Το Mουσείο Ακρόπολης είναι αρχαιολογικό μουσείο επικεντρωμένο στα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης των Αθηνών.
Το μουσείο κτίστηκε για να στεγάσει κάθε αντικείμενο που έχει βρεθεί
πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και στους πρόποδές του καλύπτοντας
μία ευρεία χρονική περίοδο από την Μυκηναϊκή περίοδο έως την Ρωμαϊκή και Παλαιοχριστιανική Αθήνα ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται πάνω στον αρχαιολογικό χώρο Μακρυγιάννη, κατάλοιπο των Ρωμαϊκών και πρώιμων βυζαντινών Αθηνών.
Το νέο κτήριο του μουσείου θεμελιώθηκε το 2003 και άνοιξε για το κοινό στις 21 Ιουνίου 2009. Στις 20 Ιουνίου του 2009, πραγματοποιήθηκαν, μεγαλοπρεπώς, τα εγκαίνια του Μουσείου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, παρουσία του Προέδρου της ΕΕ και πλήθους ξένων ηγετών. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς, σε μια συμβολική κίνηση, που μεταδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, τοποθέτησε κομμάτι μαρμάρου που επεστράφη από το Μουσείο του Βατικανού, σε μετόπη του Παρθενώνα. Η κίνηση αυτή συμβόλισε το ελληνικό αίτημα για επανένωση των μαρμάρων στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Εκτίθενται περίπου 4.000 αντικείμενα σε ένα χώρο 14.000 τετραγωνικών μέτρων. Πρόεδρος του οργανισμού του μουσείου είναι ο επίτιμος καθηγητής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Δημήτριος Παντερμαλής.
Το παλαιό κτήριο
Το πρώτο μουσείο για τα ευρήματα της Ακρόπολης θεμελιώθηκε στα νοτιοανατολικά του Παρθενώνα στις 30 Δεκεμβρίου 1865 και ολοκληρώθηκε το 1874 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Λίγα χρόνια αργότερα, στις ανασκαφές του 1885–1890, ανακαλύφθηκαν τα γλυπτά που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες κατά την Δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα και το μικρό μουσείο παρουσίασε ανάγκη για περισσότερο χώρο. Γι' αυτόν τον λόγο κατασκευάστηκε στα 1888 ένα μικρότερο κτήριο στα ανατολικά του υπάρχοντος κτηρίου, στο οποίο τοποθετήθηκαν οι λιγότερο σημαντικές αρχαιότητες.[2]
Κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου πολλά από τα εκθέματα αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στις σπηλιές των γειτονικών λόφων. Επανήλθαν στο μουσείο μετά το τέλος του πολέμου και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα 1946 και 1947.
Στα 1953 άρχισαν οι εργασίες για την επέκταση του μουσείου σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού: Κατεδαφίστηκε το μικρότερο κτίριο, κτίστηκαν νέες αίθουσες και άλλαξε η διαρρύθμιση των παλιών. Οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν το 1956 και η επανέκθεση ολοκληρώθηκε το 1964 με την επιμέλεια του αρχαιολόγου Γιάννη Μηλιάδη.[3]
Παρά τις διαδοχικές επεκτάσεις το κτίριο δεν είχε τις δυνατότητες έκθεσης των ευρημάτων που σταδιακά ανακαλύφθηκαν στον βράχο, ώστε ήδη από το 1974 εγέρθηκε το θέμα της οικοδόμηση ενός νέου κτιρίου. Η ανέγερση νέου μουσείου κρίθηκε επιτακτική καθώς η Ελλάδα άρχισε να προβάλει έντονα το ζήτημα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.
Για αυτό το σκοπό προκηρύχθηκαν δύο εθνικοί διαγωνισμοί (1976 και 1979), οι οποίοι απέτυχαν καθώς τα επιλεχθέντα οικόπεδα κρίθηκαν ακατάλληλα, ενώ ένας τρίτος διεθνής διαγωνισμός (1989) ακυρώθηκε τελικά το 1999 όταν ανακαλύφθηκε εκτενής αρχαιολογικός χώρος στο οικόπεδο του στρατοπέδου Μακρυγιάννη που είχε επιλεγεί. Στον αρχαιολογικό χώρο αποκαλύφθηκαν ιδιωτικές κατοικίες και εργαστήρια από την Κλασική εποχή ως και τα βυζαντινά χρόνια. Μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών και την διευκρίνηση της στρωματογραφίας επιλέχθηκαν τα σημεία στα οποία επιτρέπονταν η θεμελίωση του κτιρίου.
