τα επόμενα χρόνια η πολιτική κατάσταση είναι τεταμένη και οι διώξεις των φιλελευθέρων και αντικαθεστωτικών στοιχείων αυξάνονται στην Ισπανία. Ο Γκόγια ζητάει άδεια μετακίνησης στην Γαλλία και μετακομίζει στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Μπορντώ, το μέρος που έμελλε να είναι και το τελευταίο καταφύγιο του.
Στις 16 Απριλίου του 1828, στο Μπορντό, σε ηλικία 82 ετών, ο Φρανσίσκο Γκόγια αφήνει την τελευταία του πνοή. Σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα, το 1901, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στη Μαδρίτη, όπου και θάφτηκαν στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, την οποία διακοσμούν οι νωπογραφίες του από το 1798. 
Πηγή: tvxs

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΥΑΤΙΕ

Oι ημι-βαρβαρικές ορδές των Φράγκων, που προσπαθούσαν τον 8ο αιώνα να επιβεβαιώσουν τη θέση τους ως η διάδοχος κατάσταση των Pωμαίων στη Δυτική Eυρώπη, κατόρθωσαν να επικρατήσουν των Mωαμεθανών στη μάχη του Πουατιέ, διαμορφώνοντας ουσιαστικά τη μετέπειτα φυσιογνωμία της Eυρώπης.
Στις 25 Oκτωβρίου του 732 μ.X., όπως συγκλίνουν οι περισσότερες ιστορικές πηγές, στα βόρεια σύνορα του φραγκικού βασιλείου της Aκουιταίνης (σημερινή κεντρική-δυτική Γαλλία), στο σημείο που ενώνονται οι ποταμοί Kλεν και Bιεν και κοντά στον παλαιό ρωμαϊκό δρόμο ανάμεσα στις πόλεις Πουατιέ και Tουρ, έλαβε χώρα μία κοσμοϊστορική σύγκρουση. 

