Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

20.3.16

21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΑΖΙΖ ΝΕΣΙΝ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Σώπα, μη μιλάς

Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή  
κόψ' τη φωνή σου,σώπασε επιτέλους 
 κι αν ο λόγος είναι αργυρός  
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί  
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:  «σώπα».  
Στο σχολείο μου κρύψαν την αλήθεια τη μισή,  
μου λέγανε : 
«εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»

Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα
και μου λέγανε: 
 «κοίτα μην πεις τίποτα, σσσσ ....σώπα!»  
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.  
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα είκοσι μου χρόνια. 
 Ο λόγος του μεγάλου
  η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο, 
 «Τι σε νοιάζει εσένα;», μου λέγανε,  
«θα βρεις το μπελά σου, σώπα».  
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι 
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,  
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, σώπα»  
Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά,  
η γυναίκα μου ήταν τίμια κι εργατική και  ήξερε να σωπαίνει. 
 Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε «Σώπα».

Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε : 
 «Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα»  
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμίες ζηλευτές, 
με τους γείτονες, μας ένωνε , όμως, το "Σώπα".  

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω, 
 σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.  
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι. 
 Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.  
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.  
Φτιάξαμε το σύλλογο του «Σώπα».  και μαζευτήκαμε πολλοί  
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη, αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά, φτάσαμε ψηλά, 
μας δώσανε παράσημα,  τα πάντα κι όλα πολύ.  
Εύκολα , μόνο με το Σώπα.  
Μεγάλη τέχνη αυτό το «Σώπα». 
 Μάθε το στη γυναίκα σου, στο παιδί σου, στην πεθερά σου 
 κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις 
ξερίζωσε τη γλώσσα σου  και κάν'την να σωπάσει.  
Κόψ'την σύρριζα.  Πέτα την στα σκυλιά. 

 Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.  
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις από το βραχνά να μιλάς, 
 χωρίς να μιλάς να λες "έχετε δίκιο, είμαι σαν κι εσάς" 
  Αχ!  Πόσο θα 'θελα να μιλήσω ο κερατάς.  
και δεν θα μιλάς ,  
θα γίνεις φαφλατάς ,  
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .  
Κόψε τη γλώσσα σου, κόψ'την αμέσως.  
Δεν έχεις περιθώρια.  Γίνε μουγκός.  
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις. 
Κόψε τη γλώσσα σου.  
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου 
 ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς 
κρατώ τη γλώσσα μου,  
γιατί νομίζω πως θα'ρθει η στιγμή 
που δεν θα αντέξω  και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ 
και θα ελπίζω  και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο,  
με έναν ψίθυρο, με ένα τραύλισμα, με μια κραυγή που θα μου λέει:  
ΜΙΛΑ! ...;. 
 Αζίζ Νεσίν

ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΠΙΝΔΑΡΟΣ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ, ΕΝΑΣ ΠΑΙΑΝΑΣ ΚΙ ΕΝΑ ΠΡΟΣΟΔΙΟ, ΠΙΝΔΑΡΟΣ, ΚΛΑΣΙΚΑ

Ένας Ύμνος, ένας Παιάνας κι ένα Προσόδιο

Πίνδαρος, 522 ή 518 Κυνός Κεφαλές Θήβας-438 π.Χ. Άργος

Ο Πίνδαρος χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος λυρικός ποιητής της αρχαιότητας, τον οποίο όμως η πατρίδα του, η Θήβα, τιμώρησε με πρόστιμο όταν μίλησε τιμητικά για την Αθήνα. Η ποίησή του είναι υπερατομική. Με την έννοια ότι δεν μιλάει για συνθήκες και περιστατικά της προσωπικής του ζωής ή του περιβάλλοντός του αλλά κυρίως για αθλητικούς αγώνες, για την αρετή του αγώνα και του νικητή, για τις δόξες των γενιών, για τις ηθικές αξίες τους, για τους μύθους και τις παραδόσεις γενικά των πόλεων και των αριστοκρατικών γενών που κρατούν την αρχή τους από θεούς και ημίθεους.

Η ποίησή του εξάλλου ήταν Χ ο ρ ι κ ή. Ήταν για να τραγουδιέται από πολλούς σε δημόσιους χώρους, για πολλούς και για θέματα κοινά, όχι για προσωπικά προβλήματα και έγνοιες.

Ο κόσμος του Πίνδαρου είναι ένας κόσμος «ιδεοληπτικός» για μας, ένας κόσμος «συνείδησης» για τον ίδιο- με την έννοια ότι πίστευε με ευλάβεια στον κόσμο αυτόν, όπως τον έμαθε κι όπως τον εξιστορούσε.

Η ποίησή του είναι ευγενική και μεγαλόπρεπη. Ο λόγος του έχει ορμή και πλαστικότητα, είναι αδρός και επιβλητικός, γεμάτος σπάνιες δυνατές λέξεις και σύνθετες, είναι αφειλώλευτος λόγος. Οι λέξεις του προσπαθούσαν να ανεβάσουν το γεγονός σε έμπνευση ή να ντύσουν την έμπνευση στο σχήμα του γεγονότος. Πληθωρικός ο λόγος, εκπλήξεις γεμάτος και υπέρβαση.

