Φίλες και φίλοι αγαπητοί
φιλέλληνες, ολίγον φιλέλληνες, και αυτοαποκαλούμενοι Έλληνες θα ήθελα να
σας παρακαλέσω ν' αφιερώσετε λίγο από τον χρόνο σας για να
παρακολουθήσετε το βιντεάκι που σας στέλνω. Σε όσους από σας δεν αρέσει
θα υπάρξει αποζημίωση. Ειδικότερα παρακαλούνται τα μέλη της Ο.ΚΡ.Α και
της ΟΜΑ.Σ να το μελετήσουν γιατί στις 18/02 στη συνάντηση που έχουμε
προγραμματίσει θα μιλήσουμε επ' αυτού. Σας ευχαριστώ. Με σεβασμό και
Επικούρεια διάθεση ο Επικούρειος Πέπος.
https://www.youtube.com/watch?v=MB_u0j1FdZA
EΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Δημήτρης Λιαντίνης υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής του τομέα Παιδαγωγικής, του τμήματος Φ.Π.Ψ. της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδασκε φιλοσοφία της αγωγής και διδακτική αρχαίων και νέων ελληνικών.
Εξαφανίστηκε αυτοθέλητα την 1η Ιουνίου του 1998, σε ηλικία 56 ετών.
Στις 4 Ιουλίου του 2005 αποκαλύφθηκε ο σκελετός του από τον πιο έμπιστο φίλο του, σε μια μικρή σπηλιά του Ταϋγέτου.
Όλα είχαν σχεδιαστεί από τον ίδιο.
Είναι τρελός!
Κάπως έτσι αντέδρασαν πολλοί νεοέλληνες στο άκουσμα της είδησης.
Είχαν δίκιο. Τούτος, δεν ήταν σαν τους άλλους, σαν εμάς. Ξένο σώμα έδειχνε στη τάξη των ανθρώπων.
Τα λόγια του ήταν αλλόκοτα, ακαταλαβίστικα• ήχοι περίεργοι στη μονότονη μουσική της ζωής μας.
Το έργο είχε ξαναπαίξει. Τί κι αν το θυμούνται λίγοι.
Πήρα στυλό και τετράδιο και άρχισα να ρωτάω, να μαθαίνω και να γράφω.
Κάποιων ανθρώπων η ζωή, δεν ακολουθεί το φρόνιμο μονοπάτι των άλλων. Επιλέγει κρυφά περάσματα και απόκρημνες πλαγιές για να βαδίσει. Κάποτε σηκώνεται από το χώμα, πετά και χάνεται στον ορίζοντα. Τη ζωή αυτών, κανείς δεν δύναται να ακολουθήσει, πόσο μάλλον να καταγράψει. Αυτό που μας μένει είναι να νιώσουμε. Να νιώσουμε την αύρα που αφήνει πίσω του καθώς χάνεται…
Πώς μπορείς να μιλήσεις για έναν άνθρωπο που βαδίζει στο θάνατο συνειδητά και χαμογελώντας; Ποια στοιχεία μπορείς να εισφέρεις που να δικαιολογούν αυτή την εικόνα; Ο δημοσιογραφικός λόγος στέκεται ανίκανος να δώσει επαρκή απάντηση.
Η πράξη του Λιαντίνη, η έξοδός του από τη ζωή, θα περιμένει υπομονετικά τον φιλόσοφο και ποιητή για να την βάλει στο χειρουργικό τραπέζι. Να την αναλύσει και να την ερμηνέψει. Μα πάνω απ’ όλα θα περιμένει το χρόνο. Αυτός είναι ο πιο δίκαιος κριτής.
Η παρούσα έρευνα θα επιχειρήσει να πλησιάσει τον άνθρωπο. Έτσι όπως φανερώνεται μέσα από μαρτυρίες ατόμων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, όπως φοιτητές, συνάδελφοι, συμμαθητές του από τα μαθητικά χρόνια, ακόμα και ο δάσκαλός του στο δημοτικό που μιλάει για ένα «παιδί φαινόμενο».
Μιλούν για πρώτη φορά οι τρείς φίλοι του Λιαντίνη, οι άνθρωποι που ο ίδιος επέλεξε να αναφέρει στην τελευταία του επιστολή. Ο αντιπρύτανης, ο γιατρός και ο μεταλλειολόγος. «Όλα αυτά τα χρόνια σιωπήσαμε από σεβασμό στη μνήμη του. Ήρθε η ώρα να πούμε την αλήθεια», λένε.