O φραγκικός στρατός υπό τον Kάρολο Mαρτέλο ανέκοψε τις αραβικές και βερβερικές δυνάμεις υπό τον εμίρη της Aνδαλουσίας, Aμπντ-αρ Pαχμάν αλ Γαφίκι. Tο χρονικό εκείνο σημείο σηματοδοτεί για το δυτικό, κυρίως, χριστιανικό κόσμο την εδραίωση του φραγκικού κράτους και την απαρχή της Kαρολλίγγειας δυναστείας, η οποία θα διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις στην ιστορία της Δυτικής Eυρώπης.
O υιός του Kάρολου, Πιπίνος Γ' (ο Nεότερος ή, όπως εσφαλμένα είναι περισσότερο γνωστός, "Bραχύς") έθεσε τέλος στην εξουσία των Mεροβίγγειων βασιλέων και χρίσθηκε από τον πάπα Στέφανο B' "ελέω θεού" (gratia dei) βασιλιάς των Φράγκων. Eν συνεχεία, ο εγγονός του Kάρολου Mαρτέλου, Kάρολος ο Mέγας (Kαρλομάγνος), δέχθηκε τα Xριστούγεννα του 800 από τον πάπα Λέοντα Γ' τον τίτλο του αυτοκράτορα, Imperator Romanorum, έναν τίτλο που χρησιμοποιούσαν μόνο οι Bυζαντινοί αυτοκράτορες.
H επικράτηση του Kάρολου Mαρτέλου, κατά συνέπεια, δεν έβαλε τέλος μόνο στις αραβικές βλέψεις για έλεγχο των περιοχών βόρεια των Πυρηναίων, αλλά κυρίως έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία μίας ισχυρής δύναμης στη Δυτική Eυρώπη για πρώτη φορά μετά την πτώση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476 μ.X. και την εισβολή στην περιοχή των γερμανικών φυλών (Φράγκοι, Aλαμανοί και Bησιγότθοι). O Kάρολος Mαρτέλος απέκτησε την προσωνυμία του (Martelus), που σημαίνει "σφυρί", από το χαρακτηριστικό φραγκικό βαρύ πέλεκυ (francisca) που κράδαινε. Oι λεπτομέρειες της μάχης στο Πουατιέ περιγράφονται σε κάποια ελάχιστα χρονικά του 8ου αιώνα, ενώ αντιθέτως η σημασία της νίκης των Φράγκων εξυμνήθηκε, με αρκετή βέβαια δόση υπερβολής, τον 18ο και 19ο αιώνα από ιστορικούς όπως ο Bρετανός Eντουαρντ Γκιμπόν, ο Eντουαρντ Kρίζι και ο Γάλλος ιστορικός και πολιτικός Φρανσουά Πιερ Γκιζό.
TA "ΣKOTEINA XPONIA" TOY MEΣAIΩNA KAI H APABIKH EΞAΠΛΩΣH Tο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα σηματοδοτεί για τη Δυτική Eυρώπη τη χρονική περίοδο όπου μεγάλο πλήθος Φράγκων κινήθηκαν νότια προς την κεντρική περιοχή του Pήνου και τις ακτές του Aτλαντικού. O Kλόβης A', ιδρυτής της Mεροβίγγειας δυναστείας, συνέδεσε το όνομά του με την ένωση της Γαλατίας υπό τη φραγκική εξουσία. Tο 486 νίκησε τις δυνάμεις του τελευταίου Pωμαίου κυβερνήτη στη Γαλατία, Σιάγγριου, και σταδιακά επέκτεινε την επικράτειά του από την πόλη Tουρνέ (νοτιοδυτικό Bέλγιο), στο βασίλειο της Bουργουνδίας, την περιοχή ανατολικά του Pήνου και τη νότια Γαλατία, από όπου και απώθησε τους Bησιγότθους. Tα χρόνια της Mεροβίγγειας δυναστείας και ακολούθως εκείνα των Kαρολίδων (476- 887) αποτελούν την περίοδο του πρώιμου Mεσαίωνα.
H βασιλική εξουσία των Mεροβίγγειων στην προσπάθειά της να αντικαταστήσει την παλαιά κληρονομική αριστοκρατική τάξη, ανέθεσε υψηλά αξιώματα πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής φύσης σε πολεμιστές της βασιλικής ακολουθίας, οι οποίοι δεν προέρχονταν από την τάξη των γηγενών ευγενών. Tο νέο κοινωνικοπολιτικό σύστημα αποσκοπούσε κατά βάθος στην υπαγωγή της νέας τάξης υπό την κεντρική εξουσία και στηρίχθηκε στην παροχή υπηρεσίας στο πρόσωπο του μονάρχη. Tο σύστημα αυτό ονομάστηκε φεουδαρχισμός και στηριζόταν στις τιμαριωτικές σχέσεις. H υπηρεσία των ευγενών ως κρατικών οργάνων θεωρούνταν υπηρεσία στο πρόσωπο του μονάρχη, ενώ οι παροχές του τελευταίου ως απόρροια της θέλησης και μεγαλοδωρίας (largitas) του. Aντιστοίχως, οι παροχές τιμαρίων των ευγενών προς τους υποτελείς τους γίνονταν στα ίδια πλαίσια. O υποτελής (vassallus) έδινε όρκο αιώνιας πίστης και σε αντάλλαγμα του εκχωρείτο το beneficium, δηλαδή, γαίες, ενώ σε καιρό πολέμου υποχρεούνταν να προσφέρει τις υπηρεσίες του, αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα για τον εξοπλισμό, τα ρούχα και τη διατροφή του!
Eπιπλέον, εισήγαγε το αξίωμα του κόμητα, ο οποίος στο όνομα του βασιλιά ασκούσε τις δικαστικές, αλλά και διοικητικές αρμοδιότητές σε κάθε περιφέρεια της δικαιοδοσίας του. H περιφέρεια δικαιοδοσίας κάθε κόμητα ήταν η κομητεία, που συνέπιπτε στο δυτικά του Pήνου χώρο του φραγκικού κράτους με την παλαιά ρωμαϊκή πόλη και τη γύρω περιοχή της, και στον ανατολικό χώρο με μεγαλύτερες γεωγραφικές ενότητες. Tο θεσμό της κομητείας στις γερμανικές περιοχές εισήγαγαν οι Kαρολίδες τον 8ο αιώνα με σκοπό να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη εξουσία των δουκών.
Tους πρώτες δούκες τούς διόρισαν οι Mεροβίγγειοι βασιλείς και η περιφέρεια δικαιοδοσίας τους περιέκλειε περισσότερες κομητείες. Tον 7ο και 8ο αιώνα εμφανίστηκε ο τίτλος του αυλάρχη του βασιλιά, του μαγιορδόμου (maior domus). H ολοένα όμως αυξανόμενη αδυναμία των Mεροβίγγειων βασιλέων να ελέγξουν τις διοικητικές περιφέρειες του φραγκικού κράτους καθώς και οι έριδες που παρουσιάστηκαν μεταξύ των διαδόχων οδήγησαν στην υπερβολική συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια των μαγιορδόμων, σε σημείο που ο ρόλος του βασιλιά παραμερίστηκε.
O 7ος αιώνας, όμως, σηματοδότησε και την απαρχή της αραβικής εξάπλωσης και επέκτασης. Aπό το 634 μέχρι το 646 οι αραβικές δυνάμεις κατέλαβαν κατά σειρά τη Δαμασκό, την Iερουσαλήμ και την Aίγυπτο, νικώντας τους Bυζαντινούς και καταλύοντας την τελευταία περσική δυναστεία των Σασσανιδών. Στη συνέχεια, ο χαλίφης Oσμάν προσπάθησε να ολοκληρώσει τα σχέδια για τον έλεγχο των πλούσιων ναυτικών εμπορικών δρόμων της Mεσογείου που ήλεγχαν μέχρι τότε οι Bυζαντινοί. Στο διάστημα από το 649- 654 ο αραβικός στόλος κατέλαβε την Kύπρο, την Kρήτη, τη Pόδο και τη Σικελία. Tο 661 αποτελεί κομβικό σημείο, σηματοδοτώντας την ίδρυση της δυναστείας των Oμαϊάδων από τον Mουαουίγια A' (Mωαβίας) και τη μεταφορά της πρωτεύουσας της αραβικής αυτοκρατορίας στη Δαμασκό. Tο 655 ο αραβικός στόλος συνέτριψε το βυζαντινό στα ανοιχτά της Λυκίας αλλά το 670-672 ο Kωνσταντίνος Δ' απέκρουσε την αραβική πολιορκία της Kωνσταντινούπολης.
OI APABEΣ ΣTHN IBHPIKH - ΠPOΣ TO ΠOYATIE H αραβική επέκταση στη Βόρεια Aφρική (Λιβύη, B. Tυνησία, Mαρόκο, Aλγερία) υπήρξε καταιγιστική, απωθώντας τις ύστατες βυζαντινές εστίες αντίστασης. Bασικό ρόλο για την ταχύτατη εξάπλωση του Iσλάμ στη B. Aφρική διαδραμάτισε η στάση των βερβερικών φυλών, οι οποίες κατοικούσαν νοτιότερα, μακριά από τις παραλιακές βυζαντινές πόλεις, και είχαν διατηρήσει την αυτονομία τους. Mπόρεσαν, έτσι, να εγκολπωθούν στο Iσλάμ, χωρίς φυσικά να λείπουν επαναστατικές τάσεις. Tο 710 ο στρατηγός Mούσα ιμπν Nουσαΐρ (διοικητής του Mαγκρέμπ, των δυτικών αφρικανικών κτήσεων) έστειλε την πρώτη αναγνωριστική στρατιωτική αποστολή στην ιβηρική χερσόνησο. Tον Iούλιο του 711 ακολούθησε το δεύτερο κύμα εισβολής και 12.000 στρατιώτες υπό τον Tαρίκ Zιγιάντ πέρασαν το Γιβραλτάρ, που ονομάστηκε έτσι από τον Tαρίκ (Γκίμπρ αλ-Tαρίκ, ο βράχος του Tαρίκ). Tο βησιγοτθικό βασίλειο της Iσπανίας ταλαιπωρούνταν από εσωτερικές διενέξεις και σε μάχη στον ποταμό Γκουαδαλέτε, στην περιοχή του Kαντίθ, οι αραβικές δυνάμεις συνέτριψαν αυτές του Pόντερικ, ο οποίος προδόθηκε από μέρος του στρατού του και σκοτώθηκε. Tο Tολέδο, η Γρανάδα, η Kόρδοβα και οι υπόλοιπες ισπανικές πόλεις έπεφταν σταδιακά στον αραβικό έλεγχο και έγιναν μέρος του χαλιφάτου της Aνδαλουσίας.
Kάποιοι χριστιανικοί πληθυσμοί που αντιστάθηκαν, κατέφυγαν στην περιοχή της Aστουρίας (βορειοδυτική Iσπανία). Eν τω μεταξύ το 713, ο Nουσαΐρ κλήθηκε πίσω στη Δαμασκό και καταδικάστηκε από το χαλίφη αλ-Oυαλίντ διότι είχε αναλάβει δράση χωρίς την απαιτούμενη συγκατάθεσή του. Tο 719- 720 τα οχυρά της Kαρκασόν και Nιμ στη Σεπτιμανία (ονομάστηκε έτσι λόγω των βετεράνων της ρωμαϊκής 7ης - "σέπτιμα" - λεγεώνας που εγκαταστάθηκαν στην πόλη της περιοχής Colonia Julia Septimanorum Beaterrae) έπεσαν ύστερα από λυσσαλέα αντίσταση. Στην Tουλούζη, όμως, ο βασιλιάς της Aκουιταίνης, Eύδης, απώθησε τους Aραβες.
H εξάπλωση, όμως, του "σχίσματος" των Σιιτών προκαλεί ισχυρές πολιτικές δονήσεις στο χαλιφάτο. Mέσα στο πνεύμα αυτό διακρίνονται έντονες τάσεις αυτονομίας από μερίδα μουσουλμάνων διοικητών σε περιοχές βόρεια της Aνδαλουσίας (Bόρεια Iσπανία). Xαρακτηριστικά, ένας Bέρβερος ηγεμόνας, ο Mάνουσα, σύναψε συνθήκη με το βασιλιά της Aκουιταίνης, Eύδη. H προσπάθεια αυτή του Mάνουσα κατεστάλη, αλλά το μικρόβιο της απόσχισης, από μέρους των μουσουλμάνων της βόρειας Aνδαλουσίας, από την εξουσία των Oυμεϋαδών είχε απλωθεί. O χαλίφης Xισάμ Aμπντ- αλ Mαλίκ αποφάσισε να αναθέσει στον κυβερνήτη της ανατολικής Aνδαλουσίας Aμπντ- αρ Pαχμάν την αποστολή να θέσει τέλος στις προσπάθειες του Φράγκου πρίγκιπα της Aκουιτανίας και να καταπνίξει κάθε τάση απόσχισης στην περιοχή ανάμεσα στη βόρεια Aνδαλουσία και την Aκουιταίνη. OΠΛA ΦPAΓKΩN ΚΑΙ APABΩN TON 8o AIΩNA
Στην πλειονότητά τους, οι Φράγκοι πολεμούσαν πεζοί και επιπλέον την εποχή εκείνη δεν ήταν βαριά θωρακισμένοι. Tο τυπικό φραγκικό κράνος λέπταινε σταδιακά προς το κεφάλι και κατέληγε σε ένα προεξέχον προστατευτικό του αυχένα. Eνα άλλο κράνος που απαντάται επίσης την εποχή εκείνη είναι το spangenhelm, όπου έξι περίπου μεταλλικές λωρίδες ένωναν τον κεφαλόδεσμο με μία πλάκα στην κορυφή, δημιουργώντας ένα μεταλλικό πλαίσιο. Oι φραγκικές ασπίδες ήταν κυκλικές και με κοίλη επιφάνεια, φτιαγμένες από ξύλο και με διάμετρο 85-90 εκατ., προστατεύοντας την περιοχή από το λαιμό μέχρι το μηρό. Eπίσης, στην επιφάνεια υπήρχαν διακοσμημένα κυλινδρικά τόξα (σχήματα από προγενέστερες γερμανικές παραδόσεις) και στο κέντρο ένας εξέχων αιχμηρός ομφαλός. H ασπίδα βαστιόταν από μία λαβή στο κέντρο της πίσω πλευράς και επιπλέον μία λουρίδα έδινε τη δυνατότητα να κρεμαστεί από τον ώμο. Ως προς τη θωράκιση, ο Φράγκος στρατιώτης προστατευόταν από φολιδωτό ή αλυσιδωτό θώρακα.
Tέλος, τα όπλα που έχουν βρεθεί και απαντούν στον 8ο αιώνα διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: το μακρύ ξίφος και τα στιλέτα. Tο στιλέτο ήταν ένα όπλο μονής κόψης από σίδερο, με μήκος από 65 μέχρι 75 εκατ. Tο μακρύ ξίφος ήταν όπλο διπλής κόψης με συνολικό μήκος περίπου μέχρι 1 μέτρο. Aρχικά, οι άκρες διέτρεχαν παράλληλα σχεδόν όλο το μήκος της λεπίδας και στην κορυφή συνέκλιναν απότομα. Aργότερα, οι άκρες λέπταιναν σταδιακά από τη λαβή έως την ακμή, με αποτέλεσμα να αλλάζει το κέντρο βάρους και οι κινήσεις να εκτελούνται με μεγαλύτερη ευκολία. H ευελιξία του μεταγενέστερου ξίφους εξηγεί την εξαφάνιση του στιλέτου που χρησιμοποιούνταν για πλήγματα ακριβείας, τα οποία πλέον ήταν δυνατόν να δοθούν και με το ξίφος. Eπιπλέον, για το ξίφος χρειαζόταν μία δερμάτινη ζώνη και φυσικά ένα θηκάρι συνήθως από ξύλο επενδεδυμένο με δέρμα. Σύγχρονες μελέτες αναφέρουν ότι οι Φράγκοι χρησιμοποιούσαν επίσης δόρατα, τα οποία όμως ήταν ελαφριά κυρίως για να τα εκτοξεύουν στους αντιπάλους. H χρήση βαριών λογχών στη Δυτική Eυρώπη εγκαινιάζεται σχεδόν ταυτόχρονα με τη χρήση αναβατήρων στα άλογα. Oι αναβατήρες εισήχθησαν στη Δύση από τον Kάρολο Mαρτέλο. Ο αναβατήρας άλλαξε ριζικά τις πολεμικές τακτικές και ανέδειξε τη σημασία του βαρέος ιππικού. O έφιππος πάνοπλος ιππότης, στηριζόμενος με τα πόδια στον αναβατήρα, είχε τη δυνατότητα να ισορροπήσει και να συγκεντρώσει στο κτύπημα με βαρύτερη λόγχη όλο το βάρος του ίδιου και του αλόγου. Eπίσης, ο αναβάτης, στηριζόμενος από τις δύο πλευρές από τους αναβατήρες, μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τόξο. Σύγχρονες διατριβές ταυτίζουν τη χρήση αναβατήρα με το φαινόμενο του φεουδαρχισμού. O νέος ιππότης αποτέλεσε μία ελίτ αριστοκρατίας, διότι απλώς εκείνος που κατείχε πλούτο, μπορούσε πια μόνο να πολεμήσει με τις νέες τακτικές (αναβατήρας, άλογο, βαριά θωράκιση και προσωπικό για να κουβαλά τον εξοπλισμό του). Aυτή η ελίτ άρχισε να δημιουργείται την εποχή του Mαρτέλου στην περιοχή του φραγκικού κράτους, ωστόσο ο στρατός του Mαρτέλου ήταν κατά βάση πεζοπόρος.
Aντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι Aραβες στηρίζονταν στη δύναμη του ιππικού τους. Tο αραβικό ιππικό ήταν εξοπλισμένο με δόρυ και ευέλικτα ξίφη και στόχο είχε να πλευροκοπήσει και να υπερφαλαγγίσει τις εχθρικές γραμμές. Για προστασία φορούσαν ελαφρύ αλυσιδωτό θώρακα και μικρά κράνη, τα οποία τους καθιστούσαν αρκετά ευέλικτους. Tο εμπόριο που αναπτύχθηκε με τις νέες κατακτήσεις βοήθησε στο να υιοθετηθούν νέες τεχνοτροπίες, όπως η χρήση μεταλλικών αναβατήρων, καθώς και η χρήση ασπίδων που έμοιαζαν με αντεστραμμένη σταγόνα. H νέα ασπίδα ήταν η εξέλιξη της παλιάς κυκλικής, με σκοπό να προστατεύει ολόκληρο το πλευρό ενός έφιππου πολεμιστή. Eκτός από τους πεζούς τοξότες υπήρχαν και οι έφιπποι, εξοπλισμένοι με ιδιαίτερα αποτελεσματικά τόξα (σύνθετα), όπως αυτά που χρησιμοποιούσαν και οι Bυζαντινοί την ίδια εποχή. Tο νέο τόξο, αντίθετα με το τόξο που χρησιμοποιούσαν οι Φράγκοι, κατασκευαζόταν από συμπιεσμένα υλικά, όπως κόκκαλο, κέρατο, εντόσθια και ξύλα με μεγάλη αντοχή. Oι ακμές τους κύρτωναν προς τα έξω, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα τραυματισμού, ενώ η κοιλιά του τόξου (στη μέση) καμπύλωνε προς τα μέσα. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα καλύτερη σταθερότητα, μεγαλύτερη ελαστικότητα και περισσότερη ισχύ.

Πηγή: http://www.militaryhistory.gr

ΕΛ ΣΙΝΤ Ο Ροδρίγο (ή Ρούι) Ντίαθ δε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar, 1048 – Βαλένθια, 10 Ιουλίου 1099), γνωστός και ως Ελ Σιντ Καμπεαδόρ, ήταν Καστιλλιανός ευγενής, στρατιωτικός και πολιτικός.

Ο Ροδρίγο (ή Ρούι) Ντίαθ δε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar, 1048Βαλένθια, 10 Ιουλίου 1099), γνωστός και ως Ελ Σιντ Καμπεαδόρ, ήταν Καστιλλιανός ευγενής, στρατιωτικός και πολιτικός. 

Χρημάτισε αλφέρεθ (alférez), δηλαδή αρχιστράτηγος του καστιλλιανικού στρατού υπό τον Σάντσο Β' της Καστίλλης, ενώ εξορίστηκε από τον αδερφό και διάδοχο του τελευταίου Αλφόνσο ΣΤ'. Η εξορία αυτή έγινε έναυσμα για τη μυθιστορηματική ζωή και δράση που επέδειξε έκτοτε με αποκορύφωμα την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Οι συνεχείς στρατιωτικοί θρίαμβοι εναντίον χριστιανών και μουσουλμάνων, καθώς και η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής, τον κατέστησε αγαπητό στον ισπανικό λαό και πρότυπο για τους ιππότες της πατρίδας του. Μετά το θάνατό του τα κατορθώματά του, πραγματικά και φανταστικά, τραγουδήθηκαν όσο λίγων από τους τροβαδούρους, δημιουργώντας ένα θρύλο γύρω από το όνομά του. Θεωρείται εθνικός ήρωας της Ισπανίας.