Η Κόριννα, ποιήτρια της Θήβας πιθανά σύγχρονή του, τον παρομοιάζει με σπορέα που ρίχνει το σπόρο στη γη όχι με το χέρι σκορπίζοντάς τον, αλλά χύνοντας μαζί όλο το σακκούλι (ΤΗΙ ΧΕΙΡΙ ΔΕΙ ΣΠΕΙΡΕΙΝ, ΑΛΛΑ ΜΗ ΟΛΩ ΤΩΙ ΘΥΛΑΚΩΙ).

Το έργο του ήταν: Ύμνοι, Παιάνες, Διθύραμβοι, Προσόδια, Παρθένια, Υπορχήματα, Εγκώμια, Θρήνοι, Επίνικοι.
Από αυτά σώθηκαν όλοι οι επίνικοι (4 βιβλία) και ελάχιστα άλλα μικρά και φθαρμένα αποσπάσματα.
Πρώτα την ορθόγνωμη Θέμη την ουράνια

απ’ τις πηγές του Ωκεανού με άλογα χρυσά

οδήγησαν οι Μούσες στου Ολύμπου το θρόνο

ολόφωτο το δρόμο ανεβαίνοντας,

η πρώτη του Δία γυναίκα να είναι.

Και γέννησε αυτή τις Ώρες τις τακτές

με τα χρυσόδετα μαλλιά,
που φέρνουν των καρπών το θάμπος.
Στο όνομα του Ολύμπιου Δία, χρυσή

και ένδοξη μάντισσα Πυθώ,

δέξου με, σε ικετεύω με τις Χάριτες μαζί

και την Αφροδίτη,

σε τούτη τη θεία γιορτή (των Δελφών)

ποιητή των Μουσών ξακουσμένο.

Ακούγοντας της Κασταλίας το νερό να κελαρύζει

απ’ τις χάλκινες βρύσες

χωρίς συνοδεία χορού, ήρθα γιορταστής

την άγνοια των πιστών σου να βοηθήσω

με τις δικές μου τις τιμές.

Και όπως παιδί στη σεβάσμια μάνα

την καρδιά μου ακούοντας πρόθυμα

στο άλσος του Απόλλωνα έφτασα

Όπου στεφάνια και συμπόσια ανθίζουν

και όπου το γιο της Λητώς

των Δελφών οι κόρες συχνά

δίπλα στης γης τον Ομφαλό

τον ισκιωμένο, τραγουδούν

με πόδια γοργά το χώμα χτυπώντας.

( λείπουν 31 στίχοι)
Ο παιάνας συνεχίζεται με την α΄ επωδό κ.εξ.
Πηγή: http://idrymapoiisis.blogspot.gr/
ΑΝΙΧΝΕΥΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΣΑΠΦΩ. Από τον ανιχνευτή Επικούρειο Πέπο.

Σαπφώ

Η Σαπφώ, γενική της Σαπφούς, (αιολική διάλεκτος Ψαπφώ, αποκαλούμενη και Σαπφώ η Λεσβία από τον τόπο καταγωγής της) (~ 630 - 570 π.Χ.), ήταν Eλληνίδα λυρική ποιήτρια από τη Λέσβο, ιδιαίτερα γνωστή από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα για τα ποιήματά της. Με το όνομά της έχει συνδεθεί και ο λεσβιακός έρωτας.
Η ζωή της Για τη ζωή της ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά. Είναι πιθανό ότι γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου. Ήταν σύγχρονη του Αλκαίου και του Πιττακού. Πατέρας της αναφέρεται ο Σκαμανδρώνυμος και μητέρα της η Κλεΐς. Είχε επίσης τρεις αδελφούς, τον Λάριχο, τον Χάραξο και τον Ευρύγιο. Ο φιλόσοφος Μάξιμος ο Τύριος (β΄ μισό του 2ου μ.Χ. αι.), την περιγράφει ως μικρόσωμη και μελαχρινή («μικρά και μέλαινα»). Σύμφωνα με το βυζαντινό λεξικό Σούδα, πιθανότατα παντρεύτηκε έναν πλούσιο από την Άνδρο, τον Κερκύλα, με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, που ονομάστηκε Κλεΐδα σύμφωνα με το έθιμο της εποχής. Λόγω πολιτικών αναταραχών στη Λέσβο που οδήγησαν την αριστοκρατία του νησιού σε εξορία από την πρωτεύουσα Μυτιλήνη, η Σαπφώ κατέφυγε προσωρινά στη Σικελία. Αργότερα, μετά την κατάλυση της τυραννίας, επί Πιττακού του Μυτιληναίου, γύρισε στη Μυτιλήνη, συγκέντρωσε γύρω της νεαρές όμορφες φίλες από την αριστοκρατία του νησιού και των μικρασιατικών πόλεων, για να τους διδάξει τις τέχνες της μουσικής και της ποίησης, στην υπηρεσία της Αφροδίτης και των Μουσών. Αυτή η σχέση, που ήταν εμπνευσμένη από θρησκευτικές ιδέες, δεν ήταν κάτι που έκανε πρώτη η Σαπφώ. Μαρτυρείται ότι και άλλες γυναίκες της εποχής διατηρούσαν τέτοιου είδους ωδεία. Όμως η σχέση της Σαπφούς με τις μαθήτριές της θεωρήθηκε αργότερα απρεπής, επειδή είχε και ερωτικές διαστάσεις και γι' αυτό έμεινε στην ιστορία ως «λεσβιακός έρως». Ένας μεταγενέστερος θρύλος λέει ότι η Σαπφώ, λόγω του ανεκπλήρωτου έρωτά της για τον όμορφο νέο Φάωνα, που την απέρριψε και την εγκατέλειψε, έπεσε από τα βράχια της Λευκάδας στη θάλασσα. Δεν είναι όμως γνωστό, αν υπήρξε καν πρόσωπο με αυτό το όνομα ή αν πρόκειται για θρύλο. Πιθανότατα πρόκειται για παρερμηνεία κάποιου ποιήματός της, όπου η Σαπφώ εξυμνεί την ομορφιά του Φάωνα, ακόλουθου της Αφροδίτης
Η γνώμη των αρχαίων για τη Σαπφώ
 