Το νέο κτίριο
Το 2000 προκηρύχθηκε νέος διεθνής διαγωνισμός με πρόσκληση 12 γραφείων τα οποία κλήθηκαν να υποβάλουν τις προτάσεις τους. Οι προτάσεις των διαγωνιζόμενων κρίθηκαν το Σεπτέμβριο του 2001 από διεθνή Επιτροπή Αξιολόγησης και το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στο αρχιτεκτονικό γραφείο του γαλλοελβετού Μπερνάρ Τσουμί και στο ελληνικό γραφείο του Μιχάλη Φωτιάδη της Αρχιτεκτονική Συνεργασία ΕΠΕ. Το δεύτερο βραβείο δόθηκε στους αρχιτέκτονες Ντάνιελ Λίμπεσκιντ, Δ. και Λ. Ποτηροπούλου & Συνεργάτες και το τρίτο στο Γραφείο Μελετών Α.Ν. Τομπάζη.
Το μουσείο βρίσκεται στην νότια κλιτύ της Ακροπόλεως, στο οικόπεδο του πρώην στρατοπέδου Μακρυγιάννη, σε ευθεία απόσταση 280 μέτρων από τον Παρθενώνα. Η κύρια είσοδος του κτηρίου βρίσκεται επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου ενώ περικλείεται από τις οδούς Μακρυγιάννη, Χατζηχρήστου και Μητσαίων. Eξυπηρετείται από στον σταθμό «Ακρόπολη» της γραμμής 2 του Αττικού Μετρό. Υπάρχουν δευτερεύουσες είσοδοι από τις οδούς Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου.
Το σχέδιο του Μπερνάρ Τσουμί εμπλέκει τρεις συλλήψεις: το φως, την κίνηση και τον αρχιτεκτονικό προγραμματισμό.[4]
Η κίνηση:
Η διαδρομή του επισκέπτη σχηματίζει ένα τρισδιάστατο βρόγχο, προσφέροντας μια αρχιτεκτονική και χωρική εμπειρία με αφετηρία την αρχαιολογική ανασκαφή ως την αίθουσα του Παρθενώνα και πίσω.
To φως:
Το μουσείο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον φυσικό φωτισμό, καθώς παρουσιάζει κυρίως έργα γλυπτικής τα οποία απαιτούν διαφορετικές συνθήκες φωτισμού από άλλους τύπους μουσείων.
Η αρχιτεκτονική:
Το μουσείο δομείται γύρω από ένα πυρήνα από σκυρόδεμα με τις ακριβείς διαστάσεις της ζωφόρου του Παρθενώνα. Μέσα στον πυρήνα τοποθετούνται οι χώροι υποστήριξης ενώ γύρω του, και στο αίθριο που δημιουργείται, αναπτύσσονται οι εκθεσιακοί χώροι του μουσείου.
Το κτήριο στηρίζεται σε υπερυψωμένους πυλώνες θεμελιωμένους ανάμεσα στις αρχαιότητες για την καλύτερη προστασία του αρχαιολογικού χώρου. Σε αρκετά σημεία, στο εσωτερικό και το εξωτερικό του κτηρίου, τα δάπεδα είναι διαφανή, επιτρέποντας την θέαση των υποκείμενων αρχαιοτήτων. Το μουσείο παρέχει ακόμη ένα αμφιθέατρο 200 θέσεων, αίθουσα εικονικής πραγματικότητας, χώρο επισήμων και αίθουσα περιοδικών εκθέσεων.