Έρχεται στο φως η προσωπική του αλληλογραφία με τον δίδυμο αδελφό του και τον καλύτερο φίλο του στα ταραγμένα χρόνια της νιότης του. Επιστολές που αποκαλύπτουν τον άνθρωπο και φανερώνουν μια σπάνια στάση ζωής που φτάνει στα όρια της υπέρβασης.
Θα μας αποκαλύψει ο ίδιος τον μεγάλο έρωτά του, πώς τον βίωσε και γιατί έμεινε ανεκπλήρωτος.
Θα ακούσουμε την κραυγή αγωνίας του προς τον αδελφικό φίλο του: «Δος μου το χέρι σου φίλε. Τώρα που καίγομαι».
Θα παρακολουθήσουμε τα τελευταία του βήματα μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων και δικές του επιλογές. Θα μάθουμε ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία. Τι χειρόγραφα εμπιστεύθηκε και σε ποιόν λίγο πριν φύγει.
Θα γνωρίσουμε τον άνθρωπο που λάμβανε επί 25 χρόνια κάθε μήνα ένα γράμμα του και θα μάθουμε το γιατί.
Θα σταθούμε στη μάνα του, την περήφανη αυτή γυναίκα που και εκείνη έκανε τη δική της υπέρβαση. Τι της είπε ο γιος της γι’ αυτό που σχεδίαζε να κάνει και πώς εκείνη αντέδρασε; Λίγο πριν το τέλος, θα μάθουμε το «σχέδιο» του Λιαντίνη από τον άνθρωπο-κλειδί που κλήθηκε να το φέρει εις πέρας. Θα ακούσουμε τον ίδιο να μιλά για πρώτη φορά. Θα παρακολουθήσουμε το χρονικό του θανάτου του. Ενός θανάτου που, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ήταν σχεδιασμένος στη παραμικρή λεπτομέρεια. Ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος.
Τέλος, θα δώσουμε το λόγο στον ιατροδικαστή. Εκεί τον αναγνώστη, περιμένει ένα μεγάλο αίνιγμα, «πρωτόγνωρο», σύμφωνα με τον ίδιο.
Ανάμεσα σ’ όλα αυτά, θα παρεμβάλονται μικρά αποσπάσματα από το συγγραφικό του έργο ως ένα πρώτο άγγιγμα στη σκέψη του, κυρίως όμως για να μας θυμίσουν μια λέξη ξεχασμένη στις μέρες μας: συνέπεια.
Για τον Δημήτρη Λιαντίνη η πιο σημαντική μέρα της ζωής του ήταν η μέρα που επέλεξε να φύγει για πάντα. Είκοσι πέντε χρόνια, ίσως και παραπάνω, ο Δημήτρης Λιαντίνης ζει και αναπνέει για να μπορέσει εκείνη τη μέρα να κάνει το μεγάλο άλμα. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια προετοιμάζει τον εαυτό του για να δει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα εκείνης της μέρας. Να ακούσει για τελευταία φορά τον ήχο από τις πέτρες που πατάει και αφήνει πίσω του στο μονοπάτι που δεν έχει γυρισμό. Και εκεί ψηλά στη κορυφή του βουνού να αγναντέψει για τελευταία φορά από μακριά τη Λιαντίνα, το αγαπημένο του χωριό, τη γη της Λακωνίας που τον γέννησε.
Ο Λιαντίνης ζητάει από όλους να τον κατανοήσουν. Όχι να συμφωνήσουν μαζί του, απλά να μπορέσουν να τον κατανοήσουν μέσα από το άρωμα που άφησε πίσω του στους δεκάδες, εκατοντάδες ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή με κείνον και το έργο του. Και σαν τον κατανοήσουν ακούγοντας τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και κυρίως μελετώντας το έργο του, τότε μπορούν χωρίς την ενοχή της άγνοιας να τον δεχθούν ή να τον απορρίψουν.
Κάποτε ήλθε ένα 28χρονο παλικάρι να με βρει. Όνομα δεν μου άφησε, μονάχα μου είπε τούτο: «Ήμουν φοιτητής του Λιαντίνη. Μια μέρα με είδε δακρυσμένο και με ρώτησε τι έχω. Του είπα πως θέλω να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Με πήρε αγκαλιά και βγήκαμε απ’ το αμφιθέατρο. Βαδίσαμε κάμποση ώρα στο δάσος της Καισαριανής. Μου μιλούσε συνεχώς. Τον άκουγα. Στο τέλος με φίλησε στο μάγουλο, χαμογέλασε και έφυγε. Του χρωστώ τη ζωή μου. Τον ευχαριστώ».