Η Σαπφώ θεωρείται με την ποίησή της, που ήταν γραμμένη στην αιολική διάλεκτο, ως η σημαντικότερη λυρική ποιήτρια της αρχαιότητας. Ο Πλάτων την ονομάζει «σοφή» και «δέκατη Μούσα», ο Ανακρέων «ηδυμελή», ο Λουκιανός «μελιxρόν αύχημα Λεσβίων» οι Ιουλιανός και Αντίπατρος «θηλυκό Όμηρο» και «τιμή Λεσβίων γυναικών», ενώ ο Στράβων «θαυμαστόν τέρας». Ο Οράτιος στη 2η ωδή του μας λέει ότι ακόμα και οι νεκροί στον κάτω κόσμο ακούν τα τραγούδια της με θαυμασμό σε ιερή σιγή.
Μετά τον θάνατό της στην πατρίδα της Λέσβο έκοψαν νόμισμα με τη μορφή της. Στις Συρακούσες και στην Πέργαμο στήθηκαν αγάλματά της, ενώ στις Συρακούσες κατασκευάστηκε και ένα κενοτάφιο σε ανάμνησή της.
Σε μεταγενέστερη όμως εποχή, οι Αττικοί κωμωδιογράφοι τη δυσφήμησαν για ομοφυλοφιλικές τάσεις (εξ ου και ο όρος λεσβία). Αφορμή για τις φήμες υπήρξε πιθανόν το ότι η Σαπφώ εκδήλωνε έντονο συναισθηματισμό προς τις μαθήτριές της. Μολονότι κανένας από τους συγγραφείς δεν αναφέρει κάτι σχετικό μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, οι κρίσεις αυτές για τη Σαπφώ επικράτησαν. Μάλιστα αναφέρεται ότι η Σαπφώ είχε ερωτευθεί την Ατθίδα, την Τελέσιππα και τη Μεγάρα. Σύγχρονοί μας μελετητές εκφράζουν αμφιβολίες για το αν η Σαπφώ ήταν όντως λεσβία.
Απήχηση στα μεταγενέστερα χρόνια Καθώς τον έβδομο αιώνα μ.Χ. τα ποιήματα της Σαπφούς εξακολουθούσαν ακόμη να διαβάζονται στην Αίγυπτο και αργότερα στην εποχή των Κομνηνών η Πατριαρχική Σχολή περιελάμβανε στην ύλη της ποιητές όπως η Σαπφώ και ο Πίνδαρος, μάλλον δεν υπήρξε κάποια επίσημη επιβολή λογοκρισίας από την Χριστιανική Εκκλησία. Είναι όμως πιθανό, πολλά από τα έργα της να χάθηκαν λόγω της μη αντιγραφής τους, εξαιτίας της χαμηλής ζήτησης που ίσως είχαν μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού και στα πλαίσια μιας πιο αυστηρής άποψης για την ηθική. Ο επίσης Μυτιληνιός σύγχρονος ποιητής Οδυσσέας Ελύτης την περιέγραψε σαν μια «μακρινή εξαδέλφη» του με την οποία μεγάλωσαν παίζοντας «στους ίδιους κήπους, γύρω από τις ίδιες ροδιές, πάνω απ' τις ίδιες στέρνες» και της αφιέρωσε ένα από τα μικρά του έψιλον. Το 1986 κυκλοφόρησε στην Ελλάδα ο δίσκος «Σαπφώ» σε μουσική του Σπύρου Βλασσόπουλου και παραγωγή του Διονύση Σαββόπουλου, με μελοποιήσεις 12 ποιημάτων της Σαπφούς σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση, και ερμηνεία της Αλέκας Κανελλίδου.[1]
Ο αστεροειδής 80 Σαπφώ (80 Sappho), που ανακαλύφθηκε το 1864, πήρε το όνομά του από τη λυρική αυτή ποιήτρια.Έργα
Η Σαπφώ έγραψε ερωτικά ποιήματα, ύμνους στους θεούς και επιθαλάμια (τραγούδια του γάμου). Η ποίησή της δονείται από αυθορμητισμό και έντονα αισθήματα. Αρκετοί από τους στίχους της μαρτυρούν έντονο ερωτισμό και λυρισμό. Από τα ποιήματά της, που συνέλεξαν οι Αλεξανδρινοί και δημοσίευσαν σε βιβλία, τα πιο διάσημα ήταν οι Ύμνοι και τα Επιθαλάμια. Ίσως κανένας άλλος λογοτέχνης δεν μπορεί να συγκριθεί με τη Σαπφώ στην ομορφιά της σκέψης, στον μελωδικό της στίχο και στην ένταση των αισθημάτων της. Εκτός από μικρά αποσπάσματα, έχουν διασωθεί ολόκληρα μόνο ένας Ύμνος στην Αφροδίτη («Ποικιλόθρον' αθάνατ' Αφρόδιτα»), η Ωδή «Ότωι τις έραται» και ένα αναφερόμενο στο μύθο της Ηούς (Αυγής) και του Τιθωνού, που ανακαλύφθηκε από αποκατάσταση παπύρου της Οξυρρύγχου και εκδόθηκε το 2005. Αυτά υπάρχουν μεταφρασμένα στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Τρία επιγράμματα με το όνομα της Σαπφούς, από τον Στέφανο του Μελέαγρου, υπάρχουν στην Παλατινή Ανθολογία, εντονότατα αμφισβητούμενα (VI 269, VII 489, VII 505).[1]
Πηγή: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σαπφώ- Ποιήματα με μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη
1. Κέλομαι σε Γογγύλα
Σε φωνάζω Γογγύλα
Φανερώσου πάλι κοντά μου
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά 'ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.