Τα εκθέματα
Οι συλλογές του μουσείου εκτίθενται σε τέσσερα επίπεδα ενώ ένα πέμπτο στεγάζει τους βοηθητικούς χώρους όπως το εστιατόριο, το πωλητήριο και την αίθουσα επισήμων.[5]
Το επίπεδο της ανασκαφής βρίσκεται κάτω από το κτήριο του μουσείου και κατέστη επισκέψιμο στο τέλος του 2011.[6]
Στο πρώτο επίπεδο του μουσείου παρουσιάζονται τα ευρήματα των κλιτύων της Ακροπόλεως ενώ η μακριά ορθογώνια αίθουσα, το επικλινές δάπεδο και η κλίμακα στο τέλος της παραπέμπουν στην ανάβαση στον βράχο. Στη νότια πλευρά της αίθουσας παρουσιάζονται ευρήματα από τα σπίτια και τους τάφους των κατοίκων των κλιτύων της Ακρόπολης, γλυπτά από την Οικία του Πρόκλου, αναθήματα από τα μικρά ιερά της Οικίας της Πηγής, της Ουρανίας Αφροδίτης και του Έρωτα, του Πανός, της Αγλαύρου και του Απόλλωνα. Στη βόρεια πλευρά της αίθουσας εκτίθενται κεραμικά αγγεία, αναθηματικοί πίνακες και άλλα αφιερώματα από το ιερό της Νύμφης, καθώς και αναθήματα από το Ιερό του Ασκληπιού και το ιερό του Διονύσου.
Στο δεύτερο επίπεδο, σε μια μεγάλη τραπεζοειδή αίθουσα, παρουσιάζονται αντικείμενα από την μυκηναϊκή ως την πρώιμη κλασική εποχή της Ακρόπολης.
Στα βορειοανατολικά, αμέσως αριστερά από την κλίμακα βρίσκονται τα αντικείμενα από την μυκηναϊκή περίοδο, όταν ακόμη η Ακρόπολη ήταν τόπος κατοίκησης και λατρείας στην έδρα του τοπικού άρχοντα. Την μετατροπή της Ακρόπολης σε ιερό χώρο σηματοδοτεί το χάλκινο ακρωτήριο του πρώτου ναΐσκου της Αθηνάς Πολιάδος.
Η έκθεση των αρχαϊκών έργων συγκροτείται από επτά ενότητες με βάση θεματικά και χρονολογικά κριτήρια. Οι ενότητες είναι:
Η ζωφόρος του Παρθενώνα αναπτύσσεται σε ύψος 1.50μ. ενσωματωμένη στον κεντρικού πυρήνα του κτηρίου. Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων προς την Ακρόπολη και την προσφορά του πέπλου στο ξόανο της Θεάς.
Οι μετόπες του ναού αναρτήθηκαν σε ύψος 2.65μ. μεταξύ των ανοξείδωτων χαλύβδινων κιόνων που στηρίζουν την οροφή της αίθουσας. Οι μετόπες απεικονίζουν τις μυθικές μάχες θεών και ανθρώπων: Κενταυρομαχία, Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία και τον Τρωικό Πόλεμο.
Τα αετώματα του ναού τοποθετήθηκαν σε χαμηλές βάσεις από τσιμέντο ώστε να είναι ορατά και τα έως τότε αθέατα μέρη των γλυπτών. Το ανατολικό παρουσιάζει την γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία, παρουσία των άλλων θεών και ηρώων. Το δυτικό αέτωμα παρουσιάζει την διαμάχη Ποσειδώνα και Αθηνάς για την Αττική.
Τα πρωτότυπα γλυπτά συνδυάζονται με εκμαγεία των γλυπτών που βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού.