Φεύγοντας μου ζήτησε να του υποσχεθώ πως θα το γράψω κάποτε αυτό, «να μάθουν ποιος ήταν ο Λιαντίνης».
Ποιος ήταν λοιπόν ο Λιαντίνης;
Μερικές εκατοντάδες γραμμάρια μελάνι σε χαρτί. Η σκέψη του, το έργο που άφησε φεύγοντας, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Οκτώ βιβλία, εκ των οποίων το ένα μετάφραση. Ας τα δούμε συνοπτικά: Το 1978 εξέδωσε την διδακτορική του διατριβή πάνω στον Γερμανό ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε με τον τίτλο «Έξυπνον Ενύπνιον».
Ο υπεύθυνος της τριμελούς επιτροπής που κλήθηκε να κρίνει την διατριβή, τη χαρακτήρισε ακατανόητη…
Οι καμπάνες, οι γραβάτες, οι χειραψίες και τα πρωτόκολλα, η ελεημοσύνη και οι διακυρήξεις για ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία αποτελούν τα διάσημα του ξεπεσμού του ανθρώπου. (σελ. 50)
Την ίδια χρονιά ο Λιαντίνης θα γράψει μια εργασία με θέμα τον Διονύσιο Σολωμό για να συμμετάσχει στη διεκδίκηση του βραβείου της Ακαδημίας Αθηνών. Την έγραψε λοιπόν, την έβαλε σε κλειστό ανώνυμο φάκελο, όπως προβλεπόταν, την έστειλε και το πήρε. Όμως δεν πήγε να το παραλάβει, όπως επίσης και το χρηματικό βραβείο 100 χιλ. δρχ. Το βιβλίο, που από πολλούς θεωρείται ως η καλύτερη προσέγγιση στο Σολωμό που γράφτηκε ποτέ, έχει τίτλο «Χάσμα Σεισμού-Ο φιλοσοφικός Σολωμός».
Σύμφωνα με την οντολογία και την ηθική του Σολωμού η θέση του ανθρώπου είναι να βρίσκεται πάνοπλος στην ακμή της Εξόδου και ανυπόδητος στην κόψη του σπαθιού. Να ανθίζει στη ρωγμή των βράχων και να αστράφτει στο χάσμα της νυχτολαμπής. (σελ. 117)
Το 1979 θα μπει στα βαθιά καθώς θα επιχειρήσει να μεταφράσει Νίτσε και συγκεκριμένα το «Ίδε ο άνθρωπος».
Χρεωστώ τούτη την εξομολόγηση. Υπάρχουν ώρες που ανοίγοντας να διαβάσω Nietzsche δεν καταλαβαίνω λέξη. (σελ. 15)
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, ο Λιαντίνης θα δώσει ένα μικρό δείγμα από το στίγμα της μετάφρασης του «δύσκολου» Νίτσε. Θα επιλέξει αντί των συνηθισμένων «Μετέφρασε», «Απέδωσε», το άγνωστο «Ελλήνισε». Τα επόμενα χρόνια θα ασχοληθεί με την μελέτη των έργων του Γιώργου Σεφέρη καρπός της οποίας είναι το βιβλίο «Ο Νηφομανής», που θα εκθοδεί το 1982.
Ο Νηφομανής δηλώνει το νηφάλιο και το μαινόμενο ταυτόχρονα. Είναι εκείνος που νοεί και κρίνει, αλλά την ίδια στιγμή ενθουσιά και εμπνέεται. Ζει τον έλλογο μύθο ζυμωμένον με τη φρόνιμη τρέλα. (σελ. 11)
Το 1984 θα γράψει ένα αμιγώς φιλοσοφικό βιβλίο. Το «Homo Educandus: Φιλοσοφία της Αγωγής».
Μέσα στο χώρο της Φιλοσοφίας της Αγωγής το βιβλίο τούτο μοιάζει αιρετικό. Αν το παραβάλει κάποιος προς τον κλασσικό – που σημαίνει και συμβατικό αναπότρεπτα- τύπο των παρόμοιων μελετών, μόνο τον υπότιτλο θά ‘βρισκε κοινό. (σελ. 9)
Το 1987 θα γράψει το «Πολυχρόνιο-Στοά και Ρώμη» μια μελέτη πάνω στην «επίδραση της στωικής φιλοσοφίας στην πολιτική παιδαγωγική της Ρώμης».