2. Ατθίδα
Σαν άνεμος μου τίναξε ο έρωτας τη σκέψη
σαν άνεμος που σε βουνό βελανιδιές λυγάει.
'Ηρθες, καλά που έκανες, που τόσο σε ζητούσα
δρόσισες την ψυχούλα μου, που έκαιγε ο πόθος.
Από το γάλα πιο λευκή
απ' το νερό πιο δροσερή
κι από το πέπλο το λεπτό, πιο απαλή.
Από το ρόδο πιο αγνή
απ' το χρυσάφι πιο ακριβή
κι από τη λύρα πιο γλυκιά, πιο μουσική...

3. Θεός μου φαίνεται..
Θεός μου φαίνεται στ΄ αλήθεια εμένα κείνος
ο άντρας που κάθεται αντίκρυ σου κι από
κοντά τη γλύκα της φωνής σου απολαμβάνει
και το γέλιο σου αχ που ξελογιάζει
και που λιώνει στο στήθος την καρδιά μου
σου τ΄ ορκίζομαι" γιατί μόλις που πάω να
σε κοιτάξω νιώθω ξάφνου μου κόβεται η μιλιά μου
μες στο στόμα η γλώσσα μου
στεγνώνει" πυρετός κρυφός με σιγοκαίει κι
ούτε βλέπω τίποτα ούτε ακούω μα
βουίζουν τ΄ αυτιά μου κι ένας κρύος ιδρώτας
το κορμί μου περιχάει" τρέμω σύγκορμη αχ
και πρασινίζω σάν το χόρτο και λέω πώς λίγο ακόμη"
λίγο ακόμη και πάει θα ξεψυχήσω.

4. Το τραγούδι της Αριγνώτας
Συχνά από τις Σάρδες σε μας δώ πέρα
η σκέψη της γυρίζει,
πως ζούσαμε μαζί,
τι εφάνταζες εμπρός της σα μια θεά,
κι η ποιο τρανή χαρά της
το δικό σου τραγούδι ήτανε πάντα.

Τώρα μέσα στις Λυδές γυναίκες ξεχωρίζει
καθώς σαν πέσει ο ήλιος
κι η σελήνη ροδοδάχτυλη λάμπει
τ' άστρα τ' άλλα σκοτεινιάζοντας
κι ίδια γύρω αφήνει το φώς της να απλωθεί
πα σ' αλμυρά πελάγη και σε πολύανθες χώρες.

Κι έχει πάρει γλυκιά δροσιά να χύνεται
τα ρόδα μοσχοβολούν και τ' απαλό χορτάρι
και το τριφύλλι ολούθε τ' ανθισμένο.

Κι εκείνη πέρα δώθε τριγυρίζει
την Ατθίδα θυμάμενη
η καρδιά της η τρυφερή από πόθο πλημμυρίζει
κι απ' τον καημό βαραίνει μες τα στήθη.

Κι εμας τις δυό φωνάζει
να βρεθούμε κοντά της.
'Ομως, [...]

5. Αποχαιρετισμός στην μαθήτρια..
"Να 'σαι ευτυχισμένη, πήγαινε, άλλωστε τίποτα δε διαρκεί.
Να θυμάσαι όμως πάντα πόσο σ' αγάπησα,
κρατιόμασταν χέρι χέρι μέσα στη νύχτα που ευωδίαζε,
πηγαίναμε στην πηγή ή τριγυρίζαμε στους λόγγους
κι έφτιαχνα για το λαιμό σου γιρλάντες μεθυστικές". 

6. Απόσπασμα
''κι ανάμεσα σε μαλακά σκεπάσματα χνουδάτα
με προσοχή την πλάγιασε
α να `ταν πάντα το κεφάλι ν' ακουμπάς
σε τέτοιας φιλενάδας τρυφερής τα στήθη
να κράταγε για μένα δυο φορές η νύχτα ετούτη
να `ταν χρυσή Αφροδίτη μου
τέτοια μια μοίρα να μου λάχει εμένα!»
7. Για την Ατθίδα
«πάλι πάλι ο έρωτας` ο έρωτας με παιδεύει
και πώς να τον παλέψω Ατθίδα μου` που
αυτός με τα φαρμάκια και τις γλύκες του
μου κόβει τα ήπατα το τέρας!
κι εσύ πάει με βαρέθηκες`
κάνεις φτερά το ξέρω για την Ανδρομέδα
ποια `ναι λοιπόν αυτή που σε ξετρέλανε
η χωριάτα που μήτε
καν πώς να κρατήσει το φουστάνι της πάνω
από τον αστράγαλο δεν ξέρει;»

8. Για την Μίκα
«μα να σ' αφήκω εγώ δε γίνεται Μίκα γλυκιά μου`
κι ας έλαχε να σ' αγαπήσουν κόρες από το σόι των Πενθελιδών εμάς όλο παραξενιές
κάποιο μαγευτικό τραγούδι στ' άκουσμα ψάλλει
κι αηδόνια με κελαηδητό τρελό
δρόσο σταλάζοντας...»