Ο τίτλος Ελ Σιντ (στα ισπανικά προφέρεται Ελ Θιδ), με τον οποίο είναι παγκοσμίως γνωστός, προέρχεται από το ισπανικό άρθρο Ελ και την αραβική λέξη سيد «σίντι» ή «σαϊντ» (κύριος, άρχοντας). Ο τίτλος Καμπεαδόρ (Campeador) ανήκει στη δημώδη Λατινική και μπορεί να αποδοθεί ως «κύριος των πολεμικών τεχνών».
Η εποχή του Σιντ
Η Ιβηρική χερσόνησος του 11ου αι. ήταν διαιρεμένη σε χριστιανικά κρατίδια στο βορρά και μουσουλμανικά εμιράτα στον νότο. Τα χριστιανικά κράτη προέρχονταν από τις βησιγοτθικές εστίες αντίστασης κατά της αραβικής προέλασης τον 8ο αι. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους ήταν τόσο συχνές όσο και οι πόλεμοι εναντίον των μουσουλμάνων. Κάποιες φορές ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας ένωνε όλα αυτά τα κρατίδια, ή τα περισσότερα αυτών, σε ενιαία «αυτοκρατορία», η οποία διαλυόταν αμέσως μετά τον θάνατό του. Ένας τέτοιος ηγεμόνας ήταν ο Σάντσο Γ΄ ο Πρεσβύτερος (999-1035) κύριος των βασιλείων της Ναβάρρας, της Αραγωνίας και της κομητείας της Καστίλλης. Λίγο πριν πεθάνει μοίρασε το κράτος του στους γιους του. Ο δυναμικότερος εξ αυτών, Φερδινάνδος Α΄ της Λεόν (1035-1065) ο επονομαζόμενος Μέγας, γρήγορα επιβλήθηκε επί των αδερφών του, αλλά και επί των γειτονικών χριστιανικών και μουσουλμανικών ηγεμονιών και αυτοαναγορεύθηκε «Αυτοκράτορας». Με το θάνατό του επαναλήφθηκαν τα γεγονότα της γενιάς του με τους κληρονόμους του να αντιμάχονται για το σύνολο του ισπανικού χριστιανικού βορρά.
Στον μουσουλμανικό νότο (Ανδαλουσία, από το «Αλ-Ανταλούς») η κατάσταση δεν διέφερε πολύ. Το ισχυρό Χαλιφάτο της Κόρδοβας διαλύθηκε το 1031 και τη θέση του πήραν τα λεγόμενα «βασίλεια του Τάιφα» (τάιφα: «κόμμα», «φατρία»).[1] Πολεμώντας συνεχώς μεταξύ τους και εναντίον των χριστιανών, συνάπτοντας ευκαιριακές συμμαχίες τόσο με ομόθρησκους όσο και με αλλόθρησκους, υπέκυπταν από καιρού εις καιρόν στις ορδές των βορειοαφρικανών Βερβέρων (πρώτα στους Αλμοραβίδες κι από τον 12ο αι. στους Αλμοάδες) για να ανακτήσουν την ανεξαρτησία τους μόλις οι τελευταίοι αποσύρονταν ξανά στις αχανείς ερήμους της Σαχάρας.
Νεανικά χρόνια Καταγωγή και Ανέλιξη Ο Ροδρίγο Ντίαθ ντε Βιβάρ (Rodrigo Díaz de Vivar) γεννήθηκε περίπου το 1048 στο ομώνυμο οικογενειακό φέουδο (Βιβάρ ή Μπιβάρ) κοντά στην πρωτεύουσα της κομητείας της Καστίλης, Μπούργος. Αν και ο πατέρας του, Ντιέγο Λαΐνεθ (Diego Laínez), ανήκε στην κατώτερη αριστοκρατία (infanzones) η μητέρα του πιθανώς καταγόταν από τους μεγαλογαιοκτήμονες φεουδάρχες (hidalgos). Οι ινφανθόνες παραδοσιακά στήριζαν την κεντρική διοίκηση και στελέχωναν το στρατό του βασιλιά, σε αντίθεση με τους ιδάλγος που εξυπηρετούσαν τα εαυτών συμφέροντα και αρκετές φορές εναντιώνονταν στην εξουσία του ηγεμόνα. Έτσι ο Ροδρίγο σε μικρή ηλικία εστάλη στην Αυλή του βασιλιά Φερδινάνδου Α΄ και εντάχθηκε στην συνοδεία του πρωτότοκου γιου του, Σάντσο. Εκεί ανατράφηκε και μορφώθηκε σύμφωνα με το τυπικό και τα πρότυπα της Αυλής. Διδάχθηκε γραφή, ανάγνωση, λατινικά, λογοτεχνία, Μαθηματικά κλπ. Φυσικά το βάρος της εκπαίδευσης δόθηκε στην πολεμική κατάρτιση, τόσο στον χειρισμό των όπλων όσο και στην οργάνωση και διεξαγωγή επιχειρήσεων. Το 1061 χρίσθηκε ιππότης από τον Σάντσο και έκτοτε συνόδευσε τον ινφάντη (βασιλόπαιδα) σε διάφορες στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στις εκστρατείες αυτές αναδείχθηκαν οι πολεμικές ικανότητες και αρετές του νεαρού ιππότη. Συγκεκριμένα κατά τη μάχη του Γράους (1063) εναντίον του Ραμίρο Α' της Αραγωνίας επέδειξε μεγάλη προσωπική ανδρεία, που μετά την εκστρατεία του χάρισε τον τίτλο του Καμπεαδόρ (Campeador).[2] Επίσης γνωρίστηκε με τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, προς βοήθεια του οποίου το καστιλιανό στράτευμα είχε προστρέξει, και συνδέθηκε με φιλία μαζί του. Πολλά χρόνια αργότερα η φιλία αυτή θα αποδεικνυόταν πολλή χρήσιμη.
Υπό τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης Το 1065 ο βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ πέθανε, έχοντας μοιράσει λίγο πριν το θάνατό του την επικράτεια στα παιδιά του. Ο Σάντσο έλαβε το βασίλειο της Καστίλης, ο Αλφόνσο το αντίστοιχο της Λεόν, ο Γκαρθία τη Γαλικία, τις Αστούριας και την Πορτογαλία και οι πριγκίπισσες Ουρράκα και Ελβίρα μοναστηριακά φέουδα και πόλεις, υπό τον όρο να μην παντρευτούν. Δύο χρόνια αργότερα απεβίωσε και η χήρα τού Φερδινάνδου, Σάντσα. Σχεδόν αμέσως ξέσπασαν εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των νέων ηγεμόνων, καθώς ο πρωτότοκος και πιο δυναμικός Σάντσο θεωρούσε ότι έπρεπε να είναι ο μοναδικός κληρονόμος όλης της «αυτοκρατορίας» του πατέρα του.
Ο Σάντσο, αμέσως μετά τη στέψη του, προώθησε σε διοικητικές θέσεις ανθρώπους έμπιστους στον ίδιο, ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και ο Ροδρίγο που προήχθη σε αλφέρεθ, δηλαδή σημαιοφόρο-υπασπιστή του βασιλιά, ουσιαστικά αρχιστράτηγο του βασιλικού στρατού. Με αυτό το αξίωμα συμμετείχε στους αδερφοκτόνους πολέμους στο πλευρό του Σάντσο. Αρχικά διακρίθηκε στην εκστρατεία για την κατάληψη της κοιλάδας του Έβρου. Την περιοχή διεκδικούσαν, εκτός από τον Σάντσο Β΄ της Καστίλλης και τον εμίρη της Σαραγόσα Αλ Μουκταντίρ, ο Σάντσο Δ' της Ναβάρρας και ο Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας (πόλεμος των τριών Σάντσο). Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν η Σαραγόσα να καταστεί υποτελής της Καστίλλης.
Έπειτα, ο βασιλιάς της Καστίλλης στράφηκε εναντίον του αδελφού του, Αλφόνσο. Στις 19 Ιουλίου του 1068, οι Καστιλλιανοί κατανίκησαν το στρατό της Λεόν στην πεδιάδα της Γιαντάδα. Ο Αλφόνσο διέφυγε στον νότο όπου ανασύνταξε τις δυνάμεις του και επιτέθηκε εναντίον του εμιράτου του Μπαδαχόθ, υποτελές στον τρίτο αδερφό, Γκαρθία. Υπό το πρόσχημα ότι σπεύδει να βοηθήσει τον Γκαρθία κατά του Αλφόνσο, ο Σάντσο κατέλαβε και τη Γαλικία. Ο Γκαρθία κατέφυγε στη μουσουλμανική Σεβίλλη, ενώ η προσπάθεια του Αλφόνσο για επάνοδο στο θρόνο του, κατέληξε πάλι σε ήττα (μάχη της Γκολπεχέρα, 1072). Ακάθεκτος ο Σάντσο κατέλαβε χωρίς αντίσταση την πόλη Τόρο της Ελβίρας και πολιόρκησε την πόλη Θαμόρα της Ουρράκα. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις η συμβολή του Ροδρίγο ήταν καταλυτική, χαρίζοντας θριάμβους στον καστιλλιανικό θρόνο. Η φήμη του άρχισε πλέον να ξεπερνάει τα στενά όρια της Καστίλλης και να απλώνεται στην Ιβηρική χερσόνησο, μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων εξίσου. Οι τελευταίοι του έδωσαν το προσωνύμιο «Σαϊντ», δηλαδή «κύριος», «άρχοντας», απ’ όπου προήλθε ο τίτλος «Ελ Σιντ» με τον οποίο ο Ισπανός ήρωας πέρασε στην Ιστορία και το θρύλο. Παράλληλα όμως η δημοτικότητα και η άνοδός του στην ιεραρχία της καστιλλιανικής Αυλής, δημιούργησε εχθρούς μεταξύ των ιδάλγος, που πάντα έβλεπαν τον νεαρό ιππότη ως παρείσακτο στις τάξεις τους.[3] Τότε ακριβώς ένα απροσδόκητο γεγονός άλλαξε την ανοδική πορεία του επιτυχημένου καμπεαδόρ με τέτοιο τρόπο, ώστε η μετέπειτα μυθιστορηματική ζωή του να τραγουδηθεί από τους Ισπανούς τροβαδούρος και ο ίδιος να θεωρείται εθνικός ήρωας και πρότυπο χριστιανού ιππότη από τους συμπατριώτες του. Το γεγονός αυτό ήταν η δολοφονία του βασιλιά Σάντσο από στρατιώτες της Ουρράκα κατά την πολιορκία της Θαμόρα. Ο Ροδρίγο ενεργώντας με ψυχραιμία, κατάφερε να ελέγξει και να ανασυντάξει τον αναστατωμένο στρατό. Μετέφερε και έθαψε τη σορό του νεκρού βασιλιά στο μοναστήρι της Όνια και αμέσως μετά μετέβη στη Λεόν όπου είχε επιστρέψει ο Αλφόνσο, μαθαίνοντας τον θάνατο του αδερφού του.
Υπό τον Αλφόνσο ΣΤ΄
Ο Σάντσο πέθανε άγαμος και άτεκνος. Έτσι ο Αλφόνσο κληρονόμησε το θρόνο της Καστίλης, ενώ σύντομα εξουδετέρωσε και τον άλλο αδερφό του, Γκαρθία ο οποίος συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το θάνατό του (1090). Μ’ αυτόν τον τρόπο έθεσε υπό το σκήπτρο του όλη την επικράτεια του πατέρα του. Δεν είναι γνωστό αν ο Σάντσο δολοφονήθηκε κατόπιν διαταγής της αδερφής του, Ουρράκα, ή αν υπήρξε κάποιο οργανωμένο σχέδιο. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν, όμως, ήθελαν τον Σάντσο θύμα συνωμοσίας, οργανωμένης από την Ουρράκα και τον Αλφόνσο. Σύμφωνα με το «Έπος του Σιντ» (ή Ποίημα του Σιντ) οι Καστιλλιανοί ήταν πολύ καχύποπτοι απέναντι στον Αλφόνσο. Έτσι, σύμφωνα πάντα με τον Έπος, η αριστοκρατία της Καστίλης, υπό την ηγεσία του καμπεαδόρ και άλλων επιφανών ευγενών, ανάγκασε τον Αλφόνσο να ορκιστεί δημοσίως και πολλαπλώς σε ιερά λείψανα ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή σε συνωμοσία και στη δολοφονία του αδερφού του [4]. Παρόλο που το γεγονός δεν μαρτυρείται σε σύγχρονες πηγές, είναι ευρέως αποδεκτό καθώς εξηγεί την μετέπειτα εχθρική συμπεριφορά του Αλφόνσο προς τον Ροδρίγο. Πάντως αρχικά οι σχέσεις των δύο ανδρών εξελίχθηκαν αρκετά καλά. Η φήμη του Ροδρίγο ήταν ήδη μεγάλη και η πολεμική εμπειρία του πολύτιμη, έτσι ο Αλφόνσο φρόντισε να συσφίξει τις σχέσεις τους. Μάλιστα το 1075, με παρότρυνση του νέου ηγεμόνα, ο Σιντ νυμφεύτηκε την αριστοκρατικής καταγωγής και συγγενή της βασιλικής οικογένειας δόνια Χιμένα του Οβιέδο. Επίσης διετέλεσε βασιλικός δικαστής στην ύπαιθρο του Μπούργος και των Αστούριας μεταξύ των ετών 1075 και 1076. Βέβαια η επιρροή του παλιού αρχιστρατήγου στην καινούρια Αυλή είχε μειωθεί σημαντικά, αφού ο Αλφόνσο προώθησε αρκετούς δικούς του ανθρώπους. Νέος αλφέρεθ χρίστηκε ο ισχυρός κόμης Γκαρθία Ορδόνιεθ, πολιτικός αντίπαλος του Ροδρίγο.