Από τη πτώση της Ρώμης και ύστερα, ο άνθρωπος πορεύεται πλέον τον δρόμο της ιστορίας ανάποδα. Βλέπει τάχα το Χριστό, και τραβάει ίσια κατά το Διάβολο. (σελ. 164)
Το 1992 θα γράψει «Τα Ελληνικά». Είναι η εποχή που διδάσκει στο Μαράσλειο Διδασκαλείο όπου μετεκπαιδεύονται δάσκαλοι. Ο ίδιος επιθυμεί το βιβλίο του να έχει συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό: Προορίζεται μόνο για τους φοιτητές και για εκπαιδευτικούς που δεν έχουν περάσει το μεσοστράτι της ζωής τους. (προμετωπίδα)
Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.
Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.
Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.
Ότι αποθεώνεις την εμορφιά• γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.
Και κυρίως αυτό: Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πώς αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.
Και ερχόμαστε στη «Γκέμμα», το κύκνειο άσμα του. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε σε δύο καλοκαίρια. Του 1993 και του 1994 στο εξοχικό της οικογένειας στις Κεχριές. Στο τυπογραφείο πήγε το 1996, αν και μέσα αναφέρει ως έτος έκδοσης το 1997. Στα βιβλιοπωλεία κυκλοφόρησε περί τα τέλη της άνοιξης του 1998.
Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια. (τελευταίες λέξεις του βιβλίου)
Τα τελευταία πέντε βιβλία του τυπώθηκαν από ένα μικρό εκδοτικό οίκο, τη «Βιβλιογονία». Κανείς άλλος οίκος δεν δεχόταν να τα τυπώσει.
Υπάρχει, τέλος, και ένα άλλο έργο του Λιαντίνη. Στις 7 Μαρτίου 1998, το εμπιστεύθηκε:σε μορφή χειρογράφου:στον φοιτητή του Ηλία Αναγνώστου και το επισήμανε στην τελευταία του επιστολή: «Κάποια στοιχειά από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου».
Είναι μια ανάλυση στο έργο του Κ.Π. Καβάφη. Έχει τον τίτλο Requiem και σύντομα θα πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο από τον ιδιοκτήτη του.
Η ιδέα του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», είναι η ωραία στάση μπροστά στο θάνατο. Δεν είναι ανάγκη να γίνεις Αντώνιος, ώστε εκείνο που θα χάσεις πεθαίνοντας να είναι η πόλη του Αλεξάνδρου.
Η Αλεξάνδρεια είναι το άλλο όνομα της ζωής.
Στον καθένα που αξιώθηκε να υψωθεί σε συνείδηση, να ανοίξει τα μάτια του δηλαδή και να κλείσει μέσα τους το θαύμα της ζωής, στον καθένα που είχε τη χαρά έστω και μόνο να κυττάξει ένα Μάη τις ανθισμένες σπίθες των σπάρτων, του χαρίζεται, και του χρεώνεται μια ολόκληρη Αλεξάνδρεια. Με το φάρο, με τη Βιβλιοθήκη της, τους στόλους και το Νείλο, την αιχμηρή της χερσόνησο στη μακρυνή γοητεία των Φαραώ, με τους χορούς της ιερής νύχτας και της ιερής φρίκης, και με την Κλεοπάτρα της. Αυτή τη μυθική συναλλαγματική ο άνθρωπος με την πράξη του θανάτου του την εξοφλεί ως τον τελευταίο του όβολο.
Η ώρα της πληρωμής επομένως αξιώνει γενναιοδωρία και αρχοντιά ισομέτρητη προς το μέγεθος της χρέωσης.
Όρος που ορίστηκε κοινός για το βασιλιά και το στρατιώτη, το φοροβαστάχτη και το βιολιστή, τον ταξιδευτή και τον ερωτευμένο. (απόσπασμα)
Αυτός ήταν λοιπόν ο Λιαντίνης; Ένας στοχαστής, παιδαγωγός, ποιητής;
Όχι, μας λέει ο ίδιος.
Το αληθινότερο ποίημα στο γνήσιο ποιητή είναι η ίδια η ζωή του. (Χάσμα Σεισμού σελ. 24)
Καθώς λοιπόν έγραφε τα ποιήματα του, του σώθηκε το μελάνι.