9. Αποσπάσματα..
''....
μια παιδούλα τρυφερή λεπτή που μάζευε
αγκαλιές λουλούδια που η φωνή της κι
απ' της λύρας είναι ακόμη πιο γλυκιά
πιο λευκή κι απ' το γάλα πιο γλυκόπιοτη α-
πό το νερό πιο μελωδική απ' τη λύρα πιο
γαύρη απ' της φοράδας πιο βελούδινη απ'
το ρόδο πιο τρυφερή απ' το ρούχο το απαλό
πιο πολύτιμη από το χρυσάφι.''
''...
μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής αηδόνι
της Αφροδίτης η θεραπαινίδα η χρυσοφώτεινη
ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος
και στου βουνού το χώρο συναγμένες
καθώς σ' άλλους καιρούς της Κρήτης οι κοπέλες
έσερναν το χορό τριγύρω στον ωραίο βωμό
και με ρυθμό τα λυγερά τα πόδια τους
χτυπώντας πατούσανε στα τρυφερά των χόρτων
ανθουλάκια.''

''...
αρχινώ το τραγούδι μου μ' αιθέρια λόγια
μα γι'αυτό κι απαλά στ' άκουσμα
την Ομορφιά διακόνησα-τι ποιο μεγάλο θα μπορούσα
που μ' αξίωσαν (οι Μούσες) τη δική τους
δύναμη δίνοντας να λέω: αλήθεια
σε μελλούμενους καιρούς κάποιος
θα βρίσκεται να με θυμάτ' εμένα.''
11.  Γρήγορα η ώρα πέρασε..
γρήγορα η ώρα πέρασε,μεσάνυχτα κοντεύουν,
πάει το φεγγάρι πάει κι η Πούλια βα-
σιλέψανε-και μόνο εγώ κείτομαι δω μονάχη
κι έρημη ο Έρωτας που βάσανα μοιράζει
ο Έρωτας που παραμύθια πλάθει
μου άρπαξε την ψυχή μου και την τρά-
νταξε ίδια καθώς αγέρας από τα βουνά χυ-
μάει μέσα στους δρυς φυσομανώντας.
Πηγή:  http://niovilontou.pblogs.gr
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος. 

21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

Ανάλυση Ποιημάτων (τι είναι;)

Ανάλυση ποιημάτων είναι
η διαδικασία διερεύνησης της φόρμας, του περιεχομένου και της ιστορίας ενός ποιήματος υπό ένα ενημερωτικό πρίσμα που σκοπό έχει την δημιουργία ενδιαφέροντος προς τον αναγνώστη στην κατανόηση και την εκτίμηση του έργου.
Οι λέξεις "ποίημα" και "ποίηση" προέρχονται από την αρχαίοελληνική λέξη "ποιώ" που σημαίνει "δημιουργώ". Υπό αυτήν την ετυμολογία το ποίημα αποκτά πραγματική υπόσταση και καθίσταται ως δημιούργημα. Υπό τη θεώρηση του William Carlos Williams, του ποιήματος ως μιας "μηχανής φτιαγμένης από λόγια" το ποιητικό κατασκεύασμα παράγει κάποιας ποιότητας και ποσότητας εντυπώσεις, αποτελέσματα και έργο στον αναγνώστη. Το έργο που παράγει μια "μηχανή φτιαγμένη από λόγια", το ποίημα, είναι η εντύπωση που δημιουργεί στα αισθητήρια του αναγνώστη. Όταν εκείνος πλέον αναλύει το ποίημα λειτουργεί ομοίως με μηχανικό που αποσυνθέτει κι ανασυνθέτει μια μηχανή για να κατανοήσει τη λειτουργία της.
χαμόγελο
Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε,
ίσως γιατί έ π ρ ε π ε να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συφορές έ ρ χ ο ν τ α ι.
Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι·
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δεν βρέχει πια. Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.
Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ' Απρίλη
Ξεφεύγουνε απ' το σύννεφον αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της· τη βρέχει
μια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες
που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.  

Νοσταλγία
Μεσ' από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μάς χαιρετάνε.
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα ιδείς δυο μάτια γαλανά
-- πόσος καιρός! -- τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σα ν' ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ' ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν -- ήλιοι χλωμοί --
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...
Αγάπη
Κι ήμουν στο σκοτάδι. Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ' έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν έιμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ' είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Νύχτα
Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε
αποσταμένοι οι έρωτες
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι
σκυμμένο προς τα δάκρυα του
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει
χλωμό και μυστηριώδικο
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους
κι αυτοί λέν πως έτριξε·
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες
τη νύχτα την αστρόφεγγη
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε
οι λησμονιές γλυκύτατες·
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι
το πάρκον ανατρίχιασε
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε
να πάει στη χλόη να γείρει
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/ 
ΑΝΙΧΝΕΥΤΉΣ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΠΕΠΟΣ
 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΑΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

Πέντε Χαϊκού με αρχή το ΔΕΝ... 