Αξιοσημείωτα γεγονότα
Πριν και κατά την κατασκευή του μουσείου ξέσπασε διαμάχη σχετικά με τα σχέδια για το νέο μουσείο και το κατά πόσο ήταν θεμιτό να κατασκευαστεί στον αρχαιολογικό χώρο. Ακόμη ένας λόγος ανησυχίας ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε να ενταχθεί στον χώρο το μεγάλο μοντέρνο κτήριο του μουσείου.[7]
Το 2007, δημιουργήθηκε ακόμη μια διαμάχη σχετικά με την κατεδάφιση δυο διατηρητέων κτιρίων, στους αριθμούς 17 και 19, της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, για την καλύτερη οπτική σύνδεση του μουσείου και της Ακρόπολης, όπως ισχυριζόταν ο Μπερνάρ Τσουμί, ο οποίος έδειξε φωτογραφίες της Ακρόπολης έχοντας αφαιρέσει ψηφιακά τα δυο κτίρια και τα ψηλά δέντρα μπροστά τους. Η Ελληνική κυβέρνηση ήρε την προστασία των κτιρίων, παρόλο που το ένα (αριθμός 19) είναι Νεοκλασικής[8] και το άλλο (αριθμός 17) Αρ Ντεκό αρχιτεκτονικής.[8] Για την σχεδιαζόμενη κατεδάφιση διαμαρτυρήθηκαν έντονα και διεθνείς οργανισμοί όπως το INTBAU και το ICOMOS.[8] Μέρος στην διένεξη πήρε και ο συνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου, ιδιοκτήτης του κτηρίου αρ. 19. Ο συνθέτης ισχυρίσθηκε πως ο πραγματικός λόγος της κατεδάφισης είναι ώστε να έχει θέα το εστιατόριο του μουσείου προς την Ακρόπολη. Μετά τις εγχώριες και διεθνείς αντιδράσεις το σχέδιο για ενδεχόμενη κατεδάφιση ή μεταφορά των κτηρίων εγκαταλείφθηκε.
Με απόφαση του προέδρου του Μουσείου Δημήτρη Παντερμαλή λογοκρίθηκε βίντεο του διεθνούς φήμης σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, με το οποίο ενημερώνονταν οι επισκέπτες του μουσείου για την ιστορία και τις καταστροφές που υπέστη ήδη από τον 6ο αιώνα ο Παρθενώνας από τους Χριστιανούς.[9] Μετά τις διεθνείς αντιδράσεις[10], το βίντεο αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή.[11]
Τα τελευταία χρόνια σε κάθε αυγουστιάκη πανσέληνο, το μουσείο είναι ανοικτό μέχρι αργά το βράδυ και δέχεται του επισκέπτες δωρεάν [12]. Την ίδια βραδιά γίνεται συναυλία στον προαύλιο χώρο του μουσείου.[13]
Διακρίσεις
Τον Μάιο του 2013 η βρετανική εφημερίδα Sunday Times κατέταξε το Μουσείο της Ακρόπολης στην 3η θέση στη σχετική λίστα με τα 50 καλύτερα Μουσεία του κόσμου.[14]
Το νέο κτήριο του μουσείου βρέθηκε ανάμεσα στις έξι επικρατέστερες υποψηφιότητες για το βραβείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Mies van der Rohe». Η τελετή απονομής πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουνίου 2011 στη Βαρκελώνη.[15]
Τον Νοέμβριο του 2010 σε διαγωνισμό της Ένωσης Δημοσιογράφων Τουριστικών Συντακτών Μεγάλης Βρετανίας ψηφίσθηκε ως το Καλύτερο Μουσείο του Κόσμου.[16]
Η διεθνής καλλιτεχνική επιθεώρηση The Art Newspaper κατέταξε το μουσείο της Ακρόπολης στην 25η θέση ανάμεσα στα 100 πιο δημοφιλή μουσεία τέχνης στον κόσμο για το 2010, με 1.355.720 επισκέπτες[17]. Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Πεπέ.
Το νέο κτήριο του μουσείου θεμελιώθηκε το 2003 και άνοιξε για το κοινό στις 21 Ιουνίου 2009. Στις 20 Ιουνίου του 2009, πραγματοποιήθηκαν, μεγαλοπρεπώς, τα εγκαίνια του Μουσείου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, παρουσία του Προέδρου της ΕΕ και πλήθους ξένων ηγετών. Ο τότε υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς, σε μια συμβολική κίνηση, που μεταδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο, τοποθέτησε κομμάτι μαρμάρου που επεστράφη από το Μουσείο του Βατικανού, σε μετόπη του Παρθενώνα. Η κίνηση αυτή συμβόλισε το ελληνικό αίτημα για επανένωση των μαρμάρων στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Εκτίθενται περίπου 4.000 αντικείμενα σε ένα χώρο 14.000 τετραγωνικών μέτρων. Πρόεδρος του οργανισμού του μουσείου είναι ο επίτιμος καθηγητής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, Δημήτριος Παντερμαλής.