Τότε αποφάσισε να γράψει με το αίμα του.
https://www.youtube.com/watch?v=MB_u0j1FdZA
Λιαντίνης – Έζησα έρημος και ισχυρός
Απόσπασμα από το βιβλίο του δημοσιογράφου Δημήτρη Αλικάκου*EΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Δημήτρης Λιαντίνης υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής του τομέα Παιδαγωγικής, του τμήματος Φ.Π.Ψ. της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδασκε φιλοσοφία της αγωγής και διδακτική αρχαίων και νέων ελληνικών.
Εξαφανίστηκε αυτοθέλητα την 1η Ιουνίου του 1998, σε ηλικία 56 ετών.
Στις 4 Ιουλίου του 2005 αποκαλύφθηκε ο σκελετός του από τον πιο έμπιστο φίλο του, σε μια μικρή σπηλιά του Ταϋγέτου.
Όλα είχαν σχεδιαστεί από τον ίδιο.
Είναι τρελός!
Κάπως έτσι αντέδρασαν πολλοί νεοέλληνες στο άκουσμα της είδησης.
Είχαν δίκιο. Τούτος, δεν ήταν σαν τους άλλους, σαν εμάς. Ξένο σώμα έδειχνε στη τάξη των ανθρώπων.
Τα λόγια του ήταν αλλόκοτα, ακαταλαβίστικα• ήχοι περίεργοι στη μονότονη μουσική της ζωής μας.
Το έργο είχε ξαναπαίξει. Τί κι αν το θυμούνται λίγοι.
Πήρα στυλό και τετράδιο και άρχισα να ρωτάω, να μαθαίνω και να γράφω.
Κάποιων ανθρώπων η ζωή, δεν ακολουθεί το φρόνιμο μονοπάτι των άλλων. Επιλέγει κρυφά περάσματα και απόκρημνες πλαγιές για να βαδίσει. Κάποτε σηκώνεται από το χώμα, πετά και χάνεται στον ορίζοντα. Τη ζωή αυτών, κανείς δεν δύναται να ακολουθήσει, πόσο μάλλον να καταγράψει. Αυτό που μας μένει είναι να νιώσουμε. Να νιώσουμε την αύρα που αφήνει πίσω του καθώς χάνεται…
Πώς μπορείς να μιλήσεις για έναν άνθρωπο που βαδίζει στο θάνατο συνειδητά και χαμογελώντας; Ποια στοιχεία μπορείς να εισφέρεις που να δικαιολογούν αυτή την εικόνα; Ο δημοσιογραφικός λόγος στέκεται ανίκανος να δώσει επαρκή απάντηση.
Η πράξη του Λιαντίνη, η έξοδός του από τη ζωή, θα περιμένει υπομονετικά τον φιλόσοφο και ποιητή για να την βάλει στο χειρουργικό τραπέζι. Να την αναλύσει και να την ερμηνέψει. Μα πάνω απ’ όλα θα περιμένει το χρόνο. Αυτός είναι ο πιο δίκαιος κριτής.
Η παρούσα έρευνα θα επιχειρήσει να πλησιάσει τον άνθρωπο. Έτσι όπως φανερώνεται μέσα από μαρτυρίες ατόμων που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, όπως φοιτητές, συνάδελφοι, συμμαθητές του από τα μαθητικά χρόνια, ακόμα και ο δάσκαλός του στο δημοτικό που μιλάει για ένα «παιδί φαινόμενο».
Μιλούν για πρώτη φορά οι τρείς φίλοι του Λιαντίνη, οι άνθρωποι που ο ίδιος επέλεξε να αναφέρει στην τελευταία του επιστολή. Ο αντιπρύτανης, ο γιατρός και ο μεταλλειολόγος. «Όλα αυτά τα χρόνια σιωπήσαμε από σεβασμό στη μνήμη του. Ήρθε η ώρα να πούμε την αλήθεια», λένε.
Έρχεται στο φως η προσωπική του αλληλογραφία με τον δίδυμο αδελφό του και τον καλύτερο φίλο του στα ταραγμένα χρόνια της νιότης του. Επιστολές που αποκαλύπτουν τον άνθρωπο και φανερώνουν μια σπάνια στάση ζωής που φτάνει στα όρια της υπέρβασης.