Κύριε Γκόγκα σας ευχαριστώ, φίλες και φίλοι ανακαλύψτε τη μαγεία των Χαϊκού μέσα από τα ποιήματα του ποιητή Δημητρίου Γκόγκα. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.

Δημήτριος Γκόγκας

Δεν ανασαίνω,
εκεί που
το χώμα γίνεται λάσπη.


Δεν βαδίζω
την ασέληνη νύχτα.
Ντύνομαι λάβα.

Δεν σπάει το ρόδι
στην αυλή.
Παγώνει το δάκρυ.
Δεν θα πεθάνω την αυγή.
Έμαθα πως είσαι
φάλτσο αηδόνι.
Δεν το ξεχνώ αγάπη μου.
Κολυμπώ στον Αχέροντα
και γίνομαι στάλα.

Αγάπη μου….

Αγάπη μου….
Προσπαθώντας να γράψω ένα ποίημα για σένα
Αγόρασα ένα καινούργιο άροτρο, μια πευκοβελόνα
κι ένα σβηστήρι άσπρο να λιώνει στη κάψα του κάμπου, 
να λιώνει στο σώμα σου.
Για την αγάπη μου,
κέντησα τη καρδιά σου πάνω στο στήθος μου
Να χτυπά στο ρυθμό της
Μάζεψα τα μαλλιά σου ένα κότσο να φιλώ το λαιμό σου
Και κείνο τον κρεμαστό λοβό του μικρού σου αυτιού
Πήρα το χρώμα των ματιών σου και άνοιξα τη κάμαρα της Άνοιξης
nα μπούνε πετροχελίδονα στη φωλιά της ψυχής μου.
Τι είναι τούτη η λάβα που ρέει στο καταχείμωνο του κόσμου
Τι είναι τούτο το θειάφι που κυκλώνει τη καψερή λιμνούλα
Μέσα στο δάσος
Κάτω απ΄ τα πεύκα
Είσαι αγάπη μου εσύ.

Τρία τραύματα

1.
Κάποτε θυμάμαι
υποφέραμε από ανομβρία
γιατρικό δεν υπήρχε
στάλα στάλα μαζεύαμε
το δάκρυ μας σε μεγάλα ντεπόζιτα
Τώρα που βρέχει
δουλειά δεν έχουμε
τρυπάμε τα ντεπόζιτα.

2.
Κάποτε θυμάμαι
οι γονείς μας δικάστηκαν
ερήμην
γίνανε αριθμοί.
Το παιδί
έβαλε στόχο
να γίνει μαθηματικός.
Δεν το πέτυχε.
Μπλέχτηκε στις πράξεις.

3.
Κάποτε θυμάμαι
κέρδισε η ελπίδα
στις κάλπες.
Η ελπίδα εκείνη
δεν ήταν παρά
μέλανας ζωμός
συνοδεία λωτού.
Η Κίρκη έβγαινε στο τέλος.
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/
Aνιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος

21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ KΥΠΡΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

τριανταφυλλένη μου https://www.youtube.com/watch?v=oAV8nqlCDso

Τζι’ αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να μηνύσω
να `ρτεις τριανταφυλλένη μου
να σε αποσιαιρετίσω


Μεν φοηθείς την μάνα σου
μήτε κανεναν αλλον,
μόνο τριανταφυλλένη μου
πρόφτασε δίχως άλλο.


Τζιαι ανταν να μπεις της πόρτας μου,
μεν κρύψεις τον καμό σου
Μα ρώτα τζιαι την μάνα μου
τζιαι πε της "πού εν ο γιος σου;"


Τζιαι ανταν σε δει η μάνα μου
που λόγια εννα σε πάρει
Μα εν είσαι αγάπη πειστιτζή
στο νου σου μεν τα βάλεις


Έμπα ζερβά στην κάμαρη
τζιαι έλα δεξιά στο στρώμα
Σιύψε τριανταφυλλενη μου
τζιαι φίλα με στο στόμα


Με τα γρουσά σιερούθκια σου
βάστα την τζεφαλη μου
Βάστα με στην αγκάλη σου
ώσπου να φκει η ψυσιή μου.


Τζιαι ανταν τζιαι δεις τζιαι ποσπαστουν
τζιαι πάσιν να με θάψουν,
τες πέτρες τες ασυντυσιες
κάμε τες να με κλάψουν.


Τζιαι ανταν να με περάσουσιν
από τη γειτονιά σου,
εύκα κρυφά της μάνας σου
τζιαι τράβα τα μαλλιά σου.


Τζιαι αν αρρωστήσω μάνα μου
θέλω να σου μηνύσω

Γιασεμί μου https://www.youtube.com/watch?v=p-gfEc-NiTQ

Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
ήρθα να το κλαδέψω
ωχ γιαβρί μου
και νόμισε η μάνα σου
γιασεμί μου
πως ήρθα να σε κλέψω
ωχ γιαβρί μου


Το γιασεμί στην πόρτα σου
γιασεμί μου
μοσκοβολά τις στράτες
ωχ γιαβρί μου
κι η μυρωδιά του η πολλή
γιασεμί μου
σκλαβώνει τους διαβάτες
ωχ γιαβρί μου

η βράκα https://www.youtube.com/watch?v=KHa8pnIJJQI
Ε, σαρανταδκυό πήχες παννίν,
σαρανταδκυό πήχες παννίν,
έκαμαν μου έκαμαν μου
μια βράκαν.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.