Το παλαιό κτήριο
Το πρώτο μουσείο για τα ευρήματα της Ακρόπολης θεμελιώθηκε στα νοτιοανατολικά του Παρθενώνα στις 30 Δεκεμβρίου 1865 και ολοκληρώθηκε το 1874 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Λίγα χρόνια αργότερα, στις ανασκαφές του 1885–1890, ανακαλύφθηκαν τα γλυπτά που είχαν καταστρέψει οι Πέρσες κατά την Δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα και το μικρό μουσείο παρουσίασε ανάγκη για περισσότερο χώρο. Γι' αυτόν τον λόγο κατασκευάστηκε στα 1888 ένα μικρότερο κτήριο στα ανατολικά του υπάρχοντος κτηρίου, στο οποίο τοποθετήθηκαν οι λιγότερο σημαντικές αρχαιότητες.[2]
Κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου πολλά από τα εκθέματα αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στις σπηλιές των γειτονικών λόφων. Επανήλθαν στο μουσείο μετά το τέλος του πολέμου και τοποθετήθηκαν προσωρινά στα 1946 και 1947.
Στα 1953 άρχισαν οι εργασίες για την επέκταση του μουσείου σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού: Κατεδαφίστηκε το μικρότερο κτίριο, κτίστηκαν νέες αίθουσες και άλλαξε η διαρρύθμιση των παλιών. Οι πρώτες αίθουσες άνοιξαν το 1956 και η επανέκθεση ολοκληρώθηκε το 1964 με την επιμέλεια του αρχαιολόγου Γιάννη Μηλιάδη.[3]
Παρά τις διαδοχικές επεκτάσεις το κτίριο δεν είχε τις δυνατότητες έκθεσης των ευρημάτων που σταδιακά ανακαλύφθηκαν στον βράχο, ώστε ήδη από το 1974 εγέρθηκε το θέμα της οικοδόμηση ενός νέου κτιρίου. Η ανέγερση νέου μουσείου κρίθηκε επιτακτική καθώς η Ελλάδα άρχισε να προβάλει έντονα το ζήτημα της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.
Για αυτό το σκοπό προκηρύχθηκαν δύο εθνικοί διαγωνισμοί (1976 και 1979), οι οποίοι απέτυχαν καθώς τα επιλεχθέντα οικόπεδα κρίθηκαν ακατάλληλα, ενώ ένας τρίτος διεθνής διαγωνισμός (1989) ακυρώθηκε τελικά το 1999 όταν ανακαλύφθηκε εκτενής αρχαιολογικός χώρος στο οικόπεδο του στρατοπέδου Μακρυγιάννη που είχε επιλεγεί. Στον αρχαιολογικό χώρο αποκαλύφθηκαν ιδιωτικές κατοικίες και εργαστήρια από την Κλασική εποχή ως και τα βυζαντινά χρόνια. Μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφών και την διευκρίνηση της στρωματογραφίας επιλέχθηκαν τα σημεία στα οποία επιτρέπονταν η θεμελίωση του κτιρίου.
Το νέο κτίριο
Το 2000 προκηρύχθηκε νέος διεθνής διαγωνισμός με πρόσκληση 12 γραφείων τα οποία κλήθηκαν να υποβάλουν τις προτάσεις τους. Οι προτάσεις των διαγωνιζόμενων κρίθηκαν το Σεπτέμβριο του 2001 από διεθνή Επιτροπή Αξιολόγησης και το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στο αρχιτεκτονικό γραφείο του γαλλοελβετού Μπερνάρ Τσουμί και στο ελληνικό γραφείο του Μιχάλη Φωτιάδη της Αρχιτεκτονική Συνεργασία ΕΠΕ. Το δεύτερο βραβείο δόθηκε στους αρχιτέκτονες Ντάνιελ Λίμπεσκιντ, Δ. και Λ. Ποτηροπούλου & Συνεργάτες και το τρίτο στο Γραφείο Μελετών Α.Ν. Τομπάζη.