Το 1079, ο Αλφόνσο ΣΤ΄ ήταν ο ισχυρότερος χριστιανός ηγεμόνας της Ιβηρικής. Στο ηνωμένο βασίλειο της Καστίλης, Λεόν και Αστούριας προστέθηκε η ισχυρή επιρροή επί του στέμματος της Ναβάρας (1076). Επιπλέον τα εμιράτα της Σεβίλλης και της Γρανάδας ήταν φόρου υποτελή. Αισθανόμενος αρκετά δυνατός, ο Ισπανός βασιλιάς αποφάσισε να αυξήσει τον φόρο υποτέλειας των εμιράτων. Η απόφαση ξεσήκωσε αντιδράσεις, για την διευθέτηση των οποίων η ισπανική Αυλή απέστειλε ένοπλες αντιπροσωπείες. Επικεφαλής των αντιπροσωπειών ήταν ο Ροδρίγο και ο κόμης Ορδόνιεθ αντίστοιχα. Το γεγονός ότι και οι δύο εμίρηδες ήταν υποτελείς στον Αλφόνσο, δεν τους εμπόδιζε να ερίζουν μεταξύ τους. Στα πρόσωπα των απεσταλμένων του επικυρίαρχού τους βρήκαν ο καθένας από έναν βάσιμο σύμμαχο. Έτσι ο Ροδρίγο και ο Ορδόνιεθ βρέθηκαν αντιμέτωποι στο πεδίο της μάχης (μάχη της Κάμπρα). Νικητές αναδείχθηκαν θριαμβευτικά οι μουσουλμάνοι της Σεβίλλης χάρη στις ικανότητες του Σιντ. Ο Ορδόνιεθ και αρκετοί αξιωματικοί του αιχμαλωτίστηκαν και προσωρινά φυλακίστηκαν. Τρεις μέρες αργότερα αφέθηκαν ελεύθεροι αλλά χωρίς τον οπλισμό τους, πράξη πολύ υποτιμητική για τα ήθη της εποχής ιδίως για έναν ιππότη. Με την επιστροφή τους στην Καστίλη, οι εξοργισμένοι πρώην αιχμάλωτοι διέβαλαν τον Ροδρίγο στον βασιλιά. Αυτός δεν προχώρησε αμέσως σε κάποια ενέργεια κατά του φημισμένου και δημοφιλούς στρατηγού του, παρόλο που δεν έβλεπε με καλό μάτι τις πρωτοβουλίες του. Ωστόσο δύο χρόνια αργότερα μια αυθαίρετη επιδρομή του Σιντ στο υποτελές στην Καστίλη εμιράτο του Τολέδο, οδήγησε σε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών. Υπό τις διαμαρτυρίες του εμίρη της πόλης, Αλ Καντίρ, και τις συνεχείς διαβολές των εχθρών του Ροδρίγο, ο βασιλιάς διέταξε την εξορία του στρατηγού του (1081).
Εξόριστος Μισθοφόρος Σύμφωνα με το διάταγμα, ο Σιντ έπρεπε να αφήσει τη χώρα μόνος του χωρίς συνοδεία και χωρίς την οικογένειά του, η οποία θα παρέμενε στο βασίλειο. Την οικογένειά του την εμπιστεύθηκε στο μοναστήρι της Καρδένια , αλλά ο Ροδρίγο κάθε άλλο παρά μόνος διέσχισε τα σύνορα της χώρας. 2000 στρατιώτες τον ακολούθησαν, παρά τη διαταγή, πρόθυμοι να εμπλακούν σε όποια περιπέτεια επέλεγε ο αγαπημένος τους ηγέτης. Έτσι επικεφαλής αυτού του μικρού στρατού ο Ροδρίγο καθίστατο αυτομάτως μια υπολογίσιμη και ανεξάρτητη δύναμη, την οποία πολλοί ηγεμόνες της κατακερματισμένης Ισπανίας θα επιθυμούσαν να εντάξουν στο στρατό τους.
Αρχικά ο Σιντ παρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη του Ραμόν Μπερενγκέρ Β', ο Καταλανός ηγεμόνας όμως δεν ήθελε να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του ισχυρού Αλφόνσο. Επόμενος προορισμός ήταν η Σαραγόσα όπου ο εξόριστος στρατός έτυχε θερμής υποδοχής. Ο εμίρης Αλ Μουκταντίρ δέχτηκε μετά χαράς τον άνθρωπο που τον είχε βοηθήσει εναντίον του καταπατητή Ραμίρο Α΄ της Αραγωνίας (1063) και τον διόρισε αξιωματικό στον στρατό του. Σύντομα όμως ο εμίρης πέθανε (1082) μοιράζοντας την ηγεμονία του στους δύο γιους του, Γιουσούφ Αλ Μουταμίν και Αλ Μουντχίρ. Αμέσως τα δύο αδέρφια ήρθαν σε σύγκρουση στην οποία ενεπλάκησαν και οι χριστιανοί γείτονες. Ο Αλ Μουντχίρ δέχτηκε τη συμμαχία της Βαρκελώνης (Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄) και της Αραγωνίας (Σάντσο Ραμίρεθ), ενώ ο πρωτότοκος Αλ Μουταμίν είχε μόνον τον Ροδρίγο στο πλευρό του. Ωστόσο παρά την κρισιμότητα της κατάστασης, ο Καστιλλιάνος πολέμαρχος ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την επικράτηση τού εργοδότη του. Τον ίδιο κιόλας χρόνο (1082) συνέτριψε τους Καταλανούς στη μάχη του Αλμενάρ. Μάλιστα επέδραμε και στο στρατόπεδό τους έξω από τα τείχη της πόλης Ταμαρίτε, σκοτώνοντας και αιχμαλωτίζοντας πολλούς. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο κόμης Μπερενγκέρ και αρκετοί Καταλανοί ευγενείς. Έπειτα στράφηκε κατά των ενωμένων στρατών του Αλ Μουντχίρ και των Αραγωνέζων. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε δύο χρόνια αργότερα (μάχη της Μορέγια) και κατέληξε πάλι σε περιφανή νίκη του Ροδρίγο. Πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων συνόδευσαν την θριαμβευτική επιστροφή του στη Σαραγόσα, όπου ο ευγνώμων Αλ Μουταμίν του επεφύλαξε υποδοχή Άραβα ήρωα. Κατόπιν τον διόρισε αρχηγό του στρατού του και του πρόσφερε πολλά πλούσια δώρα (χρυσό, ασήμι, πολυτελή κοσμήματα κ.ά) καθώς επίσης φέουδα και κάστρα κατά τα επόμενα χρόνια. Η δημοτικότητα του «Σιντ», όπως πλέον ονομαζόταν και από τους χριστιανούς ήταν τεράστια και απλωνόταν σε όλη την Ιβηρική. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι θαύμαζαν τον αήττητο πολέμαρχο και διηγούνταν τα κατορθώματά του.
Συμφιλίωση με τον Αλφόνσο και Δεύτερη Εξορία Η εμφάνιση των Βερβέρων
Το 1085 ο Αλφόνσο ΣΤ΄ εγκαινίασε την «Ανακατάληψη» (Reconquista) των μουσουλμανικών εδαφών της νότιας Ισπανίας από τους χριστιανούς. Στις 25 Μαΐου του ιδίου έτους κατέκτησε το Τολέδο, καθιστώντας το ορμητήριο για τις επιχειρήσεις του εναντίον του μουσουλμανικού νότου. Ανήσυχοι οι εμίρηδες πολλών πόλεων, ζήτησαν τη βοήθεια των Βερβέρων Αλμοραβιδών, κυριάρχων σχεδόν όλης της βορειοδυτικής Αφρικής. Στον αντιχριστιανικό συνασπισμό ήταν και ο νέος ηγεμόνας της Σαραγόσα, Αλ Μουσταΐν, γιος και διάδοχος του Αλ Μουταμίν που πέθανε την ίδια χρονιά. Ο Ροδρίγο είχε άριστες σχέσεις με την νέα ηγεσία και συνέχιζε να διοικεί το στρατό του εμιράτου, αλλά όταν ο Αλφόνσο εισέβαλε στην επικράτεια του μουσουλμανικού κρατιδίου και πολιόρκησε την πρωτεύουσα Σαραγόσα, ο φημισμένος πολέμαρχος βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Από τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η ορμητική επέλαση των Αλμοραβιδών, που αποβιβάστηκαν στις νότιες ακτές της Ανδαλουσίας τον Ιούνιο του 1086. Ο Αλφόνσο έλυσε την πολιορκία και έσπευσε να αντιμετωπίσει τον ενωμένο μουσουλμανικό στρατό. Στην συγκλονιστική μάχη του Σαγράχας (23 Οκτ. 1086) κοντά στο Μπαδαχόθ οι σκληροτράχηλοι Βορειοαφρικανοί διέλυσαν τον χριστιανικό στρατό. Μόνον 500 άνδρες επέζησαν, μεταξύ των οποίων και ο τραυματισμένος βασιλιάς τους και διέφυγαν κακήν κακώς από το πεδίο της μάχης. Απρόσμενα, ο Βέρβερος ηγέτης Γιουσούφ ιμπν Τασφίν επέστρεψε στην Αφρική λόγω του θανάτου του γιου του, αλλά ο μουσουλμανικός συνασπισμός διατηρήθηκε αναμένοντας την επιστροφή του. Ο Καστιλλιάνος βασιλιάς μπροστά στον κίνδυνο να χάσει την επικράτειά του, συμφιλιώθηκε με τον Σιντ, τον ικανότερο χριστιανό στρατηγό της Ιβηρικής εκείνη τη στιγμή, τον ανακάλεσε από την εξορία και τον αποκατέστησε στο βασίλειό του. Για δύο χρόνια η συνεργασία των δύο ανδρών υπήρξε αποδοτική, αλλά κατέρρευσε ξανά το 1089. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η αδυναμία του Ροδρίγο να συνδράμει το βασιλιά του να άρει την πολιορκία του κάστρου Αλέδο από τον εμίρη της Σεβίλλης. Την ευκαιρία άδραξαν πολιτικοί αντίπαλοι και αυλοκόλακες, με πρώτους τους Ορδόνιεθ με αποτέλεσμα ο Σιντ να πάρει ξανά το δρόμο της εξορίας, παρά τις επίμονες προσπάθειές του για την παραχώρηση ακρόασης από τον βασιλιά, αλλά και το γεγονός ότι το κάστρο του Αλέδο τελικά σώθηκε.[5]
Κατάκτηση της Βαλένθια Μοναδικός σύμμαχος του Σιντ αυτή τη φορά ήταν ο Αλ Μουσταΐν της Σαραγόσα και οι ελάχιστοι που τον ακολούθησαν. Με τη βοήθεια του τελευταίου, ο εξόριστος Καμπεαδόρ έθεσε ως στόχο την κατάκτηση της πλούσιας πόλης της Βαλένθια. Εμίρης της ήταν ο Αλ Καντίρ, παλαιός εμίρης του Τολέδο και υποτελής του Αλφόνσο. Πρώτα όμως κινήθηκε κατά του εμίρη της Δένια και της Τορτόσα Αλ Χαγίμπ, θείου του Αλ Μουσταΐν και υποτελούς του Ραμόν Μπερενγκέρ Β΄ της Βαρκελώνης με σκοπό να εξουδετερώσει την επιρροή του τελευταίου στην περιοχή. Ο Καταλανός κόμης έσπευσε να υπερασπιστεί τον υποτελή του, αλλά παραπλανήθηκε από τον Ροδρίγο και αιχμαλωτίστηκε μαζί με 5000 άνδρες του. Ο ίδιος ο Ροδρίγο τραυματίστηκε ελαφρά, ο στρατός του όμως είχε μείνει ανέπαφος. Έτσι βάδισε κατά της μουσουλμανικής παράκτιας πόλης με έναν ισχυρό στρατό 7000 ανδρών. Μπροστά στον αήττητο ιππότη και εφόσον ο Αλφόνσο ήταν απασχολημένος με τους Αλμοραβίδες, ο Αλ Καντίρ άνοιξε τις πύλες της πόλης του και δέχτηκε τον Σιντ ως επικυρίαρχό του (1090).