Θα μας αποκαλύψει ο ίδιος τον μεγάλο έρωτά του, πώς τον βίωσε και γιατί έμεινε ανεκπλήρωτος.
Θα ακούσουμε την κραυγή αγωνίας του προς τον αδελφικό φίλο του: «Δος μου το χέρι σου φίλε. Τώρα που καίγομαι».
Θα παρακολουθήσουμε τα τελευταία του βήματα μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων και δικές του επιλογές. Θα μάθουμε ποια ήταν η τελευταία του επιθυμία. Τι χειρόγραφα εμπιστεύθηκε και σε ποιόν λίγο πριν φύγει.
Θα γνωρίσουμε τον άνθρωπο που λάμβανε επί 25 χρόνια κάθε μήνα ένα γράμμα του και θα μάθουμε το γιατί.
Θα σταθούμε στη μάνα του, την περήφανη αυτή γυναίκα που και εκείνη έκανε τη δική της υπέρβαση. Τι της είπε ο γιος της γι’ αυτό που σχεδίαζε να κάνει και πώς εκείνη αντέδρασε; Λίγο πριν το τέλος, θα μάθουμε το «σχέδιο» του Λιαντίνη από τον άνθρωπο-κλειδί που κλήθηκε να το φέρει εις πέρας. Θα ακούσουμε τον ίδιο να μιλά για πρώτη φορά. Θα παρακολουθήσουμε το χρονικό του θανάτου του. Ενός θανάτου που, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ήταν σχεδιασμένος στη παραμικρή λεπτομέρεια. Ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος.
Τέλος, θα δώσουμε το λόγο στον ιατροδικαστή. Εκεί τον αναγνώστη, περιμένει ένα μεγάλο αίνιγμα, «πρωτόγνωρο», σύμφωνα με τον ίδιο.
Ανάμεσα σ’ όλα αυτά, θα παρεμβάλονται μικρά αποσπάσματα από το συγγραφικό του έργο ως ένα πρώτο άγγιγμα στη σκέψη του, κυρίως όμως για να μας θυμίσουν μια λέξη ξεχασμένη στις μέρες μας: συνέπεια.
Για τον Δημήτρη Λιαντίνη η πιο σημαντική μέρα της ζωής του ήταν η μέρα που επέλεξε να φύγει για πάντα. Είκοσι πέντε χρόνια, ίσως και παραπάνω, ο Δημήτρης Λιαντίνης ζει και αναπνέει για να μπορέσει εκείνη τη μέρα να κάνει το μεγάλο άλμα. Είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια προετοιμάζει τον εαυτό του για να δει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα εκείνης της μέρας. Να ακούσει για τελευταία φορά τον ήχο από τις πέτρες που πατάει και αφήνει πίσω του στο μονοπάτι που δεν έχει γυρισμό. Και εκεί ψηλά στη κορυφή του βουνού να αγναντέψει για τελευταία φορά από μακριά τη Λιαντίνα, το αγαπημένο του χωριό, τη γη της Λακωνίας που τον γέννησε.
Ο Λιαντίνης ζητάει από όλους να τον κατανοήσουν. Όχι να συμφωνήσουν μαζί του, απλά να μπορέσουν να τον κατανοήσουν μέσα από το άρωμα που άφησε πίσω του στους δεκάδες, εκατοντάδες ανθρώπους που ήρθαν σε επαφή με κείνον και το έργο του. Και σαν τον κατανοήσουν ακούγοντας τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και κυρίως μελετώντας το έργο του, τότε μπορούν χωρίς την ενοχή της άγνοιας να τον δεχθούν ή να τον απορρίψουν.
Κάποτε ήλθε ένα 28χρονο παλικάρι να με βρει. Όνομα δεν μου άφησε, μονάχα μου είπε τούτο: «Ήμουν φοιτητής του Λιαντίνη. Μια μέρα με είδε δακρυσμένο και με ρώτησε τι έχω. Του είπα πως θέλω να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Με πήρε αγκαλιά και βγήκαμε απ’ το αμφιθέατρο. Βαδίσαμε κάμποση ώρα στο δάσος της Καισαριανής. Μου μιλούσε συνεχώς. Τον άκουγα. Στο τέλος με φίλησε στο μάγουλο, χαμογέλασε και έφυγε. Του χρωστώ τη ζωή μου. Τον ευχαριστώ».
Φεύγοντας μου ζήτησε να του υποσχεθώ πως θα το γράψω κάποτε αυτό, «να μάθουν ποιος ήταν ο Λιαντίνης».