Το μουσείο βρίσκεται στην νότια κλιτύ της Ακροπόλεως, στο οικόπεδο του πρώην στρατοπέδου Μακρυγιάννη, σε ευθεία απόσταση 280 μέτρων από τον Παρθενώνα. Η κύρια είσοδος του κτηρίου βρίσκεται επί της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου ενώ περικλείεται από τις οδούς Μακρυγιάννη, Χατζηχρήστου και Μητσαίων. Eξυπηρετείται από στον σταθμό «Ακρόπολη» της γραμμής 2 του Αττικού Μετρό. Υπάρχουν δευτερεύουσες είσοδοι από τις οδούς Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου.
Το σχέδιο του Μπερνάρ Τσουμί εμπλέκει τρεις συλλήψεις: το φως, την κίνηση και τον αρχιτεκτονικό προγραμματισμό.[4]
Η κίνηση:
Η διαδρομή του επισκέπτη σχηματίζει ένα τρισδιάστατο βρόγχο, προσφέροντας μια αρχιτεκτονική και χωρική εμπειρία με αφετηρία την αρχαιολογική ανασκαφή ως την αίθουσα του Παρθενώνα και πίσω.
To φως:
Το μουσείο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον φυσικό φωτισμό, καθώς παρουσιάζει κυρίως έργα γλυπτικής τα οποία απαιτούν διαφορετικές συνθήκες φωτισμού από άλλους τύπους μουσείων.
Η αρχιτεκτονική:
Το μουσείο δομείται γύρω από ένα πυρήνα από σκυρόδεμα με τις ακριβείς διαστάσεις της ζωφόρου του Παρθενώνα. Μέσα στον πυρήνα τοποθετούνται οι χώροι υποστήριξης ενώ γύρω του, και στο αίθριο που δημιουργείται, αναπτύσσονται οι εκθεσιακοί χώροι του μουσείου.
Το κτήριο στηρίζεται σε υπερυψωμένους πυλώνες θεμελιωμένους ανάμεσα στις αρχαιότητες για την καλύτερη προστασία του αρχαιολογικού χώρου. Σε αρκετά σημεία, στο εσωτερικό και το εξωτερικό του κτηρίου, τα δάπεδα είναι διαφανή, επιτρέποντας την θέαση των υποκείμενων αρχαιοτήτων. Το μουσείο παρέχει ακόμη ένα αμφιθέατρο 200 θέσεων, αίθουσα εικονικής πραγματικότητας, χώρο επισήμων και αίθουσα περιοδικών εκθέσεων.
Τα εκθέματα
Οι συλλογές του μουσείου εκτίθενται σε τέσσερα επίπεδα ενώ ένα πέμπτο στεγάζει τους βοηθητικούς χώρους όπως το εστιατόριο, το πωλητήριο και την αίθουσα επισήμων.[5]
Το επίπεδο της ανασκαφής βρίσκεται κάτω από το κτήριο του μουσείου και κατέστη επισκέψιμο στο τέλος του 2011.[6]
Στο πρώτο επίπεδο του μουσείου παρουσιάζονται τα ευρήματα των κλιτύων της Ακροπόλεως ενώ η μακριά ορθογώνια αίθουσα, το επικλινές δάπεδο και η κλίμακα στο τέλος της παραπέμπουν στην ανάβαση στον βράχο. Στη νότια πλευρά της αίθουσας παρουσιάζονται ευρήματα από τα σπίτια και τους τάφους των κατοίκων των κλιτύων της Ακρόπολης, γλυπτά από την Οικία του Πρόκλου, αναθήματα από τα μικρά ιερά της Οικίας της Πηγής, της Ουρανίας Αφροδίτης και του Έρωτα, του Πανός, της Αγλαύρου και του Απόλλωνα. Στη βόρεια πλευρά της αίθουσας εκτίθενται κεραμικά αγγεία, αναθηματικοί πίνακες και άλλα αφιερώματα από το ιερό της Νύμφης, καθώς και αναθήματα από το Ιερό του Ασκληπιού και το ιερό του Διονύσου.