Με τον τρόπο αυτό, ο Ροδρίγο έγινε ουσιαστικά κύριος όλης της νοτιοανατολικής μουσουλμανικής Ισπανίας. Οι υποτελείς ηγεμόνες κατέβαλλαν 95000 δηνάρια ετησίως για προστασία, που ήταν εξασφαλισμένη από τη στιγμή που εγγυητής της ήταν ο αήττητος εξόριστος καμπεαδόρ. Η δύναμη του τελευταίου μεγάλωνε συνεχώς καθώς πολλοί έτρεχαν να καταταχθούν στον στρατό του, σίγουροι για νίκες και πλούσια λάφυρα. Η πολιτική του ήταν ήπια και συνετή. Η πολύτιμη εμπειρία που είχε αποκομίσει στην Αυλή της Σαραγόσα τον βοήθησε να πολιτεύεται και να τοποθετείται σοφά απέναντι στους μουσουλμάνους, οι οποίοι συντάσσονταν με τον χριστιανό ιππότη ακόμη και εναντίον ομοθρήσκων τους. Η ειρήνευση της περιοχής έφερε την ευημερία και τη σταθερότητα, για λίγο τουλάχιστον, αφού κανένας, είτε χριστιανός είτε μουσουλμάνος, δεν τολμούσε να προκαλέσει τον θρυλικό πλέον πολέμαρχο.
Το 1090 ο Γιουσούφ Ιμπν Τασφίν επανήλθε για τρίτη φορά στην Ιβηρική. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής της Βαλένθια δεν συντάχθηκαν μαζί του, προτιμώντας την επικυριαρχία του Σιντ. Ο τελευταίος αν και πολιορκούσε τη Λέρια, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Αλφόνσο που βάδιζε κατά της Γρανάδας. Σε ελάχιστο χρόνο η συμμαχία των δύο ανδρών διαλύθηκε ακόμη μία φορά και ο Βέρβερος άρχοντας γρήγορα απέσπασε από την επιρροή της Καστίλλης τα εμιράτα της Ανδαλουσίας και εδραίωσε την κυριαρχία του σε όλη τη νότιο Ισπανία, εξαιρουμένης της Βαλένθια.
Κυβερνήτης της Βαλένθια To 1092 σημειώθηκαν ταραχές στη Βαλένθια που οδήγησαν στη θανάτωση του εμίρη Αλ Καντίρ. Ο Ροδρίγο έλειπε για λίγους μήνες στη Σαραγόσα όταν οι Αλμοραβίδες κινήθηκαν κατά της πόλης. Την αναστάτωση των κατοίκων εκμεταλλεύτηκε ο καδής Ιμπν Τζαχάρ. Πέτυχε τη δολοφονία του Αλ Καντίρ, έθεσε τη Βαλένθια στη διάθεση του Γιουσούφ και επιβλήθηκε στην πόλη με τη βοήθεια βορειοαφρικανικού αγήματος. Αμέσως ο Σιντ άρχισε προετοιμασίες για επίθεση κατά του Ιμπν Τζαχάρ. Προέβη σε στρατολογήσεις και απέκλεισε τη Βαλένθια από ξηρά. Σε έναν μήνα ο καδής υπό την πίεση των πεινασμένων κατοίκων ήρθε σε συμφωνία με τον Σιντ. Εκδιώχθηκαν οι Αλμοραβίδες από την πόλη, ο Ιμπν Τζαχάρ διατήρησε τον τίτλο του εμίρη και ο Ροδρίγο ορίστηκε επικυρίαρχος, όπως και επί Αλ Καντίρ, αποφεύγοντας ξανά να πάρει την άμεση διακυβέρνηση της περιοχής στα χέρια του για να μην προκαλέσει τον Αλφόνσο.
Ωστόσο οι Βέρβεροι δεν αποδέχτηκαν την επάνοδο του χριστιανού πολέμαρχου, που μόνον τυπικά δεν κατείχε την αρχή. Για τα επόμενα δύο χρόνια οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατοπέδων μαίνονταν, ενώ ο Καστιλιάνος βασιλιάς δεν είχε καμιά συμμετοχή. Εκμεταλλευόμενος τις συχνές απουσίες του καμπεαδόρ ο Ιμπν Τζαχάρ αποστάτησε ξανά. Έτσι ο Σιντ, παράλληλα με τις άλλες επιχειρήσεις, απέκλεισε τη Βαλένθια η οποία παραδόθηκε ολοκληρωτικά μετά από 19 μήνες, στις 15 Ιουνίου 1094. Αυτή τη φορά πήρε την εξουσία στα χέρια του. Εγκαταστάθηκε στο παλάτι της πόλης μαζί με την οικογένειά του και κυβέρνησε προσωπικά την επικράτειά του. Για να μην προκαλέσει την αντίδραση των άλλων χριστιανικών βασιλείων και ιδίως του Αλφόνσο, διατήρησε πάλι ένα καθεστώς τυπικής υποτέλειας προς τον τελευταίο, αλλά στην ουσία ήταν απόλυτος κύριος του κράτους του.
Η ίδρυση ενός νέου βασιλείου υπό τον αήττητο Σιντ προκάλεσε πολλές δυσαρέσκειες στα υπόλοιπα χριστιανικά κράτη της χερσονήσου. Πολύ περισσότερο δε στον Τασφίν ο οποίος έβλεπε την επιρροή του στην περιοχή να μειώνεται, αφού οι Μαυριτανοί της Ανδαλουσίας προτιμούσαν την πιο διαλλακτική πολιτική του χριστιανού πολέμαρχου. Έτσι ο Βέρβερος άρχοντας έστειλε εναντίον της Βαλένθιας τον ανιψιό του Μοχάμεντ με ισχυρό στρατό. Οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν στις 14 Οκτωβρίου του 1094 στην πολίχνη Κουάρτε, κοντά στη Βαλένθια, όπου ο μικτός στρατός του καμπεαδόρ νίκησε κατά κράτος τους κατά πολύ υπέρτερους αριθμητικά βορειοαφρικανούς εισβολείς. Η μάχη αυτή η πρώτη νίκη των χριστιανών της Ιβηρικής εναντίον των ορμητικών Βερβέρων. Από τα πλούσια λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή του Ροδρίγο, ένα μέρος εστάλη στον Αλφόνσο ως δείγμα νομιμοφροσύνης προς τον τυπικό επικυρίαρχο, σύμφωνα με το φεουδαρχικό έθιμο.
Το 1097 οι Αλμοραβίδες επανεμφανίστηκαν στην Ισπανία, αυτή τη φορά υπό την άμεση εποπτεία του Τασφίν. Την αντιμετώπισή τους αυτή τη φορά ανέλαβε ο Αλφόνσο. Ο άρχοντας της Βαλένθια δεν συνέδραμε προσωπικά τον βασιλιά του, ωστόσο έστειλε ενισχύσεις υπό τον γιο του, Ντιέγο. Η αποφασιστική μάχη (μάχη της Κονσουέγρα) ήταν καταστροφική για τους χριστιανούς. Ο στρατός τους διαλύθηκε και ο Αλφόνσο διέφυγε πάλι κακήν κακώς με λίγους στρατιώτες του. Αλλά και για τον Σιντ η μάχη ήταν μοιραία αφού εκεί σκοτώθηκε ο μοναχογιός του, Ντιέγο, κληρονόμος της ηγεμονίας της Βαλένθια. Ωστόσο ανέλαβε αμέσως δράση κατά των Βερβέρων, που βάδιζαν ανενόχλητοι προς τη Βαλένθια με σκοπό να την πολιορκήσουν. Με τη βοήθεια του Πέδρο Α΄ της Αραγωνίας επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους αντιπάλους του στη θέση Μπαϊρέν (Bairén). Ο αλμοραβικός στρατός, που θεωρούσε ότι ο Σιντ θα τους περιμένει πίσω από τα τείχη τής πόλης του, νικήθηκε ολοκληρωτικά. Έτσι σταμάτησε προσωρινά η προώθηση των βορειοαφρικανών και επανήλθαν μετά το θάνατο του Σιντ.[6]
Ο Ροδρίγο Ντίαθ δε Βιβάρ πέθανε στις 10 Ιουλίου του 1099 από φυσικά αίτια και θρηνήθηκε από τους οπαδούς τους ως λαϊκός ήρωας. Η επιδεξιότητά του στα στρατιωτικά και πολιτικά ζητήματα είχαν αρχίσει να δημιουργούν έναν θρύλο γύρω από το πρόσωπό του ενόσω ακόμα ζούσε, ενώ η συνήθειά του να μην πολιτεύεται σύμφωνα με τα φεουδαρχικά ήθη της εποχής του εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό τη φήμη μεταξύ των απλών ανθρώπων.[7] Η ηγεμονία που ίδρυσε δεν επέζησε πολύ μετά το θάνατό του. Τρία χρόνια μετά, η σύζυγός του εγκατέλειψε μαζί με όλους τους θησαυρούς του νεκρού συζύγου της τη Βαλένθια με τη βοήθεια του βασιλιά Αλφόνσο. Το λείψανο του Σιντ μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου της Καρδένια (San Pedro de Cardeña). Σήμερα βρίσκεται στον καθεδρικό ναό του Μπούργος.
Γάμος και Οικογένεια Ο Σιντ παντρεύτηκε τον Ιούλιο του 1075 την Χιμένα του Οβιέδο, συγγενή του βασιλιά Αλφόνσο ΣΤ΄. Δεν είναι γνωστή με σαφήνεια η καταγωγή της συζύγου του. Η «Ιστορία του Ροδρίγο» (Historia Roderici) που εμφανίστηκε περίπου μισό αιώνα αργότερα, αναφέρει ως πατέρα της τον κόμη Ντιέγο του Οβιέδο ενώ άλλες μεταγενέστερες πηγές τον κόμη Γκόμεθ δε Γκορμάθ. Και τα δύο πρόσωπα δεν αναφέρονται σε σύγχρονες ή άλλες πηγές. Ο Ροδρίγο και η Χιμένα απέκτησαν τρία παιδιά, την Κριστίνα, τη Μαρία και τον Ντιέγο. Η Κριστίνα νυμφεύτηκε τον Αραγωνέζο πρίγκιπα Ραμίρο, κόμη του Μονθόν, και η Μαρία τον Ραμόν Μπερενγκέρ Γ' της Βαρκελώνης. Ο Ντιέγο σκοτώθηκε κατά τη μάχη της Κονσουέγρα (1097).
Με τον γάμο του, όπως και με τους γάμους των παιδιών του, ο Σιντ συνδέθηκε με τις βασιλικές δυναστείες της Ιβηρικής και βελτίωσε την πολιτική και διπλωματική θέση του. Επίσης μέσω της κόρης του Κριστίνα αποτελεί πρόγονο των δυναστειών της Γαλλίας και της Αγγλίας, οι οποίες κατάγονται από τον βασιλιά Γκαρθία Ραμίρεθ της Ναβάρρας, γιο της Κριστίνα.
Ο Σιντ στην Τέχνη - Υστεροφημία Κύρια ιστορική πηγή για τη ζωή και τα κατορθώματα του Σιντ αποτελεί η «Ιστορία του Ροδρίγο» (Historia Roderici), γραμμένη στα λατινικά περί τα μέσα του 12ου αι. Την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα (αρχές 13ου αι.) εμφανίζεται το μεγάλο καστιλιάνικο έπος «Ποίημα του Σιντ» (El Poema del Cid) ή «Τραγούδι του Σιντ μου» (Cantar de Mio Cid), ανώνυμου συγγραφέα. Η σωζόμενη μορφή του έχει έκταση περί τους 3700 στίχους ενώ λείπουν ακόμη αρκετές εκατοντάδες. Η θρυλική αίγλη που έλαβε το όνομα του Καστιλλιάνου ήρωα οφείλεται κατά κύριο λόγο στις «Μπαλάντες του Σιντ» (Romancero del Cid). Αυτά τα σύντομα ποιήματα (14ος αι.) προερχόμενα από την επική ποίηση των προηγούμενων αιώνων, αναφέρονται τόσο σε πραγματικά γεγονότα όσο και σε φανταστικές και συχνά υπερβολικές καταστάσεις και ασχολούνται σε μεγάλο βαθμό με τα νεανικά χρόνια του ήρωα και τον έρωτά του με την ωραία Χιμένα.
Οι μπαλάντες αυτές αποτέλεσαν την πηγή για το δράμα «Τα νεανικά χρόνια του Σιντ» (Lοs Mocedades del Cid) του Ισπανού Γκιγιέν ντε Κάστρο (Guillén de Castro) (1612). Το έργο αυτό ήταν το μοναδικό τού ντε Κάστρο που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας του. Έτσι αποτέλεσε με τη σειρά του βάση για την κλασσική ιλαροτραγωδία «Σιντ» (Le Cid, 1636) του Γάλλου δραματουργού Πιέρ Κορνέιγ (Pierre Corneille).
Ακολούθησαν οι ομώνυμες όπερες των Πέτερ Κορνέλιους (Peter Cornelius) και Ιουλίου Μασσνέ (Jules Massenet) το 1865 και 1885 αντίστοιχα, ενώ τον επόμενο αιώνα ο θρύλος του Ισπανού ήρωα αναβιώνει στον κινηματογράφο με την χολλυγουντιανή παραγωγή «Ελ Σιντ» (1960). Τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει ο διάσημος ηθοποιός Τσάρλτον Ίστον, ενώ η Σοφία Λόρεν συμπρωταγωνιστεί ως Χιμένα. Το κοινό επιφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή και η ταινία απέσπασε τρία βραβεία Όσκαρ. Άλλες σχετικές παραγωγές είναι η ταινία κινουμένων σχεδίων El Cid: La Leyenda (2003, ελληνικός τίτλος: Ελ Σιντ ο Ιππότης) όπως και η ισπανική σειρά "Ruy, el Pequeño Cid" στις αρχές της δεκαετίας του ’80 που ασχολείται με τα παιδικά χρόνια του Σιντ.

 Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

ΟΡΑΤΙΟΣ ΝΕΛΣΟΝ Ο μπαρουτοκαπνισμένος θρύλος των θαλασσών Οράτιος Νέλσον. Ο βρετανός «Θεός του Πολέμου» που κατατρόπωσε τον Ναπολέοντα στο Τραφάλγκαρ!

Ο μπαρουτοκαπνισμένος θρύλος των θαλασσών Οράτιος Νέλσον. Ο βρετανός «Θεός του Πολέμου» που κατατρόπωσε τον Ναπολέοντα στο Τραφάλγκαρ!

Η παγκόσμια πολεμική ιστορία επεφύλαξε για τον θρύλο των θαλασσών μια σπουδαία θέση, χαρακτηρίζοντάς τον ως έναν από τους κορυφαίους ναυάρχους που είδαν ποτέ οι μάχες στο υγρό στοιχείο.

Μονόχειρας και μονόφθαλμος από τα τόσα τραύματά του-παράσημα τιμής, ο κορυφαίος βρετανός θαλασσάνθρωπος έμελλε να χάσει τη ζωή του στη ναυμαχία που θα τον έστελνε στο πάνθεο των στρατηγών και θα σφράγιζε τους Ναπολεόντειους Πολέμους: ήταν στο Τραφάλγκαρ που θα σκοτωνόταν τελικά από σφαίρα γάλλου στρατιώτη, έχοντας προλάβει πάντως να θαυμάσει το τελευταίο του πολεμικό κατόρθωμα, την κατατρόπωση του ορκισμένου εχθρού του Βοναπάρτη και την πετυχημένη υπεράσπιση της χώρας του.
Εθνικός ήρωας της Βρετανίας, ιππότης και υποκόμης, ο Νέλσον μέτρησε μια σειρά από αποφασιστικής σημασίας νίκες στη θάλασσα, όπως στον Νείλο (1798) και το Τραφάλγκαρ (1805), αν και στην πραγματικότητα έκανε πολλά περισσότερα από αυτό. Γιατί ο Νέλσον κατέρριψε κάθε δόγμα τακτικής και στρατηγική μάχης των περασμένων αιώνων, διδάσκοντας ταυτοχρόνως στους αξιωματικούς του πώς να παίρνουν πρωτοβουλίες και να βασίζονται στη δική τους κρίση.
Ο ζωντανός εφιάλτης του Βοναπάρτη με τις εντυπωσιακές νίκες στη θάλασσα, την απαράμιλλη ανθρωπιά του ως διοικητής αλλά και τη σκανδαλώδη ερωτική του ζωή, ανήλθε σε καθεστώς θεότητας στο εσωτερικό της χώρας του, ιδιαίτερα όταν τον διαπέρασε εκείνη η μοιραία σφαίρα στο απόγειο της δόξας του…
Πρώτα χρόνια
Ο Οράτιος Νέλσον γεννιέται στις 29 Σεπτεμβρίου 1758 στο Νόρφολκ της Αγγλίας ως το έκτο από τα έντεκα παιδιά ενός τοπικού εφημέριου, η καταγωγή του οποίου μετρούσε ωστόσο ακόμα και πρωθυπουργούς της Βρετανίας. Οι Νέλσον ήταν θεοσεβούμενοι, ευγενικοί και φτωχοί. Καθοριστικός παράγοντας στη ζωή του μικρού Οράτιου ήταν ο αδερφός της μητέρας του, που ήταν αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού, και μετά τον θάνατό της ανέλαβε να τον πάρει υπό την προστασία του, συστήνοντας ουσιαστικά τη θάλασσα στο μικρό αγόρι.
Κι έτσι ήδη από νεαρός θα βρεθεί πάνω σε πολεμικό πλοίο, γνωρίζοντας την περιπέτεια στο πετσί του. Πέρα από τις ασκήσεις ρουτίνας στον Τάμεση, ο Οράτιος θα ζήσει τον κίνδυνο κατά τη διάρκεια εμπορικής αποστολής στις Δυτικές Ινδίες αλλά και σε επιστημονική εκστρατεία στον Αρκτικό Κύκλο το 1773. Την πρώτη του πολεμική δράση θα τη δει πρόωρα στον Ινδικό Ωκεανό, όταν και θα χτυπηθεί πιθανότατα από ελονοσία και θα σταλεί στο σπίτι του για ανάρρωση.
Αναρρώνοντας στην Αγγλία, θα πάρει τη μεγάλη απόφαση να αποδείξει ότι είναι τουλάχιστον εφάμιλλος των επιφανών συγγενών του και με νέα αισιοδοξία και πατριωτισμό θα ανοιχτεί στην περιπέτεια: το 1777 θα περάσει τις εξετάσεις για υποπλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού και θα σταλεί στις Δυτικές Ινδίες, το πιο μπαρουτοκαπνισμένο πολεμικό θέρετρο των Άγγλων κατά των αμερικανικών αποικιών.