Ποιος ήταν λοιπόν ο Λιαντίνης;
Μερικές εκατοντάδες γραμμάρια μελάνι σε χαρτί. Η σκέψη του, το έργο που άφησε φεύγοντας, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Οκτώ βιβλία, εκ των οποίων το ένα μετάφραση. Ας τα δούμε συνοπτικά: Το 1978 εξέδωσε την διδακτορική του διατριβή πάνω στον Γερμανό ποιητή Ράινερ Μαρία Ρίλκε με τον τίτλο «Έξυπνον Ενύπνιον».
Ο υπεύθυνος της τριμελούς επιτροπής που κλήθηκε να κρίνει την διατριβή, τη χαρακτήρισε ακατανόητη…
Οι καμπάνες, οι γραβάτες, οι χειραψίες και τα πρωτόκολλα, η ελεημοσύνη και οι διακυρήξεις για ισότητα, δικαιοσύνη και ελευθερία αποτελούν τα διάσημα του ξεπεσμού του ανθρώπου. (σελ. 50)
Την ίδια χρονιά ο Λιαντίνης θα γράψει μια εργασία με θέμα τον Διονύσιο Σολωμό για να συμμετάσχει στη διεκδίκηση του βραβείου της Ακαδημίας Αθηνών. Την έγραψε λοιπόν, την έβαλε σε κλειστό ανώνυμο φάκελο, όπως προβλεπόταν, την έστειλε και το πήρε. Όμως δεν πήγε να το παραλάβει, όπως επίσης και το χρηματικό βραβείο 100 χιλ. δρχ. Το βιβλίο, που από πολλούς θεωρείται ως η καλύτερη προσέγγιση στο Σολωμό που γράφτηκε ποτέ, έχει τίτλο «Χάσμα Σεισμού-Ο φιλοσοφικός Σολωμός».
Σύμφωνα με την οντολογία και την ηθική του Σολωμού η θέση του ανθρώπου είναι να βρίσκεται πάνοπλος στην ακμή της Εξόδου και ανυπόδητος στην κόψη του σπαθιού. Να ανθίζει στη ρωγμή των βράχων και να αστράφτει στο χάσμα της νυχτολαμπής. (σελ. 117)
Το 1979 θα μπει στα βαθιά καθώς θα επιχειρήσει να μεταφράσει Νίτσε και συγκεκριμένα το «Ίδε ο άνθρωπος».
Χρεωστώ τούτη την εξομολόγηση. Υπάρχουν ώρες που ανοίγοντας να διαβάσω Nietzsche δεν καταλαβαίνω λέξη. (σελ. 15)
Στο εξώφυλλο του βιβλίου, ο Λιαντίνης θα δώσει ένα μικρό δείγμα από το στίγμα της μετάφρασης του «δύσκολου» Νίτσε. Θα επιλέξει αντί των συνηθισμένων «Μετέφρασε», «Απέδωσε», το άγνωστο «Ελλήνισε». Τα επόμενα χρόνια θα ασχοληθεί με την μελέτη των έργων του Γιώργου Σεφέρη καρπός της οποίας είναι το βιβλίο «Ο Νηφομανής», που θα εκθοδεί το 1982.
Ο Νηφομανής δηλώνει το νηφάλιο και το μαινόμενο ταυτόχρονα. Είναι εκείνος που νοεί και κρίνει, αλλά την ίδια στιγμή ενθουσιά και εμπνέεται. Ζει τον έλλογο μύθο ζυμωμένον με τη φρόνιμη τρέλα. (σελ. 11)
Το 1984 θα γράψει ένα αμιγώς φιλοσοφικό βιβλίο. Το «Homo Educandus: Φιλοσοφία της Αγωγής».
Μέσα στο χώρο της Φιλοσοφίας της Αγωγής το βιβλίο τούτο μοιάζει αιρετικό. Αν το παραβάλει κάποιος προς τον κλασσικό – που σημαίνει και συμβατικό αναπότρεπτα- τύπο των παρόμοιων μελετών, μόνο τον υπότιτλο θά ‘βρισκε κοινό. (σελ. 9)
Το 1987 θα γράψει το «Πολυχρόνιο-Στοά και Ρώμη» μια μελέτη πάνω στην «επίδραση της στωικής φιλοσοφίας στην πολιτική παιδαγωγική της Ρώμης».