Στο δεύτερο επίπεδο, σε μια μεγάλη τραπεζοειδή αίθουσα, παρουσιάζονται αντικείμενα από την μυκηναϊκή ως την πρώιμη κλασική εποχή της Ακρόπολης.
Στα βορειοανατολικά, αμέσως αριστερά από την κλίμακα βρίσκονται τα αντικείμενα από την μυκηναϊκή περίοδο, όταν ακόμη η Ακρόπολη ήταν τόπος κατοίκησης και λατρείας στην έδρα του τοπικού άρχοντα. Την μετατροπή της Ακρόπολης σε ιερό χώρο σηματοδοτεί το χάλκινο ακρωτήριο του πρώτου ναΐσκου της Αθηνάς Πολιάδος.
Η έκθεση των αρχαϊκών έργων συγκροτείται από επτά ενότητες με βάση θεματικά και χρονολογικά κριτήρια. Οι ενότητες είναι:
- Αρχιτεκτονικά γλυπτά και τμήματα αρχαϊκών κτιρίων. Παρουσιάζονται τα αετωματικά γλυπτά του Εκατόμπεδου και του Αρχαίου Ναού καθώς και τα μικρότερα πώρινα αετώματα από τα πρώτα ιερά της Ακρόπολης.
- Σημαντικά αναθηματικά γλυπτά νησιώτικων εργαστηρίων κυρίως Ναξιακών και Πάριων.
- Γλυπτά πρώιμων αττικών εργαστηρίων με επίκεντρο τον Μοσχοφόρο.
- Γλυπτά της μέσης αρχαϊκής περιόδου από την Αττική με κεντρικό έκθεμα την Πεπλοφόρο.
- Τα αναθήματα των Ιππέων με κεντρικό έκθεμα τον Ιππέα Ράμπλιν.
- Μνημειακά Αττικά έργα με επίκεντρο την Κόρη του Αντήνορα.
- Κόρες και άλλα έργα της ύστερης αρχαϊκής περιόδου και των πρώιμων κλασικών χρόνων. Σημαντικά μεταξύ αυτών, η Νίκη του Καλλιμάχου, ο Έφηβος του Κριτίου, η Κόρη του Ευθυδίκου, ο Ξανθός Έφηβος και το ανάγλυφο της Σκεπτόμενης Αθηνάς.
- Στην ενότητα των Προπυλαίων παρουσιάζονται αρχιτεκτονικά μέλη από τα Προπύλαια και σχετικές επιγραφές
- Στην ενότητα της Αθηνάς Νίκης παρουσιάζονται τα γλυπτά του θωρακίου και της ζωφόρου του ναού.
- Στην ενότητα του Ερεχθείου παρουσιάζονται οι ζωφόροι, οι Καρυάτιδες και οι οικοδομικές επιγραφές του κτηρίου.
- Στην ενότητα των μεταπαρθενώνειων και μεταγενέστερων έργων εκτίθενται σύνολα έργων από την κλασική εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
Η ζωφόρος του Παρθενώνα αναπτύσσεται σε ύψος 1.50μ. ενσωματωμένη στον κεντρικού πυρήνα του κτηρίου. Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων προς την Ακρόπολη και την προσφορά του πέπλου στο ξόανο της Θεάς.
Οι μετόπες του ναού αναρτήθηκαν σε ύψος 2.65μ. μεταξύ των ανοξείδωτων χαλύβδινων κιόνων που στηρίζουν την οροφή της αίθουσας. Οι μετόπες απεικονίζουν τις μυθικές μάχες θεών και ανθρώπων: Κενταυρομαχία, Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία και τον Τρωικό Πόλεμο.
Τα αετώματα του ναού τοποθετήθηκαν σε χαμηλές βάσεις από τσιμέντο ώστε να είναι ορατά και τα έως τότε αθέατα μέρη των γλυπτών. Το ανατολικό παρουσιάζει την γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία, παρουσία των άλλων θεών και ηρώων. Το δυτικό αέτωμα παρουσιάζει την διαμάχη Ποσειδώνα και Αθηνάς για την Αττική.