Ε, τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι ήρτεν ο κάβαλλος μακρύς,
τζι εσάριζεν τζι εσάριζεν
την στράταν.
 

Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;

Ε, τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι ήμουν δεκατριών χρονών,
τζι εφόρουν την τζι εφόρουν την
βρακού μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Ε, τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
τζι εγύριζα μες στο χωρκόν,
κρυφά τους χω κρυφά τους
χωρκανούς μου.
Τη γ’ έρμην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;

Ε, παρά να πάρεις άδρωπον,
παρά να πάρεις άδρωπον,
τζιαι ναν’ τζιαι με τζιαι ναν’ τζιαι με
την βράκαν.
 

Την γέραμην την βράκαν
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

 

Ε, καλλίτερα πανταλονάν
καλλίτερα πανταλονάν
τζι ας εν με την τζι ας εν με την
κομμάταν
 

Τη γ’ έρημην την βράκα
που κάμνει τρίκκι τράκκα.

Τη βράκα μου στη λίμνην
τζιαι πκοιός να μου την πλύνει,
τζιαι πκοιός να την απλώσει,
στον ήλιον να στεγνώσει,
τζιαι πκοιά εν τζιείνη άξια,
πονά τη σιερώσει,
την βράκαν μου την τόσην
τζιαι πκοιά ‘ννα τη διπλώσει;
 

Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr/ 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος
 

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ. Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

Φοβάμαι

Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».

Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.

Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».

Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.

Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.

Αναγνωστάκης Μανώλης (βιογραφία)

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το 1951.
Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Δημοσίευσε κείμενά του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματά του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959-1961 εξέδιδε το περιοδικό Κριτική, ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).
Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματά του, ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.
Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και οι περισσότεροι από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς “Δεν είναι τυχαίο ότι μοιράζονται ως ποιητές, πέρα από τις όποιες διαφορές στη γλώσσα, έναν αγωνιώδη μόχθο για το νόημα της ίδιας τους της ύπαρξης, για να καταλήξουν στη διαπίστωση που θα τους απορυθμίσει: η «ποιητική λειτουργία» είναι τόσο περιθωριακή όσο και αναποτελεσματική.”.
“Η έντονα υπαρξιακή διάσταση της ποίησης του Αναγνωστάκη – ιδίως της ποιητικής παραγωγής του πριν από το Στόχο, που όντως είναι η πλέον πολιτική του ποιητική κατάθεση – γίνεται αισθητή ως επισήμανση σε ορισμένες προσεγγίσεις όπως των Γιάννη Δάλλα, Στέφανου Μπεκατώρου, Άννας Τζούμα, Αλέξανδρου Αργυρίου, Βιτσέντζο Ορσίνα, ενώ στο μελέτημα του Νάσου Βαγενά
«Ξαναδιαβάζοντας τον Αναγνωστάκη» το ζήτημα τίθεται ρητά, με πειστικότητα και διαύγεια: «Δεν γνωρίζω άλλον Έλληνα ποιητή», τονίζει ο Βαγενάς, «με τόσο στρατευμένο πολιτικό βίο, που να διοχετεύει τόσο λίγα από τα στοιχεία της ιδεολογικής του ταυτότητας στο ποιητικό του έργο ( το φαινόμενο θα πρέπει να οφείλεται κατά κύριο λόγο, στην υψηλή αισθητική συνείδηση του Αναγνωστάκη)».”
Η μη ύπαρξη – ο θάνατος – απασχολεί τον ποιητή από την πρώτη στιγμή της παρουσίας του στο λογοτεχνικό χώρο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; “Ο θάνατος μπαινοβγαίνει διαρκώς σ’ ολόκληρη την ύπαρξή του, μέσα από τις τρύπες που άνοιγαν οι σφαίρες των αποσπασμάτων στα διάτρητα σώματα των συντρόφων του”. Πόλεμος. Κατοχή. Εμφύλιος. Απώλειες φίλων. Η καταδίκη του ίδιου εις θάνατον. Είναι μερικά από τα γεγονότα που συνθέτουν το τοπίο μέσα στο οποίο ξεκινά και εξελίσσεται η πνευματική του δραστηριότητα. […] Σε φόντο σελίδων Με πένθιμο χρώμα […] …Νόμισα πως θα πνιγόμουνα! […] Τον πρώτο Μάρτη, στον πόλεμο, γνώρισα έναν Εγγλέζο θερμαστή Που μου διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του Σαμ Ντέυλαν “Είναι αργά” μου είπε κάποτε “θα ‘πρεπε πια να πηγαίνουμε Μα δεν είναι ανάγκη επιτέλους να κλαίτε τόσο πολύ για έναν άνθρωπο που σκοτώθηκε […]
“Ήταν ένας τρόπος για να εκφραστώ” λέει ο ίδιος για την ενασχόληση του με την ποιητική. […] ( Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε, Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
“Αυτός είναι ο Χάρης” λέει ο ποιητής δείχνοντας μια φωτογραφία με ένα τσούρμο νεαρών ανδρών. Το ποίημα Χάρης 1944 δε μας εισάγει στο κλίμα του θανάτου αλλά αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές “συγκέντρωσης” αυτού του κυριαρχικού “συστατικού”. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τα ποιήματα Εδώ…, Όταν τα βράδια…, καθώς και το σημείωμα της σελ. 12 από το Περιθώριο ’68-’69. Η αγάπη είναι ο φόβος… και το σημείωμα της σελ. 34 από το Περιθώριο ’68-’69 παρατίθενται ως συμπληρωματικά μαζί με τα υπόλοιπα ποιήματα.
Εκτός από τις ποικίλες προσεγγίσεις ολόκληρου του κύκλου που κλείνει με τις Εποχές 324, το σημείωμα της σελ. 34 μας φανερώνει τη στάση ζωής του Μανόλη Αναγνωστάκη αλλά και το βλέμμα προς τους “άλλους” αυτούς που δεν ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, ακόμη και προς τους Επιγόνους, αυτούς που “Λιθοβολούν τους ξένους,” και “θύουν σ’ ομοιώματα”. Ο “σπαραγμός του πνεύματος του ποιητή” στο ποίημα Σκυφτοί περάσανε…καθρεφτίζει την πιο βαθιά υπαρξιακή αγωνία. […] ( Πώς θα ζήσουμε με μια κατάμαυρη σκιά στη θύ- μηση επάνω; Πώς θα κοιμίσουμε τα είκοσι χρόνια μας στη θα- λασσα της λησμονιάς; ) Μη ύπαρξη – θάνατος – για τον ποιητή, τον κάθε ποιητή, είναι και η σιωπή. Το θέμα της σιωπής του Αναγνωστάκη πραγματεύονται συχνά οι αναφερόμενοι στο έργο του.
“ Ο Αναγνωστάκης”, γράφει ο Γιώργος Καφταντζής το 1955, “τοποθέτησε στη βιτρίνα της νέας μας ποίησης ένα καινούριο μπουκαλάκι με άγνωστο δηλητήριο. Μα αν έλειπε δε θα ‘ξερε κανείς πως η ζωή μας αυτούς τους καιρούς είχε την κατρακύλα της. Είναι για την ελληνική τέχνη ότι ο πόνος για το κορμί το ανθρώπινο. Προειδοποιεί τον κίνδυνο.”. Όπως στο ποίημα Αφιέρωση ή το σημείωμα της σελ. 13 από το Περιθώριο ’68-’69. Και απαντά σ’ αυτόν τον κίνδυνο πάλι με ποίηση η οποία, όπως επισημαίνει η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου σταχυολογώντας τον ποιητή, είναι “απόδειξη, όχι επίδειξη”.