Από τη πτώση της Ρώμης και ύστερα, ο άνθρωπος πορεύεται πλέον τον δρόμο της ιστορίας ανάποδα. Βλέπει τάχα το Χριστό, και τραβάει ίσια κατά το Διάβολο. (σελ. 164)
Το 1992 θα γράψει «Τα Ελληνικά». Είναι η εποχή που διδάσκει στο Μαράσλειο Διδασκαλείο όπου μετεκπαιδεύονται δάσκαλοι. Ο ίδιος επιθυμεί το βιβλίο του να έχει συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό: Προορίζεται μόνο για τους φοιτητές και για εκπαιδευτικούς που δεν έχουν περάσει το μεσοστράτι της ζωής τους. (προμετωπίδα)
Να υπάρχεις ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.
Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από την φύση. Όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.
Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης. Όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων.
Ότι αποθεώνεις την εμορφιά• γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.
Και κυρίως αυτό: Ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πώς αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.
Και ερχόμαστε στη «Γκέμμα», το κύκνειο άσμα του. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε σε δύο καλοκαίρια. Του 1993 και του 1994 στο εξοχικό της οικογένειας στις Κεχριές. Στο τυπογραφείο πήγε το 1996, αν και μέσα αναφέρει ως έτος έκδοσης το 1997. Στα βιβλιοπωλεία κυκλοφόρησε περί τα τέλη της άνοιξης του 1998.
Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια. (τελευταίες λέξεις του βιβλίου)
Τα τελευταία πέντε βιβλία του τυπώθηκαν από ένα μικρό εκδοτικό οίκο, τη «Βιβλιογονία». Κανείς άλλος οίκος δεν δεχόταν να τα τυπώσει.
Υπάρχει, τέλος, και ένα άλλο έργο του Λιαντίνη. Στις 7 Μαρτίου 1998, το εμπιστεύθηκε:σε μορφή χειρογράφου:στον φοιτητή του Ηλία Αναγνώστου και το επισήμανε στην τελευταία του επιστολή: «Κάποια στοιχειά από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου».
Είναι μια ανάλυση στο έργο του Κ.Π. Καβάφη. Έχει τον τίτλο Requiem και σύντομα θα πάρει το δρόμο για το τυπογραφείο από τον ιδιοκτήτη του.
Η ιδέα του «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», είναι η ωραία στάση μπροστά στο θάνατο. Δεν είναι ανάγκη να γίνεις Αντώνιος, ώστε εκείνο που θα χάσεις πεθαίνοντας να είναι η πόλη του Αλεξάνδρου.
Η Αλεξάνδρεια είναι το άλλο όνομα της ζωής.
Στον καθένα που αξιώθηκε να υψωθεί σε συνείδηση, να ανοίξει τα μάτια του δηλαδή και να κλείσει μέσα τους το θαύμα της ζωής, στον καθένα που είχε τη χαρά έστω και μόνο να κυττάξει ένα Μάη τις ανθισμένες σπίθες των σπάρτων, του χαρίζεται, και του χρεώνεται μια ολόκληρη Αλεξάνδρεια. Με το φάρο, με τη Βιβλιοθήκη της, τους στόλους και το Νείλο, την αιχμηρή της χερσόνησο στη μακρυνή γοητεία των Φαραώ, με τους χορούς της ιερής νύχτας και της ιερής φρίκης, και με την Κλεοπάτρα της. Αυτή τη μυθική συναλλαγματική ο άνθρωπος με την πράξη του θανάτου του την εξοφλεί ως τον τελευταίο του όβολο.
Η ώρα της πληρωμής επομένως αξιώνει γενναιοδωρία και αρχοντιά ισομέτρητη προς το μέγεθος της χρέωσης.
Όρος που ορίστηκε κοινός για το βασιλιά και το στρατιώτη, το φοροβαστάχτη και το βιολιστή, τον ταξιδευτή και τον ερωτευμένο. (απόσπασμα)
Αυτός ήταν λοιπόν ο Λιαντίνης; Ένας στοχαστής, παιδαγωγός, ποιητής;
Όχι, μας λέει ο ίδιος.
Το αληθινότερο ποίημα στο γνήσιο ποιητή είναι η ίδια η ζωή του. (Χάσμα Σεισμού σελ. 24)
Καθώς λοιπόν έγραφε τα ποιήματα του, του σώθηκε το μελάνι.
Τότε αποφάσισε να γράψει με το αίμα του.