Τα πρωτότυπα γλυπτά συνδυάζονται με εκμαγεία των γλυπτών που βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού.
Αξιοσημείωτα γεγονότα
Πριν και κατά την κατασκευή του μουσείου ξέσπασε διαμάχη σχετικά με τα σχέδια για το νέο μουσείο και το κατά πόσο ήταν θεμιτό να κατασκευαστεί στον αρχαιολογικό χώρο. Ακόμη ένας λόγος ανησυχίας ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε να ενταχθεί στον χώρο το μεγάλο μοντέρνο κτήριο του μουσείου.[7]
Το 2007, δημιουργήθηκε ακόμη μια διαμάχη σχετικά με την κατεδάφιση δυο διατηρητέων κτιρίων, στους αριθμούς 17 και 19, της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, για την καλύτερη οπτική σύνδεση του μουσείου και της Ακρόπολης, όπως ισχυριζόταν ο Μπερνάρ Τσουμί, ο οποίος έδειξε φωτογραφίες της Ακρόπολης έχοντας αφαιρέσει ψηφιακά τα δυο κτίρια και τα ψηλά δέντρα μπροστά τους. Η Ελληνική κυβέρνηση ήρε την προστασία των κτιρίων, παρόλο που το ένα (αριθμός 19) είναι Νεοκλασικής[8] και το άλλο (αριθμός 17) Αρ Ντεκό αρχιτεκτονικής.[8] Για την σχεδιαζόμενη κατεδάφιση διαμαρτυρήθηκαν έντονα και διεθνείς οργανισμοί όπως το INTBAU και το ICOMOS.[8] Μέρος στην διένεξη πήρε και ο συνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου, ιδιοκτήτης του κτηρίου αρ. 19. Ο συνθέτης ισχυρίσθηκε πως ο πραγματικός λόγος της κατεδάφισης είναι ώστε να έχει θέα το εστιατόριο του μουσείου προς την Ακρόπολη. Μετά τις εγχώριες και διεθνείς αντιδράσεις το σχέδιο για ενδεχόμενη κατεδάφιση ή μεταφορά των κτηρίων εγκαταλείφθηκε.
Με απόφαση του προέδρου του Μουσείου Δημήτρη Παντερμαλή λογοκρίθηκε βίντεο του διεθνούς φήμης σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, με το οποίο ενημερώνονταν οι επισκέπτες του μουσείου για την ιστορία και τις καταστροφές που υπέστη ήδη από τον 6ο αιώνα ο Παρθενώνας από τους Χριστιανούς.[9] Μετά τις διεθνείς αντιδράσεις[10], το βίντεο αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή.[11]
Τα τελευταία χρόνια σε κάθε αυγουστιάκη πανσέληνο, το μουσείο είναι ανοικτό μέχρι αργά το βράδυ και δέχεται του επισκέπτες δωρεάν [12]. Την ίδια βραδιά γίνεται συναυλία στον προαύλιο χώρο του μουσείου.[13]
Διακρίσεις
Τον Μάιο του 2013 η βρετανική εφημερίδα Sunday Times κατέταξε το Μουσείο της Ακρόπολης στην 3η θέση στη σχετική λίστα με τα 50 καλύτερα Μουσεία του κόσμου.[14]
Το νέο κτήριο του μουσείου βρέθηκε ανάμεσα στις έξι επικρατέστερες υποψηφιότητες για το βραβείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Mies van der Rohe». Η τελετή απονομής πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουνίου 2011 στη Βαρκελώνη.[15]
Τον Νοέμβριο του 2010 σε διαγωνισμό της Ένωσης Δημοσιογράφων Τουριστικών Συντακτών Μεγάλης Βρετανίας ψηφίσθηκε ως το Καλύτερο Μουσείο του Κόσμου.[16]
Η διεθνής καλλιτεχνική επιθεώρηση The Art Newspaper κατέταξε το μουσείο της Ακρόπολης στην 25η θέση ανάμεσα στα 100 πιο δημοφιλή μουσεία τέχνης στον κόσμο για το 2010, με 1.355.720 επισκέπτες[17]. Πηγή: Βικιπαίδεια
Ανιχνευτής ο Πεπέ.