 http://el.wikipedia.org/
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος

ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 ΜΑΡΤΙΟΥ ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ. Ανιχνευτής ο Επικούρειος Πέπος.

N
έα περί του θανάτου του Iσπανού ποιητού
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Aυγούστου του 1936μέσα στο χαντάκι του Kαμίνο Nτε Λα Φουέντε  Νίκος 
Εγγονόπουλος.                    
 ...una accion vil y disgraciado.
η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει
πως
από καιρό τώρα
― και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα ―
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς.

Νίκος Εγγονόπουλος (βιογραφία)

Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου (21 Οκτωβρίου 1907 - 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του '30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, κριτικές μελέτες και δοκίμια.

Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Το 1927 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και μετά την απόλυσή του εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων.
Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη. Έκανε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Σε όλο το διάστημα των σπουδών ζωγραφικής ο Εγγονόπουλος παρέμεινε στη θέση του στο Υπουργείο και το 1934 τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία, όπου μετά από έξι χρόνια μονιμοποιήθηκε με το βαθμό του Σχεδιαστή Α΄ Τάξεως.
Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως και αποτελούσαν έργα που απεικόνιζαν παλαιά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα, αρχικά με τη δημοσίευση μεταφράσεων σε ποιήματα του Τριστάν Τζαρά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1938, με την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγό.

Το Σεπτέμβριο του 1939 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής, ενώ το Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Την ίδια περίοδο εργάστηκε για την παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή στο Θέατρο Κοτοπούλη, σχεδιάζοντας τα κοστούμια των ηθοποιών και συμμετείχε σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη.
Το 1945 αποσπάστηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956. Το 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου Αρμός με σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής πρότασης στον ελληνικό χώρο, μαζί με άλλα μέλη στα οποία περιλαμβάνονταν οι ζωγράφοι Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μόραλης και Τσαρούχης. Παράλληλα εργάστηκε στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως και σε συνεργασία με την αρχιτεκτονική ομάδα του Δημήτρη Πικιώνη σχεδιάζε νέα κτίρια.
Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με συνολικά 72 έργα του. Την ίδια περίοδο εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου και παραιτήθηκε οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Το 1958 του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την ποιητική συλλογή Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω, ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από το βασιλιά Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο του Χρυσού Σταυρού του Γεωργίου Α΄. Το κρατικό βραβείο ποίησης θα του απονεμηθεί αργότερα για δεύτερη φορά το 1979, καθώς και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, της Societe Europeennee de Culture κ.ά. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Αναγνωστοπούλου).
Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές.
Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ποιήματα του Εγγονόπουλου έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, δανικά, πολωνικά, ουγγρικά και τη βενετική διάλεκτο. Επιπλέον έχουν μελοποιηθεί από το Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος έγραψε τη μουσική υπόκρουση στο ποίημα Μπολιβάρ για το δίσκο της εταιρίας Διόνυσος, σε απαγγελία του ίδιου του Εγγονόπουλου.
Το έτος 2007 ανακηρύχθηκε από τον καλλιτεχνικό κόσμο της χώρας ως "Έτος Ν. Εγγονόπουλου".
Πηγή: http://dimitriosgogas.blogspot.gr 
Ανιχνευτής Επικούρειος Πέπος