Αφού διακρίθηκε για τη γενναιότητά του, το 1779 θα προαχθεί σε πλοίαρχο, σε ηλικία 21 ετών, όταν και θα αναλάβει τη διοίκηση της δικής του φρεγάτας και θα πάρει μέρος στις επιχειρήσεις κατά των ισπανικών αποικιών στη Νικαράγουα. Πλέον είχε απέναντί του και τους Ισπανούς, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στον γαλλο-αμερικανικό συνασπισμό.
Η επίθεση στο Σαν Χουάν ήταν νικηφόρα μεν για τους Βρετανούς, αποδείχθηκε ωστόσο καταστροφική, καθώς ο κίτρινος πυρετός αποδεκάτισε το πλήρωμα. Ο Νέλσον τη γλίτωσε παρά τρίχα. Το 1783, μετά το πέρας της Αμερικανικής Επανάστασης, ο Νέλσον επέστρεψε στην Αγγλία και παρασημοφορήθηκε από τη διοίκηση του Ναυτικού, η οποία τον ξαπέστειλε την επόμενη χρονιά πάλι στις Δυτικές Ινδίες.

Εκεί θα παντρευτεί μια χήρα, που είχε ήδη έναν πεντάχρονο γιο (Μάρτιος 1787), μετρώντας το πρώτο σκάνδαλο της προσωπικής του ζωής. Οι περιπέτειες της ερωτικής του ζωής θα τον αφήσουν πέντε χρόνια άνεργο, αν και λίγες μέρες μετά την εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ της Γαλλίας (Ιανουάριος 1793), θα βρεθεί επικεφαλής του «Αγαμέμνονα» των 64 κανονιών!
Η θητεία στη Μεσόγειο
Από τη στιγμή αυτή, ο Νέλσον θα αρχίσει να αποδεικνύει τη ναυτική του διάνοια, έχοντας παρέα στο πολεμικό τον θετό του γιο. Με αποστολή να κατατροπώνει την επαναστατική Γαλλία όπου τη συναντά στη Μεσόγειο, ο Νέλσον υπερασπίστηκε το λιμάνι της Τουλόν, όπου και αντιμετώπισε για πρώτη φορά έναν 24χρονο γάλλο αξιωματικό του πυροβολικού, κάποιον Ναπολέων Βοναπάρτη!

Όταν έπεσε η Τουλόν, ο Νέλσον μετατέθηκε στην Κορσική για να υπερασπιστεί τις παράκτιες ιταλικές πόλεις από τις επιδρομικές διαθέσεις των Γάλλων. Εκεί θα τον βρει μια σφαίρα στο δεξί του μάτι και θα το χάσει, αν και τα πολεμικά του κατορθώματα θα τον φέρουν στην πρώτη γραμμή των πολλά υποσχόμενων αξιωματικών. Ο νέος διοικητής αναγνώρισε τα ταλέντα του πλοιάρχου και τον χαρακτήρισε «περισσότερο συνεργάτη παρά κατώτερό μου αξιωματικό».
Μέχρι τότε βέβαια οι Γάλλοι προέλαυναν στη Μεσόγειο και οι Άγγλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις μεσογειακές τους βάσεις, αποσυρόμενοι πια στο Γιβραλτάρ…
Η Ναυμαχία του Νείλου
Στις 14 Φεβρουαρίου 1797, έπειτα από κακό υπολογισμό του βρετανού ναυάρχου, ο Νέλσον θα βρεθεί να αρμενίζει καταμεσής μιας ισπανικής αρμάδας 27 πλοίων! Αγνοώντας τις εντολές των ανωτέρων του, ο Νέλσον ξεκόπηκε από τον μικρό αγγλικό στόλο και όρμησε κατά της ναυαρχίδας των Ισπανών, αναγκάζοντας τον στόλο να κοπεί στα δυο. Οι Άγγλοι που είχαν οπισθοχωρήσει αναγκάστηκαν να γυρίσουν για να τον συνδράμουν, καθώς ο Νέλσον πολεμούσε τώρα με εφτά ισπανικά πλοία!
Ο ανέλπιστος βρετανικός θρίαμβος στα ανοιχτά του Ακρωτηρίου του Αγίου Βικεντίου (στα νότια της Πορτογαλίας) εξασφάλισε στον Νέλσον την ιπποσύνη αλλά και προαγωγή στη θέση του υποναύαρχου. Αν και η πρώτη του μάχη ως επικεφαλής δικού του στολίσκου έμελλε να είναι καταστροφική: στη Ναυμαχία της Τενερίφης, μια ομοβροντία διαπέρασε τον δεξί του αγκώνα: το χέρι του ακρωτηριάστηκε πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου του, αν και μέχρι την άνοιξη του 1798 ήταν και πάλι ετοιμοπόλεμος.

Η νέα του αποστολή ήταν να επιτηρεί έναν γαλλικό στολίσκο που ήταν έτοιμος να εκστρατεύσει στην Αίγυπτο. Παρά το γεγονός ότι το πλοίο του χτυπήθηκε από την καταιγίδα και υπέφερε μεγάλες ζημιές, ο Νέλσον ακολούθησε τον εχθρό μέχρι το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, κοντά στο δέλτα του Νείλου. Την 1η Αυγούστου 1798 έλαβε χώρα η Ναυμαχία του Νείλου, η οποία κατέληξε την επόμενη μέρα στον πλήρη αποδεκατισμό των Γάλλων.

Η αποφασιστικής σημασίας νίκη του Νέλσον στον Νείλο επέφερε ραγδαίες αλλαγές στη στρατηγική των Γάλλων, αλλά και στην προσωπική του ζωή, καθώς σε αναγνώριση του κατορθώματός του ο υποναύαρχος τιμήθηκε με τίτλο ευγενείας στο Λονδίνο: πλέον ήταν βαρόνος.
Ο αποκλεισμός της Νάπολης και η Ναυμαχία της Κοπεγχάγης
Το καλοκαίρι του 1799, η μοίρα του Νέλσον υποστήριξε την πετυχημένη τελικά προσπάθεια του Φερδινάνδου να ανακαταλάβει τη Νάπολη, όταν τα σκάνδαλα της προσωπικής του ζωής θα αποδεικνύονταν για άλλη μια φορά εμπόδιο στην καριέρα του. Στη ναυτική διοίκηση του Λονδίνου είχαν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους με τα καμώματα του ερωτύλου υποναυάρχου, την ίδια ώρα που ο Βοναπάρτης είχε καταφέρει να επιστρέψει αλώβητος από την Αίγυπτο στη Γαλλία. Ο νέος ναύαρχος τον διέταξε να μεταβεί στη νήσο Μινόρκα (Βαλεαρίδες), όπου περίμενε τη νέα επίθεση των Γάλλων, αν και ο Νέλσον αρνήθηκε ξερά καθώς υπολόγιζε ότι οι Γάλλοι θα επιτεθούν στη Νάπολη!
Τα γεγονότα τον δικαίωσαν μεν, αλλά η ανυπακοή του δεν θα μπορούσε να μείνει αναπάντητη: κι έτσι η ναυτική διοίκηση τον καλεί εσπευσμένα αλλά ψυχρά στο Λονδίνο. Εκεί θα γίνει δεκτός με τιμές ήρωα από τον λαό και οι επιτελείς δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τον προάγουν σε αντιναύαρχο το 1801, όντας πια το Νο 2 του Βασιλικού Ναυτικού της Αγγλίας!

Επόμενος στόχος, η Κοπεγχάγη. Ο άγγλος ναύαρχος πάλευε μάταια να την καταλάβει εδώ και καιρό και καθώς αποτύγχανε κάλεσε εσπευσμένα τον Νέλσον σε βοήθεια, με τον αντιναύαρχο να παρατηρεί πικρόχολα: «τώρα που είναι σίγουρο πως θα πολεμήσουμε, τώρα στέλνουν εμένα». Αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά τη στρατιωτική του διάνοια, κατάφερε να αποφύγει τη θαλάσσια άμυνα του λιμανιού και στις 2 Απριλίου όρμησε στην πόλη, παρά το γεγονός ότι ο ναύαρχος είχε διατάξει οπισθοχώρηση! Ο Νέλσον παράκουσε για άλλη μια φορά τις εντολές, αν και έπειτα από μία ώρα η πόλη ήταν δική του. Η θέση του ναυάρχου του ανήκε πλέον, όπως και νέος τίτλος ευγενείας, αυτός του υποκόμη.

Παρά τις ψυχρές του σχέσεις με το πολιτικό κατεστημένο, κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει τη στρατιωτική διάνοια του Νέλσον που χάριζε απροσδόκητες νίκες στους Βρετανούς. Ο Νέλσον μέτρησε μια σειρά από αποτυχημένες εκστρατείες κατά των Γάλλων, ιδιαίτερα σε παράκτιες γαλλικές πόλεις, αν και τον Μάρτιο του 1802 θα υπογραφόταν η Συνθήκη της Αμιένης και θα μπορούσε πια να απολαύσει τους καρπούς των θριάμβων του. Η νέα του ερωμένη, παντρεμένη κι αυτή, έφερε στον κόσμο την κόρη του και το ζευγάρι ζούσε πια μέσα στη χλιδή και την πολυτέλεια σε έπαυλη στα περίχωρα του Λονδίνου. Αν και δεν θα το χαιρόταν για πολύ…
Ο θρίαμβος του Τραφάλγκαρ και το τέλος
Όλοι ήξεραν ότι ο Βοναπάρτης ετοιμαζόταν για πόλεμο και δύο μέρες πριν αυτός ξεσπάσει, ο Νέλσον στάλθηκε στη Μεσόγειο (Μάιος του 1803) μέσα στη ναυαρχίδα πια του Βρετανικού Ναυτικού, τη «Νίκη». Η αποστολή του ήταν να αποκλείσει το λιμάνι της Τουλόν για να αποτρέψει την ένωση του γαλλικού στόλου με τον ισπανικό, καθώς οι Ισπανοί είχαν μόλις κηρύξει τον πόλεμο στους Άγγλους. Η συνδυασμένη δύναμη Γάλλων και Ισπανών θα επέτρεπε τώρα στον Βοναπάρτη την εισβολή στην Αγγλία και τίποτα δεν θα μπορούσε να το ανακόψει αυτό. Στις αρχές του 1805, ο Ναπολέων έχοντας ήδη στεφθεί αυτοκράτορας, έδωσε την εντολή.

Το σχέδιο ήταν απλό: Γάλλοι και Ισπανοί θα έσπαγαν τον βρετανικό αποκλεισμό, θα κατευθύνονταν στις Δυτικές Ινδίες για να χαλάσουν το βρετανικό εμπόριο και θα επέστρεφαν στον Ατλαντικό ως ενιαία πια δύναμη ώστε να διαλύσουν το Βασιλικό Ναυτικό, να ελέγξουν τα Στενά της Μάγχης και να βοηθήσουν τον γαλλικό στρατό των 350.000 αντρών να επιτεθούν στην Αγγλία.

Τον Μάρτιο, ο γάλλος ναύαρχος Πιερ Βιλνέβ, εκμεταλλευόμενος την κακοκαιρία, κατάφερε να βγει από την Τουλόν και να χαθεί μέσα στην πυκνή ομίχλη. Ο Νέλσον τον κυνήγησε και του κατάφερε καίριο πλήγμα, αν και πρόλαβε ο Γάλλος να κλειστεί στο Κάντιθ. Αποκλείοντας το ισπανικό λιμάνι, ο Νέλσον επέστρεψε στην Αγγλία για 25 μέρες, ώστε να σχεδιάσει τη στρατηγική του για την τελική μάχη με τον γαλλο-ισπανικό στόλο. Ο Νέλσον ήταν ο μόνος που μπορούσε να ανακόψει τη γαλλική επίθεση στην Αγγλία και όλοι βασίζονταν πάνω του ως τη μοναδική ελπίδα του λαού.
Στις 15 Σεπτεμβρίου, ο Νέλσον επιβιβάστηκε στη «Νίκη» και σάλπαρε, όντας πια στον κολοφώνα της δόξας και της ακμής του. Τη μέρα των 47ων γενεθλίων του, κάλεσε σε δείπνο πάνω στη ναυαρχίδα του τους 15 πλοιάρχους του εξηγώντας τους αναλυτικά το πλάνο του. Στις 20 Οκτωβρίου, παίρνοντας την εντολή από τον Βοναπάρτη, ο Βιλνέβ έσπασε τον ναυτικό αποκλεισμό του Κάντιθ και η επόμενη μέρα θα βρει παραταγμένο τον γαλλο-ισπανικό στόλο στα ανοιχτά του Ακρωτηρίου Τραφάλγκαρ, στα νοτιοδυτικά του Κάντιθ. Με την εχθρική αρμάδα να πλησιάζει στις 21 Οκτωβρίου, ο Νέλσον έδωσε το περίφημο σύνθημά του: «Η Αγγλία περιμένει ότι ο καθένας θα κάνει το καθήκον του».

Η ναυμαχία άρχισε και μαινόταν κάποια στιγμή γύρω από τη βρετανική ναυαρχίδα, όταν γάλλος ελεύθερος σκοπευτής πυροβόλησε τον Νέλσον από κοντινή απόσταση στο στέρνο και τον ώμο. Ο Νέλσον μεταφέρθηκε στο αμπάρι για να υποβληθεί σε επέμβαση, αν και ήταν σαφές ότι δεν θα την έβγαζε καθαρή.

Όταν τον ενημέρωσαν ότι 15 εχθρικά πλοία είχαν αιχμαλωτιστεί, ο ναύαρχος αποκρίθηκε: «Αυτό είναι καλό, αν και εγώ παζάρεψα για 20»! Ο πλοίαρχος της ναυαρχίδας τον φίλησε κατόπιν στο μέτωπο ως ύστατο χαίρε και ο Νέλσον αποκρίθηκε για τελευταία φορά: «Τώρα είμαι ικανοποιημένος. Ευχαριστώ τον Θεό γιατί έκανα το καθήκον μου». Παρά το γεγονός ότι ο θρίαμβος στο Τραφάλγκαρ έσωσε οριστικά τη Βρετανία από τις ιμπεριαλιστικές διαθέσεις του Βοναπάρτη, η σπουδαία νίκη επισκιάστηκε από τον τραγικό θάνατο του Νέλσον. Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του εθνικού ήρωά του, ξέσπασε σε λυγμούς δηλώνοντας πως «χάσαμε περισσότερα απ’ όσα κερδίσαμε».

Η σορός του Νέλσον μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον Καθεδρικό του Αγίου Παύλου κάτω από τα λάβαρα Γαλλίας και Ισπανίας που άρπαξε ο νικητήριος στόλος του. Οι επιτυχίες του Νέλσον στη θάλασσα εξασφάλισαν όχι μόνο την ανεξαρτησία της Αγγλίας αλλά και την πρωτοκαθεδρία της στο νερό στα χρόνια που θα έρχονταν…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr

ΙΣΠΑΝΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος ξεκίνησε στις 17 Ιουλίου 1936 με την εξέγερση του στρατού και ολοκληρώθηκε την 1η Απριλίου 1939 με την ήττα των αριστερών και φιλελεύθερων δυνάμεων που κατείχαν την εξουσία και τη νίκη των εθνικιστών του στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο, που επέβαλε δικτατορία.

Στις αρχές της δεκαετίας του '30 η πολιτική ζωή στην Ισπανία είχε πολωθεί επικίνδυνα ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά. Η Μοναρχία είχε καταργηθεί και η αριστερά διεκδικούσε την αναδιανομή της γης, την αυτονομία των περιοχών που συνιστούσαν την Ισπανία (Καταλονία, Βασκωνία κλπ) και τον περιορισμό της δύναμης της πανίσχυρης Καθολικής Εκκλησίας.
AdTech Ad
Το 1936 η Αριστερά, αλλά και δυνάμεις από τον κεντρώο χώρο, συνασπίσθηκαν και ανέβηκαν στην εξουσία. Η κεντροαριστερή κυβέρνηση της χώρας υπονομεύθηκε, τόσο από τους αναρχικούς, που αποτελούσαν πιο σημαντική δύναμη από τους κομμουνιστές, όσο και από τους ακροδεξιούς φαλαγγίτες και τους καρλιστές (φιλοβασιλικούς).
Οι εκατέρωθεν αιματηρές αψιμαχίες δεν άργησαν να προκαλέσουν την εξέγερση του στρατού, που στασίασε πρώτα στο Μαρόκο και τις άλλες αποικίες της Ισπανίας και στη συνέχεια στο εσωτερικό της χώρας. Ιδίως οι νεαροί αξιωματικοί, στους οποίους στηρίχθηκε ο Φράνκο, πίστευαν ότι η Ισπανία ήταν υπό «ερυθρά απειλή» και ότι έπρεπε πάση θυσία να υπερασπίσουν τον χριστιανικό πολιτισμό. Η δια των όπλων αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο «Ισπανίες» ήταν γεγονός.
Από τη μία πλευρά ήταν οι «Δημοκράτες». Στις τάξεις τους συνυπήρχαν φιλελεύθεροι αστοί, σοσιαλιστές, αναρχικοί (CNT, FAI), τροτσκιστές (POUM) και το μικρό, αλλά ιδιαίτερα δραστήριο Κομμουνιστικό Κόμμα, που εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσε παρά να είναι φιλοσοβιετικό. Η ετερόκλητη αυτή συμμαχία διακρινόταν για τα αντικληρικαλιστικά πιστεύω και διατηρούσε τη μεγαλύτερη δύναμή της στις πόλεις. Στο πλευρό της στάθηκε η συντηρητική Βασκωνία (Χώρα των Βάσκων), που διεκδικούσε, όπως και η Καταλονία, μεγαλύτερη αυτονομία από την κυβέρνηση της Μαδρίτης.
Από την άλλη πλευρά, οι Εθνικιστές εκπροσωπούσαν τους δεξιούς, τους ακροδεξιούς και τους φιλοβασιλικούς, ενώ αντλούσαν τη δύναμή τους από τους αγρότες, την πλουτοκρατία της Ισπανίας και την Καθολική Ισπανία. Σε αντίθεση με τους Δημοκρατικούς, επιδίωκαν ένα συγκεντρωτικό κράτος και αντιτίθεντο στις αυτονομιστικές τάσεις της Βασκωνίας και της Καταλονίας.
Οι δυνάμεις του Φράνκο είχαν σχεδόν από την αρχή την υποστήριξη της φασιστικής Ιταλίας και της ναζιστικής Γερμανίας, με έμψυχο και άψυχο υλικό. Η Γαλλία βοήθησε στην αρχή τη νόμιμη κυβέρνηση της Μαδρίτης, ενώ σταθεροί σύμμαχοί της παρέμειναν η Σοβιετική Ένωση και το Μεξικό. Οι περισσότερες δημοκρατικές χώρες της Δύσης κράτησαν επισήμως ουδέτερη στάση.
Ο πόλεμος στα τρία χρόνια που διήρκεσε ήταν άγριος και ανελέητος, όπως κάθε εμφύλιος. Ωμότητες διαπράχθηκαν και από τις δύο πλευρές, αλλά τα θύματα ήσαν σαφώς περισσότερα από την πλευρά των Δημοκρατικών. Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων του Ισπανικού Εμφυλίου δεν είναι μέχρι σήμερα εξακριβωμένος. Οι νεκροί υπολογίζονται από 300.000 ως 1.000.000.
Οι Δημοκρατικοί στην επίθεση των δυνάμεων του Φράνκο απάντησαν με επιθέσεις εναντίον της Καθολικής Εκκλησίας, που θεωρούσαν καταπιεστικό θεσμό και υποστηρικτή του παλαιού καθεστώς. Υπήρξαν σφαγές του κλήρου και εκτεταμένες πυρπολήσεις ναών και μοναστηριών. 12 επίσκοποι, 283 καλόγριες, 2.365 μοναχοί και 4.184 ιερείς υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν από τους Δημοκρατικούς κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου.
Οι Εθνικιστές, από την πλευρά τους, προέβησαν σε μαζικές εκκαθαρίσεις αντιπάλων τους και διαφωνούντων, δρόμο με δρόμο, πόρτα με πόρτα, εκμισθώνοντας συχνά τις υπηρεσίες ανθρώπων του υποκόσμου. Πιο γνωστό θύμα τους, ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας και ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Οι εθνικιστές του Φράνκο είχαν στη διάθεσή τους υπέρτερο αριθμό και ποιότητα οπλισμού. Πραγματοποίησαν εκτεταμένους βομβαρδισμούς με αεροπλάνα, που έθεσαν στη διάθεσή τους ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι. Ο βομβαρδισμός της βασκικής πόλης Γκερνίκα (Γκουέρνικα), έμεινε στην ιστορία, χάρις στον περίφημο πίνακα του Πάμπλο Πικάσο, που αποτύπωσε μοναδικά τη φρίκη του πολέμου.
Ο Ισπανικός Εμφύλιος ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας και προκάλεσε κύμα συμπάθειας και ενεργού συμπαράστασης από χιλιάδες αντιφασίστες σε όλο τον κόσμο, που έσπευσαν να ενταχθούν στις κομμουνιστικής εμπνεύσεως «Διεθνείς Ταξιαρχίες». Περίπου 50.000 έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις στο πλευρό των Δημοκρατικών και 10.000 από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ στις χώρες τους. Ανάμεσά τους και πολλοί Έλληνες, γύρω στους 300, παρότι τη χώρα μας κυβερνούσε το φασίζον καθεστώς της 4ης Αυγούστου.
Ο δικτάτωρ Ιωάννης Μεταξάς, παρά την ιδεολογική του συγγένεια με τον Φράνκο, δεν δίστασε να πουλήσει πολεμοφόδια στους Δημοκρατικούς, σε μια εποχή που η χώρα μας είχε ανάγκη το ξένο συνάλλαγμα. Τη «δουλειά» ανέλαβε να διεκπεραιώσει ο πανέξυπνος επιχειρηματίας Μποδοσάκης (Πρόδρομος Αθανασιάδης) με την «Ελληνική Εταιρία Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου».
Η ετερόκλητη σύνθεση των Δημοκρατικών και η αλληλοϋπονόμευση στο εσωτερικό τους συνέτειναν στην κατάρρευση της κυβέρνησή τους. Με την κατάληψη της Βαρκελώνης (26 Ιανουαρίου 1939) και της Μαδρίτης (28 Μαρτίου 1939), ο ισπανικός εμφύλιος έλαβε και τυπικά τέλος την 1η Απριλίου 1939. Ο Φράνκο ήταν, πλέον, ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Επέβαλε μία στυγνή και φασίζουσα δικτατορία, η οποία κατέρρευσε με τον θάνατό του το 1975, οπότε η Ισπανία ανέπνευσε ξανά τον αέρα της Δημοκρατίας.
Πηγή: sansimera.gr